Print Friendly, PDF & Email

Η εμφύλια σύγκρουση στην Άνω Μεσσηνία τον Σεπτέμβριο 1944 και η ερμηνεία της

Τόνια Καραδήμα

H σύγκρουση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα Τάγματα Ασφαλείας στον Μελιγαλά τον Σεπτέμβριο 1944 αποτελεί μία από τις πιο αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μετά την απελευθέρωση από τα γερμανικά στρατεύματα. Η σύγκρουση αυτή μετατράπηκε σε μνημονικό τόπο, εγγράφηκε στη συλλογική μνήμη ως μετωνυμία της κομμουνιστικής βίας και χρησιμοποιήθηκε για τη συγκρότηση πολιτικών ταυτοτήτων. Παρόλα αυτά δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα κάποια συστηματική μελέτη των παραγόντων που οδήγησαν σε αυτή την έκρηξη βίας. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να επιχειρήσει πέρα από την εξιστόρηση των γεγονότων και μια ερμηνεία της διολίσθησης στην ακραία βία που καταγράφηκε στην περιοχή. Ως πηγές χρησιμοποιούνται η διαθέσιμη μέχρι σήμερα βιβλιογραφία και υλικό από ελληνικά, γερμανικά, βρετανικά και αμερικανικά αρχεία,[1] ενώ αξιοποιούνται ο παράνομος αντιστασιακός και ο τοπικός Τύπος.

Οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Καλαμάτα στις 6 Σεπτεμβρίου 1944 αφήνοντας πίσω το τοπικό Τάγμα Ασφαλείας. Ο ΕΛΑΣ πρότεινε στην ηγεσία του να παραδοθεί με αντάλλαγμα την ασφάλεια των ανδρών του μέχρι να φτάσει η κυβέρνηση Παπανδρέου, ωστόσο, η πρόταση απορρίφθηκε. Η άρνηση των ταγματασφαλιτών να παραδοθούν οδήγησε τις δύο πλευρές στη σύγκρουση τα ξημερώματα της 9ης Σεπτεμβρίου. Μέχρι το βράδυ η άμυνα του Τάγματος είχε καμφθεί και περίπου 120 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και δεκάδες χωροφύλακες μαζί με τις οικογένειές τους διέφυγαν προς τον Μελιγαλά, όπου βρισκόταν ο κύριος όγκος του Τάγματος, περίπου 800 άνδρες.[2] Η πόλη είχε ενισχυθεί επίσης με άνδρες από τις ταγματασφαλίτικες βάσεις των γειτονικών χωριών. Οι δυνάμεις των ανταρτών ήταν περίπου ίσες, 1.000-1.200.[3] Η επίθεση τους ξεκίνησε τα ξημερώματα της 13ης Σεπτεμβρίου. Μετά από σκληρή τριήμερη μάχη το Τάγμα Ασφαλείας ηττήθηκε. Πολλοί άνδρες του παραδόθηκαν, ενώ διάφορες μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες προσπάθησαν να διαφύγουν προς τα γύρω χωριά για να γλιτώσουν, ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις εντοπίστηκαν, άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι συνελήφθηκαν. Οι ταγματασφαλίτες κλείστηκαν μαζί με μέλη των οικογενειών τους σε διάφορα σημεία του Μελιγαλά, οι περισσότεροι στο μπεζεστένι, έναν περιμανδρωμένο χώρο όπου γινόταν η ετήσια εμποροπανήγυρη.[4] Μετά τη μάχη ακολούθησαν πράξεις αντεκδίκησης, αυτοδικίες και καταστροφές περιουσιών. Αξιωματικοί του Τάγματος και της Χωροφυλακής οδηγήθηκαν στο γειτονικό χωριό Μερόπη, όπου εκτελέστηκαν και ρίχτηκαν σε ένα ξεροπήγαδο.[5] Στη συνέχεια έλαβαν χώρα μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων, τα πτώματα των οποίων ρίχτηκαν στη γνωστή πηγάδα περίπου δύο χιλιόμετρα δυτικά του Μελιγαλά. Οι αυτοδικίες και οι εκτελέσεις, ωστόσο, δεν περιορίστηκαν εκεί, αλλά συνεχίστηκαν και σε άλλες περιοχές της Μεσσηνίας. Από τα πιο τραγικά παραδείγματα αποτελεί η Καλαμάτα, όπου στις 17 Σεπτεμβρίου μεταφέρθηκαν και λιντσαρίστηκαν 18 ταγματασφαλίτες, χωροφύλακες και τοπικοί άρχοντες, ανάμεσα τους ο νομάρχης Δημήτριος Περρωτής και ο διοικητής Χωροφυλακής Ιωάννης Φραγκουδάκης.[6]

Ο συνολικός αριθμός των νεκρών από την πλευρά των ταγματασφαλιτών διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στις πηγές. Στις «εθνικόφρονες» πηγές οι νεκροί κυμαίνονται από περίπου 700 μέχρι 2.500 και περισσότερους,[7] ενώ στις εαμικές μεταξύ 280 και 1.500.[8] Στις τελευταίες γίνεται αναφορά και στους νεκρούς του ΕΛΑΣ που είναι μεταξύ 60 και 300,[9] ενώ αναφέρονται και δεκάδες τραυματίες. Το δελτίο πληροφοριών του ΕΛΑΣ έκανε λόγο για 800 ταγματασφαλίτες που σκοτώθηκαν στη μάχη, 60 νεκρούς ελασίτες και 150 ελασίτες τραυματίες.[10]

Όσον αφορά στους ταγματασφαλίτες είναι δύσκολο να γίνει διάκριση ανάμεσα στους νεκρούς της μάχης, εκείνους που σκοτώθηκαν μετά από αυτοδικίες και τους εκτελεσμένους. Ένα έγγραφο που προσφέρει σημαντικές πληροφορίες κυρίως για τις εκτελέσεις στην πηγάδα είναι η έκθεση του ιατροδικαστικού συνεργείου Αθηνών που επισκέφτηκε την περιοχή έναν χρόνο αργότερα.[11] Στην πηγάδα εντοπίστηκαν 708 πτώματα – ανάμεσα σε αυτά και δύο γυναίκες – ηλικίας 17-70 ετών, ενώ η ηλικία ορισμένων ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί λόγω προχωρημένης σήψης. Σε περισσότερα από τα μισά πτώματα η αιτία θανάτου ήταν «κατασύντριψις της κεφαλής» ή «καταστροφή της κεφαλής», στο ένα τρίτο η αιτία δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί, αρκετά έφεραν τραύματα στο κεφάλι από βλήμα πυροβόλου όπλου και ορισμένα έφεραν τραύματα από τέμνον όργανο. Η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν και το γεγονός ότι τα περισσότερα ήταν γυμνά έκαναν δύσκολη την αναγνώρισή τους. Έτσι, μόνο τα 64 κατέστη δυνατό να αναγνωριστούν. Τα πτώματα που δεν αναγνωρίστηκαν θάφτηκαν σε ομαδικό τάφο. Από τα αναγνωρισμένα κάποια θάφτηκαν σε χωριστούς τάφους κοντά στην πηγάδα και άλλα μεταφέρθηκαν για ταφή στα μέρη καταγωγής τους.

Ακόμη, το ιατροδικαστικό συνεργείο εντόπισε 22 πτώματα στο ξεροπήγαδο της Μερόπης, πέντε πτώματα κατοίκων του Νεοχωρίου στο χωριό Σκάλα, πέντε χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Μελιγαλά, που εκτελέστηκαν τη μέρα που έπεσε ο Μελιγαλάς, δύο πτώματα στον δρόμο Μελιγαλά-Νεοχωρίου, στο μέσο του οποίου βρισκόταν η πηγάδα και δύο πτώματα στον περίβολο του ναού του Αγίου Ιωάννη στον Μελιγαλά ανθρώπων που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης. Έπειτα το ιατροδικαστικό συνεργείο μεταφέρθηκε στην Καλαμάτα, όπου προχώρησε σε εκταφές σε διάφορα σημεία μέσα και γύρω από την πόλη. Στην ιατροδικαστική έκθεση γίνεται αναφορά για εκταφή 209 πτωμάτων ανθρώπων που σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν από «οπαδούς του ΕΛΑΣ» μετά την απελευθέρωση, 219 που εκτελέστηκαν από Γερμανούς, 59 που εκτελέστηκαν από Γερμανούς και ταγματασφαλίτες και 33 που σκοτώθηκαν στη μάχη μεταξύ ΕΛΑΣ και Ταγμάτων στις 9 Σεπτεμβρίου.[12] Με δεδομένο ότι οι αυτοδικίες και οι εκτελέσεις μετά τη μάχη του Μελιγαλά δεν περιορίστηκαν στις περιοχές που επισκέφτηκε το ιατροδικαστικό συνεργείο, γίνεται κατανοητό ότι ο συνολικός αριθμός είναι ελαφρώς μεγαλύτερος από αυτόν που προκύπτει από την ιατροδικαστική έκθεση και πιθανώς γύρω στους 900.

Η βία, όπως έχει καταδείξει η έρευνα, δεν είναι αυτονόητη και μη εξηγήσιμη ακόμα και σε πολεμικές συνθήκες.[13] Πώς, λοιπόν, εξηγείται η έκρηξη βίας στην Άνω Μεσσηνία αμέσως μετά την απελευθέρωση; Αρχικά, αυτή σχετίζεται με τη βία των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων και των Ταγμάτων Ασφαλείας τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής. Μέχρι τότε η βία των κατοχικών στρατευμάτων ήταν πολύ ηπιότερη. Μετά την απόβαση στη Σικελία και πριν την ιταλική συνθηκολόγηση η στάση των Γερμανών σκλήρυνε, όπως φαίνεται από διαταγή του στρατιωτικού διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης Alexander Löhr της 10ης Αυγούστου που έκανε λόγο για μεταφορά όλων των αιχμάλωτων ανταρτών στο Ράιχ, εφαρμογή σκληρών μέτρων εξιλασμού, εκτελέσεις ομήρων και καταστροφή χωριών σε περίπτωση επίθεσης εναντίον Γερμανών στρατιωτών.[14] Η ανάπτυξη του αντάρτικου μετά τη συνθηκολόγηση χάρη στην εξασφάλιση ιταλικών όπλων και ο φόβος συμμαχικής απόβασης στην Πελοπόννησο οδήγησαν τους Γερμανούς στην αύξηση της τρομοκρατίας προκειμένου να αποδυναμώσουν τον ΕΛΑΣ καταστρέφοντας τα δίκτυα που του παρείχαν εφεδρείες, τρόφιμα και πληροφορίες, ενώ παράλληλα επιδίωκαν να διατηρήσουν ανοιχτούς τους δρόμους διαφυγής σε περίπτωση απόβασης.[15] Έτσι, από τον Σεπτέμβριο και μετά ολόκληρη η Πελοπόννησος «είχε εξελιχθεί σε μία περιοχή που υφίστατο μία συστηματική σφαγή», όπως αναφέρει ο Μιχάλης Λυμπεράτος.[16]

Στη Μεσσηνία η τρομοκρατία ξεκίνησε λίγες ημέρες μετά το πέρασμα της διοίκησης στους Γερμανούς με την πυρπόληση του χωριού Αετός της επαρχίας Τριφυλίας στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου 1943 σε αντίποινα για συμπλοκή με αντάρτες την προηγούμενη μέρα. Έναν μήνα αργότερα, στις 22 Οκτωβρίου, οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις προχώρησαν σε συλλήψεις εκατοντάδων ανθρώπων στη δυτική πλευρά της Καλαμάτας λόγω της έντονης παρουσίας του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.[17] Σκοπός της επιχείρησης ήταν «η σύλληψη κομμουνιστικών στοιχείων για μεταφορά σε στρατόπεδα εργασίας», «η σύλληψη ομήρων προκειμένου να αποτραπούν πράξεις βίας εναντίον στρατευμάτων ή εγκαταστάσεων μεταφοράς» και «η κατάσχεση όπλων».[18] Σύμφωνα με τα γερμανικά έγγραφα συνελήφθηκαν 1.100 άνθρωποι.[19] Η ανακοίνωση του γερμανικού φρουραρχείου έκανε λόγο για σύλληψη όλων των ανδρών 15-60 χρόνων και 100 ατόμων ως ομήρων,[20] που μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και στο Γουδί. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Περρωτής, ο συνταγματάρχης Διονύσιος Παπαδόγκωνας, ο δήμαρχος Καλαμάτας Φώτιος Τσαγκάρης και άλλοι, αποφάσισαν ποιοι από τους κρατούμενους θα αφήνονταν ελεύθεροι και ποιοι όχι.[21] Από τους συλληφθέντες 185 κατέληξαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία και την Πολωνία, όπου πολλοί πέθαναν.[22]

Η τρομοκρατία αυξήθηκε με την εμφάνιση των Ταγμάτων Ασφαλείας που προώθησαν οι γερμανικές κατοχικές αρχές από το φθινόπωρο του 1943, αρχικά, για να αντιμετωπίσουν την αύξηση της αντάρτικης δραστηριότητας εξαιτίας της ανεπάρκειας γερμανικών δυνάμεων[23] και, στη συνέχεια, για την εφαρμογή της νέας πολιτικής αντιποίνων που τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.[24] Τα τυφλά αντίποινα που εφαρμόζονταν μέχρι τότε θεωρήθηκε ότι κλόνιζαν την εμπιστοσύνη του πληθυσμού στη δικαιοσύνη των κατοχικών αρχών και ενίσχυαν την αντίσταση. Οι Γερμανοί επιχείρησαν να δώσουν πολιτική διάσταση στα αντίποινα συλλαμβάνοντας πλέον μόνο κομμουνιστές ως υπεύθυνους για τις αντιστασιακές ενέργειες.[25] Έτσι αυτοί που κατέδιδαν τους υπεύθυνους θα χαρακτηρίζονταν όχι ως προδότες, αλλά ως αντικομμουνιστές, ενώ παράλληλα οι μαζικές συλλήψεις ομήρων για αντίποινα είχαν ως σκοπό να στρέψουν τον πληθυσμό εναντίον των ανταρτών. Ακόμα, καταργήθηκε η αναλογία 1:50 ή 1:100, δηλαδή 50 ή 100 εκτελέσεις για κάθε νεκρό Γερμανό και με βάση τη νέα διαταγή η έκταση των αντιποίνων θα εξαρτιόταν από την κάθε περίπτωση χωριστά, θα έπαιζε ρόλο το αξίωμα του νεκρού και ο τρόπος της επίθεσης εναντίον του. Στη νέα πολιτική αντιποίνων καθοριστικό ρόλο έπαιζαν οι καταδότες και τα Τάγματα Ασφαλείας που στελεχώθηκαν με ντόπιους άνδρες που γνώριζαν την περιοχή και τους ντόπιους κομμουνιστές.

Το πρώτο Τάγμα που δημιουργήθηκε στην Πελοπόννησο ήταν το Τάγμα Ελλήνων Εθελοντών «Λεωνίδας» του Λεωνίδα Βρεττάκου τον Νοέμβριο 1943. Μετά τη δημιουργία του ξεκίνησαν οι μεγάλες και καλύτερα οργανωμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή.[26] Η πρώτη εμφάνιση του Τάγματος στην Καλαμάτα έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1944 στο πλαίσιο της επιχείρησης «Κότσυφας». Σκοπός του ήταν η διάλυση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και η στρατολόγηση Μεσσήνιων που θα συγκροτούσαν το τοπικό Τάγμα.[27] Την επόμενη μέρα οι ταγματασφαλίτες μαζί με Γερμανούς στρατιώτες επιδόθηκαν σε λεηλασίες, στοχευμένες συλλήψεις και εκτελέσεις τριών ανθρώπων στην πλατεία της Καλαμάτας και άλλων δεκατριών σε χωριά της περιοχής.[28] Ο αριθμός των συλληφθέντων, κατά τη γερμανική αναφορά, έφτασε τους 142,[29] ενώ ο Παναγιώτης Δεμέστιχας, διοικητής του Τάγματος, έκανε λόγο για 188[30] και ο Βρεττάκος για 200.[31] Από αυτούς εφτά εκτελέστηκαν σε αντίποινα για τις απώλειες του Τάγματος με εντολή του Βρεττάκου και οι υπόλοιποι παραδόθηκαν στους Γερμανούς και κρατήθηκαν ως όμηροι στις φυλακές της Τρίπολης.[32] Πολλοί εκτελέστηκαν στις 24 Φεβρουαρίου στην Παλαιοχούνη Μεγαλόπολης σε αντίποινα για την ενέδρα του ΕΛΑΣ σε γερμανικό φορτηγό αυτοκίνητο την προηγούμενη ημέρα στο ίδιο σημείο, στην οποία σκοτώθηκαν 15 Γερμανοί και τραυματίστηκαν 7.[33] Στη γερμανική αναφορά γίνεται λόγος για 200 εκτελεσμένους.[34] Από αυτούς οι 150 περίπου ήταν Μεσσήνιοι.[35]

Λίγες μέρες μετά την επιδρομή στην Καλαμάτα, στις 4 Φεβρουαρίου, πραγματοποιήθηκε μπλόκο στην αγορά της πόλης, στο οποίο συνελήφθησαν πολλοί όμηροι, χωρίς να είναι γνωστός ο αριθμός τους, και κλείστηκαν στο στρατόπεδο του 9ου Συντάγματος. Το μπλόκο πραγματοποιήθηκε από γερμανικά τμήματα σε συνεργασία με Έλληνες καταδότες από τον κύκλο του Περρωτή.[36] Οι τελευταίοι επέλεξαν στη συνέχεια ποιοι από τους αιχμαλώτους θα αφήνονταν ελεύθεροι και ποιοι θα παρέμεναν στο «σύνταγμα».[37] Όσοι παρέμειναν εκτελέστηκαν στις 8 Φεβρουαρίου σε αντίποινα για τον θάνατο δέκα Γερμανών στρατιωτών και τον τραυματισμό ενός σε ενέδρα του ΕΛΑΣ ανάμεσα στα χωριά Σκάλα και Άγιος Φλώρος τρεις μέρες νωρίτερα.[38] Οι εκτελεσμένοι θάφτηκαν στη δυτική παραλία της Καλαμάτας, από όπου το ιατροδικαστικό συνεργείο ανέσυρε 208 πτώματα τον Σεπτέμβριο 1945.[39] Επιπλέον, σε αντίποινα για την ενέδρα αναφέρονται άλλες τέσσερις εκτελέσεις στη Σκάλα, μία στα Χριστοφιλαίικα και τρεις στα Αρφαρά,[40] ενώ πυρπολήθηκαν τα χωριά Άγιος Φλώρος, Σκάλα, Χριστοφιλαίικα και Τσουκαλαίικα.[41] Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο Περρωτής δικαιολόγησε τα αντίποινα υποστηρίζοντας ότι «ο Γερμανικός Στρατός ευρέθη ηναγκασμένος να λάβει καταστρεπιτκά μέτρα δι’ ολοκλήρους περιφερείας».[42]

Λίγο αργότερα, στις 18 Φεβρουαρίου 1944, δημιουργήθηκε στην Καλαμάτα το πρώτο Τάγμα Ασφαλείας στη Μεσσηνία με τοπική στρατολόγηση.[43] Πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία του έπαιξε ο Περρωτής. Η δύναμή του ήταν περίπου 200 αξιωματικοί και οπλίτες.[44] Στις 16 Μαρτίου ήρθε από την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στον Μελιγαλά Τάγμα με 80 οπλίτες και λίγους αξιωματικούς με διοικητή τον Παναγιώτη Στούπα από την Τριφυλία, στο οποίο ενσωματώθηκε το Τάγμα της Καλαμάτας.[45] Ο Μελιγαλάς πριν από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας αποτελούσε βάση της ιταλικής καραμπινιερίας και στις αρχές Μαρτίου 1944 εγκαταστάθηκε εκεί το επιτελείο του 938ου Συντάγματος Πεζικού Οχυρώσεων της Βέρμαχτ που ανέλαβε τη διοίκηση της Μεσσηνίας.[46] Ο Μελιγαλάς αποτελούσε την έδρα των δυνάμεων αυτών λόγω της στρατηγικής θέσης του στον δρόμο που συνδέει την Τρίπολη με την Καλαμάτα, δηλαδή το κέντρο της Πελοποννήσου με το νοτιότερο λιμάνι της, και επέτρεπε έτσι τον έλεγχο της επικοινωνίας των δύο περιοχών και του μεσσηνιακού κάμπου. Το ΙΙΙο Τάγμα Ασφαλείας Μελιγαλά-Καλαμών, όπως ονομάστηκε, υπαγόταν στο Β’ Αρχηγείο Χωροφυλακής με διοικητή τον Παπαδόγκωνα και έδρα την Τρίπολη, όπως όλα τα Τάγματα της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου.

Ο ΕΛΑΣ άρχισε σύντομα να στρέφεται εναντίον των ταγματασφαλιτών. Η πρώτη επίθεση στη Μεσσηνία έγινε εναντίον της βάσης του Μελιγαλά στις 7 Απριλίου 1944 και ήταν η πρώτη και μία από τις λίγες φορές που οι Μεσσήνιοι αντάρτες πραγματοποίησαν κατά μέτωπο επίθεση σε περιοχή, όπου βρίσκονταν γερμανικά στρατεύματα. Η έλλειψη επαρκών δυνάμεων και πυρομαχικών έκανε ένα τέτοιο εγχείρημα δύσκολο. Αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη σωστής πληροφόρησης και προετοιμασίας, αλλά και εμπειρίας σε επιθέσεις εναντίον κατοικημένων τόπων ήταν πιθανώς οι βασικοί λόγοι που η επίθεση απέτυχε. Οι Γερμανοί ήταν βέβαιοι ότι ο ΕΛΑΣ θα επιχειρούσε και πάλι επίθεση εναντίον του Μελιγαλά στο μέλλον και έκριναν απαραίτητη την ενίσχυση της άμυνάς του με αμυντικές βάσεις με πολυβόλα, με χαρακώματα, συρματοπλέγματα και αυτοσχέδιες νάρκες.[47]

Μετά την απόκρουση της επίθεσης το Τάγμα Ασφαλείας εδραιώθηκε στον Μελιγαλά και η στρατολόγηση εντατικοποιήθηκε. Οι ταγματασφαλίτες άρχισαν να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις των γερμανικών στρατευμάτων, ενώ πραγματοποιούσαν και ανεξάρτητα από αυτά συλλήψεις και λεηλασίες στην πόλη και επιδρομές σε γειτονικά χωριά για να συγκροτήσουν νέες βάσεις. Κατά τη διάρκεια των επιδρομών αυτών επιδίδονταν σε εμπρησμούς, λεηλασίες, συλλήψεις, βιασμούς και φόνους.[48] Στις 25 Απριλίου ο Παπαδόγκωνας ανακοίνωσε ότι θα τιμωρούσε τους υπεύθυνους για λεηλασίες και εμπρησμούς, με εξαίρεση εκείνες που γίνονταν «εναντίον εγκληματιών κομμουνιστών» και είχαν την έγκριση του επικεφαλής αξιωματικού.[49] Όσον αφορά στις συλλήψεις, συλλαμβάνονταν τόσο άνδρες για στρατολόγηση όσο και μέλη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ για εκτέλεση, ενώ, αν δεν έβρισκαν τους τελευταίους, συλλάμβαναν συγγενείς τους.[50] Πολλοί από αυτούς μεταφέρονταν στον Μελιγαλά και φυλακίζονταν σε μία αποθήκη και στο μπεζεστένι, όπου υποβάλλονταν σε ανακρίσεις και ξυλοδαρμούς και κάποιοι εκτελούνταν σε αντίποινα.[51] Σχετικά με τον αριθμό των κρατούμενων, υπάρχουν αναφορές για δεκάδες στην αποθήκη και για 200-300 στο μπεζεστένι.[52] Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ταγματασφαλίτες δεν τους απελευθέρωσαν μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων. Παρέμειναν εκεί μέχρι το τέλος της μάχης του Μελιγαλά, όταν τους απελευθέρωσε ο ΕΛΑΣ.

Η πολιτική των αντιποίνων των Ταγμάτων Ασφαλείας για τις ενέργειες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ορίστηκε στις 28 Απριλίου με ανακοίνωση του Παπαδόγκωνα.[53] Σύμφωνα με αυτή σε περίπτωση εμπρησμού σπιτιών, διαρπαγής περιουσιών ή απαγωγής συγγενών ταγματασφαλιτών, ανάλογα αντίποινα θα διέταζαν και τα Τάγματα, ενώ για κάθε νεκρό ταγματασφαλίτη ή συγγενή θα εκτελούνταν δέκα κομμουνιστές από τους ομήρους. Όσοι συλλαμβάνονταν επ’ αυτοφώρω θα εκτελούταν επιτόπου. Τις εκτελέσεις αναλάμβαναν οι ίδιοι οι ταγματασφαλίτες ακόμη κι αν τα θύματα των ενεργειών του ΕΛΑΣ ήταν Γερμανοί. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά μετά τον θάνατο του στρατηγού Franz Krech και τριών ανδρών του στην ενέδρα του ΕΛΑΣ στον δρόμο Μολάων-Σπάρτης, στην οποία τραυματίστηκαν βαριά άλλοι πέντε Γερμανοί.[54] Σε αντίποινα εκτελέστηκαν την πρωτομαγιά 200 κρατούμενοι του στρατοπέδου Χαϊδαρίου, ανάμεσα στους οποίους δύο Μεσσήνιοι, 25 ή 35 άνδρες που εντοπίστηκαν στον δρόμο Μολάων-Σπάρτης, ενώ σύμφωνα με την ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε «Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς».[55] Από αυτούς 40 εκτελέστηκαν στην Τρίπολη (οι μισοί από αυτού ήταν Μεσσήνιοι),[56] και άλλοι 30-37 την πρωτομαγιά στον ποταμό Νέδοντα στην Καλαμάτα.[57] Την ίδια μέρα εννέα άνθρωποι εκτελέστηκαν στον Μελιγαλά και την επομένη δύο.[58]

Ακόμα, στις 3 Ιουνίου εκτελέστηκαν στην πλατεία της Μεσσήνης 7-9 άνδρες πιθανώς σε αντίποινα για τη συμπλοκή γερμανικών στρατευμάτων και ανταρτών εκεί δύο μέρες νωρίτερα.[59] Στις 16 Ιουνίου, σε αντίποινα για την απόπειρα δολοφονίας του ταγματασφαλίτη Παναγιώτη Γεωργανά την προηγούμενη μέρα, οι ταγματασφαλίτες προχώρησαν σε εκτελέσεις ομήρων στον ποταμό Νέδοντα.[60] Σε αναφορά της 16ης Ιουνίου που φέρεται να απηύθυνε ο διοικητής του Τάγματος Αντώνης Σμυρλής προς τη Γερμανική Μυστική Αστυνομία, γίνεται λόγος για εκτέλεση 27 ομήρων,[61] ενώ σε άλλες πηγές αναφέρονται 19.[62] Την προηγούμενη μέρα είχαν εκτελεστεί στον Μελιγαλά δέκα κρατούμενοι του Τάγματος.[63]

Πολλές δεκάδες ακόμη εκτελέσεις Μεσσήνιων έλαβαν χώρα τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής σε διάφορες περιοχές. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων των κατοχικών δυνάμεων και των Ταγμάτων Ασφαλείας διαφέρει σημαντικά από πηγή σε πηγή και κυμαίνεται από λίγο πάνω από 600 μέχρι περισσότερους από 1.600. Ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας με τους περισσότερους νεκρούς, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την ίδρυση του Τάγματος Ασφαλείας στην Καλαμάτα τον ίδιο μήνα. Από τα στοιχεία του Εθνικού Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου, που παραθέτει ο Δημήτρης Μαγκριώτης, προκύπτει ότι τον Φεβρουάριο οι νεκροί ξεπέρασαν τους 500.[64] Επιπλέον, πιάστηκαν συνολικά περίπου 1.500 όμηροι.[65] Όσον αφορά στον αριθμό των καμένων σπιτιών, με βάση τα στοιχεία της Εθνική Αλληλεγγύης φτάνουν τα 1.977.[66] Σε έκθεση της Αποστολής «Περικλής» αναφέρονται έξι ολοκληρωτικά καμένα χωριά με συνολικά 740 σπίτια και ακόμα 712 καμένα σπίτια σε 16 άλλα μέρη, τα 620 από αυτά στην Καλαμάτα.[67] Επιπλέον, γίνεται λόγος για 400 οικογένειες στην Καλαμάτα που εκδιώχτηκαν από τα σπίτια τους, επειδή βρίσκονταν κοντά σε οχυρωματικά έργα, και για πάνω από 400 λεηλατημένα σπίτια.[68] Η βία αυτή έπληξε περισσότερο την περιοχή της Άνω Μεσσηνίας και της Καλαμάτας, καθώς και τα χωριά που βρίσκονται στον δρόμο που συνδέει τις δύο περιοχές.

Η βίαιη δράση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και των Ταγμάτων Ασφαλείας είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία επιθυμίας για εκδίκηση από την πλευρά των θυμάτων αμέσως μετά την απελευθέρωση. Επίσης, το γεγονός ότι η άρνηση των ταγματασφαλιτών να παραδοθούν οδήγησε σε νέες συγκρούσεις – ιδιαίτερα σκληρές και μεγάλες σε διάρκεια στην περίπτωση του Μελιγαλά – που είχαν ως αποτέλεσμα ακόμα περισσότερους νεκρούς και τραυματίες, δυναμίτισε ακόμη περισσότερο την κατάσταση και ενέτεινε τη διάθεση εκδίκησης. Όπως έχει καταδείξει ο ανθρωπολόγος Michael Taussig, η βία έχει την ικανότητα να αναπαράγεται,[69] άποψη που στηρίζει και η ανθρωπολόγος Carolyn Nordstrom, η οποία στις επιτόπιες έρευνές της έχει παρατηρήσει συγγενείς ανθρώπων που έχουν βασανιστεί ή εκτελεστεί να επιτίθενται εναντίον των οικογενειών των θυτών αναπαράγοντας έτσι την ίδια βία.[70] Ο Στάθης Καλύβας παρατηρεί ότι η εκδίκηση είναι ένα από τα πιο συχνά επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά των διηγήσεων που αφορούν εμφύλιους πολέμους και συμπεραίνει ότι αυτή μετατρέπει τη βία από μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού σε αυτοσκοπό και ξεφεύγει από τον έλεγχο αυτών που την ασκούν.[71] Ωστόσο, τις περισσότερες φορές η εκδίκηση παραμένει απλά επιθυμία και δεν γίνεται πράξη είτε λόγω των ηθικών περιορισμών του ατόμου είτε λόγω του φόβου για τιμωρία.[72] Η έλλειψη αυτού του φόβου είναι πιθανό να έπαιξε ρόλο στα γεγονότα του Μελιγαλά. Με την αποχώρηση των Γερμανών και την επικράτηση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, τα μέλη του και οι πολίτες πίστευαν ενδεχομένως ότι δεν θα τιμωρούνταν για τις πράξεις τους εναντίον ταγματασφαλιτών και ένιωσαν ότι μπορούσαν να εκφράσουν την οργή τους χωρίς κίνδυνο.

Επιπλέον, η έκθεση στη βία δημιουργεί εξοικείωση με αυτή που πιθανώς συμβάλλει στην αναπαραγωγή της. Όπως υποστηρίζει η Nordstrom, η έκθεση στη βία κάνει τον άνθρωπο βίαιο, είναι μία επίκτητη αντίδραση που αφορά γενικά τη ζωή και φυσικά τον πόλεμο και συνεχίζεται και μετά το τέλος του.[73] Ο Καλύβας χαρακτηρίζει τη συνεχή έκθεση στη βία ως μία από τις αιτίες της αποκτήνωσης των ανθρώπων μέσα στον πόλεμο και σε συνδυασμό με την κατάργηση των προσωπικών και κοινωνικών περιορισμών, την έλλειψη τιμωρίας και την εκμάθηση βίαιων πρακτικών οδηγεί σε βίαιες ενέργειες.[74] Η βία των γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων και των ταγματασφαλιτών, που περιγράφηκε παραπάνω, είναι πιθανό να εξοικείωσε τον πληθυσμό της Μεσσηνίας με βίαιες πρακτικές και έτσι να συνέβαλε στο βίαιο ξέσπασμά του αμέσως μετά την απελευθέρωση. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά της εφημερίδας της ΕΠΟΝ Μεσσηνίας, Νεανική Φλόγα, σχετικά με το λιντσάρισμα της 17ης Σεπτεμβρίου στην Καλαμάτα:

Ο λαός τους δίκασε τους καταδίκασε και τους εκτέλεσε ο ίδιος. Κάποιοι όμως […] βρήκαν όχι πολιτισμένο τον τρόπο της εκτέλεσης. Ίσως ναι γιατί είναι η πρώτη φορά που ο λαός τιμωρεί ο ίδιος τους δημίους του και δεν ξέρει άλλες μέθοδες παρά εκείνες που του υπέδειξαν οι ίδιοι.[75]

Τέλος, ένας σημαντικός παράγοντας που εξηγεί την παρουσία υπέρμετρης βίας σχετίζεται με τον ανταγωνισμό ανάμεσα στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και τα Τάγματα Ασφαλείας στην περιοχή τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής όσο και μετά την απελευθέρωση. Στους πολέμους η περισσότερη βία παρατηρείται εκεί όπου ο έλεγχος αμφισβητείται και καμία πλευρά δεν έχει απόλυτη εξουσία.[76] Η Πελοπόννησος ήταν μία τέτοια περιοχή. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε κατορθώσει να κυριαρχήσει εκεί λόγω της καθυστερημένης ανάπτυξής του, γεγονός που έδωσε χώρο στην αντιστασιακή οργάνωση αξιωματικών «Ελληνικός Στρατός» να αναπτυχθεί. Μετά τη διάλυσή του το φθινόπωρο του 1943 και την επικράτηση του ΕΛΑΣ οι Γερμανοί προώθησαν τη δημιουργία Ταγμάτων Ασφαλείας, που στελεχώθηκαν από πολλά πρώην μέλη του «Ελληνικού Στρατού», προκειμένου να περιορίσουν την επιρροή των ανταρτών στερώντας από αυτούς τη σύνδεση με τα δίκτυα που τους συντηρούσαν. Έτσι, η διάλυσή των Ταγμάτων ήταν ζωτικής σημασίας για τον ΕΛΑΣ.

Στα τέλη Απριλίου στην Πελοποννησιακή Κομματική Συνδιάσκεψη ασκήθηκε κριτική για την υποτίμηση της «αντίδρασης» που επέτρεψε την εδραίωσή των ταγματασφαλιτών και κρίθηκε απαραίτητο να ενταθεί ο αγώνας εναντίον τους.[77] Αποφασίστηκε «να γίνονται μυστικές συλλήψεις, ανακρίσεις και εξαφανίσεις προδοτών και αντιδραστικών» και να χτυπηθεί στοχευμένα η ηγεσία των Ταγμάτων Ασφαλείας, ώστε να μην μπορεί να υπάρξει εκμετάλλευση από την αντίπαλη πλευρά, που θα προκαλούσε πολιτική ζημιά.[78] Οι στρατολόγοι και οι πράκτορες των Ταγμάτων που υπήρχαν μέσα στις οργανώσεις εκτελούνταν επιτόπου ή με γρήγορες διαδικασίες.[79] Ωστόσο, οι ενέργειες δεν περιορίστηκαν μόνο στην ηγεσία ούτε στους οπλίτες των Ταγμάτων και τους συνεργάτες τους, αλλά επεκτάθηκαν και στις οικογένειές τους. Οι αντάρτες συλλάμβαναν συγγενείς των ταγματασφαλιτών και τους έκλειναν σε στρατόπεδα, έκαναν κατασχέσεις περιουσιών και πυρπολούσαν τα σπίτια τους.[80] Στρατόπεδα του ΕΛΑΣ, όπου κρατούνταν συγγενείς ταγματασφαλιτών και ύποπτοι για συνεργασία με τις κατοχικές αρχές, είχαν δημιουργηθεί σε ολόκληρη την Πελοπόννησο.[81] Η απόφαση των πελοποννησιακών οργανώσεων να απαντήσουν με τρομοκρατία στην τρομοκρατία που δέχονταν είχε ως αποτέλεσμα να εξαπολυθεί ένα «άνευ προηγουμένου πογκρόμ σ’ όλο το Μωριά».[82] Σύμφωνα με τον Βρετανό σύνδεσμο Fraser αυτό σε συνδυασμό με τις συντηρητικές πολιτικές τάσεις του πληθυσμού της Πελοποννήσου είχαν ως αποτέλεσμα τη γρηγορότερη ανάπτυξη των Ταγμάτων εκεί σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ελλάδα.[83]

Οι εμφύλιες συγκρούσεις είναι συχνό φαινόμενο σε πολέμους κατοχής, καθώς οι κατοχικές δυνάμεις στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις αντιστασιακές οργανώσεις καταφεύγουν στη στρατολόγηση ντόπιων δημιουργώντας εχθρότητα μεταξύ τους.[84]

Ακόμα, έχει παρατηρηθεί ότι, όταν ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους για να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν τον έλεγχο περιοχών, η πιο ακραία βία εκδηλώνεται σε πόλεις και χωριά αυτών των περιοχών, που έχουν στρατηγική σημασία. Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Jesse Hammond στρατηγικής σημασίας είναι πόλεις και χωριά που επιτρέπουν τον έλεγχο των μετακινήσεων, του εμπορίου και της επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών περιοχών ενός κράτους, και τα οποία δεν διαθέτουν απαραίτητα μεγάλο πληθυσμό, πλούτο ή πολιτική σημασία.[85] Τέτοια ήταν και η κωμόπολη του Μελιγαλά, καθώς, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η θέση του στον δρόμο Τρίπολης-Καλαμάτας ευνοούσε τον έλεγχο της επικοινωνίας της κεντρικής Πελοποννήσου με τη νοτιοδυτική, αλλά και του κάμπου της Μεσσηνίας.

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και τα Τάγματα αυξανόταν όσο πλησίαζε η στιγμή της απελευθέρωσης, καθώς και οι δύο ομάδες είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στην επόμενη μέρα. Μέχρι το καλοκαίρι του 1944 η Πελοπόννησος είχε χωριστεί στα δύο, ανάμεσα στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που επικρατούσε στην ύπαιθρο και κυρίως στα ορεινά και τα Τάγματα στις πόλεις και τα παράλια. Αυτός ο ανταγωνισμός οδήγησε στις βίαιες εμφύλιες συγκρούσεις αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, που αποτέλεσαν την κορύφωση της διαμάχης που μαινόταν για μήνες. Το γεγονός αυτό συμφωνεί με τα στοιχεία που παραθέτει ο Καλύβας, που δείχνουν αύξηση της βίας προς το τέλος των πολέμων είτε επειδή το ενδιαφέρον στρέφεται στην κατάσταση που θα επικρατήσει μετά είτε λόγω επιθυμίας εκδίκησης.[86]

Οι συγκρούσεις αυτές ξεκίνησαν στη νοτιοδυτική Πελοπόννησο, καθώς από εκεί έφυγαν πρώτα τα γερμανικά στρατεύματα. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ παρά τη γραμμή του για ειρηνική απελευθέρωση επέμεινε στον αφοπλισμό των ταγματασφαλιτών πριν φτάσουν βρετανικές δυνάμεις, καθώς θεωρούσε πιθανό ένα πραξικόπημα εναντίον του με τη βοήθεια των Βρετανών.[87] Έτσι, στις 3 Σεπτεμβρίου ο Σαράφης, διακήρυξε ότι οι ταγματασφαλίτες θα παρέμεναν ασφαλείς, αν παρέδιδαν τα όπλα τους, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα αντιμετωπίζονταν ως προδότες και θα τιμωρούνταν σκληρά.[88] Τα Τάγματα, ωστόσο, αρνούνταν να παραδοθούν και προσπαθούσαν να κρατηθούν μέχρι να φτάσουν οι Βρετανοί και η κυβέρνηση Παπανδρέου και να τεθούν υπό την προστασία τους,[89] καθώς φοβούνταν ότι δεν θα γλίτωναν, αν παραδίδονταν στον ΕΛΑΣ. Ακόμα, οι ταγματασφαλίτες πίστευαν ότι ο γερμανικός οπλισμός τους ήταν ανώτερος αριθμητικά και ποιοτικά από των ελασιτών κι έτσι ήταν σε θέση να τους αντιμετωπίσουν, ενώ επιπλέον μετά την ήττα στην Καλαμάτα θεωρούσαν ότι οι δυνάμεις του Μελιγαλά και η βαριά οχύρωσή του, που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο τις μέρες εκείνες, θα τους βοηθούσαν να κρατήσουν την άμυνα για όσο χρειαζόταν.[90]

Στην ενίσχυση του ανταγωνισμού ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα Τάγματα Ασφαλείας έπαιξε ρόλο και η βρετανική πολιτική. Βασικό μέλημα των Βρετανών ήταν να διατηρήσουν την Ελλάδα στη σφαίρα επιρροής τους, κάτι που πίστευαν ότι απειλούνταν από την κυριαρχία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.[91] Έτσι, θεωρώντας ότι τα Τάγματα ήταν φιλοβρετανικά και ένα πολύ σημαντικό εργαλείο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν στο μέλλον, απέφυγαν να έρθουν σε πλήρη ρήξη μαζί τους. Ειδικά μετά το Συνέδριο του Λιβάνου τον Μάιο 1944, όταν ο Σιάντος απέρριψε τη συμφωνία για συμμετοχή σε κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, οι Βρετανοί πείστηκαν ακόμα περισσότερο για την επιδίωξη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ να καταλάβει την εξουσία μετά την απελευθέρωση και για την χρησιμότητα των Ταγμάτων κι έτσι δόθηκαν οδηγίες να σταματήσει η κριτική εναντίον τους.[92] Αναγκάστηκαν όμως να τα καταδικάσουν στις αρχές Σεπτεμβρίου, λίγο μετά την αποκήρυξή τους από τον Παπανδρέου, που υπήρξε αποτέλεσμα των σχετικών πιέσεων από το ΕΑΜ, ειδικά μετά την προσχώρηση του τελευταίου στην κυβέρνηση. Παρόλα αυτά η ηγεσία των Ταγμάτων συνέχιζε να υποστηρίζει ότι αυτά είχαν τη στήριξη των Βρετανών και της κυβέρνησης Παπανδρέου και απλά ήταν αναγκασμένοι να τα καταδικάσουν.[93] Ωστόσο, ο Καζάκος, υποδιοικητής του Τάγματος Μελιγαλά-Καλαμών, σημειώνει ότι η αποκήρυξη αυτή έπληξε το ηθικό των ανδρών του.[94]

Σύμφωνα με τον Lars Baerentzen το σημαντικότερο στοιχείο που καθόρισε την πολιτική των Βρετανών ήταν ο φόβος να περάσουν τα γερμανικά όπλα στον ΕΛΑΣ,[95] πράγμα που επιδίωξαν να αποτρέψουν με την παράδοση των γερμανικών δυνάμεων στους ίδιους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι Γερμανοί αποχώρησαν χωρίς να παραδοθούν και δημιουργήθηκε κενό εξουσίας που οι Βρετανοί δεν ήταν σε θέση να καλύψουν, καθώς δεν είχαν στην περιοχή τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις ούτε ήταν διατεθειμένοι να δεσμεύσουν και να μεταφέρουν εκεί επαρκείς δυνάμεις στερώντας τες από άλλες περιοχές μεγαλύτερης σημασίας, παρότι τους προηγούμενους μήνες οι σύνδεσμοι της περιοχής προειδοποιούσαν για ξέσπασμα εμφυλίου μετά την απελευθέρωση.[96] Όταν ο ΕΛΑΣ περικύκλωσε στις αρχές Σεπτεμβρίου τον Πύργο, την Καλαμάτα και στη συνέχεια τον Μελιγαλά και ζητούσε την παράδοση των ταγματασφαλιτών, οι οδηγίες προς τους Βρετανούς συνδέσμους ήταν να μην επέμβουν. Σύμφωνα με τον ταγματάρχη Lyall Wilkes η διαταγή αυτή δόθηκε, επειδή οι Βρετανοί πίστευαν ότι τα Τάγματα θα μπορούσαν να νικήσουν τον ΕΛΑΣ χάρη στον γερμανικό οπλισμό τους.[97] Ωστόσο, η νίκη του ΕΛΑΣ σε όλες τις μάχες εναντίον των Ταγμάτων στην Πελοπόννησο έδειξε ότι η εκτίμηση αυτή ήταν εσφαλμένη.

Η μάχη του Μελιγαλά υπήρξε η πιο σκληρή και μακρά σε διάρκεια από τις συνολικά έξι μάχες μεταξύ ΕΛΑΣ και Ταγμάτων Ασφαλείας που έλαβαν χώρα στην Πελοπόννησο και εκείνη με τις περισσότερες εκτελέσεις μετά το τέλος της. Το παρόν άρθρο ξεκινώντας από τη θέση ότι η βία δεν είναι αυτονόητη επιχείρησε να βρει τις ρίζες της βίας που εκδηλώθηκε στον Μελιγαλά. Υποστηρίχθηκε ότι οι ρίζες αυτές εντοπίζονται σε μεγάλο βαθμό στη βία που υπέστησαν οι κάτοικοι της Μεσσηνίας στη διάρκεια της Κατοχής και ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο από τις γερμανικές κατοχικές αρχές και τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι ενδελεχώς οργανωμένες και μεγάλης κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούσαν οι Γερμανοί με την καθοριστικής σημασίας συνδρομή των Ταγμάτων, καθώς και τα σκληρά και ασύμμετρα αντίποινα που εφάρμοσαν οι Γερμανοί, αλλά και τα ίδια τα Τάγματα με δική τους πρωτοβουλία ενάντια στους συντοπίτες τους, είχαν ως αποτέλεσμα εκατοντάδες νεκρούς και ομήρους, εκατοντάδες καμένα και λεηλατημένα σπίτια στη Μεσσηνία. Η βία αυτή από τη μία δημιούργησε έντονη επιθυμία για εκδίκηση τόσο στους αντάρτες όσο και στους κατοίκους και από την άλλη οδήγησε τον πληθυσμό σε εξοικείωση με βίαιες πρακτικές, απενοχοποιώντας τες και καθιστώντας κατά κάποιο τρόπο αποδεκτή τη χρήση τους. Ακόμα, υποστηρίχθηκε ότι η βία που εκδηλώθηκε στον Μελιγαλά σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν και στον ανταγωνισμό ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα Τάγματα Ασφαλείας που συγκρούονταν σκληρά για πολλούς μήνες προσπαθώντας να εξοντώσουν ο ένας τον άλλο και να επικρατήσουν στην περιοχή. Ο ανταγωνισμός αυτός, που υποκινούνταν από τις γερμανικές αρχές κατοχής, αλλά και τους Βρετανούς και χώρισε ολόκληρη την Πελοπόννησο στα δύο, έφτασε στην κορύφωσή του στον Μελιγαλά στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944, καθώς η αποχώρηση των Γερμανών δημιούργησε κενό εξουσίας που ο ΕΛΑΣ και τα Τάγματα έσπευσαν να καλύψουν, έχοντας υπόψη τους την μεταπολεμική κατάσταση που θα επικρατούσε.

  1. Τα γερμανικά, βρετανικά και αμερικανικά αρχεία εντοπίστηκαν στο Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.
  2. Σπύρος Ξιάρχος, Η αλήθεια για τον Μελιγαλά. Προ, κατά και μετά τη μάχη, Καλαμάτα 1982, σ. 13.
  3. Στο ίδιο, σ. 12.
  4. Εθνικός Αγών, 9 Ιουλίου 1945· Γρηγόρης Κριμπάς, Η Εθνική Αντίσταση στη Μεσσηνία και τους γύρω νομούς, χ.τ.έ, χ.χ.έ., σσ. 325, 334.
  5. Εθνικός Αγών, 9 Ιουλίου 1945.
  6. Λαϊκή Νίκη, 18 Σεπτεμβρίου 1944.
  7. Βλ. ενδεικτικά: Κοσμάς Εμμ. Αντωνόπουλος, Εθνική Αντίστασις 1941-1945, Αθήνα 1964, σσ. 1154-1171· Απόστολος Β. Δασκαλάκης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950, τ. Α’, Αθήνα 1973, σ. 210· Ηλίας Θεοδωρόπουλος, Η πηγάδα του Μελιγαλά, Αθήνα 1998, σσ. 115, 118, 166, 203-269· Κώστας Θ. Καραλής, Ιστορία των δραματικών γεγονότων Πελοποννήσου, 1943-1949, τ. Α’, Αθήνα 1958, σ. 288· Γιάννης Καραμούζης, Πατριώτες και προδότες στο Μωρηά, Τρίπολη 1950, σ. 81.
  8. Βλ. ενδεικτικά: Ξιάρχος, ό.π., σ. 38· Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τόμος Α’, Εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1983, σ. 20.
  9. Βλ. ενδεικτικά: Λαϊκή Νίκη, 17 Σεπτεμβρίου 1945· Κριμπάς, ό.π., σ. 335· Ευάγγελος Μαχαίρας, 50 χρόνια μετά, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1992, σ. 439· Ξιάρχος, ό.π., 47.
  10. Δελτίο πληροφοριών αριθ. 11 Γ.Σ. ΕΛΑΣ, 1944, Νικόλαος Αθ. Αναγνωστόπουλος, Παράνομος Τύπος της δραματικής Κατοχής 1941-1944, Αθήνα 1960, σ. 210.
  11. Γενικά Αρχεία του Κράτους-Κεντρική Υπηρεσία [ΓΑΚ-ΚΥ], Αρχείο Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, ΑΒΕ 2156, βιβλίο 2186.
  12. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι επειδή τα περισσότερα πτώματα δεν αναγνωρίστηκαν, ο αριθμός των εκτελεσμένων από την κάθε πλευρά ενδέχεται να διαφέρει λίγο.
  13. Βλ. Ενδεικτικά, Bettina E. Schmidt και Ingo W. Schröder (επιμ.), Anthropology of violence and conflict, Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 2001· Carolyn Nordstrom, Shadows of war: Violence, power, and international profiteering in the twenty-first century, University of California Press, Μπέρκλεϊ 2004· Stathis N. Kalyvas, The logic of violence in civil war, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 2006.
  14. Μάρτιν Ζέκεντορφ (επιμ.), Η Ελλάδα υπό τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, μτφρ. Θανάσης Γεωργίου, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, σσ. 189-190.
  15. Στο ίδιο, σ. 37.
  16. Μιχάλης Π. Λυμπεράτος, «Τα γερμανικά αντίποινα, τα Τάγματα Ασφαλείας και ο ΕΛΑΣ. Η περίπτωση της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου στην Κατοχή», Καρακατσιάνης Ιωάννης (επιμ.), Νότια Πελοπόννησος, 1935-1950, Αθήνα 2009, σ. 66.
  17. National Archives, German Seized Records [GSR], T315/1300, Bourquin-αριθ.1066/43, 1943.
  18. GSR, T315/1300, 117η Μεραρχία Κυνηγών, 1943.
  19. GSR T314/1539, 68ο Σώμα Στρατού [Σ.Σ.], 1943.
  20. Σημαία, 24 Οκτωβρίου 1943.
  21. Φώτιος Τσαγκάρης, Αναμνήσεις της μεσσηνιακής Κατοχής από την σκοπιάν της δημαρχίας Καλαμών, Αθήνα 1971, σσ. 32-33.
  22. Νίκος Καράμπελας, Βιογραφικό μεσσηνιακό λεξικό, Εκδόσεις Νέστωρ, Καλαμάτα 1962, σσ. 466-470.
  23. GSR, T315/1300, Bourquin-Γ.Σ. 68ου Σ.Σ.-αριθ.1103/43, 1943.
  24. Διαταγή Löhr, 1943, Ζέκεντορφ, ό.π., σσ. 215-217.
  25. Λυμπεράτος, ό.π., σ. 65.
  26. The National Archives, Special Operations Executive [SOE], HS5/698, Fraser, 1944.
  27. Λεωνίδας Βρεττάκος προς Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, 1955, Γενικό Επιτελείο Στρατού-Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού [ΓΕΣ-ΔΙΣ] (έκδ.), Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τ. 8, Αθήνα 1998, σσ. 223-224· Σημαία, 29 Ιανουαρίου 1944.
  28. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο [ΕΛΙΑ], Αρχείο Ηλία Παπαστεριόπουλου, Α.Ε. 304, κ. 22, φ. 23.1, Δεμέστιχας, 1944· GSR, T314/1542, 68ο Σ.Σ.-Ανώτατη Διοίκηση Ομάδας Στρατιών Ε’ [Ο.Σ. Ε’]-αριθ. 8074/44, 1944· Σημαία, 30 Ιανουαρίου 1944.
  29. GSR, T314/1542, 68ο Σ.Σ.-Ο.Σ. Ε΄, αριθ. 8062/44, 1944.
  30. ΕΛΙΑ, Αρχείο Παπαστεριόπουλου, ό.π.
  31. Βρεττάκος, ό.π., σ. 224.
  32. ΕΛΙΑ, Αρχείο Παπαστεριόπουλου, ό.π.
  33. Στο ίδιο· GSR, T314/1542, 68ο Σ.Σ.-Ο.Σ. Ε΄, αριθ. 8387/44, 1944.
  34. GSR, T314/1542, 68ο Σ.Σ.-Ο.Σ. Ε΄, αριθ. 8403/44, 1944.
  35. Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας [ΑΣΚΙ], Αρχείο ΕΔΑ, Πανελλήνιος Ένωσις Θυμάτων Γερμανικής Κατοχής «Ο Φοίνιξ» (1959-1967)· Καράμπελας, ό.π., σσ. 454-458.
  36. Κριμπάς, ό.π., σσ. 190-195· Νίκος Ι. Ζερβής, Καλαμάτα. Κατοχή – Αντίσταση – Απελευθέρωση, τ. Ε΄, Καλαμάτα 2005, σ. 53.
  37. Στο ίδιο, σ. 60.
  38. Σημαία, 11 Φεβρουαρίου 1944· GSR, T314/1542, 68ο Σ.Σ.-Ο.Σ. Ε΄, αριθ.8171/44, 1944.
  39. ΓΑΚ-ΚΥ, Αρχείο Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, ό.π..
  40. Καράμπελας, ό.π., σσ. 449-454· Κριμπάς, ό.π., σ. 205.
  41. Σημαία, 11 Φεβρουαρίου 1944· GSR, T314/1542, 68ο Σ.Σ.-Ο.Σ. Ε΄, αριθ.8171/44, 1944.
  42. Σημαία, 12 Φεβρουαρίου 1944.
  43. Τα Νέα-Σημαία-Θάρρος, 19 Φεβρουαρίου 1944.
  44. Παναγιώτης Καζάκος προς Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, 1955, ΓΕΣ-ΔΙΣ, ό.π., σ. 232.
  45. Στο ίδιο.
  46. GSR, T314/1541, von Le Suire-Felmy, αριθ.2192/44, 1944· Στο ίδιο, von Le Suire-Γ.Σ. 68ου Σ.Σ., αριθ. 2340/44, 1944· GSR, T314/1542, 68ο Σ.Σ.-Ο.Σ. Ε΄, αριθ.8564/44, 1944.
  47. GSR, Τ314/1541, 938ο Σύνταγμα Πεζικού Οχυρώσεων-41η Μεραρχία Οχυρώσεων, αριθ. 174/44, 1944.
  48. Βουλεύματα του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Καλαμών, βλ. Απόστολος Ν. Παρτσακλός, Ο ένοπλος δωσιλογισμός στη Μεσσηνία. Δράση και ποινική αντιμετώπιση. Από το αρχείο του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων, Εκδόσεις Εταιρεία Σύγχρονης Ιστορίας, Αθήνα 2020, σσ. 434-476· Ψήφισμα κατοίκων δήμου Οιχαλίας, 1944, Κωστής Παπακόγκος, Αρχείο Πέρσον. Κατοχικά ντοκουμέντα του Δ.Ε.Σ. Πελοποννήσου, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1977, σσ. 263-264.
  49. Τα Νέα-Σημαία-Θάρρος, 28 Απριλίου 1944.
  50. SOE, HS5/633, Kellas, 1944.
  51. Παπακόγκος, ό.π., σσ. 157-158· Κριμπάς, ό.π., σσ. 337-339.
  52. Στα ίδια· Ξιάρχος, ό.π., σ. 75.
  53. Τα Νέα–Σημαία–Θάρρος, 28 Απριλίου 1944.
  54. GSR, T314/1542, 68ο Σ.Σ.- Ο.Σ. Ε΄, αριθ.9153/44, 1944.
  55. Τα Νέα-Σημαία-Θάρρος, 10 Μαΐου 1944· GSR, T314/1542, 68ο Σ.Σ.- Ο.Σ. Ε΄, αριθ.9187/44, 1944.
  56. Καράμπελας, ό.π., σ. 459.
  57. Ζερβής, ό.π., σσ. 181-198.
  58. Ξιάρχος, ό.π., σσ. 46-47.
  59. Αγώνας της Αλληλεγγύης, 27 Νοεμβρίου 1944· Καράμπελας, ό.π., σ. 458.
  60. GSR, T314/1542, 68ο Σ.Σ.-Ο.Σ. Ε΄, αριθ. 9850/44, 1944· Τα Νέα-Σημαία-Θάρρος, 18 και 20 Ιουνίου 1944.
  61. Λαϊκή Νίκη, 29 Σεπτεμβρίου 1944.
  62. ΑΣΚΙ, Αρχείο ΕΔΑ, ό.π.· Καράμπελας, ό.π., σσ. 459-460· Κριμπάς, ό.π., σ. 275.
  63. Ξιάρχος, ό.π., σ. 47.
  64. Δημήτριος Ι. Μαγκριώτης, Θυσίαι της Ελλάδος και εγκλήματα Κατοχής 1941-1944, Αθήνα χ.χ.έ., σ. 121.
  65. Στο ίδιο.
  66. Άξελ Πέρσον και Έλσα Σέγκερνταλ-Πέρσον προς Επιτροπή Διαχείρισης Γενεύης και Σουηδικό Ερυθρό Σταυρό, Παπακόγκος, ό.π., σ. 110.
  67. National Archives, Office of Strategic Services, RG 226, Entry 190, Box 73, Folder 27, Αποστολή «Περικλής».
  68. Στο ίδιο.
  69. Michael Taussig, Colonialism, Shamanism, and the Wild Man, University of Chicago Press, Σικάγο 1987.
  70. Nordstrom, ό.π., σ. 68.
  71. Kalyvas, ό.π., σ. 59.
  72. Στο ίδιο, σσ. 337-338.
  73. Nordstrom, ό.π., σ. 179.
  74. Kalyvas, ό.π., σσ. 55-56.
  75. Νεανική Φλόγα, 22 Σεπτεμβρίου 1944.
  76. Kalyvas, ό.π., κεφ. 8· Arno J. Mayer, The Furies: Violence and Terror in the French and Russian Revolutions, Princeton University Press, Πρίνστον 2000, σ. 83.
  77. ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κ. 418, φ. 24/2/102, Ζέγγος (Τριαντάφυλλος)-Π.Γ. Κ.Ε. ΚΚΕ, 1944.
  78. Στο ίδιο.
  79. Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου (Μπελάς), Η νεκρή μεραρχία. Η ΙΙΙ Μεραρχία των νεκρών του Δ.Σ. Πελοποννήσου, τ. Α΄, γ΄ έκδ, Εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 2002, σ. 86.
  80. Στο ίδιο· SOE, HS5/633, Kellas, 1944· SOE, HS5/698, Fraser, 1944· GSR, 314/1541, Felmy, αριθ. 3500/44, 1944.
  81. Παπακωνσταντίνου, ό.π., σσ. 86-87.
  82. Στο ίδιο.
  83. SOE, HS5/632, Fraser, 1945.
  84. Kalyvas, ό.π., σ. 171.
  85. Jesse Hammond, «Maps of mayhem: Strategic location and deadly violence in civil war», Journal of Peace Research, 55 (2018), 35.
  86. Kalyvas, ό.π., σ. 174.
  87. Λυμπεράτος, ό.π., σ. 90.
  88. ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κ. 494, φ. 30/2/24, Σαράφης, 1944.
  89. Αποστολή «Περικλής» προς Κάιρο, 1944, Ηλίας Θέρμος (μτφρ.-προλεγόμενα), Αποστολή «Περικλής». Τα επίσημα αρχεία του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS) των ΗΠΑ στην κατεχόμενη Ελλάδα (Μάιος-Οκτώβριος 1944), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2016, σ. 165· Δασκαλάκης, ό.π., σ. 210.
  90. Δασκαλάκης, ό.π., σ. 210.
  91. SOE, HS5/277, Force 133, 1944.
  92. The National Archives, Foreign Office, 371/43706/R8041, Political Warfare Executive Ελληνική Υπηρεσία BBC, 1944.
  93. John L. Hondros «“Too weighty a weapon”: Britain and the Greek Security Battalions, 1943-1944», Journal of the Hellenic Diaspora, 15 (άνοιξη-καλοκαίρι 1988), 45.
  94. Καζάκος, ό.π., σ. 243.
  95. Lars Baerentzen, «Η απελευθέρωση της Πελοποννήσου, Σεπτέμβριος 1944», Γιάννης Ιατρίδης (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, μτφρ. Μαργαρίτα Δρίτσα και Αμαλία Λυκιαρδοπούλου, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σσ. 226-227.
  96. Βλ. ενδεικτικά, SOE, HS5/632, Campbell, 1944· SOE, HS5/633, Kellas, 1944· SOE, HS5/699, Stevens, 1944· Επιστολή αριθ. 5 της Αποστολής «Περικλής», 1944, Θέρμος, ό.π., σ. 116.
  97. Baerentzen, ό.π., σσ. 237-238.