Τα παιδιά του Εμφυλίου Πολέμου στην Αιτωλοακαρνανία μέσα από τη δράση της οργάνωσης «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών»
Δήμητρα Ι. Βλάχου
Η δεκαετία του 1940 υπήρξε αναμφίβολα μία από τις τραγικότερες δεκαετίες που έζησε η χώρα. Η ένοπλη βία πήρε μεγάλες και ποικίλες διαστάσεις που επηρέασαν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Οι μαζικές εκτελέσεις, η εξόντωση πληθυσμών από τους ναζί, τα γερμανικά αντίποινα, η πείνα, ο Εμφύλιος, οδήγησαν στο θάνατο έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων και λειτούργησαν καταλυτικά στη διαμόρφωση της μνήμης.[1] Αντίστοιχα, η πολιτική κατάσταση τη δεκαετία αυτή επηρέασε σημαντικά τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Μετεμφυλιακά, το πολιτικό καθεστώς ευνόησε τον κοινωνικό και πολιτικό αποκλεισμό όσων χαρακτηρίστηκαν ως αριστεροί με διάφορους τρόπους, όπως με την αναγκαία χρήση του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων για την πρόσληψή τους στο δημόσιο και τον κοινωνικό στιγματισμό.[2] Οι αλλαγές που συντελέστηκαν αυτό το μικρό χρονικό διάστημα υπήρξαν καθοριστικές για την πορεία της ελληνικής κοινωνίας σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, αν σκεφτεί κανείς πως ακόμα και όσοι γεννήθηκαν στις δεκαετίες 1950-1970 ανατράφηκαν με αξίες που προέκυψαν ή συνδέθηκαν άμεσα ή έμμεσα με τον Εμφύλιο.[3]
Η παρουσία των Αμερικανών στην Ελλάδα, από την ανακοίνωση του σχεδίου Μάρσαλ και έπειτα, καθόρισε την οικονομική και πολιτική θέση της Ελλάδας, ενσωματώνοντάς την στο δυτικό μπλοκ. Οι παρεμβάσεις και οι εξουσίες που άσκησαν οι αμερικανικές αποστολές, δημιούργησαν ένα καθεστώς συγκυβέρνησης με την ελληνική κυβέρνηση. Η παρουσία των Αμερικανών στην Ελλάδα, μέσα από την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη, προώθησε στα επόμενα έτη έναν αμερικανικό τρόπο οργάνωσης εκκινώντας μια διαδικασία «αμερικανοποίησής» της. Η Ελλάδα αποτέλεσε πείραμα και παράδειγμα μελλοντικών επεμβάσεων των ΗΠΑ σε «αδύναμα» κράτη για την οικονομική τους ενίσχυση, τον πολιτικό μετασχηματισμό τους και την εδραίωση της αμερικανικής κυριαρχίας.[4]
Στην μεταπολεμική Ελλάδα ο κρατικός μηχανισμός ήταν υπό κατάρρευση, αφού μεγάλο μέρος του πληθυσμού βρισκόταν σε καθεστώς φτώχειας, ζούσε σε άθλιες συνθήκες και σε κατάσταση υποσιτισμού. Από το πλαίσιο αυτό δεν μπορούσε να εξαιρεθεί η ζωή των παιδιών. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων χιλιάδες παιδιά συμμετείχαν είτε ενεργά, μετέχοντας στις πολεμικές επιχειρήσεις, είτε παθητικά, έχοντας το ρόλο των θυμάτων ή των υποχειρίων της κρατικής και κομματικής προπαγάνδας. Πολλά παιδιά έχασαν τη ζωή τους είτε κατά τη διάρκεια βομβαρδισμών και των πολεμικών επιχειρήσεων είτε από τον υποσιτισμό και τις ασθένειες που έπληξαν αυτές τις ηλικίες. Αρκετά επέζησαν μέσα από στερήσεις, χιλιάδες έμειναν ορφανά, ανάπηρα, εγκαταλελειμμένα από τους γονείς και χωρίς καμία προστασία.[5]
Η ανάγκη προστασίας τους και απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης πήρε ιδιαίτερες διαστάσεις στη μεταπολεμική περίοδο, αφού η κοινωνική πρόνοια αξιοποιήθηκε από κρατικούς, υπερκρατικούς αλλά και παρακρατικούς φορείς ως μηχανισμός πολιτικής διείσδυσης και διαμόρφωσης φρονημάτων.[6] Στις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες, εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών, παρατηρήθηκε αύξηση των δραστηριοτήτων αρκετών φορέων στο πλαίσιο της κοινωνικής πρόνοιας. Η αξία τους θεωρήθηκε αμφίβολη, εξαιτίας της πολυδιάσπασής τους και των πατερναλιστικών διαστάσεων που προσέδωσαν στην κοινωνική πρόνοια.[7]
Στο πλαίσιο της ανωτέρω προβληματικής και ειδικότερα αναφορικά με την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και κυρίως του Αγρινίου, ερευνήθηκε το ζήτημα των παιδιών, οι μορφές πρόνοιας που τους παρασχέθηκαν και οι αρμόδιοι φορείς που ενεπλάκησαν, σε ένα χρονικό διάστημα που εκτείνεται από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και συνεχίζει μέχρι τη δεκαετία του ‘70. Ενδιαφέρον παρουσίασε η συνεξέταση της συνολικής μέριμνας για τα παιδιά, κυρίως μέσω του θεσμού της Βασιλικής Πρόνοιας και των Παιδοπόλεων και του προγράμματος «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών» που έλαβαν χώρα στο νομό, προκειμένου να οδηγήσει σε συσχετισμούς με τα κριτήρια επιλογής των παιδιών και να αναδείξει την πολιτική κοινωνικής πρόνοιας που ακολουθήθηκε.
Η Παιδόπολη Αγρινίου
Μία από τις Παιδοπόλεις ήταν η Παιδόπολη «Του Σωτήρος» που ιδρύθηκε στο Αγρίνιο στις 19 Μαρτίου 1948 και αποτέλεσε χώρο φιλοξενίας για τριακόσια περίπου παιδιά. Την απόφαση για την ίδρυσή της έλαβε η Εκτελεστική Επιτροπή (Ε.Ε.) του Εράνου, ενώ συνεργάστηκε και με το Ίδρυμα Εγγύς Ανατολή (Near East Foundation).[8] Αυτό εξηγεί και τον λόγο για τον οποίο αρκετοί ντόπιοι ονόμαζαν την Παιδόπολη «Νιαρίστι». Εξαρτιόταν απευθείας από τον Έρανο της βασίλισσας, αφού ιδρύθηκε πριν τη συνεργασία του Εράνου με την Ειδική Υπηρεσία Περιθάλψεως Ελληνοπαίδων (ΕΥΠΕ). Φιλοξενούσε παιδιά άπορα, ορφανά ή εγκαταλελειμμένα που προέρχονταν από τις ορεινές περιοχές και λόγω του Εμφυλίου είχαν εγκατασταθεί στο Αγρίνιο, το οποίο ήταν Κέντρο Ασφαλείας.[9] Η Παιδόπολη στεγάστηκε στο κτίριο της Παιδικής Στέγης που βρισκόταν στις καπναποθήκες της Κατίνας Τσουλούφη, γνωστές ως καπναποθήκες Ηλιού από το επίθετο του πρώτου της συζύγου. Στελεχώθηκε από μέλη της τοπικής κοινωνίας, όπως διευθυντές τραπεζών, εκπροσώπους της εκκλησίας, διευθυντές εκπαίδευσης, ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους, οδηγούς, πρόσκοπους, προέδρους ή μέλη φιλανθρωπικών, χριστιανικών ή γυναικείων οργανώσεων.[10] Η αρχική ιδέα ήταν η στέγαση διακοσίων πενήντα παιδιών- προσφύγων και όσων ανήκαν στην ίδια κατηγορία και φιλοξενούνταν μέχρι τότε από την Παιδική Στέγη. Το Μάιο του 1948 η μετακίνηση των παιδιών από τους αντάρτες στις Ανατολικές χώρες είχε ενταθεί και ο φόβος αρπαγής τους οδήγησαν στη στέγαση ακόμα εκατόν πενήντα παιδιών που θεωρούνταν πως «απειλούνταν» από τους κομμουνιστές.[11] Η αύξηση του αριθμού των παιδιών συνέβαλε στην απόκτηση επιπλέον χώρου για τη στέγασή τους, καθώς ο αριθμός αυξάνονταν διαρκώς και οι εγκαταστάσεις δεν επαρκούσαν. Από την 1η Οκτωβρίου 1948 η Ε.Ε. ενέκρινε τις δαπάνες για την επισκευή των βοηθητικών χώρων του κτιρίου, την ενοικίαση του διπλανού οικοπέδου και με τη βοήθεια της Υπηρεσίας Ανοικοδομήσεως Αγρινίου εγκατέστησαν σε αυτό ένα παράπηγμα τύπου Romney, το οποίο στη συνέχεια ηλεκτροφωτίστηκε. Στις αρχές του 1949, εγκρίθηκε ακόμα ένα χρηματικό ποσό από την Ε.Ε. προκειμένου να διαρρυθμιστεί το υπόγειο της Παιδόπολης, ώστε να αξιοποιηθεί για τη στέγαση ακόμα εκατό παιδιών. Ως εκ τούτου, ο αριθμός των τροφίμων της Παιδόπολης Αγρινίου έφτασε ή ξεπέρασε τα τετρακόσια παιδιά.[12]
Στο αρχειακό υλικό που ήταν καταχωρημένο στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) των Αθηνών, καταγράφεται η σταδιακή αύξηση των τροφίμων, και περιγράφεται ο τρόπος λειτουργίας της. Υπεύθυνοι της λειτουργίας του ιδρύματος φαίνονταν η Εντεταλμένη Κυρία Καίτη Μεγαπάνου και ο Α.Κ.. Σε σχετικά έγγραφα αναφέρεται ότι η Παιδόπολη «Του Σωτήρος» περιέθαλπε αρχικά διακόσια ανταρτόπληκτα παιδιά, ενώ στη συνέχεια στις 10 Δεκεμβρίου 1948 οι τρόφιμοι ανέρχονταν στους διακόσιους εξήντα ένα προσφυγόπαιδες.[13] Ως την 31η Ιουλίου 1949, η Παιδόπολη αριθμούσε διακόσιους ογδόντα δύο τροφίμους και τριάντα τρεις εργαζομένους.[14] Η διαρκής αύξηση των τροφίμων δημιούργησε αρκετά προβλήματα στη στέγαση, καθώς και στη σίτισή τους. Επιστολή της Κ. Μεγαπάνου στις 29 Μαρτίου 1948 παρουσίαζε την κατάσταση που επικρατούσε, αλλά και την επαφή των υπεύθυνων με τη βασιλική αυλή. Επρόκειτο για την ανάληψη της διοίκησης της Παιδόπολης «Του Σωτήρος» στις 24 Μαρτίου 1948, στην οποία ανέφερε στην Εντεταλμένη Καρόλου τον μεγάλο αριθμό των παιδιών και την κατασκευή λυόμενων κτιρίων για τη στέγασή τους. Ζητούσε την επιλογή ονόματος για την Παιδόπολη από τη βασίλισσα και τόνιζε τις αρμοδιότητές της στη διανομή ιματισμού στους ανταρτόπληκτους και συσσιτίου σε πεντακόσια παιδιά. Επισήμαινε επίσης, τα προβλήματα ασφάλειας της μεταφοράς των τροφίμων και την έλλειψη σε είδη σίτισης. Επιπλέον, μέσω της Καρόλου εξέφραζε το ενδιαφέρον της για την υγεία της βασίλισσας και το έργο του Εράνου, ενώ γνωστοποιούσε τις ανησυχίες της, λόγω της απόστασης από την οικογένειά της.[15]
Στη συνέχεια, χωρίς να προσδιορίζεται η ακριβής ημερομηνία, η Παιδόπολη «Του Σωτήρος» φάνηκε να αλλάζει λειτουργική στοχοθεσία. Σε σχετικά έγγραφα αναφερόταν η διατήρηση του εξοπλισμού της για την πιθανότητα μελλοντικής χρήσης, όπως και η ανάγκη να παραμείνει στον Έρανο προκειμένου να μελετηθεί ο τρόπος λειτουργίας της για τα παιδιά των εργατών της βιομηχανικής περιοχής.[16] Ο θεσμός των Παιδοπόλεων έκτοτε τροποποιήθηκε, αναπροσαρμόζοντας τις εγκαταστάσεις του, ανασυγκροτώντας τις Εφορευτικές Επιτροπές και εστιάζοντας κυρίως στην επαγγελματική μόρφωση των παιδιών.
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για την Παιδόπολη «Του Σωτήρος» Αγρινίου, καθώς κανένα από τα μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής δεν έχει μιλήσει δημόσια για τη δράση και το έργο του ιδρύματος και σχετικά αρχεία δεν εντοπίστηκαν. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ένα μέρος του αρχείου κάηκε μετά την αποχώρηση της βασιλικής οικογένειας από την Ελλάδα και το υπόλοιπο το 1981, μετά από πυρκαγιά στο κτίριο που στεγαζόταν το αρχείο του ΕΟΠ. Η σιωπή και η «αμνησία» των κατοίκων, φανέρωσαν την έντονη κατάσταση και τον διχασμό που επέφερε ο Εμφύλιος Πόλεμος, τραύματα που μέχρι σήμερα φέρουν μαζί τους οι άνθρωποι που έζησαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.[17]
Η δράση της οργάνωσης «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών»
Η παρέμβαση των Αμερικανών στην ανάπτυξη της μεταπολεμικής Ελλάδας ήταν πολύπλευρη και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τον προσανατολισμό της. Προβλήθηκε ως αναγκαιότητα για την ανάσχεση της εξάπλωσης του κομμουνισμού, προσέφερε στρατιωτική βοήθεια και μέσω διαφόρων προγραμμάτων συνέβαλε στην οικονομική αποκατάσταση και την πολιτική σταθερότητα της χώρας. Στο διάστημα 1946-1963 ο αμερικανικός παρεμβατισμός επιχείρησε βαθιές μεταρρυθμίσεις, που θα υπηρετούσαν την κοινωνική συνοχή και την οικονομική ανάπτυξη.[18] Όσον αφορά τον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, πέρα από την παροχή τεχνογνωσίας και επιστημονικής βοήθειας, στόχευε στον έλεγχο των οικονομικών στόχων, της κρατικής μηχανής και της συμμόρφωσης των ελληνικών κυβερνήσεων στις κατευθύνσεις που δίνονταν από την Αμερικανική Αποστολή.[19] Στο πλαίσιο αυτό δραστηριοποιήθηκε μια ιδιωτική φιλανθρωπική οργάνωση στην Ελλάδα με την ονομασία «Ίδρυμα Θετών Γονέων διά Πολεμοπαθή Παιδιά», γνωστή ως «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών».[20]
Η Οργάνωση αυτή με την αρχική ονομασία «Foster Parents Plan for Children in Spain» ιδρύθηκε το 1937 στη Βρετανία από το δημοσιογράφο John Langdon-Davies[21] και τον κοινωνικό λειτουργό Eric Muggeridge με στόχο την οικονομική ενίσχυση, τη στέγαση, τη σίτιση και την εκπαίδευση ορφανών παιδιών ή παιδιών-προσφύγων του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου.[22] Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου δημιουργήθηκαν δέκα κέντρα στη Γαλλία, που φρόντιζαν χιλιάδες άστεγα αγόρια και κορίτσια. Το Νοέμβριο του 1937, οι Langdon-Davies και Muggeridge ξεκίνησαν το ταξίδι τους στην Αμερική, προκειμένου να λάβουν οικονομική ενίσχυση για τη στήριξη των παιδιών.[23]
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Οργάνωση μετονομάστηκε σε «Foster Parents Plan for War Children» και με έδρα της την Αγγλία συνέχισε να βοηθά παιδιά σε όλη την Ευρώπη. Την άνοιξη του 1941, είχε θέσει σε λειτουργία οκτώ επιχειρήσεις που αφορούσαν την προστασία τεσσάρων χιλιάδων προσφυγoπαίδων. Αυτά τα παιδιά υποστηρίζονταν από θετούς γονείς των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, οι οποίοι πλήρωναν δέκα δολάρια για τη φροντίδα κάθε παιδιού.[24]
Η Οργάνωση υποστήριζε παιδιά που ο ένας ή και οι δύο γονείς τους πολεμούσαν στον πόλεμο, τραυματισμένα ή όσα κατοικούσαν σε πολυπληθείς περιοχές της Αγγλίας που είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς. Το ίδιο συνέβαινε και με παιδιά άλλων οργανώσεων, τις οποίες ενίσχυε με εξοπλισμό, φαγητό, μερικές φορές με προσωπικό, ενώ κάλυπτε και κάποιες λειτουργικές δαπάνες. Επιπλέον, προωθούσε καινοτόμα προγράμματα για τέσσερις περίπου χιλιάδες παιδιά, που αφορούσαν την καθημερινή φροντίδα τους, καταφύγια έκτακτης ανάγκης και ανάρρωσης για τα ψυχικά τραύματα των παιδιών από τον πόλεμο.[25] Για κάθε παιδί οι θετοί γονείς υποχρεούνταν να καταθέτουν δεκαπέντε δολάρια το μήνα και να κρατούν επαφή μαζί του μέσω της αλληλογραφίας, να στέλνουν ρούχα και δώρα, ενώ τα γραφεία της Οργάνωσης έδιναν αναφορά των δραστηριοτήτων αυτών ανά τακτά χρονικά διαστήματα.[26] Μετά τον πόλεμο η Οργάνωση επεκτάθηκε μέσω του προγράμματος στην Ευρώπη, συμπεριλαμβάνοντας τη Μάλτα, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Τσεχοσλοβακία, την Ολλανδία, την Πολωνία, την Ιταλία, τη Γερμανία και αργότερα την Ελλάδα.[27]
Κατά τη δεκαετία 1950, το όνομα της Οργάνωσης άλλαξε ξανά και μετατράπηκε σε «Foster Parents Plan Inc.», χωρίς να αναφέρεται αποκλειστικά σε παιδιά του πολέμου, αποσκοπώντας με αυτό τον τρόπο στη φροντίδα όσων παιδιών είχαν ανάγκη, ανεξαρτήτως των συνθηκών. Στη μεταπολεμική περίοδο, η δημόσια προβολή του έργου της εκ μέρους της ίδιας της Οργάνωσης αναδείκνυε τα δεινά χιλιάδων παιδιών, που είχαν τραυματιστεί, αλλά δυστυχώς ο αριθμός που υποστηρίζονταν από την Οργάνωση ήταν πολύ μικρός. Έρανοι, δημόσιες σχέσεις και διάσημοι υποστηρικτές της κατάφεραν να κινητοποιήσουν το ενδιαφέρον γι’ αυτά τα παιδιά.[28]
Το 1960 ξεκίνησε η ίδρυση και η εκκίνηση προγραμμάτων στη Λατινική Αμερική, στην Νότια Αμερική και την Ασία. Συγκεκριμένα, το πρώτο γραφείο στη Νότια Αμερική ήταν στην Κολομβία το 1962, ενώ ακολούθησαν προγράμματα στην Αφρική και την Ασία τις δεκαετίες 1970 και 1980. Την περίοδο αυτή, πολλά προγράμματα τερματίστηκαν είτε για οικονομικούς λόγους, είτε λόγω των δυσμενών πολιτικών συνθηκών.[29] Το 1968, ο Καναδάς έγινε η πρώτη «ευεργέτρια» χώρα, αφού πάρα πολλοί Καναδοί στήριζαν παιδιά μέσω της Οργάνωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το «Foster Parents Plan Canada» δραστηριοποιήθηκε επιτυχώς προσθέτοντας πέντε χιλιάδες παιδιά κάθε χρόνο.[30]Η επέκταση της Οργάνωσης μετέβαλλε την εστίασή της στην ευημερία μεμονωμένων παιδιών και επεδίωξε την ενίσχυση των οικογενειών και των κοινοτήτων, ώστε να μπορούν να υποστηρίζουν καλύτερα τις ανάγκες των παιδιών τους. Αυτή η αλλαγή, σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη Οργάνωση, οδήγησε σε μεταβολές στη διοικητική της δομή, στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Το 1973, ιδρύθηκε το «Plan International» ως διοικητικό σκέλος του «Foster Parents Plan», με έδρα το Warwick, Rhode Island. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1970- 1980, η Οργάνωση συνέχισε να αναπτύσσεται και άρχισε να αποκεντρώνει τη διοικητική δομή της. Μάλιστα, από το 1987 δημιούργησε περιφερειακά γραφεία με σκοπό η διαδικασία λήψης αποφάσεων να βρίσκεται πλησιέστερα στα προγράμματα και στα περιφερειακά γραφεία. Τη δεκαετία του 1990, συμπλήρωσε εξήντα χρόνια από τη λειτουργία της και άνοιξε έξι περιφερειακά γραφεία στη Γαλλία, στη Νορβηγία, στη Φιλανδία, στη Δανία, στη Σουηδία και στην Κορέα, που επέβλεπαν τη διαχείριση των δραστηριοτήτων. Επίσης, το διεθνές κεντρικό γραφείο μεταφέρθηκε ύστερα από είκοσι χρόνια στην Αγγλία, κίνηση που εγκρίθηκε το 1993 και ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1994.[31]
Η Οργάνωση συνέχισε τη δράση της στα χρόνια που ακολούθησαν, επεκτείνοντας τη σε εβδομήντα χώρες και υποστηρίζοντας περίπου 17.000.000 κορίτσια και 16.000.000 αγόρια. Άρχισε σταδιακά να συνεργάζεται με παιδιά στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική και σήμερα έχει εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους οργανισμούς στον κόσμο.[32]
Η «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών» στην Ελλάδα
Το 1948, το Ανώτατο Συνέδριο της American Hellenic Educational Progressive Association (ΑΧΕΠΑ), ενέκρινε την εργασία του «Διεθνούς Ιδρύματος Θετών Γονέων για Πολεμοπαθή Παιδιά» στην Ελλάδα, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για μαζικές συμβολικές υιοθεσίες ορφανών παιδιών από Αμερικανούς ή Ελληνοαμερικανούς γονείς.[33] Σύμφωνα με το Νομοθετικό Διάταγμα υπ’ αρ. 1102-28/09/1949, ξεκίνησε η δράση της Οργάνωσης «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών» στην Ελλάδα για την προστασία άπορων, ορφανών και δεινοπαθούντων παιδιών.
Η σύμβαση όριζε την έδρα της φιλανθρωπικής οργάνωσης και την αντιπροσώπευσή της στην Ελλάδα, τα προνόμια της Οργάνωσης στην Ελλάδα, καθώς και τα κριτήρια όσων δικαιούνταν συμμετοχή στο πρόγραμμα και τον τρόπο επιλογής τους. Επιπλέον, περιγράφονταν η διαδικασία παραλαβής των αποσταλμένων ειδών από το εξωτερικό από την «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών», οι απαλλαγές της από φόρους και επιβαρύνσεις και η διευκόλυνση που θα παρείχε το κράτος για τη στέγαση των γραφείων της. Η βοήθεια της «Αμερικανικής Περίθαλψης Πολεμοπαθών Παιδιών» διήρκησε στην Ελλάδα ως το 1975, βοηθώντας περισσότερα από δεκαεπτά χιλιάδες παιδιά που βρίσκονταν σε ανάγκη.[34]
Η έρευνα στο αρχειακό υλικό της Κεντρικής Υπηρεσίας των ΓΑΚ στην Αθήνα, έφερε στο φως έγγραφα αλλά και άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, που αφορούσαν την «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών» στην Ελλάδα. Η αλληλογραφία της υπεύθυνης του προγράμματος στην Ελλάδα Φανής Κ. Εξαρχάκου με τη Μεγάλη Κυρία της Αυλής της βασίλισσας, Μαρία Καρόλου, φανέρωνε τη στενή σχέση της Οργάνωσης με το παλάτι και συγκεκριμένα με τη βασίλισσα. Συγκεκριμένα, τα έτη 1958- 1961 έδινε αναφορά για τον οικονομικό απολογισμό αλλά και τη συμμετοχή στο πρόγραμμα παιδιών σε ανάγκη. Η συμμετοχή των παιδιών παρουσίαζε σημαντική αύξηση, ενώ αξιοσημείωτη ήταν ακόμη, κατά τη διάρκεια του 1960, η επαφή των παιδιών με τους θετούς γονείς. Σε αναφορά της η Εξαρχάκου επισήμαινε πενήντα τρεις τέτοιες συναντήσεις, εκ των οποίων κάποιες είχαν γίνει στην Αθήνα, ενώ κάποιες άλλες στον τόπο καταγωγής των παιδιών. Μάλιστα τόνιζε τη θετική αποτίμηση αυτών των συναντήσεων και τα φιλικά αισθήματα που προέκυπταν ανάμεσα σε θετούς γονείς και παιδιά, μέσω των επιστολών που δεχόταν από τους πρώτους.[35] Πέρα όμως από τις αναφορές στη μεταξύ τους αλληλογραφία, η σχέση της βασίλισσας με την Οργάνωση γινόταν αντιληπτή μέσα από επιστολή προς την υπεύθυνη, στην οποία ήθελε να απονείμει τον Χρυσό Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος της Ευποιίας, αναγνωρίζοντας έτσι την προσφορά της στα πολεμοπαθή παιδιά.[36]
Επιπλέον, ο ξένος Τύπος της εποχής στάθηκε αρωγός στην προσπάθεια της Οργάνωσης εξυμνώντας το έργο της μέσα από παραδείγματα παιδιών που συμμετείχαν σε αυτό και προσπαθώντας σε πολλές περιπτώσεις να κατευθύνει την κοινή γνώμη υπέρ της. Με παραδείγματα παιδιών, θυμάτων του Εμφυλίου, άπορα, ορφανά, ακόμα και παιδιά με ειδικές ανάγκες, όπως τυφλά, εξήρε την προσφορά της Οργάνωσης στις δυνατότητες που παρείχε για την βελτίωση της ζωής τους. Σε καταχώρηση του περιοδικού The Reporter της Νέας Υόρκης στις 8 Σεπτεμβρίου 1958, η Οργάνωση έκανε έκκληση για βοήθεια και συμμετοχή στο πρόγραμμα για ένα κορίτσι στην Ελλάδα ονόματι Διαμάντω, προβάλλοντας την άσχημη κατάστασή της και όσα έπρεπε να γνωρίζει κάποιος προκειμένου να γίνει θετός γονέας. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1958, η εφημερίδα Καθημερινή αναφερόμενη στο ίδιο κορίτσι, παρουσίασε στοιχεία της «υιοθεσίας» της, που είχε ήδη αποφασιστεί προ διμήνου. Συγκεκριμένα, ανέφερε σε άρθρο πως 4.951 κρατούμενοι των φυλακών Σαιν Κεντέν «υιοθέτησαν» και διέθεσαν το ποσό των 1.500 δολαρίων, ενώ μόλις την προηγούμενη ημέρα είχε λήξει η διαδικασία.[37]
Το αρχειακό υλικό της «Αμερικανικής Περίθαλψης Πολεμοπαθών Παιδιών» για την Αιτωλοακαρνανία
Η παρούσα έρευνα επικεντρώθηκε στη μελέτη του αρχειακού υλικού της Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου, που είναι αρχειοθετημένο και βρίσκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Το αρχείο της «Αμερικανικής Περίθαλψης Πολεμοπαθών Παιδιών» περιλαμβάνει επτά φακέλους και αφορούν περιπτώσεις παιδιών που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα, παιδιών απορριφθέντων, οικονομικά στοιχεία, καθώς και την αλληλογραφία της Οργάνωσης κατά το διάστημα 1958 έως το 1974.
Στο διάστημα που μελετήθηκε και αφορούσε τη δεκαετία 1958 έως 1968, καταμετρήθηκαν εκατόν εβδομήντα πέντε περιπτώσεις παιδιών, που το καθένα είχε το δικό του φάκελο. Από αυτές, οι εκατόν είκοσι οκτώ αφορούσαν παιδιά που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα, ενώ οι υπόλοιπες σαράντα επτά παιδιά που απορρίφθηκαν. Στους φακέλους που εξετάστηκαν, υπήρχαν κάποιες περιπτώσεις παιδιών που δεν είχαν ολοκληρωμένους και αρχειοθετημένους φακέλους, αφού έτσι τους παρέλαβε η αρμόδια υπηρεσία. Επίσης, ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στα γράμματα των θετών γονέων προς τα θετά τους παιδιά, καθώς αποκαλύπτουν αντιλήψεις τόσο για τη μεταπολεμική Ελλάδα, όσο και για την παιδική ηλικία.
Όσα παιδιά εντάσσονταν στο πρόγραμμα αποκτούσαν έναν φάκελο, στο εξώφυλλο του οποίου αναγράφονταν το ονοματεπώνυμο του προστατευόμενου συνοδευόμενο από το πατρώνυμο, η χρονική περίοδος κατά την οποία ήταν ενταγμένος στο πρόγραμμα, η διεύθυνση και η περιοχή διαμονής του, καθώς και ένας κωδικός καταχώρησης που λάμβανε από την υπηρεσία. Επιπλέον, σημειώνονταν ο αύξων αριθμός του φακέλου και το ονοματεπώνυμο του θετού του γονέα.[38]
Ο φάκελος συνήθως περιλάμβανε διάφορα έγγραφα, όπως: επιστολή της Οργάνωσης με πληροφορίες για το θετό γονέα του παιδιού, έντυπα επανεξακρίβωσης, ερωτηματολόγιο συμπληρωμένο από τον εξακριβωτή, τηλεγραφήματα του Γραφείου Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου με τα οποία ειδοποιούσαν τους φυσικούς γονείς των παιδιών να προσέλθουν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο είτε για να παραλάβουν την οικονομική βοήθεια και τα είδη που τους είχαν αποστείλει οι θετοί γονείς, είτε για γραφειοκρατικούς λόγους, ληξιαρχική πράξη γεννήσεως, φωτογραφία του παιδιού, γράμματα των θετών γονέων προς τα παιδιά, αλληλογραφία του Γραφείου με την Oργάνωση και υπηρεσιακά σημειώματα, ιατρική γνωμάτευση για τα προβλήματα υγείας των φυσικών γονέων, αιτήσεις των γονέων για την συμμετοχή τους στο πρόγραμμα και πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης.[39]
Από τη μελέτη του αρχειακού υλικού προέκυψαν στοιχεία για τη διαδικασία βάσει της οποίας εντάσσονταν παιδιά στο πρόγραμμα αναδοχής. Αρχικά, κατατίθεντο όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά και συμπληρώνονταν το ερωτηματολόγιο με τα στοιχεία των ενδιαφερομένων στα Γραφεία Κοινωνικής Πρόνοιας -συγκεκριμένα στο τοπικό Γραφείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου- και στη συνέχεια αποστέλλονταν στα κεντρικά γραφεία της Οργάνωσης στην Αθήνα για έλεγχο. Η κεντρική υπηρεσία ήταν υπεύθυνη για την απόφαση ένταξης ενός παιδιού, απόρριψής του αλλά και παραμονής του σε αυτό. Μετά την επεξεργασία των δικαιολογητικών, η κεντρική υπηρεσία, όντας αρμόδια για την εύρεση θετών γονέων, γνωστοποιούσε στο Γραφείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου και κατόπιν στο παιδί την ένταξή του στο πρόγραμμα και τους ανάδοχους γονείς. Σε τακτά χρονικά διαστήματα, ελέγχονταν οποιαδήποτε μεταβολή της κατάστασης τους, οικονομική κατάσταση οικογένειας, επαγγελματική αποκατάσταση του παιδιού, διακοπή φοίτησης, προσωπική αποκατάσταση και αποφασιζόταν η συνέχιση της επιδότησής του ή η παύση του από το πρόγραμμα. Να σημειωθεί πως η κεντρική υπηρεσία επικοινωνούσε πάντα με το τοπικό γραφείο και εκείνοι με τη σειρά τους με τηλεγραφήματα και επιστολές στις τοπικές κοινότητες έρχονταν σε επαφή με τους γονείς και το παιδί είτε επρόκειτο για επανέλεγχο της κατάστασής του είτε για την ανταλλαγή επιστολών από και προς τους θετούς γονείς. Επιπλέον, ζητούνταν διευκρινήσεις σχετικά με όσα συμπληρώνονταν στα έντυπα επανεξακρίβωσης και σε όσα ανέφεραν τα παιδιά στα γράμματά τους. Γινόταν συστάσεις και ζητούνταν η συγκέντρωση περισσότερων πληροφοριών σχετικά με ζητήματα που προέκυπταν.[40] Όσον αφορά τα γράμματα, αυτά μεταφράζονταν από την Οργάνωση στα ελληνικά και δίνονταν στα παιδιά και αντίστροφα για να αποσταλούν στους θετούς γονείς. Στους φακέλους βρέθηκαν μόνο δύο γράμματα παιδιών προς τους θετούς γονείς στα οποία εντοπίστηκε παρόμοια δομή με αναφορά του τόπου και της ημερομηνίας στο πάνω μέρος του, προσφώνηση «Προς τους θετούς μου γονείς», το κύριο μέρος και αποφώνηση «Σας φιλώ, ο θετός σας γιος» και το ονοματεπώνυμο των παιδιών.[41] Λόγω των πολλών αιτήσεων και των παιδιών σε ανάγκη, η «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών» συνεργάζονταν με τους τοπικούς φορείς και το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, προκειμένου η παροχή βοήθειας να δοθεί σε όσους είχαν πραγματική ανάγκη.[42]
Ανάλυση στοιχείων που προκύπτουν από τη μελέτη του αρχειακού υλικού
Αρχικά, έγινε επεξεργασία των ερωτηματολογίων και καταγραφή των στοιχείων των παιδιών, από την οποία προέκυψαν στοιχεία για τη γεωγραφική κατανομή τους στο νομό και το φύλο τους. Από τις εκατόν είκοσι οκτώ περιπτώσεις παιδιών οι τριάντα πέντε αφορούσαν το Αγρίνιο, ενώ οι υπόλοιπες ενενήντα τρείς παιδιά που διαβίωναν στις γύρω περιοχές, κυρίως σε χωριά της ορεινής Τριχωνίδας. Η πλειοψηφία των παιδιών προέρχονταν από περιοχές της υπαίθρου τόσο πεδινές όσο και ορεινές, γεγονός που φανερώνει την πρόθεση της Οργάνωσης να εντάξει στο πρόγραμμα κυρίως παιδιά της υπαίθρου. Η επιλογή αυτή μπορεί να εξηγηθεί καθώς οι περισσότερες από αυτές τις περιοχές αποτέλεσαν πεδία μαχών και γενικότερα δράσης κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου τόσο των κομμουνιστών, όσο και των εθνικών και παραστρατιωτικών δυνάμεων, ενώ αρκετές αποτέλεσαν «κέντρα υποδοχής» των προσφυγικών πληθυσμών. Όσον αφορά το φύλο όσων συμμετείχαν στο πρόγραμμα, παρατηρήθηκε ίση κατανομή μεταξύ αγοριών και κοριτσιών. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την ισότιμη αντιμετώπιση των δύο φύλων από την πλευρά της Οργάνωσης, χωρίς να υφίσταντο διακρίσεις.
Βασικός παράγοντας για την ένταξη ενός παιδιού στο πρόγραμμα ήταν η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους, η οποία επηρεαζόταν άμεσα από την επαγγελματική κατάσταση των γονέων. Τα στοιχεία που εξετάστηκαν οδηγούν σε αξιοσημείωτα συμπεράσματα αναφορικά με την κοινωνία της δεκαετίας του 1960 και ειδικότερα για τον θεσμό της οικογένειας και την κατάσταση στον τομέα της εργασίας. Η ανεργία, που όπως αποδεικνύεται από την έρευνα αφορούσε το σύνολο των γονέων, στη δεκαετία του 1950 και του 1960 είχε μαζικό χαρακτήρα.[43] Σημαντικό είναι, πως στις περιπτώσεις που η κάλυψη των οικονομικών αναγκών της οικογένειας ήταν αδύνατη από τον πατέρα, είτε γιατί ήταν άνεργος είτε λόγω ανικανότητας προς εργασία είτε ακόμη και γιατί το προσωπικό του εισόδημα δεν αρκούσε για την κάλυψη όλων των αναγκών, αρκετές μητέρες αναγκάζονταν να εργαστούν προκειμένου να συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα. Την περίοδο βέβαια που εξετάζεται, οι μισθοί ήταν χαμηλότεροι σε σχέση με την προπολεμική περίοδο και οι γυναίκες, όπως και οι μαθητευόμενοι, αμείβονταν με χαμηλότερο μισθό από τους άντρες.[44] Άλλος δείκτης της οικονομικής κατάστασης μιας οικογένειας ήταν και ο αριθμός των μελών της. Στην έρευνα που διεξήχθη η πλειοψηφία των οικογενειών αριθμούσαν περισσότερα από τέσσερα παιδιά, γεγονός που επισημαίνει τη δυσμενή οικονομική τους κατάσταση, ενώ παράλληλα δικαιολογεί την ύπαρξη πολυμελών οικογενειών. Ο οικονομικός παράγοντας συντελούσε στη συγκατοίκηση της πυρηνικής οικογένειας με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας και την ανάπτυξη κλίματος συνεργασίας στον επαγγελματικό τομέα, γεγονός που οφειλόταν στην ύπαρξη αγροτικών νοοτροπιών και δομών, καθώς και στην αδυναμία αυτονομίας της πρώτης.[45]
Κατά τη διάρκεια της έρευνας δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στις αιτίες ένταξης ενός παιδιού στο πρόγραμμα, οι οποίες σημειώνονταν στο ερωτηματολόγιο από τον αρμόδιο υπάλληλο. Από την επεξεργασία τους προήλθαν δεδομένα ποιοτικά και ποσοτικά που φανέρωναν την οικονομική κατάσταση των ανθρώπων τη δεκαετία που εξετάστηκε, σε συνάφεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, με την υγεία. Προέκυψε λοιπόν, πως εκατόν τρεις περιπτώσεις παιδιών επικαλούνταν λόγους υγείας των γονέων τους και κατά κύριο λόγο του πατέρα για την ένταξή τους στο πρόγραμμα. Συνέπεια της κακής υγείας τους ήταν η αδυναμία εργασίας, άρα και κάλυψης των οικονομικών αναγκών της οικογένειας.
Εξετάζοντας τις αιτίες ένταξης των παιδιών στο πρόγραμμα, αξίζει να σημειωθεί πως σε αρκετές περιπτώσεις γινόταν αναφορά στη συμμετοχή γονέων είτε στα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είτε του Εμφυλίου. Χαρακτηριστικά επισημαινόταν η συμμετοχή τους στην Εθνοφρουρά,[46] στο Αλβανικό μέτωπο[47], στα Τάγματα Εθνοφυλακής,[48] στη Χωροφυλακή,[49] ενώ υπήρχαν και θύματα του Εμφυλίου και του εναπομείναντος πολεμικού υλικού, που είχε θαφτεί.[50] Η επισήμανση αυτή αποκάλυπτε τη σύνδεση των γεγονότων του Εμφυλίου και της περιόδου του πολέμου με τα μεταπολεμικά χρόνια. Ακόμα και μετά την παρέλευση αρκετών ετών, οι μνήμες του Εμφυλίου έμοιαζαν ακόμα νωπές και πιθανότατα η στάση και ο ρόλος καθενός κατά τη διάρκειά του εξακολουθούσε να καθορίζει την εύνοια ή απόρριψή του, ακόμα και τη συμμετοχή αυτού και μελών της οικογένειάς του στην προνοιακή πολιτική του μετεμφυλιακού κράτους.
Στο πλαίσιο εξέτασης της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης της οικογένειας στην οποία μεγάλωνε το παιδί που εντασσόταν στο πρόγραμμα, ερευνήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία που δήλωναν στα ερωτηματολόγια, εκ των οποίων προέκυψε πως η πλειοψηφία των οικογενειών ζούσε στα όρια της φτώχειας, επιδοτούταν από άλλα προγράμματα οικονομικής στήριξης, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχαν αδέρφια που διέμεναν σε ιδρύματα και με αυτό τον τρόπο ελάφρυναν τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Ολοκληρώνοντας την εικόνα των οικογενειών των παιδιών που εντάσσονταν στο πρόγραμμα, εξετάστηκε και το μορφωτικό επίπεδο των συμμετεχόντων παιδιών και η πρόθεση ολοκλήρωσης των σπουδών τους, καθώς και η επαγγελματική πορεία τους. Από την ανάλυση των δεδομένων έγινε φανερό το μεγάλο ηλικιακό εύρος των παιδιών που εντάσσονταν στο πρόγραμμα, καθώς και η σημασία της μόρφωσης και της κοινωνικής ανέλιξης όσων εντάσσονταν σε αυτό. Η πλειονότητα των παιδιών φοιτούσε κανονικά στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, ενώ υπήρχαν παιδιά ακόμα σε μικρή ηλικία που δεν φοιτούσαν σε κάποια βαθμίδα της εκπαίδευσης. Μάλιστα, η σημασία της φοίτησης ήταν τόσο σημαντική, ώστε εξεταζόταν συχνά και στα έντυπα επανεξακρίβωσης και αποτελούσε στοιχείο καταλυτικό για τη συνέχιση του παιδιού στο πρόγραμμα ή τη διακοπή της ενίσχυσής του, όπως προαναφέρθηκε.
Τα γράμματα των θετών γονέων
Στο πλαίσιο της έρευνας που διεξήχθη, εξετάστηκαν τόσο τα βασικά χαρακτηριστικά των θετών γονέων όσο και το περιεχόμενο των γραμμάτων τους, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα για τη σχέση τους με τα θετά τους παιδιά. Οι γονείς προέρχονταν από τις ΗΠΑ και το Καναδά και αρκετές ήταν οι περιπτώσεις που οι ανάδοχοι άλλαξαν κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, ενενήντα ένα θετοί γονείς προέρχονταν από τις ΗΠΑ, δεκαέξι από τον Καναδά και σε δεκατρείς δεν αναγράφονταν η χώρα προέλευσής τους. Ανάμεσά τους υπήρχαν και αρκετές περιπτώσεις αναδόχων που άλλαξαν κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα. Οι λόγοι για τους οποίους κάποιος γονιός σταματούσε την αλληλογραφία και την επιδότηση στο θετό του παιδί δεν προκύπτουν μέσα από τους φακέλους των παιδιών. Πιθανότατα η αποχώρησή τους από το πρόγραμμα είχε άμεση σχέση με την οικονομική κατάστασή τους, η οποία είχε διαφοροποιηθεί κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα.[51] Ενδιαφέρον παρουσίασε και η επαγγελματική τους κατάσταση, που αποτέλεσε και δείκτη της οικονομικής τους ευημερίας. Υπήρχαν αρκετοί εκπαιδευτικοί, κληρικοί, σύλλογοι σπουδαστών, συνταξιούχοι, στρατιωτικοί κ.ά. Τέλος, όσον αφορά την προσωπική κατάσταση των θετών γονέων, υπήρχαν οικογένειες με παιδιά που αποφάσιζαν να υιοθετήσουν ένα παιδί στην Ελλάδα, ζευγάρια χωρίς παιδιά, καθώς και περιπτώσεις μεμονωμένων ανθρώπων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα.
Κατά την επεξεργασία των αρχείων, προσοχή δόθηκε στα γράμματα των θετών γονέων προς τα θετά παιδιά τους. Επιχειρήθηκε η ανάλυση των περιεχομένων τους και προέκυψαν δεδομένα που αφορούσαν την πολιτική ζωή τόσο της Ελλάδας όσο και των ΗΠΑ, πληροφορίες σχετικά με το εκπαιδευτικό σύστημα κάθε χώρας, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, καθώς και στοιχεία που αφορούσαν την ίδια την Οργάνωση.
Τα φιλάνθρωπα αισθήματα και η επιθυμία για έμπρακτη βοήθεια τόσο των θετών παιδιών, όσο και των οικογενειών τους ήταν κυρίαρχα χαρακτηριστικά στην πλειοψηφία των επιστολών. Επρόκειτο για βοήθεια που δεν περιοριζόταν μόνο στην αποστολή χρημάτων ή ειδών πρώτης ανάγκης, αλλά αντίθετα εστίαζε στο ενδιαφέρον της για τα θετά παιδιά και τις οικογένειές τους, στηρίζοντάς τους ψυχολογικά μέσω των επιστολών. Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις αρκετοί από τους θετούς γονείς παρουσίαζαν στο θετό τους παιδί την οικογένειά τους ως δική του οικογένεια. Η δημιουργία οικειότητας με το θετό παιδί πρόβαλε και μια φόρμα επικοινωνίας που προωθούσε η Οργάνωση, αφού η πλειοψηφία των γραμμάτων είχε κοινή δομή και θεματολογία.
Η παρουσίαση της καθημερινότητάς τους, των συνηθειών και των προβλημάτων που τους αφορούσαν κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών των θετών γονέων, φωτίζοντας γεγονότα και συνήθειες του αμερικανικού τρόπου ζωής. Κοινωνικά και θρησκευτικά ζητήματα απασχόλησαν μεγάλο μέρος των επιστολών. Στο πλαίσιο των εορτών υπήρχαν σε κάποιες περιπτώσεις αναφορές και σε ελληνικές επετείους, όπως αυτή της 25ης Μαρτίου 1821. Αρκετοί θετοί γονείς αναφέρονταν σε αυτήν αποκαλώντας την ημέρα ανεξαρτησίας της Ελλάδας: «[…] Θα θέλαμε να μπορούσαμε να βλέπαμε τον εορτασμό της Ημέρας της Ανεξαρτησίας της χώρας σου. Θα είμαστε πολύ ευτυχείς αν σε βλέπαμε να παίρνεις μέρος στην παρέλαση που έκανε το Γυμνάσιό σου […]».[52] Στο θέμα των γάμων, επισημαίνονταν τα διαφορετικά ήθη που αφορούσαν την επιλογή συντρόφου και το ζήτημα του διαζυγίου: «[…] Τα πράγματα αυτά είναι πάρα πολύ διαφορετικά από τα δικά μας εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι νεαροί και οι νεαρές εδώ είναι ελεύθεροι να διαλέξουν το σύντροφό τους μόνοι τους. Αν και δεν είναι πάντοτε καλές οι εκλογές τους και για αυτό υπάρχουν πολλά διαζύγια στη Πατρίδα μας[…]».[53]
Οι διαφορές αυτών των δύο κόσμων επικοινωνίας εστιάζονταν και σε στοιχεία της εκπαίδευσης. Η σημασία της μόρφωσης για την Οργάνωση και η ολοκλήρωση των σπουδών ή η εκμάθηση κάποιας τέχνης αποτελούσαν σημαντική προϋπόθεση για την ένταξη και την παραμονή ενός παιδιού στο πρόγραμμα και κατά συνέπεια και τη χρηματική επιδότησή του. Επομένως, σχεδόν σε κάθε γράμμα βασικά ερωτήματα των γονέων ήταν η εκπαίδευση των παιδιών, οι επιδόσεις τους στα μαθήματα, ο εξοπλισμός τους στην περίπτωση εκμάθησης τέχνης, καθώς και οι λόγοι για τη διακοπή του. Στον αντίποδα, οι θετοί γονείς ανέφεραν συχνά πληροφορίες για το αμερικανικό και καναδικό εκπαιδευτικό σύστημα, εξαιτίας και της επαγγελματικής ιδιότητας των περισσοτέρων αλλά ακόμα και της φοίτησης των ίδιων ή των παιδιών τους σε αντίστοιχα ιδρύματα. Συγκεκριμένα, τα παιδιά στις ΗΠΑ μπορούσαν να φοιτήσουν στο δημόσιο σχολείο από την πρώτη έως τη δωδέκατη τάξη, που οικονομικά καλύπτονταν από τους φόρους του κράτους, ενώ το νηπιαγωγείο ήταν δωρεάν μόνο σε μερικές πολιτείες.[54] Σε κάθε τάξη φοιτούσαν περισσότεροι από τριάντα μαθητές, οι καλοκαιρινές τους διακοπές διαρκούσαν τρείς μήνες, ενώ τα σχολεία έκλειναν τη 16η Ιουνίου με επιδείξεις, παρελάσεις, εκδρομές και γιορτές. Το σύστημα βαθμολόγησής τους είχε ως μέγιστη βαθμολογία το A (Άριστα) και μικρότερη το D (Μέτρια).[55] Τα μαθήματα που διδάσκονταν οι μαθητές Γυμνασίου ήταν η Χημεία, τα Αγγλικά, η Γεωμετρία, η Αμερικανική Ιστορία και το τραγούδι. Παρακολουθούσαν εννέα μαθήματα την ημέρα, καθένα από τα οποία διαρκούσε σαράντα πέντε λεπτά, με έναρξη των μαθημάτων στις 8:30 π.μ. και λήξη στις 3:15 μ.μ.[56]
Η ανάγκη για επαφή με τα θετά παιδιά εκφράστηκε και μέσω της αγάπης τους, της συμπόνιας που έδειχναν γι’ αυτά και του ενδιαφέροντός τους τόσο για τα ίδια όσο και για την Ελλάδα. Σε αρκετές περιπτώσεις οι θετοί γονείς συνέχιζαν να αλληλογραφούν και να ενισχύουν οικονομικά τα παιδιά ακόμα και μετά τη λήξη του προγράμματος.[57] Επιπλέον, πολλοί ήταν εκείνοι που στις επιστολές τους επισήμαιναν την επιθυμία τους να επισκεφτούν την Ελλάδα με σκοπό να συναντήσουν το θετό τους παιδί, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που τελικά πραγματοποίησαν το ταξίδι. Υπήρχαν συχνά αναφορές σε γεγονότα που σχετίζονταν με την Ελλάδα και μέσα από τις ερωτήσεις που έθεταν τονίζονταν έντονα οι διαφορές των δύο λαών και η ελάχιστη γνώση που είχαν για την κατάσταση της Ελλάδας και των παιδιών.
Τέλος, αναφορικά με την Οργάνωση, υπήρχαν στις επιστολές στοιχεία που επιβεβαίωναν προηγούμενες αναφορές στους μηχανισμούς της. Το πρόγραμμα υιοθεσίας περιλάμβανε παιδιά από πολλές χώρες, γεγονός που αναφερόταν στην αλληλογραφία, όπως και η 31η Οκτωβρίου ως ημέρα αφιερωμένη στα παιδιά. Επίσης, η επαφή τους με την Οργάνωση ήταν άμεση, καθώς όπως προκύπτει από τις επιστολές, υπήρχε συχνή επικοινωνία μαζί τους.
Πέρα από τα κοινωνικά και οικονομικά θέματα που θίγονταν στα γράμματα των θετών γονέων, υπήρχαν και αναφορές σε ιστορικά και πολιτικά γεγονότα που αφορούσαν τις ΗΠΑ αλλά και την Ελλάδα. Οι θετοί γονείς φαινόταν πως είχαν επίγνωση της πολιτικής κατάστασης στη μεταπολεμική Ελλάδα, γεγονός που ενισχύονταν από σύντομες αναφορές τους σε αυτήν. Η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας απασχόλησε συχνά στις επιστολές, ενώ συνοδεύτηκε από εκδηλώσεις θαυμασμού για την οικογενειακή και κοινωνική τους ζωή. Συχνά αναφέρονταν στο γάμο τους, που απασχολούσε τον Τύπο της εποχής, εκδηλώνοντας συναισθήματα χαράς: […] Ευχαριστηθήκαμε που διαβάσαμε για τους Βασιλικούς γάμους πριν μερικές βδομάδες. Τι ωραίο ζευγάρι που είναι ο καινούριος Βασιλιάς και η Βασίλισσά σας. Ασφαλώς θα χαρήκατε με τις συζητήσεις που θα κάνατε στο σχολείο για όλους τους εορτασμούς».[58]
Η κατάσταση της Ελλάδας και συγκεκριμένα τα γεγονότα του Εμφυλίου και της Κύπρου και οι ταραχές στη χώρα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών αναφέρθηκαν επίσης σε επιστολές, όπως και πολιτικά γεγονότα που αφορούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Αναφερόμενοι στην στρατιωτική δικτατορία εξέφραζαν την ανησυχία τους για τον αντίκτυπο που είχε στη ζωή των θετών παιδιών: […] Τελευταίως ακούμε πολλά νέα για την χώρα σου. Ελπίζω τα πράγματα να τακτοποιηθούν σύντομα και ο λαός σας να έχει την κυβέρνηση που θέλει. Θα πρέπει να είναι μια δύσκολη ίσως εποχή και ιδίως για τους μεγάλους στην ηλικία.[59] Ο Εμφύλιος και τα δεινά που κληροδότησε στον ελληνικό λαό, φάνηκε πως ήταν γνωστά στους θετούς γονείς: «[…] Μάθαμε για τις καταστροφές που έγιναν κοντά εις την Αθήνα και ελπίζουμε να μην πάθει τίποτα άλλο κακό η χώρα σας. Νομίζω ότι εσύ και οι κάτοικοι εκεί της Ελλάδος πολλά τραβήξατε κατά τον πόλεμο».[60]
Από τη μελέτη του περιεχομένου των γραμμάτων αναδύθηκαν δύο διαφορετικοί κόσμοι επικοινωνίας, αυτοί των παιδιών και των θετών γονέων. Το μεγαλύτερο μέρος των γραμμάτων των θετών γονέων αφορούσε διηγήσεις και γεγονότα της δικής τους ζωής, ενώ πολύ μικρό μέρος κατείχε ο σχολιασμός όσων έγραφαν τα παιδιά και η υποβολή ερωτήσεων σε αυτά. Αξίζει να σημειωθεί πως σε κάθε γράμμα οι ερωτήσεις που προέρχονταν από τον θετό γονέα προς το παιδί ήταν υπογραμμισμένες, προκειμένου να μη λησμονήσει να απαντήσει σε όσα εκείνοι το ρωτούσαν. Τα κοινά θέματα που αναπτύχθηκαν στις επιστολές τους, όπως και ο τρόπος γραφής τους, η καθοδήγηση των παιδιών και οι υποδείξεις όσον αφορά το περιεχόμενο των επιστολών τους, προέβαλαν ένα συγκεκριμένο πρότυπο γραφής, που πιθανότατα καθορίζονταν από την Οργάνωση. Επιπλέον, οι συχνές αναφορές στους βασιλείς της Ελλάδας με λόγια επαινετικά για το έργο τους και η θλίψη τους για τα γεγονότα του Εμφυλίου ενέτειναν την αντίληψη του παρεμβατισμού των ΗΠΑ με πρόσημο αντικομμουνιστικό και την ανάδειξη της στενής σχέσης μεταξύ των δύο χωρών.
Οι απορριφθέντες
Άλλη μια κατηγορία περιπτώσεων που μελετήθηκε αφορούσε τα παιδιά που απορρίφθηκαν και δεν εντάχθηκαν στο πρόγραμμα. Επρόκειτο για σαράντα επτά περιπτώσεις παιδιών εκ των οποίων η πλειονότητα κατάγονταν από το Αγρίνιο και τις γύρω περιοχές.
Από τη μελέτη του αρχειακού υλικού που εντοπίστηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους του νομού Αιτωλοακαρνανίας, πέρα από τα έγγραφα που προαναφέρθηκαν για την ένταξή τους στο πρόγραμμα, είχαν στους φακέλους τους και μια επιστολή της «Αμερικανικής Περίθαλψης Πολεμοπαθών Παιδιών» που ανέφερε τους λόγους απόρριψής τους από το πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, οι περιπτώσεις απόρριψης κάποιου από το πρόγραμμα ήταν οι εξής: το όριο ηλικίας του παιδιού, το σχετικά επαρκές εισόδημα, δεύτερος γάμος της μητέρας, αρκετά μέλη της οικογένειας που ήταν ικανά να εργαστούν, η περίπτωση η οικογένεια να εξακολουθεί να αποκτά παιδιά και αυτός ο λόγος συνοδευόταν από δύο κενές γραμμές προκειμένου να συμπληρώσει ο διευθυντής της Οργάνωσης στην Ελλάδα άλλους λόγους που υπαγόρευαν την απόρριψη της αίτησης του παιδιού.[61] Όσον αφορά τους λόγους που δεν ενέπιπταν στις παραπάνω κατηγορίες και συμπληρώνονταν από τον αρμόδιο υπάλληλο, αφορούσαν κυρίως αποκτηθείσα περιουσία, την απουσία σοβαρής ασθένειας, άρα και ικανότητα εργασίας, το επαρκές εισόδημα λόγω συγκατοίκησης με άλλα μέλη της οικογένειας, την επιδότηση άλλου παιδιού της ίδιας οικογένειας, τα προβλήματα αλκοολισμού του πατέρα, καθώς και τη διακοπή φοίτησης από το σχολείο.
Παράλληλα, με τους λόγους απόρριψής τους από το πρόγραμμα, μελετήθηκε το ερωτηματολόγιο κάθε παιδιού και δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο ιστορικό κάθε οικογένειας και ειδικότερα στους λόγους εκείνους που καθιστούσαν αναγκαία την παροχή βοήθειας από την Οργάνωση, προκειμένου να διαπιστωθούν οι διαφορές τους με εκείνα των ενταχθέντων. Στην πλειονότητα των αιτήσεων οι αιτούντες επικαλούνταν λόγους υγείας, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως στην περιγραφή του ιστορικού της οικογένειας τονίζονταν η συμμετοχή των γονέων στο ελληνοαλβανικό μέτωπο[62] και στο σώμα της Χωροφυλακής[63], καθώς και ατυχήματα που είχαν σχέση με τον πόλεμο[64]. Όσον αφορά την οικονομική και περιουσιακή κατάσταση αυτών των οικογενειών, οι περισσότερες διαβίωναν με τα απολύτως απαραίτητα, στηριζόμενες στην εργασία μεγαλύτερων παιδιών, στη βοήθεια των συγγενών, της ενορίας και άλλων φιλανθρωπικών οργανώσεων.[65]
Από την εξέταση των στοιχείων των φακέλων όσων απορρίφθηκαν και συγκρίνοντάς τα με εκείνα όσων εντάχθηκαν στο πρόγραμμα, μπορούν να εξαχθούν αρκετά συμπεράσματα για τα κριτήρια της Οργάνωσης και τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί κάποιος. Αρχικά, η ηλικία των παιδιών φάνηκε καθοριστική στην επιλογή τους, αφού παιδιά δεκατριών ετών και άνω απορρίφθηκαν με την αιτιολογία της μεγάλης τους ηλικίας. Παρόλα αυτά, ανάμεσα στα παιδιά που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα την περίοδο που μελετάται, υπήρχε και μια περίπτωση στην οποία το παιδί ήταν δεκατριών ετών. Το γεγονός αυτό, δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με την αυστηρότητα και την αντικειμενικότητα των κριτηρίων αποδοχής των παιδιών, όταν σε κάθε περίπτωση το ιστορικό τους και οι αιτίες για τις οποίες ζητούσαν τη συμμετοχή τους ήταν κοινές. Συγκεκριμένα, σε όλες τις περιπτώσεις παιδιών, οι λόγοι ένταξης αφορούσαν κυρίως προβλήματα υγείας που σχετίζονταν κατά συνέπεια με εργασιακά προβλήματα και οικονομικές δυσκολίες. Τα περιουσιακά στοιχεία των οικογενειών όσων εντάχθηκαν και όσων απορρίφθηκαν δεν παρουσίαζαν σημαντικές αυξομειώσεις. Η περιγραφή των κατοικιών τους, η κατοχή στρεμμάτων γης και ζώων και τα χρήματα που λάμβαναν από συντάξεις ή η βοήθεια που τους παρέχονταν από συγγενείς και φιλανθρωπικές οργανώσεις, μαρτυρούσαν τη φτώχεια και τις άσχημες συνθήκες στις οποίες ζούσαν. Επομένως, από τα ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από τους εκάστοτε υπαλλήλους είναι αρκετά δύσκολο να εντοπιστούν οι διαφορές ενταχθέντων και απορριφθέντων στην πλειονότητα των περιπτώσεων.
Οι λόγοι απόρριψης με βάση τα κριτήρια δεν δικαιολογούσαν την ίδια την απόρριψη, καθώς πληρούσαν πολλές περιπτώσεις τα κριτήρια. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ερωτηματικά και λειτουργεί ενισχυτικά στη δημιουργία υποθέσεων. Γνωρίζοντας την πολιτική κατάσταση της μεταπολεμικής Ελλάδας και λαμβάνοντας υπόψη τον απόηχο των γεγονότων του Εμφυλίου, καθώς και τους αυστηρούς μηχανισμούς ελέγχου του οικογενειακού ιστορικού κάθε παιδιού από την κεντρική υπηρεσία προκειμένου αυτό να ενταχθεί στο πρόγραμμα βοήθειας της Οργάνωσης, εικάζεται πως η διαδικασία επιλογής ενός παιδιού πιθανότατα αφορούσε και πολιτικά κριτήρια που δεν ήταν «εμφανή» στα επίσημα έγγραφα της Οργάνωσης. Η συμμετοχή κάποιου μέλους της οικογένειας στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού και τα αριστερά του φρονήματα, πιθανότατα λειτούργησαν αποτρεπτικά στην παροχή βοήθειας και επομένως στην αποδοχή κάποιων παιδιών στο πρόγραμμα. Άλλωστε, αν αναλογιστεί κανείς πως η λειτουργία των Συμβουλίων Νομιμοφροσύνης διήρκησε έως το 1974 και πως οι δηλώσεις νομιμοφροσύνης θεωρούνταν απαραίτητες, τότε οι πολιτικές θέσεις και η δράση κάποιου μέλους της οικογένειας την περίοδο του Εμφυλίου αποτελούσαν σημαντικά κριτήρια για την επιλογή του ανήλικου στο πρόγραμμα.
Συμπεράσματα
Το αρχειακό υλικό που μελετήθηκε και στήριξε ερευνητικά το άρθρο αυτό, αφορούσε την Οργάνωση εκείνη που δραστηριοποιήθηκε μεταπολεμικά στην Ελλάδα και ειδικότερα στο Αγρίνιο, γνωστή ως «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών» (1949-1974). Επρόκειτο για Οργάνωση που συνέβαλε σημαντικά στην επίλυση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων αρκετών οικογενειών, αφού με τη χρηματική αρωγή των θετών γονέων πολλά παιδιά κατάφεραν να συνεχίσουν τις σπουδές τους και να αυτονομηθούν στην πορεία οικονομικά. Για τους ανθρώπους που ανέλαβαν τον ρόλο του θετού γονέα, το πρόγραμμα τους έδωσε τη δυνατότητα να επιτελέσουν φιλανθρωπικό έργο και να στηρίξουν οικονομικά και ψυχικά τα παιδιά που είχαν ανάγκη. Από αυτήν τη σκοπιά, το πρόγραμμα κάλυψε ένα μεγάλο κενό που είχε δημιουργηθεί αναφορικά με την περίθαλψη παιδιών που την είχαν άμεσα ανάγκη και που η παροχή κοινωνικής πρόνοιας του κράτους αδυνατούσε για διάφορους λόγους να καλύψει.
Αναφορικά με ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που προέκυψαν από την επεξεργασία των εγγράφων για την ένταξη ενός παιδιού στο πρόγραμμα, η πλειονότητα των παιδιών ήταν κάτοικοι ορεινών και πεδινών περιοχών της υπαίθρου, μέλη πολυμελών οικογενειών, σε άσχημη οικονομική κατάσταση και στις περισσότερες περιπτώσεις η υγεία του ενός ή και των δύο γονέων ήταν κακή. Παράλληλα, η συμμετοχή και ο ρόλος του πατέρα στα γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου φάνηκε να καθορίζει τη συμμετοχή αυτού και μελών της οικογένειάς του στην προνοιακή πολιτική του μετεμφυλιακού κράτους.
Η πολιτική, η οικονομία, η εκπαίδευση και ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος αναπαράγονταν μέσω των επιστολών σε μια φόρμα επικοινωνίας πανομοιότυπη για τους αποστολείς και για τους παραλήπτες και επιβεβλημένη από την Οργάνωση. Ωστόσο, η συγκεκριμένη φόρμα επικοινωνίας των θετών γονέων με τα παιδιά, με τα περιορισμένα θέματα και την τακτική επαλήθευση των όσων λέγονταν από τους αρμόδιους φορείς, ήγειρε ζητήματα λογοκρισίας και περιορισμού της ελεύθερης έκφρασης. Η παροχή κοινωνικής πρόνοιας συνδέθηκε άμεσα με την οικονομική πολιτική που ασκούταν, γεγονός που αποτυπωνόταν μέσω των επιστολών. Επομένως, μέσω της θεματολογίας τους, γινόταν διάχυση της αμερικανικής κουλτούρας, ενώ ήταν εμφανή τα αντικομμουνιστικά αισθήματα των θετών γονέων. Μπορεί να υποστηριχθεί, πως ο παρεμβατισμός της αμερικανικής πολιτικής ασκήθηκε και μέσω της Οργάνωσης, μιας και η επαφή που επετεύχθη μέσω του προγράμματος συνέβαλε στην μετάδοση πολιτισμικών στοιχείων και στην ενίσχυση της προσπάθειας για διαμόρφωση μιας διατλαντικής κοινότητας αξιών.[66]
Από την άλλη πλευρά, η μελέτη του αρχειακού υλικού που αφορούσε τους απορριφθέντες λειτούργησε ενισχυτικά στην παραπάνω διαπίστωση. Παρά τις όποιες διακηρύξεις για παροχή παιδικής προστασίας σε όλα τα παιδιά, το κράτος έθεσε αποκλεισμούς σε παιδιά ανταρτών, πολιτών αριστερών φρονημάτων και συμμετεχόντων στον Εμφύλιο στο πλευρό των κομμουνιστών. Οι αιτίες απόρριψης της πλειονότητάς τους με βάση τα οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια αποκλεισμού τους, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανοποιητικά σε μια κοινωνία που βρισκόταν σε κατάσταση διαρκούς φτώχειας.
Επομένως, το ελληνικό κράτος από το τέλος του Εμφυλίου έως τη δεκαετία του ’60 που εξετάστηκε, ασχολήθηκε «υπολειμματικά» με την προστασία και την περίθαλψη των παιδιών στο νομό Αιτωλοακαρνανίας. Το πρόγραμμα «Αμερικανική Περίθαλψη Πολεμοπαθών Παιδιών» κάλυψε τις περισσότερες περιοχές που βρίσκονταν σε ανάγκη, περιορίζοντας όμως τους δικαιούχους. Ακόμα και στον τομέα της παιδικής πρόνοιας, το ελληνικό κράτος δεν θέλησε και δεν κατάφερε να παρέχει σε όλα τα παιδιά καθολική προστασία. Ο απόηχος του Εμφυλίου κράτησε περισσότερα χρόνια από την τρίχρονη ένοπλη σύγκρουση διχάζοντας την κοινωνία και έχοντας αντίκτυπο στη ζωή των παιδιών.
- Νίκος Δερμετζής, «Ο ελληνικός Εμφύλιος ως πολιτισμικό τραύμα», Επιστήμη και Κοινωνία, 28 (2011), 93. ↑
- Μαρία Μπακαδήμα, «Αρχείο Συμβουλίου Νομιμοφροσύνης Νομαρχίας Αιτωλ/νίας», Επετηρίδα των Γενικών Αρχείων του Κράτους, Βιβλιοθήκη Γενικών Αρχείων του Κράτους, Αθήνα 1997, σσ. 360-361. Βλ. επίσης, Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974, μτφρ. Βενετία Σταυροπούλου, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 519. ↑
- Στάθης Ν. Καλύβας και Νίκος Μαραντζίδης, Εμφύλια πάθη: 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εμφύλιο, α’ έκδ., Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2015, σσ. 497-505. ↑
- Πολυμέρης Βόγλης, «Ο Paul Porter και η Αμερικανική Οικονομική Αποστολή στην Ελλάδα (18 Ιανουαρίου-22 Μαρτίου 1947)», Μνήμων, 27 (2005), 285-300. ↑
- Λουκιανός Χασιώτης, Τα παιδιά του εμφυλίου. Από την «κοινωνική πρόνοια» του Φράνκο στον «έρανο» της Φρειδερίκης (1936-1950), Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2013, σ. 338. ↑
- Όπως κατέδειξε μια σημαντική μελέτη της ελληνικής κοινωνικής ιστορίας, ο αντικομμουνισμός υποστηρίχθηκε μέσα από οργανώσεις, των οποίων τα μέλη έπρεπε να «εμφορούνται υπό εθνικιστικών φρονημάτων». Με τη δράση τους, οι φορείς αυτοί ήλεγχαν τα φρονήματα των πολιτών, υποσκελίζοντας τον ρόλο των δημοσίων αρχών· βλ. Βασίλης Κ. Γούναρης, Εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων. Κοινωνικές και άλλες όψεις του αντικομμουνισμού στη Μακεδονία του Εμφυλίου Πολέμου, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 71-73. ↑
- Ανδρέας Ανδρέου, Σοφία Ηλιάδου και Ιωάννης Μπέτσας, «Από το “παιδομάζωμα” στο βασιλικό “παιδοφύλαγμα”: μεταπολεμικές όψεις κοινωνικής δικαιοσύνης στις Βόρειες Επαρχίες της χώρας», Εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη, Πρακτικά του 5ου Συνεδρίου Ιστορίας της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών, σ. 2, διαθέσιμο στο https://www.researchgate.net/publication/279526708_Apo_to_paidomazoma_sto_basiliko_paidophylagma_metapolemikes_opseis_koinonikes_dikaiosynes_stis_Boreies_eparchies_tes_choras [ανακτήθηκε 10/12/2023] ↑
- Χασιώτης, ό.π., σσ. 147-224. Επίσης: A. Andreou, S. Iliadou-Tachou και I. Mpetsas. Frederica’s Children or Marshall Plan’s Kids? Students of the Royal Educational Institutions in Post-War Greece, Lambert Academic Publishing, Ζάαρμπρύκεν 2012, σ. 40-44· Τασούλα Βερβενιώτη, «Το “εθνικό παιδοφύλαγμα” και ο Έρανος της βασίλισσας Φρειδερίκης (1947-1950)», Δέσποινα Ι. Παπαδημητρίου και Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης (επιμ.), Αθέατες όψεις της ιστορίας. Kείμενα αφιερωμένα στον Γιάνη Γιανουλόπουλο, Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2012, σσ. 259-264. ↑
- Το 1947, το κράτος τvν Αθηνών, προκειμένου να αποτρέψει τους δεσμούς των ανταρτών με τους κατοίκους των ορεινών χωριών, εκκένωσε τα χωριά και μετέτρεψε τις επαρχιακές πόλεις σε Κέντρα Ασφαλείας. Πάνω από το 10% των κατοίκων σε όλη τη χώρα μετακινήθηκαν στα Κέντρα Ασφαλείας ως ανταρτόπληκτοι ή συμμοριόπληκτοι πληθυσμοί· βλ. Τασούλα Βερβενιώτη, Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2021, σσ. 18-20. ↑
- Τασούλα Βερβενιώτη και Χρυσούλα Σπυρέλη, «Τόποι μνήμης και αμνησίας στην εμφυλιοπολεμική Αιτωλοακαρνανία: Η Μεγάλη Παρασκευή, οι Φυλακές “Κρυονερίου” και η Παιδόπολις “του Σωτήρος” Αγρινίου», Η Νέα Εποχή, http://www.epoxi.gr/memories45.htm [ανακτήθηκε 20/5/2018]. ↑
- Τασούλα Βερβενιώτη, «Περί “Παιδομαζώματος” και “Παιδοφυλάγματος” ο λόγος ή τα παιδιά στη δίνη της εμφύλιας διαμάχης», Ευτυχία Βουτυρά, Βασίλης Κ. Δαλκαβούκης, Νίκος Μαραντζίδης και Μαρία Μποντίλα (επιμ.), Το όπλο παρά πόδα. Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 101-123. ↑
- Βερβενιώτη και Σπυρέλη, ό.π. ↑
- ΓΑΚ Αθηνών, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Τέως Βασιλικών Ανακτόρων, φάκ. Β.2.2.9, υποφάκ. 1222: αρ. 335, 10 Δεκεμβρίου 1948. ↑
- ΓΑΚ Αθηνών, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Τέως Βασιλικών Ανακτόρων, φάκ. Β.2.2.9, υποφάκ. 1222: αρ.233, 31 Ιουλίου 1949. ↑
- ΓΑΚ Αθηνών, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Τέως Βασιλικών Ανακτόρων, φάκ. Β.2.2.9, υποφάκ. 1222: Κ. Μεγαπάνου, Καρόλου, 29 Μαρτίου 1948, Αγρίνιο. ↑
- ΓΑΚ Αθηνών, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Τέως Βασιλικών Ανακτόρων, φάκ. Β.2.2.9, υποφάκ. 1222: Έγγραφο χωρίς προσδιοριστικά στοιχεία. ↑
- Βερβενιώτη και Σπυρέλη, ό.π. ↑
- Γιάννης Μπέτσας, «Η ελληνική εκπαίδευση και ο αμερικανικός παράγοντας στη μεταπολεμική περίοδο», Κατερίνα Δαλακούρα, Σοφία Χατζηστεφανίδου και Αντώνης Χουρδάκης (επιμ.), Ιστοριογραφία της ελληνικής εκπαίδευσης: Επανεκτιμήσεις και προοπτικές, Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2015, σσ. 311-314. ↑
- Βόγλης, ό.π., 293-294 ↑
- Gonda Van Steen, Adoption, Memory, and Cold War Greece. Kid pro quo?, University of Michigan Press, Αν Άρμπορ 2019, σσ. 92-93 ↑
- Ο John Eric Langdon-Davies (18 Μαρτίου 1897-5 Δεκεμβρίου 1971) ήταν Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, πολεμικός ανταποκριτής κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου και του σοβιετο-φινλανδικού πολέμου. Τα επιτεύγματά του εκτείνονται σε όλη την γκάμα του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού τομέα. Συνίδρυσε, με τον Eric Muggeridge, έναν φιλανθρωπικό οργανισμό για τα παιδιά κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου (Foster Parents Plan), ο οποίος έχει εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες διεθνείς οργανώσεις που λειτουργούν μέχρι σήμερα· Hannah Pennel, “Action Man”, Metropolitan Barcelona https://www.barcelona-metropolitan.com/features/action-man/ [ανακτήθηκε 28/12/2020]. ↑
- Sara Fieldston, Raising the World: Child Welfare in the American Century, Harvard University Press, Κέμπριτζ (Μασ.)-Λονδίνο 2015, σ. 59. ↑
- Brad Watson – Matthew Clarke, Child Sponsorship: Exploring Pathways to a Brighter Future, Palgrave Macmillan, Λονδίνο 2014, σσ. 117-121. ↑
- Merle Curti, American Philanthropy Abroad, Routledge, Άμπινγκτον 2017, σ. 445. ↑
- Watson και Clarke, ό.π., σ. 122. ↑
- JDC Archives, National Information Bureau Inc., «Foster Parents’ Plan For War Children, Inc.», http://search.archives.jdc.org/multimedia/Documents/NY_AR_45-54/NY_AR45-54_Orgs/NY_AR45-54_00154/NY_AR45-54_00154_00611.pdf [ανακτήθηκε 20/6/2020]. ↑
- Plan International, Our History, https://plan-international.org/organisation/history/ [ανακτήθηκε 10/12/2023]. Βλ. επίσης, Watson και Clarke, ό.π., σ. 123. ↑
- Στο ίδιο. ↑
- Watson και Clarke, ό.π., σ. 124. Επίσης βλ., University of Rhode Island Library, University Archives and Special Collections, Foster Parents Plan International, τόμ. 1 (1939-1994) [Guide to the Records], https://webarchives.apps.uri.edu/xml/msg117-1.xml [ανακτήθηκε 20/6/2020]. ↑
- Russell W. Belk, Soren Askegaard και Linda Scott, Research in Consumer Behavior, Emerald Group Publishing Limited, Μπίνγκλεϊ 2012, σ. 15. ↑
- University of Rhode Island Library, University Archives and Special Collections, Foster Parents Plan International, Volume 1 (1939-1994), ό.π. ↑
- Plan International, ό.π. ↑
- Van Steen, ό.π., σσ. 92-93. ↑
- VanSteen, ό.π., σσ. 93-94. ↑
- ΓΑΚ Αθηνών, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Τέως Βασιλικών Ανακτόρων, φάκ. 1192: Φ. Εξαρχάκου, Μ. Καρόλου, 7 Φεβρουαρίου 1959, 28 Ιανουαρίου 1960 και 31 Ιανουαρίου 1961. ↑
- ΓΑΚ Αθηνών, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Τέως Βασιλικών Ανακτόρων, φάκ. 1192: Μέγας Αυλάρχης, Βασ. Υπουργείον των Εξωτερικών, Αριθ. Πρωτ. 146, 24 Φεβρουαρίου 1960. ↑
- ΓΑΚ Αθηνών, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Τέως Βασιλικών Ανακτόρων, φάκ. 1192: Διάφορα έγγραφα. ↑
- ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 77, υποφάκ. 2: Χ. Σ. (1959-1963), Αγρίνιο. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 79, υποφάκ. 9: Φ. Κ. (1963-1966), Αργυρό Πηγάδι. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 78, υποφάκ. 6: Δ.Μ., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Διαβίβασις αιτήσεως», Αγρίνιο, 19 Οκτωβρίου 1967. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 78, υποφάκ. 4: M.D.P. προς Ε.Α., 3 Νοεμβρίου 1963. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 77, υποφάκ. 1: Κ.Ρ., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Διαβίβασις επιστολής προς θετόν γονέα», Αγρίνιο, 7 Οκτωβρίου 1959. ↑ - Στέργιος Μπαμπανάσης, «Η διαμόρφωση της φτώχειας στην Ελλάδα του 20ού αιώνα (1900-1981)», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 42-43 (Μάιος-Δεκέμβριος 1981), 122. ↑
- Ιωάννης Καβάσιλας, «Εξελίξεις εις την αμοιβήν εργασίας», Επιθεώρησις Κοινωνικών Ερευνών, 4-5 (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1970), 195. ↑
- Άρτεμις Γιώτσα, «Δομή και λειτουργία της ελληνικής οικογένειας: Ομοιότητες και διαφορές με τη μορφή της οικογένειας σε άλλες χώρες», Επιστημονική Επετηρίδα Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 3 (2004), 29-30. ↑
- ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 77, υποφάκ. 1: Τ.Β., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Ερωτηματολόγιον», Αγρίνιο, 5 Φεβρουαρίου 1959. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 78, υποφάκ. 29 και φάκ. 78, υποφάκ. 31: Κ.Ρ., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Ερωτηματολόγιον», Αγρίνιο, 16 Ιανουαρίου 1961 και Τ.Β., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Ερωτηματολόγιον», Αγρίνιο, 15 Μαρτίου 1959. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 78, υποφάκ. 23: Κ.Ρ., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Ερωτηματολόγιον», Αγρίνιο, 29 Απριλίου 1964. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 79, υποφάκ. 20: Τ.Β., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Ερωτηματολόγιον», Αγρίνιο, 23 Σεπτεμβρίου 1962. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 80, υποφάκ. 17: Τ.Β., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Ερωτηματολόγιον», Αγρίνιο 1962. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 77, υποφάκ. 33: D.S. προς Σ.Φ., Αγρίνιο, Δεκέμβριος 1965. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 77, υποφάκ. 1: D.M. προς Β.Σ., Αγρίνιο, 29 Μαΐου 1963. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 77, υποφάκ. 15: M.R. και J.D. προς Ε.Σ., Αγρίνιο, 15 Φεβρουαρίου 1967. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 78, υποφάκ. 12: B. προς Ε.Γ., Αγρίνιο, Δεκέμβριος 1967. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 80, υποφάκ. 12: Mr and Mrs S.E. προς Κ.Κ., Αγρίνιο, 7 Σεπτεμβρίου 1963. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 78, υποφάκ. 38: P. προς Π.Λ., Αγρίνιο, 20 Οκτωβρίου 1964. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 77, υποφάκ. 37: A.L.W. προς Α.Χ., Αγρίνιο, 20 Απριλίου 1967. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 79, υποφάκ. 23: Y.D. προς Π.Π., Αγρίνιο, 27 Σεπτεμβρίου 1964. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 80, υποφάκ. 16: G. προς Χ.Λ., Αγρίνιο, 24 Δεκεμβρίου 1967. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 78, υποφάκ. 17: E.S. προς Θ.Γ., Αγρίνιο, 4 Οκτωβρίου 1962. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 76, υποφάκ. 3: Ν.Ε.Γ., Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1967. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 3, υποφάκ. 20: Κ.Ρ., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Ερωτηματολόγιον», Αγρίνιο, 27 Απριλίου 1964. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 3, υποφάκ. 11: Κ.Ρ., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Ερωτηματολόγιον», Αγρίνιο, 5 Οκτωβρίου 1965. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 3, υποφάκ. 44: Τ.Β., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Ερωτηματολόγιον», Αγρίνιο, 20 Οκτωβρίου 1964. ↑ - ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, Α.Β.Ε. 169, A.E.E. ΔΙΟΙΚ. 17, Αρχείο Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου,
(1958-1972), φάκ. 3, υποφάκ. 45: Τ.Β., Αμερικανική Περίθαλψις Πολεμοπαθών Παιδιών, «Ερωτηματολόγιον», Αγρίνιο. ↑ - Μπέτσας, ό.π., σσ. 311-314. ↑