Η σχέση μας με το παρελθόν
Ελένη Πασχαλούδη
Δρ. Ιστορίας
Αιμιλία Σαλβάνου, Πώς μαθαίνουμε Ιστορία χωρίς να τη διδαχθούμε; Ιστορική κουλτούρα, δημόσια ιστορία, ιστορική εκπαίδευση, Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2021, σελ. 271
Πώς μαθαίνουμε ιστορία και, κυρίως, πώς μαθαίνουμε ιστορία χωρίς να τη διδαχθούμε; Με αφετηρία αυτό το ερώτημα η Αιμιλία Σαλβάνου μελετά ένα θέμα το οποίο τα τελευταία χρόνια μας απασχολεί ολοένα και περισσότερο και επανέρχεται με πολλές και διαφορετικές μορφές: τη σχέση μας με το παρελθόν. Στο βιβλίο της επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και μαθαίνουμε την ιστορία χωρίς να τη διδαχθούμε. Χωρίς, δηλαδή, να παρακολουθήσουμε τα μαθήματα κάποιου Ιστορικού Τμήματος, κάποιο σχετικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα ή κάποιο σεμινάριο. Η βασική παραδοχή του βιβλίου είναι ότι η γνώση μας για το παρελθόν συνήθως δεν είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας των πηγών ή της ανάγνωσης ιστορικών ακαδημαϊκών βιβλίων. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές η γνώση αυτή προέρχεται από ερεθίσματα, εικόνες και γνώσεις που παίρνουμε από την καθημερινή μας επαφή με διάφορους ανθρώπους, κοινωνικές και πολιτικές ομάδες στις οποίες ανήκουμε, από τους χώρους στους οποίους κινούμαστε (επαγγελματικούς και κοινωνικούς) ακόμη και από τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να ψυχαγωγηθούμε και να περάσουμε τον ελεύθερο χρόνο μας. Έτσι, μέσα από καθημερινές πολιτισμικές και κοινωνικές πρακτικές, τελικά μαθαίνουμε ιστορία χωρίς να το καταλάβουμε και, κυρίως, χωρίς να τη διαβάσουμε ή να τη διδαχθούμε.
Εκτός του ακαδημαϊκού χώρου ο καθένας από εμάς, όπως επισημαίνει η συγγραφέας, έρχεται σε επαφή καθημερινά με ορισμένες εκδοχές ή ψηφίδες του παρελθόντος χωρίς να το επιδιώξει. Σε ένα πρώτο επίπεδο, όπως αναφέρεται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ερχόμαστε σε επαφή με το παρελθόν μέσω της μνήμης, η οποία είναι παρούσα και διαμορφώνει πολλά από τα περιβάλλοντα στα οποία κινούμαστε καθημερινά. Η οικογένεια με τις συνήθειες της, οι παρέες, οι πολιτικές ή οι αθλητικές ομάδες, η πόλη στην οποία κατοικούμε· ακόμη η γλώσσα που χρησιμοποιούμε, οι εθνικές και οι θρησκευτικές γιορτές, τα μνημεία και τα μουσεία αποτελούν διαφορετικά περιβάλλοντα μνήμης μέσα στα οποία διασώζονται ορισμένες εκδοχές του παρελθόντος ή αφηγήσεις για το παρελθόν, οι οποίες αποτελούν το υλικό για τη διαμόρφωσή της ταυτότητάς μας.
Πέρα όμως από τη μνήμη, το παρελθόν πλέον ανακύπτει παντού και πολύ συχνά, καθώς το ενδιαφέρον για ζητήματα ιστορικά μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο. Σειρές και ταινίες, ηλεκτρονικά παιχνίδια και αφιερώματα για γνωστά ιστορικά γεγονότα στα ΜΜΕ κερδίζουν το ενδιαφέρον του κοινού και μετατρέπουν το ενδιαφέρον για το παρελθόν σε ψυχαγωγία. Ο θεατής, φυσικά, όπως επισημαίνει η συγγραφέας, σε αυτού του είδους την ψυχαγωγία δεν αναζητά πληροφορίες για το παρελθόν. Αντίθετα, αυτό το ενδιαφέρον απηχεί ζητήματα ή αγωνίες για το παρόν. Ως παράδειγμα χρησιμοποιείται από τη συγγραφέα η σειρά Game of Thrones, η μεγάλη επιτυχία της οποίας δεν οφείλεται στην επιτυχή αναπαράσταση του μεσαιωνικού παρελθόντος. Αντίθετα, η σειρά βρίθει ιστορικών ανακριβειών, καθώς αναμειγνύονται στοιχεία από διαφορετικές ιστορικές εποχές, διαφορετικούς τόπους, μυθολογίες και παραδόσεις. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η μοίρα των ανθρώπων, ο πόλεμος και το απόλυτο κακό συνδέουν τον θεατή με τις αγωνίες του παρόντος χρόνου, την αβεβαιότητα και τις καταστροφές της σημερινής εποχής. Σε αυτή την περίπτωση το παρόν αντανακλά το παρελθόν και, όπως εύστοχα επισημαίνει η συγγραφέας, γίνεται η ηχώ του.
Ένα ακόμη σημείο συνάντησης του παρόντος με το παρελθόν, πολλές φορές σε επίπεδο καθημερινότητας, αποτελεί η Δημόσια Ιστορία. Στην Ελλάδα η Δημόσια Ιστορία αποτελεί ένα καινούργιο πεδίο μελέτης, το οποίο αναδείχθηκε κυρίως μέσα από τους «πολέμους της μνήμης» και τις συζητήσεις γύρω από σημαντικά ιστορικά γεγονότα, τα οποία εδώ και αρκετά χρόνια συζητούνται στον δημόσιο χώρο και προκαλούν αντιπαραθέσεις εκτός αλλά και εντός των ακαδημαϊκών αιθουσών. Τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940, η Ελληνική Επανάσταση, η Μικρασιατική Καταστροφή αλλά και η δικτατορία 1967-1974 είναι μερικά από τα γεγονότα που όποτε ανακαλούνται προκαλούν αντιπαραθέσεις, συζητήσεις και συγκρούσεις. Όταν συζητούν γι’ αυτά ειδικοί ή μη ειδικοί αναπτύσσουν μια αίσθηση χρέους, αισθάνονται την ανάγκη να διαλέξουν πλευρά και να δικαιώσουν ή να διορθώσουν όσα συνέβησαν. Έτσι όμως το παρελθόν επανέρχεται στο παρόν με τρόπο πολεμικό και διαιρετικό και κάθε προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας δυσχεραίνεται. Τέλος, στην ελληνική περίπτωση είναι αρκετές οι περιπτώσεις που γεγονότα όπως η Επανάσταση του 1821 ή η Μικρασιατική Καταστροφή θεωρούνται ιερά στο δημόσιο χώρο και κάθε προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης ή νέων ερμηνειών μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις, ιδιαίτερα από ορισμένους κοινωνικούς φορείς όπως η Εκκλησία, και είναι δύσκολο για την κοινωνία να δεχτεί την επαναδιαπραγμάτευση ή την εκ νέου διερεύνηση τους. Ωστόσο, αυτή η επαφή με το παρελθόν παράγει εκδόσεις, τηλεοπτικά προγράμματα, μνημεία, ιστορικούς περιπάτους, θεατρικά έργα και άλλα προϊόντα πολιτισμού ή ψυχαγωγίας, με τα οποία οι πολίτες καθημερινά σχεδόν έρχονται σε επαφή, κυρίως γεγονότα που είχαν κάποιο σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του έθνους κράτους.
Τέλος, άλλος ένας χώρος μέσα στον οποίο μαθαίνουμε ιστορία, ύστερα όμως από πολλά χρόνια διδασκαλίας, είναι το σχολείο. Στην Ελλάδα η διδασκαλία της ιστορίας κάνει την εμφάνισή της στο σχολείο στα τέλη του 19ου αιώνα. Μέχρι να καθιερωθεί ως αυτόνομο γνωστικό αντικείμενο, η διδασκαλία της ιστορίας ενσωματωνόταν στη γλώσσα. Τα σχολικά εγχειρίδια, ιδιαίτερα στο Δημοτικό σχολείο, έβριθαν ιστορικών αναφορών τις οποίες ο δάσκαλος έπρεπε να αναπτύξει και να εμπλουτίσει με τον λόγο του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Γεροστάθης του Λ. Μελά, βιβλίο το οποίο χρησιμοποιήθηκε στα περισσότερα δημοτικά της χώρας από τη δεκαετία του 1860. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό έργο το οποίο δεν γράφτηκε αρχικά για να γίνει σχολικό εγχειρίδιο, αλλά μακροημέρευσε ως τέτοιο, καθώς χρησιμοποιήθηκε από τους περισσότερους Έλληνες δασκάλους μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.
Έκτοτε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι, πολλές μεταρρυθμίσεις έλαβαν χώρα και πολλά πράγματα άλλαξαν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο, στο μάθημα της Ιστορίας τα πράγματα αλλάζουν πολύ δύσκολα και σίγουρα όχι με τον ρυθμό της αλλαγής των κυβερνήσεων. Ο άξονας γύρω από τον οποίο συγκροτείται η σχολική ιστορία είναι το σχήμα της συνέχειας του ελληνικού έθνους, όπως διατυπώθηκε από τον Κ. Παπαρηγόπουλο δύο μόλις δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και τη συγκρότηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Το βασικό αφήγημα που επιχειρεί και τελικά καταφέρνει να εμφυσήσει στους νεαρούς μαθητές το σχολείο μέχρι σήμερα είναι, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Χ. Αθανασιάδης στο γνωστό βιβλίο του, «η βιογραφία ενός έθνους αρχέγονου και ανάδελφου, το οποίο υφίσταται συνεχώς και αδιαλείπτως, εναντίον εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών που απειλούν την ύπαρξή του». Έτσι, όπως αναδεικνύει και η Σαλβάνου, η σχολική ιστορία προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και στην καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης. Στην ελληνική σχολική πραγματικότητα πάντως το δεύτερο δεν φαίνεται να πραγματοποιείται, παρά τις φιλότιμες κατά καιρούς μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.
Η συγγραφέας, κλείνοντας την ανάλυσή της, αναδεικνύει και σχολιάζει τη σημασία που λαμβάνει στην εποχή μας ο όρος «ιστορική κουλτούρα». Η μεγάλη σημασία που παίρνει το παρελθόν στην καθημερινότητά μας και η υπέρμετρη έκθεσή μας σε αυτό έχει αλλάξει πλέον τη σχέση μας με τα περασμένα. Είτε πρόκειται για την ακαδημαϊκή είτε πρόκειται για τη δημόσια ιστορία, το παρελθόν δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως κάτι ενιαίο ή ολοκληρωμένο, που μπορούμε να το καταλάβουμε επισκεπτόμενοι ένα μουσείο ή διαβάζοντας ένα σχετικό σύγγραμμα. Αντίθετα, παρουσιάζεται ή χρησιμοποιείται αποσπασματικά. Συνήθως εμφανίζονται μπροστά μας θραύσματα τα οποία συνδέονται και νοηματοδοτούνται σύμφωνα με το πλαίσιο στο οποίο πρόκειται να ενταχθούν κάθε φορά. Πολύ μεγάλη σημασία σε αυτή τη διαδικασία παίζει το «δρων υποκείμενο». Δηλαδή αυτός που κάθε φορά ερευνά για το παρελθόν, το θυμάται, το επικαλείται ή το χρησιμοποιεί. Έτσι, για «να γίνει το παρελθόν ιστορία» απαιτείται τόπος, χρόνος και δρων υποκείμενο. Άρα για να καταλάβουμε την ιστορική αφήγηση πρέπει κάθε φορά να ξέρουμε ποιος τη συγκρότησε, σε ποιο χρόνο, σε ποιους απευθυνόταν και βέβαια για ποιο σκοπό.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία, που κάθε φορά είναι περίπλοκη και βέβαια ιδιαίτερη, εάν προσθέσουμε και την τεχνολογία, η οποία διαδραματίζει στις μέρες μας ιδιαίτερο ρόλο, τόσο στη διαδικασία της έρευνας όσο και της διάδοσης οποιασδήποτε μορφής ιστορικής δουλειάς, τότε καταλαβαίνουμε ότι πλέον βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιαίτερη συνθήκη. Στις μέρες μας πλέον το παρελθόν δεν είναι μια απλή κατασκευή του παρόντος. Μπορεί να παρέμβει στο παρόν ως δρων στοιχείο του και να το αναδιαμορφώσει. Έτσι, οι σχέσεις μεταξύ παρόντος και παρελθόντος γίνονται ακόμη πιο ρευστές, καθώς η επίκληση του παρελθόντος αναδιαμορφώνει το παρόν και παρεμβαίνει στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία περιμένει ή φαντάζεται το μέλλον της.