Print Friendly, PDF & Email

Οι μετακινούμενοι πληθυσμοί του εμφυλίου πολέμου: oι εσωτερικοί πρόσφυγες στα Τρίκαλα (1946-1949)

Βασίλης Καλόγηρος

Ως απαραίτητη εισαγωγή κρίνεται ένας γεωγραφικός προσδιορισμός του νομού Τρικάλων. Αυτός βρίσκεται περίπου στο κέντρο της ηπειρωτικής Ελλάδας και κατά το μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από ορεινούς όγκους. Το δυτικό τμήμα του νομού καταλαμβάνει η οροσειρά της νότιας Πίνδου με το όρος Κόζιακα να βρίσκεται εγγύτερα των διοικητικών κέντρων, στον βορρά δεσπόζουν τα όρη των Χασίων και προχωρώντας ανατολικά τα Αντιχάσια. Στο ανατολικό τμήμα, προς το νομό Λάρισας, τα υψόμετρα υποχωρούν και το υπόλοιπο κομμάτι του νομού από το γεωγραφικό του «κέντρο» και προς τον νότο χαρακτηρίζεται από πεδινές εκτάσεις. Εκτός της πόλης των Τρικάλων, λίγο βορειότερα η Καλαμπάκα αποτελεί το διοικητικό κέντρο της ομώνυμης επαρχίας και η Πύλη τη σημαντικότερη κωμόπολη στο δυτικό τμήμα του νομού, ακριβώς πριν την έναρξη των ορεινών όγκων της νότιας Πίνδου.[1]

Η έναρξη των πολεμικών συγκρούσεων του Εμφυλίου Πολέμου από το 1946 και η γενίκευση και ένταση της σύρραξης την περίοδο 1947-1949 δημιούργησε ένα μεγάλο όγκο εσωτερικών προσφύγων. Η έναρξη του φαινομένου, τουλάχιστον για τον νομό Τρικάλων, τοποθετείται προς τα τέλη του 1946 και τις αρχές του 1947, όταν οι μετακινήσεις υπήρξαν περισσότερο «αυτόβουλες» και «εθελοντικές» και στη συνέχεια έλαβαν το χαρακτήρα υποχρεωτικών εκκενώσεων με ευθύνη του Εθνικού Στρατού. Το άρθρο επικεντρώνεται σε πέντε κύριους άξονες: στο σχήμα και τον τρόπο μετακίνησης-εκκένωσης από την ορεινή ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα αλλά και στις συνέπειες αυτής της πολιτικής, στη διαχείριση των εσωτερικών προσφύγων από την τοπική διοίκηση σχετικά με τις προσπάθειες στέγασης και περίθαλψης τους, στις απόπειρες πολιτικού ελέγχου και τέλος, στις κοινωνικές αντιθέσεις που προέκυψαν από τη συνύπαρξη στην ίδια κοινωνία εξαθλιωμένων εσωτερικών προσφύγων και εύπορων γηγενών.

Οι πρώτες αυτόβουλες μετακινήσεις ανθρώπων, υπό τη μορφή εγκατάλειψης οικιών της υπαίθρου, ανιχνεύονται τον Μάϊο του 1946 σε ορεινά χωριά της επαρχίας Καλαμπάκας.[2] Ο κύριος παράγοντας που οδηγούσε σ’ αυτή την επιλογή ήταν η βία που ασκούσαν αντάρτικες ομάδες ή ο Εθνικός Στρατός και η Χωροφυλακή. Η σταδιακή έκλειψη ικανών επιλογών επιβίωσης στην ύπαιθρο επιτάθηκε το καλοκαίρι του ίδιου έτους, όταν ο νομάρχης Τρικάλων απέκλεισε δεκαεπτά ορεινά χωριά από την παραλαβή της βοήθειας της United Nations Relief and Rehabilitation Administration (UNRRA), με τη συλλογιστική πως είχανε μετατραπεί σε ορμητήρια των ανταρτών.[3]

Το ζήτημα των μετακινούμενων πληθυσμών της υπαίθρου εξαιτίας του Εμφυλίου Πολέμου άρχισε να απασχολεί σοβαρά την τοπική διοίκηση τουλάχιστον από τις αρχές του 1947, όταν οι πολίτες που εγκατέλειπαν την ύπαιθρο άρχισαν να συγκεντρώνονται στα Τρίκαλα και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα της Θεσσαλίας. Φαίνεται πως ο αριθμός των προσφύγων ήταν σημαντικός, ώστε να απαιτείται η ενίσχυσή τους από το κράτος.[4]

Στη διάρκεια της περιόδου Απριλίου-Μαΐου του 1947, που αποτέλεσε το διάστημα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Εθνικού Στρατού στον νομό Τρικάλων,[5] ο όγκος των «ανταρτόπληκτων» ή «συμμοριόπληκτων», όπως ήταν οι συνηθέστεροι όροι για την περιγραφή των εσωτερικών προσφύγων στον Τύπο της Δεξιάς, έλαβε αυξητικές τάσεις. Η ειδοποιός διαφορά με το προηγούμενο διάστημα ήταν ο υποχρεωτικός χαρακτήρας των μετακινήσεων και εκκενώσεων χωριών από τον Εθνικό Στρατό, καθώς με αυτόν τον τρόπο ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) στερούταν το ανθρώπινο κεφάλαιο, που μπορούσε να στρατολογήσει ή να χρησιμοποιήσει ως πηγή πληροφοριών και τις αναγκαίες προμήθειες τροφίμων.[6] Στα πρώτα στάδια των υποχρεωτικών μετακινήσεων οι ορεινοί πληθυσμοί μεταφέρονταν σε ένα κοντινό ορεινό ή ημιορεινό χωριό και στη συνέχεια, ανάλογα με την εξέλιξη των εχθροπραξιών είτε παρέμεναν στον ίδιο χώρο είτε, αν δεν εξασφαλίζονταν συνθήκες ασφαλείας, οδηγούνταν σε πεδινές περιοχές.[7] Από τον Οκτώβριο του 1947 υπήρχαν αναφορές για εγκατάσταση προσφύγων σε πεδινά χωριά, χωρίς να διευκρινίζεται αν πρόκειται για μόνιμες εγκαταστάσεις υπό την εποπτεία των στρατιωτικών ή των διοικητικών αρχών·[8] ωστόσο, το ίδιο διάστημα οι τοπικές αρχές υιοθέτησαν την πρακτική τής εγκατάστασης προσφύγων σε πεδινά χωριά προκειμένου να αποφευχθεί η υπερσυσσώρευση τους στην πόλη των Τρικάλων, οι πληθυσμοί που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και μετέφεραν τα ζώα τους να έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε βοσκοτόπια και τέλος οι ομαδικές εγκαταστάσεις σε συγκεκριμένα χωριά να επιτρέπουν την καλύτερη περίθαλψή τους, σε σχέση με μια ανεξέλεγκτη εγκατάσταση.[9]

Οι κύριοι τόποι εγκατάστασης των εσωτερικών προσφύγων υπήρξαν τα αστικά κέντρα του νομού, δηλαδή η πόλη των Τρικάλων, η Καλαμπάκα και η Πύλη. Η διαδικασία εκκένωσης ορεινών χωριών της δυτικής Θεσσαλίας στη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων περιγράφεται συνοπτικά από τον Μαντηλά, στέλεχος της επιτροπής δυτικής Θεσσαλίας του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας (ΑΚΕ), στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1947 σε έγγραφο που προοριζόταν για το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕ. Οι κάτοικοι ενός χωριού, που είχε αποφασιστεί από τον Εθνικό Στρατό να εκκενωθεί, διατάσσονταν υπό την απειλή των όπλων να συλλέξουν σε σύντομο χρονικό διάστημα ό,τι μπορούσαν από την κινητή τους περιουσία και στη συνέχεια να εγκαταλείψουν τις οικίες τους. Η έλλειψη χρόνου προς εκκένωση είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη του μεγαλύτερου μέρους του οικιακού εξοπλισμού και των ζώων, τα οποία ως ένα βαθμό τα οικειοποιούνταν οι χωροφύλακες και οι Μονάδες Αυτασφάλειας Υπαίθρου (ΜΑΥ).[10] Αν και η περιγραφή της διαδικασίας εκκένωσης αναφέρεται στην ορεινή περιοχή των Αγράφων, μπορεί να θεωρηθεί πως δεν διέφερε από ανάλογες εκκενώσεις χωριών των γειτονικών ορεινών όγκων του νομού Τρικάλων που διενεργήθηκαν την ίδια περίπου περίοδο από τον Εθνικό Στρατό και για τους ίδιους σκοπούς.

Το πρώτο εξάμηνο του 1948 στην πόλη των Τρικάλων καταγραφόταν μια εντυπωσιακή ποικιλία ως προς τη γεωγραφική προέλευση των προσφύγων· ακόμη και αν η μετακίνηση πληθυσμών από τα περισσότερα χωριά του νομού και από γειτονικά των νομών Καρδίτσας και Γρεβενών μπορεί να θεωρηθεί λογική με βάση τη γεωγραφική εγγύτητα, δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο με πληθυσμούς που προέρχονταν από την πόλη της Φλώρινας και τον Αντίγονο Φλώρινας, από χωριά της Καστοριάς και μεμονωμένα χωριά της Θεσπρωτίας, της Ευρυτανίας, της Φθιώτιδας, της Λιβαδειάς και της Κορινθίας.[11] Οι μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις των παραπάνω περιοχών υποδηλώνουν ότι οι μετακινήσεις των πληθυσμών πραγματοποιήθηκαν οργανωμένα από τον Εθνικό Στρατό, καθώς ανάμεσα στο νομό Φλώρινας και το νομό Κορινθίας υπάρχουν διάφορα εγγύτερα αστικά κέντρα, τα οποία θα μπορούσαν να προσεγγίσουν οι μετακινούμενοι πληθυσμοί, αν αποφάσιζαν να κινηθούν αυτόβουλα. Βέβαια, αυτές οι μετακινήσεις πρέπει να συσχετισθούν είτε με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 1947 και στις αρχές του 1948 είτε με τις σχεδιαζόμενες από τον Εθνικό Στρατό για την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1948.[12] Ακόμη, μια ορθολογική υπόθεση που εν μέρει μπορεί να ερμηνεύσει τη γεωγραφική πανσπερμία προέλευσης των εσωτερικών προσφύγων είναι η ύπαρξη συγγενών στην ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων, εφόσον από τις καταστάσεις που δημοσιεύονται στον τοπικό Τύπο δεν γίνεται αναφορά στο πλήθος των ανθρώπων που προέρχονται από το εκάστοτε χωριό, παρά μόνο ο τόπος προέλευσης. Επιπλέον, μπορεί να υποτεθεί πως οι σημαντικές επιτυχίες του Εθνικού Στρατού στο νομό Τρικάλων το 1947 δημιούργησαν μια ασφαλή επικράτεια αρκετά μακρύτερα από τις κύριες συγκεντρώσεις των ανταρτών στη Μουργκάνα και το Γράμμο, στην οποία μπορούσαν να εγκατασταθούν πληθυσμοί που δε θα ήταν εξίσου ασφαλείς σε άλλα αστικά κέντρα.

Ωστόσο, όσο το φαινόμενο της εισροής προσφύγων στα αστικά κέντρα του νομού εξελισσόταν, αναπτύχθηκε μια αντίρροπη δυναμική, ιδιαίτερα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1947 για την επιστροφή αυτών στην ύπαιθρο. Οι τοπικές αρχές και ένα τμήμα των προσφύγων εμφανίζονταν, τουλάχιστον δημόσια, πεπεισμένοι για την επιστροφή τους εντός του έτους στους τόπους μόνιμης κατοικίας. Την ίδια αντίληψη εξέφραζε και ένα τμήμα της κυβέρνησης Μάξιμου, προς την οποία οι τοπικές αρχές και οι πρόσφυγες αιτούνταν την παροχή οικονομικής βοήθειας για να επιστρέψουν στις εστίες τους.[13]

Παρά την αντίθεση μεταξύ της αύξησης των εισρεόντων προσφύγων από την ορεινή ύπαιθρο και την προσπάθεια για παλιννόστησή τους την ίδια περίοδο, πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο πως ένα τμήμα αυτών επέστρεψε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1947 στις εστίες του. Η επιστροφή σε χωριά της υπαίθρου, για όσους την επέλεγαν, ήταν δυνατή μόνο σε περιοχές όπου παρέμεναν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις- κατά κύριο λόγο στον Κόζιακα-, ενώ το τοπικό γραφείο Εφοδιασμού της Νομαρχίας ανέμενε έκτακτη οικονομική επιχορήγηση από την κυβέρνηση για να εφοδιάσει τους παλιννοστούντες με τρόφιμα, πέραν του παρεχόμενου σιταριού και της ζάχαρης.[14] Όμως, η όποια επιστροφή στην ύπαιθρο ήταν μάλλον πρόσκαιρη, καθώς τα παρεχόμενα μέσα προς διαβίωση ήταν πενιχρά, ενώ και ο ίδιος ο Εθνικός Στρατός, παρόλο που κατείχε σημαντικές θέσεις στην ύπαιθρο, προχωρούσε στην εκκένωση των χωριών και δεν ευνοούσε μια διαδικασία επανεγκατάστασης. Επιπλέον, η έκκληση της τοπικής διοίκησης προς τους πρόσφυγες στις αρχές Ιουνίου του 1947 για επιστροφή στις εστίες τους αποτέλεσε μια έμμεση ένδειξη αποτυχίας της προσπάθειας επαναπροώθησής τους.[15] Η δυσαρέσκεια για τη διόγκωση του αριθμού των προσφύγων στην επικράτεια και η συνεπακόλουθη ανησυχία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αυτή γεννούσε, εκφράστηκε στα τέλη Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς από τον επικεφαλής της American Mission for Aid to Greece (AMAG), Dwight Griswold, προς τον πρωθυπουργό, Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ο Griswold πίεσε τον Σοφούλη προκειμένου να τερματιστεί η εκκένωση της υπαίθρου από τον Εθνικό Στρατό και να ξεκινήσει η επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους.[16] Λίγες ημέρες αργότερα, ίσως ως επακόλουθο της αμερικανικής πίεσης, το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) ενημέρωσε τους διοικητές των σωμάτων του Εθνικού Στρατού ότι οι δυνάμεις του όφειλαν να παύσουν την εκκένωση της υπαίθρου από τον πληθυσμό της και να ξεκινήσουν την επαναπροώθηση των προσφύγων στα χωριά τους, καθώς η υπερσυσσώρευση των τελευταίων στις πόλεις είχε δημιουργήσει οικονομικές ανάγκες στις οποίες το κράτος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί.[17]

Όμως, οι πρόσφυγες που συγκεντρώθηκαν στα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα άρχισαν να οργανώνονται στοιχειωδώς, θεωρώντας ότι η παραμονή τους εκεί δε θα ήταν προσωρινή, δημιουργώντας πολιτικούς συλλόγους και αναδεικνύοντας τους εκπροσώπους τους, προκειμένου να πιέσουν την τοπική και κεντρική διοίκηση για την οικονομική και υλική τους ενίσχυση.[18] Οι αμεσότερες ανάγκες τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο τοπικός και κεντρικός διοικητικός μηχανισμός ήταν αυτές της στέγασης και της περίθαλψης. Το κράτος προχώρησε στην κατασκευή ξύλινων παραπηγμάτων, επισκεύασε κάποιες εν μέρει κατεστραμμένες οικίες από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επίταξε άδειους χώρους και διέθεσε και σκηνές για τη στέγαση των προσφύγων.[19] Στον τομέα της ιατρικής περίθαλψης δραστηριοποιούνταν κυρίως τα κινητά ιατρεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, τα οποία περιόδευαν κατά διαστήματα στην ύπαιθρο, ενώ στην Καλαμπάκα υπήρχε μόνιμο ιατρείο.[20] Ωστόσο, οι συνθήκες υγιεινής στους προσφυγικούς καταυλισμούς ήταν εξαιρετικά άσχημες και είχαν εμφανιστεί κρούσματα τύφου και ψωρίασης,[21] ενώ εκφράζονταν δημόσια φόβοι για την ανάπτυξη επιδημιών.[22] Ακόμη, οι τοπικές υπηρεσίες πρόνοιας διένεμαν κάθε μήνα σιτάρι και ζάχαρη στους πρόσφυγες, αλλά και κάποια χρηματική ενίσχυση, η οποία από το 1948 τέθηκε σε περιορισμούς και πλέον αποδιδόταν μόνο μέσω της εργασίας τους στο πρόγραμμα «Πρόνοια δια της Εργασίας» για την υλοποίηση δημόσιων έργων.[23] Οι αρνούμενοι να εργασθούν απειλούνταν με διαγραφή των οικογενειών τους από τους καταλόγους των προσφύγων,[24] ίσως σε μια προσπάθεια του κράτους να μειώσει τεχνηέντως τους πρόσφυγες που χρειάζονταν οικονομική ενίσχυση και άρα το σύνολο των δαπανών.[25]

Το ζήτημα της περίθαλψης των προσφύγων αποτέλεσε προνομιακό πεδίο για την άσκηση πολιτικού ελέγχου έναντί τους. Στις αρχές του 1948 υπήρχαν καταγγελίες στην εφημερίδα Θάρρος για τη συμμετοχή ανθρώπων βάσει κομματικών κριτηρίων στις επιτροπές διανομών των τροφίμων, ενώ και η πρόσβαση των προσφύγων στην κρατική βοήθεια περιοριζόταν ανάλογα με την κομματική τους προτίμηση, όπως παραδέχονταν βουλευτές του νομού.[26] Επίσης, ο νομάρχης Τρικάλων μπορούσε να ανακατευθύνει μέρος της παρεχόμενης βοήθειας προς τους πρόσφυγες στις τοπικές Μονάδες Αποσπασμάτων Δίωξης (ΜΑΔ), εξαιτίας της περικοπής των πιστώσεων στις τελευταίες από τα τέλη του 1947.[27]

Ακόμη, το ζήτημα των προσφύγων προσφερόταν για την αύξηση της πολιτικής επιρροής των κομμάτων ανάμεσά τους, μέσω της έκφρασης έντονου ενδιαφέροντος για τα προβλήματά τους και την πίεση των ιθυνόντων προς επίλυσή τους[28] ή ακόμη για την προσωπική προβολή των βουλευτών μέσω της παροχής οικονομικών βοηθημάτων, όπως στην περίπτωση του Αλέξανδρου Βαμβέτσου,[29] υπαρχηγού του Εθνικού Κόμματος Ελλάδος (ΕΚΕ) και βουλευτή Τρικάλων.[30] Από την άλλη πλευρά, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) στα τέλη του 1947 ασκούσε κάποια επιρροή μεταξύ των ανέργων και των αγροτών προσφύγων των Τρικάλων, ώστε να είναι σε θέση να τους οργανώνει και να τους κινητοποιεί προκειμένου να διεκδικούν λύσεις στα προβλήματά τους.[31] Άλλωστε, ο Βαμβέτσος, αναγνώριζε ότι οι εσωτερικοί πρόσφυγες αποτελούσαν μία κρίσιμη μάζα πληθυσμού στην οποία μπορούσε να έχει εύκολη πρόσβαση το ΚΚΕ εξαιτίας των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους.[32]

Επιπλέον, η οικονομική εκμετάλλευση των ίδιων των προσφύγων, αλλά και η κατάχρηση των επιδομάτων τους από τρίτα πρόσωπα αποτέλεσαν μια συμπληρωματική πτυχή της συνολικής εικόνας. Ειδικότερα, πρόεδροι διάφορων κοινοτήτων, ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Πύλης, απαιτούσαν από τους πρόσφυγες χρήματα για την έκδοση διάφορων πιστοποιητικών,[33] πιθανότατα για τον χαρακτηρισμό τους ως «ανταρτόπληκτοι» από τις υπηρεσίες του κράτους, ενώ ο Βαμβέτσος είχε καταγγείλει στη βουλή την πρακτική της οικειοποίησης των επιδομάτων των προσφύγων από τους υπαλλήλους των κέντρων κοινωνικής πρόνοιας.[34] Άλλωστε, η τοπική διοίκηση αναγνώριζε ότι το σύστημα διανομής των βοηθημάτων ήταν ελαττωματικό και ήταν δύσκολο να ελεγχθεί, γι’ αυτόν τον λόγο είχε προχωρήσει σε κάποιες αυτόβουλες τροποποιήσεις του.[35]

Η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού εσωτερικών προσφύγων στα θεσσαλικά αστικά κέντρα αποκρυστάλλωσε το κοινωνικό και ταξικό χάσμα μεταξύ των κατοίκων της υπαίθρου και της αστικής κοινωνίας. Οι πρόσφυγες, ως επί το πλείστον γεωργοί και κτηνοτρόφοι, διαβιώντας στα αστικά κέντρα ήρθαν σε επαφή με τις οικονομικά ανώτερες τάξεις και σύγκριναν τη δική τους ένδεια με την οικονομικά εξασφαλισμένη διαβίωση των πλουσίων και την παράλληλη αδυναμία ή και απροθυμία της κεντρικής διοίκησης να επιλύσει τα επείγοντα προβλήματά τους. Αυτή η σύγκριση δημιούργησε στους πρόσφυγες αισθήματα αγανάκτησης και μίσους έναντι του ανίκανου κράτους και των ανώτερων οικονομικά τάξεων, τα οποία όμως δεν μορφοποιήθηκαν πολιτικά, εξαιτίας της ισχύος του κράτους και της δικής τους δεινής κατάστασης. Η παραπάνω εκτίμηση του Αντωνίου Σιτρά, πρώην δημάρχου Λάρισας, όπως την διατύπωσε στις αρχές του 1949 σε επιστολή προς τον Πλαστήρα, επεκτεινόταν και στους γηγενείς κατοίκους των αστικών κέντρων, οι οποίοι δε διέθεταν ιδιαίτερα μέσα οικονομικής επιβίωσης και έδειχναν να μοιράζονται την ίδια οπτική με τους πρόσφυγες σχετικά με την ανικανότητα του κράτους και την αδιαφορία των ανώτερων οικονομικά τάξεων για την κατάσταση που είχε δημιουργήσει ο εμφύλιος πόλεμος.[36]

Ο ταξικός διαχωρισμός μεταξύ των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων και των ανώτερων των αστικών κέντρων της Θεσσαλίας αποτέλεσε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο εξαιτίας της απάθειας ή της απροθυμίας των δεύτερων να συνδράμουν ενεργά τον Εθνικό Στρατό και τα ΜΑΥ-ΜΑΔ. Τον Απρίλιο του 1947 από τις στήλες της εφημερίδας Αναγέννησις, με αφορμή την επίσκεψη του υπουργού Αεροπορίας, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, στα Τρίκαλα, καταγγέλθηκε ακριβώς αυτή η στάση από τους πρόσφυγες και τον νομάρχη Τρικάλων· μια τάση που ανιχνευόταν τόσο στην Καρδίτσα όσο και στη Λάρισα.[37] Την ίδια κατάσταση σημείωνε ένα μήνα αργότερα και ο υπουργός Στρατιωτικών, Γεώργιος Στράτος, αλλά αυτή τη φορά για την αδιαφορία της αστικής τάξης να μεταβεί στην ύπαιθρο και να παράσχει ιδεολογική «διαφώτιση» στους κατοίκους των πρώην ανταρτοκρατούμενων περιοχών.[38] Επίσης, αυτή η απάθεια των ανώτερων οικονομικά τάξεων είχε φτάσει σε σημείο να ενοχλεί παράγοντες της κυβέρνησης Σοφούλη, όπως τον υφυπουργό Στρατιωτικών, Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, ο οποίος πρότεινε στα τέλη του 1948 τη δήμευση των περιουσιών όσων Τρικαλινών δε συμμετείχαν οικονομικά στη σύσταση ένοπλων ταγμάτων για την προστασία της πόλης.[39]

Η εκκένωση μεγάλων τμημάτων της υπαίθρου από τον Εθνικό Στρατό είχε θέσει εκτός παραγωγής ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων με σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, οι οποίες είχαν αρχίσει να θορυβούν τόσο την ηγεσία του Εθνικού Στρατού από τέλη του 1947[40] όσο και την ηγεσία του τοπικού διοικητικού μηχανισμού λίγους μήνες αργότερα.[41] Ο Μαντηλάς, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ενημέρωνε το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕ πως η συνολική γεωργική παραγωγή της Θεσσαλίας και ιδιαίτερα αυτή των δημητριακών αναμενόταν μειωμένη κατά 60% σε σχέση με το 1946.[42] Επίσης, η παραγωγή του επόμενου έτους θα διαμορφωνόταν λίγο κάτω από τα ήδη μειωμένα επίπεδα του 1947, καθώς οι πλημμύρες στα τέλη Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς είχαν προξενήσει κάποιες καταστροφές, ενώ ένα μεγάλο μέρος της ορεινής υπαίθρου είχε μείνει ακαλλιέργητο εξαιτίας της μετακίνησης των ορεινών πληθυσμών.[43] Ακόμη και αν η συγκομιδή της παραγωγής είχε ξεκινήσει ομαλά τον Ιούνιο του 1948,[44] δε συνέβαινε το ίδιο λίγους μήνες αργότερα μετά τις επιθέσεις του ΔΣΕ στον νομό, όταν η έλλειψη ασφάλειας στην ύπαιθρο είχε σχεδόν πανικοβάλει τους τοπικούς πολιτικούς ιθύνοντες.[45] Το ενδεχόμενο να μείνουν ακαλλιέργητες μεγάλες εκτάσεις εξαιτίας του φόβου των αγροτών να μεταβούν στην ύπαιθρο αποτελούσε πραγματικό ενδεχόμενο στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1948, για την αποφυγή του οποίου πίεζε τόσο ο τοπικός Τύπος όσο και ο βουλευτής Τρικάλων με το Κόμμα Φιλελευθέρων, Αριστοτέλης Αντωνίου, με παρεμβάσεις του στο κοινοβούλιο.[46] Ωστόσο, στην κυβέρνηση είχε διαμορφωθεί η βεβαιότητα πως ήταν αδύνατο να εξασφαλισθούν ικανοποιητικές συνθήκες ασφάλειας στην ύπαιθρο, προκειμένου αυτή να καλλιεργηθεί από τους αγρότες και έτσι θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο πως η συνολική γεωργική παραγωγή της χώρας για το 1949 θα ήταν μειωμένη.[47]

Η κατάσταση ήταν εξίσου άσχημη και στον τομέα της κτηνοτροφίας, όπου σημειωνόταν το φαινόμενο της πώλησης ζώων που είχαν δοθεί από την UNRRA στους παραγωγούς, εξαιτίας της οικονομικής τους ένδειας,[48] ενώ και οι δυνατότητες εκτροφής πολλών ζώων εντός της πόλης των Τρικάλων από τους εσωτερικούς πρόσφυγες αποτελούσε προβληματικό φαινόμενο.[49] Ως μόνη λύση για τη μερική αποκατάσταση της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής εντός του 1949 προβαλλόταν η σταδιακή επαναπροώθηση των προσφύγων στην πεδινή και ορεινή ύπαιθρο. Ωστόσο, όσο οι πολεμικές συγκρούσεις μαίνονταν οποιαδήποτε επιστροφή σε μόνιμες κατοικίες της υπαίθρου μπορούσε να νοηθεί μόνο με την παροχή οπλισμού για την εξασφάλιση των πολιτών έναντι πιθανής επίθεσης ή παρουσίας των ανταρτών.[50] Αυτή ήταν και η πρόταση που απηύθυνε ομάδα κατοίκων της περιφέρειας Καλαμπάκας προς τον Αρχιστράτηγο Παπάγο στα τέλη Απριλίου του 1949.[51]

Η πεδινή και ορεινή ύπαιθρος των Τρικάλων υπήρξε ιδιαίτερα επιβαρυμένη ήδη από τις πολεμικές συγκρούσεις των ετών της Κατοχής και ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων καταγραφόταν ως άστεγος και άπορος το καλοκαίρι του 1944.[52] Πιο συγκεκριμένα, το ήμισυ των οικιών (50,3%) στο σύνολο των νομών Τρικάλων και Καρδίτσας είχε καταστραφεί εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου,[53] ενώ στην ύπαιθρο των δύο νομών το 42% των οικιών είχε καταστραφεί ολοσχερώς και το 2,3% μερικώς.[54] Η διαδικασία κατασκευής προσωρινών καταλυμάτων και επισκευής κάποιων κατεστραμμένων οικιών τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην πόλη των Τρικάλων κινήθηκε με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης του κράτους. Έτσι, τα προσωρινά καταλύματα αν δεν κατέρρεαν, τότε προσομοίαζαν σε «στάβλους».[55] Πάνω σ’ αυτή τη θρυμματισμένη υλική και έμψυχη βάση προστέθηκαν οι καταστροφές από τις πολεμικές επιχειρήσεις του Εμφυλίου Πολέμου και η εγκατάλειψη για μακρά διαστήματα οικιών και παραγωγικών εκτάσεων της υπαίθρου. Συνεπώς, η ευκταία επιστροφή των εσωτερικών προσφύγων στους τόπους μόνιμης κατοικίας τους αποτέλεσε πραγματική πρόκληση για τον κρατικό μηχανισμό.

Ο επαναπατρισμός τους ξεκίνησε σταδιακά από τον Αύγουστο του 1949 και επικεντρώθηκε στους πρόσφυγες Α΄ κατηγορίας[56] που ήταν εγγεγραμμένοι στις υπηρεσίες της Κοινωνικής Πρόνοιας. Οι πρώτοι παλιννοστούντες πρόσφυγες επέστρεψαν σε χωριά της επαρχίας Καλαμπάκας και σε χωριά του όρους Κόζιακα, που είχαν εκκενωθεί με εντολή του Εθνικού Στρατού, λαμβάνοντας εφάπαξ επίδομα δύο μηνών και οικοδομικά υλικά για την επιδιόρθωση των οικιών τους. Όμως, τα υλικά και οικονομικά μέσα που παρείχε το κράτος ήταν πρόχειρα και πενιχρά, ενώ βασικό πρόβλημα φαίνεται πως ήταν η παροχή παραγωγικών ζώων που θα εξασφάλιζαν τη διαβίωση τους.[57] Ως προς το τελευταίο, η κεντρική διοίκηση, πέρα από την αναμενόμενη αμερικανική βοήθεια ημιόνων, προσανατολίστηκε στη χορήγηση δανείων για την αγορά κτηνών από τους πρόσφυγες. Ωστόσο, η λήψη του δανείου απέκλειε τους πρόσφυγες από την προαναφερθείσα αμερικανική βοήθεια.[58]

Ήταν άλλωστε σαφές από την πλευρά του κρατικού μηχανισμού ότι οι διαθέσιμοι πόροι που κατευθύνονταν στην αποκατάσταση των προσφύγων δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των υλικών τους απωλειών και έτσι ο κίνδυνος να οδηγηθούν σε πλήρη φτώχεια ήταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός. Επομένως, ο στόχος της παρεχόμενης βοήθειας ήταν να διατηρηθούν οι πρόσφυγες υγιείς και στη συνέχεια οι ίδιοι μέσα από την προσωπική τους εργασία να έρθουν σε θέση να κατακτήσουν τα υλικά μέσα προς διαβίωση.[59]

Για τη συγκέντρωση των αναγκαίων οικονομικών πόρων σημειώθηκε κάποια κινητικότητα μετά από σχετική έκκληση του Βασιλιά Παύλου Α΄ προς τους πολίτες στα μέσα Σεπτεμβρίου 1949.[60] Ωστόσο αυτή η διαδικασία, πέρα από τις όποιες δημόσιες προσφορές χρημάτων από τοπικές επαγγελματικές ομάδες ή συλλόγους, επανάφερε στον δημόσιο διάλογο το ταξικό χάσμα της τοπικής κοινωνίας. Η εύπορη οικονομικά τάξη των Τρικάλων στηλιτευόταν για την απουσία της από τη συγκέντρωση οικονομικών πόρων για τους εσωτερικούς πρόσφυγες. Μάλιστα, γινόταν ευθεία σύνδεση της ευημερίας και ευμάρειας της πρώτης με τη συμμετοχή των δεύτερων στις τάξεις του Εθνικού Στρατού, σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί το κοινωνικό χρέος των εύπορων Τρικαλινών προς τους πρόσφυγες του Εμφυλίου Πολέμου.[61] Στην προσπάθεια να πεισθούν τόσο οι εύποροι των Τρικάλων όσο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα για την αναγκαιότητα του σκοπού επιστρατεύτηκε και ο εκκλησιαστικός παράγοντας με τη συμμετοχή ιερέων σε δημόσιες ομιλίες υπέρ της ενίσχυσης των προσφύγων.[62]

Όσον αφορά τον στεγαστικό τομέα, οι τοπικές υπηρεσίες του υπουργείου Ανοικοδόμησης ομολογούσαν πως δε διέθεταν τα μέσα για να προχωρήσουν στη συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος της στέγασης των προσφύγων που επέστρεφαν στα χωριά τους. Τα μεταφορικά μέσα που θα μετέφεραν τις πρώτες ύλες τόσο στον νομό όσο και στα χωριά ήταν ανύπαρκτα, ενώ και το ορεινό οδικό δίκτυο ήταν κατεστραμμένο σε σημαντικό βαθμό.[63] Από τη μεριά της η κεντρική διοίκηση παραδεχόταν πως δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας την οριστική επίλυση της στέγασης των παλιννοστούντων προσφύγων, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής δαπάνης που απαιτούνταν και δευτερευόντως της έκτασης της καταστροφής των κτισμάτων της υπαίθρου. Η κατεύθυνση που υιοθετήθηκε ήταν προς την παροχή μιας υποτυπώδους στέγασης σε στέγαστρα της Αγροτικής Τράπεζας ή σε διασωθείσες οικίες ή ακόμη και η συστέγαση οικογενειών σε μεγάλα οικήματα που θα επισκευάζονταν άμεσα προκειμένου να παρέλθει ο χειμώνας.[64]

Εντός αυτής της διαμορφούμενης κατάστασης διατυπωνόταν ρητά στον τοπικό Τύπο ότι ο κρατικός μηχανισμός θα συνέχιζε να στεγάζει και να περιθάλπει στα κέντρα ασφαλείας Τρικάλων, Καλαμπάκας και Πύλης, τουλάχιστον για τη χειμερινή περίοδο 1949-1950, χιλιάδες εσωτερικούς πρόσφυγες, των οποίων οι ανάγκες συνέχιζαν να είναι πιεστικές.[65] Ένας απροσδιόριστος αριθμός προσφύγων διαβιούσε σε σκηνές, πολλά από τα κατοικούμενα παραπήγματα ήταν διάτρητα και ήταν επιτακτική η επισκευή τους, ενώ η ευρύτερη υγειονομική κατάσταση των προσφυγικών συνοικισμών ήταν τουλάχιστον προβληματική, εξαιτίας της απουσίας στοιχειωδών έργων υποδομής. Επίσης, λόγω των καθυστερήσεων στη διανομή των οικονομικών βοηθημάτων και αγαθών, η οποία κυμαινόταν μεταξύ δύο και ενός μηνός, η οικονομική τους κατάσταση ήταν εξαιρετικά επισφαλής και όπως σημείωνε η εφημερίδα Αναγέννησις: « Φυτοζωούν και με δυσκολία αντιμετωπίζουν την ανάγκη της ζωής».[66]

Βέβαια, εκτός από τους προφανείς λόγους που επέβαλλαν την οικονομική ενίσχυση των προσφύγων υπήρχε και ένας ευρύτερος πολιτικός. Η διατήρηση της οικονομικής ένδειας μετέτρεπε τους πρόσφυγες σε εύκολο στόχο των κομμουνιστών και επομένως σ’ ένα παράγοντα που θα μπορούσε να ενισχύσει πολιτικά το ΚΚΕ τη στιγμή που είχε υποστεί στρατηγική ήττα.[67]

Οι άξονες που τέθηκαν εξαρχής για τη διερεύνηση του ζητήματος των μετακινούμενων πληθυσμών στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου συμπυκνώνουν μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα. Η σταδιακή εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους κατοίκους της ξεκινά από το β΄ μισό του 1946, χωρίς να ακολουθεί κάποιο κεντρικό σχεδιασμό, υλοποιούμενη περισσότερο ή λιγότερο αυτόβουλα. Η έναρξη όμως των ευρείας κλίμακας στρατιωτικών επιχειρήσεων την άνοιξη του 1947 μετέβαλε τον τρόπο εκκένωσης της υπαίθρου, ο οποίος πλέον διενεργούταν με πρωτοβουλία και ευθύνη του Εθνικού Στρατού και είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα. Η πλειονότητα των εσωτερικών προσφύγων, των οποίων η γεωγραφική προέλευση ποίκιλλε, συγκεντρώθηκε στην πόλη των Τρικάλων, την Καλαμπάκα και την Πύλη.

Η συσσώρευση χιλιάδων εσωτερικών προσφύγων στα αστικά κέντρα δημιούργησε μια αλυσίδα προβλημάτων με τοπικές και εθνικές διαστάσεις. Αρχικά, η στέγαση, η περίθαλψη και η διαβίωση τους απαίτησε υλικούς και οικονομικούς πόρους, τους οποίους η κεντρική διοίκηση αδυνατούσε να εξασφαλίσει για να ανταποκριθεί στην ολότητα του φαινομένου. Επιπλέον, η απουσία γεωργικών και κτηνοτροφικών πληθυσμών από τους τόπους παραγωγής της υπαίθρου οδήγησε στη συνεπακόλουθη μείωση της αγροτικής παραγωγής του νομού και ευρύτερα της Θεσσαλίας.

Με τη σειρά τους, η μειωμένη παραγωγή και οι δαπάνες συντήρησης των προσφύγων στις πόλεις έκαναν επιτακτικότερη την ανάγκη επιστροφής στις εστίες τους και τον κρατικό μηχανισμό πιεστικότερο προς αυτήν την κατεύθυνση. Όμως, αυτή η ανάγκη σε συνδυασμό με τις εξελισσόμενες συγκρούσεις του Εθνικού Στρατού με τον ΔΣΕ μετέβαλε τον χαρακτήρα, τουλάχιστον ενός μέρους, της τοπικής κοινωνίας. Η καλλιέργεια εκτάσεων, η διατροφή των ζώων και η διαμονή στην ύπαιθρο προϋπέθετε τη μόνιμη παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων και τη σύσταση πολιτοφυλακών με τον εξοπλισμό των ντόπιων κατοίκων, οδηγώντας σε μια στρατοκρατούμενη κοινωνία.

Συμπληρωματικά, η αναγκαστική συνύπαρξη πληθυσμών της υπαίθρου και γηγενών των πόλεων δημιούργησε νέα δεδομένα σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Ως προς το πρώτο, οι εσωτερικοί πρόσφυγες αποτέλεσαν μια κρίσιμη μάζα, η οποία επιχειρήθηκε να ελεγχθεί πολιτικά από τα στελέχη των κομμάτων με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους. Ως προς το δεύτερο, έγινε ορατό το κοινωνικό και ταξικό χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων. Οι εσωτερικοί πρόσφυγες, στην πλειοψηφία τους εξαθλιωμένοι, διαπίστωσαν ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν επηρέαζε με τον ίδιο τρόπο όλους τους πολίτες, καθώς αντιπαρέβαλλαν στη δική τους κατάσταση τον αναχωρητισμό της εύπορης τάξης των Τρικαλινών.

Ο τερματισμός των κύριων στρατιωτικών επιχειρήσεων του Εμφυλίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1949 σήμανε την έναρξη της παλιννόστησης των εσωτερικών προσφύγων. Μια επίπονη διαδικασία τόσο για τους ίδιους όσο και για τον κρατικό μηχανισμό, η οποία μόνο εν μέρει άρχισε να υλοποιείται τους τελευταίους μήνες του έτους.

  1. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (έκδ.), Νομός Τρικάλων [Χάρτης], Αθήνα 1972.
  2. Αναγέννησις, 8 Μαΐου 1946.
  3. Flora Tsilaga, “The UNRRA Mission to Greece: The Politics of International Relief, October 1944-June 1947”, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Department of Byzantine and Modem Greek Studies, University of London, Λονδίνο 2007, σ. 184.
  4. Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής (εφεξής ΙΚΚ), Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, Φάκ. 21/1/72: Ημερήσιος Κήρυξ, «Η χθεσινή σύσκεψις των νομαρχών εις την πόλιν μας», 20 Φεβρουαρίου 1947.
  5. Για τα σχέδια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Εθνικού Στρατού στον νομό Τρικάλων την περίοδο Απριλίου-Μαΐου 1947, βλ. Αντιστράτηγος Δ. Γιατζής προς Β’ και Γ’ Σ.Σ., «Γενικόν σχέδιον Στρατιάς δια την διεξαγωγήν των επιχειρήσεων TERMINUS», αρ. εγγρ. 73, Βόλος, 9 Μαρτίου 1947, Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (εφεξής ΓΕΣ/ΔΙΣ), Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου (1944-1949), τόμ. 3, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1998, σσ. 442, 445· Αντιστράτηγος Κ. Βεντήρης προς διοικητές Α΄, Β΄ Σ.Σ. και VIII Μεραρχίας, «Επιχείρησις Αετός», αρ. εγγρ. 1, Αθήνα, 23 Μαρτίου 1947, ΓΕΣ/ΔΙΣ, ό.π., τόμ. 4, σσ. 37-38.
  6. Δημήτριος Γ. Ζαφειρόπουλος, Ο αντισυμμοριακός αγών, 1945-1949, Τυπογραφείο Α. Μαυρίδη, Αθήνα 1956, σ. 661.
  7. Χρήστος Βραχνιάρης, Πορεία μέσα στη νύχτα: Η Θεσσαλία στις φλόγες του εμφυλίου, Εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 1990, σσ. 241, 246· (πατήρ) Μιχαήλ Κοσβύρας, Από το βουνό στον άμβωνα: Ο μετασχηματισμός μιας ορεινής κοινότητας, επιμ. Γαβρίλης Λαμπάτος και Αγαθοκλής Αζέλης, Εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2009, σ. 133.
  8. Θάρρος, 21 Οκτωβρίου 1947.
  9. Θάρρος, 24 Οκτωβρίου 1947.
  10. Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (εφεξής ΑΣΚΙ), Αρχείο ΚΚΕ, αρ. κυτίου 418, Φ=24/2/57: Μαντηλάς προς το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕ, 15 Σεπτεμβρίου 1947.
  11. Θάρρος, 12 Μαρτίου 1948· Αναγέννησις, 18 Μαΐου 1948.
  12. Ταξίαρχος Α. Μπαλοδήμος προς ΓΕΣ, «Έκθεση πεπραγμένων επιχείρησης ΛΑΙΛΑΨ», αρ. εγγρ. 17, Βόλος, 3 Σεπτεμβρίου 1947, ΓΕΣ/ΔΙΣ, ό.π., τόμ. 6, σσ. 134-153· «Προσωπικές οδηγίες του αντιστρατήγου Δ. Γιατζή προς τους διοικητές του Α’ Σ.Σ. και 81 περιοχής για τις επιχειρήσεις Πελοποννήσου», αρ. εγγρ. 91, Αθήνα, 19 Δεκεμβρίου 1947, ΓΕΣ/ΔΙΣ, ό.π., σσ. 470-473· Αντιστράτηγος Δ. Γιατζής προς Β’ Σ.Σ. και Α.Δ.Α., «Σχέδιο Επιχειρήσεων ΚΟΡΩΝΙΣ», αρ. εγγρ. 45, Αθήνα, 10 Ιουνίου 1948, ΓΕΣ/ΔΙΣ, ό.π., τόμ. 8, σσ. 250-258.
  13. Αναγέννησις, 29 Απριλίου, 1 και 16 Μαΐου 1947.
  14. Αναγέννησις, 1 Μαΐου 1947.
  15. Αναγέννησις, 1 Ιουνίου 1947.
  16. Αγγελική Λαΐου, «Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου», Lars Baerentzen, Γιάννης Ο. Ιατρίδης και Ole L. Smith (επιμ.), Μελέτες για τον Εμφύλιο πόλεμο, 1945-1949, μτφρ. Αριστέα Παρίση, Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1992, σσ. 78-79.
  17. ΙΚΚ, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, Φάκ. 26/7/17: Αντιστράτηγος Δ. Γιατζής προς 1η Στρατιά, Α΄-Β΄-Γ΄ Σ.Σ., «Περιορισμός εκκενώσεως χωρίων», αριθ. 7203, Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 1947.
  18. Αναγέννησις, 29 Απριλίου και 16 Μαΐου 1947· Θάρρος, 7 Νοεμβρίου 1947.
  19. Θάρρος, 9 και 22 Νοεμβρίου 1947· Αναγέννησις, 28 Σεπτεμβρίου 1948.
  20. Θάρρος, 24 Οκτωβρίου και 9 Νοεμβρίου 1947.
  21. Αναγέννησις, 12 Φεβρουαρίου 1948.
  22. Θάρρος, 26 Οκτωβρίου 1947.
  23. Θάρρος, 7 Νοεμβρίου 1947 και 12 Μαρτίου 1948· Αναγέννησις, 3 Αυγούστου 1948.
  24. Αναγέννησις, 18 Σεπτεμβρίου 1948.
  25. Στα μέσα Απριλίου του 1948 το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας υπολόγιζε ότι περιέθαλπε το 79,4% του συνολικού πληθυσμού του νομού Τρικάλων. Βλ. Εμπρός, 15 Απριλίου 1948.
  26. Θάρρος, 11 Μαρτίου και 6 Νοεμβρίου 1948· Αναγέννησις, 26 Σεπτεμβρίου 1948.
  27. Δημήτριος Αθ. Πλούμης, Η ελληνική τραγωδία, 1946-1949: Ένας τιτάνειος αγώνας για την ανεξαρτησία και τη διάσωσι της ελληνικής φυλής, χ.έ., Αθήνα 1973, σσ. 119-120.
  28. Αναγέννησις, 4 Απριλίου 1947, 27 Αυγούστου, 10 και 26 Σεπτεμβρίου 1948.
  29. Η χρηματική δωρεά του Βαμβέτσου είχε αποδέκτη τον μητροπολίτη Τρικάλων, ο οποίος με τη σειρά του τη διέθεσε «[…] εις τους μάλλον υποφέροντας ανταρτοπλήκτους […]». Τα κριτήρια επιλογής των προσφύγων δεν προσδιορίζονται, παρά μόνο γίνεται γνωστό ότι ο βουλευτής ενημερώθηκε για τα πρόσωπα που έλαβαν τα χρήματα. Βλ. Αναγέννησις, 9 Μαΐου 1948.
  30. Αλέξανδρος Β. Βαμβέτσος, Εισηγήσεις προς την Δ’ Αναθεωρητικήν Βουλήν του βουλευτού Τρικάλων Αλέξανδρου Β. Βαμβέτσου (1946-1950), Εκδόσεις Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1961, σ. 9.
  31. ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, Αρ. Κυτίου 418, Φ=24/2/66: Κ. Γκριτζώνας προς υποστράτηγο Β. Μπαρτζιώτα, 5 Φεβρουαρίου 1948.
  32. Αναγέννησις, 27 Μαΐου 1948.
  33. Αναγέννησις, 25 Μαΐου 1948.
  34. Βασιλική Λάζου, «Οι “εσωτερικοί πρόσφυγες” του εμφυλίου πολέμου. Ζητήματα χαρακτηρισμού και πρόνοιας», Πολυμέρης Βόγλης, Φλώρα Τσίλαγα, Ιάσονας Χανδρινός και Μενέλαος Χαραλαμπίδης (επιμ.), Η εποχή των ρήξεων: Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2012, σσ. 134-135.
  35. Γενικά Αρχεία του Κράτους (εφεξής ΓΑΚ), Κεντρική Υπηρεσία (εφεξής ΚΥ), Αρχείο Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ΑΒΕ 966, Φάκ. 41α: Νομάρχης Τρικάλων (Κ. Τσάκας) προς Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, αριθ. 144, Τρίκαλα, 7 Φεβρουαρίου 1948.
  36. Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, Αρχείο Νικολάου Πλαστήρα [αρ. εισ. 372], Φάκ. 12: Έκθεση Αντωνίου Σιτρά προς τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, «Περί της εν Θεσσαλία εν γένει, και δή εν τω νομώ Λαρίσης, καταστάσεως», Λάρισα, 6 Φεβρουαρίου 1949.
  37. Αναγέννησις, 29 Απριλίου 1947.
  38. Αναγέννησις, 23 Μαΐου 1947.
  39. Εμπρός, 15 Δεκεμβρίου 1948.
  40. ΙΚΚ, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, Φάκ. 26/7/17: Αντιστράτηγος Δ. Γιατζής προς 1η Στρατιά, Α΄-Β΄-Γ΄ Σ.Σ., «Περιορισμός εκκενώσεως χωρίων», αριθ. 7203, Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 1947.
  41. ΓΑΚ-ΚΥ, Αρχείο Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ΑΒΕ 966, Φάκ. 41α: Νομάρχης Τρικάλων (Κ. Τσάκας) προς Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, αριθ. 144, Τρίκαλα, 7 Φεβρουαρίου 1948.
  42. ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, Αρ. Κυτίου 418, Φ=24/2/57: Μαντηλάς προς το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕ, 15 Σεπτεμβρίου 1947.
  43. Θάρρος, 1 Ιανουαρίου 1948.
  44. Εμπρός, 10 Ιουνίου 1948.
  45. Αναγέννησις, 24 Αυγούστου 1948.
  46. Αναγέννησις, 12 Σεπτεμβρίου και 6 Νοεμβρίου 1948.
  47. ΙΚΚ, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, Φάκ. 28/6/41: Τηλεγράφημα Θ. Δεσύλλα προς Κ. Τσαλδάρη, αριθ. 53176, Αθήνα, 11 Οκτωβρίου 1948.
  48. Θάρρος, 17 Αυγούστου και 17 Σεπτεμβρίου 1947.
  49. Μαρούλα Κλιάφα, Τρίκαλα: Από τον Σεϊφουλλάχ ώς τον Τσιτσάνη. Οι μεταμορφώσεις μιας κοινωνίας όπως αποτυπώθηκαν στον τύπο της εποχής, 1941-1960, τόμ. Γ’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2000, σ. 189.
  50. ΙΚΚ, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, Φάκ. 34/1/48: Κ. Καραμανλής προς Θ. Σοφούλη, Αθήνα, 25 Ιανουαρίου 1949.
  51. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αρχείο Δημητρίου Πλούμη, Φάκ. 1.1: Κάτοικοι Περιφέρειας Καλαμπάκας προς αρχιστράτηγο Α. Παπάγο, Καλαμπάκα, 27 Απριλίου 1949.
  52. ΙΚΚ, Αρχείο Κ. Τσαλδάρη, Φάκ. 9/1/44: Greek Government Office of Information, “Towns and villages destroyed by the Axis in Greece” [Χάρτης], Washington D.C. 1944. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση μέσα από πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει από την Ελλάδα υπολόγιζε ότι μέχρι τις 30 Ιουνίου 1944 στη διοικητική περιφέρεια Τρικάλων, δηλαδή στους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας, υπήρχαν άνω των 84 χιλιάδων άπορων-άστεγων ανθρώπων.
  53. Υπουργείον Δημοσίων Έργων (έκδ.), Αι εκ του πολέμου ζημίαι της Ελλάδος, Αθήνα 1945, σ. 27.
  54. Τα αναφερόμενα ποσοστά πρέπει να ιδωθούν περισσότερο ως γενικές καταγραφές που αποτυπώνουν την ευρύτερη εικόνα και όχι τόσο ως απόλυτες. Βλ. Κωνσταντίνος Δοξιάδης, Καταστροφές οικισμών, Υφυπουργείο Ανοικοδομήσεως, Αθήνα 1946, σ. 47.
  55. Αναγέννησις, 17 Μαΐου 1946.
  56. Το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας από τον Ιούνιο του 1948 προχώρησε στην κατάταξη των εσωτερικών προσφύγων σε τρεις κατηγορίες (Α’, Β’ και Γ’), από τις οποίες προέκυπτε άμεσα το είδος της κρατικής βοήθειας και περίθαλψης που δικαιούνταν. Βλ. Λάζου, ό.π., σσ. 119-121.
  57. Θάρρος, 28 Αυγούστου 1949.
  58. Αναγέννησις, 6 Οκτωβρίου 1949.
  59. Αναγέννησις, 14 και 15 Σεπτεμβρίου 1949.
  60. Αναγέννησις, 15 Σεπτεμβρίου 1949.
  61. Αναγέννησις, 17 Σεπτεμβρίου και 15 Οκτωβρίου 1949.
  62. Αναγέννησις, 18 Οκτωβρίου 1949.
  63. Θάρρος, 10 Σεπτεμβρίου 1949.
  64. Θάρρος, 11 και 13 Σεπτεμβρίου 1949.
  65. Στην εφημερίδα Αναγέννησις υπάρχουν γενικές καταγραφές των εσωτερικών προσφύγων κατά χιλιάδες οικογενειών, οι οποίες αντιφάσκουν και μεταξύ τους όσο και με δημοσιευμένες καταστάσεις του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Τρικάλων· βλ. Αναγέννησις, 14, 15 Σεπτεμβρίου και 14 Οκτωβρίου 1949.
  66. Αναγέννησις, 5, 6, 18 και 23 Οκτωβρίου 1949. Το παράθεμα στο φύλλο της 6ης Οκτωβρίου 1949.
  67. Η άποψη ανήκει στον διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Διαφώτισης της I Μεραρχίας του Εθνικού Στρατού· βλ. Αναγέννησις, 8 Οκτωβρίου 1949.