Print Friendly, PDF & Email

Η θεματολογία της αθηναϊκής επιθεώρησης στη δεκαετία του 1940

Απόστολος Πούλιος

 

Εισαγωγή

Η αθηναϊκή επιθεώρηση, το θεατρικό είδος που ασχολείται κατεξοχήν με την επικαιρότητα, ήρθε αντιμέτωπη στη δεκαετία του 1940 με κορυφαία ιστορικά γεγονότα: ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, η Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, ο Εμφύλιος και οι παγκόσμιες πολιτικές εξελίξεις πρόσφεραν πλούσια θεματολογία στους θεατρικούς συγγραφείς. Φυσικά οι εκάστοτε συνθήκες δεν επέτρεπαν πάντοτε στην επιθεώρηση να εξετάζει όλες τις πτυχές των θεμάτων με τα οποία την τροφοδοτούσε η κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα: η λογοκρισία των αρχών Κατοχής, η μονόπλευρη αντιμετώπιση της εμφύλιας σύρραξης, η προσπάθεια διατήρησης ίσων αποστάσεων ή η αποφυγή τους είχαν αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο η επικαιρότητα αυτή απασχολούσε τις αθηναϊκές σκηνές του ελαφρού μουσικού θεάτρου. H εργασία αυτή παρουσιάζει τους βασικούς θεματικούς άξονες γύρω από τους οποίους κινήθηκαν οι επιθεωρησιογράφοι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 αλλά και τους τρόπους με τους οποίους αντιμετώπισε τις επιλογές τους η θεατρική κριτική της εποχής.[1]

Η «πολεμική επιθεώρηση» του ελληνοϊταλικού πολέμου

Κυριολεκτικά αμέσως μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου οι σατιρικές πένες ανέλαβαν το έργο της εμψύχωσης των πολιτών στα μετόπισθεν. Στις 3 Νοεμβρίου 1940 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βραδυνή η παρωδία του ιταλικού τραγουδιού «Reginella campagnola», που είχε ήδη γνωρίσει επιτυχία στην ελληνική εκδοχή του ως «Μικρή χωριατοπούλα». Το τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι» (αρχικός τίτλος: «Στη Ρώμη»), το γνωστότερο σατιρικό τραγούδι της περιόδου 1940-41, αποτέλεσε βασικό εργαλείο της προπαγάνδας εναντίον των Ιταλών και ήταν ένα από τα τραγούδια που εμψύχωναν το κοινό των πολεμικών επιθεωρήσεων.[2] Σύσσωμο το ελαφρό μουσικό θέατρο καθώς και κάποιοι θίασοι πρόζας παρουσίασε «πολεμικές επιθεωρήσεις» –ανεβαίνουν συνολικά πάνω από είκοσι επιθεωρήσεις με αυτόν τον χαρακτηρισμό στη διάρκεια της σεζόν 1940-41.[3] Φυσικά προπαγανδίζουν όλες το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» (κάποιες παραστάσεις μάλιστα τις παρακολουθεί και ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς)[4] και η ποιότητά τους δεν είναι, καθώς φαίνεται, πάντα ανάλογη της φήμης των συντελεστών ή των πρωταγωνιστριών/-στών της. Ο απόηχός τους όμως έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας, κυρίως μέσα από τα σατιρικά τραγούδια που ερμήνευσαν όλα τα μεγάλα ονόματα του ελαφρού μουσικού θεάτρου και του τραγουδιού, με προεξάρχουσα τη Σοφία Βέμπο.

Οι κατοχικές επιθεωρήσεις

Η είσοδος των Γερμανών στη Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 τερμάτισε το ανέβασμα των πολεμικών επιθεωρήσεων, αν και ο όρος, όπως θα δούμε, επέστρεψε στο τέλος της Κατοχής, ωστόσο η σάτιρα δεν έλειψε. Απλώς προσαρμόστηκε στις συνθήκες που δημιούργησε η παρουσία των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών. Δεν ήταν, βέβαια, δυνατό να υπάρξει πολιτική σάτιρα, αφού απαγορευόταν κάθε αναφορά στις αρχές Κατοχής και τους συνεργάτες τους –αυτό φυσικά γινόταν ανεμπόδιστα στο θέατρο του βουνού.[5] Σατιρίστηκαν όμως οι συνθήκες που δημιούργησε η έλευση των κατακτητών. Σαφώς δεν μπορούσε να γίνει αναφορά στους θανάτους από την πείνα και τις στερήσεις, αλλά η έλλειψη τροφίμων και άλλων αγαθών, η μαύρη αγορά, καθώς και η νέα τάξη των νεόπλουτων που προέκυψε από αυτήν, ήταν μόνιμο θέμα των επιθεωρήσεων που παρουσιάστηκαν την περίοδο 1941-1944. Αποτελώντας άλλοτε το βασικό θέμα ενός νούμερου κι άλλοτε μέρος μόνο του θέματός του, ήταν τόσο συχνές οι σχετικές αναφορές με αποτέλεσμα οι θεατρικές στήλες να κάνουν συχνά λόγο για επαναλαμβανόμενη σε υπερβολικό βαθμό σάτιρα που άγγιζε τα όρια της δημοκοπίας.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ένας πολύ μεγάλος αριθμός νούμερων φαίνεται πως έχει «ανώδυνα» θέματα που αποτελούν κλασικές επιλογές των συγγραφέων από την εμφάνιση του επιθεωρησιακού είδους. Ο έρωτας και οι σχέσεις των δύο φύλων, τα χαρακτηριστικά των γυναικών όλων των ηλικιών («Το μοντέρνο κορίτσι», «Η πεθερά διαμέσου των αιώνων»), η ζωή και οι τύποι της παλιάς Αθήνας, η απόδραση σε εξωτικούς χώρους (βέβαια, μια τέτοια απόδραση θα ήταν ακόμα πιο απαραίτητη λόγω της ζοφερής κατοχικής πραγματικότητας). Προφανώς όμως, ακόμα και μέσα από νούμερα που ο τίτλος τους και συνεπώς ο θεματικός τους πυρήνας μοιάζει να είναι άσχετος με την τρέχουσα επικαιρότητα, οι συγγραφείς ή/και οι ηθοποιοί που αυτοσχεδίαζαν έβρισκαν τρόπους να θίξουν τα κακώς κείμενα και ζητήματα της σύγχρονης ζωής.

Με βάση την έρευνα στον Τύπο της περιόδου και στον μικρό αριθμό επιθεωρησιακών κειμένων που έχει επιβιώσει έως τις μέρες μας, τα επίκαιρα θέματα της κατοχικής επιθεώρησης κατανέμονται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες που είναι: 1) ο απόηχος του ελληνοϊταλικού πολέμου, 2) η έλλειψη αγαθών/τροφίμων, η μαύρη αγορά και οι νεόπλουτοι, 3) η καλλιτεχνική/πνευματική ζωή της Αθήνας και οι τρόποι διασκέδασης των Αθηναίων, 4) το τέλος του πολέμου, η ελληνικότητα και η τόνωση του πατριωτικού/αγωνιστικού αισθήματος των θεατών. Οι κατηγορίες αυτές αφορούσαν το θεματικό πυρήνα κάθε νούμερου, σκετς ή φινάλε. Από εκεί και πέρα κάποια από τα βασικά θέματα της επικαιρότητας (ιδίως η έλλειψη τροφίμων και ο μαυραγοριτισμός) επανέρχονται διαρκώς σε όλα τα νούμερα.

Ο απόηχος του ελληνοϊταλικού πολέμου

Ο απόηχος του ελληνοϊταλικού πολέμου φτάνει στις πρώτες κατοχικές επιθεωρήσεις το καλοκαίρι του 1941 («Ο αγνοούμενος επιστρέφει»),[6] άλλοτε με πατριωτικό τόνο και άλλοτε με τρόπο κωμικό («Ο αγνοούμενος»).[7] Σατιρίζονται επίσης οι κυρίες που ήταν μέλη του Τμήματος Ψυχαγωγίας του Ασθενούς και Τραυματίου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ενώ έχουμε και τη σπανιότατη περίπτωση αναφοράς στα βασανιστήρια που μεταχειρίστηκε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου στο νούμερο «Εξαντλητική ανάκρισις ή… αν έχεις τύχη διάβαινε», που πρόσφατα εντόπισε η έρευνα,[8] μια επιλογή θέματος που ενδεχομένως εξηγείται, αφενός, με βάση προσωπικούς λόγους που είχαν ο θιασάρχης Κώστας Μουσούρης και ο συγγραφέας Αλέκος Σακελλάριος να στηλιτεύσουν τη δικτατορία του Μεταξά και, αφετέρου, λόγω του γενικού κλίματος στοχοποίησης του θεοποιημένου μετά τις νίκες του ελληνοϊταλικού πολέμου δικτάτορα από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου.[9]

Έλλειψη τροφίμων και άλλων αγαθών, μαύρη αγορά και νεόπλουτοι

Το θέμα της έλλειψης τροφίμων και της ακρίβειας στις αγορές θίγεται από πολύ νωρίς, στις πρώτες επιθεωρήσεις που ανεβαίνουν το καλοκαίρι του 1941 («Η Α.Ε. ο κ. μπακάλης φλερτάρει»).[10] Από εδώ και στο εξής η έλλειψη τροφίμων και άλλων αγαθών, η αισχροκέρδεια και η μαύρη αγορά είναι θέματα που επανέρχονται συνεχώς.[11] Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι κριτικοί, που αρχικά επισήμαιναν ότι σε κάποιες επιθεωρήσεις υπάρχουν νούμερα με φιλολογικό ενδιαφέρον στα οποία «ενίοτε» υπάρχει επικαιρότητα,[12] από ένα σημείο και μετά να διαμαρτύρονται έντονα για τη μονοτονία που προκαλεί η κατάχρηση αυτών των θεμάτων.[13] Νούμερα όπως η κωμική «Δίκη του αισχροκερδούς»[14] θίγουν αυτό το τόσο καυτό ζήτημα για τους κατοίκους της πρωτεύουσας, το οποίο υποτίθεται ότι οι αρχές Κατοχής ενδιαφέρονταν να επιλύσουν. Κάποιοι ενδεικτικοί τίτλοι από νούμερα αυτής της κατηγορίας: «Ο ανυπόδητος», «Το πληγούρι, το φασόλι, το ρεβύθι», «Ένα μπουτάκι του γάλακτος», «Η κουζίνα διασκεδάζει», «Τα συσσίτια» και «Η τριφωνία των χαρουπιών».[15] Χαρακτηριστικό το θέμα του φινάλε «Διαμαρτυρία κατά του στομάχου»: τα όργανα του σώματος ξεσηκώνονται εναντίον του οργάνου που τα κάνει να υποφέρουν.[16]

Η ανταλλαγή τροφίμων με διάφορα είδη αποτελεί επίσης αντικείμενο της επιθεωρησιακής σάτιρας. Τα νούμερα «Επιστροφή στο χωριό»[17] και «Επάνοδος στην πόλη»,[18] αναφέρονται στα ταξίδια που έκαναν οι Αθηναίοι/-ες (ή το υπηρετικό τους προσωπικό) στην επαρχία προκειμένου να ανταλλάξουν διάφορα αγαθά με δυσεύρετα τρόφιμα. Εξίσου συχνό θέμα είναι και οι μεταπωλήσεις: έτσι, ο οίκος Βέριτας/Veritas?, γνωστός οίκος μεταπωλήσεων της εποχής που διαφήμιζε συνεχώς τις δραστηριότητές του στις εφημερίδες,[19] γίνεται αντικείμενο σάτιρας στο νούμερο «Μεταπωλήσεις Νταλαβέριτας».[20] Τα έσοδα από όλες αυτές τις (μετα)πωλήσεις και τη μαύρη αγορά δημιουργούν μια νέα κοινωνική τάξη, τους νεόπλουτους, τους οποίους αναλαμβάνει να σατιρίσει το ελαφρό μουσικό θέατρο από τον πρώτο κατοχικό χειμώνα μέχρι το τέλος του πολέμου («Νεόπλουτοι»,[21] «Η στάνη εκπολιτίζεται»,[22] «Η αριστοκρατία του 1944»).[23] Τέλος, οι επιθεωρησιογράφοι βρίσκουν την ευκαιρία να στηλιτεύσουν και τις μεθόδους διάθεσης των τροφίμων που φτάνουν από το εξωτερικό.[24]

Καλλιτεχνική και πνευματική ζωή Διασκέδαση

Οι τρόποι διασκέδασης των Αθηναίων απασχολούν πολύ την κατοχική επιθεώρηση, αφού φαίνεται ότι από τη χειμερινή σεζόν 1942-43 και μετά, όταν δηλαδή τα νέα του πολέμου αρχίζουν να γίνονται ευχάριστα και διατίθενται περισσότερα τρόφιμα στην αγορά, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας φαίνεται πως έχουν πλέον τη διάθεση να ασχοληθούν περισσότερο με τη διασκέδασή τους. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σάτιρα της θεατρικής επικαιρότητας, καθώς δεν είναι απλώς ένα ακόμα θέμα, αλλά κάτι που αφορά ιδιαίτερα το κοινό των παραστάσεων, αφού η κίνηση όλων των θεάτρων της πρωτεύουσας αυξάνεται θεαματικά μέσα στην Κατοχή. Έτσι νούμερα όπως «Η δίκη της Μαίρης Ντάνκαν»[25] και «Η κυρία με τις καμέλιες» έχουν ως πηγή έμπνευσης τα ομότιτλα έργα που παρουσίασαν την ίδια περίοδο θίασοι πρόζας.[26] Οι επιθεωρήσεις ασχολούνται και με την αναβίωση των παλιών οπερετών (πρόσκαιρη «μόδα» στα μέσα της Κατοχής)[27] αλλά και των παλιών έργων «φουστανέλας» (Γκόλφω, Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (μόδα του τελευταίου χρόνου της Κατοχής) και βέβαια με τη νέα μουσική μόδα της τζαζ. Το 1943 ο κωμικός Κυριάκος Μαυρέας μεταμορφώνεται σε Ρένα Μπουρτζοβλαχοπούλου για να σατιρίσει τη δημοφιλέστατη τότε τραγουδίστρια της τζαζ Ρένα Βλαχοπούλου, ενώ σε άλλα νούμερα μοτίβα της δημοτικής και της ρεμπέτικης μουσικής παρουσιάζονται διασκευασμένα σε ρυθμούς τζαζ. Οι επιθεωρησιογράφοι εμπνέονται εξάλλου και από την κινηματογραφική επικαιρότητα. Για παράδειγμα, η γερμανική ταινία Μπελ Αμί «γεννά» τον επιθεωρησιακό Μπελαμή που διηγείται πώς βρίσκει τρόφιμα στην περιοχή του Πολύγωνου.[28]

Παράλληλα, οι επιθεωρησιογράφοι ενδιαφέρονται και για πιο φιλολογικά ζητήματα, όπως τον καβγά που ξέσπασε ανάμεσα στον Παύλο Παλαιολόγο και τον Σπύρο Μελά λόγω μιας κριτικής, καθώς και για τη νέα μόδα των διαλέξεων που το κοινό της Κατοχής παρακολουθούσε πληρώνοντας εισιτήριο την άνοιξη του 1943 («Ένα δουλικό στη διάλεξη»).[29] Επίσης, ένα θέμα της πνευματικής ζωής της πόλης με το οποίο επίσης ασχολήθηκαν οι επιθεωρησιογράφοι ήταν η δίκη του καθηγητή Ιωάννη Κακριδή που έμεινε γνωστή ως «Η δίκη των τόνων» και έδωσε την αφορμή για ένα ομότιτλο νούμερο, το οποίο, ωστόσο, μέρος της κριτικής υποδέχτηκε πολύ αρνητικά.[30]

Τέλος, οι αθηναϊκές επιθεωρήσεις δεν μπορούσαν φυσικά να αγνοήσουν τη νέα μόδα των ολονύκτιων πάρτι στα οποία ξεφάντωνε η νεολαία αλλά και νέες ψυχαγωγικές δραστηριότητες, όπως η χαρτοπαιξία[31] και οι ρουλέτες, που κατέκλυσαν την Αθήνα τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής.[32]

Η θεματολογία του τελευταίου χρόνου: Ελληνικότητα και αγωνιστικότητα

Οι θεατρικές στήλες της τελευταίας περιόδου της Κατοχής τονίζουν ότι «μέσα στον κυκεώνα της σημερινής καταστάσεως»[33] ο ρόλος της επιθεώρησης είναι πλέον τριπλός: όχι μόνο να διασκεδάσει το κοινό με κωμικές σκηνές και να το ευφράνει με «σκηνές πολιτισμένες», δύο στόχοι που το είδος υπηρετούσε, άλλωστε, και τα προηγούμενα χρόνια, αλλά κυρίως να το ενθουσιάσει με «σκηνές πατριωτικής εκδηλώσεως».[34] Ειδικά το καλοκαίρι του 1944, όταν ο κόσμος έχει πια συνειδητοποιήσει ότι το τέλος του πολέμου πλησιάζει, το κοινό συρρέει μαζικά στις πλατείες των επιθεωρησιακών θεάτρων[35] και εκδηλώνει έξαλλα τον ενθουσιασμό του, ενθουσιασμός που κάποιες στιγμές γίνεται «αληθινό πατριωτικό παραλήρημα»,[36] με αποτέλεσμα η παράσταση να διακόπτεται για αρκετή ώρα μέχρι να κοπάσουν τα χειροκροτήματα του κοινού.[37] Έτσι, η θεματολογία (όπως και οι τίτλοι) των έργων αφορά όλο και συχνότερα την Ελλάδα και το επερχόμενο τέλος του πολέμου, ενώ οι αναφορές σε επίκαιρα πολεμικά θέματα συχνά προκαλούν έκπληξη με δεδομένη την ύπαρξη της λογοκρισίας. Οι συγγραφείς φροντίζουν με κάθε τρόπο να δώσουν ελληνικό χρώμα στις παραστάσεις προβάλλοντας ιδιαίτερα τη δημοτική μουσική παράδοση και τις παραδοσιακές ενδυμασίες και κάνοντας συχνότατες αναφορές στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα και το ένδοξο ιστορικό παρελθόν της χώρας. Οι κριτικές επισημαίνουν πως μετά από τις πρώτες θερινές επιθεωρήσεις του 1944 η πρωτοτυπία των συγγραφέων εξαντλείται και τα θέματα αναπόφευκτα επαναλαμβάνονται. Για αυτόν το λόγο αρκετές κριτικές αποδίδουν στις επιθεωρήσεις δημοκοπικές προθέσεις, ενώ οι επιθεωρησιογράφοι σπεύδουν να υπερασπιστούν το είδος τονίζοντας ότι η επιθεώρηση δεν δημοκοπεί, αλλά «διερμηνεύει το κοινό αίσθημα»[38] και υποστηρίζουν ότι το κοινό επιδοκιμάζει με ειλικρίνεια, ενθουσιάζεται και αναζητά τα θέματα που οι κριτικοί ονομάζουν δημοκοπικά, δηλαδή τη μαύρη αγορά και το «εθνικό περιεχόμενο» των έργων.

Επανέρχονται λοιπόν στις θεατρικές στήλες οι όροι «πολεμική» και «πατριωτική επιθεώρηση». Δεν μπορούμε να ξέρουμε την ποιότητα των επιθεωρήσεων αυτών για να τη συγκρίνουμε με τις πολεμικές επιθεωρήσεις του 1940, για τις οποίες έχουμε περισσότερο υλικό,[39] αλλά βλέπουμε ότι οι κριτικοί εξαρτούν την ποιότητά τους όχι από την πρωτοτυπία του θέματος, αφού όλα τα θέματα έχουν ήδη παρουσιαστεί, αλλά από τις προσπάθειες των συγγραφέων να κρατήσουν μια λεπτή, «πολιτισμένη» γραμμή, καθώς και από τον βαθμό του ενθουσιασμού και την ένταση των πατριωτικών εκδηλώσεων από την πλευρά των θεατών. Εφόσον ο τελευταίος λόγος φαίνεται να ανήκει στο κοινό, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η εθνική και κοινωνική συσπείρωση που φαίνεται πως προβάλλουν τα έργα στοιχειοθετούν, όπως και την περίοδο 1940-41, «μια μορφή στράτευσης –όχι απαραίτητα συνειδητής, αλλά οπωσδήποτε στράτευσης».[40]

Δημοτικά τραγούδια και παραδοσιακές στολές

Όσο πλησιάζει το τέλος του πολέμου, οι επιθεωρήσεις δίνουν όλο και πιο συχνά ελληνικό χρώμα στα έργα τους, ξεκινώντας από το μέλος και την όψη. Το δημοτικό τραγούδι ακουγόταν πολύ συχνά στα βαριετέ από τραγουδίστριες όπως η Δανάη Στρατηγοπούλου,[41] αλλά από το καλοκαίρι του 1943 τραγουδιέται συχνότερα και στα επιθεωρησιακά θέατρα. Μπορούμε με ασφάλεια να υποστηρίξουμε ότι τα δημοτικά τραγούδια δεν έλειψαν ποτέ από την κατοχική επιθεώρηση, αφού ήταν όχημα για τη σάτιρα της επικαιρότητας (πάντοτε στο επιτρεπτό πλαίσιο). Για παράδειγμα, το Δεκέμβριο του 1942 το φινάλε της επιθεώρησης Τρεις το λάδι, που χαρακτηρίζεται μάλιστα από τις θεατρικές στήλες πολύ πρωτότυπο, έχει βασικό του θέμα τους θρυλικούς ήρωες των δημοτικών τραγουδιών, οι οποίοι εκθέτουν τις απόψεις τους για την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην αγορά από την πτώση των τιμών.[42] Έτσι, τα κοπάδια της «Βλάχας της παινεμένης» αποκτούν πλέον άλλη αξία, επανεμφανίζεται η «Ζαχαρούλα» που είχε κρυφτεί από τον μπακάλη, ενώ τα «Τρία παιδιά Βολιώτικα» είναι τρεις απελπισμένοι μαυραγορίτες.[43] Η σάτιρα θέτει επίσης ζητήματα εθνικής ταυτότητας, όταν τα δημοτικά τραγούδια συνδιαλέγονται με τη μουσική τζαζ στο νούμερο «Φλογέρα και σαξόφωνο» (Μάιος 1943), όταν η νέα αυτή μόδα συνεπαίρνει το κοινό της Αθήνας.[44]

Εκτός όμως από τη σάτιρα, το δημοτικό τραγούδι ήταν σίγουρα ένας τρόπος για να δοθεί περισσότερο ελληνικό χρώμα στις επιθεωρήσεις και να γίνουν αναφορές στην αντίσταση. Έτσι, όσο περνά ο καιρός, δημοτικά ή δημοτικοφανή τραγούδια τραγουδιούνται στις επιθεωρήσεις χωρίς το πρόσχημα της σάτιρας. Άλλοτε είναι ενσωματωμένα σε νούμερα με φυσιολατρικό περιεχόμενο και άλλοτε εκτελούνται αυτόνομα καταλαμβάνοντας ισότιμη θέση με τις ρομάντζες ή τις επιτυχίες της τζαζ που εκτελούν οι τραγουδίστριες των θιάσων. Βασική εκπρόσωπός τους η Φρόσω Κοκκόλα,[45] που δραστηριοποιείται ήδη σε αυτό το ρεπερτόριο σε συναυλίες και βαριετέ από τον Απρίλιο του 1942[46] και στην επιθεώρηση από τη χειμερινή σεζόν 1942-43,[47] καλύπτοντας ίσως το κενό που άφησε η Σοφία Βέμπο με την αναχώρησή της στη Μέση Ανατολή.

Φυσικά τα δημοτικά τραγούδια είναι μια καλή αφορμή για την παρουσίαση επί σκηνής των αντίστοιχων παραδοσιακών χορών που χορεύουν πρωταγωνίστριες, όπως οι αδελφές Καλουτά και η Καίτη Ντιριντάουα, φορώντας φυσικά και τις αντίστοιχες παραδοσιακές στολές.

Παρελθόν, παρόν και μέλλον

Ενώ οι επιθεωρήσεις της διετίας 1941-1943 προσπαθούσαν να μιλήσουν για το παρόν θίγοντας στον επιτρεπτό βαθμό τα δύσκολα θέματα της επικαιρότητας, παρατηρούμε ότι οι επιθεωρήσεις του τελευταίου χρόνου της Κατοχής δίνουν έμφαση στο μέλλον της Ελλάδας συνδέοντάς το όμως με το ένδοξο παρελθόν της. Οι ηθοποιοί κάνουν «Μεταπολεμικά όνειρα»,[48] και οραματίζονται τι θα γίνει μόλις υπογραφεί η ανακωχή.[49]

Οι επιθεωρήσεις βρίθουν από αναφορές στο παρελθόν της χώρας, για να τονιστεί η ιστορική συνέχεια του έθνους και να συνδεθούν τα κατορθώματα των σύγχρονων Ελλήνων με την ένδοξη ιστορία τους. Για παράδειγμα το φινάλε της επιθεώρησης Τζάμπα γέλιο τιτλοφορείται «Αρχαίο και νέο ελληνικό πνεύμα» και, σύμφωνα με μια κριτική, είναι «επιτυχέστατο και γεμάτο πατριωτισμό»,[50] ενώ στο νούμερο «Πολεμικές αναμνήσεις» της επιθεώρησης Κουράγιο βρε παιδιά (Σεπτέμβριος 1944) ένας απόστρατος συνταγματάρχης διηγείται στην κόρη του τις αναμνήσεις του από τις νίκες του ελληνικού στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους. [51]

Οι λέξεις πόλεμος και ειρήνη είναι πανταχού παρούσες. Ευνοϊκά σχόλια γράφονται για νούμερα όπως «Την ημέρα της ειρήνης»,[52] «Όταν θα γίνει ειρήνη»,[53] «Αυτά έχει ο πόλεμος»,[54] «Η γλώσσα του πολέμου»[55] και ιδιαίτερα για το ντουέτο της Καίτης Ντιριντάουα και της Μαρίκας Νέζερ, οι οποίες ως ο Πόλεμος και η Ειρήνη αντίστοιχα διεκδικούν οπαδούς (και χειροκρότημα) απαριθμώντας τα προτερήματά τους.[56] Όπως θυμόταν η Μαρίκα Νέζερ, το αθηναϊκό κοινό χειροκροτούσε περισσότερο τους «φιλοπόλεμους» στίχους, αλλά και τη δυναμική παρουσία της Ντιριντάουα, από ό,τι τους «φιλειρηνικούς» στίχους και τη λιγότερο δυναμική παρουσία της Νέζερ, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο τον αγωνιστικό του παλμό και τη διάθεσή του να αντισταθεί στους κατακτητές.[57]

Ο λόγος στον λαό

Τέλος, αξίζει να επισημάνουμε πως, καθώς ο πόλεμος πλησιάζει προς το τέλος του, διακρίνουμε επίσης μια τάση των επιθεωρησιογράφων να προβάλουν στα νούμερα τις ταξικές διαφορές και το λαϊκό αίσθημα. Με αυτόν τον τρόπο φανέρωναν τα αριστερά/προοδευτικά τους φρονήματα αλλά ενδεχομένως και την πόλωση που είχε μοιραία προκληθεί στην ελληνική κοινωνία. Τα περισσότερα από αυτά τα νούμερα εντοπίστηκαν σε επιθεωρήσεις των Αλέκου Σακελλάριου, Δημήτρη Ευαγγελίδη και Χρήστου Γιαννακόπουλου και κυρίως του Ασημάκη Γιαλαμά, ο οποίος, άλλωστε, ήταν ο μόνος επιθεωρησιογράφος που τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του ΕΑΜ μετά την Απελευθέρωση και, ύστερα από τα Δεκεμβριανά, εγκατέλειψε την Αθήνα μαζί με άλλους/-ες αριστερούς/-ές καλλιτέχνες/-ιδες.[58]

Έτσι, παρόλο που οι φτωχοί ήρωες και η καινούρια τάξη των νεόπλουτων εμφανίζονταν στις επιθεωρήσεις από την αρχή της Κατοχής, τον τελευταίο χρόνο φαίνεται πως αντιπαρατίθενται πιο συχνά στις ίδιες σκηνές. Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 1943 συναντούμε τους τίτλους «Οι νεόπλουτοι κι ο μορτάκος»[59] και «Ταξικές διαφωνίες».[60] Φαίνεται, μάλιστα, πως η σχετική σάτιρα γίνεται αφορμή για να επαινεθεί ιδιαίτερα η επιθεώρηση Γαλάζιος ουρανός των Δ. Ευαγγελίδη – Α. Σακελλάριου ως η «πρώτη από [το 1936] με σάτυρα (sic) επί προσώπων, πραγμάτων και γεγονότων που ενδιαφέρουν τον ελληνικό λαό. Σάτυρα, μάλιστα, καυστική –ιδίως η στρεφομένη κατά της παληάς και νέας αριστοκρατίας του πλούτου– που ξεσηκώνει το θεατή σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού».[61] Τον Σεπτέμβριο του 1944 το φινάλε της επιθεώρησης Σία κι αράξαμε του Ασημάκη Γιαλαμά παρουσιάζει το «Λαϊκόν συνέδριον Ειρήνης», στο οποίο προσέρχονται αντιπρόσωποι όλων των ελληνικών επαρχιών για να δηλώσουν τις ζημίες που υπέστησαν στη διάρκεια του πολέμου και την αποζημίωση που περιμένουν.[62] Η διάθεση να πάρει ο λαός στα χέρια του το μέλλον του στον επερχόμενο ειρηνικό κόσμο διαφαίνεται σε ένα από τα νούμερα της ίδιας επιθεώρησης στο οποίο οι γυναίκες μαθαίνουν νέα επαγγέλματα, γιατί μετά τον πόλεμο θα χρειαστούν πολλά εργατικά χέρια για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης.[63]

Βέβαια, τα κριτικά σχόλια των εφημερίδων δεν συμφωνούν πάντα για την ποιότητα ή και τη χρησιμότητα αυτών των επιθεωρησιακών νούμερων. Τον Ιανουάριο του 1944 το σκετς «Η αξία της δουλειάς»[64] του Α. Γιαλαμά, σύμφωνα με τη Βραδυνή, «επισφραγίζει την επιτυχία της νέας επιθεώρησης», που τη θεωρεί μια από τις «καλλίτερες πολεμικές επιθεωρήσεις»,[65] ενώ, σύμφωνα με την Καθημερινή, που αποδοκιμάζει, εξάλλου, ολόκληρο το έργο, «ζημιώνει πολύ το έργο και πρέπει να περικοπεί».[66] Αντίστοιχα, τον Σεπτέμβριο του 1944, η Καθημερινή προτείνει να κοπεί το νούμερο που παίζει ο Μ. Κοκκίνης «Η γλώσσα του λαού» των Ευαγγελίδη – Σακελλάριου, «γιατί η στιγμή δεν είναι η κατάλληλη για τέτοιες κουβέντες»,[67] ενώ η Βραδυνή θεωρεί πως πρόκειται για ένα από τα καλύτερα νούμερα του έργου.[68] Έναν μόλις μήνα πριν την Απελευθέρωση, είναι προφανές ότι το κοινό ενθουσιάζεται με νούμερα όπως το ντουέτο Μαρίκας Νέζερ – Κούλας Νικολαΐδου «Η φτώχεια και ο πλούτος» (και πάλι από το Σία κι αράξαμε του Γιαλαμά), παρόλο που τα Αθηναϊκά Νέα το θεωρούν «ασήμαντο και σε κοινή δημοκοπική γραμμή».[69] Δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα με βάση τον ιδεολογικό προσανατολισμό των εντύπων που φιλοξενούν τα αντικρουόμενα αυτά σχόλια. Στα χρόνια της Κατοχής, και ιδιαίτερα στην περίοδο που εμφανίστηκαν αυτά τα νούμερα, οι συνθήκες στον Τύπο είναι έτσι κι αλλιώς θολές, ενώ μετά την Απελευθέρωση η Βραδυνή ασφαλώς δεν ανήκε στον αριστερό χώρο.[70] Πάντως, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη μια μεταπολεμική κριτική της συντηρητικότατης Εστίας, που με αφορμή την «σπαρταριστήν και άκακον σάτυραν (sic)» της επιθεώρησης Η ζωή ξαναρχίζει κάνει λόγο για «τας ελεεινάς εκείνας επιθεωρήσεις των ετών της δουλείας που συνετέλεσαν όχι ολίγον με την παρερμηνείαν των λαϊκών διαθέσεων εις την δημιουργίαν του καννιβαλικού κινήματος του Δεκεμβρίου».[71]

Οι επιθεωρήσεις της μετακατοχικής περιόδου και του Εμφυλίου Πολέμου

Στη μεταπολεμική περίοδο, όπως είναι φυσικό, η πολιτική σάτιρα επιστρέφει στις επιθεωρησιακές σκηνές. Τα κείμενα των επιθεωρήσεων ασχολούνται με τα γεγονότα της πολιτικής ζωής τηε χώρας αλλά και με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Εμπνεόμενοι φυσικά και από τις διεθνείς εξελίξεις, οι επιθεωρησιογράφοι μιλούν για το τέλος του πολέμου («Η διάλυσις του Ράιχ»,[72] «Φαλημέντο πράμμα»,[73] «Δίκη [του Χίτλερ] στην κόλαση»,[74] «Μια νύχτα στο Πότσδαμ»,[75] «Η εύθυμη χήρα του Μουσολίνι»)[76] και εκφράζουν την ανησυχία τους για την παγκόσμια ειρήνη που φαίνεται ακόμα επισφαλής, λόγω της αντιπαράθεσης ΗΠΑ και Ρωσίας (Ουίσκι και βότκα). Η ίδρυση του ΟΗΕ και το δικαίωμα αρνησικυρίας αποτελούν πηγή έμπνευσης για τίτλους επιθεωρήσεων (Ρωμέικο βέτο, Γελάτε χωρίς βέτο, Η γυναίκα με το βέτο) αλλά και για μια σειρά από νούμερα (κυρίως φινάλε επιθεωρήσεων) στα οποία συνεδριάζουν εκπρόσωποι όλων των κρατών για τη διασφάλιση της ειρήνης και στα οποία έχουν ξεχωριστή πάντα θέση οι εκπρόσωποι της Ελλάδας («Το γεύμα της Ειρήνης»,[77] «Παρέλασις [τσολιάδων] στην 5η Λεωφόρο»).[78] Φυσικά, οι επιθεωρήσεις εξέφραζαν το αίτημα για την απελευθέρωση της Κρήτης («Το παράπονο της Κρήτης»)[79] και την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα («Η Ρόδος πανηγυρίζει»),[80] ενώ, τον πρώτο καιρό, δεν λείπουν και οι αναφορές για απελευθέρωση της Κύπρου και της Ανατολικής Ρωμυλίας («Στο στάδιο του Βερολίνου»).[81]

Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της Ελλάδας με τους δύο συμμάχους της, τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ, αρχικά τα νούμερα σχολίαζαν σκωπτικά την παρουσία των αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων στην πόλη («Μάθετε αγγλικά»),[82] τις ερωτικές σχέσεις τους με Ελληνίδες και τις εμπειρίες τους από την αθηναϊκή ζωή («Στον ρυθμό του γιούπι γιούπι»)[83] και, αργότερα, την αποχώρησή τους από την Αθήνα. Εξάλλου, είναι πολύ συχνό θέμα σε επιθεωρησιακά νούμερα η στήριξη που ζήτησε η Ελλάδα από τις ΗΠΑ συχνά και μέσα από την αναφορά στην παρεχόμενη από την ΟΥΝΡΑ βοήθεια[84] (χαρακτηριστικός ο τίτλος της επιθεώρησης Στείλε κι άλλα, θείε Τρούμαν τον Μάρτιο του 1947). Ωστόσο, παράλληλα, στο διάστημα 1945-1950 οι συγγραφείς των επιθεωρήσεων φρόντιζαν να «υπενθυμίζουν», με στόχο προφανώς την εκτόνωση του κοινού, τον σημαντικό ρόλο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το αίσθημα της αδικίας για τον τρόπο που φέρονται οι «Τρεις Μεγάλοι» (και ιδίως ΗΠΑ και Αγγλία) στην Ελλάδα: χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι των επιθεωρήσεων Ας τα βλέπουν οι μεγάλοι (Νοέμβριος 1945), Ας τα βλέπει το Κογκρέσο (Δεκέμβριος 1947) και Κατηγορώ τους νικητάς (Μάιος 1949) και των νούμερων «Το παράπονο της Ελλάδας»[85], «Να φύγουν οι Άγγλοι»[86] και «Μια μικρή πάει στους μεγάλους»).[87]

Από τα Δεκεμβριανά στον Εμφύλιο

Σε ό,τι αφορά την εγχώρια πολιτική κατάσταση, δεν έχουν δυστυχώς εντοπιστεί, έως τώρα, πολλές πληροφορίες για τα κείμενα των πανηγυρικών επιθεωρήσεων που παρουσιάστηκαν από την Απελευθέρωση μέχρι την έναρξη των Δεκεμβριανών. Πάντως, τα δείγματα των κειμένων, καθώς και κάποιοι τίτλοι επιθεωρήσεων (Κουκ…ουαί τοις ηττημένοις),[88] που έχουν διασωθεί από τις αρχές του 1945 και μέχρι την έναρξη του Εμφυλίου, απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων που είτε τάσσονταν ανοιχτά κατά της Αριστεράς είτε μιλούσαν για εθνική συμφιλίωση με τρόπο όμως που δεν άφηνε ικανοποιημένη καμιά από τις δυο παρατάξεις –όπως δείχνουν τουλάχιστον οι κριτικές που έχουν διασωθεί.

Αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στις αθηναϊκές σκηνές παρουσιάστηκαν νούμερα που αναφέρονταν στα Δεκεμβριανά: οι καταστροφές που προκλήθηκαν στην πρωτεύουσα («Νέα ραδιοφωνικά μηνύματα»),[89] οι όμηροι που πήραν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατά την αποχώρησή τους από την Αθήνα («Επιστροφή από τα Κρώρα»,[90] «Ομήρων Οδύσσεια»[91] και «Ομήρου Οδύσσεια»)[92] και οι ελεύθεροι σκοπευτές του ΕΛΑΣ (αλλά όχι των Βρετανών…) είναι θέματα που συναντούμε στις επιθεωρήσεις τους πρώτους μήνες του 1945, ιδωμένα από τη σκοπιά της Δεξιάς. Τα θέματα της πολιτικής επικαιρότητας «μπλέκονταν» με αγαπημένα θέματα της επιθεωρησιακής σάτιρας («Ερωτική συμφωνία της Βάρκιζας»,[93] «Ο έρως κουκουές»),[94] ενώ υπήρχαν επίσης και κάποια δραματικά νούμερα («Δυο μάνες») που αναφέρονταν στα δεινά της εμφύλιας διαμάχης.[95]

Μέχρι την επίσημη έναρξη του Εμφυλίου πολέμου, και ενόψει του Δημοψηφίσματος του 1946 υπέρ ή κατά της επιστροφής της Βασιλείας, εμφανίζεται στα επιθεωρησιακά κείμενα μια τάση για τήρηση ίσων αποστάσεων απέναντι στις δύο παρατάξεις («Δημοψήφισμα στο Ακροπόλ»,[96] «Αίμα-Ρίζος» –σάτιρα του φανατισμού των αναγνωστών των εφημερίδων Ελληνικόν Αίμα και Ριζοσπάστης).[97] Κάποιες φορές όμως η Κριτική του δεξιού Τύπου αντιδρά για σκηνές των έργων που θα μπορούσαν να ευνοήσουν την Αριστερά. Για παράδειγμα ο Γιάννης Φερμάνογλου θεωρεί πως το νούμερο «Η Δεξιά, η Αριστερά και ο λαός» πρέπει να περικοπεί «διά λόγους σκοπιμότητος» και πως στο φινάλε πρέπει να δοθεί «μεγαλυτέρα προσοχή στην θέσι της Αμερικής, και να μη προηγείται εις την σειράν η Ρωσσία».[98]

Ωστόσο, καθώς περνά ο καιρός και ο Εμφύλιος σταδιακά κλιμακώνεται, οι κριτικοί των αριστερών εντύπων διαμαρτύρονται, επειδή «Η αθηναϊκή επιθεώρηση, αυτό το γνήσια λαϊκό είδος, όπως το κατάντησε η εθνικοφροσύνη, έγινε άντρο του Σούρλα».[99] Τον Μάιο του 1947 ο Γιώργος Σεβαστίκογλου αγανακτισμένος στηλιτεύει τη «χυδαιότητα» και την «ανηθικότητα» της επιθεώρησης Να τι θέλει ο λαός, καθώς το μόνο που ακούγεται στη διάρκειά της είναι «ένα αισχρό και κατάπτυστο υβρεολόγιο εναντίον κάθε δημοκρατικής και ανθρώπινης έννοιας» καθώς και το πιο «δουλόπρεπο γλύψιμο (sic) της σημερινής κυβέρνησης και των Αμερικανών αφεντάδων της ταιριασμένο με μια λυσσασμένη πεμπτοφαλαγγίτικη υμνολογία ενός τρίτου πολέμου, όπου η ατομική βόμβα του ‘θείου Τρούμαν’ πρόκειται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους».[100]

Από τους κριτικούς και δημοσιογράφους της άλλης όχθης, ο παντοδύναμος Αχιλλέας Μαμάκης, υπεύθυνος για την εκτενέστερη θεατρική στήλη στην εφημερίδα Έθνος, επαινεί, καθώς κορυφώνεται η εμφύλια σύρραξη, τις «εθνικιστικές» επιθεωρήσεις,[101] εκείνες δηλαδή που «διαπνέονται από άκρατον και έντονον πατριωτικόν παλμόν», που κάνουν «πατριωτικόν κήρυγμα», έστω κι αν κινούνται αποκλειστικά στη σφαίρα του «αντικομμουνιστικού αγώνος»[102] και έχουν αποκλειστικά «αρθρογραφικόν περιεχόμενον».[103] Ο Μαμάκης, μάλιστα, εγκαλεί κάποιους συγγραφείς, όπως τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Χρήστο Γιαννακόπουλο ή τον Ασημάκη Γιαλαμά, γιατί στα έργα τους υπάρχει «πολύ περίεργη σιωπή επάνω στο εθνικόν θέμα…»[104] και αποφεύγουν τον «στιγματισμό[ν] της μάστιγος του συμμοριτισμού προφανώς προς προσέλκυσιν αμετανόητων ‘αριστερών’ θεατών ή της τάξεως των αδιαφόρων των μετόπισθεν»[105] που «πρέπει με κάθε τρόπο –μετά φορτικότητος, αν θέλετε– να τους υπενθυμίζεται διαρκώς ότι κάνουμε πόλεμο».[106]

Έτσι, η πλειοψηφία των αθηναϊκών επιθεωρήσεων παρουσιάζουν την Αριστερά ως υπαίτια για τη μη επίτευξη του στόχου της εθνικής συμφιλίωσης και οι επιθεωρησιογράφοι επινοούν τρόπους για να κατηγορήσουν το ΚΚΕ για τη συνέχιση του εμφυλίου αλλά και τις γειτονικές χώρες (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία), οι οποίες υποστήριζαν το ΚΚΕ, έχοντας εδαφικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας. Η ηθοποιός Γεωργία Βασιλειάδου, που γνώριζε από το 1939 επιτυχία με νούμερα στα οποία παρουσιαζόταν ως άσχημη γυναίκα, αναλαμβάνει να υποδυθεί στις επιθεωρήσεις αυτής της περιόδου άλλοτε την «κυβέρνηση του βουνού»,[107] άλλοτε κάποια γειτονική χώρα που στηρίζει τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) και άλλοτε τη «συμμορίτισσα».[108] Η σάτιρα σε βάρος του ΚΚΕ εντοπίζεται ακόμα και σε νούμερα που αφορούν γεγονότα στην Κίνα[109] αλλά και στη διαμάχη ΗΠΑ και ΕΣΣΔ («Διεθνής στρατός»).[110] Άλλοι χαρακτηριστικοί τίτλοι νούμερων αντικομμουνιστικής προπαγάνδας είναι οι «Δηλώσεις μετανοίας»[111] και «Ο Μωριάς ξαναζεί»[112] (αναφορά στην απομάκρυνση του ΔΣΕ από την Πελοπόννησο), ενώ το νούμερο «Ένα Ελληνόπουλο γυρίζει»[113] αναφέρεται στις μετακινήσεις παιδιών από τον ΔΣΕ στις ανατολικές χώρες. Τέλος, όπως και στην περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου, υπήρχαν ενίοτε κωμικά νούμερα και συνήθως αισθηματικά τραγούδια αποχαιρετισμού για τους στρατιώτες που έφευγαν για το μέτωπο, μέσα από τα οποία όμως περνούσε συχνά και η αντικομμουνιστική ρητορική («Ερωτική επιστράτευσις»,[114] «Κορίτσι μου, για σένα πολεμώ», «Όπως τότε νικητής»).

Η σάτιρα των επιθεωρήσεων ασχολήθηκε επίσης με τις δραστηριότητες συγκεκριμένων πολιτικών, για παράδειγμα τις διπλωματικές επαφές του Ιωάννη Σοφιανόπουλου το 1945 στην πρώτη διάσκεψη του ΟΗΕ στο Σαν Φρανσίσκο («Οι Αργεντινοί διαμαρτύρονται»)[115] και του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη στο συνέδριο του ΟΗΕ στο Παρίσι το 1947 («Μοίρες»),[116] και των εκάστοτε υπουργών οικονομικών. Οι δύσκολες συνθήκες λόγω του κόστους ζωής ήταν σταθερό θέμα της σάτιρας και θα απασχολούσε, άλλωστε, ανελλιπώς τις επιθεωρήσεις και στις επόμενες δεκαετίες. Σε αυτή την περίοδο οι κάτοικοι της Αθήνας παρουσιάζονται ως «Τα θύματα της λίρας»,[117] ενώ Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι φτάνουν για «Καντάδα στον Λευκό Οίκο»,[118] μέσα από την οποία διαμαρτύρονται για τις οικονομικές τους δυσκολίες.

Καλλιτεχνική ζωή και διασκέδαση στη μεταπολεμική περίοδο

Η καλλιτεχνική ζωή και οι τρόποι διασκέδασης των κατοίκων της Αθήνας συνέχισαν να απασχολούν τους επιθεωρησιογράφους και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘40. Έτσι, οι Φοίνισσες που ανεβάζει ο Θυμελικός Θίασος το καλοκαίρι του 1948 γίνονται η αφετηρία για το ομότιτλο επιτυχημένο νούμερο με πρωταγωνιστή τον Κυριάκο Μαυρέα, ενώ οι «Δύο Κάρμεν» αναφέρονται στην παρουσίαση των αντίστοιχων παραστάσεων από τον θίασο πρόζας της Μαρίκας Κοτοπούλη και τη Λυρική Σκηνή.[119]

Οι πρώτες μετακατοχικές επιθεωρήσεις δίνουν έμφαση στην επανέναρξη της κοσμικής ζωής και την επιστροφή του ξενυχτιού στις ταβέρνες και τα κοσμικά κέντρα («Το ξενύχτι ξαναρχίζει»),[120] αφού σταδιακά αίρονταν οι περιορισμοί στη νυχτερινή κυκλοφορία. Η σταθερή προτίμηση του κοινού στην τζαζ μουσική («Σουίγκ, μαέστρο, πληζ»[121] και «Κάτω η τζαζ»),[122] αλλά και στους καινούριους λατινοαμερικάνικους ρυθμούς δεχόταν συχνά τα σατιρικά βέλη των επιθεωρησιογράφων ως ένδειξη ξενομανίας. Ταυτόχρονα, όμως, οι επιθεωρήσεις σατίριζαν και την αυξανόμενη απήχηση της λαϊκής μουσικής. Τα νούμερα «Μπουζουκοκρατία»[123] και «Σε λα μουζίκ μοντέρν»[124] μιλούσαν για την «μπουζουκομανία» των κοσμικών Αθηναίων. Από επιθεώρηση αυτής της περιόδου, άλλωστε, και συγκεκριμένα από το έργο Άνθρωποι-άνθρωποι (Μάιος 1948) ξεκίνησε η μόδα των αρχοντορεμπέτικων τραγουδιών, που συνδύαζαν στοιχεία από το ελαφρό και το ρεμπέτικο τραγούδι.

Αξίζει να προσθέσουμε πως η σάτιρα της καλλιτεχνικής ζωής γινόταν επίσης όχημα και για την πολιτική σάτιρα. Έτσι, στο φινάλε «Στην κοσμική ταβέρνα ‘Τα πέριξ’» της επιθεώρησης Ο έρως στο στρατοδικείο τα μέλη της κυβέρνησης απαρτίζουν μια ιδιότυπη λαϊκή κομπανία,[125] ενώ στο νούμερο «Το αρχαίον και το σύγχρονον δράμα» της επιθεώρησης Οκέυ τα μέτρα του υπουργού οικονομικών Δημήτριου Χέλμη σατιρίζονται σε συνδυασμό με τις παραστάσεις αρχαίου δράματος που ανεβαίνουν στην Αθήνα.[126] Τέλος, στο νούμερο «Σαμποπληξία» της επιθεώρησης Θέλω να χορεύω η σάμπα προτείνεται ως παρηγοριά στους υποψήφιους βουλευτές που δεν εκλέχτηκαν.[127]

Πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η θέση της γυναίκας μέσα από πολιτικοκοινωνικούς σατιρικούς, συχνά στερεοτυπικά σεξιστικούς, στίχους στα νούμερα αυτής της περιόδου. Οι γυναίκες εμφανίζονται ως φορείς της επικράτησης κάθε νέας μόδας, ενώ θεωρούνται «αρμόδιες» για την πολιτική, επειδή μπορούν με τα χαρίσματά τους να βάλουν τάξη στην πολιτική («Διεθνής φρουρά ειρήνης»).[128] Ενόψει της παροχής δικαιώματος ψήφου στις Ελληνίδες, τα κριτήρια με τα οποία εκείνες ψηφίζουν στηρίζονται συχνά στην εξωτερική εμφάνιση ενός πολιτικού («Ψηφίζει η Μαρία»).[129] Καταλήγοντας αξίζει να αναφερθεί ότι , δεν λείπει και η κωμική αναφορά στην εκμετάλλευση των γυναικών που εργάζονται ως υπηρέτριες στα σπίτια της αστικής τάξης!

Επίλογος

Η περιδιάβαση στη θεματολογία των αθηναϊκών επιθεωρήσεων της ταραχώδους δεκαετίας του 1940 αποδεικνύει πως το δημοφιλές αυτό είδος κατάφερνε πάντα να αντικατοπτρίζει την επικαιρότητα μέσα από τις επιλογές των επιθεωρησιογράφων. Φυσικά αυτός ο αντικατοπτρισμός δεν ήταν πάντοτε «καθαρός». Άλλοτε οι συνθήκες δεν επέτρεπαν συγκεκριμένα θέματα –έτσι, η κατοχική λογοκρισία απέκλειε την πολιτική σάτιρα και τις αναφορές στον πόλεμο και στους θανάτους από τις στερήσεις– και άλλοτε η ιδεολογική στράτευση των συγγραφέων είχε ως αποτέλεσμα τα επιθεωρησιακά κείμενα να αντιμετωπίζουν μονόπλευρα τις πολιτικές καταστάσεις –όπως συνέβαινε δηλαδή στις «εθνικιστικές» επιθεωρήσεις της περιόδου του Εμφυλίου.

Η δύναμη, ωστόσο, του επιθεωρησιακού είδους να συσπειρώνει τους θεατές και να διερμηνεύει το κοινό αίσθημα φαίνεται από την επιτυχία των επονομαζόμενων «πολεμικών» επιθεωρήσεων, στη διάρκεια τόσο του ελληνοϊταλικού πολέμου όσο και του τελευταίου κατοχικού καλοκαιριού, αλλά και από τις αντιρρήσεις του δεξιού Τύπου για τα επιθεωρησιακά κείμενα που είτε «παρερμηνεύουν» το λαϊκό αίσθημα είτε δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της δεξιάς παράταξης, ιδίως στη διάρκεια του Εμφυλίου. Δυστυχώς η σχεδόν πλήρης ανυπαρξία επιθεωρησιακών κειμένων από αυτές τις περιόδους δεν μας επιτρέπει να κρίνουμε τον βαθμό της επιτυχίας με τον οποίο οι επιθεωρησιογράφοι ανταποκρίθηκαν στις συνθήκες που δημιουργούσαν τα γεγονότα της δεκαετίας του ’40. Μπορούμε όμως να αντιληφθούμε τους λόγους για τους οποίους η επιθεώρηση συνέχισε να είναι ένα δημοφιλέστατο θεατρικό είδος στη διάρκεια και αυτής της δεκαετίας.


  1. Ένας πολύ μικρός αριθμός επιθεωρησιακών κειμένων από τη δεκαετία του 1940 έχει επιβιώσει έως τις μέρες μας. Για αποσπάσματα των πολεμικών επιθεωρήσεων του ελληνοϊταλικού πολέμου βλ. Βιργινία Φωτιάδου, «Η επιθεώρηση του 1940-41», ανέκδοτη μεταπτυχιακή διατριβή, Τμήμα Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1992. Από τις κατοχικές επιθεωρήσεις σώζονται κείμενα του Δημήτρη Γιαννουκάκη, το αρχείο του οποίου έχει ψηφιοποιήσει ο Τομέας Θεατρολογίας και Μουσικολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σώζονται επίσης κείμενα των Αλέκου Σακελλάριου – Χρήστου Γιαννακόπουλου (βλ. Κώστας Καρασαββίδης, «Αλέκου Σακελλάριου Χρήστου Γιαννακόπουλου, Η ζωή συνεχίζεται (1941): μια επιθεώρηση από την εποχή της Κατοχής», Παράβασις, 13 (2005), 477-562), από την επιθεώρηση Κοσμική Ακινησία του 1941 (βλ. Κώστας Καρασαββίδης, «Κοσμική ακινησία (1941): Πατρίκιοι και πληβείοι στην κατοχική Αθήνα ή η σπάνια περίπτωση μιας γυναίκας επιθεωρησιογράφου», Σειραγάκης Μανώλης – Κωνσταντινάκου Κατερίνα (επιμ.), 121 Χρόνια Ελληνική Θεατρική Επιθεώρηση. Πρακτικά του Θεατρολογικού Συνεδρίου του Πανεπιστημίου Κρήτης, (υπό έκδοση), από την επιθεώρηση Αρχίζουμε (1943) (βλ. Κωνσταντίνα Σταματογιαννάκη, «Ο Θ. Ν. Συναδινός και η παρουσία του στο ελληνικό θέατρο», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2018) καθώς και αποσπάσματα από τις πανηγυρικές κατοχικές επιθεωρήσεις Ο φανός των συντακτών (βλ. Κατερίνα Καρρά, «Φανός των Συντακτών 1942 και 1943: Δείκτες αισιοδοξίας στην καρδιά της Κατοχής», Σειραγάκης – Κωνσταντινάκου (επιμ.), 121 Χρόνια Ελληνική Θεατρική Επιθεώρηση, ό.π.). Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940 δεν έχουν, ακόμα, εντοπιστεί ολόκληρα επιθεωρησιακά κείμενα, αλλά υπάρχουν αρκετά αποσπάσματα στα έντυπα θεατρικά προγράμματα των παραστάσεων και, όπως συνέβαινε και στην Κατοχή, σε μικρότερο βαθμό στον Τύπο της εποχής.
  2. Τάσος Θεοδοσόπουλος, «Πώς διασκεδάζει η πολεμική Αθήνα», Παρασκήνια, 16 Νοεμβρίου 1940, σ. 1.
  3. Φωτιάδου, ό.π. Βλ. επίσης Δηώ Καγγελάρη, «Ελληνική σκηνή και θέατρο της ιστορίας. 1936-1944. Οι θεσμοί και οι μορφές», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Θεάτρου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2003.
  4. Φωτιάδου, ό.π., και Απόστολος Πούλιος, «Η εμπόλεμη Αθήνα έχει πάρει άλλη όψη». Η Αυγή της Κυριακής, 28 Οκτωβρίου 2012.
  5. Γεώργιος Καφταντζής, Θέατρο στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας τον καιρό της Kατοχής, Γιατί, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 107.
  6. Αγκινάρα, έντυπο θεατρικό πρόγραμμα.
  7. Κώστας Καρασαββίδης, «Αλέκου Σακελλάριου Χρήστου Γιαννακόπουλου, Η ζωή συνεχίζεται (1941): μια επιθεώρηση από την εποχή της Κατοχής», Παράβασις, 13 (2005), 477-562. Σχετικά νούμερα επανήλθαν, όπως θα δούμε παρακάτω, το καλοκαίρι του 1944.
  8. Κώστας Καρασαββίδης, «Ένα ‘χαμένο’ επιθεωρησιακό νούμερο από την Κατοχή για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου», Αλτουβά Αλεξία – Διαμαντάκου Καίτη (επιμ.), Πρακτικά του Ε΄ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου: Θέατρο και Δημοκρατία, Α’ τόμος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2018, σ. 635-643.
  9. Καρασαββίδης, «Ένα “χαμένο” νούμερο …», ό.π.
  10. Αγκινάρα, ό.π.
  11. Η μαύρη αγορά έγινε αγαπημένο θέμα και στο θέατρο σκιών που ανεβαίνει και στη σκηνή του κατοχικού βαριετέ: ο Μόλλας παρουσιάζει τον «Καραγκιόζη μαυραγορίτη» στο βαριετέ του Ορέστη Λάσκου στο θέατρο Αλάμπρα (Καθημερινή, 31 Ιανουαρίου 1942) αλλά και στο θέατρό του στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας (Βραδυνή, 25 Σεπτεμβρίου 1942).
  12. Αθηναϊκά Νέα, 6 Νοεμβρίου 1941.
  13. «Δεν χωρεί αμφιβολία πως η μαύρη αγορά με τα κωμικοτραγικά της και τα παράξενα για χρόνια και χρόνια θα είνε (sic) το προσφιλές θέμα εις όλων των ειδών τους γράφοντας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ένα θεατρικόν έργον σε δύο ολόκληρες πράξεις, έστω κι αν αυτό είνε επιθεώρησις, πρέπει να απασχολήται κατά τα δύο του τρίτα με τα σπαραξικάρδια του μαυραγοριτισμού. Γίνεται ενόχλησις όσο και καλογραμμένο να είνε» (Θ-ς, «Εις το Μοντιάλ – Όλα στα φόρα – Των κ.κ. Παπαδούκα, Ασημακοπούλου», Ακρόπολις, 21 Ιανουαρίου 1943).
  14. Διαφημιστική καταχώριση στον Πρωινό Τύπο, 21 Ιουλίου 1941.
  15. Βραδυνή, 22 Αυγούστου 1942.
  16. Βραδυνή, 4 Νοεμβρίου 1942.
  17. Διαφημιστική καταχώριση του βαριετέ Αθήναιον στην Καθημερινή, 29 Μαΐου 1941.
  18. Διαφημιστική καταχώριση του βαριετέ Όασις στη Βραδυνή, 16 Αυγούστου 1942.
  19. Βλ. για παράδειγμα διαφημιστικές καταχωρίσεις στην εφημερίδα Πρωινός Τύπος, 10 Ιουλίου 1942 και 19 Ιουλίου 1942.
  20. Βραδυνή, 9 Νοεμβρίου1942.
  21. Αθ[ανάσιος] Σ[αράφης], «Το μουσικόν θέατρον – Όλοι στην ουρά – Επιθεώρησις των κκ. Παπαδούκα – Ασημακοπούλου – Θεοφανίδη», Πρωινός Τύπος, 26 Αυγούστου 1942.
  22. Αθανάσιος Γεωργάκαλος, «Μια ματιά στα μουσικά μας θέατρα – Η Ελλάδα μας – Στο θέατρο Περοκέ», Το θέατρο, 6 Ιουλίου 1944.
  23. Σ. Δρ., «Από το θέατρον – Κοντός Ψαλμός», Καθημερινή, 21 Ιουλίου 1944.
  24. Γεωργάκαλος, ό.π.
  25. Βραδυνή, 5 Σεπτεμβρίου 1942.
  26. Δρς «Θέατρον Σαμαρτζή – Τζαζ – Επιθεώρησις Γιαννουκάκη – Ευαγγελίδη», Καθημερινή, 31 Μαΐου 1943.
  27. [Γιάννης] Φερ[μάνογλου], «Η χθεσινή πρώτη – Τα εκατομμύρια χορεύουν – Στο θέατρο Περοκέ», Βραδυνή, 18 Σεπτεμβρίου 1942.
  28. Δημήτρης Γιαννουκάκης, «Η μεγαλύτερη σατυ[sic]ρική επιτυχία της εποχής – Ο Μπελαμής – (Παρωδία στο σκοπό του “Μπελ Αμί”)», Το ελληνικό τραγούδι, 7 (Μάιος 1943), σ. 12-13.
  29. Αθηναϊκά Νέα, 19 Ιουλίου 1943.
  30. Βασίλης Ρώτας, «Θεατρικό σημείωμα – Θεατρικές πρώτες», Καλλιτεχνικά Νέα, 17 Ιουλίου 1943.
  31. Βραδυνή, 5 Μαρτίου 1943.
  32. Επρόκειτο τόσο για υπαίθριες ρουλέτες, κάτι ανήκουστο στην προπολεμική Αθήνα, όπως επισημαίνει ο Mark Mazower (Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, μετφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 116), αλλά και για οργανωμένα καζίνο, στα οποία επενδύονταν τα κέρδη των μαυραγοριτών, ενώ πολλά από αυτά χρησιμοποιούνταν από τους Γερμανούς για συλλογή πληροφοριών και στρατολόγηση πρακτόρων. Βλ. σχετικά Βασίλης Μανουσάκης, «Με σκοπό το χάος: Η οργάνωση του γερμανικού δικτύου Stay-behind στην Ελλάδα του 1943-45», Παπαστράτης Προκόπης – Λυμπεράτος Μιχάλης – Σαράφη Λη (επιμ.), Από την Απελευθέρωση στα Δεκεμβριανά. Μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Πρακτικά συνεδρίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2018, σ. 255-265).
  33. Σ. Δ., «Σία… κι’ αράξαμε», Καθημερινή, 15 Σεπτεμβρίου 1944.
  34. Ν. Κάπ., «Το ελαφρό θέατρο – Γελάτε ελεύθερα – (Η νέα επιθεώρησις) – Στο θέατρο Περοκέ», Βραδυνή, 17 Ιουλίου 1944.
  35. Ενδεικτικά, την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 1944, η επιθεώρηση Κουράγιο βρε παιδιά στο θέατρο Μακέδου συγκέντρωσε στις δύο παραστάσεις της 2.600 θεατές, ενώ το εμπορικότερο έργο θιάσου πρόζας, Η πινακοθήκη των ηλιθίων του Ν. Τσιφόρου, που παρουσίαζε ο θίασος Μ. Αρώνη – Δ. Χορν, συγκέντρωσε στις δυο παραστάσεις του 1.900 θεατές (Αθηναϊκά Νέα, 11 Σεπτεμβρίου 1944).
  36. Ν. Κάπ., «Θεατρικαί πρώται – Σία… κι’ αράξαμε – (Του κ. Ασημάκη Γιαλαμά) – Στο θέατρο Ορφεύς», Βραδυνή, 14 Σεπτεμβρίου 1944.
  37. Αθηναϊκά Νέα, 11 Σεπτεμβρίου 1944.
  38. Παναγιώτης Παπαδούκας, «Η δημοκοπία στην επιθεώρηση», Το θέατρο, 21 Ιουλίου 1944.
  39. Βλ. Φωτιάδου, ό.π., σ. 111-210.
  40. Γλυκερία Κουκουρίκου, «Ελληνικό θέατρο και ιστορία. Από την Κατοχή στον Εμφύλιο. 1940-1950», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 26.
  41. Δανάη Στρατηγοπούλου, «Τραγουδώντας», στον τόμο Γυναίκες στην αντίσταση, Κίνηση «Η γυναίκα στην Αντίσταση», Αθήνα 1982, σ. 160-184.
  42. Αθ[ανάσιος] Σ[αράφης], «Το μουσικόν θέατρον – Τρεις το λάδι!.. – Επιθεώρησις του κ. Δ. Γιαννουκάκη», Πρωινός Τύπος, 30 Δεκεμβρίου 1942.
  43. Βραδυνή, 18 Δεκεμβρίου 1942. Πρόκειται για τη σύντομη περίοδο κατά την οποία υπήρχαν και πάλι τρόφιμα στην αγορά και οι μαυραγορίτες είχαν χάσει, πρόσκαιρα, τη δύναμή τους.
  44. Απόστολος Πούλιος, «Στον ρυθμό της τζαζ: Μια μουσικοθεατρική μόδα της Κατοχής», Νέα Εστία, 1845 (Ιούνιος 2011), σ. 1125-1140.
  45. Αποσπάσματα από το εξαντλημένο βιβλίο της Ήλιε ανάτειλε, ήλιε λάμψε και δωσ’ μου στο Αντώνης Μιχ. Πρέκας, Συγκλονιστικές Ιστορίες ηθοποιών στην Κατοχή, Μέρος Α’, Εκδόσεις Στο Καρφί Α.Ε., Αθήνα 2016, σ. 32-69.
  46. Πρωινός Τύπος, 11 Απριλίου 1942.
  47. Καθημερινή, 12 Φεβρουαρίου 1943.
  48. Νικ. Καπ., «Τα θεατρικά μας – Το μπιζέλι – (Η χθεσινή πρώτη) – Στο θέατρο Αλάσκα», Βραδυνή, 2 Μαρτίου 1944.
  49. Σ. Δ., «Από το θέατρον – Γελάτε ελεύθερα», Καθημερινή, 18 Ιουλίου 1944.
  50. Αθηναϊκά Νέα, 8 Σεπτεμβρίου 1944.
  51. Ν. Κάπ., «Το ελαφρόν θέατρον – Κουράγιο βρε παιδιά – των κκ. Σακελλαρίου – Ευαγγελίδη – Από τον θίασο Μακέδου», Καθημερινή, 10 Σεπτεμβρίου 1944.
  52. Σ. Δρακ., «Πίσω μου σ’ έχω σατανά», Καθημερινή, 12 Ιανουαρίου 1944.
  53. Ανυπόγραφο, «Θεατρικά νέα», Αθηναϊκά Νέα, 22 Ιουνίου 1944.
  54. Ν. Καπ, «Θεατρικαί πρώται – Κόσμος και κοσμάκης – Σ. Πετρά και Κ. Κιούση – Στο θέατρο Ερμής», Βραδυνή, 22 Ιουνίου 1944.
  55. Σ. Δ., «Από το θέατρον – Κοντός ψαλμός», Καθημερινή, 21 Ιουλίου 1944.
  56. Ο Γεωργάκαλος (ό.π.) διασώζει τους εξής στίχους:Ειρήνη: Φιλόσοφους εγέννησα με έργα ξακουσμένα.Πόλεμος: Όμως εγώ εγέννησα ήρωες του εικοσιένα.Ειρήνη: Με γαλήνη την ημέρα κάθε άνθρωπος προσμένειπου τα μάτια του θα κλείσει σε γωνιά ειρηνική.Πόλεμος: Πόσο πιο όμορφο είναι όμως σκεπασμένος να πεθαίνειμ’ ασπρογάλαζη σημαία, μια σημαία ελληνική.
  57. Μαρίκα Νέζερ, Θυμάμαι, Σμυρνιωτάκης, Αθήνα χ.χ.έ.
  58. Ολυμπία Παπαδούκα, Το θέατρο της Αθήνας. Κατοχή, αντίσταση, διωγμοί, Σμπίλιας, Αθήνα χ.χ.έ., σ. 149-153. Στις αρχές του 1945 μάλιστα, ο Γιαλαμάς έγραψε επιθεωρήσεις και μονόπρακτα (σε συνεργασία και με τον Γιάννη Ρίτσο), που παρουσιάστηκαν στη Δυτική Μακεδονία από το Θέατρο του Λαού της Αθήνας. Σε ένα θεατρικό είδος που η επιτυχία του στηρίζεται εξίσου στη συγγραφική έμπνευση αλλά και τον υποκριτικό και αυτοσχεδιαστικό οίστρο των ηθοποιών του, έχει ίσως σημασία να επισημάνουμε ότι νούμερα αυτού του προσανατολισμού ερμηνεύονταν συχνά από ηθοποιούς που ήταν ενταγμένοι στο αριστερό κίνημα, όπως η Καίτη Ντιριντάουα και ο Σταύρος Ιατρίδης, αλλά και από ηθοποιούς που ανήκαν στον χώρο της δεξιάς, όπως η Μαρίκα Νέζερ, της οποίας ο σύζυγος Ερρίκος Κονταρίνης ήταν ανάμεσα στους όμηρους των αριστερών στην περίοδο των Δεκεμβριανών, και η Κούλα Νικολαΐδου. Άλλωστε, ηθοποιοί και των δύο παρατάξεων συνυπάρχουν τους τελευταίους μήνες της Κατοχής στους ίδιους θιάσους (για παράδειγμα στην επιθεώρηση Η Ελλάδα μας θέατρο Περοκέ το καλοκαίρι του 1944 συμπρωταγωνιστούν η Ντιριντάουα, η Νικολαΐδου, η Νέζερ και ο Ιατρίδης).
  59. Βραδυνή, 15 Δεκεμβρίου 1943.
  60. Καθημερινή, 5 Δεκεμβρίου 1943.
  61. Νικ. Καπ. «Τα θεατρικά μας – Γαλάζιος ουρανός – (Θεατρικαί πρώται) – Στο θέατρο Κυβέλης», Βραδυνή, 11 Φεβρουαρίου 1944.
  62. Αθηναϊκά Νέα, 13 Σεπτεμβρίου 1944.
  63. Αντίστοιχη θεματολογία συναντούμε και στις επιθεωρήσεις του βουνού: ο Γεράσιμος Σταύρου θυμάται πως στο φινάλε της επιθεώρησης Λαϊκή Δημοκρατία παρουσιάζεται το μέλλον της Ελλάδας που βρίσκεται πλέον στα χέρια των εργαζομένων. Βλ. Γεράσιμος Σταύρου, «Το θέατρο στην ελεύθερη Ελλάδα», Επιθεώρηση Τέχνης, 87-88 (Μάρτιος-Απρίλιος 1962), σ. 376-386.
  64. Νούμερο με τον ίδιο τίτλο παιζόταν στην «αριστερή» επιθεώρηση του Ασημάκη Γιαλαμά Γιούπι γιούπι που ανέβηκε το καλοκαίρι του 1945 στο θέατρο Σαμαρτζή, βλ. Κωνστάντζα Γεωργακάκη, Η εφήμερη γοητεία της επιθεώρησης, Polaris, Αθήνα 2013, σ. 193).
  65. Βραδυνή, 11 Ιανουαρίου 1944.
  66. Σ. Δρακ., «Πίσω μου σ’ έχω σατανά», Καθημερινή, 12 Ιανουαρίου 1944.
  67. Σ.Δ., «Κουράγιο βρε παιδιά», Καθημερινή, 10 Σεπτεμβρίου 1944.
  68. Ν. Κάπ., «Το ελαφρόν θέατρον – Κουράγιο βρε παιδιά – των κκ. Σακελλαρίου – Ευαγγελίδη – Από τον θίασο Μακέδου», Βραδυνή, 11 Σεπτεμβρίου 1944.
  69. Βραδυνή, 14 Σεπτεμβρίου 1944.
  70. Δεν αποκλείεται μάλιστα τα ευνοϊκά σχόλια για τα έργα του Γιαλαμά που δημοσιεύει η Βραδυνή αυτή την περίοδο ενδεχομένως να σχετίζονται και με το ότι ο συγγραφέας ήταν συνεργάτης της εφημερίδας.
  71. Εστία, 29 Μαΐου 1945.
  72. Βραδυνή, 5 Φεβρουαρίου 1945.
  73. Αθάνατη Ελλάδα, έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Φεβρουάριος 1945). Τμήμα Παραστατικών Τεχνών, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
  74. Βραδυνή, 31 Μαΐου 1945.
  75. Βραδυνή, 31 Ιουλίου 1945.
  76. Μπλε και άσπρο, έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Μάιος 1945). Τμήμα Παραστατικών Τεχνών του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
  77. Έθνος, 18 Μαΐου 1946.
  78. Δώδεκα παρά πέντε, έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Μάιος 1949). Αρχείο Μιχάλη Σουγιούλ, Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη».
  79. Αθάνατη Ελλάδα, ό.π.
  80. Μπλε και άσπρο, ό.π.
  81. Αθάνατη Ελλάδα, ό.π.
  82. Μπλε και άσπρο, ό.π.
  83. Ελεύθερες νύχτες, έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Αύγουστος 1945).
  84. Αθάνατη Ελλάδα, ό.π.
  85. Βραδυνή, 14 Μαρτίου 1946.
  86. Έθνος, 9 Ιανουαρίου 1947.
  87. Δώδεκα παρά πέντε, ό.π.
  88. Βραδυνή, 19 Ιανουαρίου 1945.
  89. Αθάνατη Ελλάδα, ό.π.
  90. Βραδυνή, 12 Φεβρουαρίου 1945.
  91. Στο ίδιο.
  92. Η ζωή ξαναρχίζει, έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Μάιος 1945). Τμήμα Παραστατικών Τεχνών, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
  93. Βραδυνή, 9 Αυγούστου 1945.
  94. Βραδυνή, 22 Μαρτίου 1946.
  95. Η ζωή ξαναρχίζει, ό.π.
  96. Μπλε και άσπρο, ό.π.
  97. Ουίσκι και βότκα. Έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Ιούνιος 1946). Τμήμα Παραστατικών Τεχνών, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
  98. (Γιάννης) Φερ(μάνογλου). «Η χθεσινή πρώτη. Η ζωή ξαναρχίζει». Βραδυνή, 18 Μαΐου 1945. Αξίζει να σημειωθεί πως η εφημερίδα επανήλθε στο θέμα λίγες μέρες αργότερα, εκφράζοντας την ικανοποίησή της επειδή το μεν νούμερο «κόπηκε», ενώ «η Αμερική, όπως έπρεπε, πήρε τη θέσι της δίπλα στην Ελλάδα, έπειτα από την υπόδειξί μας». Βραδυνή, 22 Μαΐου 1945.
  99. Γ. Σταύρου, «Ελαφρόν αθηναϊκόν θέατρον – Πατριδοκαπηλεία – ‘Εθνικόφρονα’ θεάματα με γυμνές γάμπες και σουίγκ». Ρίζος της Δευτέρας, 8 Σεπτεμβρίου 1947.
  100. Γ. Σάβας [Γιώργος Σεβαστίκογλου], «Θέατρο Λυρικό: Να τι θέλει ο λαός», Ρίζος της Δευτέρας, 12 Μαΐου 1947.
  101. Ο Θεατής [Αχιλλέας Μαμάκης], «Δύο νέαι επιθεωρήσεις», Έθνος, 6 Σεπτεμβρίου 1947.
  102. Στο ίδιο.
  103. Αχιλλέας Μαμάκης, «Τα ‘Θεατρικά Νέα’ εικονογραφημένα», Έθνος, 2 Ιουλίου 1949.
  104. Αχιλλέας Μαμάκης, «Τα ‘Θεατρικά Νέα’ εικονογραφημένα», Έθνος, 25 Ιουνίου 1948.
  105. Έθνος, 26 Αυγούστου 1948.
  106. Αχιλλέας Μαμάκης, «Τα ‘Θεατρικά Νέα’ εικονογραφημένα», Έθνος, 21 Αυγούστου 1948.
  107. Αχιλλέας Μαμάκης, «Τα ‘Θεατρικά Νέα’ εικονογραφημένα», Έθνος, 25 Ιουνίου 1948.
  108. Βραδυνή, 19 Μαρτίου 1949.
  109. Χαρούμενη Ελλάδα. Έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Νοέμβριος 1949). Αρχείο Μιχάλη Σουγιούλ, Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη».
  110. Γελάτε αμερικάνικα. Έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Νοέμβριος 1948). Τμήμα Παραστατικών Τεχνών του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
  111. Βραδυνή, 19 Αυγούστου 1948.
  112. Έθνος, 30 Μαΐου 1949.
  113. Χαρούμενη Ελλάδα, ό.π.
  114. Η Αθήνα του ’48. Έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Οκτώβριος 1948). Τμήμα Παραστατικών Τεχνών του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
  115. Μπλε και άσπρο, ό.π.
  116. Η Αθήνα του ’48, ό.π.
  117. Μπλε και άσπρο, ό.π.
  118. Γελάτε αμερικάνικα, ό.π.
  119. Γελάτε αμερικάνικα, ό.π.
  120. Μπλε και άσπρο, ό.π.
  121. Στης Πλάκας τις ανηφοριές. Έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Μάιος 1946). Τμήμα Παραστατικών Τεχνών του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
  122. Έθνος, 6 Φεβρουαρίου 1948.
  123. Η Αθήνα του ’48, ό.π.
  124. Γελάτε αμερικάνικα, ό.π.
  125. Αχιλλέας Μαμάκης, «Τα ‘Θεατρικά Νέα’ εικονογραφημένα», Έθνος, 11 Ιουνίου 1948.
  126. Έθνος, 13 Αυγούστου 1949.
  127. Θέλω να χορεύω, έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Μάρτιος 1950). Αρχείο Μιχάλη Σουγιούλ, Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη».
  128. Μια βόλτα με το τζιπ, έντυπο θεατρικό πρόγραμμα (Ιούνιος 1946). Τμήμα Παραστατικών Τεχνών του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
  129. Δώδεκα παρά πέντε, ό.π.