Print Friendly, PDF & Email

Εκκενώσεις πληθυσμών κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949): το παράδειγμα του νομού Κιλκίς

Γιώργος Μαυρουδής

Εισαγωγικά

Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου o Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) πραγματοποίησε μαζικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια των οποίων εκκενώθηκαν περιοχές οι οποίες βρίσκονταν πλησίον του χώρου δράσης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν να μετακινηθεί και να προσφυγοποιηθεί σχεδόν το 10% του γενικού πληθυσμού της χώρας, περίπου 700.000 πολίτες της υπαίθρου. Αυτοί, αφού εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βίαια τις εστίες τους, μεταφέρθηκαν στα λεγόμενα «Κέντρα Ασφαλείας», δηλαδή χωριά και κωμοπόλεις σε αγροτικές περιοχές που ήλεγχε ο Εθνικός Στρατός ή μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη, τα οποία και δέχτηκαν το μεγαλύτερο όγκο αυτών των «εσωτερικών προσφύγων».

Η πρακτική των εκκενώσεων δημιουργούσε ζώνες ασφαλείας στην ύπαιθρο οι οποίες δεν απαιτούσαν δυνάμεις ελέγχου και προσπόριζε πολλά πλεονεκτήματα στην κυβερνητική πλευρά. Τα πιο άμεσα απ’ αυτά ήταν η αποκοπή του ΔΣΕ από την τοπική κοινωνία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και απώλεια του ζωτικού του χώρου απ’ όπου αντλούσε τροφοδοσία, πληροφορίες αλλά κυρίως έμψυχο δυναμικό, δηλαδή νέους μαχητές.

Το εγχείρημα των εκκενώσεων συναντάται κυρίως στην Κεντρική και στη Βόρεια Ελλάδα, όπου από τα τέλη του 1947 και έπειτα άρχισε να περιορίζεται ο ΔΣΕ. Προϊόντος του χρόνου στον εμφύλιο πόλεμο, οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού υποχωρούν σταδιακά προς τα βόρεια σύνορα της χώρας, καθώς οι περιοχές, όπου πλήττεται, εντοπίζονται ως επί το πλείστον κοντά σε ορεινούς όγκους.

Η παρούσα έρευνα

Η επιλογή του νομού Κιλκίς για την έρευνά μου μόνο τυχαία δεν ήταν, καθώς πρόκειται για μια περιοχή που εμπεριέχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά, η μελέτη των οποίων θα μπορούσε να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το τι ήταν οι εκκενώσεις χωριών, σε τι αποσκοπούσαν, πώς πραγματοποιήθηκαν και ποιες ήταν οι συνέπειές της.

Συγκεκριμένα, στην παρούσα εργασία θα επιχειρηθεί να παρουσιασθεί: 1. Η πρακτική των εκκενώσεων και πώς αυτή εγγράφεται σε μια οριοθετημένη περιοχή. 2. Ο ρόλος που έπαιξε η μορφολογία του εδάφους της περιοχής και 3. Η τακτική που ακολουθήθηκε από της επίσημες αρχές. Έπειτα, μέσω παραδειγμάτων συγκεκριμένων χωριών που εκκενώθηκαν, θα αναλυθούν πτυχές της προσφυγοποίησης ανθρώπων που υπέστησαν αυτό το βίαιο μέτρο.

Αναγκαίες διευκρινίσεις

Κρίνεται απαραίτητο να γίνει διευκρίνηση και διάκριση των «ανταρτόπληκτων» σε δύο κατηγορίες.[1] Όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιοχές όπου οι κάτοικοι εξαναγκάστηκαν σε φυγή, έτσι και στην περιοχή του νομού Κιλκίς εντοπίζονται πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τις εστίες τους οικειοθελώς, χωρίς να έχει προηγηθεί στρατιωτική διαταγή ή επέμβαση. Δηλαδή πρόκειται για εγκατάλειψη του χωριού τους, που έχει να κάνει αποκλειστικά με τα γεγονότα στις αρχές του εμφυλίου πολέμου. Αυτό συνέβαινε εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών που είχαν προκύψει στα χωριά, σε σημείο που η διαβίωση να καθίσταται δύσκολη, επικίνδυνη έως και ανέφικτη. Οι κάτοικοι επέλεγαν τη φυγή παρόλο που στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι οικειοθελώς αποχωρήσαντες αποκλείονταν από τις κρατικές παροχές στους «ανταρτόπληκτους». Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, φαίνεται η εθελούσια εγκατάλειψη να προηγείται κατά πολύ των εκκενώσεων χωριών από τις στρατιωτικές δυνάμεις. Συνέβησαν τόσο πρώιμα, που μερικές φορές τοποθετούνται μέχρι και λίγο μετά τις εκλογές του 1946. Ωστόσο, χωρίς αμφιβολία, το μεγάλο κύμα προσφυγιάς και ο μεγαλύτερος όγκος πληθυσμών μετακινείται με την έναρξη των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του στρατού στα μέσα του 1947.

Απαραίτητο, επίσης, είναι, για την αποφυγή παρανοήσεων, να αναφερθεί ότι ο νομός Κιλκίς εκείνη την περίοδο δεν διέθετε τα σημερινά όριά του, αλλά ήταν σαφώς πιο διευρυμένος. Συγκεκριμένα, συμπεριλάμβανε εδάφη τα οποία σήμερα εντάσσονται στους νομούς Ημαθίας, Πέλλας, Σερρών και Θεσσαλονίκης. Αυτό προκύπτει από επίσημα έγγραφα της εποχής, όπως καταστάσεις μετακινούμενων από τα χωριά του νομού Κιλκίς στη Θεσσαλονίκη. Το Νοέμβρη του 1947στην πόλη βρίσκονταν κάτοικοι προερχόμενοι από σχεδόν 100 χωριά του νομού Κιλκίς.[2] Με δεδομένο ότι οι εκκενώσεις συνεχίστηκαν όλο το 1948 και λίγο στις αρχές του 1949, τόσο τα χωριά που εκκενώθηκαν, όσο και ο μετακινούμενος πληθυσμός τους, αυξήθηκαν κατά τα επόμενα χρόνια.

Επιπλέον, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στη μορφολογία του εδάφους του τότε νομού Κιλκίς. Πρόκειται για μία περιοχή με αρκετούς ορεινούς όγκους στην επικράτειά της, αλλά και πλησίον της. Η μελέτη του όρους Πάικο, στα ανατολικά του νομού, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, λόγω του ότι εκεί δρούσαν κατά κύριο λόγο οι αντάρτικες ομάδες του ΔΣΕ και λόγω της γειτνίασής του με τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία, με φυσικό σύνορο την οροσειρά Μπέλες. Αφενός ο σταδιακός και προϊόντος του χρόνου περιορισμός του ΔΣΕ στα βόρεια σύνορα της χώρας, αφετέρου η ύπαρξη ορεινού όγκου ο οποίος εξυπηρετούσε την ύπαρξη και δράση άτακτων ομάδων, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στην περιοχή κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.

Η πρακτική των εκκενώσεων

Οι εκκενώσεις χωριών και οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις έγιναν στο πλαίσιο του Σχεδίου «Τέρμινους» που είχε στόχο την ανακατάληψη εδαφών από τους αντάρτες του ΔΣΕ. Η εφαρμογή του στην περιοχή που εξετάζουμε ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1947 και η καθυστέρηση το πιθανότερο είναι να οφείλεται στο γεγονός ότι το Σχέδιο «Τέρμινους» προέβλεπε οι επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, μεταξύ της γραμμής Βέροια-Έδεσσα-Αρδέα και του ποταμού Στρυμόνα, να λάβουν χώρα σε δεύτερο χρόνο, αφού προτεραιότητα δόθηκε στη Θεσσαλία, αλλά και στη Δυτική Μακεδονία.

Η επιχείρηση που αφορούσε τη συγκεκριμένη περιοχή ονομάστηκε «Μακεδών» και ακολούθησε χρονικά την επιχείρηση «Σλαύος» που αφορούσε τις περιοχές προς τα δυτικά.[3] Σε καμία περίπτωση δεν είχε τα χαρακτηριστικά των μεγάλων επιχειρήσεων του πρώτου κύματος του Σχεδίου, την οργάνωση και την αντίστοιχη στρατιωτική δύναμη.

Οι πρώτες αποδείξεις για μετακινήσεις που εντοπίζονται στην περιοχή αυτή είναι, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, θεαματικά πρώιμες και τοποθετούνται χρονικά στις απαρχές του εμφυλίου πολέμου. Με τις πληροφορίες από τις γραπτές πηγές της εποχής, μπορεί να στοιχειοθετηθεί μια τοπογραφία των πληθυσμιακών μεταβολών στο νομό Κιλκίς. Εύλογα διαφαίνεται ότι οι περιοχές που πλήττονταν βρίσκονται κατά κύριο λόγο σε μεγάλα υψόμετρα. Οπότε εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι τα χωριά που τίθενται στο στόχαστρο των στρατιωτικών αρχών προς εκκένωση είναι αυτά που βρίσκονται ή είναι κοντά στο Πάικο και στο Μπέλες. Ξεκάθαρη είναι και η λογική που ακολούθησε ο στρατός στην περίπτωση των χωριών αυτών, με τους κατοίκους, αρχικά τουλάχιστον, να μεταφέρονται στα πλησιέστερα χωριά τα οποία βρίσκονταν σε ημιορεινά ή πεδινά εδάφη. Αυτά τα χωριά, που ονομάστηκαν «Κέντρα Ασφαλείας της υπαίθρου», είτε διέθεταν μόνιμη στρατιωτική δύναμη είτε βρίσκονταν κοντά σε χωριά που διέθεταν στρατό. Αν μη τι άλλο, ήταν εύκολο να ελεγχθούν άμεσα από τις στρατιωτικές δυνάμεις που επιχειρούσαν στην περιοχή.

Επομένως, λάμβανε χώρα μια σταδιακή ερήμωση των ορεινών χωριών του νομού και μία πύκνωση των πεδινών. Ωστόσο, αυτά γρήγορα έφθασαν σε σημείο να μη μπορούν να φιλοξενήσουν άλλους πρόσφυγες, με αποτέλεσμα αυτοί να κατευθύνονται προς τα κοντινά αστικά κέντρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η κατάσταση ακόμα και σε αυτά τα αστικά «Κέντρα Ασφαλείας» καθίστατο εξίσου δυσχερής. Για παράδειγμα, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1948, η Νομαρχία Κιλκίς, σε έκκληση προς την Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος, ζητούσε να αποσταλούν τουλάχιστον 10 μεταλλικά παραπήγματα (τολς) τύπου ΡΟΜΝΕΥ για την έκτακτη στέγαση «ανταρτόπληκτων» και για αποθήκευση τροφίμων και ιματισμού. Επιπλέον, διαβίβαζε τα παράπονα, αλλά και την απειλή, των προσφύγων που διέμεναν στα «Κέντρα Ασφαλείας» Δοϊράνης, Χέρσου, Τέρπυλλου, Καλλίνδροιας και Σταυροχωρίου, ότι θα μετέβαιναν στη Θεσσαλονίκη χωρίς την έγκριση των Αρχών.[4] Ο λόγος της συγκεκριμένης απειλής τους ήταν η δυσκολία διαβίωσης, αφού πέραν των ναρκοθετημένων από τους αντάρτες περιοχών, δε σταματούσαν οι επιδρομές και οι λεηλασίες στα παραπάνω χωριά από αντάρτικες ομάδες. Παράλληλα, οι πρόσφυγες εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι στη Θεσσαλονίκη, σε επίπεδο διαβίωσης προσφύγων, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Επομένως, δεν προκαλεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι οι στρατιωτικές αρχές με το πέρασμα του χρόνου προχώρησαν σε νέα εκκένωση, αυτή τη φορά των χωριών που μέχρι πρότινος αποτελούσαν «Κέντρα Ασφαλείας».

Παραδείγματα χωριών του νομού Κιλκίς που εκκενώθηκαν

Στη συνέχεια θα αναφερθούν ορισμένες περιπτώσεις χωριών για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες για το πώς, αλλά και το γιατί διατάχθηκε και υλοποιήθηκε η εκκένωσή τους. Τα γεγονότα θα μελετηθούν μέσα, τόσο από προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν την παραπάνω βίαιη πραγματικότητα, όσο και από αρχειακές πηγές φορέων αρμόδιων για το ζήτημα. Μέσα από τα παραδείγματα που θα παρουσιασθούν μπορούμε να αντιληφθούμε τη λογική και το σκεπτικό των στρατιωτικών αρχών, τα κριτήρια επιλογής των χωριών των οποίων οι κάτοικοι θα μετακινούνταν, τον κοινωνικό αντίκτυπο των εκκενώσεων και την επίπτωσή τους στους πληττόμενους, τις δυσλειτουργίες που προέκυψαν. Γενικά θα αποκτήσουμε μια σφαιρική άποψη για το μέγεθος του προβλήματος και την εξέλιξή του στην ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς.

Μια από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις χωριών, των οποίων η εικόνα άλλαξε άρδην κατά την περίοδο της Κατοχής, αλλά κυρίως του εμφυλίου πολέμου, είναι τα Μεγάλα Λιβάδια Πάικου. Επρόκειτο για ένα αμιγώς ορεινό βλαχοχώρι που τοποθετείται στα 1.260 μέτρα, στις κορυφές του όρους Πάικου. Οι αρχειακές πηγές της εποχής προξενούν μία σύγχυση αφού στα πολιτικά έγγραφα το χωριό Μεγάλα Λιβάδια φαίνεται να υπάγεται στο νομό Κιλκίς, στα στρατιωτικά το εντοπίζουμε στο νομό Πέλλας.[5] Μέχρι και πριν το Β΄ Παγκόσμιο, αποτελούσε ένα ζωντανό και σχετικά εύπορο χωριό και ίσως έναν από τους ακμαιότερους κτηνοτροφικούς οικισμούς της Μακεδονίας.

Ωστόσο, η δεκαετία του 1940 υπήρξε καταστροφική για τον πληθυσμό του χωριού και ποτέ έκτοτε δεν απέκτησε την παλιά του συνοχή και εικόνα. Τα Μεγάλα Λιβάδια κατά τη διάρκεια της κατοχής ήταν ένα αμιγώς «Ελασοχώρι» και έδρα του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Εξαιτίας της αντιστασιακής του δράσης, στις 4 Μαΐου του 1944 οι Γερμανοί σε συνεργασία με βουλγάρικα στρατεύματα, που ήρθαν από τη Γευγελή, εκκένωσαν το χωριό, μεταφέροντας τους κατοίκους στο Πολύκαστρο και το έκαψαν όλο.[6] Μετά την απελευθέρωση, ορισμένοι από τους κατοίκους του επέστρεψαν στις εστίες τους και ανακατασκεύασαν τα καμένα σπίτια τους. Δεν έμειναν όμως για πολύ, γιατί το χωριό το 1946 ξανακάηκε, αυτή τη φορά από το ΔΣΕ. Η πιθανότερη αιτία φαίνεται να ήταν το ότι οι κάτοικοι που επέστρεψαν, επέλεξαν να ταχθούν με την αντίπαλη πλευρά, απόφαση που προκάλεσε την οργή των ανταρτών. Το χωριό εκκενώθηκε και έκτοτε οι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία στην Κεντρική κυρίως Μακεδονία. Η επίσημη ημερομηνία εκκένωσής του εντοπίζεται στα στρατιωτικά έγγραφα το Σεπτέμβριο του 1946, δηλαδή σχεδόν αμέσως μετά τη δεύτερη πυρπόλησή του.[7] Στις ίδιες πηγές αναφέρεται ότι η μεταφορά των κατοίκων έγινε στην Αρδέα και στον Εξαπλάτανο. Στην πραγματικότητα υπήρξε διασπορά Μεγαλολιβαδιωτών, αρχικά, σε πολλά διαθέσιμα «Κέντρα Ασφαλείας», τόσο στο Νομό Κιλκίς όσο και στην Πέλλα. Τον Οκτώβριο του 1947 στην Αξιούπολη Κιλκίς είχαν καταφύγει 60 οικογένειες με περίπου 290 μέλη[8] και τον Αύγουστο του 1948 βρίσκουμε στη Γουμένισσα 59 οικογένειες με σύνολο περίπου 320 μέλη.[9] Στη δεύτερη κατάσταση αναφέρεται μάλιστα ρητά ότι η μετακίνηση των κατοίκων των Μεγάλων Λιβαδίων πραγματοποιήθηκε κατόπιν εντολής των στρατιωτικών αρχών. Οπότε στην περίπτωση του χωριού αυτού έχουμε μια πρώιμη σε σχέση με τις άλλες εκκένωση χωριού από τον στρατό, αφού, όπως ειπώθηκε και παραπάνω η εκκένωση των Μεγάλων Λιβαδίων ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 1946.[10]

Η πλειονότητα των κατοίκων των Μεγάλων Λιβαδίων μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το Νοέμβριο του 1947 εντοπίστηκαν περίπου 700 απ’ αυτούς εγκαταστημένοι σε διάφορα σημεία της πόλης, από τη Θέρμη και την Πυλαία μέχρι την Πολίχνη, τη Νέα Ευκαρπία, το Ωραιόκαστρο, το Ρετζίκι, το Ασβεστοχώρι, αλλά και τη Νέα Μαγνησία, το Δρυμό, το Νέο Κουκλουτζά, τη Χαλάστρα και το Πρόχωμα.[11]

Με βάση όλα τα παραπάνω, ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του κράτους απέναντι στους κατοίκους των Μεγάλων Λιβαδίων, όπως αυτή διαφαίνεται ίσως από την συγκεκριμένη περίπτωση που ακολουθεί: στις 12 Σεπτεμβρίου του 1947 ο στρατιώτης Τζώρτζης Αναστάσιος, που υπηρετούσε στην εξωτερική φρουρά των Επανορθωτικών Φυλακών Πολυγύρου, έστειλε αναφορά προς το 15ο Τάγμα Φρουρών, στην οποία εξέφραζε τα παράπονά του για τη μεταχείριση της «ανταρτόπληκτης» οικογένειάς του, της οποίας τύχαινε να είναι ο μόνος προστάτης. Από το χωριό Μ. Λιβάδια είχαν μεταβεί στο χωριό Καλή Αλμωπίας (Γιαννιτσά) λόγω επιδρομών των ανταρτών, κατά τις οποίες κάηκε και το σπίτι τους. Στη συνέχεια, ανέφερε πως η Επιτροπή Διανομών Γουμένισσας αρνήθηκε να παράσχει στην οικογένειά του την προβλεπόμενη βοήθεια, προφασιζόμενη ότι τα τρόφιμα θα καταλήξουν στα χέρια των «συμμοριτών».[12] Επιπλέον, για τον ίδιο περίπου λόγο κατηγορούσε και τον πρόεδρο της Κοινότητας των Μεγάλων Λιβαδίων, ότι είχε δηλαδή καθυστερήσει να παραδώσει στην οικογένειά του τα διανεμόμενα τρόφιμα της UNRRA.[13] Οι αρχές φαίνεται να εξακολουθούν να τους θεωρούν συνεργάτες των ανταρτών και να μην τους παρέχουν την προβλεπόμενη βοήθεια, παρόλο που όπως γίνεται αντιληπτό από το περιεχόμενο της επιστολής, η μετακίνησή τους πραγματοποιήθηκε «συνεπεία επιδρομών των συμμοριτών, οίτινες είχον καύσει τας οικείας».[14] Προκαλεί εντύπωση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επρόκειτο για απλό πολίτη αλλά για στρατευμένο, ο οποίος υπηρετούσε στις τάξεις του Εθνικού Στρατού. Επιπλέον, η οικογένειά του είχε μετακινηθεί και διέμενε στο χωριό Καλή Αλμωπίας, επομένως βρισκόταν μακριά από τον τόπο καταγωγής της, τα Μεγάλα Λιβάδια, και ήταν πρακτικά αδύνατο να τροφοδοτήσει τους αντάρτες. Ενδεχομένως οι αρμόδιοι να είχαν εξαντλήσει την καχυποψία τους στην παραπάνω περίπτωση. Άλλη μία υπόθεση είναι να μην είχαν ικανή πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα στην περιοχή. Το χωριό των Μεγάλων Λιβαδίων είχε καταγραφεί στις συνειδήσεις τους ως «Ελασοχώρι» και αυτό ήταν δύσκολο να αλλάξει τόσο γρήγορα, οπότε και οι κάτοικοί του θεωρούνταν συνεργάτες ή φίλα προσκείμενοι στο ΔΣΕ.

Οι κάτοικοι των Μεγάλων Λιβαδίων ομολογουμένως βίωσαν αρκετά δεινά κατά τη διάρκεια τόσο της κατοχής όσο και του εμφυλίου πολέμου. Το χωριό αυτό ταλαιπωρήθηκε πολύ εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης, αλλά και των εμφυλιοπολεμικών παθών της εποχής. Μεταπολεμικά κατόρθωσε να επιβιώσει αποκλειστικά χάρη στην ύπαρξη των νομαδοκτηνοτρόφων που ανέβαιναν στο χωριό μόνο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, πριν αρχίσει να επανακατοικείται μόνιμα κατά τη δεκαετία του 1960.[15] Τα Μεγάλα Λιβάδια αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χωριού που υπέστη βαθιές αλλαγές κατά τη δεκαετία του 1940, που οφείλονται στις αναγκαστικές μετακινήσεις των κατοίκων του .

Ένα άλλο παράδειγμα που αποτυπώνει το κλίμα της εποχής είναι το χωριό Γερακώνας. Πρόκειται για ένα χωριό σε υψόμετρο 260 μέτρων, που βρισκόταν κοντά στα κέντρα ελέγχου του Εθνικού Στρατού και σχετικά κοντά στη Γουμένισσα, ένα από τα τότε «Κέντρα Ασφαλείας» της περιοχής. Στις 10 Φεβρουαρίου 1948 κατόπιν διαταγής του Τάγματος Πεζικού 511 προς τη ΜΑΔ Φιλλυριάς διατάχθηκε η εκκένωση του Γερακώνα. Οι κάτοικοί του κατέφυγαν στη Φιλλυριά,[16] και ο διοικητής του Τάγματος διαβεβαίωσε τον πρόεδρό τους, Θεόφιλο Γεωργίου, ότι θα χαρακτηριστούν ως «ανταρτόπληκτοι», από τη στιγμή που η μετακίνηση είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα και πραγματοποιήθηκε κατόπιν στρατιωτικής εντολής. Ωστόσο, όταν ο πρόεδρος βρέθηκε στη Γουμένισσα για να διευθετήσει τις λεπτομέρειες, ο διοικητής του Τάγματος Πεζικού 513, που εν τω μεταξύ είχε αντικαταστήσει το 511, αρνήθηκε το χαρακτηρισμό και διέταξε την επιστροφή των κατοίκων στις εστίες τους. Εν μέσω χειμώνα, κατέστη αδύνατη η εφαρμογή της νέας διαταγής, δηλαδή ο άμεσος επαναπατρισμός τους. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα το Τάγμα Πεζικού 513 αντικαταστάθηκε από το Τάγμα Πεζικού 519, το οποίο πάγωσε την προηγούμενη διαταγή και απαγόρευσε εκ νέου την επάνοδο των κατοίκων του Γερακώνα στο χωριό τους. Αυτές οι παλινωδίες έφεραν τους κατοίκους όχι μόνο στη δυσχερή θέση της προσφυγιάς, αλλά και σε παρατεταμένη απόγνωση. Αμέτοχοι στις εξελίξεις που τους αφορούσαν άμεσα, υπέμεναν το χειμώνα, αδυνατώντας να επιστρέψουν στο ήδη καταστραμμένο χωριό τους και χωρίς την παραμικρή βοήθεια από το κράτος. Το ερώτημα που τίθεται σ’ αυτή την περίπτωση είναι αν πρόκειται για τυχαία εξαίρεση ή απλά για μία αστοχία της Διοίκησης των εκεί Ταγμάτων.

Μέχρι τώρα παρουσιάσθηκαν δύο παραδείγματα χωριών από την ευρύτερη περιοχή του όρους Πάικου. Το τρίτο παράδειγμα αφορά στο χωριό Σταθμός Μουριών Κιλκίς που βρίσκεται στην άλλη πλευρά των επιχειρήσεων, στην ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς και συγκεκριμένα κοντά στην οροσειρά Μπέλλες και τα σύνορα με τη σημερινή Βόρεια Μακεδονία. Πρόκειται για ένα από τα πολλά χωριά που εκκενώθηκαν, με το αιτιολογικό της δύσκολης κατάστασης που βίωναν οι κάτοικοι από τις επιδρομές και τις λεηλασίες των ανταρτών. Από την ευρύτερη περιοχή, το λεγόμενο Λεκανοπέδιο των Μουριών, και συγκεκριμένα από το Ροδώνα καταγόταν ο Κώστας Παπαδόπουλος, αρχηγός μιας από τις ένοπλες εθνικιστικές ομάδες που δρούσαν κατά τη διάρκεια της κατοχής στην ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς και η οποία σε συνεργασία με τους Γερμανούς κατακτητές αντιμαχόταν τον ΕΛΑΣ.[17] Στη δράση της συγκεκριμένης ομάδας στην περιοχή, σε συνδυασμό με την ύπαρξη του Σιδηροδρομικού Σταθμού, οφείλονταν οι πολλές επιθέσεις που δέχθηκε το χωριό από τους αντάρτες του ΔΣΕ, που είχαν ως αποτέλεσμα τη διαταγή εκκένωσης του χωριού.

Τον Αύγουστο του 1947 το χωριό εκκενώθηκε και οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν κυρίως στη Θεσσαλονίκη αλλά και στο Κιλκίς.[18] Αφορμή για να πραγματοποιηθεί η εκκένωση στάθηκε η πυρπόληση και η ολοσχερής καταστροφή του χωριού από τους αντάρτες του ΔΣΕ και συγκεκριμένα από μια ομάδα με καπετάνιο τον Χαράλαμπο Ηλιάδη που καταγόταν επίσης από το Ροδώνα.[19] Το γεγονός ότι η επίθεση έγινε από έναν κάτοικο γειτονικού χωριού και την ομάδα του, μαρτυρεί ίσως ότι η επίθεση ήταν αποτέλεσμα τοπικών ανταγωνισμών και αντιπαλοτήτων του πρόσφατου παρελθόντος, καθώς αυτές είχαν αρχίσει να διαφαίνονται ήδη από τα τέλη της περιόδου της γερμανικής κατοχής.

Το σύνολο των κατοίκων του χωριού προσφυγοποιήθηκε. Μόνο στη Θεσσαλονίκη και στα περίχωρά της το Νοέμβριο του 1947 καταμετρήθηκαν τουλάχιστον 1.400 κάτοικοι από τις Μουριές.[20] Η μαρτυρία της Αγάπης Αθανασιάδου είναι αντιπροσωπευτική του μεγέθους της τραγωδίας που βίωσαν αυτοί οι άνθρωποι: «Τώρα εμείς είμαστε σε κακά χάλια. Αξυπόλητοι με νυχτικιές, γυμνοί, όλα μας μύριζαν. Μόνο ένα πάπλωμα γλυτώσαμε και τυλίξαμε το μωρό. Απογοητευμένοι, τι θα κάνουμε το βράδυ; Μήπως έρθουν πάλι; Εκεί που σκεφτόμασταν, το απόγευμα στείλει το κράτος ένα τρένο και μάς μάζεψε όλους και μάς κατέβασε Θεσσαλονίκη».[21]

Το παραπάνω συμβάν δεν ήταν ούτε ασυνήθιστο ούτε μεμονωμένο, αλλά αντίθετα μια μόνιμη δυσμενής πραγματικότητα για το χωριό. Οι επιθέσεις στο Σταθμό Μουριών από τους αντάρτες της περιοχής ήταν συχνό και χρόνιο φαινόμενο. Τις πρώτες επιθέσεις τις βρίσκουμε αρκετά πίσω στο χρόνο. Σε μία από αυτές, στις 20 Νοεμβρίου του 1946 ακόμα, πραγματοποιήθηκε επίθεση και πυρπόληση του Σιδηροδρομικού Σταθμού Μουριών.[22] Στην επίθεση αυτή σκοτώθηκε ο Σταθμάρχης Αλέξανδρος Λιογγαρίδης, και η οικογένειά του, μετά το συμβάν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό και να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη.[23] Παρατηρείται, δηλαδή, στο συγκεκριμένο χωριό το φαινόμενο της οικειοθελούς μετακίνησης μεμονωμένων ατόμων και οικογενειών πριν από την οριστική και μαζική εκκένωσή του από το στρατό, το καλοκαίρι του 1947.

Ένα τελευταίο παράδειγμα χωριού που εκκενώθηκε και βοηθά να γίνει αντιληπτό το σκεπτικό των στρατιωτικών αρχών κατά την εφαρμογή του σχεδίου των εκκενώσεων είναι η Μεγάλη Στέρνα Κιλκίς. Το παραπάνω χωριό βρίσκεται σε μία τοποθεσία, σχετικά πεδινή, στα 225 μέτρα υψόμετρο, πάλι στην οροσειρά Μπέλες και 18 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης του Κιλκίς. Εκείνη την εποχή αριθμούσε 750 κατοίκους σχεδόν αμιγώς προσφυγικής καταγωγής και συγκεκριμένα πρόσφυγες από τον Καύκασο.[24] Πρόκειται για ένα χωριό που στα χρόνια της κατοχής στήριξε τον αγώνα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, αφού λειτουργούσαν σ’ αυτό καλά οργανωμένοι πυρήνες του ΚΚΕ, και αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς «παράνομους». Μετά την έναρξη του εμφυλίου πολέμου πολλοί κάτοικοι της Μεγάλης Στέρνας οργανώθηκαν στο ΔΣΕ. Μέχρι τις 20 Ιουλίου του 1948, είχαν ενταχθεί στο ΔΣΕ 227 άτομα, ενώ πολλές οικογένειες με συγγενείς αντάρτες είχαν διαφύγει ήδη από το χωριό.[25] Επιπλέον στο χωριό είχαν μεταφερθεί από το στρατό, μετά από διαταγές της 37ης Μεραρχίας άλλες 75 οικογένειες από άλλα χωριά που είχαν εκκενωθεί και χαρακτηρίζονταν «καθαρώς κομμουνιστικαί και των οποίων πλείστα τα μέλη είχον ενταχθή εις τας συμμορίας».[26]

Το Τάγμα του Εθνικού Στρατού μόλις εγκαταστάθηκε στο Χέρσο υπέβαλλε αναφορά να εκκενωθεί τόσο η Μεγάλη Στέρνα, όσο και το γειτονικό Ηλιόλουστο, όπου η κατάσταση ήταν παρόμοια, με εγκαταστημένες και εκεί οικογένειες από άλλα εκκενωθέντα χωριά.[27] Η πενιχρή στρατιωτική δύναμη που είχε αφεθεί εκεί δεν ήταν εφικτό ούτε καν να ανακόψει τα δίκτυα πληροφοριών των ανταρτών, αφού ακόμα και οι πρόχειρες ενέδρες που στήνονταν από το στρατό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, προδίδονταν από τους ίδιους τους κατοίκους του χωριού στο ΔΣΕ που επιχειρούσε στην περιοχή.[28]

Η πληροφόρηση του ΔΣΕ για τις δράσεις του Εθνικού Στρατού από τους κατοίκους των χωριών διαφαίνεται ως ένας από τους σημαντικότερους λόγους που ο στρατός αποφάσισε να εφαρμόσει την πρακτική των εκκενώσεων. Γιατί έγινε βασική μέριμνά του, μέσω των εκκενώσεων, να χτυπήσει τα δίκτυα πληροφοριών που παρείχε στους αντάρτες η τοπική κοινωνία. Χωρίς τον κόσμο που ήταν φίλα προσκείμενος προς το ΔΣΕ η κίνηση των ανταρτών στις περιοχές αυτές θα γινόταν εξαιρετικά δύσκολη. Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την απομάκρυνση όλων των κατοίκων από τις περιοχές του χώρου δράσης των αντάρτικων ομάδων. Αποκόπτοντας το ΔΣΕ από τον κοινωνικό του ιστό και απομονώνοντάς τον, επιτυγχανόταν μαζί με όλα τα υπόλοιπα και η μυστικότητα στις επικείμενες δράσεις του στρατού. Επομένως το παράδειγμα της Μεγάλης Στέρνας, βοηθά στο να υπεισέλθουμε στη λογική των εκκενώσεων, αλλά και στην αναγνώριση των επιδιωκόμενων στόχων αυτής της πρακτικής.

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, η περίπτωση του νομού Κιλκίς παρουσιάζει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά για τα οποία σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε η πρακτική των εκκενώσεων χωριών. Με τα παραπάνω παραδείγματα, παρουσιάσθηκαν ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους αποφασιζόταν η εκκένωση κάποιου χωριού. Λόγοι διαφορετικοί μεταξύ τους που είχανε όμως σχέση με τη μορφολογία του εδάφους, τις επικρατούσες συνθήκες, τις ειδικές περιστάσεις και τις ιδιαιτερότητες που επικρατούσαν σε κάθε περίπτωση. Κάθε μελέτη περίπτωσης είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά, τα οποία συμπληρώνουν τη γενικότερη εικόνα του εγχειρήματος των εκκενώσεων.

Επιπλέον, όλες οι περιπτώσεις που αναλύθηκαν συμβάλλουν στη γνώση της γενικότερης κατάστασης που επικρατούσε στην περιοχή κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι η μελέτη και η ανάδειξη των παραπάνω παραμέτρων, παρέχει το μεθοδολογικό εργαλείο για να ερμηνευθεί γιατί το ελληνικό κράτος προχώρησε στην άσκηση μιας τόσο βίαιης πολιτικής.

Το προσφυγικό ρεύμα ήταν το αρνητικό επακόλουθο του σχεδίου. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και, ως επί το πλείστον διαβίωσαν σε πολύ άσχημες συνθήκες στα «Κέντρα Ασφαλείας».

Και, ασφαλώς θα πρέπει να αναφερθεί, ότι και ο επαναπατρισμός των προσφύγων από το νομό Κιλκίς στα χωριά τους, που υποχρεωτικά/αναγκαστικά είχαν εγκαταλείψει, ήταν μία μακρά και επίπονη διαδικασία, καθώς το μεγαλύτερο μέρος όσων επέστρεψαν βρήκαν πίσω τους καμένη γη.

Η επάνοδος των «ανταρτόπληκτων» στις εστίες τους δε φαίνεται να ολοκληρώνεται ούτε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας το 1950. Κάποιοι απ’ αυτούς, αρκετοί σε αριθμό, δεν επέστρεψαν ποτέ. Είτε προτίμησαν και επιδίωξαν να παραμείνουν στις πόλεις όπου φιλοξενήθηκαν, είτε επέλεξαν, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, τη μετανάστευση στο εξωτερικό.

Οι μάρτυρες καταθέτουν πως πολλοί από την ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς επέλεξαν να μεταναστεύσουν στη Σουηδία και στη Γερμανία για ένα καλύτερο μέλλον. Φαίνεται πως όσοι συνδέουν το κύμα μετανάστευσης των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών με τις μετακινήσεις πληθυσμών τη δεκαετία του ‘40 δεν απέχουν σημαντικά από την πραγματικότητα. Αλλά αυτό είναι ένα ενδιαφέρον θέμα για μια άλλη έρευνα.

  1. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Νομός Κοζάνης, ΑΒΕ 60 ΑΕΕ ΔΙΟΙΚ. 15.1 ΣΑΕ 626, Αρχείο Νομαρχίας Κοζάνης: Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Νομού Κοζάνης προς Υποεπιτροπήν Διανομών Σιατίστης, Κοζάνη, 6 Μαρτίου 1947.
  2. Γενικά Αρχεία του Κράτους/Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (ΓΑΚ/ΙΑΜ), GRGSA-IAM_ADM002.S22_01_000015_00150: Βασίλειον της Ελλάδος, Υπηρεσία Κοινωνικής Πρόνοιας Θεσσαλονίκης, Γραφείον Μελετών και Στατιστικής, Θεσσαλονίκη, 3 Δεκεμβρίου 1947.
  3. Δημήτρης Ζαφειρόπουλος, Ο αντισυμμοριακός αγών 1945-1949, τόμ. 1, Αθήνα, 1956, σ. 220.
  4. GRGSA-IAM_ADM002.S22_01_000011_0003_00099-00101: Νομαρχία Κιλκίς προς Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος, Κιλκίς, 13 Σεπτεμβρίου 1947.
  5. Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), Φ. 1923/1949/Α/1, Βιβλίο εκκενωθέντων χωριών, σ. 52.
  6. Στράτος Δορδανάς, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2007· Αστέριος Ι. Κουκούδης, Τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου, Σύλλογος Μεγαλολιβαδιωτών Πάικου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 28.
  7. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ. 1923/1949/Α/1, Βιβλίο εκκενωθέντων χωριών, σ. 52.
  8. Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), Νομός Κιλκίς, «Κατάστασις ανταρτόπληκτων Μεγάλων Λειβαδίων διαμενόντων εις Αξιούπολιν», Γουμένισσα, 23 Οκτωβρίου 1947.
  9. ΓΑΚ Κιλκίς, «Κατάστασις ανταρτόπληκτων οικογενειών εκ κοινότητος Μεγάλων Λειβαδίων μετακινηθέντων κατόπιν αποφάσεως Στρατιωτικών αρχών», Γουμένισσα 13 Αυγούστου 1948.
  10. Κουκούδης, ό.π., σ. 28
  11. GRGSA-IAM_ADM002.S22_01_000014_00024-00026: «Κατάστασις εμφαίνουσα ανταρτόπληκτους εκ Μεγάλων Λιβαδίων καταφυγόντας εις περιφέρειαν επαρχίας Θεσσαλονίκης ως κάτωθι εγκριθέντας και μη υπό της καθ’ ημάς Υπηρεσίας κατόπιν επιτοπίου αυτοψίας Υπαλλήλου Υπηρεσίας Κοινωνικής Προνοίας Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη, 29 Απριλίου 1948.
  12. ΓΑΚ Κιλκίς, Επιστολή Στρατιώτη Τζώρτζη Αναστασίου προς 15ο Τάγμα Φρουρών Β.Σ.Τ. 903, Πολύγυρος, 12 Σεπτεμβρίου 1947
  13. Στο ίδιο.
  14. Στο ίδιο
  15. Κουκούδης, ό.π., σ. 28.
  16. ΓΑΚ Κιλκίς, Πρόεδρος Γερακώνος προς Νομαρχία Κιλκίς, επιστολή, 6 Ιανουαρίου 1949.
  17. Στράτος Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων, ο κόσμος των ταγμάτων ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 227-228, 276. Για τη δράση των εθνικιστικών αντάρτικων ομάδων, βλ. Βάιος Καλογρηάς, Το αντίπαλο δέος. Οι εθνικιστικές οργανώσεις αντίστασης στην κατεχόμενη Μακεδονία (1941-1944), Εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2012· Νίκος Μαραντζίδης, Γιασασίν Μιλλέτ, Ζήτω το Έθνος. Προσφυγιά, κατοχή και εμφύλιος: Εθνοτική ταυτότητα και πολιτική συμπεριφορά στους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους του δυτικού Πόντου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001.
  18. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ. 1923/1949/Α/1, Βιβλίο εκκενωθέντων χωριών, σ. 36.
  19. Προφορική μαρτυρία Βασιλικής Παπαδοπούλου, Μουριές Κιλκίς, Νοέμβριος 2019.
  20. GRGSA-IAM_ADM002.S22_01_000015_00156: Υπηρεσία Κοινωνικής Πρόνοιας Θεσσαλονίκης, Γραφείον Μελετών και Στατιστικής, «Κατάλογος εκκενωθέντων χωριών που οι κάτοικοί τους μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη», 3 Δεκεμβρίου 1947.
  21. Προφορική μαρτυρία Αγάπης Αθανασιάδου, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 1988.
  22. Πολυμέρης Βόγλης, «Η κοινωνία της υπαίθρου κατά τη δεκαετία του 1940», Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ. Δ1, Ανασυγκρότηση – Εμφύλιος – Παλινόρθωση, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σσ. 326-361. Στη συγκεκριμένη επίθεση, που στόχο είχε τη φρουρά του Σιδηροδρομικού Σταθμού, σκοτώθηκαν δύο σιδηροδρομικοί υπάλληλοι και ένας πολίτης, με τη Χωροφυλακή να μην έχει απώλειες. Τα αντίποινα γι’ αυτή την επίθεση σημειώθηκαν δύο μήνες αργότερα, στην Ξυρόβρυση Κιλκίς, και ήταν μία από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου.
  23. GRGSA-IAM_ADM002.S22_01_000011_0003_00140: Αίτηση Ζωής, χήρας Αλεξ. Λιογγαρίδου προς Αστυνομικό Σταθμάρχη Μουριών, Θεσσαλονίκη, 15 Ιουλίου 1948.
  24. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ. 123/ Α/12, σσ. 3-5· βρίσκεται στην αναφορά του Αντισυνταγματάρχη Πεζικού Κ. Σταύρου προς την 31η Ταξιαρχία, που αφορά τους λόγους για τους οποίους η Μεγάλη Στέρνα πρέπει άμεσα να εκκενωθεί από τις στρατιωτικές αρχές, 21 Ιουλίου 1947. Η αναφορά στην καταγωγή των κατοίκων του χωριού μόνο τυχαία δεν είναι. Για τις πολιτικές επιλογές των Καυκασίων προσφύγων και τη ροπή τους προς την Αριστερά και το ΚΚΕ, βλ. Ανδρέας Αθανασιάδης, Καυκάσιοι πρόσφυγες και Αριστερά στην ελληνική Μακεδονία. Από την εγκατάσταση έως τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, Φλωρινιώτικες Εκδόσεις Λ. Ι. Αριστείδου, Ποντοκώμη 2020.
  25. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ. 123/Α/12, σ. 3, 21 Ιουλίου 1947.
  26. Στο ίδιο.
  27. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ. 1923/Α/12, σ. 4, 21 Ιουλίου 1947.
  28. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ. 1923/Α/12, σ. 3, 21 Ιουλίου 1947 .