Print Friendly, PDF & Email

Μαχήτριες του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου: αφηγήσεις επιζωσών

Αγγελική Πετρίδου

Στόχος της έρευνας[1]

Σε σχέση με τον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο, το μεγαλύτερο κομμάτι της υπάρχουσας βιβλιογραφίας είναι εστιασμένο στους άντρες και τις εμπειρίες τους, ως πρωταγωνιστές του πολέμου. Οι γυναικείες εμπειρίες είναι αποκλεισμένες από την παραδοσιακή ιστοριογραφία του Εμφυλίου Πολέμου. Αυτό το «gender blindness» δεν καταφέρνει να συμπεριλάβει τις γυναίκες ως πρωταγωνίστριες, στερώντας τους την αυτενέργεια και αγνοώντας τυχόν μετατοπίσεις ή διευρύνσεις των κοινωνικών τους ρόλων. Εξαιρέσεις αποτελούν η σημαντική δουλειά της Τασούλας Βερβενιώτη, της Ρίκι Βαν Μπούσχοτεν και άλλων γυναικών ακαδημαϊκών και ερευνητριών, όπως της Κωνσταντίνας Μπάδα, της Katherine Stefatos, της Margaret Poulos, της Janet Hart, κ.ά.

Η έρευνα επιχειρεί να εξετάσει την έμφυλη διάσταση του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, αναλύοντας τις εμπειρίες και τις επιλογές των μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Οι δώδεκα γυναίκες, κατά την παιδική και εφηβική τους ηλικία, περιγράφουν εικόνες τρομοκρατίας, εκφοβισμού, βασανισμών, βιασμών, σεξουαλικών παρενοχλήσεων και κακοποιήσεων, που αποτέλεσαν προωθητικούς παράγοντες για την πολιτικοποίηση και χειραφέτησή τους. Ένα ακόμα θέμα που εξετάζεται είναι τα ρευστά όρια μεταξύ εθελοντισμού και επιστράτευσης, καθώς οι περισσότερες γυναίκες της έρευνας ωθούνται από τις μητέρες τους στον ΔΣΕ, υπό το φόβο ενός επικείμενου βιασμού κατά την περίοδο της «Λευκής Τρομοκρατίας». Περνώντας στη συμμετοχή τους στον ΔΣΕ, περιγράφονται περιπτώσεις έμφυλης και σεξουαλικής βίας, παρόλο που είχαν καθιερωθεί γραπτοί και προφορικοί κανόνες συμπεριφοράς, βασισμένοι στην ισότητα των φύλων και τον αλληλοσεβασμό, με σκοπό να αποτραπούν παραβιαστικές συμπεριφορές εναντίον των γυναικών. Συνεχίζοντας, η μελέτη προσεγγίζει τη συλλογική αφήγηση των γυναικών για την τιμωρία των βιαστών και παραβιαστών ανδρών στον ΔΣΕ. Τέλος, εξετάζεται η επιστροφή στην οικιακή ζωή μετά το τέλος του πολέμου στην «υπερορία».

Ιστορική αναδρομή

Τη δεκαετία του ’40 οι γυναίκες στην Ελλάδα –και ειδικότερα στις αγροτικές περιοχές της βόρειας Ελλάδας– ζούσαν σε μια κοινωνία επηρεασμένη από σεξιστικές πολιτισμικές αντιλήψεις που είχαν τη βάση τους στη μυθολογία, την παράδοση και την ελληνική ορθόδοξη θρησκεία.[2] Οι γυναίκες ήταν περιορισμένες στην ιδιωτική σφαίρα, στην οικιακή ζωή και το νοικοκυριό έτσι ώστε να διασφαλίζονται η οικογενειακή δομή, η συνοχή και η σταθερότητα. Ο αυστηρός κώδικας τιμής, η σεμνότητα και η παρθενία, ήταν τα μέσα αυτού του περιορισμού.[3] Οι νεαρές γυναίκες ήταν εξαρτημένες από την ηθική και την παρθενία τους για να βρουν έναν σύζυγο μέσω του προξενιού. Πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, κανείς δεν αμφισβητούσε ότι η θέση μιας γυναίκας ήταν στο σπίτι και το πεπρωμένο της ήταν να παντρευτεί και να γεννήσει παιδιά.[4] Οι κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που έφερε η κατοχή οδήγησαν σε ρήξη την ιδέα της πατριαρχικής οικογένειας. Σε πολλές περιπτώσεις οι άντρες μιας οικογένειας ήταν φυλακισμένοι, εξόριστοι ή κρυμμένοι λόγω της αριστερής ιδεολογίας τους, και έτσι οι γυναίκες έπρεπε να μεριμνήσουν μόνες τους για την φροντίδα της οικογένειάς τους.[5]

Με την είσοδο των γυναικών στην αντίσταση το 1943 και συγκεκριμένα στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), η ιδεολογία της πατριαρχικής κοινωνίας πλήττεται, οι αρρενωπότητες και τα έμφυλα στερεότυπα αμφισβητούνται.[6] Οι νεαρές γυναίκες που συμμετείχαν στο EAM/ΕΛΑΣ δεν θεωρήθηκαν μόνο «Βουλγάρες» αλλά και «πόρνες, έκφυλες και ανήθικες».[7] Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ρόλος τους στην Αντίσταση τούς έδωσε την ευκαιρία να δράσουν στο δημόσιο χώρο και να σχετιστούν με άντρες εκτός της οικογένειάς τους.[8] Περνώντας στην εποχή του Εμφυλίου Πολέμου, η βία προς τις γυναίκες που συμμετείχαν στην Αντίσταση διεξάγονταν από δεξιές συμμορίες, χωροφύλακες και στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού που τις βασάνιζαν με «κουρά και δημόσιο εξευτελισμό» και βιασμούς.[9] Η συμμετοχή των γυναικών στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) οφειλόταν κυρίως σε δύο λόγους: στους διωγμούς κατά την περίοδο της «Λευκής Τρομοκρατίας» και στην έλλειψη στρατιωτικού δυναμικού στο ΚΚΕ.[10] Για τη Δεξιά, ο χειρισμός όπλων από γυναίκες έδειχνε την καταστροφή της κοινωνίας, την έναρξη της σεξουαλικής ακολασίας και δημιουργούσε μια νέα εποχή ανηθικότητας και θλιβερής αδιαφορίας σε ό,τι πρεσβεύει η θρησκεία.[11] Ο συντηρητικός Τύπος απεικόνισε αυτές τις γυναίκες ως «ύαινες διψασμένες για αίμα» και «προδότριες του έθνους, της οικογένειας και του φύλου τους», ενώ η κομμουνιστική πλευρά τις παρουσίασε ως μάρτυρες, ηρωίδες και πατριώτισσες.[12]

Μεθοδολογία της έρευνας

Σχετικά με τη μεθοδολογία της έρευνας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της προφορικής ιστορίας, και οι αναλυτικές κατηγορίες της μνήμης και του φύλου. Η έρευνα βασίστηκε σε πρωτογενές υλικό και συγκεκριμένα σε δώδεκα ημιδο-μημένες συνεντεύξεις που διεξάχθηκαν από το Σεπτέμβριο του 2017 έως τον Ιούλιο του 2018, με γυναίκες που ήταν ένοπλες μαχήτριες του ΔΣΕ κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Ο σχεδιασμός του οδηγού συνέντευξης βασίστηκε στις πρακτικές οδηγίες της ΕΠΙ (Ένωση Προφορικής Ιστορίας στην Ελλάδα), χρησιμοποιώντας όλο το υποστηρικτικό υλικό – παραχωρητήριο της συνέντευξης, δελτίο πληροφορήτριας, ημερολόγιο συνέντευξης και μια συγκεντρωτική κατάσταση σε Excel. Οι συνεντεύξεις βιντεοσκοπήθηκαν και απομαγνητοφωνήθηκαν.

Η μεθοδολογία της απομαγνητοφώνησης βασίστηκε στο βιβλίο Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου…. της Ρίκι Βαν Μπούσχοτεν και η ποιοτική ανάλυση σε ότι αφορά την κριτική ανάλυση λόγου (discourse analysis) διενεργήθηκε με βάση τα βιβλία Grounded Theory και Θεωρία προφορικής ιστορίας.[13] Οι συνεντεύξεις έχουν κατατεθεί στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης στη Θεσσαλονίκη.

Συνοπτικά στοιχεία του δείγματος

Όλες οι αφηγήτριες της έρευνας προέρχονται από αγροτικές περιοχές της βόρειας Ελλάδας, εκτός από μία που ζούσε στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Η καταγωγή των περισσότερων ήταν από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και τη Θράκη. Όλες κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας ανήκαν στην εργατική τάξη, εκτός της αφηγήτριας από τη Θεσσαλονίκη που δεν εργαζόταν και ανήκε στη μεσαία τάξη. Καμία από τις γυναίκες δεν φοίτησε σε γυμνάσιο, ενώ οι περισσότερες δεν τελείωσαν ούτε το δημοτικό. Οι περισσότερες γυναίκες ανήκαν σε αριστερές οικογένειες, όπου τα αρσενικά μέλη ήταν απόντα κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το σύνολο των γυναικών έζησε, μετά το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, την πολιτική προσφυγιά στην πρώην ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Εκεί οι περισσότερες δούλεψαν στη βαριά βιομηχανία, σε εργοστάσια. Όλες παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά, παρότι μόνο μια είχε έμμηνο ρύση στο βουνό. Τέλος, όλες οι αφηγήτριες ήταν χήρες, όταν έδωσαν συνέντευξη και η πλειοψηφία δήλωσε πως ψήφιζε ΚΚΕ.

Πριν το βουνό

Μας πήραν φυλακή. Μας είχαν ένα μήνα μέσα, βέβαια και τα μικρά […] Στην πόλη εκεί, μας έκλεισαν σε μια μάντρα. Κάτω εκεί κοιμούμασταν, είχαμε να φάμε ούτε τίποτες […] Δεν μας είχαν πολύ, ένα μήνα. Μετά ήρθε κάποιος εκεί, ποιος ήταν, από αυτούς τους φασισταράδες… «Θα πάτε στα σπίτια σας και να πείτε τους μπαμπάδες, τα αδέρφια σας, τους άντρες σας, όποιος είναι, να ρθουν να παραδοθούν, δεν τους πειράζουμε». Ποιος μπορεί να ρθει να παραδοθεί; Και που ήξεραμε που ήταν; Αφού φύγανε, δεν ξέραμες που λημέριαζαν. Και τι θα κάνουμε, θα πάμε να τους προδώσουμε; Αδύνατο πράγμα.[14]

Φοβόμασταν. Έπρεπε να πάμε, όλο από σπίτι σε σπίτι. Είχα μια… δεν ξέρω ζει, δεν ζει, στο χωριό. Όταν ερχόταν οι μπουραντάδες ας πούμε, που ήταν να κάνουν ζημιά, χτυπούσε το παράθυρο να πάω στο σπίτι της […] Και πήγαινα σε αυτούς. Όταν ερχόταν οι αντάρτες, ερχόταν χτυπούσε και έμενε σε εμένα για να μην την πειράξουν. Ήταν, αντίθετη ήταν, αλλά ήμασταν κοντά και είχα πολύ καλές σχέσεις.[15]

Eικόνες τρομοκρατίας και εκφοβισμού διατυπώθηκαν και από τις δύο αφηγήτριες. Στο πρώτο απόσπασμα η Μαρία πέρασε ένα μήνα σε φυλακή στην Αλεξανδρούπολη, εξαιτίας της φυγής του αριστερού της πατέρα. Την περίοδο της Κατοχής, οι συλλήψεις παιδιών ήταν προληπτικές, καθώς οι γερμανικές και βουλγαρικές αρχές κατοχής εκβίαζαν και απειλούσαν τα παιδιά για να αποκαλύψουν το πού βρίσκονται μέλη της οικογένειάς τους. Αυτές οι πρακτικές αντιποίνων ήταν μια κοινή πρακτική που υπέστη ο άμαχος πληθυσμός λόγω της καθιέρωσης της συλλογικής ευθύνης (joint responsibility).[16] Εφαρμόζονταν όχι μόνο στην οικογένεια –κάθε μέλος μιας οικογένειας είναι υπεύθυνο για τις πράξεις ενός μέλους της– αλλά και σε ολόκληρο τον πληθυσμό των χωριών. Στο δεύτερο απόσπασμα η Τριανταφυλλιά περιέγραψε το πως η ίδια και η φίλη συγχωριανή της –της οποίας η οικογένεια ανήκε στη Δεξιά– κρυβόταν εναλλάξ η μια στο σπίτι της άλλης. Εδώ η φράση «να μην την πειράξουν» αναφέρεται πιθανότατα στο βιασμό, κάτι που θα συζητηθεί παρακάτω.

Για την πλειοψηφία των γυναικών της έρευνας, η πολιτικοποίησή τους ήρθε στην παιδική ηλικία. Οι πατέρες, αδελφοί ή/και θείοι τους ήταν εξόριστοι, φυλακισμένοι, κρύβονταν ή σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, της τριπλής Κατοχής ή/και της περιόδου της «Λευκής Τρομοκρατίας». Η πολιτική τους ταυτότητα διαμορφώθηκε με βάση την αριστερή ιδεολογία των μελών της οικογένειάς τους, των οποίων οι ενέργειες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις υποκειμενικότητες των κοριτσιών αυτών. Αυτά τα μέλη της οικογένειας ήταν συνήθως άνδρες, παρατηρώντας εδώ την ενεργή έμφυλη ιεραρχία εντός της οικογένειας.

Ήμασταν οργανωμένοι. Ο αδερφός μας, μας είχε κάνει πλύση εγκεφάλου ότι έτσι… Κάποια στιγμή θα είμαστε καλά, θα έχουμε φως. Τότε δεν είχαμε ούτε ρεύμα, τίποτα. Θα έχουμε μια καλή ζωή. Από μικρά τα ακούγαμε. Οπότε μας άρεσε αυτή… Ο σοσιαλισμός, ο λεγόμενος. Και έτσι δεν φοβηθήκαμε.[17]

Αυτές (εννοώντας κάποιες φίλες συγχωριανές της) είχαν θείους στο βουνό και ήταν πιο πολύ δεμένες, πιο μπροστά από εμένα. Και άρχισαν και οργάνωναν κοπέλες και αυτά. Ε, μου είπαν να πάω μαζί τους σε μια συνέλευση. Πήγα, έκατσα. Κάπως μ’ άρεσαν, αυτός που μας μίλησε. Ήταν μια κοπέλα και ένας άντρας. Μας είπε πως να έχουμε και εμείς δικαιώματα, οι γυναίκες.[18]

Το ζήτημα της συμμετοχής των γυναικών της έρευνας στον ΔΣΕ, γίνεται περίπλοκο αναφορικά με την εθελοντική ένταξη ή επιστράτευσή τους. Σίγουρα είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς τη θέληση κάποιων γυναικών για ένταξη στο ΔΣΕ και το δυναμικό τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η αυτενέργειά τους, όπως φαίνεται στα παρακάτω αποσπάσματα:

Εγώ πόσο ήμουνα; Δεκαπέντε χρονών ήμουν. Αλλά μεγάλωσα εκεί (εννοώντας το βουνό). Ήθελα να πάω, μπορούσα να πάω και στη Βουλγαρία τότε, από εκεί που είναι σύνορα, κοντά είναι. Και να πάω εκεί σαν παιδί. Αλλά εγώ ήθελα να πάω στο βουνό να πολεμήσω.[19]

Η μαμά μου όταν βγήκα έξω για να φύγουμε, με αγκάλιασε και η μικρή αδερφή μου «Πού θα πας κορίτσι μου;» λέει. Λέω, «Μη στεναχωριέσαι μαμά, εγώ θα γυρίσω πάλι». Η αδερφή μου να κλαίει, ήταν μικρούλα «Θα ’ρθω και γω, θα ’ρθω και γω». Η μαμά μου λέει, «Όχι, δεν θα πας, γιατί αν φύγετε και οι δύο, εγώ», λέει, «θα τρελαθώ».[20]

Οι παραπάνω αφηγήσεις δείχνουν περιπτώσεις όπου οι γυναίκες φαίνεται πως έκαναν ελεύθερα την επιλογή τους και δρούσαν ανεξάρτητα. Εντούτοις, βάσει της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, καθώς και των αφηγήσεων που ακολουθούν, φαίνεται πως η εθελοντική ένταξη ήταν συχνά ζήτημα ζωής ή θανάτου. Η συμμετοχή των γυναικών από τη βόρεια Ελλάδα στο ΔΣΕ απορρέει πρωτίστως από το φόβο της εξορίας, φυλάκισης ή εκτέλεσης και όχι απλώς από τις πολιτικές και ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.[21] Στα παρακάτω αποσπάσματα περιγράφεται η αναπόφευκτη συμμετοχή κάποιων γυναικών στον ΔΣΕ:

Δεν βγήκαμε γιατί ηθέλαμε. Μας έβγαλαν, το κράτος. Αφού έχεις τον γιο σου έξω, έχεις τον άντρα σου έξω, και εσύ θα πας. Θα πάτε εκεί να ψοφήσετε στο βουνό. Τι να κάνεις; […] Μας τυρρανούσαν και εμάς, ήρθαν μας κουβαλούσαν τις αστυνομίες, ό,τι ήθελαν έκαναν […] Όταν είδαμε ότι δεν βγαίνει τίποτα, φύγαμε στο βουνό.[22]

Πήρα απόφαση ότι δεν θα παραδοθώ, εκεί που θα παραδοθώ στους φασίστες και βίαζαν τα κορίτσια, τις ανταρτίνες και αυτό… Και αν σε βρίσκανε σε σκοτώνανε, σε βιάζανε και αυτά. Είπα, προτιμώ να μείνω στο βουνό να σκοτωθώ, παρά να παραδοθώ σε αυτούς. Και έτσι έγινε.[23]

«Και εμείς θέλαμε να φύγουμε γιατί μας καταπίεζαν συνέχεια. Δεν μας άφηναν, την ημέρα δουλεύαμε και τη νύχτα χτυπούσαν τις πόρτες για να μπουν μέσα. Αυτοί οι παρακρατικοί ας πούμε. Και μπορούσαν να κάνουν ο,τιδήποτε. Γιατί η ίδια η αστυνομία ας πούμε, πήραν καταθέσεις τώρα τάχα τα κορίτσια, τη μία επειδή ο πατέρας της πολύ συνεργαζόταν με τους αντάρτες, την ατίμασαν που λες και παρθένα ήταν κιόλας το κορίτσι, με αιμορραγία, δεν μπορούσε να περπατήσει.. Και έρχεται, ειδοποιούν τον πατέρα της, πάει με το κάρο και την πήρε με αιμορραγία. Η μάνα μου όταν άκουγε τέτοια, πω πω… «Να φύγετε κορίτσια μου, να φύγετε δεν θέλω να σας βλέπω έτσι».[24]

[…] ναι η μάνα μου για αυτό μας έβγαλε στο βουνό, «Φύγετε κορίτσια», λέει, «γιατί θα ’ρθουν καμιά φορά», λέει. Γιατί εμείς το βλέπαμε, γιατί το χωριό μας είναι στο ύψωμα. Βλέπαμε από τον κάμπο που έρχονταν και κρυβόμασταν, πηγαίναμε στα βουνά. Ε, πόσο θα πάει αυτό; Κάποια στιγμή θα μας πιάσουν. Και για αυτό η μάνα μου είπε τον πατέρα μου, να ’ρθεις να πάρεις τα κορίτσια. Και ήρθε μας πήρε. Και πήγαμε στο βουνό ύστερα.[25]

Τα αποσπάσματα δείχνουν πως λόγω της αίσθησης του καθημερινού φόβου, η συμμετοχή στο ΔΣΕ ήταν συχνά ζήτημα ζωής ή θανάτου. Οι φρικαλεότητες των ένοπλων παραστρατιωτικών συμμοριών και της χωροφυλακής που περιπλανιόταν στα χωριά της περιοχής ήταν ένας προωθητικός παράγοντας για την ένταξη στο ΔΣΕ.[26] Η απάντηση της Αθανασίας σε ερώτηση σχετικά με τη σεξουαλική βία εκείνη την εποχή δείχνει πως οι μητέρες ωθούσαν την ένταξη των νεαρών γυναικών στο στρατό υπό το φόβο του βιασμού. Οι ιστορίες που άκουγαν συνεχώς οι γυναίκες αυτές από μικρή ηλικία, αποτυπώθηκαν στη μνήμη τους και το αποτέλεσμα ήταν η αναπόφευκτη ένταξή τους στο στρατό. Σε περιόδους κρίσης, τα όρια μεταξύ εθελοντισμού και επιστράτευσης δεν είναι διακριτά, αλλά είναι αρκετά ρευστά, καθώς οι αποφάσεις λαμβάνονται υπό πίεση και αναγκαιότητα.[27] Για τις περισσότερες γυναίκες ήταν ο φόβος του βιασμού που επικράτησε στις αφηγήσεις τους και η ένταξη στο στρατό φάνταζε ως η μοναδική επιλογή. Όταν μιλάμε για βιασμό κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, συχνά αυτός παραβλέπεται ή κατατάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των εγκλημάτων πολέμου/εγκλημάτων κατά αμάχων.[28] Ο βιασμός εν καιρώ πολέμου χρησιμοποιείται ως όπλο, ως μια στρατιωτική στρατηγική που στοχεύει να ρίξει το ηθικό του εχθρού και να τον εξευτελίσει μέσω μιας επίθεσης στο γυναικείο πληθυσμό. Συμβολίζει την αποτυχία των ανδρών να προστατέψουν τις γυναίκες και την πατρίδα τους. Στόχος, λοιπόν, είναι ο αντρικός πληθυσμός και η καταστροφή της συνοχής μιας κοινότητας, με θύματα, ωστόσο, τις γυναίκες. Στους περισσότερους πολέμους είναι «το ξεχασμένο έγκλημα», κυρίως λόγω της σιωπής των θυμάτων. Ειδικότερα για τη δεκαετία του ’40, ο βιασμός εν καιρώ πολέμου θεωρήθηκε ως ένα «φυσιολογικό» υποπροϊόν των πολεμικών επιχειρήσεων.[29] Σύμφωνα με την Μπούσχοτεν «Ο βιασμός είναι το “αθέατο έγκλημα”. Δεν αφήνει νεκρά και μετρήσιμα πτώματα. Η καταστροφή είναι στο σώμα και το μυαλό της γυναίκας και στην κοινότητα που ανήκε. Αυτή η αορατότητα του βιασμού χέρι-χέρι με τη σιωπή, τον καθιστούν ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσο εθνοτικής ή πολιτικής κάθαρσης». Ο αριθμός των θυμάτων βιασμού κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είναι άγνωστος και έτσι θα παραμείνει.[30]

Έμφυλες και σεξουαλικές σχέσεις στο βουνό

Στην ερώτηση για τις σχέσεις γυναικών-αντρών, η φράση «Ήμασταν σαν αδέρφια» είναι το πρώτο πράγμα που απάντησαν οι γυναίκες. Κάθε ομάδα ανθρώπων έχει τις δικές της μνήμες που έχουν κατασκευαστεί από τα μέλη της. Ο ΔΣΕ ήταν ένα ασφαλές περιβάλλον για αυτές τις νεαρές γυναίκες. Ίσως αυτό να οφείλεται στην ιδεολογική δέσμευση του ΚΚΕ για ισότητα των φύλων. Ορισμένες γυναίκες επέλεξαν να αναβάλουν οποιεσδήποτε σκέψεις για σεξουαλικές σχέσεις ή γάμους και δημιούργησαν μόνο αδελφικές και φιλικές σχέσεις με τους συντρόφους στη μάχη. Επέλεξαν αυτή τη στρατηγική επιβίωσης ως απάντηση στην κυρίαρχη προπαγάνδα για τη χαλαρή ηθική τους.[31] Εντούτοις, ενώ πολλές αφηγήτριες υποστήριξαν την επικρατούσα αντίληψη «Ήμασταν σαν αδέρφια», τα παρακάτω αποσπάσματα που ακολουθούν καταδεικνύουν την ύπαρξη σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ των μαχητριών και μαχητών του ΔΣΕ:

«Άμα θέλανε και οι δύο, γινόταν, αλλά στα κρυφά. Πηγαίναν με τον έναν, με τον άλλο. Όπως ήταν μια φιλενάδα μου εδώ πέρα, είχε παιδί που ερωτεύτηκε στο αντάρτικο, έκανε τι έκανε και ύστερα σκοτώθηκε».[32]

Η μάνα μου αυτή την Σταυρούλα που έχει στην Τσεχοσλοβακία (αναφερόμενη στην αδερφή της) στο βουνό την γκάστρωσε ο πατέρας μου. […] Ήταν κοντά εκεί φαίνεται και βρέθηκαν και μετά ήρθα αυτή στη Βουλγαρία, γέννησε και μετά ήρθε και ο πατέρας μου.[33]

Τον κουβάλησε η μάνα του. Σαν έγκυος βγήκε απάνω, δεν μπορούσε πια, την κυνήγησαν […] Ναι και γέννησε εκεί και τον κουβάλησε λίγο, έως ότου βρουν τρόπο για να φύγει στις λαϊκές χώρες, το ανατολικό μπλοκ.[34]

Αφού γεννούσανε κιόλας. Μα αφού ήταν έγκυες και βγήκαν τι θα κάναν, δεν θα κάναν τα παιδιά τους; Ήταν και γιατροί και γιατροί στα βουνά ήτανε, δεν ήταν μόνο άνθρωποι απλοί […] Και ήταν και πολλές απόκτησαν και στα βουνά παιδιά. Πώς, πώς; Όλα γίνονται.[35]

Στον ΕΛΑΣ οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανταρτών απαγορεύθηκαν, καθώς θεωρήθηκε ότι μπορεί να βλάψουν ή να «μολύνουν» τον αγώνα.[36] Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, το Κομμουνιστικό Κόμμα υποστήριξε τη δημιουργία σχέσεων μεταξύ των μαχητριών και μαχητών, καθώς και την επισημοποίησή τους μέσω ενός γάμου (από τον στρατιωτικό διοικητή). Όσον αφορά τα παιδιά, η υπόθεση ήταν διαφορετική. Το Κόμμα αποθάρρυνε τις εγκυμοσύνες, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης και της ακαταλληλότητας του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μπορεί να γεννηθεί και να μεγαλώσει ένα παιδί. Όσες μαχήτριες ήταν σε κατάσταση κυοφορίας, συνήθως στέλνονταν να γεννήσουν εκτός των ελληνικών συνόρων, αλλά υπήρχαν περιπτώσεις όπου γυναίκες μαχήτριες γέννησαν στα ελληνικά βουνά, αντιμέτωπες με όλες τις δυσκολίες της ζωής στο βουνό. Οι περισσότερες από αυτές άφηναν τα παιδιά τους «έξω» (Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας, Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας) και επέστρεφαν στο πεδίο της μάχης, αφού είχε δημιουργηθεί ένα ψυχολογικό κλίμα που ευνοούσε αυτή την πρακτική.[37] Στη συγκινητική αφήγηση της Μαρίας, αποκαλύπτεται ένα τέτοιο περιστατικό με μια μητέρα που κουβαλούσε στο βουνό το μωρό της:

Γνωστή μας ήτανε, είχε αυτή πέντε παιδιά. Το τελευταίο ήταν πολύ μικρό και όταν βγήκε στο βουνό –από την Αριδαία ήταν αυτή– το μωρό της, το μικρό, το πήρε στην αγκαλιά της και… Εντωμεταξύ τα προηγούμενα είχαν φύγει μαζί με τον πατέρα τους. Έξω. Αυτό που το είχε το μωρό, δεν μπορούσε να το αφήσει και το πήρε αγκαλιά και βγήκε στο βουνό. Αλλά για να μην κλαίει και μας προδώσει στους άλλους, τους φασίστες, αναγκάστηκε να το αφήσει σε ένα θάμνο και να προχωρήσει. Την έλεγαν «Άστο το μωρό θα μας προδώσει». Το άφησε για μια στιγμή, πήγε καμιά εκατό μέτρα, δεν άντεξε και γύρισε ξανά με κλάματα και το πήρε στην αγκαλιά και συνεχίσαμε την πορεία με αυτό.[38]

Σεξουαλική βία

Η ευαλωτότητα των γυναικών στη σεξουαλική βία είναι ένας από τους πολλούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες ως πολίτες, αλλά και ως μαχήτριες κατά τη διάρκεια πολέμων.[39]

Οι άντρες ήταν σαν να ήταν αδέλφια μας. Δεν σε πείραζαν. Ένας, κάποιος πήγε να πειράξει κάποια κοπέλα και παραλίγο να τον σκοτώσουν. «Ε, την αγάπησα», λέει και… Αφού δεν θέλει;[…] Αυτή δεν ήθελε. Τώρα μεσ’ τον πόλεμο θα αγαπήσεις; Εγώ δεν αγάπησα κανέναν μεσ’ τον πόλεμο.[40]

Οι άντρες δεν επιτέθηκε κανένας. Κανένας. Αν η γυναίκα δεν κάνει τίποτα… Έτρωγε το κεφάλι του, άμα σου έκανε κάτι. Τέλος η ζωή του.[41]

Βρισκόταν και κανένας που ήταν λίγο… Αλλά επειδής φοβόντανε γιατί τους είπαν άμα κάνετε κάτι, δεν θα βρείτε καλό, να πούμε. Τις κοπέλες δεν θα τις πειράζετε. Μπορείτε να μιλάτε, να γελάτε, να κάνετε, να αγαπήσετε, να κάνετε, αλλά όχι παιδιά, όχι αυτό.[42]

Ένα κοινό σημείο στο παραπάνω απόσπασμα είναι η χρήση της λέξης «πειράζω». Οι αφηγήτριες χρησιμοποιούν διάφορα ρήματα για να περιγράψουν την πράξη του βιασμού, όπως ατιμάζω, χαλάω. Σε έγγραφο του ΔΣΕ το 1947 χρησιμοποιούνται οι λέξεις «ατιμάζω», «διαπομπεύω», «βασανίζω» ή και «εκβιάζω».[43] Εάν υπάρχει ένα ζήτημα ικανό να προκαλέσει σιωπή, αυτό είναι ο βιασμός. Ειδικά όταν αυτός γίνεται ανάμεσα σε συντρόφισσες και συντρόφους που μάχονται μαζί στην ίδια μεριά σε μια συνθήκη ενός Εμφυλίου Πολέμου. Η αφήγηση της Μαρίκας περιγράφει μια περίπτωση βιασμού και την επακόλουθη αυτοκτονία του θύματος:

Δεν είχαμε καταλάβει και εμείς καλά-καλά, γιατί τα κρύβανε και φοβόνταν. Η κοπέλα σκοτώθηκε μόνη της, αυτοκτόνησε. Και από τότε πια, ύστερα και οι άντρες φοβόταν και εμείς φοβόμασταν […] Είπαν θα τον πάνε σε άλλο τμήμα. Τώρα τι τον κάνανε να σου πω, ένα Θεός ξέρει, εγώ δεν ξέρω […] Έτσι πρέπει να έγινε, τέτοιο πράγμα (απαντώντας στην ερώτηση αν την βίασε). Και αυτή το είπε σε κανέναν, η φίλη το είπε στην άλλη φίλη και το έμαθαν οι μεγάλοι. Λέει, «Σας είπαμε, μπορείτε να αγαπήσετε, αλλά μακριά από άντρα».[44]

Ίσως η κοπέλα αφαίρεσε τη ζωή της, γιατί δεν μπόρεσε να ζητήσει βοήθεια ή ίσως να ντρεπόταν, αφού το γεγονός έγινε γνωστό και στους υψηλά ιστάμενους. Στην αφήγηση της Μαρίκας, η τιμωρία για τον βιαστή είναι η μεταφορά του σε άλλο τάγμα. Εντούτοις, στη συλλογική αφήγηση των γυναικών, η πιο συνήθης τιμωρία για έναν βιαστή είναι η εκτέλεση του από απόσταση έξι μέτρων, όπως φαίνεται και στις παρακάτω αφηγήσεις:«[…] ήταν αυστηρά τα πράγματα. Μπορούσαν να σε βάλουν στα έξι μέτρα. Δεν μπορούσες να κάνεις τέτοια πράγματα».[45]

Δεν είχαμε τέτοια εντολή και για αρραβωνιάσματα και για παντρειές. Και έτσι και κανένας δηλαδή δεν τολμούσε να πει ότι εγώ σε αγαπάω […] Όποιος θα πειράξει κάποια κοπέλα, σε έξι μέτρα. Θα τον σκοτώσουν δηλαδή. Και καθένας το είχε αυτό υπόψιν του και δεν τολμούσε δηλαδή.[46]

Είχε ένα νόμο, μπορώ να τον πω, ότι αντάρτης αν πειράξει καμία κοπέλα που δεν θέλει μαζί του κάτι, να τον τουφεκίσουμε. Οπότε δεν τολμούσανε. Ήρθε μια φορά ένα αυτό, του λέω θα το αναφέρω. «Συγνώμη, φεύγω». Ναι, όταν φύλαγα σκοπιά. «Συγνώμη», έφυγε.[47]

Υπερορία

Μετά την ήττα του ΔΣΕ, και οι δώδεκα γυναίκες έζησαν για περισσότερο από τριάντα χρόνια ως πολιτικοί πρόσφυγες στην πρώην Σοβιετική Ένωση και τις Λαϊκές Δημοκρατίες.[48] Στην «υπερορία», λοιπόν, αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν πολλές δυσκολίες, από την προσαρμογή τους στο νέο πολιτιστικό, κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον, μέχρι τη διαχείριση της ήττας και της αβεβαιότητας που προερχόταν από το καθεστώς τους ως πρόσφυγες. Επιπλέον, οι γυναίκες αυτές βίωναν μια παρατεταμένη κατάσταση προσωρινότητας που ενέτεινε τη νοσταλγία και λαχτάρα τους για επιστροφή στην Ελλάδα.[49] Αυτές οι γυναίκες όταν εντάχθηκαν στο ΔΣΕ ήταν όλες πολύ μικρές σε ηλικία και δεν είχαν ακόμη αποδεχτεί πλήρως τις έμφυλες νόρμες της ελληνικής κοινωνίας. Η επικρατούσα αφήγηση στη συλλογική μνήμη φάνηκε πως ήταν η αναβολή των σεξουαλικών σχέσεων μέχρι το τέλος του πολέμου. Πολεμώντας στο βουνό και αψηφώντας τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους, δεν ένιωθαν την ανάγκη μετά το τέλος του πολέμου να επιστρέψουν στην οικιακή ζωή. Στις αφηγήσεις τους μια πρώτη αντίσταση στον γάμο είναι εμφανής.

Ο Πέτρος με έλεγε «Να παντρευτείς», λέει, «η ώρα περνάει». Τι ώρα; Είκοσι χρονών ήμουν. Αλλά όταν είσαι ελεύθερη, κάτι κουτσομπολιό θα βγάλουν πάντα.. Και αυτοί οι Θεσσαλοί, δηλαδή, ήταν πολύ κουτσομπόληδες. Όχι όλοι… Όχι… Ντε και καλά να πάρω εκεί ένα παιδί, μαζί ήμασταν. Και στο Κολχόζ μαζί ήμασταν. Εγώ δεν είχα σκοπό τέτοιον. Άρχισαν ύστερα, ο ένας το κοντό του, ο άλλος το μακρύ του.[50]

Εγώ έλεγα όταν θα τελειώσει ο αγώνας, τότες πάρα πολλά παιδιά με ήθελαν αλλά δεν ήθελα κανέναν, λέω όταν θα τελειώσει ο αγώνας. Η μάνα μου έλεγε «Να αυτό το παιδί, ρε κορίτσι μου, και έχει και τέλειες συνθήκες και σε θέλει πολύ». Δεν θέλω κανέναν έλεγα, όταν θα τελειώσει ο αγώνας, τότε θα παντρευτώ. Ο αγώνας δεν τέλειωσε ακόμα και… και παντρεύτηκα και παιδιά έκανα και τα έχασα και αυτά.[51]

Η πολιτική τους ταυτότητα, η αφοσίωσή τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα και η εμπειρία της ένοπλης μάχης στο βουνό, ήταν εμπόδια για έναν μελλοντικό «βίον ανθόσπαρτον». Αρκετές γυναίκες εκφράζουν την άποψη πως δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον να παντρευτούν. Εντούτοις, όλες παντρεύτηκαν μαχητές του ΔΣΕ, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν βαριά τραυματίες και τους γνώρισαν σε κέντρα νοσηλείας και ανάρρωσης. Η έννοια της εθνοτικής ενδογαμίας ήταν μια διαδεδομένη πρακτική μεταξύ των Ελλήνων που παντρεύονταν μεταξύ τους για να διατηρήσουν την ελληνική ταυτότητα, μια πρακτική που αγκάλιασε το ΚΚΕ.[52] Το ΚΚΕ διοργάνωνε βραδιές χορού και θεατρικές παραστάσεις για να γνωριστούν οι μαχητές. Ένας από τους σκοπούς πίσω από αυτή την τακτική ήταν και ο γάμος. Καμία από τις δώδεκα γυναίκες δεν επέλεξε μόνη της τον μελλοντικό της σύζυγο. Κάποιες παντρεύτηκαν με συνοικέσιο ή προξενιό, ενώ άλλες νιώθοντας την πίεση του κόμματος ή των κοινωνικών σχολίων-κοινώς του κουτσομπολιού.

Επίλογος

Τι έχουν, λοιπόν, να προσφέρουν αυτές οι συνεντεύξεις; Έχουν να προσθέσουν κάτι νέο στην έως τώρα συζήτηση για τον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο; Δώδεκα γυναίκες που βίωσαν τον Εμφύλιο Πόλεμο, συμμετέχοντας ως ένοπλες μαχήτριες στο ΔΣΕ, μοιράστηκαν τις εμπειρίες τους. Σήμερα καμία από αυτές δεν βρίσκεται στη ζωή. Οι μαρτυρίες τους όμως δεν αντιπροσωπεύουν ένα νεκρό παρελθόν. Μπορούν μαζί με άλλες αφηγήσεις να συμβάλουν στην καθιέρωση μιας ιστορίας «από τα κάτω» και να μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται συλλογικά ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος. Οι ιστορίες τους μπορούν να διαμορφώσουν τη δική τους «κοινότητα μνήμης», θέτοντας τέλος στο status τους ως ιστορικά υποκείμενα χωρίς φωνή, όπως διατυπώνει ο Βασίλης Δαλκαβούκης για άλλες ομάδες, που οι φωνές τους δεν έχουν ακόμα ακουστεί.[53] Ο Εμφύλιος βιώθηκε με πολλούς και διάφορους τρόπους από τις ανώνυμες πρωταγωνίστριές του και η προαγωγή των εμπειριών τους μπορεί να οδηγήσει σε μια καλύτερη ιστορική αντίληψη του παρελθόντος. Επιπλέον, οι ιστορίες των γυναικών μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση του συλλογικού τραύματος, μέσω μια θεραπευτικής συζήτησης και επανατοποθέτησης.[54]

Δεν υπάρχει μια μοναδική ιστορική αλήθεια, αλλά κάθε περίοδος έχει τις δικές της αλήθειες που επανερμηνεύονται από τις μελλοντικές γενιές υπό το πρίσμα του παρόντος.[55] Κοινωνικές και συλλογικές ομοιότητες, αλλαγές στις έμφυλες σχέσεις και μεταβολές στους γυναικείους ρόλους, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο παρατηρήθηκαν στις αφηγήσεις των γυναικών. Για όλες τις γυναίκες η πολιτικοποίηση πριν από τον πόλεμο, αλλά κυρίως η συμμετοχή τους στο ΔΣΕ, διεύρυνε τους ορίζοντές τους πέρα από την οικιακή ζωή. Είχαν την ευκαιρία να αμφισβητήσουν τις αρρενωπότητες και τα έμφυλα στερεότυπα και με την ένοπλη συμμετοχή τους ανέπτυξαν δυναμικά στοιχεία πολιτικοποίησης και χειραφέτησης. Παρόλα αυτά, τα εν λόγω στοιχεία δεν ακολούθησαν τις γυναίκες μετά το τέλος του πολέμου στην υπερορία. Σύμφωνα με την έρευνα της Μαρίας Μποντίλα, η προσδοκώμενη νέα ταυτότητα των πολιτικών προσφύγων δεν αφομοιώθηκε και η αποτίναξη των έμφυλων στερεοτύπων δεν εφαρμόστηκε στους πολιτικούς χώρους ή στην καθημερινότητα των γυναικών.[56] Η εν λόγω υπόθεση επαληθεύεται και στην παρούσα έρευνα, αφού καμία από τις γυναίκες δεν συνέχισε να είναι ενεργή ή να ενδιαφέρεται για την πολιτική. Οι γυναίκες επέστρεψαν στους παραδοσιακούς τους ρόλους, μέσω μιας διαδικασίας αναγκαστικής οικειακότητας, ως νοικοκυρές, σύζυγοι και μητέρες. Η ταύτιση μιας γυναίκας με την οικειακότητα και τη μητρότητα, ως κομμάτι της φύσης της, την περιορίζει στην ιδιωτική ζωή.[57] Η συμμετοχή των γυναικών στο ΔΣΕ επηρέασε τις αντιλήψεις τους περί έμφυλων ρόλων κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στο βουνό και ίσως τον πρώτο καιρό στην υπερορία, όταν εξέφραζαν μια πρώτη αντίσταση στο γάμο.

  1. Η έρευνα είναι μέρος του master thesis με τίτλο “Female Fighters in the Greek Civil War. Personal Narratives of Survivors” που εκπονήθηκε με επιβλέπουσα την κ. Ευτυχία Βουτυρά, στο πλαίσιο του Master of Arts (MA) in Black Sea & Eastern Mediterranean Studies στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας, βλ. https://repository.ihu.edu.gr/xmlui/bitstream/handle/11544/29417/a.petridou_bss_22-04-2019.pdf?sequence=2
  2. Janet Hart, New Voices in the Nation: Women and the Greek Resistance, 1941-1964, Cornell University Press, Νέα Υόρκη 2018, σ. 99.
  3. Katherine Stefatos, “The psyche and the body: Political persecution and gender violence against women in the Greek Civil War”, Journal of Modern Greek Studies, 29.2 (Οκτώβριος 2011), 251-277.
  4. Ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος διεξήχθη στον απόηχο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. H πιο κοινή περιοδολόγηση που μπορεί κανείς να συναντήσει είναι αυτή του 1946-1949. Στη συλλογική μνήμη είναι ένας πόλεμος ανάμεσα σε «αριστερούς» και «δεξιούς». Από τη μια μεριά βρίσκονταν οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), που είχε τη στήριξη των Σοβιετικών. Από την άλλη μεριά ήταν Εθνικός Στρατός, δηλαδή οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις με τη συνδρομή δυνάμεων της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας, που είχαν τη στήριξη της Μεγάλης Βρετανίας και από το 1947 και των ΗΠΑ. Ο Εμφύλιος συμβατικά τελείωσε με την ήττα του ΔΣΕ στον Γράμμο και το Βίτσι. Βλ. Margaret Poulos, “Gender, Civil War and National Identity: Women Partisans during the Greek Civil War 1946”, Australian Journal of Politics and History, 46.3 (Σεπτέμβριος 2000), 418-427∙ Tasoula Vervenioti, “The Adventure of Women’s Suffrage”, Claire Duchen και Irene Bandhauer-Schoffmann (επιμ.), When the War was Over. Women, War and Peace in Europe, 1940-1956, Leicester University Press, Λέστερ 2000, σσ. 103-118.
  5. Tasoula Vervenioti, “Left-Wing Women between Politics and Family”, Mark Mazower (επιμ.), After the War Was Over: Reconstructing Family, Nation and State in Greece, 1943-1960, Princeton University Press, Νιου Τζέρσεϊ 2016, σσ. 107-109.
  6. Το 1943, στην απελευθερωμένη περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας, ο ΕΛΑΣ είχε ανάγκη από μαχητές και ζήτησε τη συμμετοχή των γυναικών στο αντάρτικο. Στον ΕΛΑΣ, οι περισσότερες από τις γυναίκες μαχήτριες ήταν κορίτσια, ηλικίας 14-18 ετών, που χάρη στο νεαρό της ηλικίας τους και το ριζοσπαστικό πνεύμα της αντίστασης, δεν είχαν τον χρόνο να αφομοιώσουν τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους και είχαν την ευκαιρία να αναλάβουν δραστηριότητες και πρωτοβουλίες εκτός των στενά προκαθορισμένων έμφυλων πλαισίων. Βλ. Vervenioti, “The Adventure of Women’s Suffrage”, ό.π., σσ. 103-118.
  7. Στο ίδιο, σσ. 115-116.
  8. Vervenioti, “Left-Wing Women between Politics and Family”, ό.π., σσ. 105-121.
  9. Vervenioti, “The Adventure of Women’s Suffrage”, ό.π., σ. 116.
  10. Οι γυναίκες που εξορίστηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου υπολογίζονται σε 3.000. Βλ. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι Ελληνίδες πριν τον πόλεμο, στην Κατοχή και τον Εμφύλιο», Ευτυχία Λεοντίδου και Ammer R. Sigrid (επιμ.), Η Ελλάδα των γυναικών, Εκδόσεις Γαία, Αθήνα 1992, σσ. 44-56. Οι γυναίκες αυτές στάλθηκαν κυρίως στα νησιά Χίος, Τρίκερι και Μακρόνησος. Μια από τις ιδιαιτερότητες του ΔΣΕ ήταν το μέγεθος της συμμετοχής των γυναικών, αφού οι γυναίκες αποτελούσαν σχεδόν το μισό δυναμικό του στρατού (30% μαχήτριες και 70% βοηθητικές υπηρεσίες), βλ. Τασούλα Βερβενιώτη, «Αντάρτισσες του ΕΛΑΣ και μαχήτριες του ΔΣΕ», Κλειώ, περιοδική έκδοση για τη Νεότερη Ιστορία, 3 (2006), 163-187. Σε αντίθεση με τον ΕΛΑΣ, δεν υπήρχαν χωριστές γυναικείες μονάδες μάχης στον ΔΣΕ. Κατά το έτος 1948 ο ΔΣΕ ξεκίνησε και την επιστράτευση γυναικών.
  11. Νίνα Κασιανού, «Γυναίκες στα όπλα: η γυναίκα σε αναπαραστάσεις. Η περίοδος του εμφυλίου πολέμου 1946-1949», Ελένη Γραμματικοπούλου και Ιόλη Βιγγοπούλου (επιμ.), Ήρωες και ανώνυμοι, αφανείς και επώνυμοι στις παρυφές της ιστορίας και της τέχνης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σειρά Επιστήμης Κοινωνία, Αθήνα 2006, σσ. 149-175.
  12. Poulos, ό.π., 418-427.
  13. Ρίκι βαν Μπούσχοτεν, Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου…, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1998∙ Kathy Charmaz, Constructing grounded theory: A practical guide through qualitative analysis, Sage, Λονδίνο 2006∙ Lynn Abrams, Θεωρία προφορικής ιστορίας, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2010.
  14. Μαρία Ευαγγελίδου, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 1.12.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  15. Τριανταφυλλιά Ακριτίδου, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 23.11.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  16. Οι χωρικοί που υποστήριζαν τους/τις μαχητές/ριες του ΔΣΕ δεν αντιμετωπίζονταν ως πολίτες, αφού δεν παρέμεναν ουδέτεροι ή αμέτοχοι, αλλά βοηθούσαν ενεργά τον ΔΣΕ· βλ. Τασούλα Βερβενιώτη, Διπλό βιβλίο, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003, σ. 31.
  17. Κατερίνα Παπαδημητρίου, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 16.11.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  18. Μαρίκα Δέλλα, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 26.9.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  19. Αθανασία Μπαζή, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Αθήνα, 4.3.2018, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  20. Μαρίκα Δέλλα, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 26.9.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  21. Κώστας Γκριτζώνας, Μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού. Η τολμηρότερη ιστορία που γράφτηκε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου 1946-1949, Εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 2011, σσ. 34-38.
  22. Σοφία Γαβριηλίδου, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Αθήνα, 7.3.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  23. Κατερίνα Παπαδημητρίου, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 16.11.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  24. Ελένη Κουρού, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Βέροια, 2.2.2018, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  25. Αθανασία Μπαζή, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Αθήνα, 4.3.2018, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  26. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», Ηλίας Νικολακόπουλος, Άλκης Ρήγος και Γρηγόρης Ψαλλίδας (επιμ.), Ο Εμφύλιος Πόλεμος. Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο, Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1949, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2002, σσ. 125-142.
  27. Στο ίδιο, σ. 127.
  28. Catherine N. Niarchos, “Women, war, and rape: Challenges facing the international tribunal for the former Yugoslavia”, Human Rights Quarterly, 17.4 (1995), 649-690.
  29. Riki van Boeschoten, “The trauma of war rape: A comparative view on the Bosnian conflict and the Greek civil war”, History and Anthropology, 14.1 (2003), 41-44.
  30. Στο ίδιο, 43.
  31. Ρίκι βαν Μπούσχοτεν, Ανάποδα χρόνιά. Συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900-1950), Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1997, σ. 187.
  32. Τριανταφυλλιά Ακριτίδου, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 23.11.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  33. Αθανασία Μπαζή, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Αθήνα, 4.3.2018, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  34. Αθανασία Τσίκουλα, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Χαλκιδική, 14.2.2018, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  35. Σοφία Γαβριηλίδου, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Αθήνα, 7.3.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  36. Το ΚΚΕ απαγόρευσε τις σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα στους αντάρτες και τις αντάρτισσες του ΕΛΑΣ, ρίχνοντας το βάρος στην ηθική τους, ως φύλακες της τιμής του έθνους· βλ. Vervenioti, “Left-Wing Women”, ό.π., σ. 109. Η ένταξη στον ΕΛΑΣ προϋπέθετε την αποδοχή της κυρίαρχης αντίληψης ότι όσο κρατάει ο πόλεμος απαγορεύεται να ανακοινώσουν ακόμα και στον ίδιο τους τον εαυτό τα ερωτικά τους συναισθήματα. Μια αντάρτισσα που δεν «περιόριζε» τον εαυτό της ή απλώς θεωρείτο ότι η ομορφιά της «προκαλούσε» διωχνόταν από τη διμοιρία, έστω και αν δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι έκανε κάποια «ανήθικη» πράξη· βλ. Βερβενιώτη, «Αντάρτισσες του ΕΛΑΣ», ό.π., 11-12.
  37. Στο ίδιο, σ. 174.
  38. Μαρία Καρανίκα, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 1.11.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  39. Margaret U. Walker, “Gender and violence in focus: A background for gender justice in reparations”, Ruth Rubio-Marin (επιμ.), The Gender of Reparations: Unsettling Sexual Hierarchies While Redressing Human Rights Violations, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 2009, σσ. 18-62.
  40. Αθανασία Μπαζή, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Αθήνα, 4.3.2018, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  41. Σοφία Γαβριηλίδου, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Αθήνα, 7.3.2018, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  42. Μαρίκα Δέλλα, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 26.9.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  43. Boeschoten, ό.π., 48-49.
  44. Μαρίκα Δέλλα, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 26.9.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  45. Μαρία Καρανίκα, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 1.11.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  46. Ελένη Κουρού, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Βέροια, 2.2.2018, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  47. Κατερίνα Παπαδημητρίου, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 16.11.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  48. Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτής της περιόδου, αυτά που οδήγησαν στην ήττα του ΔΣΕ ήταν η κόπωση της «Αριστεράς», η απόφαση του Στάλιν πως η Ελλάδα είναι μια δύσκολη χώρα πέρα από τον έλεγχό του και η αποτελεσματικότητα της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ να στηρίξουν μια συντηρητική μοναρχική κυβέρνηση στην Ελλάδα για να προστατέψουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα, καθώς και να περιορίσουν την επέκταση της ΕΣΣΔ. Περισσότερα βλ. David H. Close, The Origins of the Greek Civil War, Longman Publishing Group, Νέα Υόρκη 1995, σ. 52 Peter D. Chimbos, “Women of the 1941-44 Greek Resistance against the Axis: An Historical and Sociological Perspective”, Atlantis: Critical Studies in Gender, Culture & Social Justice, 28.1 (2003), 27-35.
  49. Ο όρος υπερορία χρησιμοποιείται από τις ίδιες και το ΚΚΕ για να περιγράψει την αναγκαστική εκτόπιση ή εξορία για προφανείς πολιτικούς λόγους κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά το τέλος του Εμφυλίου. Βλ. Κατερίνα Τσέκου, Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη 1945-1989, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013, σ. 7.
  50. Μαρία Ευαγγελίδου, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Θεσσαλονίκη, 1.12.2017, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  51. Ελένη Κουρού, συνέντευξη στην Αγγελική Πετρίδου, Βέροια, 2.2.2018, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης.
  52. Κατερίνα Τσέκου και Τάσος Χατζηαναστασίου, «Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας», Γιώργος Αντωνίου και Στάθης Καλύβας (επιμ.), Οι πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου Πολέμου: Κοινωνικές και πολιτικές προσεγγίσεις, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2015, σσ. 17-35.
  53. Βασίλης Δαλκαβούκης, «Μια ιστορία από τα κάτω-κάτω», Κατερίνα Τσέκου, ΒασίληςΔαλκαβούκης και Μαρία Μποντίλα (επιμ.), Τα πιο πολλά βασανιστήρια τα πέρασε μια Τασούλα. Οι μαρτυρίες της Τασούλας Μουτάκη και του Ηλία Ιωαννάκη για την 7η Μεραρχία του ΔΣΕ στη Θράκη, την υπερορία και τον επαναπατρισμό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2018, σσ. 161-178.
  54. Στο ίδιο, σ. 164.
  55. Μπούσχοτεν, «Περάσαμε πολλές μπόρες, κορίτσι μου…», ό.π., σ. 30.
  56. Μαρία Μποντίλα, «Οι απεικονίσεις της γυναίκας μέσα από τον κομματικό και παιδαγωγικό λόγο των πολιτικών προσφύγων», Ευτυχία Βουτυρά, Βασίλης Δαλκαβούκης, Νίκος Μαραντζίδης και Μαρία Μποντίλα (επιμ.), Το όπλο παρά πόδα. Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 171-186.
  57. Efi Avdela και Angelika Psarra, “Engendering ‘Greekness’: Women’s Emancipation and Irredentist Politics in Nineteenth-Century Greece”, Mediterranean Historical Review, 20.1 (Ιούνιος 2005), 67-79.