Print Friendly, PDF & Email

Οι νεκροί του νομού Πέλλας κατά την Κατοχή 1941-1944

Γεώργιος Κ. Αποστολίδης

 

Η παρούσα έρευνα περιλαμβάνει τους νεκρούς κατοίκους του νομού Πέλλας και τα πρόσωπα που σκοτώθηκαν στο νομό με καταγωγή από άλλες περιοχές της χώρας και ο θάνατός τους οφείλεται σε βίαια αίτια (εκτελέσεις, δολοφονίες, πείνα), αίτια που συνδέονται άμεσα με τις συνθήκες της Κατοχής. Αφορά τη χρονική περίοδο που ξεκινά με την είσοδο των Γερμανών στο νομό στις αρχές του Απριλίου 1941 και τελειώνει με την αποχώρηση των κατακτητών στα τέλη του Οκτωβρίου 1944. Κατ’ εξαίρεση το χρονικό όριο επεκτείνεται μέχρι και το 1945 και περιλαμβάνει μόνο τους νεκρούς που απεβίωσαν ως όμηροι των Γερμανών στα διάφορα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ευρώπης.

Βασική πηγή της καταγραφής των ονομάτων των νεκρών αποτέλεσε η επιτόπια έρευνα στις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου από όλα τα ληξιαρχεία των δήμων του νομού. Επίσης, αξιοποιήθηκε και έγινε αντιπαραβολή των στοιχείων με τα ονόματα που κατέγραψε ο Θανάσης Μητσόπουλος στο βιβλίο του Στα Μακεδονικά βουνά. Το 30ό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ.[1] Ο Μητσόπουλος (ψευδώνυμο Σταύρος) χρημάτισε Πολιτικός Επίτροπος στο προαναφερόμενο σύνταγμα και κατέγραψε τα ονόματα των θανόντων συναγωνιστών του με βάση τις προσωπικές αναμνήσεις του, πληροφορίες από άλλους συμμαχητές του και κυρίως από το Αρχείο της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Κρίσης των Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης της τότε νομαρχίας Πέλλας. Ακόμη αξιοποιήθηκαν:

α. το έργο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Έπεσαν για τη ζωή, τόμοι 2, 3 και 4,[2]

β. το βιβλίο του Απόστολου Δασκαλάκη, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 1936-1950,[3]

γ. το άρθρο του Βασίλη Γούναρη «Εκτελέσεις, βία και ασιτία στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής. Έρευνα και καταγραφή», στο Ο φόρος του αίματος στην Κατοχική Θεσσαλονίκη,[4]

δ. βιβλία και άρθρα που κατέγραψαν την τοπική ιστορία από συγγραφείς του νομού,[5]

ε. διάφορα αρχεία,[6] εφημερίδες,[7] συνεντεύξεις, μνημεία-ηρώα.[8]

Δυστυχώς, η μεγάλη ένταση της σύγκρουσης μεταξύ των αντιμαχόμενων αντιπάλων, οι μαζικές εκτελέσεις, οι πυρπολήσεις και οι καταστροφές πόλεων και χωριών, η κατάρρευση των κοινοτικών και δημόσιων θεσμών λόγω της Κατοχής και των ενδοελληνικών εμφύλιων συγκρούσεων προκάλεσαν την απώλεια αρκετών ληξιαρχικών βιβλίων ακόμη και τη μη δήλωση των θανάτων, διότι ακόμη και οι οικείοι των θανόντων απεβίωσαν ή εγκατέλειψαν τη χώρα λόγω της συνεργασίας τους με τον κατακτητή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ομαδική εκτέλεση κατοίκων και η πυρπόληση των αρχείων του Δήμου Γιαννιτσών τον Σεπτέμβριο του 1944.[9] Ο Εμφύλιος Πόλεμος που ακολούθησε, μεγέθυνε την καταστροφή με την πυρπόληση των κοινοτικών αρχείων αρκετών χωριών, όπως ο Άγρας.[10] Τέλος, η φθορά του χρόνου και οι φυσικές καταστροφές, όπως η πλημμύρα του 1979,[11] προξένησαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Παρ’ όλα αυτά οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, όπως αυτές δηλώθηκαν από τους οικείους των θανόντων, εκτός από το ονοματεπώνυμο του νεκρού, έδωσαν πολύτιμα στοιχεία, όπως την ηλικία, το επάγγελμα, την καταγωγή και το σημαντικότερο, την αιτία θανάτου. Τα έργα του ΚΚΕ και του Μητσόπουλου συμπλήρωσαν τα παραπάνω στοιχεία με πληροφορίες που αφορούσαν την κομματική ταυτότητα των νεκρών και τη συμμετοχή τους στις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Η καταγραφή των στοιχείων από το έργο του ΚΚΕ απαίτησε ιδιαίτερη προσοχή διότι βρέθηκαν κάποιες διπλοεγγραφές ή ακόμη και λάθος στοιχεία, που δεν ταίριαζαν με τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου. Ακόμη και οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου παρουσίασαν αρκετές δυσκολίες καθώς οι ληξίαρχοι είτε δεν συμπλήρωναν όλα τα στοιχεία, είτε η γραφή τους ήταν δυσανάγνωστη. Ακόμη υπήρχαν περιπτώσεις όπου για τον ίδιο θανόντα εκδόθηκαν περισσότερες από μία πράξεις διότι οι δηλώσεις έγιναν σε διαφορετικούς χρόνους, από διαφορετικούς δηλούντες και κάποιες φορές υπήρχαν μικρές ή μεγαλύτερες διαφορές, όσον αφορά την ηλικία, τον τόπο και τον χρόνο θανάτου. Ένας μεγάλος αριθμός των ληξιαρχικών πράξεων θανάτου συντάχθηκαν μετά το τέλος της Κατοχής με δικαστικές αποφάσεις, όταν οι συνθήκες ομαλοποιήθηκαν σχετικά στην ύπαιθρο. Όμως, είναι εμφανές, πως το πολωτικό και νοσηρό κλίμα του Εμφυλίου Πολέμου παρέμεινε τις επόμενες δεκαετίες, καθώς αρκετές δηλώσεις αναφέρουν ως δράστη του φόνου τους «εαμοκομμουνιστές» ή τους «κομμουνιστοσυμμορίτες»,[12] όροι που δεν υπήρχαν στη διάρκεια της Κατοχής.

Οι πρώτοι θάνατοι στο νομό είχαν σχέση με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και το εγκαταλελειμμένο πολεμικό υλικό. Η κατάρρευση του μετώπου και η γρήγορη προέλαση των Γερμανών εγκλώβισαν αρκετούς τραυματίες Έλληνες στρατιώτες στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Έδεσσας και της Σκύδρας.[13] Το πρώτο θύμα ήταν ένας βαριά τραυματισμένος στρατιώτης που εξέπνευσε στο νοσοκομείο της Έδεσσας στις 19 Απριλίου 1941.[14] Λίγες ημέρες αργότερα από εκπυρσοκρότηση πυρομαχικών σκοτώθηκαν τέσσερις νεαροί μαθητές από το χωριό Περαία[15], ο πατέρας, οι δύο κόρες του και ακόμη τρεις κάτοικοι του χωριού Αγίου Αθανασίου Έδεσσας,[16] ενώ ένας ακόμη μαθητής από το χωριό Βρυττά σκοτώθηκε από έκρηξη νάρκης.[17] Από θραύσματα οβίδας επίσης σκοτώθηκαν άλλοι τέσσερις μικροί μαθητές από το χωριό Κάτω Λουτράκι το μήνα Οκτώβριο.[18] Τον ίδιο μήνα έγιναν οι πρώτες εκτελέσεις από τους Γερμανούς: δύο θύματα ήταν από τα Γιαννιτσά[19] και τρία από το χωριό Κωνσταντία Αλμωπίας.[20] Η αιτία των εκτελέσεων ήταν η απόκρυψη οπλισμού. Ο συνολικός αριθμός για το έτος 1941 ήταν 26 θύματα.

Το 1942 οι Γερμανοί συνέχισαν τις εκτελέσεις ως μέτρο εκφοβισμού και διατήρησης της τάξης. Πέντε εκτελέσεις έγιναν σε διαφορετικό χρονικό σημείο η καθεμία. Οι τέσσερις είχαν ένα κοινό στοιχείο, πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης «Παύλος Μελάς».[21] Το καλοκαίρι αυτού του έτους δολοφονήθηκε ένα ζευγάρι από το Αετοχώρι από τους συνεργάτες των Γερμανών, τους Βούλγαρους κομιτατζήδες.[22]

Ο σκληρός χειμώνας του 1941-1942 και οι ελλείψεις τροφίμων οδήγησαν πολλούς κατοίκους των μεγάλων πόλεων να μεταναστεύσουν στην επαρχία. Ένα αρκετά μεγάλο μέρος από αυτούς φιλοξενήθηκε στον νομό, ο οποίος είχε επάρκεια τροφίμων. Ωστόσο δύο άτομα, πιθανόν πρόσφυγες, ένας ογδοντάρης άνδρας από το Σήμαντρο Κοζάνης και μία γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη, απεβίωσαν από ασιτία.[23] Από την ίδια αιτία, τις κακουχίες και από την εγκατάλειψη των επίσημων αρχών πέθαναν δύο Εδεσσαίοι κομμουνιστές, εξόριστοι στον Άγιο Ευστράτιο.[24] Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων του 1942 ανήλθε στους 15.

Το 1943 συγκροτήθηκαν οι πρώτες ένοπλες ομάδες αντίστασης από το ΕΑΜ στα βουνά της Πέλλας με βασικό πυρήνα τις ανταρτικές ομάδες «Οδυσσέας Ανδρούτσος» και «Αθανάσιος Διάκος». Τον μήνα Νοέμβριο μετεξελίχθηκαν στο 30ό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με έδρα το Πάικο.[25] Στο Βέρμιο έδρασε το 16ο Σύνταγμα, ενώ κατά διάφορα χρονικά διαστήματα φιλοξενήθηκαν στα βουνά της Πέλλας το 13ο και το 53ο Σύνταγμα.[26] Η αντίπαλη αντιστασιακή οργάνωση Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις (ΠΑΟ) προσπάθησε επίσης να οργανώσει ένοπλες ομάδες στο Πάικο και το Βέρμιο το καλοκαίρι του 1943, άλλα αυτές διαλύθηκαν σχετικά γρήγορα εξαιτίας της έλλειψης οργάνωσης και όπλων και κυρίως λόγω των επιθέσεων του ΕΛΑΣ.[27] Η σύλληψη και η διάλυση των τμημάτων της ΠΑΟ στο Πάικο και το Βέρμιο έγινε αρχικά αναίμακτα. Ο μοναδικός νεκρός που έχει καταγραφεί είναι ένας αντάρτης του 30ού Συντάγματος του ΕΛΑΣ από το χωριό Παλαίφυτο που σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον της ΠΑΟ στα Πηγαδούλια Κιλκίς.[28] Αυτή η ενδοελληνική σύγκρουση δημιούργησε ένα βαθύ χάσμα μεταξύ των δύο οργανώσεων που οδήγησε στον απηνή διωγμό και τη φυσική εξόντωση των μελών της ΠΑΟ από τον ΕΛΑΣ και στην ένταξη μελών της ΠΑΟ στα Τάγματα Ασφαλείας.[29] Το 1943 καταγράφηκαν 106 νεκροί.

Το 1944 ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς. Ο Ιανουάριος ήταν ο δεύτερος μήνας με τα περισσότερα θύματα όλης της Κατοχής. Στα μέσα αυτού του μήνα οι Γερμανοί πραγματοποίησαν την εκκαθαριστική επιχείρηση «Wolf» στο Πάικο με σκοπό την εξουδετέρωση του ΕΛΑΣ. Οι αντάρτες έγκαιρα αποσύρθηκαν από τις βάσεις τους στη χιονισμένη Τζένα. Εκεί, όμως, χάθηκαν οκτώ αντάρτες από το ψύχος, ένας Έλληνας, ο Μίμης Μπουρδάρας, μέλος της Συμμαχικής Αγγλικής Αποστολής και ο Άγγλος λοχαγός Φίλιπς, ο οποίος ασθένησε από πνευμονία και εξέπνευσε αργότερα.[30] Στην επιχείρηση «Wolf» συμμετείχε ο βουλγαρικός στρατός, ο οποίος διέπραξε πλήθος δολοφονιών, λεηλασιών και πυρπολήσεων χωριών. Σαράντα τρεις κάτοικοι της Νότιας, δεκαοχτώ της Λαγκαδιάς και επτά της Περίκλειας ήταν τα θύματα της ολιγοήμερης παρουσίας του. Τα θύματα είχαν κυρίως προσφυγική καταγωγή από την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη και σε κάποιες περιπτώσεις τα κίνητρα ανάγονταν σε διαφορές από το Μακεδονικό Αγώνα, όπως η δολοφονία του παλαιού Μακεδονομάχου Παπανώε.[31] Συνολικά στο βουλγαρικό στρατό αποδόθηκαν εβδομήντα τρεις φόνοι.[32]

Τους επόμενους μήνες και ιδιαίτερα όσο πλησίαζε το τέλος του πολέμου η βία κλιμακωνόταν ολοένα και περισσότερο, όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα:

Το 1944 πρωταγωνιστής στη βία ήταν ο γερμανικός στρατός. Οι Γερμανοί προσπαθώντας να εξουδετερώσουν την ένοπλη αντίσταση του ΕΛΑΣ προέβησαν σε διάφορες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες απέδωσαν πενιχρά αποτελέσματα καθώς οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έγκαιρα αποσύρονταν από την εμπόλεμη περιοχή και αποκρύπτονταν σε ασφαλή καταφύγια. Στις αποτυχίες αυτές οι Γερμανοί απαντούσαν με πυρπολήσεις των χωριών[33] και μετακινήσεις πληθυσμών με σκοπό την καταστροφή των βάσεων τροφοδοσίας των ανταρτών. Κυρίως όμως προσπαθούσαν να τρομοκρατήσουν τον ελληνικό λαό με φυλακίσεις και συνεχείς εκτελέσεις. Στις πόλεις και τα χωριά της Πέλλας δεκάδες αθώοι πολίτες εκτελέστηκαν ως αντίποινα για τη δράση του ΕΛΑΣ. Μαζικές δολοφονίες σημειώθηκαν στο Ελευθεροχώρι (22 Μαρτίου),[34] το Άνω και Κάτω Γραμματικό (23-24 Απριλίου),[35] την Έδεσσα (12 Σεπτεμβρίου),[36] το Μεσημέρι (13 Σεπτεμβρίου),[37] τα Γιαννιτσά (14 Σεπτεμβρίου).[38]

Επίσης, συνηθισμένος τόπος μαρτυρίου για τους κατοίκους της Πέλλας και γενικότερα της βορείου Ελλάδας ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης «Παύλος Μελάς» της Θεσσαλονίκης. Σε αυτό τουλάχιστον ογδόντα δύο κάτοικοι της Πέλλας εκτελέστηκαν.[39] Επιπλέον, το στρατόπεδο αυτό λειτουργούσε ως ο προθάλαμος για την μεταφορά ομήρων στη Γερμανία. Τουλάχιστον είκοσι δύο άτομα από την Έδεσσα, τα Γιαννιτσά και χωριά Λιπαρό, Κλησοχώρι, Πρόμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τις κακουχίες ως όμηροι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία και την Ολλανδία και το τραγικότερο όλων ήταν ότι κάποιοι απεβίωσαν τους πρώτους μήνες του 1945, λίγο πριν το τέλος του πολέμου.[40]

Οι Γερμανοί δεν έδρασαν μόνοι τους αλλά είχαν πολύτιμους συμμάχους τους Βούλγαρους. Οι μαζικές δολοφονίες από το βουλγαρικό στρατό τον Ιανουάριο του 1944 φανέρωσαν τις πραγματικές προθέσεις τους: την προσάρτηση της Μακεδονίας στο κράτος τους, σκοπό για τον οποίο εργάζονταν από την αρχή της Κατοχής οι Βούλγαροι σύνδεσμοι στα γερμανικά φρουραρχεία. Ιδιαίτερη δράση ανέπτυξε ο Αντόν Κάλτσεφ, Βούλγαρος σύνδεσμος στα γερμανικά φρουραρχεία της Έδεσσας και της Φλώρινας και σύζυγος νεαρής Εδεσσαίας. Αυτός κατάφερε να θέσει υπό την επιρροή του ορισμένους σλαβόφωνους κατοίκους χωριών της Έδεσσας και της Αλμωπίας. Η οργάνωσή τους ονομάστηκε Οχράνα και βαρύνεται με σαράντα τρία εγκλήματα κατά ελληνοφρόνων κατοίκων.[41] Η Οχράνα στράφηκε ιδιαίτερα εναντίον των επίσημων ελληνικών αρχών (πρόεδρων κοινοτήτων, χωροφυλάκων, επάρχων, νομάρχη, δημοσίων υπαλλήλων, στρατιωτικών) με στόχο να τρομοκρατήσει τους ελληνόφρονες και να προετοιμάσει την έλευση επίσημων βουλγαρικών κρατικών αρχών στη Μακεδονία. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η άγρια δολοφονία του απόστρατου αξιωματικού Δημοσθένη Αθανασόγλου από την Έδεσσα.[42]

Οι Γερμανοί εκτός από την Οχράνα βρήκαν πρόθυμους συνεργάτες στα Τάγματα Ασφαλείας. Σε αυτά συμμετείχαν αντικομμουνιστές και άτομα που ασπάστηκαν τον Εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ, όπως ο Γεώργιος Πούλος, ο Φριτς Σούμπερτ, ο Κύρος Γραμματικόπουλος και ο Ιορδάνης Χασερής. Όλοι τους δεν κατάγονταν από την Πέλλα αλλά εγκαταστάθηκαν το 1944 στην περιοχή έχοντας ως βάση τους τα Γιαννιτσά. Ο Πούλος, που από την άνοιξη του 1944 εγκατέστησε το εθελοντικό, γερμανοντυμένο τάγμα του στην Κρύα Βρύση Γιαννιτσών, βαρύνεται για πλήθος λεηλασιών και πυρπολήσεων οικιών και κυρίως, για μεγάλο αριθμό δολοφονιών κατοίκων της περιοχής των Γιαννιτσών και της Ημαθίας.[43] Ο Πούλος και ο Σούμπερτ κυρίως όμως ευθύνονται για τη σφαγή των Γιαννιτσών στις 14 Σεπτεμβρίου 1944.[44]

Ακόμη στα Τάγματα Ασφαλείας βρήκαν καταφύγιο άτομα που αποτελούσαν στόχο του ΕΛΑΣ διότι, είτε ήταν μέλη της ΠΑΟ, είτε διαφωνούσαν ιδεολογικά με το ΚΚΕ και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ο εξοπλισμός τους από τους Γερμανούς αποτελούσε λύση ανάγκης για την προστασία της ζωής τους και της περιουσίας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τοπικός οπλαρχηγός Στέργιος Σκαπέρδας. Ακόμη οι ανώμαλες συνθήκες της εποχής και οι ευκαιρίες εύκολου και γρήγορου πλουτισμού προσέλκυσαν αρκετούς τυχοδιώκτες και κακοποιά στοιχεία στα Τάγματα Ασφαλείας. Τέλος μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη που εντάχθηκαν σε αυτά για βιοποριστικούς κυρίως λόγους.[45] Γενικά, στη συλλογική μνήμη έχει επικρατήσει η ταύτιση του Παοτζή με το δοσίλογο και τον ταγματασφαλίτη. Στις περισσότερες επιχειρήσεις οι Γερμανοί δεν δρούσαν μόνοι τους αλλά με τους συνεργάτες τους. Γι’ αυτό σε πολλές ληξιαρχικές πράξεις θανάτου ως θύτες αναγράφονται οι «γερμανοπουλικοί», οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους, οι Γερμανοί και οι Οχρανίτες, χωρίς να γίνεται καμία διάκριση μεταξύ τους.[46] Τουλάχιστον 99 άτομα φονεύθηκαν από τα Τάγματα Ασφαλείας.

Από την άλλη πλευρά, φόνους διέπραξε και ο ΕΛΑΣ. Η αντιστασιακή αυτή οργάνωση από πολύ νωρίς έβαλε στο στόχαστρό της τις επίσημες ελληνικές διοικητικές αρχές κατηγορώντας τες για συνεργασία με τους κατακτητές. Η ελληνική διοίκηση βέβαια προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτή τη συνεργασία ως απαραίτητη για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνικού λαού (κυρίως επισιτιστικές ανάγκες) και για την προστασία της Μακεδονίας από τις βλέψεις των Βουλγάρων. Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται οι δολοφονίες του έπαρχου Αλμωπίας, Μιχαήλ Κώττα, τον Ιανουάριο του 1944[47] και του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Ενωτίας, Ευάγγελου Τασούλη[48] και οι απειλές κατά του νομάρχη Γεωργίου Θεμελή και του μητροπολίτη Εδέσσης και Πέλλης Παντελεήμονα που και οι δύο αποτελούσαν την ηγεσία της ΠΑΟ στον νομό.[49]

Ο διοικητικός μηχανισμός που εκτέθηκε περισσότερο και κατηγορήθηκε για δοσιλογισμό ήταν το σώμα της χωροφυλακής. Οι χωροφύλακες υπακούοντας στις εντολές των Γερμανών προέβαιναν σε συλλήψεις μελών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, συλλήψεις που συχνά οδηγούσαν σε εκτελέσεις. Με αυτό τον τρόπο πίστευαν ότι εξυπηρετούσαν την πατρίδα, καθώς από το Μεσοπόλεμο οι κομμουνιστές ταυτίζονταν με τους αυτονομιστές που δραστηριοποιούνταν για την απόσπαση της Μακεδονίας από το ελληνικό κράτος. Κατά την Κατοχή οι στενές σχέσεις ΚΚΕ και των μακεδόνων αυτονομιστών του Τίτο έδιναν νέα επιχειρήματα στη φαρέτρα της χωροφυλακής και του «ιερού» αγώνα της. Τον Μάιο του 1943 δολοφονήθηκαν σε ενέδρα έξω από το χωριό Γαλατάδες ο μοίραρχος Γεώργιος Γεωργίου και ο χωροφύλακας Μιχαήλ Χλαπουτάκης.[50] Στις 22 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου ο ΕΛΑΣ απήγαγε όλους τους χωροφύλακες του νομού εκτός από αυτούς της Έδεσσας με σκοπό την εκούσια ή βίαιη στρατολόγησή τους.[51] Στις 6 Ιουλίου απήχθηκαν ο μοίραρχος Τσάλας και οι 24 χωροφύλακες της χωροφυλακής Γιαννιτσών και εκτελέστηκαν λίγες ημέρες αργότερα στο χωριό Κάτω Κορυφή.[52] Οι εαμικές πηγές αποδέχονται την απαγωγή των χωροφυλάκων αλλά δεν αναφέρουν τίποτε για την τύχη τους. Οι ίδιες πάντως πηγές αναγνωρίζουν την προσφορά ορισμένων στελεχών της Χωροφυλακής, όπως του Διοικητή της Χωροφυλακής Έδεσσας Σωτόπουλου και του Ενωμοτάρχη Ασφαλείας Έδεσσας Μαχαίρα, οι οποίοι εξέδιδαν πλαστές ταυτότητες και ματαίωναν συλλήψεις μελών του ΕΑΜ.[53] Συνολικά βρέθηκαν στοιχεία για 27 άντρες της χωροφυλακής που δολοφονήθηκαν από τον ΕΛΑΣ.

Από το 1943 και καθώς το τέλος του πολέμου θεωρούταν ορατό, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ προετοιμαζόταν για τη μονοπώληση της αντίστασης και την κατάληψη της εξουσίας. Οι δολοφονίες των μελών της ΠΑΟ και ατόμων με επιρροή στην τοπική κοινωνία συνεχίστηκαν με ιδιαίτερη ένταση. Αίσθηση στην τοπική κοινωνία προκάλεσαν οι φόνοι των μελών της ΠΑΟ από τα Γιαννιτσά: του ιατρού Θωμά Μάγγου,[54] του λοχαγού Σταύρου Σταυρίδη, του υπίατρου Βασιλείου Μπούκη, του δικηγόρου Αναστάσιου Αγγελίδη,[55] του ιατρού Αθανάσιου Καστρότσιου[56] και του Εδεσσαίου Αλέξανδρου Παπαναστασίου.[57]

Σταδιακά, οι εμφύλιες διαμάχες, βασιζόμενες αρχικά στις ιδεολογικές διαφορές, μετατράπηκαν σε αγώνα επιβίωσης και σε αρκετές περιπτώσεις (π.χ. Στέργιος Σκαπέρδας) πήραν το χαρακτήρα προσωπικού πολέμου, γεγονός που το εκμεταλλεύτηκε η γερμανική στρατιωτική διοίκηση συγκροτώντας τα Τάγματα Ασφαλείας και εξοπλίζοντας χωρικούς. Ο ΕΛΑΣ φάνηκε αμείλικτος στα εξοπλισμένα από τους Γερμανούς χωριά. Το πρώτο χωριό που χτυπήθηκε ήταν η Αραβησσός στις 2 Φεβρουαρίου 1944. Στις 21 Μαΐου στα Σεβαστιανά οι αντάρτες σκότωσαν 3 άντρες.[58] Ακόμη, επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν στην Παραλίμνη (29 Ιουνίου) και την Λεπτοκαρυά (25 Ιουλίου).[59] Αντίθετα, ο ΕΛΑΣ έδειξε ιδιαίτερη ανοχή στους σλαβόφωνους. Στην αρχή προσπάθησε να τους προσεταιριστεί και να εξουδετερώσει τη βουλγαρική προπαγάνδα συνεργαζόμενος με τους παρτιζάνους του Τίτο και τους αυτονομιστές του ΣΝΟΦ, οι οποίοι περιόδευαν στα σλαβόφωνα χωριά και κήρυτταν την ανεξαρτησία της Μακεδονίας. Όταν τα αποτελέσματα της «διαφώτισης» δεν απέδωσαν, μεταχειρίστηκε πιο δυναμικές λύσεις: τον Μάιο και τον Ιούνιο επιτέθηκε στα σλαβόφωνα χωριά Πλατάνη, Βρυττά, Μεσημέρι, Νησί, Καρυδιά, Άγιος Αθανάσιος, που αποτελούσαν τα προπύργια της Οχράνα.[60] Η τελειωτική αναμέτρηση του ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας έγινε στις 11 Οκτωβρίου, στην Κρύα Βρύση, την έδρα του Πούλου, όπου συγκεντρώθηκαν όλοι οι αντικομμουνιστές του νομού. Στα ληξιαρχεία βρέθηκε μεγάλος αριθμός από ληξιαρχικές πράξεις θανάτου με θύτη τον ΕΛΑΣ,[61] χωρίς όμως να προσδιορίζονται τα θύματα ως μέλη των ταγμάτων ασφαλείας ή να δίνεται κάποιο στοιχείο για την αιτία του φόνου. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν δύο μέλη των ταγμάτων ασφαλείας της Σκύδρας που συνόδευαν γερμανικό τμήμα και σκοτώθηκαν σε ενέδρα του ΕΛΑΣ ανάμεσα στα χωριά Καλλίπολη και Σανδάλι. Στις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου τα θύματα αναφέρονται ως οπλίτες του Εθνικού Ελληνικού Στρατού.[62] Συνολικά 9 θάνατοι μπορούν να αποδοθούν με βεβαιότητα σε ταγματασφαλίτες, αριθμός που είναι αρκετά μικρός σε σχέση με το εύρος και την ένταση των συγκρούσεων.

Συνολικά 310 νεκροί αναφέρονται ως θύματα του ΕΛΑΣ. Πόσα από αυτά ήταν πραγματικοί συνεργάτες των Γερμανών και πόσα ήταν απλώς μη συμπαθούντες το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είναι αδύνατο να προσδιοριστεί από τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και κατ’ επέκταση το ΚΚΕ θεωρούσε κάθε πρόσωπο που δεν ταυτιζόταν μαζί του ως «αντιδραστικό», «προδότη» και «καθυστερημένο» και το αντιμετώπιζε με σκληρότητα. Κυνική είναι η ομολογία του Νίκου Αμαξόπουλου, ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ στην Αλμωπία:

«Όταν άρχισαν οι μεγάλες επιχειρήσεις των Γερμανών στην επαρχία μας (σημ. εννοεί τις επιχειρήσεις του Ιανουαρίου 1944) […] τους συλληφθέντες Παοτζήδες τι να τους κάνουν; (σημ. εννοεί οι αντάρτες του ΕΛΑΣ). Αν τους αφήσουν ελεύθερους θα κάνουν την Καρατζόβα, μαζί με τους Γερμανούς, φρούριο των προδοτών […]. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, για να μη θρηνήσουμε πολλά θύματα και καταστροφές και για να μη γίνει η Επαρχία μας ταμπούρι των εθνοπροδοτών, αναγκάστηκε ο δοξασμένος ΕΛΑΣ να τους εκτελέσει».[63]

Παρόμοια ομολογία κάνει και ο Γιάννης Συμεωνίδης, αντάρτης της υποδειγματικής διμοιρίας της ΕΠΟΝ:

«Θυμάμαι ακόμα δύο αντικρουόμενες διαταγές: Ο Βερμιώτης, απ’ τη μία, μου είπε αν πιάσουμε κάποιους Παοτζήδες να μην του φέρουμε κάτω αλλά να τους εκτελούμε, και ο Παπαζήσης, απ’ την άλλη, μας τόνισε πολύ αυστηρά να τους φέρουμε κάτω να δικαστούν».[64]

Η τακτική του ΕΛΑΣ να θεωρεί κάθε πρόσωπο που δεν συνεργαζόταν μαζί του ως αντίπαλο έφερνε τα αντίθετα αποτελέσματα. Ο τοπικός μεγαλοκτηνοτρόφος Στέργιος Σκαπέρδας αρχικά βοηθούσε το ΕΑΜ με τρόφιμα και χρήματα. Οι αφόρητες πιέσεις από τον ΕΛΑΣ για μεγαλύτερες παροχές και οι απειλές κατά της ζωής του ίδιου και της οικογένειάς του προκάλεσαν την αλλαγή στάσης του. Ο Σκαπέρδας βρήκε καταφύγιο στα όπλα του Πούλου και συγκρότησε το δικό του ένοπλο τμήμα.[65]

Η κατηγορία του προδότη και του πράκτορα του εχθρού δινόταν με σχετική ευκολία ακόμη και σε κομματικά στελέχη του ΚΚΕ και μέλη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που έπεφταν σε δυσμένεια ή κατηγορούνταν για λάθη και παραλήψεις, όπως στο χωριό Χαμηλό[66] και στην περιοχή της Αλμωπίας.[67] Απέναντι στην εχθρότητα του ΚΚΕ η καταφυγή στην αντίπαλη πλευρά φαινόταν η καλύτερη από τις χειρότερες επιλογές ή η μοναδική επιλογή. Ακόμη και ο Φώτης Ζησόπουλος αισθάνθηκε απειλή για τη ζωή του, όταν το καλοκαίρι του 1944 αποπέμφθηκε από στρατιωτικός διοικητής του 30ού Συντάγματος του ΕΛΑΣ και κλήθηκε να παρουσιαστεί στην έδρα της Χής Μεραρχίας.[68]

Βέβαια, μέσα στο ΕΑΜ υπήρχαν και πιο μετριοπαθείς φωνές, όπως του Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, Προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου της ΠΕΕΑ και του Αναστάσιου Τσικάρη, γιου του Ευθύμιου Τσικάρη, επιθεωρητή των δημοτικών σχολείων της Αλμωπίας που υπερασπίστηκαν νομάρχη Πέλλας Θεμελή στις κατηγορίες εναντίον του για δοσιλογισμό.[69] Δυστυχώς οι συνετές φωνές ήταν ελάχιστες και αδύναμες με αποτέλεσμα να επικρατήσουν οι πιο ακραίες που οδήγησαν σε πιο αιματηρές λύσεις στην Πέλλα.

Μία άλλη πολύπλοκη κατηγορία αποτελούν οι 97 ληξιαρχικές πράξεις θανάτου όπου αναγράφεται ότι ο δράστης είναι άγνωστος[70] ή ως αιτία αναφέρονται οι φράσεις: «πυροβόλο όπλο»[71] ή «φόνος».[72] Αρκετές από αυτές συντάχθηκαν μετά το 1980 και πιθανόν οι συγγενείς των θυμάτων να ενδιαφέρονταν περισσότερο να παραλάβουν κάποιο «χαρτί» για να τακτοποιήσουν κληρονομικά θέματα ή δεν γνώριζαν περισσότερες λεπτομέρειες για το συμβάν.[73] Η πιθανότητα οι φόνοι να ήταν έργο των Γερμανών και των συνεργατών τους είναι μηδαμινό γιατί οι εκτελέσεις από αυτούς ήταν πάντοτε φανερές και αποσκοπούσαν στον παραδειγματισμό των κατοίκων. Άλλωστε, οι οικείοι των δολοφονηθέντων που δήλωναν το φόνο στο ληξιαρχείο είχαν μεγαλύτερο συμφέρον να κατονομάσουν τις κατοχικές αρχές ως δράστες γιατί με αυτό τον τρόπο ηρωοποιούσαν τους δικούς τους ανθρώπους και τα κατοπινά χρόνια ωφελήθηκαν με υλικές και ηθικές αμοιβές. Βέβαια, κάποιοι από αυτούς τους φόνους πιθανόν να οφείλονται στη δράση κακοποιών στοιχείων και σε εγκληματικές ενέργειες, όπως η δολοφονία δύο αδερφών μυλωθρών από το χωριό Αρσένι τον Ιούλιο του 1943.[74] Όμως από το 1944 και την επικράτηση του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο η ληστεία είχε εξαλειφθεί, όπως διατείνονται οι εαμικές πηγές.[75] Το πιο πιθανόν είναι οι άγνωστοι δράστες να ήταν άντρες του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ που έδρασαν συνωμοτικά και κρυφά με αποτέλεσμα οι συγγενείς των θυμάτων να μη γνωρίζουν τον δράστη όταν δήλωναν στο ληξιαρχείο το φόνο ή φοβόντουσαν να τον κατονομάσουν καθώς ο ΕΛΑΣ είχε θέσει υπό την εξουσία του όλη την ύπαιθρο, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες. Άρα ο αριθμός των 310 θυμάτων με δράστη τον ΕΛΑΣ πολύ πιθανόν να είναι μεγαλύτερος, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια.

Από την άλλη πλευρά, σε αυτή την πολυαίμακτη σύγκρουση και ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Τουλάχιστον 65 μέλη του ΕΑΜ και 228 αντάρτες του ΕΛΑΣ[76] έχασαν τη ζωή τους για την αντιστασιακή δράση τους. Από αυτούς 64 αντάρτες με καταγωγή από την Πέλλα έπεσαν σε επιχειρήσεις σε άλλους νομούς, στα χωριά του Κιλκίς,[77] της Ημαθίας[78] και της Κοζάνης,[79] εναντίον κυρίως εξοπλισμένων από τους Γερμανούς χωρικών. Μάλιστα δύο αντάρτες σκοτώθηκαν σε μάχες εναντίον του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο.[80]

Τέλος, ένας μικρός σχετικά αριθμός θανάτων (31 στην κατηγορία «Άλλες αιτίες») οφείλονται κυρίως σε ατυχήματα από εκρήξεις πυρομαχικών και ναρκών που συνέβησαν στους πρώτους μήνες της Κατοχής. Ενδεικτικά, αξίζει να μνημονευτεί ο θάνατος ενός κατοίκου της Σκύδρας από βομβαρδισμό συμμαχικού αεροπλάνου τον Οκτώβριο του 1944.[81]

Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, η οποία συνεχίζεται, συντάχθηκε ο παρακάτω πίνακας που αποτυπώνει τους δράστες και την αιτία των θανάτων και αναδεικνύει την ένταση και το μέγεθος της βίας. Από τους 1.288 νεκρούς οι 1.048 κατάγονται από το νομό Πέλλας, οι 196 κατάγονται από άλλες περιοχές της χώρας και για 44 είναι άγνωστος ο τόπος καταγωγής.

Βέβαια, η αναζήτηση της αλήθειας είναι μία πολύπλοκη διαδικασία που το πέρασμα του χρόνου την κάνει ακόμη πιο δύσκολη. Σε κάποιες περιπτώσεις οι πηγές είναι αντικρουόμενες, καθώς ακόμη και ο θάνατος μπορεί να αποφέρει υλικά οφέλη στους οικείους του (σύνταξη στη χήρα, ηθική αναγνώριση) ή να αποτελεί ευκαιρία για προπαγάνδα στο πεδίο της ιδεολογικής και πολιτική αντιπαράθεσης ή να αποσειστούν ευθύνες. Πολύ πιθανόν να ισχύει: «Αλήθεια είναι ό,τι μας συμφέρει». Πιο συγκεκριμένα ο υπολοχαγός Χρήστος Αποστόλου εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και μάλιστα ανέλαβε τη στρατιωτική διοίκηση του 3ου Τάγματος του 30ού Συντάγματος. Στις 9 Ιανουαρίου 1945 σκοτώθηκε κοντά στη Χαλκίδα σε συμπλοκή με αγγλικά στρατεύματα, καθώς το σύνταγμά του κλήθηκε να ενισχύσει τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη μάχη της Αθήνας κατά Δεκεμβριανά.[82] Μία δεύτερη εκδοχή, πολύ βολική για την οικογένειά του και το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ), αναφέρει ότι ο Αποστόλου εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ και μάλιστα ηθικός αυτουργός φέρεται ο ανθυπολοχαγός Βαλσαμίδης Χρήστος, ο οποίος και αποτάχθηκε από τις τάξεις του στρατού.[83] Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο θάνατος του ανθυπολοχαγού Χαράλαμπου Κατωπόδη από την Έδεσσα, ο οποίος χρημάτισε στρατιωτικός διοικητής του 2ου Τάγματος του 30ού Συντάγματος του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο «Αράπης». Η ληξιαρχική πράξη θανάτου αναγράφει: «εφονεύθη υπό των ελασιτών κομμουνιστών διότι ήτο εθνικόφρονων».[84] Με αυτή την άποψη συντάσσεται και ο Παρμενίων Παπαθανασίου και ως αιτία προβάλει τη διαφωνία του Κατωπόδη για τους φόνους χωρικών από τον ΕΛΑΣ.[85] Εντελώς αντίθετη είναι η άποψη των εαμικών πηγών. Ο Φιλώτας Αδαμίδης (καπετάν Κατσώνης) περιγράφει την εξής σκηνή: ο Κατωπόδης γύρισε αργά το βράδυ στο ανταρτικό λημέρι στενοχωρημένος γιατί δεν μπόρεσε να συναντήσει την αρραβωνιαστικιά του και δεν απάντησε στα συνθηματικά που του έκανε ο σκοπός κατά την αναγνώριση. Μάλιστα προχώρησε νευριασμένος και ψέλλισε κάποιες βρισιές και τότε ο σκοπός τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Με αυτή την άποψη συντάσσεται και ο Παύλος Κρητίδης, ο οποίος επιπλέον κατονομάζει ως δράστη έναν αντάρτη από το χωριό Προφήτης Ηλίας. Μάλιστα υποστηρίζει ότι η «αντίδραση» έπεισε τη γυναίκα του Κατωπόδη να ρίξει το φταίξιμο στον ΕΛΑΣ με αντάλλαγμα την παροχή σύνταξης.[86] Το βολικό για την εαμική πλευρά είναι ότι ο φερόμενος φονέας αντάρτης σκοτώθηκε κατά τον Εμφύλιο.[87]

Συμπερασματικά, οι 1288 νεκροί φανερώνουν το μέγεθος και την ένταση της βίας. Ο νομός Πέλλας αποτέλεσε πεδίο μεγάλων συγκρούσεων πολλών και διαφορετικών «παικτών» στην εσωτερική και βαλκανική αντιπαράθεση. Από τη μια η Γερμανία, η Ιταλία, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία του Τίτο προσπάθησαν να προωθήσουν να συμφέροντά τους στο νομό και γενικότερα στη Μακεδονία σε βάρος της Ελλάδας και από την άλλη το ΚΚΕ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της εξουσίας την επόμενη ημέρα. Η ανθρώπινη ζωή είχε ευτελιστεί και οι καταστάσεις δεν παρείχαν καμία εγγύηση ασφάλειας οποιαδήποτε επιλογή κι αν έκαναν οι κάτοικοι, είτε μετείχαν ενεργά είτε δεν συμμετείχαν στην αντίσταση, είτε συντάσσονταν με τους κατακτητές είτε τηρούσαν παθητική στάση. Πολλές φορές η ένταξη σε κάποιο αντιμαχόμενο στρατόπεδο ήταν θέμα συγκυριών ή κάτι που ξέφευγε από τη θέληση των υποκειμένων. Οι ανθρώπινες ζωές όμως δεν είναι ψυχρά αριθμητικά δεδομένα. Οι νεκροί άφησαν πίσω τους οικογένειες και ορφανά. Κάθε θάνατος κρύβει και μία τραγική ιστορία. Το τέλος της Κατοχής δεν έφερε την πολυπόθητη ειρήνη στο νομό αλλά η βία και ο θάνατος συνεχίστηκαν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση κατά τον Εμφύλιο.


  1. Θανάσης Μητσόπουλος, Στα Μακεδονικά βουνά. Το 30ό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, 5η έκδοση, χ.τ.ε., χ.χ.ε.
  2. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Έπεσαν για τη ζωή, τόμ. 2, Αθήνα 1994, τόμ. 3α και 3β, Αθήνα 1998, τόμ. 4α και 4β, Αθήνα 2001, τόμ. 4γ και 4δ, Αθήνα 2002.
  3. Απόστολος Δασκαλάκης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 1936-1950, τόμ. 1και 2, Αθήνα 1973.
  4. Βασίλης Γούναρης, «Εκτελέσεις, βία και ασιτία στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής: Έρευνα και καταγραφή» Γούναρης Βασίλης και Παπαπολυβίου Πέτρος (επιμ.), Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Ξένη κυριαρχία – Αντίσταση και επιβίωση, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001.
  5. Γιάννης Βαμβακίδης, «Ελευθεροχώρι: Το χωριό του μαρτυρίου», Φίλιππος, 40 (Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Γιαννιτσών «Ο Φίλιππος», Γιαννιτσά 2003), 5-9. Πέτρος Θεοχαρίδης, Άθυρα και Αθυριώτες. Δράματα και θάματα στον 20ό αιώνα, αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη 2002. Ιωάννης Καρακελίδης, Το χωριό μου. Το Κάμενικ – Η Πετριά – Η Πετραία. Ιστορία-Λαογραφία-Παράδοση (1860-2010), αυτοέκδοση, Πετριά 2010. Ιωάννης Μανούδης, «Δημότες θύματα της σφαγής του Σεπτεμβρίου (14ης-21ης) 1944», μέρος 1ο, Φίλιππος, 74 (Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Γιαννιτσών «Ο Φίλιππος», Γιαννιτσά 2012), 68-76, μέρος 2ο, Φίλιππος, 75 (Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Γιαννιτσών «Ο Φίλιππος», Γιαννιτσά 2012), 44-49. Γιώργος Μαυρίδης, Και … όμως νικήσαμε. Η ιστορία της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου μέσα από το δράμα μιας οικογένειας, Στοχαστής, χ.τ.έ. 2019. Παντελής Μπάδος, Πευκωτό. Το χωριό μας στο πέρασμα του χρόνου, αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη 2010. Χρήστος Μπίνος, Στον ίσκιο του Καϊμακτσαλάν. Αλμωπία γη της Μακεδονίας, Ινφογνώμων, Αθήνα 2019. Ιωάννης Παπαλαζάρου, Άγιος Αθανάσιος (Τσέγανη). Ιστορία, θρύλοι και παραδόσεις έξι αιώνων, αυτοέκδοση, Άγιος Αθανάσιος 2008. Βασίλειος Πόπτσης, Από δύο χωριά… Περίκλεια και Λαγκαδιά Αλμωπίας, Πολιτιστικός Σύλλογος Περίκλειας-Λαγκαδιάς «Η Αγία Παρασκευή», Γιαννιτσά 2020. Νικόλαος Σινόπουλος, Πέλλα: Έδεσσα, Γιαννιτσά, Αρδέα, αυτοέκδοση, χ.τ.έ. 1948. Κωνσταντίνος Σταλίδης, Το χωριό Κλησοχώρι του νομού Πέλλας, Μυγδονία, Έδεσσα 2008. Ευστάθιος Τερζίδης και Φωτεινή Καψάλα-Τερζίδου, Αρσένιο: Ιστορία 150 χρόνων 1857-2007, αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη 2007. Χρήστος Χατζής, Γιαννιτσά. Ιστορική επισκόπηση, αυτοέκδοση, Γιαννιτσά 2003.
  6. Ενδεικτικά: ΓΑΚ Πέλλας, Αρχείο Δήμου Σκύδρας, ΑΒΕ 61, φάκ. 21, υποφάκ. 20 (2).
  7. Ενδεικτικά: Φλόγα, 25/10/1944.
  8. Ενδεικτικά: Ηρώα Αξού, Γαλατάδων, Γιαννιτσών, Καλλίπολης, Λιπαρού, Μουχαρέμ Χάνι, Σανδαλίου.
  9. Στράτος Δορδανάς,Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Εστία, Αθήνα 2007, σ. 548.
  10. Στην πρώτη σελίδα του Ε΄ τόμου (1947-1969) του Βιβλίου Θανάτων του χωριού Άγρας αναγράφεται: «Οι τόμοι Α΄ έως Δ΄ διαρπάγησαν παρά των συμμοριτών μεθ’ ολοκλήρου του λοιπού αρχείου… Έν Εδέσση, τη 24η Ιουλίου 1947».
  11. Μακεδονία, 20/11/1979.
  12. Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Παλαιού, τ. Θ΄, 1948-1970, Λ.Π. 6/1957, Β.Θ. Γυψοχωρίου, τ. Β΄, 1968-1976, Λ.Π. 7/1970.
  13. Γεώργιος Αποστολίδης, Αντίσταση, συνεργασία και εμφύλιες συγκρούσεις στην Πέλλα (1941-1944), Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Φλώρινα 2021, σ. 25.
  14. Δήμος Έδεσσας, Βιβλίο Θανάτων [στο εξής Β.Θ.] Έδεσσας, τ. Β΄, 1941-1941, Ληξιαρχική Πράξη [στο εξής Λ.Π.] 5/1941.
  15. Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Περαίας, τ. Α2, 1932-1955, Λ.Π. 4/1941, 5/1941, 6/1941, 7/1941.
  16. Ιωάννης Παπαλαζάρου, Άγιος Αθανάσιος (Τσέγανη). Ιστορία, θρύλοι και παραδόσεις έξι αιώνων, Άγιος Αθανάσιος 2008, σ. 139.
  17. Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Βρυττών, τ. Α΄, 1945-1977, Λ.Π. 1/1946.
  18. Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Λουτρακίου, τ. Β΄, 1940-1962, Λ.Π. 18/1941, 19/1941, 20/1941, 21/1941.
  19. Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Γιαννιτσών, τ. Α΄, 1946-1947, Λ.Π. 162/1947 και τ. Α΄, 1960-1961, Λ.Π. 50/1961. Στράτος Δορδανάς, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Εστία, Αθήνα 2007, σ. 56.
  20. Δορδανάς, ό.π., σ. 54-55. Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, Έπεσαν για τη ζωή, τόμ. 2, Αθήνα 1994, σ. 121, 124.
  21. Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Αετοχωρίου, τ. Α΄, 1942-1947, Λ.Π. 14/1942. Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Έδεσσας. 1950-1952, Λ.Π. 51/1950. Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Φούστανης, τ. Α΄, 1945-1957, Λ.Π. 20/1945. Βασίλης Γούναρης και Πέτρος Παπαπολυβίου, «Εκτελέσεις, βία και ασιτία στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής. Έρευνα και καταγραφή», ό.π., σ. 226, 238, 239.
  22. Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Αετοχωρίου, τ. Β΄, 1946-1955, Λ.Π. 1/1954 και 2/1954.
  23. Δήμος Σκύδρας, Β.Θ. Σκύδρας, τ. Δ΄, 1942-1945, Λ.Π. 56/1942. Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Αραβησσού, 1931-1942, Λ.Π. 33/1942.
  24. Έπεσαν για τη ζωή, τόμ. 2, σ. 131-132.
  25. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 102-103.
  26. Αποστολίδης, ό.π., σ. 80. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 386.
  27. Στο ίδιο, σσ . 95-108.
  28. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 668.
  29. Αποστολίδης, ό.π., σ. 102-108.
  30. Φιλώτας Αδαμίδης, Πορεία αγώνων. Η ζωή και η δράση του μαχητή τεσσάρων πολέμων, Πολιτιστική Εταιρεία Νάουσας «Αναστάσιος Μιχαήλ ο λόγιος», Νάουσα χ.έ.έ., σ. 92-98. Μητσόπουλος, ό.π., σ.147-158.
  31. Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Περίκλειας, τ. Β΄, 1945-1959, Λ.Π. 26/1945.
  32. Αποστολίδης, ό.π., σ. 166-167. Ενδεικτικά: Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Περίκλειας, τ. Β΄, 1945-1959, Λ.Π. 10/1945, Λ.Π. 26/1945, Β.Θ. Αρχαγγέλου, τ. Δ΄, 1944-1952, Λ.Π. 11/1946, Β.Θ. Νότιας, τ. Α΄, 1945-1977, Λ.Π. 15/1945.
  33. Αποστολίδης, ό.π., σ. 161-162.
  34. Ενδεικτικά: Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Γιαννιτσών, τ. Α΄, 1946-1947, Λ.Π.54/1946, Λ.Π. 27/1947, Λ.Π. 5/1947.
  35. Ενδεικτικά: Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Γραμματικού, Λ.Π. τ. Α΄, 1947, Λ.Π. 1/1947, Λ.Π. 5/1947, Λ.Π. 6/1947.
  36. Ενδεικτικά: Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Έδεσσας, τ. Α΄, 1945-1946, Λ.Π. 55/1945, Λ.Π. 85/1945, Λ.Π. 89/1945.
  37. Ενδεικτικά: Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Μεσημερίου, τ. Α΄, 1945-1962, Λ.Π. 2/1945, Λ.Π. 5/1945, Λ.Π. 9/1945.
  38. Ενδεικτικά: Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Γιαννιτσών, τ. Α΄, 1945, Λ.Π. 35/1945, τ. Α΄, 1945-1947, 10/ 1946, Λ.Π. 98/1946, Λ.Π. 196/1947.
  39. Ενδεικτικά: Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Νότιας, τ. Α΄, 1945-1977, Λ.Π. 38/1945, Β.Θ. Μεγαπλατάνου, τ. Γ΄, 1942-1961, Λ.Π. 6/1945, Β.Θ. Προμάχων, τ. Β΄, 1939-1945, Λ.Π. 9/1945.
  40. Ενδεικτικά: Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Έδεσσας, τ. Γ΄, 1946-1947, Λ.Π. 17/1947, Β.Θ. Έδεσσας, τ. Α΄, 1948-1949, Λ.Π. 185/1948, Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Λιπαρού, τ. Γ΄, 1978-1998, λ.Π. 2/1987, Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Προμάχων, τ. Γ΄, 1945-1960, Λ.Π. 20/1945.
  41. Αποστολίδης, ό.π., σ. 79-85. Ενδεικτικά: Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Έδεσσας, τ. Στ΄, 1944-1945, Λ.Π. 113/1944, τ. Α΄, 1945-1946, Λ.Π. 87/1945, Β.Θ. Νησίου, τ. Α΄, 1942-1946, Λ.Π. 2/1944, Β.Θ. Σωτήρας, τ. Β΄, 1946-1977, Λ.Π. 6/1946.
  42. Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Έδεσσας, τ. ΣΤ΄, 1944-45, Λ.Π. 113/1944.
  43. Ενδεικτικά: Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Κρύας Βρύσης, τ. Δ΄, 1944-1957, Λ.Π. 84/1945, Λ.Π. 15/1946, 39/1946, Β.Θ. Εσωβάλτων, τ. Η΄, 1942-1947. Λ.Π. 12/1946.
  44. Ενδεικτικά: Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Γιαννιτσών, τ. Α΄, 1946-1947, Λ.Π. 10/1946, Λ.Π. 35/1946, Λ.Π. 216/1946.
  45. Αποστολίδης, ό.π., σ. 144.
  46. Ενδεικτικά: Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Γαλατάδων, τ. Β΄, 1940-1945, Λ.Π. 18/1944. Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Έδεσσας, τ. Α΄, 1945-1946, Λ.Π. 87/1945.
  47. Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Αριδαίας, τ. 12ος, 1942-1953, Λ.Π. 35/1945.
  48. Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Φούστανης, τ. Α΄, 1945-1957, Λ.Π. 5/1945.
  49. Αποστολίδης, ό.π., σ. 53-58.
  50. Δασκαλάκης, ό.π., σ. 1088, 1152. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 242.
  51. Αδαμίδης, ό.π., σ. 83-84. Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Παναγίτσας, τ. Γ΄, 1943-1966, Λ.Π. 13/1945, Β.Θ Έδεσσας, τ. Α΄, 1945-1946, Λ.Π. 136/1945. Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Σωσάνδρας, τ. Γ΄, 1942-1957, Λ.Π. 9/1945.
  52. Δασκαλάκης, ό.π., σ. 268. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 295.
  53. Παύλος Κρητίδης, Πολυπρόσφυγας , Αθήνα 1985, σ. 142-143.
  54. Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Γιαννιτσών, τ. Α΄, 1946-1947, Λ.Π. 101/1947.
  55. Γιάννης Πριόβολος, Αντιπαραθέσεις και διαμάχες στην κατεχόμενη Μακεδονία (1941-1944). Μόνιμοι αξιωματικοί στον ΕΛΑΣ Μακεδονίας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 139-151.
  56. Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Γιαννιτσών, τ. Α΄, 1945, Λ.Π. 61/1945.
  57. Νικόλαος Σινόπουλος, Πέλλα, Έδεσσα, Γιαννιτσά, Αρδέα ,χ.έ., χ.τ.έ., 1948, σ. 98.
  58. Δήμος Σκύδρας, Β.Θ. Σεβαστιανών, τ. Δ΄, 1942-1962, Λ.Π. 5/1945, Λ.Π. 9/1947, Λ.Π. 7/1945. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 261.
  59. Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας [στο εξής ΙΑΜ], Γενική Διοίκηση Δυτικής Μακεδονίας [στο εξής ΓΔΔΜ], φάκ. 140, ΕΛΑΣ, 30ό Σύνταγμα, «Έκθεσις πεπραγμένων μηνός Ιουλίου», 5 Αυγούστου 1944.
  60. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 261-262.
  61. Ενδεικτικά: Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Κρύας Βρύσης, τ. Δ΄, 1944-1957, Λ.Π. 76/1945, Λ.Π. 23/1950, Β.Θ. Δροσερού, τ. Α΄, 1942-1948, Λ.Π. 1/1945.
  62. Δήμος Σκύδρας, Β.Θ. Λιποχωρίου, τ. 4ος, 1943-1965, Λ.Π. 20/1944, Λ.Π. 21/1944.
  63. Νίκος Αμαξόπουλος, Πολιτική οργάνωση Εθνικής Αντίστασης Αλμωπίας 1941-1947, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 13.
  64. Γιάννης Συμεωνίδης, Το οδοιπορικό ενός αγωνιστή. Από το Καϊμακτσαλάν της Αντίστασης και του Εμφυλίου στην πολιτική προσφυγιά, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2015, σ. 65.
  65. Δορδανάς, «Οι αντίπαλοι του ΕΛΑΣ στο Ν. Πέλλας», Φίλιππος, 76 (Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Γιαννιτσών «Ο Φίλιππος», Γιαννιτσά 2012), 16-17. Αποστολίδης, ό.π., σ. 148-149.
  66. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 127-128.
  67. Αμαξόπουλος, ό.π., σ. 90-94.
  68. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 298-299.
  69. Αποστολίδης, ό.π., σ. 158-159.
  70. Δήμος Σκύδρας, Β.Θ. Ριζού, τ. Α΄, 1945-1977, Λ.Π. 4/1946.
  71. Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Έδεσσας, τ. Στ΄, 1944-1945, Λ.Π. 138/1944.
  72. Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Μυλοτόπου, τ. 11ος, 1943-1949, Λ.Π. 33/1943.
  73. Ενδεικτικά: Δήμος Σκύδρας, Β.Θ. Πετριάς, τ. Στ΄, 1991-1998, Λ.Π. 9/1992.
  74. Δήμος Σκύδρας, Β.Θ. Σκύδρας, τ. Ε΄, 1945-1953, Λ.Π. 7/1946 και 8/1946.
  75. Αμαξόπουλος, ό.π., σ. 47-52.
  76. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το Μητσόπουλο και το έργο Έπεσαν για τη ζωή. Ενδεικτικά, Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Εξαπλατάνου, τ. Α΄, 1945-1954, Λ.Π. 4/1945, Β.Θ. Μηλιάς, τ. Δ΄, 1945-1954, Λ.Π. 13/1945. Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Άρνισσας, τ. Στ΄, 1943-1948, Λ.Π. 13/1946. Δήμος Σκύδρας, Β.Θ. Προφήτη Ηλία, τ. Γ΄, 1941-1950, Λ.Π. 13/1946.
  77. Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Εξαπλατάνου, τ. Α΄, 1945-1954, Λ.Π. 3/1945.
  78. Δήμος Αλμωπίας, Β.Θ. Λουτρακίου, τ. Β΄, 1940-1962, Λ.Π. 10/1957.
  79. Δήμος Πέλλας, Β.Θ. Πλαγιαρίου, 1930-1944, Λ.Π. 5/1946.
  80. Έπεσαν για τη ζωή, τ. 4γ, σ. 48 και τ. 4δ, σ. 169.
  81. Δήμος Σκύδρας, Β.Θ. Σκύδρας, τ. Δ΄, 1942, 1945, Λ.Π. 15/1945.
  82. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 438.
  83. Πριόβολος, ό.π., σ. 149-151.
  84. Δήμος Έδεσσας, Β.Θ. Έδεσσας, τ. Α΄, 1945-1946, Λ.Π. 101/1945.
  85. Παρμενίων Παπαθανασίου, Για τον Ελληνικό Βορρά. Μακεδονία 1941-44. Αντίσταση και τραγωδία, Παπαζήσης, Αθήνα 1997, τόμ. 2, σ. 903.
  86. Κρητίδης, ό.π., σ. 148.
  87. Μητσόπουλος, ό.π., σ. 644.