Εφαρμοσμένη δημόσια ιστορία στον Γράμμο
Σπύρος Κακουριώτης
υπ. διδάκτωρ, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ
Ραϋμόνδος Αλβανός, Ο ελληνικός εμφύλιος. Μνήμες σε πόλεμο και σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2022, σελ. 181
Στην καρδιά του ορεινού όγκου του Γράμμου, στα αλπικά λιβάδια που απλώνονται ανάμεσα στην κορυφογραμμή των Αρένων και το απόκρημνο ύψωμα στο οποίο οι ντόπιοι έχουν δώσει το τρομακτικό όνομα «Χάρος», λειτουργεί από το 2012 ένας χώρος αφιερωμένος στην καλλιέργεια της ιστορικής μνήμης, αλλά και στη διατήρηση της μοναδικής χλωρίδας και πανίδας της περιοχής, το Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης (ΠΕΣ). Το ΠΕΣ δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του πρώην προέδρου της Βουλής (και βουλευτή Καστοριάς) Φίλιππου Πετσάλνικου, ενώ τη διαχείρισή του έχει αναλάβει, από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. Στο κτιριακό συγκρότημά του στεγάζονται εκθέσεις φωτογραφίας, αίθουσα εκδηλώσεων, βιβλιοθήκη, ενώ στις εγκαταστάσεις του λειτουργεί ξενώνας και εστιατόριο, που εξυπηρετεί τους περίπου 4.000 εκδρομείς που κάθε χρόνο επισκέπτονται το Πάρκο.
Στον πυρήνα της εκπαιδευτικής λειτουργίας του ΠΕΣ βρίσκονταν όλα αυτά τα χρόνια οι ξεναγήσεις που πραγματοποιούσε ο ιστορικός Ραϋμόνδος Αλβανός, επιστημονικός υπεύθυνος του Πάρκου μέχρι το 2020. Ξεναγήσεις που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, τόσο στις εκθέσεις όσο, κυρίως, στον περιβάλλοντα χώρο, σε μια περιοχή όπου έγιναν μερικές από τις αιματηρότερες συγκρούσεις του εμφυλίου πολέμου, όπως υποδεικνύουν και τα μνημεία κοντά στο ΠΕΣ, που ανεγέρθηκαν σε διαφορετικές περιόδους, αφιερωμένα στους πεσόντες της μίας ή της άλλης πλευράς. Χάρη, κυρίως, σε αυτές τις ξεναγήσεις, το ΠΕΣ, μέσα στα δέκα χρόνια της λειτουργίας του, αναδείχθηκε σε έναν κρατικό φορέα παραγωγής δημόσιας ιστορίας για την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Τόσο λόγω του τραυματικού χαρακτήρα των ιστορικών γεγονότων όσο και εξαιτίας της έκκεντρης θέσης του ΠΕΣ σε σχέση με άλλους φορείς δημόσιας χρήσης της ιστορίας, ο επιστημονικός του υπεύθυνος στάθηκε δυνατό να διαμορφώσει ένα ισορροπημένο, διαλογικό και πολυφωνικό, αλλά επιστημονικά έγκυρο αφήγημα για τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940.
Πρωτότυπη, χωρίς να είναι μοναδική, η εμπειρία των ξεναγήσεων αυτών ώθησε τον συγγραφέα να καταγράψει σε μορφή βιβλίου το αφήγημα που διαμόρφωσε λειτουργώντας ως «ξεναγός στην ιστορία», αλλά και τη δική του εμπειρία από την επαφή με τους επισκέπτες, που συνήθως είχαν περιορισμένη γνώση και μονοδιάστατη αντίληψη για την περίοδο του Εμφυλίου. Καθώς η συνεργασία του με το Ίδρυμα της Βουλής διακόπηκε το 2020, μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει το ανά χείρας βιβλίο ως μία κωδικοποίηση του αφηγήματος που διαμόρφωσε μέσα από την οκταετή δράση του και των συμπερασμάτων στα οποία οδηγήθηκε, χρήσιμη όχι μονάχα σε όσους κληθούν να συνεχίσουν το έργο του στον Γράμμο αλλά και, ευρύτερα, σε όσους ασκούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επαγγελματικά τη δημόσια ιστορία στη χώρα μας.
Η «δημόσια ιστορία», ως όρος και αντικείμενο μελέτης, έκανε την εμφάνισή της στην ελληνική ιστοριογραφία τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Στα τέλη του 2001, το περιοδικό Historein διοργάνωσε στην Αθήνα συνέδριο με θέμα «Η Ιστορία ως διακύβευμα. Μορφές σύγχρονης ιστορικής κουλτούρας», από το οποίο προέκυψε το αφιερωμένο στις Public Histories τεύχος του (Vol. 4, 2003), με τα οποία εγκαινιάστηκε στην Ελλάδα η στροφή του επιστημονικού ενδιαφέροντος προς τη δημόσια ιστορία. Θα έπρεπε να περάσουν δέκα χρόνια για να διοργανωθεί ένα ακόμη συνέδριο, στον Βόλο αυτή τη φορά, από το Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων, οι εργασίες του οποίου αποτυπώθηκαν στον τόμο με επιμέλεια των Αντρέα Ανδρέου, Σπύρου Κακουριώτη, Γιώργου Κόκκινου, Έλλης Λεμονίδου, Ζέτας Παπανδρέου και Ελένης Πασχαλούδη, Η Δημόσια ιστορία στην Ελλάδα: Χρήσεις και καταχρήσεις της ιστορίας (Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2015). Στις δύο αυτές συμβολές, σύντομα θα προστεθεί μια ευάριθμη ελληνόφωνη βιβλιογραφία, που αφορά τόσο τη συνολική πραγμάτευση του θέματος, όπως η μελέτη του Χάρη Εξερτζόγλου, Η δημόσια ιστορία: Μια εισαγωγή (Εκδόσεις του 21ου, Αθήνα 2020), όσο και έργα που εξετάζουν ποικίλες πτυχές της, όπως η προδρομική και πρωτοποριακή έρευνα του Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης: Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος στη δημόσια ιστορία (Νεφέλη, Αθήνα 2008) ή η μελέτη για τα εκπαιδευτικά εγχειρίδια από τον Χάρη Αθανασιάδη, Τα αποσυρθέντα βιβλία: Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008 (Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015) κ.ά.
Μελέτες όπως οι παραπάνω εστιάζουν, κυρίως, στις δημόσιες χρήσεις της ιστορίας, γενικώς ή στο ιδιαίτερο πεδίο που έχει επιλέξει ο κάθε ερευνητής. Το βιβλίο του Αλβανού, αντιθέτως, είναι ένα από τα ελάχιστα που αφορούν τη δημόσια ιστορία ως πρακτική, μια πρακτική μάλλον διαδεδομένη, αν δούμε την πληθώρα ιστορικών περιπάτων, ξεναγήσεων, αλλά και ραδιοφωνικών εκπομπών ή δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται από μουσεία και, βέβαια, τις προερχόμενες από το πεδίο της προφορικής ιστορίας ομάδες που απλώνονται σε πάρα πολλές γειτονιές και πόλεις της χώρας. Από αυτή την αδρομερή σκιαγράφηση δεν θα πρέπει να παραλειφθεί το πρώτο πρόγραμμα σπουδών που προσφέρεται σε μεταπτυχιακό επίπεδο και είναι αποκλειστικά εστιασμένο στη δημόσια ιστορία, από το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (πρόγραμμα στο οποίο διδάσκει και ο συγγραφέας), το οποίο φιλοδοξεί, εκτός των άλλων, να προετοιμάσει επιστημονικά επαγγελματίες δημόσιους ιστορικούς.
Στο βιβλίο του ο Αλβανός προσεγγίζει τη δημόσια ιστορία από τη σκοπιά της «ακαδημαϊκής» ιστορίας, χωρίς «εκπτώσεις» στην αφήγησή του, άλλες από όσες επιβάλλει η έλλειψη εξοικείωσης των ακροατών του με τις περιπλοκές του εμφυλίου πολέμου, αλλά και η απόφασή του «να μην πάρ[ει] θέση για τα γεγονότα και τα πρόσωπα της δεκαετίας του ’40», καθώς στόχος του δεν είναι «η καταδίκη της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά η κατανόηση των εμπειριών των προηγούμενων γενεών» και η επίδραση που «είχαν στη δική μας ζωή στο σήμερα» (σ. 16-17).
Στην εισαγωγή του, ο συγγραφέας, υιοθετώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αφού παρουσιάζει τη διάρθρωση του προγράμματος του ιστορικού περιπάτου στην περιοχή γύρω από το ΠΕΣ, αναφέρεται στις αντιδράσεις του κοινού στις ξεναγήσεις του, μιλώντας με αυτήν την ευκαιρία για την αλληλοτροφοδότηση ταυτότητας και μνήμης. Εκμεταλλευόμενος την προφορικότητα της ξενάγησης, ο συγγραφέας δεν διστάζει να παρουσιαστεί στον ακροατή/αναγνώστη ως ιστορούν υποκείμενο, να μιλήσει για τον εαυτό του, τη διαδρομή του και την ιδιότητα με την οποία απευθυνόταν στους ακροατές του, χωρίς να παραλείψει να αναφερθεί στις ευτράπελες παρεξηγήσεις που δημιουργούσε το επώνυμό του – δεν κρύβει ότι πολλοί τον αντιμετώπιζαν σαν… «ξένο». Η εισαγωγή ολοκληρώνεται με ένα ευσύνοπτο «εγκώμιο της ιστορίας», ως γνώσης του παρελθόντος απαραίτητης για την κατανόηση του παρόντος, αλλά και ως πεδίο ανταγωνιστικών ερμηνειών, ως έκφραση συγκρουόμενων σχεδίων για το μέλλον. Πρόκειται για το εδάφιο εκείνο που είχε την τύχη (ή μήπως την ατυχία;) να δοθεί ως θέμα εξετάσεων Νεοελληνικής Γλώσσας στις Πανελλήνιες του 2022…
Στη συνέχεια, η ιστορική αφήγηση κατανέμεται σε τέσσερα κεφάλαια, με το πρώτο να αφιερώνεται στον Μεσοπόλεμο, περίοδο κατά την οποία ρίχτηκαν οι σπόροι της κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης που θα κορυφωθεί αιματηρά την περίοδο του Εμφυλίου. Η συμπερίληψη των «προηγηθέντων», χωρίς καμία τελεολογική αντιμετώπιση, αποτελεί μία από τις αρετές της αφήγησης του συγγραφέα, καθώς συχνά, ιδίως νεότεροι ιστορικοί, αντιμετωπίζουν τη δεκαετία του 1940 ως εάν να ήταν ένα απομονωμένο νησί στον ρου της ιστορίας, χωρίς σύνδεση με όσα προηγήθηκαν ή ακολούθησαν. Όπως έχει καταδείξει και ο ίδιος ο Αλβανός στη βασισμένη στη διδακτορική του διατριβή μελέτη Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες: Κράτος και πολιτικές ταυτότητες στη Μακεδονία του Μεσοπολέμου (Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2019), η πριν το 1936 αντιμετώπιση των μειονοτικών πληθυσμών στη Δυτική Μακεδονία από τη μεριά του ελληνικού κράτους δεν οδηγούσε αναπόφευκτα στην εμφύλια σύγκρουση, αλλά μάλλον το αντίθετο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η περίοδος της Κατοχής και των εμφύλιων συγκρούσεων κατά τη διάρκειά της (ο «πρώτος εμφύλιος», όπως τις ονομάζει χαρακτηριστικά), σε μια αφήγηση που όχι μόνο δεν παρακάμπτει αλλά, αντιθέτως, αναδεικνύει τα αμφιλεγόμενα σημεία, για τα οποία ακόμη και σήμερα διατυπώνονται αποκλίνουσες εκτιμήσεις, όπως το ζήτημα της περιοδολόγησης του Εμφυλίου (άρχισε το 1943 ή το 1946;), των Δεκεμβριανών (ήθελε το ΚΚΕ να πάρει την εξουσία ή συγκρούστηκε για να διασφαλίσει καλύτερους όρους συμμετοχής σε αυτήν;), την εξουσία του ΕΑΜ (ήταν παράγοντας εκσυγχρονισμού της υπαίθρου ή βίαιης επιβολής;) κ.λπ. Μετά την αφήγηση των βασικών γεγονότων της περιόδου, που φτάνει μέχρι τα Δεκεμβριανά και τη Λευκή Τρομοκρατία, ο συγγραφέας παραθέτει, αφενός, την αντικομμουνιστική οπτική και, αφετέρου, την οπτική της Αριστεράς αναφορικά με τους κρίσιμους εκείνους παράγοντες που πυροδότησαν την πόλωση και θα οδηγήσουν στον εμφύλιο πόλεμο, παρατηρώντας στη συνέχεια ότι οι περισσότεροι σήμερα αντιμετωπίζουν τα γεγονότα μέσα από το πρίσμα της πολιτικής τους ταυτότητας: «Το τι επιλέγουμε να θυμόμαστε υποδηλώνει με ποιους θέλουμε να είμαστε».
Ο «κυρίως εμφύλιος πόλεμος» εξετάζεται στο τρίτο κεφάλαιο, όπου επιχειρείται μια εσωτερική περιοδολόγηση, με σημείο καμπής τη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, τον Δεκέμβριο του 1947. Έτσι, για τον συγγραφέα ο Εμφύλιος χωρίζεται σε «δύο εντελώς διακριτές φάσεις», με κριτήριο την πολιτική του ΚΚΕ: πολιτική πάλη και «ένοπλη αυτοάμυνα» στην πρώτη, ανοιχτός εμφύλιος στη δεύτερη. Η αφήγησή του ποικίλλεται από παρεκβάσεις οι οποίες αφορούν είτε συνήθη ερωτήματα που έθεταν ακροατές κατά τη διάρκεια των ξεναγήσεων (π.χ.: Φταίνε οι ξένοι για τον εμφύλιο; Τι ήταν και ποια πλευρά φταίει για το παιδομάζωμα; Τι ρόλο έπαιξαν οι βόμβες ναπάλμ στην έκβαση της σύγκρουσης; Πόσο συνετέλεσε στον Εμφύλιο το Μακεδονικό;) είτε μνημεία που συναντούσαν κατά τη διάρκεια του περιπάτου, όπως το αφιερωμένο στους 8 χωροφύλακες που σκοτώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1946 κοντά στο ΠΕΣ ή εκείνο που ανεγέρθηκε πολύ αργότερα από το ΚΚΕ στην τοποθεσία «Χάρος» προκειμένου να τιμηθούν οι 4 αντάρτες που πήδησαν στο κενό για να μην αιχμαλωτιστούν.
Το τέταρτο και καταληκτήριο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη συμφιλίωση. Ο συγγραφέας αναδεικνύει την κοινωνική κατασκευή του παρελθόντος, επισημαίνοντας εμφατικά ότι «κατασκευή» δεν σημαίνει «ψέμα», αλλά «προσεκτική επιλογή και δόμηση πληροφοριών» (σ. 155). Ο Εμφύλιος αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα συγκρουόμενων κατασκευών του παρελθόντος, οι αντιπαραθετικές ερμηνείες για τον οποίο αποτελούν το συχνότερο και πλέον χαρακτηριστικό μοτίβο αντιδράσεων των ακροατών των ιστορικών περιηγήσεων του συγγραφέα στο ΠΕΣ. Για τον ίδιο, η συμφιλίωση ερμηνεύεται ως διαδικασία ενσυναίσθησης και όχι λήθης, ως διεργασία πένθους και όχι απώθησης του τραυματικού παρελθόντος. Πρόκειται για ψυχοκοινωνικές διαδικασίες που μπορούν να καταλήξουν όχι στην εξαφάνιση των εκατέρωθεν διαφωνιών ή στον μεταμοντέρνο σχετικισμό τού anything goes αλλά στην επανεκτίμηση της διαφωνίας ως βασικού στοιχείου της δημοκρατίας και στην αλληλοκατανόηση.
Ο Αλβανός στο βιβλίο του αυτό πετυχαίνει να παρουσιάσει μια συνοπτική και συνεκτική αφήγηση που εντάσσει τον εμφύλιο πόλεμο στη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα. Χρησιμοποιεί γι’ αυτό προσιτή και κατανοητή γλώσσα, συμμετέχοντας ως αφηγούμενο υποκείμενο που απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη, προσφέροντάς του, όπως και στον υποψήφιο δημόσιο ιστορικό, πλούσια παραδείγματα χειρισμού ενός συγκρουσιακού θέματος μπροστά σε ευρύ και, κυρίως, διαφορετικών προελεύσεων και ταυτοτήτων κοινό.
Αυτό το τελευταίο οδηγεί συχνά τον συγγραφέα σε ασκήσεις λεπτής ισορροπίας ακόμη και στη γλώσσα, χωρίς όμως να προχωρά σε εκπτώσεις στην εγκυρότητα της ιστορικής αφήγησης: Άραγε «εκτελέστηκαν» ή «σφαγιάστηκαν» οι οκτώ χωροφύλακες που μνημονεύονται λίγες εκατοντάδες μέτρα πριν το ΠΕΣ; «Η επιλογή λέξης για να χαρακτηριστεί το γεγονός υποδηλώνει επιλογή συγκεκριμένης μνήμης/ταυτότητας» (σ. 103) επισημαίνει. Κάποτε, βέβαια, αυτός ο «δισσός λόγος», όπου διαρκώς συμπαρατίθενται οι αντιδράσεις δεξιών και αριστερών ακροατών, χωρίς να οδηγούνται, αφηγηματικά, σε κάποιου είδους σύνθεση, μοιάζει αδιέξοδος.
Καθώς όμως το βιβλίο του Ραϋμόνδου Αλβανού δεν αποτελεί μια θεωρητική μελέτη για τον Εμφύλιο και τη μνήμη του αλλά μία, θεωρητικά ενήμερη, αφήγηση πρακτικής δημόσιας ιστορίας, τέτοιου τύπου αφηγηματικά αδιέξοδα είναι εύλογα. Αυτό άλλωστε συμβαίνει όταν αλληλεπιδρούν πραγματικοί άνθρωποι, οι οποίοι συνήθως δεν πειθαρχούν στις προβλέψεις του «γκρίζου δέντρου» της θεωρίας…