Print Friendly, PDF & Email

Διερμηνείς: μια ιστορία για τους ανώνυμους της Iστορίας

Παναγιώτα Γκάτσιου

 

«Ο δήμαρχος του Φλερύ ήξερε ότι η μητέρα μου μιλούσε τα γερμανικά, και γι’ αυτό της ζήτησε να εκτελεί χρέη διερμηνέα κάθε φορά που προέκυπταν διαφορές μεταξύ των χωρικών και των Γερμανών αξιωματικών των στρατιωτικών δυνάμεων κατοχής».[1] Με αυτόν τον τρόπο ο Phillip Marcial περιγράφει μέρος της καθημερινότητας της οικογένειάς του στη γερμανοκρατούμενη Νορμανδία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η μητέρα του δεν ήταν παρά μονάχα μία από όσους απαντούσαν θετικά στην ερώτηση «Wer spricht deutsch?» πριν αλλά και μετά το ξέσπασμα του πολέμου.

Στο περιθώριο των πολέμων και των οποιωνδήποτε συγκρούσεων ή συρράξεων του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο, χώρου και χρόνου, δρούσαν άνθρωποι που ανέλαβαν να μεσολαβούν γλωσσικά μεταξύ των εκατέρωθεν αντιμαχόμενων πλευρών. Είναι γεγονός πως, οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν στην ιστοριογραφική αφάνεια, ως οι «ανώνυμοι» της Ιστορίας. Οι διερμηνείς/μεταφραστές[2] συγκροτούν μία ομάδα αυτού του είδους.[3] Σε αυτό το πλαίσιο, το άρθρο εξετάζει (ξεκινώντας από την έρευνα για την γερμανόφωνη διερμηνεία στην κατεχόμενη Ελλάδα), πώς διαμορφώθηκαν περιπτώσεις διερμηνείας –γερμανόφωνης και μη– στην Ευρώπη πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, παρά τις κατακλυσμιαίες συνέπειές του, επέδρασε θετικά, θα έλεγε κανείς, σε συνδυασμό, βέβαια, και με άλλους παράγοντες στο πεδίο της επαγγελματοποίησης της μετάφρασης/διερμηνείας με πλήρη ορισμό του περιεχομένου της, καθορισμό κανόνων δεοντολογίας και ηθικής. Οι δίκες των εγκληματιών πολέμου στη Νυρεμβέργη μνημονεύονται από τους ειδικούς σε θέματα διερμηνείας ως η πρώτη αρχή στην αναγνώριση μιας αυτόνομης επαγγελματικής τάξης διερμηνέων, η οποία προηγουμένως δεν υπήρχε.[4] Με άλλα λόγια, οι διερμηνείς έπαψαν να θεωρούνται απλοί γλωσσομαθείς. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολος ένας ορισμός για το πλαίσιο της δράσης των ατόμων αυτών στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Καθώς, λοιπόν, δεν υφίσταντο συγκεκριμένες δομές για την εκπαίδευση και κατάρτιση διερμηνέων και δη στρατιωτικών ή πολεμικών, η αυξημένη ζήτηση για πλήρωση τέτοιων θέσεων καλυπτόταν, συνήθως, από γηγενείς οι οποίοι γνώριζαν, ακόμα και σε κατώτερο από το αναμενόμενο επίπεδο, την απαιτούμενη γλώσσα.[5] Το σημείο αυτό, η επιλογή δηλαδή μη επαγγελματιών –που την προηγούμενη ημέρα δεν ήταν διερμηνείς και ούτε είχαν εκπαιδευτεί ως τέτοιοι–, καταδεικνύει την άμεση και επιβεβλημένη ανάγκη για γλωσσική διαμεσολάβηση μεταξύ των εκάστοτε αντιμαχόμενων μερών. Με πιο απλά λόγια, οι γλώσσες «πηγαίνουν» στον πόλεμο, εκεί όπου η εκατέρωθεν επικοινωνία δεν είναι απρόσκοπτη.[6]

Κατά γενική ομολογία, από την εποχή της αποικιοκρατίας μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δύο ήταν οι κύριοι τρόποι με τους οποίους προσλαμβάνονταν διερμηνείς: α) το ετερώνυμο σύστημα, βάσει του οποίου επιλέγονταν γηγενείς οι οποίοι είτε γνώριζαν είτε βρίσκονταν στη διαδικασία εκμάθησης της ξένης γλώσσας και β) το αυτόνομο σύστημα, κατά το οποίο στη στρατιωτική δύναμη περιλαμβάνονταν άνθρωποι, πολίτες ή στρατιωτικοί, οι οποίοι ήταν γνώστες της επιθυμητής γλώσσας. Καθένα από τα δύο συστήματα χαρακτηριζόταν από συγκεκριμένες αδυναμίες. Στην πρώτη περίπτωση, δεν ήταν βέβαιη και αυτονόητη η εμπιστοσύνη στους γηγενείς και η αφοσίωσή τους στον «εργοδότη». Στο αυτόνομο σύστημα, ήταν εξαιρετικά σπάνιο να υπάρχει το απαιτούμενο επίπεδο της γλώσσας, ώστε να είναι αποτελεσματική η μετάφραση/διερμηνεία.[7]

Παρόλο που η ίδια η διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης των διερμηνέων στις θέσεις τους, ήταν όντως δύσκολη, περισσότερο περίπλοκες ήταν οι συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονταν οι διερμηνείς. Αυτό το σημείο, όμως, είναι και το περισσότερο ερευνητικά «παρθένο» στην ερμηνεία του, δεδομένης της πραγματικά εμφανούς έλλειψης πηγών. Εκτός από αυτοβιογραφικά κείμενα και μαρτυρίες, οι μοναδικές, ίσως, καταγραφές για τη δράση διερμηνέων περιλαμβάνονται σποραδικά σε αφηγήσεις τρίτων, επί παραδείγματι κρατουμένων που ανακρίθηκαν με τη βοήθειά τους. Ακόμη και σε τέτοιου είδους πρωτογενές υλικό ή στρατιωτικά και κρατικά έγγραφα, τα στοιχεία είναι μόνο πληροφοριακά για τα άτομα, περιορίζοντας τη γνώση για τους διερμηνείς στην πραγματολογική διάσταση και μόνο.[8] Ερωτήματα, όπως η πηγή της γλωσσομάθειάς τους ή των συνθηκών της εργασίας και του ρόλου τους στο πλαίσιο του πολέμου, παραμένουν αναπάντητα.

Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, μετά από τις πολεμικές επιχειρήσεις, ακολουθούσε στρατιωτική κατοχή, ο ρόλος των γηγενών –ή και μη– διερμηνέων ήταν, αρχικά, να μεταφέρουν στον κατεχόμενο λαό το μήνυμα του κατακτητή για την άφιξή του. Συνηθέστερα, αυτό είχε να κάνει με τις ειρηνικές προθέσεις του, αλλά και τη «θετική» παρουσίαση της νέας τάξης πραγμάτων που θα εφαρμοζόταν στο εξής.[9] Από την έναρξη μίας κατοχής αυτού του είδους, ο ρόλος αυτός επεκτεινόταν και γινόταν πολυσήμαντος, αν υποτεθεί ότι η διάκριση των καθηκόντων τους δεν ήταν σαφής, αλλά τοποθετούνταν σε ποικίλες θέσεις σε στρατιωτικές ή πολιτικές υπηρεσίες: μεταφράσεις εγγράφων, υποκλοπές μηνυμάτων, προπαγάνδα, ανακρίσεις κρατουμένων, παρακολουθήσεις πιθανών στόχων, συμμετοχή σε συλλήψεις, καθημερινή επαφή με πολίτες και αρκετές ακόμα εργασίες που αναπροσαρμόζονταν ανάλογα με τις ανάγκες.[10]

Θεωρητικά, οι διερμηνείς ήταν απλοί διαμεσολαβητές, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να ακούν και να μεταφράζουν, προφορικά ή γραπτά. Στην πραγματικότητα, όμως, ποτέ μία τέτοια διαδικασία δεν ήταν τόσο απλή και οι παράμετροι που, δυνητικά, επηρέαζαν την επικοινωνία και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε στρεβλώσεις κάθε λογής ήταν πολλές και εξαρτιόνταν από ποικίλους παράγοντες. Η αποτελεσματικότητα και η ποιότητα της διερμηνείας ήταν υπό αίρεση στον βαθμό που οι διερμηνείς δεν μπορούν να ειδωθούν ως γλωσσικές «μηχανές» αλλά πολύ περισσότερο ως δρώντα όντα και «δίαυλοι» επικοινωνίας. Με αυτήν την προϋπόθεση και χωρίς να αγνοεί κανείς τις συνθήκες πολέμου και κατάληψης εχθρικού-ξένου εδάφους, γίνεται αντιληπτό πως αυτό που, στη σύγχρονη εποχή ονομάζεται δεοντολογία δεν είχε θεσμοθετηθεί και ως εκ τούτου δεν τηρούταν.[11]

Διερμηνείς αυτού του είδους που κλήθηκαν να εργαστούν εν καιρώ πολέμου θα πρέπει να αντιμετωπιστούν υπό το πρίσμα της εποχής τους. Αυτό σημαίνει ότι, όπως θα φανεί παρακάτω, η ψυχολογική πίεση που υφίσταντο, το επίπεδο γλωσσομάθειας, η ιδεολογική τους ταυτότητα, οι κοινωνικές σχέσεις με τους άλλους δρώντες και το καθεστώς εργασίας τους ήταν μερικοί μόνο παράγοντες που διαμόρφωναν το είδος της δράσης τους. Μία ακόμη παράμετρος που, πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι τα ζητήματα της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης. Στην περίπτωση των γηγενών διερμηνέων, αυτοί αναλάμβαναν να υπηρετήσουν –ηθελημένα ή μη– τον εκάστοτε εχθρό της πατρίδας τους. Οι προεκτάσεις αυτού του γεγονότος εκτείνονται στη δημιουργία αισθημάτων καχυποψίας και ανασφάλειας σε βάρος τους, τόσο από τον εχθρικό για την κατεχόμενη χώρα στρατό και ουσιαστικά εργοδότη, όσο και από τους συμπατριώτες τους.[12] Ανάλογα με την εξουσία που τους δινόταν, οι διερμηνείς επωμίζονταν και την ευθύνη, τόσο απέναντι στους ανωτέρους τους, όσο και στο γηγενή λαό. Λάθος εκτιμήσεις, παραλείψεις, επιτηδευμένες ή μη, πλήρης ταύτιση ή όχι με κάθε μία από τις ενδιαφερόμενες πλευρές, είχαν αμφίρροπες συνέπειες.[13]

Το παραπάνω πλαίσιο που τέθηκε για να περιγράψει τις βασικές λειτουργίες του υπό εξέταση ζητήματος, επιδέχεται αναθεωρήσεων στον βαθμό που οι μελετητές ερευνούν συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες και έχουν τα δικά τους κάθε φορά χαρακτηριστικά. Τέτοιες περιπτώσεις εξετάζονται παρακάτω.

Ανατρέχοντας στις πολεμικές συγκρούσεις, στις οποίες ενεπλάκησαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, γίνεται αντιληπτό πως το ζήτημα της γλωσσικής διαμεσολάβησης και της διερμηνείας δεν ήταν καινούργιο ή ακόμα και πρωτότυπο για τους Συμμάχους και τον Άξονα στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Θα ήταν αρκετό να παρατηρήσει κανείς, όχι πολλά χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όσα σχετικά εφαρμόζονταν στις τάξεις της Αντάντ.[14] Όπως είναι γνωστό και από την ελληνική συμμετοχή στον «Μεγάλο Πόλεμο» μέσω του Μακεδονικού Μετώπου, τη Στρατιά της Ανατολής συναποτελούσαν στρατιώτες από τις ανά τον κόσμο βρετανικές και γαλλικές αποικίες. Αυτό σήμαινε ότι βρέθηκαν να πολεμούν πλάι-πλάι στρατιώτες με διαφορετικές μητρικές γλώσσες υπό τις διαταγές Γάλλων ή Βρετανών διοικητών.[15]

Πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία είχαν ήδη εφαρμόσει ολοκληρωμένα συστήματα διερμηνείας από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Η Βρετανία στον Πόλεμο των Μπόερς (1899-1902), είχε χρησιμοποιήσει ντόπιους με γνώσεις της τοπικής γλώσσας και της αγγλικής. Η Γαλλία είχε καθιερώσει ξεχωριστό σώμα στρατιωτικών διερμηνέων ήδη από την εποχή του Ναπολέοντα. Αυτά τα «προηγούμενα» γλωσσικής διαμεσολάβησης δημιούργησαν μία τέτοια εμπειρία στην οικοδόμηση ενός ιεραρχημένου συστήματος, που αφορούσε τα ανακύπτοντα γλωσσικά προβλήματα, η οποία θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά χρήσιμη τα επόμενα χρόνια στις πολεμικές συρράξεις.[16] Έτσι, όταν προέκυψε ανάγκη γλωσσικής διαμεσολάβησης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα κράτη αυτά, μεταξύ άλλων, ήταν, θα έλεγε κανείς, προετοιμασμένα.

Ο κεντροευρωπαϊκός χώρος ή, με άλλα λόγια, ο γερμανόφωνος χώρος της «Μεσευρώπης», δεν υστερούσε στην πολυγλωσσία ή καλύτερα στο πλήθος των διαλέκτων. Το γλωσσικό αυτό μωσαϊκό δυσχέραινε κατά πολύ την επικοινωνία μέσα στην επικράτεια της Δυαδικής Μοναρχίας της Αυστροουγγαρίας, παρά τη δεδομένη γερμανική προέλευσή τους, αν εξαιρεθούν τα εδάφη, όπου ομιλούνταν κυρίως η ιταλική γλώσσα. Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι ο γεωγραφικός αυτός χώρος στη διάρκεια των ετών και παρ’ όλες τις μεταβολές που επήλθαν σε επίπεδο κρατικών οντοτήτων, παρέμεινε εξοικειωμένος στην ακουστική των γερμανικών, γεγονός που αποδείχθηκε ότι είχε εξέχουσα σημασία για την υπό εξέταση χρονική περίοδο.[17]

Στη δεκαετία του 1930 ή, κατά άλλους, στο «πρελούδιο» του πολέμου, εκείνη η συνθήκη κατά την οποία η γλωσσική διαμεσολάβηση ή διερμηνεία/μετάφραση αποδείχθηκε απαραίτητη, ήταν ο ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1936-1939). Όχι μόνο επειδή από τις αρχές του Εμφυλίου, στάλθηκαν στο ισπανικό έδαφος διεθνείς αποστολές ιατρικής βοήθειας για να συντρέξουν τους Δημοκρατικούς, οι οποίες έχρηζαν γλωσσικής επικοινωνίας, αλλά πολύ περισσότερο γιατί οι Διεθνείς Ταξιαρχίες απαρτίζονταν από ένα «συνονθύλευμα» μαχητών η συντριπτική πλειονότητα των οποίων σαφώς και δεν γνώριζε ισπανικά ή κάποια από τις τοπικές διαλέκτους. Γι’ αυτό το λόγο και επιπλέον εξ αιτίας της έλλειψης επαγγελματιών, στρατιωτικών και μη, διερμηνέων, η ηγεσία των Δημοκρατικών προσπάθησε να προσελκύσει πολύγλωσσους μαχητές στις τάξεις της (στην ανώτερη διοίκηση, στις στρατιωτικές σχολές, στα μέτωπα ή όπου αλλού υπήρχε ανάγκη) ή να χρησιμοποιήσει εκείνους που έφταναν στην Ισπανία μέσω της διεθνούς υγειονομικής βοήθειας, όπως και έγινε.[18] Το ίδιο ίσχυσε και στην ποικιλώνυμη βοήθεια που πρόσφερε η Σοβιετική Ένωση στους ιδεολογικούς συμμάχους της. Το ανθρώπινο δυναμικό των Σοβιετικών δεν γνώριζε ισπανικά και ως εκ τούτου έπρεπε με κάποιον τρόπο να υπάρξει επικοινωνία, προκειμένου η βοήθεια αυτή να αποδειχτεί τόσο χρήσιμη όσο φάνταζε. Επιστρατεύθηκε ένας σημαντικός αριθμός διερμηνέων, αλλά ορισμένες προσπάθειες για τη διεξαγωγή μαθημάτων ισπανικών και ρωσικών απέτυχαν.[19]

Ο Rodríguez-Espinosa αναφέρεται σε περιπτώσεις γυναικών, οι οποίες συμμετείχαν σε υγειονομικές αποστολές, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας, και εκτελούσαν χρέη διερμηνέων λόγω της γλωσσομάθειάς τους (ισπανικά, αγγλικά, ρωσικά). Μία από αυτές, και η μοναδική με ακαδημαϊκές γνώσεις στις ξένες γλώσσες, η νεαρή Αυστραλή Aileen Palmer (1915-1988), κατέφθασε στην Ισπανία στα τέλη Αυγούστου του 1936 και τοποθετήθηκε αρχικά στο μέτωπο της Aragon και ακολούθως σε διάφορες διοικητικές θέσεις, όπως η γραμματειακή υποστήριξη. Η Palmer, ήδη μέλος του αυστραλιανού Κομμουνιστικού Κόμματος πριν την άφιξη στην Ισπανία, μετά το τέλος του ισπανικού εμφυλίου δραστηριοποιήθηκε για την αποκατάσταση των Δημοκρατικών προσφύγων.[20]

Αξίζει να αναφερθεί και η υπηρεσία της τριανταδυάχρονης Βρετανίδας Nan Green, αριστερής ακτιβίστριας, η οποία έφτασε στην Ισπανία τον Ιούλιο του 1937, μαζί με το σύζυγό της, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις υγειονομικές αποστολές. Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση της Green είναι ότι δεν γνώριζε ισπανικά, αλλά άρχισε να εκπαιδεύεται στην καστιλιάνικη διάλεκτο, φτάνοντας σε τέτοιο βαθμό τις γνώσεις της, ώστε τον επόμενο χρόνο να μεταφράζει ιατρικές αναφορές των επικεφαλής γιατρών της διεθνούς βοήθειας.[21] Μεταξύ των ποικίλων καθηκόντων και των δύο διερμηνέων ήταν η διαμεσολάβηση με τον ντόπιο πληθυσμό, με το υγειονομικό προσωπικό αλλά και με τους ασθενείς.

Με τα ίδια προβλήματα διερμηνείας και μετάφρασης ήρθαν αντιμέτωποι και οι Αμερικανοί μετά την είσοδό τους στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως λόγω της εμπόλεμης κατάστασης με την Ιαπωνία.[22] Πριν από το Περλ Χάρμπορ, ο στρατός των ΗΠΑ έθεσε σε λειτουργία ένα πρόγραμμα για την εκπαίδευση προσωπικού στον τομέα των πληροφοριών. Στο πρόγραμμα αυτό, που οδήγησε στη δημιουργία σχολής το Νοέμβριο του 1941, εντάχθηκαν, κυρίως, Ιάπωνες δεύτερης γενιάς και κάτοικοι των ΗΠΑ, οι οποίοι στοχοποιήθηκαν ως πιθανοί εχθροί.[23] Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσε να αποφευχθεί η συμμετοχή τους σε κατασκοπευτικά δίκτυα της Ιαπωνίας και, ταυτόχρονα, θα πρόσφεραν τις γλωσσικές τους ικανότητες στα ιαπωνικά προς όφελος της αμερικανικής στρατιωτικής προσπάθειας.

Μετά την κατάλληλη εκπαίδευση, πολλοί από αυτούς στάλθηκαν στο μέτωπο του Ειρηνικού, υπηρετώντας σε θέσεις σχετικές με μεταφράσεις εγγράφων, ανακρίσεις, επαφές με γηγενείς πληθυσμούς και γενικά όπου υπήρχαν ανάγκες μετάφρασης και διερμηνείας. Όμως, η καχυποψία σε βάρος τους, λόγω της καταγωγής τους από την Ιαπωνία, ήταν έκδηλη και βρίσκονταν υπό στενή παρακολούθηση. Οι Ιαπωνο-αμερικανοί διερμηνείς στις μαρτυρίες τους κάνουν λόγο για τον κλονισμό της πολιτιστικής και εθνικής τους ταυτότητας, όταν αναγκάζονταν να πολεμήσουν, με οποιονδήποτε τρόπο, τους συμπατριώτες τους ή ακόμη τους γονείς τους ή και συγγενείς τους, τους οποίους είχαν γνωρίσει σε παλαιότερες επισκέψεις τους στο ιαπωνικό έδαφος.[24] Ο ρόλος του «ενδιάμεσου» αποδεικνύεται εδώ πολυπλοκότερος.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, υπήρχε κάποιο υπόβαθρο για τις μεταφραστικές διαδικασίες. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου, η Ανώτατη διοίκηση της Wehrmacht εφοδίαζε τους στρατιώτες και τους επιτελείς με ένα είδος ειδικού λεξικού που αφορούσε τη μετάφραση από τα γερμανικά στα αγγλικά με ορολογία που είχε να κάνει με τον πόλεμο.[25] Αυτή η σειρά λεξικών αφορούσε συγκεκριμένα τη Μεγάλη Βρετανία, σχετικά με τομείς όπως η γεωγραφία, η διάρθρωση των ενόπλων δυνάμεων, η ιεραρχία και γενικώς περιείχε λεξιλόγιο για την διεξαγωγή του πολέμου. Καταδεικνύεται εδώ η ανάγκη μετάφρασης, ώστε οι στρατιώτες να είναι αποτελεσματικοί και χωρίς τη βοήθεια διερμηνέων.

Η Γαλλία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και, συγκεκριμένα, οι περιοχές της Αλσατίας και της Λωρραίνης, αναφορικά πάντα με την ομιλούμενη γλώσσα, θα πρέπει να ειδωθούν υπό το πρίσμα των συνεπειών του «μεγάλου» πολέμου, η ειρηνευτική διάσκεψη για τον οποίο απέδωσε τις περιοχές αυτές στη Γαλλία σε βάρος της ηττημένης Γερμανίας. Με τη γερμανική εισβολή το 1940 η χώρα διαμελίστηκε σε βόρειο και νότιο τμήμα, γεγονός που επέφερε επιπλέον σύγχυση στους δοκιμαζόμενους Γάλλους. Στο βόρειο τμήμα, στο οποίο βρέθηκε η Αλσατία (που συνόρευε με τη Γερμανία), οι κάτοικοι μιλούσαν γαλλικά, γερμανικά και τις τοπικές διαλέκτους.[26]

Προηγουμένως, πράττοντας προληπτικά για την αποφυγή επικίνδυνων ενεργειών, τον Σεπτέμβριο του 1939, ο αρχηγός του γαλλικού στρατού στρατηγός Maurice Gamelin διέταξε την αναγκαστική μετακίνηση των γερμανόφωνων πληθυσμών στη νοτιοδυτική Γαλλία. Στο νέο τόπο εγκατάστασης, οι Γάλλοι της Αλσατίας ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους «συμπατριώτες» τους από την ενδοχώρα. Η πρώτη αυτή επαφή δεν προμήνυε τίποτε καλό για τις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς οι νεοφερμένοι δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους ντόπιους, αφού μιλούσαν μία γλώσσα που έμοιαζε κατά πολύ με εκείνη του εχθρού, με άλλα λόγια οι Γάλλοι της Αλσατίας δεν μιλούσαν γαλλικά αλλά γερμανικά.

Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Λωρραίνη και την Αλσατία, κάποιοι από τους πρόσφυγες επέστρεψαν, ίσως, για να ενταχθούν στη «νέα τάξη πραγμάτων» που επιβλήθηκε, εκμεταλλευόμενοι τη γερμανοφωνία τους. Ενδεχόμενο διόλου απίθανο, καθώς στις 16 Αυγούστου 1940 τα γερμανικά θεσμοθετήθηκαν ως η επίσημη γλώσσα και η χρήση οποιασδήποτε γαλλικής διαλέκτου απαγορεύτηκε σε κάθε τομέα. Με τον τρόπο αυτό, επιβλήθηκε ένας γλωσσικός ολοκληρωτισμός, οι προεκτάσεις του οποίου όχι μόνο οδήγησαν στην πυρά εκατοντάδες βιβλία, αλλά και στην αλλαγή των ονομάτων των κατοίκων (για παράδειγμα από Jean σε Hans).[27]

Στην προσπάθεια «γερμανοποίησης» των περιοχών αυτών, οι κατακτητές βρήκαν πρόθυμους, «γλωσσικούς» και μη, συνεργάτες ανάμεσα σε όσους στον Μεσοπόλεμο επιδίωκαν την ανεξαρτητοποίησή τους. Αλλά ακόμα και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η προθυμία του ντόπιου πληθυσμού δεν ήταν δεδομένη, όπως, λόγου χάρη, για τη στράτευση στη Wehrmacht, οι Γερμανοί προχώρησαν στην αναγκαστική επιστράτευση περισσότερων από 130.000 νεαρών από την Αλσατία, που στάλθηκαν στο Ανατολικό Μέτωπο και κατέληξαν είτε νεκροί στην πολιορκία του Λένινγκραντ και σε άλλες μάχες, όπως του Στάλινγκραντ, είτε αιχμάλωτοι σε σοβιετικά στρατόπεδα.[28]

Βορειότερα, και παρά το γεγονός πως η Φινλανδία δεν προσχώρησε, επίσημα, στον Άξονα, τέσσερις ημέρες μετά τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, στις 26 Ιουνίου 1941, κήρυξε τον πόλεμο στη δεύτερη ως «σύμμαχος» της Γερμανίας. Αυτό σήμαινε, εκτός από τις μεταξύ τους εχθροπραξίες, την εγκατάσταση γερμανικών στρατευμάτων στο φινλανδικό έδαφος. Η φινλανδο-γερμανική συνεργασία και η επιτυχής διαχείριση της κατανομής των καθηκόντων στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην επικοινωνία με τις τοπικές αρχές και τους πολίτες. Η ανάγκη, λοιπόν, ενός συστήματος μετάφρασης/διερμηνείας σε αυτή τη σύμπραξη ήταν προφανής, προκειμένου να αποφευχθούν τριβές και διαφωνίες λόγω του ανεπαρκούς χειρισμού της γλώσσας.[29]

Ένα χρόνο πριν, το 1940, τα γερμανικά ήταν η πρώτη ξένη γλώσσα που διδασκόταν στα σχολεία των Φινλανδών. Με την εγκατάσταση των Γερμανών, αρκετές γυναίκες προσελήφθησαν ως διερμηνείς σε υπηρεσίες, όπως στα γερμανικά στρατιωτικά αεροδρόμια αλλά και στα μετόπισθεν, για παράδειγμα στην οργάνωση Todt. Αυτές μαζί με άλλους πολίτες, στους οποίους ανατέθηκαν θέσεις διερμηνέων, λάμβαναν ουσιαστική αποζημίωση για τις υπηρεσίες τους, γεγονός που καθιστούσε αρκετά ελκυστική την εργασία σε συνδυασμό με άλλα υλικά ωφελήματα που προέκυπταν από το status quo του στρατιωτικού δημοσίου λειτουργού. Ακόμη και η τοπική γερμανική μυστική αστυνομία αποτελούνταν από αξιωματικούς και διερμηνείς της φινλανδικής μυστικής αστυνομίας, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι δεν είχαν προηγουμένως «περάσει» από ειδική εκπαίδευση.[30]

Αν και δεν έχει άμεση συνάφεια με τη γερμανοφωνία, είναι ενδιαφέρον ότι στις εχθροπραξίες Σοβιετικών και Φινλανδών από το 1939 και έπειτα (κυρίως για την προσάρτηση της Καρελίας), χρησιμοποιήθηκαν εκατέρωθεν γηγενείς πληθυσμοί ως διερμηνείς. Με τη σοβιετική πλευρά συντάχθηκαν περισσότεροι από 24.000 εθνοτικά Φινλανδοί σε θέσεις χαμηλόβαθμων αξιωματικών, που μετέρχονταν εξίσου άψογα τα φινλανδικά και τα ρωσικά. Αυτό σήμαινε, πως οι Σοβιετικοί δεν αντιμετώπισαν δυσκολίες όσον αφορά τη γλώσσα, μολονότι δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν πλήρως αξιόπιστοι λόγω της «εχθρικής» καταγωγής τους και παρά την φιλικά διακείμενη ιδεολογική τους αφοσίωση στον Στάλιν. Ταυτόχρονα, Σοβιετικοί αντικαθεστωτικοί τάχθηκαν στο φινλανδο-γερμανικό «άρμα», για τους οποίους ίσχυε η ίδια προσεκτική, μάλλον επιφυλακτική, αντιμετώπιση όσον αφορά την αξιοπιστία τους.[31]

Περιπτώσεις όπως αυτή του Aleksanter Liski υποδεικνύουν την πολυπλοκότητα και την πολυμορφία της δράσης ανθρώπων που βρέθηκαν στον «ενδιάμεσο» χώρο των πολεμικών συγκρούσεων. Ο Liski γεννήθηκε το 1920 στην Ίνγκρια, η οποία μεταξύ των δύο πολέμων ανήκε στη Σοβιετική Ένωση, παρόλο που κατοικείτο κυρίως από φινλανδόφωνους. Αφού ολοκλήρωσε τα πρώτα έτη στο τοπικό σχολείο αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Λένινγκραντ για να ολοκληρώσει τις σπουδές του, όπου και τελειοποίησε τις γνώσεις του στα ρωσικά, δουλεύοντας, ταυτόχρονα, και σε ένα εργοστάσιο. Το καλοκαίρι του 1941 επιστρατεύτηκε στον Κόκκινο Στρατό και στάλθηκε στο μέτωπο της Καρελίας, όπου αιχμαλωτίστηκε τρεις μήνες αργότερα από τις φινλανδικές δυνάμεις. Έπειτα οδηγήθηκε σε διάφορα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας για να καταλήξει στο Ροβανιέμι ως επικεφαλής διερμηνέας μεταξύ Σοβιετικών αιχμαλώτων και φινλανδικών δυνάμεων ασφαλείας. Εκεί έτυχε καλής μεταχείρισης από τους φρουρούς λόγω της φινλανδογενούς καταγωγής του, η οποία όμως δεν τον γλίτωσε από μία ανταλλαγή αιχμαλώτων το 1944 κι έτσι οδηγήθηκε και πάλι σε αιχμαλωσία, αυτή τη φορά ως Φινλανδός και όχι ως Σοβιετικός.[32]

Στη γειτονική Νορβηγία, που τέθηκε υπό γερμανική κατοχή μετά από σύντομες μάχες, ο νεαρός Γερμανός Richard Linder περιγράφει τους πρώτους μήνες της υπηρεσίας του ως διερμηνέας στο Μπέργκεν, πόλη στις νοτιοδυτικές νορβηγικές ακτές, αμέσως μετά την κατάληψή της το καλοκαίρι του 1941. Προηγουμένως, κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης της ομάδας του στο Ασάφενμπουργκ, οι στρατιώτες κλήθηκαν να απαντήσουν εάν γνώριζαν κάποια από τις βόρειες γλώσσες. Ο Linder, ως πρώην φοιτητής και βοηθός του τμήματος Σουηδικών στο Πανεπιστήμιο του Γκρέιφσβαλντ, απάντησε ότι γνώριζε σουηδικά και μπορούσε άνετα να επικοινωνήσει και στα νορβηγικά και στα δανικά. Αμέσως μετά, έλαβε εντολή για μετάβαση στο Βερολίνο ώστε να λάβει σύντομη εκπαίδευση, αυτή τη φορά ως στρατιωτικός διερμηνέας, θέση που τον οδήγησε στο Μπέργκεν. Στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν ανακρίσεις υπόπτων και αιχμαλώτων, αναλύσεις πληροφοριών, σύνταξη αναφορών και οτιδήποτε άλλο απαιτούσε γνώση της νορβηγικής γλώσσας. Η υποδειγματική του υπηρεσία, ωστόσο, δεν εμπόδισε τη δημιουργία υποψιών από τους ανωτέρους του για την αφοσίωσή του στο Γ΄ Ράιχ όταν βρέθηκε άθελά του να πρωταγωνιστεί σε ένα ατυχές επεισόδιο διαπληκτισμού μεταξύ Νορβηγών αξιωματικών. Αποδεικνύεται εδώ, για άλλη μία φορά, πως ζητήματα αξιοπιστίας και αφοσίωσης συνόδευαν τους διερμηνείς, ακόμη κι αν αυτοί είχαν τοποθετηθεί στις θέσεις τους μέσω του αυτόνομου συστήματος στρατολόγησης.[33]

Σε κάθε περίπτωση, η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Χίτλερ και το Γ΄ Ράιχ στα ανατολικά, παρέμενε η ίδια η Σοβιετική Ένωση. Όπως προκύπτει από τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, ήδη από το 1935, στους κόλπους της Ανώτατης Διοίκησης της Wehrmacht υπήρχε εξειδικευμένο τμήμα, όπου εργάζονταν ειδικοί σε θέματα σχετικά με τον πολιτισμό, τη γλώσσα και την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Επικεφαλής είχε τοποθετηθεί ο Maximilian Braun, γνωστός σλαβολόγος, που γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1903. Στο τμήμα αυτό θα πρέπει να αναζητήσει κανείς και την κοιτίδα της γνώσης ρωσικών εντός του γερμανικού κράτους. Η σημαντικότερη, όμως, «δεξαμενή» ρωσοφώνων, από την οποία και χρησιμοποίησαν διερμηνείς οι Γερμανοί πριν αλλά πολύ περισσότερο μετά τον Ιούνιο του 1941, ήταν το Σωματείο ή Ένωση των Λευκών Ρώσων. Επρόκειτο για αυτοεξόριστους από τη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και τον Εμφύλιο που ακολούθησε, οι οποίοι διασκορπίστηκαν στα ευρωπαϊκά εδάφη.

Οι Ρώσοι αυτοί διακατέχονταν από ισχυρά αντικομμουνιστικά και αντισοβιετικά αισθήματα. Θεωρούσαν ότι η Ρωσία και ο λαός της βρίσκονταν στο έλεος των Μπολσεβίκων και υπέφεραν. Υπό το πρίσμα αυτό, η γερμανική επίθεση έμοιαζε γι’ αυτούς η καλύτερη ευκαιρία για να στραφούν για ακόμη μία φορά εναντίον των κομμουνιστών, σαν ο Εμφύλιος να μην είχε τελειώσει ποτέ. Στα εδάφη που κατέλαβαν οι Γερμανοί, η δράση τους είχε να κάνει, κυρίως, με τις επαφές με τον τοπικό πληθυσμό. Με άλλα λόγια, ανέλαβαν να «κανονικοποιήσουν» την κατοχή. Μετά τον πόλεμο, βρέθηκαν, τουλάχιστον, σε δυσμένεια αλλά ως βασικό κίνητρο της υπηρεσίας τους στο γερμανικό στρατό, στον οποίο ήταν προσκολλημένοι, παρουσίασαν τον αντικομμουνισμό και όχι αντιπατριωτικά αισθήματα. Ο διαρκής αυτός αντικομμουνισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος στη συνεργασία με τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά δεν έπαψε να τους χαρακτηρίζει και στον Ψυχρό Πόλεμο, στον οποίο η αντικομμουνιστική αυτή δράση νομιμοποιήθηκε στα «μάτια» της δυτικής σφαίρας επιρροής.[34]

Στα ανατολικά εδάφη, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή και εξόντωσης, η ανάγκη διερμηνείας ήταν εξίσου απαραίτητη όσο και στα στρατιωτικά κατεχόμενα εδάφη. Στο Άουσβιτς οι κρατούμενοι εκπροσωπούσαν περισσότερες από τριάντα εθνικότητες ή εθνικές ομάδες. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν γνώριζαν όλοι την κυρίαρχη γλώσσα των γερμανικών. Επικρατούσε, βέβαια, η γλώσσα του στρατοπέδου (lagersprache) ένα αμάλγαμα πολωνικών, γίντις, ουγγρικών και διαλέκτου της Σιλεσίας. Εκεί, χρέη διερμηνέων εκτελούσαν οι κρατούμενοι ή ακόμα και οι ίδιοι οι Γερμανοί.[35]

Κατά κανόνα, η ανάληψη καθηκόντων διερμηνείας δεν εξασφάλιζε προνομιακή μεταχείριση ή πιθανότητες επιβίωσης γι’ αυτόν που τα ασκούσε, σε σχέση με τους «απλούς» κρατούμενους. Με αλλά λόγια, το μοναδικό ίσως «πλεονέκτημα» που θα μπορούσαν να έχουν οι κρατούμενοι-διερμηνείς ήταν η γνώση κάποιων επιπλέον πληροφοριών, πιθανότατα χρήσιμων για την επικοινωνία με άλλους κρατουμένους ή για ζητήματα που αφορούσαν το καθημερινό ή έκτακτο πρόγραμμα του στρατοπέδου. Όπως και άλλοι κρατούμενοι, στους οποίους είχαν δοθεί ανάλογης φύσης καθήκοντα, φορούσαν τη στολή του στρατοπέδου και το ενδεδειγμένο περιβραχιόνιο, όντας, ταυτόχρονα, τοποθετημένοι και σε άλλες θέσεις, όπως της γραμματείας. Σε κάθε περίπτωση, οι διερμηνείς αναφέρονταν στον επικεφαλής για τα θέματα της διερμηνείας/μετάφρασης. Αδιαμφισβήτητα, το σύστημα της γλωσσικής επικοινωνίας δεν εισήχθη με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα γερμανικά στρατόπεδα, αλλά λειτούργησε σε συνάρτηση με τις εκάστοτε ανάγκες. Γι’ αυτόν και άλλους λόγους, όπως η σύσταση, η λειτουργία αλλά και η τοποθεσία των στρατοπέδων, καθίσταται δύσκολη η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων όχι μόνο για τα κριτήρια επιλογής των υποψήφιων διερμηνέων, αλλά πολύ περισσότερο για το ακριβές περιεχόμενο των καθηκόντων, του προγράμματος της εργασίας τους.[36]

Στα Βαλκάνια και, πιο συγκεκριμένα, στη Γιουγκοσλαβία, τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επαρκούν για να οδηγήσουν σε ασφαλή (ποιοτικά ή ποσοτικά) συμπεράσματα. Εκεί, φαίνεται η μετάφραση να ήταν συνδεδεμένη με τον προπαγανδιστικό μηχανισμό, τον οποίο έθεσαν σε λειτουργία οι Γερμανοί μετά τον διαμελισμό της χώρας και τη διανομή των εδαφών μεταξύ των συμμάχων τους, Βούλγαρων, Ιταλών και Κροατών. Θα ήταν πλάνη, βέβαια, να ισχυριστεί κανείς πως οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί (εξαιρουμένων των Κροατών και των Βουλγάρων στο σημείο αυτό για προφανείς λόγους) μετέρχονταν με ευχέρεια τα σερβοκροατικά και δεν είχαν ανάγκη τη γλωσσική διαμεσολάβηση στη διοίκηση των κατεχόμενων εδαφών. Άλλωστε, οι Σλάβοι ανήκαν στο «κατώτατο» επίπεδο με βάση τις φυλετικές διακρίσεις, το ίδιο και η γλώσσα τους.[37] Αυτό, ίσως, να σημαίνει πως υπήρχαν διερμηνείς και σε διοικητικές υπηρεσίες, για τις οποίες όμως δεν υπάρχουν, προς το παρόν, πηγές.

Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες κάνουν λόγο για έναν μακρύ κατάλογο συνεργατών των κατακτητών, οι οποίοι ανέλαβαν καθήκοντα διερμηνείας για λογαριασμό των επιφορτισμένων με την προπαγάνδα υπηρεσιών του Άξονα στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Μεταξύ αυτών φέρεται να βρισκόταν και ένας καθηγητής από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, ο Henrik Baric, ο οποίος κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 1943 εκτελούσε μεταφραστικές εργασίες από την αλβανική και ιταλική γλώσσα προς τη γερμανική. Μάλιστα, φαίνεται να διετέλεσε και ένας από τους στενότερους συμβούλους του Hermann Neubacher, ενώ η αμοιβή για κάθε «εργασία» του ξεπερνούσε τα 20.000 δηνάρια, καθώς πραγματοποιούσε κι έναν κύκλο διαλέξεων στη Βιέννη.[38]

Εκείνο που δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής είναι το γεγονός πως οι προσωπικοί διερμηνείς των ηγετών, συμμάχων και εχθρών, λίγο πριν αλλά και μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βίωσαν από τα «μέσα» τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Διαδραματίζοντας εξέχοντα ρόλο σε ποικίλων ειδών συζητήσεις, είχαν τη δυνατότητα να σχηματίζουν συγκεκριμένες απόψεις για τον πόλεμο και τους συντελεστές του. Ο Norman Davies, κάνοντας ειδική μνεία σε αυτή την «κατηγορία» διερμηνέων, αναφέρεται στον Paul Otto Schmidt, που μετέφρασε για τον Hitler το βρετανικό τελεσίγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 1939 για τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία και σημείωνε χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του, το άγριο βλέμμα και την οργή του για τους Βρετανούς.[39] Ο Schmidt διατελούσε ήδη από το 1933 προσωπικός διερμηνέας του Hitler και ως εκ τούτου τα απομνημονεύματά του αποτελούν εξαιρετική πηγή για τη δράση ενός «ενδιάμεσου».[40]

Συμπερασματικά, η διερμηνεία, πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί ένα αχαρτογράφητο εισέτι επιστημονικό πεδίο, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη έρευνες που προσπαθούν να ρίξουν φως στις διαδρομές των «αγνώστων» που ανέλαβαν το δύσκολο έργο του «ενδιάμεσου» σε καιρό πολέμου. Στο ερώτημα, αν υπάρχει κάποιο ευρωπαϊκό πλαίσιο μετάφρασης-διερμηνείας, η απάντηση είναι δύσκολο να δοθεί στον βαθμό που οι περιπτώσεις οι οποίες εξετάστηκαν δεν παρουσιάζουν ομοειδή χαρακτηριστικά. Από την άλλη πλευρά, λίγο έως πολύ, η βάση των παραπάνω (ενδεικτικών) παραδειγμάτων παραμένει κοινή, από οποιαδήποτε οπτική κι αν εξεταστεί το ζήτημα: οι εκάστοτε εχθρικές δυνάμεις χρειάζονταν διαμεσολαβητές στα κατεχόμενα εδάφη και στα πολεμικά πεδία. Μία κατηγορία αυτών αποτέλεσαν οι γλωσσικοί διαμεσολαβητές, με άλλα λόγια διερμηνείς και μεταφραστές, ακόμη και στις περιπτώσεις που υπάλληλοι αυτού του είδους συνόδευαν τα στρατεύματα.

Τα κίνητρα, τόσο των στρατιωτικών δυνάμεων όσο και των ίδιων των διερμηνέων, οι πηγές της γλωσσομάθειάς τους, οι μέθοδοι πρόσληψης, αλλά πολύ περισσότερο ο πραγματικός χρόνος της μεταφραστικής διαδικασίας και ο επί τω έργω ρόλος των διερμηνέων ποικίλλει σε κάθε μία από τις γλώσσες που «πηγαίνουν» στον πόλεμο, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων καθολικής ισχύος.


  1. Marilyn Yalom, Αθώοι μάρτυρες, παιδικές αναμνήσεις από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2021, σ. 81.
  2. Ο διαχωρισμός των εννοιών σχετίζεται με τα γραπτά ή προφορικά αποτελέσματα των δύο διαδικασιών. Η διερμηνεία ταυτίζεται περισσότερο με την προφορικότητα, ενώ η μετάφραση με τον γραπτό λόγο. Στην παρούσα εργασία ο λόγος αφορά τους διερμηνείς ως επαγγελματική συσσωμάτωση. Στο χρονικό πλαίσιο στο οποίο εξετάζεται δεν γινόταν σαφής διαχωρισμός των δύο δραστηριοτήτων, πράγμα που σημαίνει ότι διερμηνείς και μεταφραστές συχνά ταυτίζονταν και αναλάμβαναν τόσο γραπτές όσο και προφορικές εργασίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επρόκειτο για κανόνα χωρίς εξαιρέσεις.
  3. Svetlana Probirskaja, “Between Ιdeology and Εthnicity: Soviet Ιntermediaries in Μilitary Conflicts between the Soviet Union and Finland”, Andres D., Richter J., Schipped L.(επιμ.), Translation und “Drittes Reich” Menschen Entscheidungen Folgen, Frank &Timme, Βερολίνο 2016, σ. 205-206.
  4. Hilary Footitt, Michael Kelly (επιμ.), Languages at War: Policies and Practices of Language Contacts in Conflict, Palgrave Macmillan, Χάμσαϊρ 2012, σ. 202.
  5. Yolanda Moreno-Bello, “The War Interpreter: Νeeds and Challenges of Interpreting in Conflict Zones”, (Re)visiting Ethics and Ideology in Situation of Conflicts, (2015), 65-66.
  6. Baigorri-Jalon, “Wars, Languages and the role(s) of interpreters”, École de Traducteurs et d’Interprètes de Beyrouth, Les liaisons dangereuses: Langues, traduction, interprétation, Université Saint-Joseph, Βηρυτός 2011, 180.↑
  7. Kayoko Takeda, “War and Interpreters”, Across Language and Culture, vo. 10.1 (2009), 50.
  8. Probirskaja, “Between Ιdeology and Εthnicity”, ό.π., σ. 206.
  9. Oleg Beyda, “Rediscovering Homeland: Russian Interpreters in the Wermacht, 1941-1943”, Amanda Laugessen, Richard Gehrmann (επιμ.), Communication, Interpreting and Language in Wartime: Historical and Contemporary Perspectives, Palgrave Macmillan, Ρέντινγκ/Χάμσαϊρ 2020, σ. 131.
  10. Probirskaja,“Between Ιdeology and Εthnicity”, ό.π., σ. 206.
  11. Ana-Maria Neascu, “Interpreters in War Zones: From Linguistic Mediators to Cultural Agents”, διπλωματική εργασία, University of Bucharest, Βουκουρέστι 2014, σ. 7.
  12. Mona Baker, “Interpreters and Translators in the War Zone”, The Translator, 16.2 (2010), 211.
  13. Probirskaja,“Between ideology and ethnicity”, ό.π., σ. 208.
  14. Γενικά για τα ζητήματα της γλωσσικής επικοινωνίας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο βλ. το συλλογικό τόμο Julian Walker, Christophe Declercq (επιμ.), Languages and the First World War: Communicating in a Transnational War, Macmillan Publishers, Λονδίνο 2016.
  15. Για την περίπτωση του Μακεδονικού Μετώπου βλ. ενδεικτικά Γιάννης Μέγας, Τα συμμαχικά στρατεύματα: Η Βαβέλ των φυλών, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2015, passim.
  16. Franziska Heimburger “Fighting Together: Language Issues in the Military Coordination of First World War Allied Coalition Warfare”, Hilary Footitt, Michael Kelly (επιμ.), Languages and the Military, Alliances, Occupation and Peace Building, Palgrave Macmillan, Χάμσαϊρ/ΝέαΥόρκη 2012, σ. 48-49.
  17. Για τα γλωσσικά ζητήματα στηνΑυστροουγγαρία βλ. ενδεικτικά Michaela Wolf, The Habsburg Monarchy’s Many-Languaged Soul-Translating and Ιnterpreting, 1848-1918, John Benjamins Publishing Company, Άμστερνταμ/Φιλαδέλφεια 2015.
  18. Marcos Rodríguez-Espinosa, “The Forgotten Contribution of Women Translators in International Sanitary Units and Relief Organizations During and in the Aftermath of the Spanish Civil War”, Current Trends in Translation Teaching and Learning, 5(2018), 351-353.
  19. Baigorri-Jalon,“Wars, Languages and the Role(s) of Interpreters”, ό.π., 186.
  20. Eva Campamà Pizarro, “Nettie Palmer and her Daughter Aileen Palmer, Two Australian Women and One Aim: ‘AidezL’Espagne’”, Blue Gum, No.1 (2014), 3-5.
  21. Rodríguez-Espinosa, “The Forgotten Contribution of Women Translators”, ό.π., 369.
  22. Οι ΗΠΑ είχαν προσπαθήσει και νωρίτερα να οργανώσουν σχολές διερμηνείας, κυρίως προς πλήρωση από τα μέλη του διπλωματικού σώματος. Βλ. ενδεικτικά: David B. Sawyer, “The U.S. Department of State’s Corps of Student Interpreters. A precursor to the Diplomatic Interpreting of today?”, Kayoko Takeda, Jesus Baigorri-Jalon (επιμ.), New Insights in the History of Interpreting, John Benjamins Publishing Company, Άμστερνταμ/Φιλαδέλφεια 2006, σ. 99 κ.ε.
  23. Baigorri-Jalon, “Wars, Languages and the role(s) of interpreters”, ό.π., 184. Η σχολή λειτούργησε έως το 1946 προσφέροντας εκπαίδευση σε περισσότερους από 6.000 άνδρες, οι υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιήθηκαν από το σύνολο των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων ποικιλοτρόπως.
  24. Takeda,“War and Interpreters”, ό.π., 52-55.
  25. Bundesarchiv [BA], RW, Oberkommando der Wehrmacht (OKW) – Chef des OKW, einschl, Wehrmachtrechtsabteilung, Dolmetscher-Lehrabteilung des OKW, RW 2/270-275.
  26. Aviv Amit, Regional Language Policies in France during World War II, Palgrave Macmillan, Χάμσαϊρ/ΝέαΥόρκη 2014, σ. 95-96.
  27. Στο ίδιο, σ. 120.
  28. Στο ίδιο, σ. 123-125.
  29. Pekka Kujamaki,“Mediating for the Third Reich: On Military Translation Cultures in World War II in Northern Finland”, Hilary Footitt, Michael Kelly (επιμ.), Languages and the Military, Alliances, Occupation and Peace Building, Palgrave Macmillan, Χάμσαϊρ/ΝέαΥόρκη 2012,σ. 90.
  30. Pekka Kujamäki, “A Friend and a Foe? Interpreters in WWII in Finland and Norway Embodying Frontiers” , Rellstab, D. & N. Siponkoski (toim.), Rajojendynamiikkaa, Gränsernasdynamik, Borders under Negotiation, Grenzen und ihreDynamik. VAKKI-symposiumi XXXV 12.–13.2.2015. VAKKI Publications 4. Vaasa, σ. 231.
  31. Probirskaja,“Between ideology and ethnicity”, ό.π., σ. 202-203.
  32. Kujamäki, “A Friend and a Foe?”, ό.π., σ. 232-233.
  33. Στο ίδιο.
  34. Beyda,“Rediscovering Homeland”, passim.
  35. Malgorzata Tryuk, “Interpreting in Nazi concentration camps during World War II”, Linguistica Antverpiensia, New Series: Themes in Translation Studies, 15 (2006),124.
  36. Στο ίδιο, 125.
  37. Kujamaki, “Mediating for the Third Reich”, σ. 91. Σύμφωνα με την Kujamaki, δεν ίσχυε το ίδιο για τα ρωσικά ή τα πολωνικά, λόγω των γερμανικών συμφερόντων στην Ανατολική Ευρώπη.
  38. Διαθέσιμο στο: https://forum.klix.ba/nacisticka-propaganda-u-srbiji-1941-1944-t88948.html [ανακτήθηκε: 29 Δεκεμβρίου 2019]. Ευχαριστώ την Βικτωρία Μπίχτα για τη μετάφραση από τα σερβικά.
  39. Norman Davies, Η Ευρώπη σε πόλεμο. Η έναρξη, οι συγκρούσεις, οι ηγέτες και το τέλος του Φασισμού, 1939-1945, μτφρ. Σωτήρης Αγάπιος, Ιωλκός, Αθήνα 2008, σ. 638-639. 
  40. Philip, Minns. “Hans Jacob and Paul-Otto Schmidt”. aiic.org. 27 Οκτωβρίου 2020, διαθέσιμο στο: https://aiic.org/site/blog/hans-jacob-paul-otto-schmidt [ανακτήθηκε: 29 Απριλίου 2022].