Εθνικοφροσύνη και δημόσιες επιτελέσεις στην εμφυλιακή Θεσσαλονίκη

Παρθενόπη Βέργου

Με τον κύριο όγκο των στρατιωτικών συγκρούσεων να διεξάγεται στην ύπαιθρο, αυτό που επιχειρείται στα αστικά κέντρα από την κυβερνητική πλευρά κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου είναι η ανασυγκρότηση του μεταπολεμικού κράτους, μέσα από τη συσπείρωση του αστικού πληθυσμού γύρω από την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης. Στο όνομα της εθνικής ασφάλειας και ενότητας, βασικός πυρήνας της προπαγανδιστικής πολιτικής ήταν η ταύτιση του «εσωτερικού εχθρού» με τον εξωτερικό, που οδήγησε στη διαμόρφωση του δίπολου «εθνικό-αντεθνικό», τονίζοντας ουσιαστικά τη φυλετική διάσταση.[1] Οι Σλάβοι, και συγκεκριμένα η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία, αποτελούσαν τον εχθρό των Ελλήνων και απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Μακεδονίας και της Θράκης, λόγω των αλυτρωτικών αξιώσεών τους. Με την ταύτιση του συνόλου της Αριστεράς με τον εξωτερικό εχθρό, ως απειλή που έπρεπε να εξαλειφθεί, για να διασφαλιστεί η κρατική συνέχεια, η ανάπτυξη του εθνικισμού και της σλαβοφοβίας, που συνδέθηκαν με τον αντικομμουνισμό, αποτέλεσαν τα προπαγανδιστικά εργαλεία πάνω στα οποία δομήθηκε η ιδεολογία της εθνικοφροσύνης.[2] Στο πλαίσιο αυτό, μέσα από ένα σύστημα συμπεριφορών, αξιών και συμβόλων, προβαλλόταν ως κοινωνικό πρότυπο η «ορθή συμπεριφορά» προς όφελος της πατρίδας, με τη νομιμοφροσύνη να είναι συνώνυμο της εθνικοφροσύνης.[3]

Στην προπαγάνδιση του εθνικόφρονος σχήματος οι δημόσιες τελετές και εκδηλώσεις αποτέλεσαν ένα ακόμη μέσο συσπείρωσης του αστικού πληθυσμού και οι κρατικές αρχές έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στο τελετουργικό τους, ενισχύοντας περαιτέρω την πνευματική και τη συναισθηματική ταύτιση με την κυρίαρχη κρατική ιδεολογία. Η προβολή, κυρίως, εθνικών θεμάτων, μέσα από την επίκληση του παρελθόντος και την ιστορική συνέχεια του έθνους, νοηματοδοτούσε την ανάγκη εξουδετέρωσης του «εσωτερικού εχθρού», με στόχο τη δημιουργία μιας ελεγχόμενης συλλογικής μνήμης. Όπως επισημαίνει ο Cannadine, το νόημα μιας τελετουργίας θα πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εκτελείται. Αν σε μια στατική εποχή, λοιπόν, μια επαναλαμβανόμενη τελετουργία επιχειρεί να συμβάλλει στην ενδυνάμωση της σταθερότητας, σε περιόδους σύγκρουσης ή κρίσης η τελετουργία αυτή, που έχει βαθιά συμβολικό περιεχόμενο, θα διατηρηθεί αμετάβλητη, δίνοντας έτσι την εντύπωση της συνέχειας και της ταυτότητας.[4]

Ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη, οι δημόσιες εκδηλώσεις ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο για την εποχή και αποτέλεσαν κομμάτι της κοσμικής ζωής της πόλης, ενώ η συχνότητά τους ήταν άμεσα συνυφασμένη με τις εξελίξεις των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, σε περιόδους ύφεσης των στρατιωτικών επιχειρήσεων οι δημόσιες τελετές ελαττώνονταν. Αντίθετα, η συχνότητά τους αυξανόταν κατά την περίοδο εορτασμού των εθνικών επετείων, καθώς και πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων.[5]

Με κεντρικό θέμα των εκδηλώσεων τον σλαβικό κίνδυνο, τον Ιούλιο του 1945, με πρωτοβουλία του συλλόγου «Πατριωτική Ένωσις Θεσσαλονίκης», ο εθνικόφρων πληθυσμός της πόλης συγκεντρώθηκε στην Πλατεία Τσώρτσιλ (Αριστοτέλους), για να διαδηλώσει ενάντια στις επεκτατικές βλέψεις των βόρειων γειτόνων στη Μακεδονία, με κατηγορίες να εκτοξεύονται από τον ομιλητή Θεόδωρο Οικονόμου, πρόεδρο του συλλόγου, εναντίον του ΚΚΕ και της αντεθνικής του δράσης.[6] Για το ίδιο επίκαιρο ζήτημα, τον επόμενο μήνα, με πρωτοβουλία του Λυκείου Ελληνίδων, διοργανώθηκε στο Κρατικό Θέατρο συγκέντρωση με τη συμμετοχή των γυναικών των εθνικών συλλόγων της πόλης.[7]

Μέσα στο 1945 ανάλογες πρωτοβουλίες αναλήφθηκαν και από την πλευρά του ΚΚΕ. Πιο συγκεκριμένα, στις 24 Αυγούστου 1945, ο Νίκος Ζαχαριάδης εκφώνησε λόγο μπροστά σε πλήθος κόσμου, στο γήπεδο του Ηρακλή. Ο Ζαχαριάδης, αν και υποστήριζε την ανάγκη για αποκατάσταση της ομαλότητας με ειρηνικά μέσα, εντούτοις μίλησε ανοιχτά για ένοπλη δράση, σε περίπτωση που δεν σταματούσαν οι διώξεις. Για την Αριστερά, στις εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα, η επίκληση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και η ηρωική αντίσταση απέναντι στον κατακτητή αποτέλεσαν τη δική της δεξαμενή για την άντληση αντίστοιχων πατριωτικών επιχειρημάτων.[8] Η δεύτερη ομιλία του Ζαχαριάδη πραγματοποιήθηκε στον Λευκό Πύργο στις 12 Απριλίου 1946, μετά από την επίθεση εναντίον του αστυνομικού τμήματος στο Λιτόχωρο, που προηγήθηκε των εκλογών της 31ης Μαρτίου. Η ομιλία του είχε και πάλι μεγάλη απήχηση, ενώ εξέφρασε παρόμοιες θέσεις σχετικά με την ένοπλη απάντηση της Αριστεράς.[9] Παράλληλα, οι διάφοροι δημοκρατικοί σύλλογοι που είχαν ιδρυθεί στη Θεσσαλονίκη διοργάνωσαν συγκεντρώσεις στους συνοικισμούς της πόλης με ομιλίες των μελών των συλλόγων, περί εθνικής ενότητας και συμφιλίωσης του λαού στο όνομα της Δημοκρατίας.[10]

Για την κυβερνητική πλευρά, ο Μακεδονικός Αγώνας αναδείχτηκε σε σημείο αναφοράς για την απόδειξη της εξωτερικής επιβουλής και τη διασύνδεσή της στη συνέχεια με τα σχέδια του ΚΚΕ, σε συνεργασία με τους Σλάβους. Οι εκδηλώσεις και οι ομιλίες, που διοργανώνονταν στο κέντρο και σε διάφορους συνοικισμούς της πόλης, περιλάμβαναν συνεχείς αναφορές στη δράση των εθνικών ηρώων εναντίον του εξωτερικού εχθρού, και κατηγορίες εναντίον του ΚΚΕ, με βασικό ομιλητή τον Γεώργιο Μόδη, που τόνιζε την ύπαρξη του σλαβικού κινδύνου, αναδεικνύοντας τους ηρωικούς αγώνες των Ελλήνων, κάνοντας ουσιαστικά επίκληση στην ιστορική μνήμη και την πρόσφατη βουλγαρική Κατοχή.[11] Μάλιστα, ανάμεσα στους ομιλητές πέρα από καθηγητές πανεπιστημίου και μέλη των εθνικών οργανώσεων, υπήρχαν και πρώην κομμουνιστές, που «μετανόησαν», προσδίδοντας στο λόγο τους εντονότερο αντικομμουνιστικό πρόσημο.[12]

Ενδεικτικό του κλίματος της εποχής, με τον Μακεδονικό Αγώνα στο προσκήνιο, ήταν το παλλαϊκό μνημόσυνο που διοργανώθηκε στη μνήμη του Παύλου Μελά, στις 12 Οκτωβρίου 1947 στη ΧΑΝΘ, ενώ, ήδη από το 1946 είχε ξεκινήσει η διοργάνωση των Πανδυτικομακεδονικών Αγώνων «Παύλος Μελάς» στην Καστοριά.[13] Οι αγώνες, με τη συμμετοχή της νεολαίας, είχαν διττή σημασία στη βόρεια Ελλάδα την περίοδο των εσωτερικών ταραχών. Από τη μια, ήταν σημαντική η σωματική διάπλαση της νεολαίας, επιπλέον, όμως, με την ονοματοδοσία των αγώνων αυτών «Παύλος Μελάς», συντελούταν και η εθνική διαπαιδαγώγηση. Την οικονομική ενίσχυση των αγώνων, που έλαβαν χώρα μεταξύ 13-15 Σεπτεμβρίου 1946, ανέλαβε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, ύστερα από αίτημα της επιτροπής: «Είναι περιττόν να εξάρωμεν το μέγεθος της Εθνικής σημασίας των εν λόγω αγώνων τελεσθησομένων υπό τας σημερινάς περιστάσεις εις το μάλλον νευραλγικόν διαμέρισμα της Μακεδονίας ως και τον έκδηλον σχετικόν συμβολισμόν, εκ της οικονομικής ενισχύσεως των αγώνων τούτων εκ μέρους του πρώτου Δήμου της Μακεδονίας».[14]

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι συνολικά οι εκδηλώσεις της περιόδου αποτέλεσαν για τον πληθυσμό και μια ευκαιρία οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης, μέσω της ανάδειξης της φιλοπατρίας, στο όνομα της εθνικοφροσύνης.[15] Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι, όπως οικογένειες Μακεδονομάχων και θυμάτων πολέμου, που μέσω αιτήσεων, αλλά και επιστολών προς την ίδια τη βασίλισσα Φρειδερίκη, προσλαμβάνονταν σε διάφορες επιχειρήσεις και επωφελούνταν οικονομικής ενίσχυσης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αναδεικνύοντας κυρίως τα πολιτικά τους φρονήματα.[16]

Στο πλαίσιο αυτό, από την επαύριο της υπογραφής της Συμφωνίας της Βάρκιζας ιδρύθηκαν στη Θεσσαλονίκη εθνικόφρονες σύλλογοι και σωματεία, μεταξύ των οποίων φιλοβασιλικοί και θυμάτων πολέμου, απευθυνόμενοι σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Σύμφωνα με τα καταστατικά των συλλόγων, κοινός στόχος ήταν η καλλιέργεια και η τόνωση του εθνικού φρονήματος, του θρησκευτικού συναισθήματος και του οικογενειακού δεσμού, προωθώντας, παράλληλα, και τις οικονομικές διεκδικήσεις των μελών τους.[17] Μέσα από την έντονη δραστηριοποίησή τους και την ταύτισή τους με το «υγιές» σώμα της κοινωνίας, εκμεταλλευόμενοι τις διαμορφωθείσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής, επιδίωξαν την ενσωμάτωσή τους στον κοινωνικό ιστό της πόλης και την ικανοποίηση των οικονομικών τους αιτημάτων. [18]

Αναφορικά με το τελετουργικό των δημόσιων τελετών, οι κρατικές αρχές, από το 1945, φρόντισαν να θεσπίσουν σχετικό πρωτόκολλο, στοιχεία του οποίου διατηρούνται έως και σήμερα. Ορίστηκαν, λοιπόν, σύμφωνα με τις οδηγίες, ο τρόπος διεξαγωγής τους, ο σκοπός τους, οι ομιλίες που θα λάμβαναν χώρα, οι δράσεις του στρατού, της εκκλησίας και του χώρου της εκπαίδευσης κατά τη διάρκειά τους.[19]

Η πρώτη σημαντική δημόσια τελετή που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη με το τέλος της «Εαμοκρατίας» ήταν ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου 1945. Σύμφωνα με τις οδηγίες του υπουργείου Εσωτερικών, ο εορτασμός διήρκησε τέσσερις ημέρες με τη συμμετοχή όλων των εθνικών οργανώσεων και σωματείων, τον σημαιοστολισμό και την φωταγώγηση της πόλης, δόθηκαν παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο και εκφωνήθηκαν πατριωτικοί λόγοι. Ακολούθως, μετά τη λειτουργία στον ναό της Αγίας Σοφίας πραγματοποιήθηκε στρατιωτική παρέλαση στην Πλατεία Αριστοτέλους, με το τελετουργικό να ολοκληρώνεται με τις αθλητικές εκδηλώσεις. Όπως σημειωνόταν:

Ύψιστον επίσης συμφέρον του Έθνους επιβάλλει όπως κατά την Αγίαν αυτήν ημέραν παρασχεθή η ευκαιρία, ίνα πάντα τα τέκνα της Πατρίδος λησμονούντα τας εμφυλίους έριδας, αι οποίαι τοσούτον συνεκλόνισαν και εζημίωσαν το Έθνος, συνενωθούν εις ένα και τον αυτόν πατριωτικόν παλμόν και με μόνον οδηγόν της Πατρίδος […]. Καλούμεν όθεν υμάς, αύθις ίνα εν συννενοήσει μετά των Εκκλησιαστικών, Στρατιωτικών, Εκπαιδευτικών και άλλων αρμοδίων Δημοσίων Αρχών […] μεριμνήσητε διά τον λαμπρότερον της Εθνικής ημών Εορτής πανηγυρισμόν […] απαραιτήτως δέον να περιλαμβάνηται η τέλεσις δοξολογιών καθ’ άπασαν την περιφέρειάν σας και η εκφώνησις καταλλήλων πατριωτικών λόγων προς τον λαόν.[20]

Ως εθνική επέτειος, η 25η Μαρτίου, που είχε θεσπιστεί με το Βασιλικό Διάταγμα της 16ης Μαρτίου 1838, ήταν περισσότερο δημοφιλής στη νότια Ελλάδα. Ωστόσο, η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, που είχε θεσπιστεί ως εθνική γιορτή με το Βασιλικό Διάταγμα της 24ης Οκτωβρίου 1944, είχε μεγαλύτερη βαρύτητα και σημασία για αντίστοιχους ευνόητους λόγους για τη βόρεια Ελλάδα. Δημιουργήθηκε έτσι ένα πρωτόκολλο, με λεπτομερείς οδηγίες για τον εορτασμό της συγκεκριμένης επετείου και τις εκδηλώσεις, με στόχο να αποδοθεί η απαιτούμενη μεγαλοπρέπεια.[21]

Ο εορτασμός και σε αυτή την εθνική επέτειο ήταν τετραήμερος. Από την 25η Οκτωβρίου ξεκίνησε η φωταγώγηση και ο σημαιοστολισμός των πλατειών, των δημοσίων κτιρίων της πόλης και του Λευκού Πύργου και η εκφώνηση πατριωτικών λόγων, τονίζοντας τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα και την τρισχιλιετή ύπαρξη της ελληνικής φυλής. Η σημαία, ως το κατεξοχήν σύμβολο του έθνους, απαραιτήτως έπρεπε να κυματίζει σε όλα τα καταστήματα και τις κατοικίες, με την αστυνομία να διεξάγει έρευνες για να εξακριβωθεί η εφαρμογή της οδηγίας. Παράλληλα, στο πλαίσιο του εορτασμού, διοργανώθηκαν παρελάσεις μαθητών, προσκόπων, αναπήρων πολέμου και όλων των εθνικών σωματείων και οργανώσεων.

Πιο συγκεκριμένα, η έναρξη του εορτασμού έγινε με αγώνες ιστιοπλοΐας, ενώ αργότερα τα σχολεία, οι πρόσκοποι και διάφορα εθνικά σωματεία κατέθεσαν στεφάνια σε μνημεία της πόλης, συνδεόμενα με τα ιστορικά γεγονότα. Από τον ναό του Αγίου Δημητρίου, μαζί με την μπάντα του Δήμου, έγινε η περιφορά της εικόνας του Αγίου στο κέντρο της πόλης και στο Κρατικό Θέατρο δόθηκε συναυλία προς τιμήν των μελών του Συνεδρίου περί των Εθνικών Δικαίων.[22]

Την επόμενη ημέρα, μαζί με τον εορτασμό του Πολιούχου της πόλης, οι κάτοικοι γιόρτασαν και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912. Το τελετουργικό ξεκίνησε από τις 7:00 π.μ. με την παρέλαση της δημοτικής και της στρατιωτικής μπάντας στην πόλη και τη γενική κωδωνοκρουσία των εκκλησιών του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Σοφίας. Ακολούθησε η λειτουργία στο ναό της Αγίας Σοφίας και η στρατιωτική παρέλαση στην Πλατεία Αριστοτέλους με την μπάντα του Δήμου. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, οι πρόσκοποι μαζί με το στρατό πραγματοποίησαν λαμπαδηδρομία με πυροτεχνήματα και το βράδυ έλαβε χώρα στο Εθνικό Θέατρο η γιορτή του Λυκείου Ελληνίδων. Την παραμονή της 28ης έλαβαν χώρα ομιλίες με πατριωτικό χαρακτήρα στα σχολεία της πόλης, ενώ δόθηκε παράσταση στο Εθνικό Θέατρο από το σύλλογο «Μάρκος Μπότσαρης».

Οι εκδηλώσεις κορυφώθηκαν ανήμερα της εθνικής επετείου της 28ης με την ημέρα να ξεκινά υπό τους ήχους της δημοτικής και στρατιωτικής μπάντας. Στις 10:00 π.μ. εψάλη δοξολογία στο ναό της Αγίας Σοφίας με ομιλία του Μητροπολίτη, ενώ το πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων έκλεισε με τη γιορτή των προσκόπων στο Εθνικό Θέατρο.[23]

Η θέσπιση των εθνικών εορτών είχε έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Για την εθνικόφρονα παράταξη ήταν σημαντικό να επουλωθεί το εθνικό τραύμα που είχε προκληθεί από τον ξένο κατακτητή στην Κατοχή, αλλά και να δημιουργηθεί μια «αντικομμουνιστική» μνήμη, που θα συσπείρωνε τις αστικές δυνάμεις. Από την Απελευθέρωση, μέσα από τέτοιου είδους τελετουργικά, καταβλήθηκε προσπάθεια, ώστε να αναγεννηθεί το εθνικό αίσθημα, όπως επέβαλλε το πνεύμα της εποχής και τα νέα διακυβεύματά του. Οι λεπτομερείς οδηγίες, σχετικά με τον εορτασμό, κάλυπταν όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής, με στόχο την εξιστόρηση των γεγονότων του παρελθόντος και τη συγκρότηση της ιστορικής μνήμης, δίνοντας βαρύτητα και τιμώντας τους αγώνες για την απελευθέρωση και την προάσπιση της Μακεδονίας. Ταυτόχρονα, η σύνδεση των εορτασμών των εθνικών επετείων με τις θρησκευτικές γιορτές προσέδωσε ενωτικό χαρακτήρα, καθώς ο ελληνισμός ήταν πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένος με την Ορθοδοξία.[24]

Ως δημόσιες γιορτές ορίστηκαν, σύμφωνα με το διάταγμα του βασιλιά Παύλου, πέρα από τις δύο εθνικές επετείους της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου, η 1η Ιανουαρίου (για το νέο έτος), και η 29η Ιουνίου, ημέρα της ονομαστικής του εορτής. Μάλιστα, το 1948 στις επίσημες δημόσιες τελετές προστέθηκαν και η 18η Απριλίου (τα γενέθλια της βασίλισσας Φρειδερίκης) και η 21η Μαΐου (η ονομαστική γιορτή του Κωνσταντίνου).[25] Άλλωστε, όπως διαπιστώνεται και από τα κατά καιρούς δημοσιευμένα διατάγματα, ο θεσμός της βασιλείας εκπροσωπούσε τις διαχρονικές αξίες του έθνους-κράτους, συμπεριλαμβανομένου και του τρίπτυχου πατρίς-θρησκεία-οικογένεια.[26]

Στις επίσημες εκδηλώσεις ήταν υποχρεωμένοι να παρίστανται όλοι οι στρατιωτικοί και οι δημόσιοι, δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι, ενώ, σύμφωνα με τον Αναγκαστικό Νόμο 4471/1938 «περί του τρόπου απονομής σεβασμού εις την εθνικήν σημαίαν και γενικώς εις τα εθνικά σύμβολα», η απουσία τους συνιστούσε βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα.[27] Στα σχετικά έγγραφα με τις οδηγίες για τον εορτασμό των εθνικών επετείων υπήρχαν αναφορές και στην κατάλληλη ενδυμασία, λόγω της ημέρας.[28]

Ο Εθνικός Ύμνος αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι των τελετών αυτών και ένα κατεξοχήν στοιχείο που συμβόλιζε την ενότητα του έθνους. Γι’ αυτό το λόγο, σύμφωνα με έγγραφο του Γενικού Επιτελείου Στρατού προς το υπουργείο Εσωτερικών, η ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου έπρεπε να περιοριστεί παρά μόνο σε επίσημες συγκεντρώσεις:

Η παρατηρουμένη συχνή, τελευταίως, εν παντί τόπω και χρόνω, ωδή και ανάκρουσις του Εθνικού ύμνου, μειώνει, ούν τω χρόνω, βαθμιαίως, την βαθείαν εντύπωσιν την οποίαν και δέον να εμποιή εις το κοινόν […]. Ούτω, η κοινότης αύτη, υπό μορφήν συνηθείας επιδρώσα εις την καθ’ όλου ψυχολογίαν του πλήθους, μειώνει αφ’ εαυτής την αξίαν και τον σκοπόν της αποστολής του, εις τοιούτον μάλιστα βαθμόν […] να κινδυνεύει να μη καθιστά έμπλεον Εθνικού ενθουσιασμού και υπερηφανείας την Ελληνικήν ψυχήν, να μειώνη τον βαθμόν συγκινήσεως, από συναισθηματικής πλευράς, να χάνη από το διδακτικόν του κύρος […].[29]

Τον Σεπτέμβριο του 1946, η επάνοδος του βασιλιά Γεωργίου Β΄ γιορτάστηκε σύμφωνα με το παραδοσιακό τελετουργικό. Συγκεκριμένα, τελέστηκε δοξολογία στο ναό της Αγίας Σοφίας με την παρουσία όλων των Αρχών της πόλης, και αργότερα ακολούθησε η στρατιωτική παρέλαση στην Πλατεία Αριστοτέλους. Τα καταστήματα παρέμειναν κλειστά και ολόκληρη η πόλη σημαιοστολίστηκε.[30]

Η απόδοση τιμών στους πεσόντες αποτελούσε, επίσης, μέρος των επίσημων τελετών. Η 11η Νοεμβρίου, ήταν η επέτειος της υπογραφής της ανακωχής κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 11 το πρωί, σύμφωνα με το τελετουργικό, τηρήθηκε σιγή δύο λεπτών και παύση από κάθε εργασία στη μνήμη των πεσόντων, κατά τη διάρκεια του πολέμου.[31] Για τους νεκρούς στρατιώτες στη μάχη του Σκρα, το Νοέμβριο του 1946, διοργανώθηκε μνημόσυνο, όπου εκφωνήθηκε πατριωτικός λόγος από τον πρύτανη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ιωάννη Βογιατζίδη. Ως ένδειξη πένθους, τα καταστήματα παρέμειναν κλειστά για τρεις ώρες, ελληνικές σημαίες κυμάτιζαν στα δημόσια κτίρια, ενώ ο στρατός έπαιζε πένθιμα εμβατήρια και εκφωνήθηκε λόγος.[32] Παρομοίως, για την ημέρα ιδρύσεως του νέου Εθνικού Στρατού (15 Μαΐου), σύμφωνα με διαταγή της Γενικής Διοίκησης Βορείου Ελλάδος, αποφασίστηκε ο σημαιοστολισμός και η φωταγώγηση της πόλης, τα γραφεία του Δήμου εκείνη την ημέρα παρέμειναν κλειστά και ακολούθησε στρατιωτική παρέλαση.[33]

Το βασιλικό ζεύγος και ο στρατός υπήρξαν βασικοί πυλώνες και εκφραστές του εθνικόφρονος κράτους. Μέσα από τη διοργάνωση φιλανθρωπικών δράσεων, όπως εράνων και καλλιτεχνικών παραστάσεων, η μοναρχία ταυτίστηκε με την κοινωνική πρόνοια και τη φιλανθρωπία, κατοχυρώνοντας, παράλληλα, τη θέση της στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Ενδεικτικά, τον Ιούλιο του 1947 ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα ο έρανος «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών Ελλάδος», υπό την επίβλεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης, με πρωταρχικό στόχο την αποκατάσταση των προσφύγων που συνέρρευσαν στις πόλεις και κυρίως τη φροντίδα των «ανταρτόπληκτων» παιδιών, προσκαλώντας τον ελληνικό λαό να συνεισφέρει οικονομικά «εις την θεραπείαν των πολλαπλών αναγκών των πασχόντων». Σε αυτόν συμμετείχαν εθελοντικά σημαντικές προσωπικότητες από την ανώτερη κοινωνική τάξη, όπως η Αλεξάνδρα Μελά και η Λίνα Τσαλδάρη, ενώ μεταξύ των μελών της επιτροπής του εράνου ήταν τραπεζίτες, βιομήχανοι, ο καθηγητής πανεπιστημίου Στίλπων Κυριακίδης και ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, Αθ. Λεονταρίδης.[34]

Αντίστοιχα, στο πλαίσιο της κινητοποίησης υπέρ του μαχόμενου στρατού, στα αστικά κέντρα αναπτύχθηκαν πρωτοβουλίες, όπως ήταν η ίδρυση του συνδέσμου «Φίλοι του Στρατού», και του φιλανθρωπικού σωματείου «Φανέλλα του Στρατιώτου», του οποίου επίτιμη πρόεδρος ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, με παραρτήματα σε διάφορες πόλεις. Αντικείμενο της πρωτοβουλίας αυτής ήταν η διοργάνωση εκδηλώσεων, η αποστολή τροφίμων, ρουχισμού και φαρμακευτικού υλικού στους μαχόμενους στρατιώτες, η περίθαλψη των τραυματιών, καθώς και η βοήθεια προς τις οικογένειές τους.[35]Ανάμεσα στις εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν την αναφερόμενη περίοδο στη Θεσσαλονίκη ήταν το ρεσιτάλ κλασικού χορού, που οργανώθηκε από το Γραφείο Ηθικής Αγωγής του Γ΄ Σώματος Στρατού και τον σύνδεσμο «Φίλοι του Στρατού».[36] Παράλληλα, δόθηκαν ομιλίες και παραστάσεις με πατριωτικό χαρακτήρα και υπέρ των μαθητών, τέκνων των στρατιωτών, από τα σωματεία που είχαν ιδρυθεί, όπως η καλλιτεχνική γιορτή που πραγματοποιήθηκε στο «Παλλάς» στις 21 Μαρτίου 1948, από τους εθνικόφρονες δημοδιδασκάλους και νηπιαγωγούς της πόλης.[37] Για την ενίσχυση των οικογενειών των μαχόμενων στις 6 και 7 Μαρτίου 1948 δόθηκαν δύο συναυλίες από το Εθνικό Σώμα Εφέδρων Ελλάδος στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης.[38] Την επόμενη χρονιά, στις 13 Μαρτίου 1949, στην ίδια αίθουσα, ο σύνδεσμος «Φίλοι του Στρατού Θεσσαλονίκης» διοργάνωσε δύο θεατρικές παραστάσεις υπέρ των μαχόμενων.[39]

Ο χώρος της εκπαίδευσης συμμετείχε ενεργά στις εκδηλώσεις, συνδέοντας έτσι τις δράσεις του με τα στρατιωτικά και πολιτικά θέματα. Τα σχολεία, όπως τα εκπαιδευτήρια Σχινά και το Λύκειο Ελληνίδων, διοργάνωσαν εκδηλώσεις και παραστάσεις προς τιμήν του στρατού, ενώ πραγματοποίησαν επισκέψεις στο στρατιωτικό νοσοκομείο για την ψυχαγωγία των στρατιωτών, παρουσιάζοντας καλλιτεχνικά προγράμματα.[40]

Από τις σημαντικές και μεγάλες εκδηλώσεις, που έλαβαν χώρα στη Θεσσαλονίκη, ήταν και η «Εθνική Εβδομάδα ‘Εργασία και Νίκη’», με καθαρά προπαγανδιστικό χαρακτήρα. Στις 20-25 Μαρτίου 1949, με στόχο την προβολή της ενότητας του έθνους, σε όλη την Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις με διαφορετικό περιεχόμενο την κάθε ημέρα. Η εβδομάδα ξεκίνησε με την 20η Μαρτίου, ημέρα Κυριακή, που ήταν αφιερωμένη στην εκκλησία και οργανώθηκαν ομιλίες και εκδηλώσεις, που σχετίζονταν με θρησκευτικά θέματα. Η επόμενη ημέρα ήταν αφιερωμένη στον αγρότη. Από το πρωί αγρότες και σωματεία συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Δικαστηρίων, ενώ το απόγευμα μετέβησαν στο στάδιο της ΧΑΝΘ, όπου εκφωνήθηκαν ομιλίες προς τον αγροτικό λαό, μεταξύ των οποίων και η ομιλία του υπουργού Βορείου Ελλάδος, Κωνσταντίνου Κορόζου. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες ήταν και οι χορευτικοί σύλλογοι, με τους άντρες και τις γυναίκες να παρελαύνουν στη Λεωφόρο Νίκης, με παραδοσιακές φορεσιές της μακεδονικής υπαίθρου. Η τρίτη ημέρα της Εθνικής Εβδομάδας αφορούσε την εργασία με συγκεντρώσεις, αντίστοιχα, των εργατικών σωματείων. Την τέταρτη ημέρα, τιμώντας τη νεολαία, οι μαθητές και οι σπουδαστές παρήλασαν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, ψάλλοντας «πατριωτικά άσματα», ενώ διοργανώθηκε γιορτή για τους μαθητές στο γήπεδο της Καλαμαριάς‧ αργότερα, επισκέφτηκαν το στρατιωτικό νοσοκομείο στη Νέα Κρήνη με δώρα για τους νοσηλευόμενους. Ακολούθως, για την ημέρα της Διεθνούς Αλληλεγγύης διοργανώθηκε στην Πλατεία Αριστοτέλους παλλαϊκό συλλαλητήριο, ως διαμαρτυρία εναντίον των «σλαυόδουλων συμμοριτών», με την εκφώνηση λόγων και τη συμμετοχή των οργανώσεων και των σωματείων της πόλης. Φτάνοντας στο τέλος, η Εθνική Εβδομάδα έληξε με τον εορτασμό της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, με τις καθιερωμένες εκδηλώσεις στην πόλη.[41]

Τον συντονισμό της εβδομαδιαίας αυτής εκδήλωσης, που τέθηκε υπό την αιγίδα του βασιλικού ζεύγους, ανέλαβε το υπουργείο Τύπου, εξασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, τη μετάδοση των δράσεων από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της εκάστοτε πόλης.[42] Όπως ήταν σύνηθες, η πόλη σημαιοστολίστηκε και οι ομιλίες που εκφωνήθηκαν, είχαν καθαρά εθνικό χαρακτήρα, εξυμνώντας τις θυσίες του μαχόμενου στρατού, με αναφορές, επίσης, στους εσωτερικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου και τα απαχθέντα παιδιά της βόρειας Ελλάδος από τον ΔΣΕ, θέματα, δηλαδή, που αφορούσαν τον «εθνικό συναγερμό» που είχε κηρυχθεί.[43] Στο πλαίσιο αυτό, διοργανώθηκαν εκδηλώσεις με ψυχαγωγικό χαρακτήρα, όπως η συναυλία που δόθηκε στο Κρατικό Θέατρο υπέρ του παιδιού από τη χορωδία των μαθητών του Δ΄ Γυμνασίου αρρένων, καθώς και η συγκέντρωση διαμαρτυρίας που διοργανώθηκε από τον φοιτητικό σύλλογο «Μορφωτική Ένωσις Εθνικοφρόνων Φοιτητών» (Μ.Ε.Ε.Φ) στη ΧΑΝΘ, για την αρπαγή παιδιών από τον ΔΣΕ.[44]

Με βάση τις κατηγορίες περί «παιδομαζώματος», η 29η Δεκεμβρίου ορίστηκε ημέρα Εθνικού Πένθους, ως διαμαρτυρία για την παράνομη κράτηση των παιδιών στις κομμουνιστικές χώρες. Σύμφωνα με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, στόχος των εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα ήταν να συγκεντρωθούν χρήματα, που θα δίνονταν στα ίδια τα παιδιά με την επιστροφή τους. Πραγματοποιήθηκαν ομιλίες από συλλόγους και σωματεία, καθώς και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, ενώ την 29η οι πόλεις σημαιοστολίστηκαν και από τις πρωινές ώρες απαγορεύτηκε η κυκλοφορία, με τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών να παραμένουν κλειστά.[45]

Ωστόσο, ανάμεσα στις μνημονικές τελετές, υπήρξε και μια ακόμα «δημόσια τελετή», με διαφορετικό, όμως, περιεχόμενο. Στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής εκστρατείας, στις 12 Φεβρουαρίου 1948 πραγματοποιήθηκε η διαπόμπευση των συλληφθέντων ανταρτών του ΔΣΕ, που συμμετείχαν στον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης την 10η Φεβρουαρίου, το μοναδικό στρατιωτικό γεγονός που σημειώθηκε στην καλά «οχυρωμένη πόλη». Πιο συγκεκριμένα, μετά τον εντοπισμό της θέσης των ανταρτών, οι 121 συλληφθέντες μεταφέρθηκαν με στρατιωτικά οχήματα στον Βαρδάρη και από εκεί διέσχισαν πεζοί το κέντρο της πόλης έως το Γ΄ Σώμα Στρατού, ακολουθώντας τη διαδρομή: Πλατεία Βαρδαρίου-Εγνατία-Βενιζέλου-Τσιμισκή-Διαγώνιος-Π. Μελά-Βασ. Γεωργίου-Γ΄ Σώμα Στρατού.[46] Με πλούσιο φωτογραφικό υλικό απεικονίζεται η πομπή των αιχμαλώτων ανταρτών, που περπατούσαν ανά δυάδες, φορώντας χειροπέδες. Ανάμεσά τους διακρίνονται και γυναίκες, με τις στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις να συνοδεύουν τους συλληφθέντες. Πλήθος κατοίκων είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει την πομπή, αποδοκιμάζοντας τους αντάρτες με προσφωνήσεις, όπως «Δολοφόνοι, Βούλγαροι, κρεμάλα στους προδότες».[47]

Μια ημέρα νωρίτερα, στις 11 Φεβρουαρίου, φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας διαμαρτυρήθηκαν «διά την θρασυτάτην κατά της πόλεως επιδρομής των συμμοριτών» στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου. Αργότερα, πραγματοποιήθηκε διαδήλωση στην οδό Βενιζέλου «εν μέσω διαρκών ζητωκραυγών υπέρ του Έθνους», που στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τη Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος, το Αμερικανικό Προξενείο και το μνημείο του Βότση «όπου έδωκαν όρκον ιερόν ότι θα παραμείνωσιν πάντοτε ηνωμένοι δια να αντιμετωπίσουν τον μέγαν κίνδυνον του σλαβισμού».[48]

Η πομπή των ανταρτών προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, και το ενδιαφέρον των ξένων ανταποκριτών, που σε άρθρα τους κατήγγειλαν την «παρέλαση», αναφέροντας ότι οι δυνάμεις βιαιοπράγησαν εναντίον των συλληφθέντων, «έξαλλοι Έλληνες εχλεύασαν, εκακοποίησαν και ύβρισαν τους 121 αιχμαλώτους αντάρτας», ενώ παρομοίασαν το περιστατικό αυτό με την εποχή που ο Μέγας Αλέξανδρος έστειλε αλυσοδεμένους τους αιχμάλωτους εχθρούς του στη Θεσσαλονίκη. Το γραφείο Τύπου της Γενικής Διοίκησης Βορείου Ελλάδος απέκρουσε τις μομφές, αποκαλώντας τα εν λόγω δημοσιεύματα «κακόπιστον διαστροφήν της πραγματικότητος». Αντίστοιχα, το Γ΄ Σώμα Στρατού ανακοίνωσε ότι οι αντάρτες ήταν προστατευμένοι και δεν κακοποιήθηκαν, αφού στην αντίθετη περίπτωση «ο λαός θα είχεν όλην την ευχέρειαν να τους κακοποιήση μέχρι θανάτου», όπως επίσης ότι δεν υπήρξε καμία «παρέλαση», απλώς μεταφορά των συλληφθέντων.[49]

Το ερώτημα, βέβαια, είναι αν όντως η πομπή αυτή εξυπηρετούσε απλώς τη μεταφορά των ανταρτών, τότε για ποιο λόγο δεν έγινε με στρατιωτικά οχήματα απευθείας στο Γ΄ Σώμα Στρατού. Όπως κάθε είδους πομπή, που οικοδομεί τη συλλογική μνήμη και αποτελεί μέσο νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, έτσι και η διαπόμπευση των ανταρτών ήταν μια πολιτική πράξη, με έντονο συμβολικό χαρακτήρα, που λειτούργησε ως βίωμα και ως θέαμα για τους κατοίκους της πόλης.[50] Το δημόσιο αυτό θέαμα ήταν η εικόνα της επιβολής του νικητή επί του συντριπτικά ηττημένου, ενισχύοντας το ρόλο του κυβερνητικού στρατού, ως «προστάτη», που διασφάλιζε την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, εκπέμποντας παράλληλα ένα σαφές μήνυμα για την τελική νίκη.[51]

Συνοψίζοντας, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης βίωσε και προσέλαβε τον Εμφύλιο Πόλεμο μέσα σ’ ένα κλίμα εθνικής κινητοποίησης, που στηρίχτηκε στην ιδεολογική κυριαρχία του κράτους, με την κλιμάκωση των στρατιωτικών συγκρούσεων να αντανακλάται στην ίδια την πόλη, υπό διαφορετική, όμως, μορφή. Ο εορτασμός εθνικών επετείων, οι μαθητικές και στρατιωτικές παρελάσεις, οι φιλανθρωπικές και κοσμικές εκδηλώσεις, όπως έρανοι και καλλιτεχνικές παραστάσεις, καθώς επίσης η πομπή των συλληφθέντων ανταρτών, αποτέλεσαν χρήσιμα προπαγανδιστικά εργαλεία στον αγώνα εναντίον του «εσωτερικού εχθρού». Συνολικά, η συμβολή των δημόσιων τελετών και εκδηλώσεων υπήρξε καθοριστική στην ενίσχυση του αντικομμουνιστικού λόγου και τη συγκρότηση της επίσημης συλλογικής μνήμης, βάσει του δίπολου «εθνικό-αντεθνικό», σχήμα που θα επιβιώσει, επιδρώντας σε κάθε έκφανση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής των κατοίκων, έως και την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών το 1974.

  1. Ως φυλετική διάσταση ορίζεται η διάκριση από τον εθνικό εχθρό, τους Σλάβους, σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό, την ταυτότητα και τις ιστορικές παραδόσεις, με την ελληνική παράδοση και την ιστορία να προβάλλονται ως ανώτερες των γειτόνων στα βόρεια σύνορα της χώρας· βλ. Δέσποινα Ι. Παπαδημητρίου, «Το ακροδεξιό κίνημα στην Ελλάδα, 1936-1949: Καταβολές, συνέχειες και ασυνέχειες», σσ. 148-149 και Νάση Μπαλτά, «Διαστάσεις και όψεις του εθνικού και του αντεθνικού στην κομμουνιστική και αντικομμουνιστική προπαγάνδα της περιόδου 1936-1949: Η έννοια της εθνικής ενότητας», Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.), Η Ελλάδα ’36-’49. Από τη δικτατορία στον Εμφύλιο. Τομές και συνέχειες, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ. 130.
  2. David H. Close, «Η ανοικοδόμηση του κράτους της Δεξιάς», David H. Close (επιμ.), Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950. Μελέτες για την πόλωση, μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής, Εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 1997, σ. 199. Επίσης, Evangelos Kofos, “The Impact of the Macedonian Question on Civil Conflict in Greece, 1943-1949”, John O. Iatrides και Linda Wrigley (επιμ.), Greece at the Crossroads. The Civil War and its Legacy, The Pennsylvania State University Press, Πενσυλβάνια 1995, σ. 284.
  3. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Η ιδεολογική επίδραση του εμφυλίου πολέμου», Γιάννης Ο. Ιατρίδης (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, μτφρ. Μαργαρίτα Δρίτσα και Αμαλία Λυκιαρδοπούλου, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σ. 575.
  4. David Cannadine, «Το πλαίσιο, η εκτέλεση και το νόημα της τελετουργίας: Η βρετανική μοναρχία και η “επινόηση της παράδοσης”, 1820-1977», Eric Hobsbawm και Terence Ranger (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης, μτφρ. Θανάσης Αθανασίου, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2004, σσ. 123-124.
  5. Βασιλική Λάζου, «Oι δημόσιες τελετές και η πολιτική τους σημασία στην πόλη της Λαμίας κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου: Tο παράδειγμα της διαπόμπευσης αιχμαλώτων», Βασίλης Δαλκαβούκης, Ελένη Πασχαλούδη, Ηλίας Σκουλίδας και Κατερίνα Τσέκου (επιμ.), Αφηγήσεις για τη δεκαετία του 1940. Από το λόγο του κατοχικού κράτους στη μετανεωτερική ιστοριογραφία, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2012, σσ. 182-184.
  6. Μακεδονία, 19 Ιουλίου 1945, «Ο λαός της Θεσσαλονίκης εν παλλαϊκώ συναγερμώ. Διεμαρτυρήθη χθες κατά της υπούλου συκοφαντικής εκστρατείας του Τίτο, των Βουλγάρων, των Αλβανών και του Κομμουνιστικού Κόμματος»· Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Τα πρόσωπα του Ιανού, Οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις τις παραμονές του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1944-1946), τόμ. Α’, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, σσ. 127-128.
  7. Μακεδονία, 21 Αυγούστου 1945.
  8. Πολυμέρης Βόγλης, Η αδύνατη επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σ. 142.
  9. Λαϊκή Φωνή, 13 Απριλίου 1946.
  10. Λαϊκή Φωνή, 2 Ιουλίου 1946.
  11. Βασίλης Γούναρης, Εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων. Κοινωνικές και άλλες όψεις του αντικομμουνισμού στη Μακεδονία του Εμφυλίου Πολέμου, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 64-65.
  12. Μακεδονία, 21 Οκτωβρίου και 11 Νοεμβρίου 1947.
  13. Μακεδονία, 14 Οκτωβρίου 1947.
  14. Δήμος Θεσσαλονίκης, Πρακτικά Συνεδριάσεως Δημοτικού Συμβουλίου, Τακτική Συνεδρίαση της 11ης Σεπτεμβρίου 1946, «Επί αιτήσεων ιδιωτών, υπαλλήλων κ.λπ. περί οικονομικής ενισχύσεως», αριθ. 479, Θεσσαλονίκη, 11 Σεπτεμβρίου 1946.
  15. Άγγελος Ελεφάντης, «Εθνικοφροσύνη: Η ιδεολογία του τρόμου και της ενοχοποίησης», Γιάννης Ψυχάρης (επιμ.), Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967), τόμ. Α’, 4ο Επιστημονικό Συνέδριο, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 1993, σσ. 650-651.
  16. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας [στο εξής: ΓΑΚ-ΙΑΜ], Αρχείο Γενικής Διοίκησης Βορείου Ελλάδος [στο εξής: ΓΔΒΕ], GRGSA-IAM_ADM002.S23_01_000003_00076, 00096: Επιστολές από τη νομαρχία προς τις διάφορες επιχειρήσεις για προσλήψεις. Ενδεικτικά, επιστολή προς την Εταιρεία Αλλατίνι, αριθ. 17950, Θεσσαλονίκη, 3 Νοεμβρίου 1947 και προς Α.Ε.Β.Υ «ΥΦΑΝΕΤ», αριθ. 14101, Θεσσαλονίκη, 29 Αυγούστου 1947. Στο ίδιο, GRGSA-IAM_ADM002.S22_01_000007_0009_00037: Αίτηση κατοίκου Θεσσαλονίκης για οικονομική ενίσχυση, Θεσσαλονίκη, 8 Ιουνίου 1947.
  17. ΓΑΚ-ΙΑΜ, Αρχείο Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης – Σωματεία, φάκ. 1995: Καταστατικό «Εθνική Ένωσις Θυμάτων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας», Θεσσαλονίκη, 17 Φεβρουαρίου 1945, φάκ. 2013: «Σύνδεσμος Εθνικοφρόνων Ελλήνων Πατριωτών», Θεσσαλονίκη, 11 Απριλίου 1945, φάκ. 3455: Καταστατικό «Παράταξις Εθνικοφρόνων “Βασιλεύς Γεώργιος Β΄”», Θεσσαλονίκη, 24 Μαΐου 1945, κ.ά.
  18. Γούναρης, ό.π., σ. 101.
  19. Anastasia Karakasidou, “Protocol and Pageantry: Celebrating the Nation in Northern Greece”, Mark Mazower (επιμ.), After the war was over. Reconstructing the family, nation and state in Greece, 1943-1960, Princeton University Press, Νιου Τζέρσεϊ 2000, σσ. 224-225.
  20. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.01_B00009_000001_0003_00010: Βασίλειο της Ελλάδος, Υπουργείο Εσωτερικών, Α’ Γενική Διεύθυνση, Δ/νση Διοικήσεως (Γ. Αθανασιάδης-Νόβας) προς γενικούς διοικητές, νομάρχες και επάρχους. «Σχετικά με τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου», αριθ. 11156, Αθήνα, 12 Μαρτίου 1945.
  21. Karakasidou, ό.π., σ. 224.
  22. Για το Πανελλήνιο Συνέδριο Εθνικών Δικαίων βλ. Γιάννης Δ. Στεφανίδης, Εν ονόματι του έθνους. Πολιτική κουλτούρα, αλυτρωτισμός και αντιαμερικανισμός στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1945-1967, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 112-119.
  23. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.01_B00009_000001_0003_00035: «Πρόγραμμα για τον εορτασμό της Εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου». Στο ίδιο, Τηλεγράφημα της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης (Γ. Γεωργιάδης) προς επάρχους Ημαθίας και Λαγκαδά, δημάρχους και προέδρους κοινοτήτων Νομού, αριθ. 9271, Θεσσαλονίκη, 20 Οκτωβρίου 1945. Επίσης, Μακεδονία, 25-28 Οκτωβρίου 1945.
  24. Karakasidou, ό.π., σ. 223.
  25. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.S03_01_000003_0003_00005: Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Βασιλικό Διάταγμα της 9ης Μαΐου 1947 «Περί ορισμού δημοσίων τελετών», αρ. φύλλου 98, Αθήνα, 15 Μαΐου 1947.
  26. Περισσότερα για το ζήτημα αυτό βλ. Έφη Γαζή, «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια»: Ιστορία ενός συνθήματος, 1880-1930, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011.
  27. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.S03_01_000003_0003_00001: Βασίλειο της Ελλάδος, Υπουργείο Εσωτερικών προς νομάρχες, αριθ. 2942, Αθήνα, 22 Αυγούστου 1947. Η σημαία αποτέλεσε το εθνικό σύμβολο κατά τη μεταξική περίοδο και οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν και στον Εμφύλιο, σχετικά με το πρωτόκολλο των εορτασμών, ανάγονται στην περίοδο εκείνη· βλ. Karakasidou, ό.π., σσ. 226-228.
  28. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.S03_01_000003_0004_00007: Βασίλειο της Ελλάδος, Δήμος Θεσσαλονίκης (Χρ. Κωνσταντίνου), «Πρόγραμμα δοξολογίας επί τη επετείω της 26ης Οκτωβρίου και εορτασμού Πολιούχου της Πόλεως Αγίου Δημητρίου», Θεσσαλονίκη, 23 Οκτωβρίου 1947. Συνήθως για τον εορτασμό των εθνικών επετείων το ένδυμα που αναγραφόταν στο πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων ήταν αυτό του περιπάτου. Για τον εορτασμό της 26ης Οκτωβρίου, όμως, παρουσία της βασίλισσας Φρειδερίκης και του βασιλιά Παύλου, το ένδυμα ήταν «προαιρετικώς επίσημον».
  29. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.S03_01_000002_0003_00028: Βασίλειο της Ελλάδος, Υπουργείο Εσωτερικών, Διεύθυνση Διοικήσεως, Τμήμα Διοικητικό (Ι. Κυρόζης) προς γενικούς διοικητές, νομάρχες και επάρχους, «Περιορισμός της ωδής και ανακρούσεως του Εθνικού Ύμνου», αριθ. 2406, Αθήνα, 11 Δεκεμβρίου 1946.
  30. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.S03_01_000002_0003_00040: Βασίλειο της Ελλάδος, Γενική Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας, Διεύθυνση Εσωτερικών, «Πρόγραμμα δοξολογίας» για την επάνοδο του Βασιλέως Γεωργίου Β’, Θεσσαλονίκη, 27 Σεπτεμβρίου 1946. Στο ίδιο, GRGSA-IAM_ADM002.S03_01_000002_0003_00080: Γ’ Σώμα Στρατού (Αντιστράτηγος Βεντήρης), «Παράταξις παρέλασις» σχετικά με τη στρατιωτική παρέλαση, αριθ. 52062, 27 Νοεμβρίου 1946.
  31. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.01_B00009_000001_0003_00063: Βασίλειο της Ελλάδος, Γενική Διοίκηση Κεντρικής Μακεδονίας, Διεύθυνση Εσωτερικών, Γραφείο πολιτικών υποθέσεων (Τ. Μπακατσέλος, Αναπληρωτής Γ.Δ.Κ.Μ.), Κοινοποίηση της εγκυκλίου του υπουργείου Εσωτερικών, αριθ. 98810, Θεσσαλονίκη, 7 Νοεμβρίου 1945.
  32. Βόγλης, ό.π., σσ. 197-198.
  33. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.S03_01_000002_0002_00010: Βασίλειο της Ελλάδος, Γενική Δ/νση Βορείου Ελλάδος, Δ/νση Χωροφυλακής (Ν. Κώττας), Απόφαση της ΓΔΒΕ, «Έχοντες υπόψει ληφθείσαν απόφασιν του υπουργικού Συμβουλίου, καθ’ ην η 15η Μαΐου καθιερώθη ως ημέρα εορτασμού ιδρύσεως του Νέου Εθνικού Στρατού», αριθ. 7/1/1β, Θεσσαλονίκη, 10 Μαΐου 1946.
  34. Αρχείο Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, φάκ. 128: Τοπικήν Επιτροπήν του υπό την υψηλήν προστασίαν της Α.Μ. της βασιλίσσης εράνου Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος. Δ/γμα 10/7/1947, «Έκκλησις».
  35. Στρατής Μπουρνάζος, «Το κράτος των εθνικοφρόνων: Αντικομμουνιστικός λόγος και πρακτικές», Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Ανασυγκρότηση – Εμφύλιος – Παλινόρθωση, 1945-1952, τόμ. Δ2, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σσ. 24-25.
  36. Μακεδονία, 4 Σεπτεμβρίου 1947.
  37. Μακεδονία, 23 Μαρτίου 1948.
  38. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.S22_01_000015_00006: Βασίλειο της Ελλάδος, Υπουργείο Οικονομικών, Γενική Διεύθυνση Οικονομικών, Διεύθυνση Έμμεσων Φόρων (Δ. Χέλμης) προς υπουργείο Στρατιωτικών, αριθ. Θ. 1828, Αθήνα, 29 Μαΐου 1948.
  39. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.S22_01_000017_00310: Βασίλειο της Ελλάδος, Υπουργείο Οικονομικών, Γενική Διεύθυνση Οικονομικών, Διεύθυνση Έμμεσων Φόρων, Δ/νση 5, Τμήμα Δ’ προς υπουργείο Στρατιωτικών Γ.Ε.Σ. Β/5, αριθ. Υ. 741, Αθήνα, 30 Μαΐου 1949.
  40. Μακεδονία, 19 Απριλίου 1949. Επίσης, Γούναρης, ό.π., σ. 136.
  41. Μακεδονία, 22-25 Μαρτίου 1949.
  42. Μπουρνάζος, ό.π., σ. 26.
  43. Για την παλλαϊκή συγκέντρωση στις 30 Νοεμβρίου στην πλατεία Αριστοτέλους, στην οποία συμμετείχαν κάτοικοι της πόλης και της υπαίθρου, βλ. Μακεδονία, 2 Δεκεμβρίου 1949 και Γούναρης, ό.π., σσ. 198-200.
  44. Μακεδονία, 23 Μαρτίου 1948.
  45. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, GRGSA-IAM_ADM002.S03_01_000005_0003_00003: Βασίλειο της Ελλάδος, Αρχιεπισκοπή Αθηνών προς γενικούς διοικητές, νομάρχες και επάρχους, αριθ. 3184, Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 1949. Στο ίδιο, GRGSA-IAM_ADM002.S03_01_000005_0003_00004: Tο πρόγραμμα των εκδηλώσεων «Η Ελλάς πενθεί για τις χιλιάδες τα παιδιά του Παιδομαζώματος».
  46. Μακεδονία, 28 Φεβρουαρίου 1948. Με τις συλλήψεις να ολοκληρώνονται στις 18 Φεβρουαρίου, ο αριθμός των συλληφθέντων ανήλθε στους 128.
  47. Μακεδονία, 12 και 13 Φεβρουαρίου 1948.
  48. Μακεδονία, 11 και 12 Φεβρουαρίου 1948.
  49. Μακεδονία, 14 Φεβρουαρίου 1948. Επίσης, Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου, Υπουργείο Εξωτερικών, Κεντρική Υπηρεσία, 1948, φάκ. 126: Επιστολή του Αλέξη Κύρου προς τους New York Times, 25 Φεβρουαρίου 1948. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New York Times στις 13 Φεβρουαρίου 1948 από ανταποκριτή της που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Ο Αλέξης Κύρου, με επιστολή του προς την εφημερίδα, αντέκρουσε τους ισχυρισμούς περί αδικίας και απάνθρωπης συμπεριφοράς, υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση επανειλημμένως είχε φερθεί με επιείκεια απέναντι στους αντάρτες. Κλείνοντας την επιστολή του αναφέρθηκε στη βοήθεια που λάμβαναν οι κομμουνιστές από τις όμορες χώρες, διερωτώμενος «αν πρέπει οι άνθρωποι που πιστεύουν στην ελευθερία και τη δημοκρατία να επιτρέπουν να παρουσιάζονται οι εγκληματίες ως θύματα».
  50. Χριστίνα Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες. Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα, 1821-1930, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2020, σσ. 453-454.
  51. Βόγλης, ό.π., σσ. 199-200.