Προσεγγίζοντας την «Εαμοκρατία» στην Αλεξανδρούπολη

Κορτεσία Μουλούδη-Πασαδάκη

 

Απελευθέρωση

Μετά την απελευθέρωση των αστικών κέντρων της γερμανικής κατοχικής ζώνης του Έβρου, τμήματα του ΕΛΑΣ έκαναν «επίσημη» είσοδο στην Αλεξανδρούπολη από τη γέφυρα της Μαΐστρου και πρώτοι μπήκαν έφιπποι οι Αλεξανδρουπολίτες ελασίτες αξιωματικοί Κώστας Δαλαμπίνης και Διαμαντής Παγιώτας (Μίμης) μαζί με τους ηγέτες Αθηνόδωρο και Κρίτωνα, Βούλγαρους παρτιζάνους καθώς και πλήθος προσφύγων κατοίκων της πόλης.[1]

Εικ. 1: 10 Σεπτεμβρίου 1944. Είσοδος ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και Βούλγαρων παρτιζάνων στην Αλεξανδρούπολη μετά την απελευθέρωση. Πηγή: Πέτρος Αλεπάκος, «Η αυτοδιοίκηση ΕΑΜ στην Αλεξανδρούπολη (Σεπτέμβρης 1944-Μάρτης 1945)».

Στις 10 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε στην πόλη συνάντηση αξιωματικών του σοβιετικού κόκκινου στρατού με Βρετανούς στρατιωτικούς και οργανώθηκαν εορταστικές εκδηλώσεις σε κεντρικό κτίριο στο οποίο είχαν την εμπορική τους επιχείρηση οι αδερφοί Σπαθόπουλοι.[2]

Τμήμα του Ι/81 τάγματος ΕΛΑΣ ήρθε στην Αλεξανδρούπολη για την τήρηση της τάξης και με φυλάκια ελέγχου επιχείρησε να εμποδίσει τη φυγάδευση ελληνικών αγαθών στη Βουλγαρία, ενώ η μυστική αμερικάνικη αποστολή (OSS) εγκατέστησε στην πόλη τη βάση δράσης της για μικρό χρονικό διάστημα παρά τη δυσαρέσκεια των ανταρτών και Ρώσοι στρατιώτες σε άδεια εμφανίστηκαν στην περιοχή. [3]

«Στην Αλεξανδρούπολη τώρα, οι Βούλγαροι στρατιώτες κυκλοφορούνε άοπλοι μέσα στην πόλη […] με κόκκινη μαντήλα στον λαιμό. Συναντιόνται με τους αντάρτες […] και χαιρετιούνται κομμουνιστικά υψώνοντας το αριστερό μπράτσο σε γροθιά», θυμάται έντονα ο Ζαφείρης Αλεξιάδης.[4]

Φρούραρχος και πολιτικός διοικητής Αλεξανδρούπολης διορίστηκε ο Θεόδωρος Μήτας ή Μητούδης (Μοράβας) από την Ορεστιάδα, καπετάνιος του Ι/81 τάγματος ΕΛΑΣ και από τα πρώτα προβλήματα τα οποία κλήθηκε να λύσει ήταν τι επρόκειτο να αποφασιστεί για τη μονάδα κονσερβοποιίας ψαριών την οποία δημιούργησε η βουλγαρική διοίκηση απέναντι από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Από τον απεσταλμένο του κόμματος Νίκο Κανακαρίδη (Λάμπρο) και τον επικεφαλής Βούλγαρο παρτιζάνο Kemitziev αποφασίστηκε η παραμονή των εγκαταστάσεων στην κατοχή των Ελλήνων και η διανομή των προϊόντων και στις δύο πλευρές.[5]

Έως την έλευση του επίσημου ελληνικού κράτους εγκαταστάθηκε στον Έβρο η τοπική λαϊκή αυτοδιοίκηση η οποία ακολούθησε τις διατάξεις του ΕΑΜ, η συγκρότηση και εφαρμογή των οποίων στις εδαφικές ενότητες της Ελεύθερης Ελλάδας κατά τη διάρκεια της Κατοχής όρισαν ένα νέο ριζοσπαστικό μοντέλο διακυβέρνησης.

Το ΕΑΜ στον Έβρο, μετά την κατάργηση των διορισμένων από τον Άξονα διοικήσεων και σε χωρική απομόνωση από το πολιτικό, διοικητικό και οικονομικό κέντρο, κλήθηκε να καλύψει το κενό κρατικής εξουσίας και να διαχειριστεί μια σύνθετη κρίση χωρίς υποδομές, εθνικό νόμισμα, συγκοινωνία και δίκτυα επικοινωνίας.[6]

Η ανεπάρκεια της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, η υποστελέχωση της διοίκησης, του δικαστικού μηχανισμού και των φορέων δημόσιας τάξης, η οικονομία η οποία κατέρρεε από την κήρυξη του πολέμου, η μαύρη αγορά και η ένδεια της υγειονομικής περίθαλψης ήταν προβλήματα-απότοκα του πολέμου και της διζωνικής Κατοχής και η νέα διοίκηση αναζητούσε λύσεις στο πλαίσιο της εαμικής πολιτικής και των δυνατοτήτων της.

Το δύσκολο έργο της τοπικής λαϊκής αυτοδιοίκησης στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη αναγνωρίστηκε από την αντιπροσωπεία της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου η οποία επισκέφθηκε την περιφέρεια στις 17 Οκτωβρίου 1944 και αποτελούνταν από τους υπουργούς Μιλτιάδη Πορφυρογένη και Λάμπρο Λαμπριανίδη, τον γενικό διοικητή Αλέξανδρο Κωστόπουλο, τον στρατιωτικό διοικητή συνταγματάρχη Πυροβολικού Στέφανο Πρόκο, τον αντισυνταγματάρχη Χωροφυλακής Τσαλαμιδά, τους λοχαγούς Ηλία Χαραλάμπους και Παλαιολογόπουλο και τον νέο επικεφαλής της αγγλικής αποστολής ταξίαρχο Kay Boeke.[7]

Νομαρχιακό συμβούλιο

Α΄ γραμματέας του ΕΑΜ Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ανέλαβε ο δικηγόρος Γ. Καραμίχας (Γρίβας) και πρωτεύουσα του Έβρου ορίστηκε η Αλεξανδρούπολη στην οποία εγκαταστάθηκαν όλες οι νομαρχιακές υπηρεσίες, ενώ ο διευθυντής της νομαρχίας Τζαβιδόπουλος Γεώργιος και οι άλλοι μόνιμοι υπάλληλοι παρέμειναν στις θέσεις τους.[8] Το νομαρχιακό συμβούλιο ήταν το κεντρικό όργανο αυτοδιοίκησης και πρόεδρος επελέγη ο εφέτης Βασιλείου Αγαμέμνων με αναπληρωτή πρόεδρο και μετέπειτα πρόεδρο τον δικηγόρο Τζιβελέκη Παναγιώτη.[9]

Έργο τοπικής αυτοδιοίκησης:

1. Διοίκηση – Οικονομία

Οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Αλεξανδρούπολη εκλέχθηκαν με άμεσο τρόπο από τους πολίτες και ανέλαβαν τα καθήκοντά τους σε μια πόλη η οποία επί τέσσερα σχεδόν χρόνια ήταν αποκομμένη από το ελληνικό κέντρο και είχε «αιμορραγήσει» δημογραφικά σε ένα βαρύ κλίμα εκβουλγαρισμού, υποσιτισμού και βίας χωρίς τη στήριξη της ελληνικής διοίκησης, του ελληνικού σχολείου και της ορθόδοξης Εκκλησίας.

Δήμαρχος, πρόεδρος του λαϊκού συμβουλίου, Αλεξανδρούπολης εκλέχθηκε ο μετριοπαθής Κωνσταντινίδης Χρήστος, αρτοποιός, αντιδήμαρχος ο Ευφραιμίδης Απόστολος, δάσκαλος, και μέλη της τοπικής αυτοδιοίκησης οι Αρβανιτίδης Κώστας, αρτοποιός, Βολονάσης Χαρίλαος,[10] εκτελωνιστής, Λεριός Αντώνης, ναυτεργάτης, Μαρτίνης Δημήτρης, κτηματίας-ελαιοπαραγωγός, Παγιώτας Κώστας, οικοδόμος, και Πιτσιλαδής Παναγιώτης, λιμενεργάτης.[11]

«Το 44 […] φεύγανε οι Βούλγαροι και […] βάλανε οι αριστεροί τον πατέρα μου να είναι Δήμαρχος», αφηγείται ο Θεόδωρος Κωνσταντινίδης και τονίζει ιδιαίτερα πως ο πατέρας του ήταν κυρίως εκείνος ο οποίος έπρεπε «να κανονίσει από κει και πέρα τι θα γίνει με την πόλη, τι θα γίνει με τους Βούλγαρους, πότε θα φύγουνε, πώς θα βοηθηθούν οι άποροι».[12]

Εικ. 2: Σεπτέμβριος 1944. Ο δήμαρχος της «Εαμοκρατίας» Χρήστος Κωνσταντινίδης (διακρίνεται με το σημάδι) και ο αντιδήμαρχος Απόστολος Ευφραιμίδης (δεύτερος από αριστερά) με Βρετανούς και Ρώσους στρατιωτικούς. Πηγή: Ουρανία Πανταζίδου, «Η Τοπική Λαϊκή Αυτοδιοίκηση της Αλεξανδρούπολης το 1944», στην ιστοσελίδα https://alexpolisonline.com [ανακτήθηκε 25 Απριλίου 2021].
Η τοπική αυτοδιοίκηση στην Αλεξανδρούπολη αποτελούνταν από ανθρώπους με λαϊκή κυρίως προέλευση και αριστερή ιδεολογία, καθώς η πλειονότητα των αστών είχε εγκαταλείψει την πόλη κατά τη βουλγαρική κατοχή και στο νέο εαμικό πλαίσιο η αστική τάξη συχνά παραμεριζόταν.[13]

Ο Ζαφείρης Αλεξιάδης περιγράφει τους χώρους στους οποίους εγκαταστάθηκαν οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και οι εαμικές απελευθερωτικές οργανώσεις και αναφέρει πως «όταν επικράτησαν οι αντάρτες […] δημιουργήθηκαν γραφεία για το ΚΚΕ […] στον επάνω όροφο του καφενείου του […] Μαρκάκη στη γωνία 14ης Μαΐου και Βασιλέως Γεωργίου [και] […] της ΕΠΟΝ […] εκεί […] προς […] τα παλιά ψαράδικα, στην Κύπρου».[14]

Η αυτοδιοίκηση της πόλης στεγάστηκε σε κεντρικό ξύλινο κτίριο στη σημερινή λεωφόρο Δημοκρατίας στη θέση του οποίου βρίσκεται το νέο κτίριο της στρατιωτικής λέσχης, ενώ η στρατιωτική διοίκηση του 81ου συντάγματος ΕΛΑΣ Έβρου με καπετάνιο τον Κρίτωνα στο παλαιό δημαρχείο της Αλεξανδρούπολης και πρώην κατοικία του γιατρού Λεφάκη.[15]

Ο ΕΛΑΣ και οι αρχές της αυτοδιοίκησης διέσωσαν δημόσια περιουσία, οργάνωσαν συνεταιρισμούς, όπως ο συνεταιρισμός αλευρόμυλων, διόρισαν αγροφύλακες και ίδρυσαν ενώσεις και επιτροπές.[16] Η αυτοδιοίκηση φρόντισε για το δημόσιο συμφέρον με τη δραστηριοποίηση των οργανισμών της πρόνοιας, ενώ οργανώθηκαν κεντρικά και οι αναζητήσεις μέσω των συμμαχικών δυνάμεων και του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.[17]

Συγκροτήθηκαν ερανικές επιτροπές στις τοπικές κοινότητες και μεγάλες ποσότητες προϊόντων συγκεντρώθηκαν για την τακτική πληρωμή των υπαλλήλων, ενώ στην Αλεξανδρούπολη και την περιοχή της πόλης, οι οποίες ανήκαν διοικητικά στη βουλγαρική ζώνη κατοχής, χρησιμοποιήθηκε, εκτός από τη συναλλαγή και πληρωμή σε «είδος», το βουλγαρικό νόμισμα.[18]

Σε επιστολή στην εφημερίδα Ατλαντίς της Νέας Υόρκης στις 7 Ιουνίου 1946, ο Αλέκος Γεωργιάδης, αρχηγός της OSS στον τομέα Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, εξήγησε την απόφαση χρήσης του βουλγαρικού λέβα από συνέλευση όλων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης στην οποία συμμετείχε «τριμελής επιτροπή αποσταλείσα από την κυβέρνησιν Γεωργίου Παπανδρέου», καθώς και ο συνταγματάρχης Πρόκος.[19]

2. Η πόλη – Επισκευές – Αποκατάσταση

Η εικόνα της Αλεξανδρούπολης μετά την απελευθέρωση ήταν απογοητευτική. Κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου εγκαταστάθηκαν στην πόλη περίπου έξι χιλιάδες Βούλγαροι έποικοι στους οποίους παραχωρήθηκαν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια των Αλεξανδρουπολιτών τα οποία λεηλάτησαν πριν τη φυγή τους. Την τακτική λεηλασίας ακολούθησαν οι Βούλγαροι και στα καταστήματα τα οποία ανέλαβαν ή στα οποία μπήκαν ως «συνέταιροι» και απέσπασαν ακόμα και τα παράθυρα και τις πόρτες, ενώ γύμνωσαν τα κτίρια από σκεύη, ρουχισμό, εργαλεία και έπιπλα.

«[Τη φυγή μαζί με τους Βούλγαρους επέλεξαν και πολλοί Αρμένιοι της πόλης διότι] δημιούργησαν αντιπάθειες στους […] Έλληνες και […] φάνηκε και η ενοχή», αναφέρει ο Ζαφείρης Αλεξιάδης.[20] «Η νεολαία των Αρμενίων» στην Αλεξανδρούπολη τρομοκρατούσε κατοίκους της περιοχής και μετά την αποχώρηση των Βούλγαρων η λέσχη της αρμενικής κοινότητας λεηλατήθηκε».[21]

«Πηγαίνει [ο φίλος μου], κατεβάζει την αυλαία [της λέσχης] με τον αδερφό του […] Εγώ πήγα και βρήκα μια καρέκλα και πήρα», θυμάται ο Θεόδωρος Δημητριάδης την προσωπική εμπειρία αλλά και την αυθόρμητη «εκδίκηση» των κατοίκων της Αλεξανδρούπολης τις πρώτες ημέρες της απελευθέρωσης.[22]

Στην ελεύθερη Αλεξανδρούπολη οι βουλγαρικές επιγραφές «γκρεμίστηκαν», τα βουλγαρικά χρώματα σβήστηκαν και έγινε σύσταση να αντικατασταθούν οι κόκκινες μαντήλες των ανταρτών με τετράγωνα σήματα στο χιτώνιο τα οποία θα έφεραν τις σημαίες της Ελλάδας στη μισή επιφάνεια και των τριών συμμάχων στην υπόλοιπη.[23]

Η τοπική αυτοδιοίκηση αποφάσισε να συνδράμει στην αποκατάσταση των εκτεταμένων ζημιών για να διευκολύνει την εγκατάσταση των παλλινοστούντων προσφύγων στην Αλεξανδρούπολη με τη συγκρότηση συνεργείων οικοδόμων και τεχνιτών υπό την επίβλεψη του εργολάβου Παύλου Γεωργιάδη και την παραχώρηση δομικών υλικών.[24]

Η αυτοδιοίκηση φρόντισε, ταυτόχρονα, και την αποκατάσταση των δρόμων και των δημόσιων κτιρίων και υποδομών της πόλης. Αρχικά, η οδός Εμπορίου, εμπορικός πυρήνας της Αλεξανδρούπολης, οδοστρώθηκε με κυβόλιθους από την Καβάλα με στόχο τη διευκόλυνση των κατοίκων αλλά και την ανάπτυξη της εμπορικής κίνησης, ενώ στην περιοχή της Καλλιθέας κατασκευάστηκε νέα γέφυρα με τη χρήση οπλισμένου σκυροδέματος για τη διάβαση του μεγάλου ρέματος το οποίο διέσχιζε την πόλη στις παρυφές της αστικής δόμησης, καθώς η προηγούμενη γέφυρα, ξύλινη και με επιχωμάτωση, είχε συχνά ανάγκη επισκευής. [25]

Ο ηλεκτροφωτισμός στην Αλεξανδρούπολη είχε και αυτός πληγεί και η ελλιπής συντήρηση του δικτύου επιδείνωνε την κατάσταση, ωστόσο οι τεχνικοί της τοπικής αυτοδιοίκησης αποκατέστησαν τη λειτουργία των αχρηστευμένων γεννητριών με αέριο καταφεύγοντας στην καύση ξύλων και έτσι έκαναν πραγματικότητα την ηλεκτροδότηση της πόλης, ενώ το Αλήμπεη, ταπεινή συνοικία της πόλης , απέκτησε πρώτη φορά «φως» με «σύρματα» από την αποθήκη του κατοίκου της περιοχής Ισαάκ Διλόπουλου και τέσσερις νέους στύλους που παραχωρήθηκαν από την τοπική αυτοδιοίκηση.[26]

Οι τοπικές αρχές κατέβαλαν επίσης προσπάθεια για τον καθαρισμό των ακτών και της θάλασσας από τις νάρκες και μετά την απελευθέρωση «κάτι ξύλινα πλοία, μάζευαν τις νάρκες [ενώ] αρκετές […] το κύμα τις ξέβραζε στην ακτή κοντά στα Κόκκινα της Χιλής».[27]

Η αυτοδιοίκηση οργάνωσε και τα δημόσια λουτρά της Αλεξανδρούπολης τα οποία λειτουργούσαν προπολεμικά και παρείχε δωρεάν σαπούνι για τους πολίτες με στόχο τη βελτίωση της υγιεινής και της καθαριότητας.[28]

3. Επισιτισμός κατά την «Εαμοκρατία»

Το πρόβλημα του επισιτισμού ήταν το σημαντικότερο από την αρχή της «Εαμοκρατίας». Η σωματική καταβολή του πληθυσμού της Αλεξανδρούπολης ήταν συχνά εμφανής και η απαξίωση, ο φόβος και η βίαιη αποκοπή από την ελληνική του ταυτότητα είχαν στιγματίσει τον ψυχισμό του.

Οι αρχές της αυτοδιοίκησης στην Αλεξανδρούπολη σε συνεργασία με παράγοντες της πόλης και των κοντινών κοινοτήτων οργάνωσαν συσσίτια για τον μεγάλο αριθμό άπορων (2.500), ενώ διέθεταν δωρεάν τρόφιμα στον παιδικό σταθμό και στο νοσοκομείο.[29]

Στην Αλεξανδρούπολη ιδρύθηκαν επίσης συνεταιρισμοί αρτεργατών και αρτοποιών οι οποίοι χορηγούσαν δωρεάν 500 γραμμάρια ψωμί σε κάθε άτομο και σχεδιάστηκε από την αυτοδιοίκηση εφοδιασμός των κατοίκων με βασικά αγαθά όπως αλάτι, ζάχαρη, ξυλεία και σαπούνι, των οποίων η προμήθεια ήταν εφικτή μόνο μέσα από τη μαύρη αγορά όταν η πόλη βρισκόταν υπό τη βουλγαρική κυριαρχία.[30]

«Ήταν δύσκολα, όλοι είχανε μείνει και από τρόφιμα και από ρούχα», θυμάται έντονα ακόμα τις ελλείψεις των Ελλήνων και ο Θεόδωρος Κωνσταντινίδης και προσθέτει πως «ευτυχώς από την Αμερική είχε μια βοήθεια όπου φέραν ρούχα, φέραν τρόφιμα [και] ανέλαβε τα μοίραζε ο πατέρας μου στις οικογένειες κι έτσι τα βγάλαν πέρα».[31]

Η καταπολέμηση της μαύρης αγοράς επιχειρήθηκε με συχνούς ελέγχους από την τοπική αυτοδιοίκηση η οποία οργάνωσε ομάδες από επαγγελματίες κυνηγούς, ίδρυσε αλιευτικούς συνεταιρισμούς που συνεργάστηκαν με ιχθυοτροφεία σε γειτονικές περιοχές, όπως τα «νταλάνια» στο Πόρτο Λάγο, και, συνεπώς, το κυνήγι και η οργανωμένη αλιεία άρχισαν να τροφοδοτούν τους τοπικούς πληθυσμούς με θηράματα και φτηνό ψάρι.[32]

Ο Χρήστος Κωνσταντινίδης και το ΕΛΑΝ (Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό) επέταξαν καΐκια και οργανώθηκε ανταλλαγή προϊόντων με νησιά.[33] Οι Αλεξανδρουπολίτες ναυτικοί, οι οποίοι είχαν προσφέρει σημαντικό έργο στην Αντίσταση, συμμετείχαν τώρα στη μεταπελευθερωτική προσπάθεια του ΕΑΜ να συγκροτήσει μια νέα κοινωνική οργάνωση.

Τα καΐκια στην Αλεξανδρούπολη φόρτωναν δέρματα και γεωργικά προϊόντα, λαχανικά, βελανίδια και φρούτα από τον νομό Έβρου, τα μετέφεραν κυρίως στη Λήμνο και τη Μυτιλήνη και τα αντάλλασσαν με αγαθά από τα οποία είχαν έλλειψη οι δικές τους αγορές, όπως λάδι, σαπούνι και λεμόνια, αλλά και καπνό, τσιγάρα, αλεύρι και ζωοτροφές.[34] Τα καΐκια ταξίδευαν επίσης στην Καβάλα και το Πόρτο Λάγος όχι μόνο για μεταφορά ψαριών αλλά και φορτίων αλατιού.[35]

4. Γεωργία

Η γεωργία, κύρια ενασχόληση του πληθυσμού στον Έβρο και στην ευρύτερη περιοχή της Αλεξανδρούπολης, στήριζε τον τοπικό πληθυσμό με πλούσια παραγωγή, ωστόσο στις περιοχές της βουλγαρικής κατοχικής ζώνης οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι αντιμετώπιζαν ανυπέρβλητα προβλήματα δεδομένου ότι οι Βούλγαροι επέταξαν τα αγροτικά μηχανήματα, τα εργαλεία και τα ζώα, η καλλιέργεια περιορίστηκε, ενώ μεγάλες ποσότητες της παραγωγής κατακρατούνταν από τον κατακτητή για τις επισιτιστικές ανάγκες του βουλγαρικού στρατού και των χιλιάδων εποίκων.[36]

Η τοπική αυτοδιοίκηση της Αλεξανδρούπολης στην προσπάθεια να επιτευχθεί η επανεκκίνηση της γεωργικής παραγωγής και να βελτιωθεί το επίπεδο του επισιτισμού έκανε έκκληση για βοήθεια στους αγρότες όλου του νομού και από τα χωριά του Έβρου δεκάδες αγρότες με τον εξοπλισμό τους, τα ζώα και τα γεωργικά εργαλεία τους ήρθαν στην περιοχή της πόλης για να βοηθήσουν.[37] Η προσφορά ανθρώπων, ζώων και εργαλείων έγινε χωρίς αμοιβή και επιπλέον οι αγρότες του Έβρου έφεραν τροφή για τους ίδιους και ζωοτροφές, ενώ η τοπική αυτοδιοίκηση διέθεσε τον σπόρο από τα αποθέματα τα οποία είχε.[38]

5. Υγεία

Στην Αλεξανδρούπολη πραγματοποιήθηκε με εντολή της τοπικής αυτοδιοίκησης σύσκεψη με γιατρούς και φαρμακοποιούς και αποφασίστηκε η δωρεάν παροχή νοσοκομειακής, ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης, ιδιαίτερα στους άπορους, καταλόγους με τα ονόματα των οποίων ετοίμασε η κάθε τοπική αρχή.[39] Το νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης υπό τη διεύθυνση του Διδυμοτειχίτη παθολόγου Βαγγέλη Γιαγτζή, καθώς και όλα τα ιατρεία και τα φαρμακεία της πόλης, λειτούργησαν με ρύθμιση από την αυτοδιοίκηση, ενώ ιδρύθηκε δημοτικό ιατρείο με τη βοήθεια κυρίως των γιατρών Γιάννη Μαδεμτζόγλου και Γιώργου Σκάβδη.[40]

Στις 4 Οκτωβρίου 1944 το νομαρχιακό συμβούλιο Έβρου ενημέρωσε γραπτά τα λαϊκά συμβούλια για την κατάργηση των ιδιωτικών φαρμακείων, την κατάσχεση όλων των φαρμάκων και την απόφαση να πωλούνται με βάση την προπολεμική διατίμηση του προϊόντος με την καταβολή της αξίας του φαρμάκου σε σιτάρι (φάρμακο το οποίο κόστιζε 8 δραχμές αντιστοιχούσε σε μια οκά σιτάρι), ενώ ζήτησε την αποστολή καταλόγων των τελείως άπορων για να τους χορηγούνται φάρμακα δωρεάν.[41]

Εικ. 3: Κατάργηση ιδιωτικών φαρμακείων: 4 Οκτωβρίου 1944. Πηγή: Συλλογή Μιχάλη Πατέλη (Δημοσίευση με την άδεια του συλλέκτη).

Η προμήθεια φαρμάκων οργανώθηκε με κινητοποιήσεις πολιτών, διεκδικήσεις από τον Ερυθρό Σταυρό αλλά και από υγειονομικό υλικό το οποίο κατασχέθηκε από τις αποθήκες των κατοχικών δυνάμεων. Τα αποθέματα των φαρμάκων στα φαρμακεία καταμετρήθηκαν και οι φαρμακοποιοί αποζημιώθηκαν, ενώ οι μισθοί γιατρών και φαρμακοποιών καταβάλλονταν στο βουλγαρικό νόμισμα λέβα.[42]

Οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης απλοποίησαν τη διαδικασία στον τομέα της υγείας. Η εξέταση του ασθενούς γινόταν στο ιατρείο, η συνταγή του γιατρού θεωρούνταν σε γραφείο της αυτοδιοίκησης, ο ασθενής παραλάμβανε τα φάρμακα συχνά χωρίς οικονομική επιβάρυνση και ερχόταν πρώτη φορά σε επαφή με τα οφέλη ενός συστήματος δωρεάν παροχής υγείας ακόμα και σε αυτό το αδιαμόρφωτο πλαίσιο.[43]

6. Δικαιοσύνη

Ο Αγαμέμνων Βασιλείου, εφέτης και προϊστάμενος της δικαστικής υπηρεσίας κατά την Κατοχή επιλέχθηκε υπεύθυνος στον τομέα της δικαιοσύνης και με τους πολίτες οι οποίοι εκλέχθηκαν λαϊκοί δικαστές εξυπηρετούσαν το έργο της δικαιοσύνης στο πλαίσιο των κεντρικών ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης), οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την επίλυση διαφορών εκτός της αίθουσας των δικαστηρίων με τη χρήση πειθούς και συμβιβαστικών διευθετήσεων καθώς και με τη μη επιβολή ποινών φυλάκισης.[44] Στην Αλεξανδρούπολη πρόεδρος του λαϊκού δικαστηρίου εκλέχθηκε ο Χαρίλαος Βολονάσης.[45]

Οι λαϊκοί δικαστές γνώριζαν τοπικές ιδιαιτερότητες και πρόσωπα στα στενά όρια της επαρχιακής πόλης και η γνώση αυτή επιτάχυνε τις διαδικασίες. «Οι φυλακές», όπως καταγράφουν οι Τερζούδης και Βλάχος, «ήταν κενές» κατά την περίοδο της «Εαμοκρατίας» και σε περιπτώσεις καταδίκης η τιμωρία ήταν πρόστιμο σε είδος ή λέβα, ακόμα και διαπόμπευση για αυστηρό παραδειγματισμό.[46]

Σε μία δίκη του λαϊκού δικαστηρίου στο οποίο ήταν πρόεδρος ο Βολονάσης και το οποίο έγινε στο κέντρο της Αλεξανδρούπολης καταδικάστηκε ο γιατρός Μπουκουβάλας για κλοπή φαρμάκων από το νοσοκομείο και τιμωρήθηκε με δέσιμο σε ένα δέντρο στην κεντρική λεωφόρο και με επιγραφή κρεμασμένη στον λαιμό του στην οποία ομολογούσε το έγκλημά του και παρακινούσε τον κόσμο να τον φτύσει.[47]

«Μπουκουβάλα. Έχεις φάρμακα;», θυμάται έντονα τη δυσάρεστη γι αυτόν σκηνή ο Θεόδωρος Δημητριάδης, «να τα μοιράσουμε στον κόσμο που έχει ανάγκη. Εκείνος τα πουλούσε. Τον πιάνουν […] 14η Μαΐου […] είχε μια ακακία […] Τον δένουν στο δέντρο […] Αρχίζει ο κόσμος: φτου σου […] Τον έβλεπα και τον λυπούμαν».[48]

Στο λαϊκό δικαστήριο της Αλεξανδρούπολης εκλέχθηκε ως ανακριτής ο αρτοποιός και μέλος της αυτοδιοίκησης Κώστας Αρβανιτίδης.

«Έκανε […] τον ανακριτή [ο πατέρας μου] τότε που ήταν στα πράγματα οι αριστεροί», αφηγείται ο Δημήτρης (Μίμης) Αρβανιτίδης και στη συνέχεια αναφέρεται θετικά στο έργο του Κώστα Αρβανιτίδη προσθέτοντας πως «ένας Μπαλτάς που είχε κάποτε τα κεφτεδάκια […] κατεβαίνοντας για το λιμάνι […] με ένα χέρι ήταν […] έκανε μαύρη αγορά τότε για να ζήσει την οικογένειά του και τον πιάσανε τον πήγαν στο δικαστήριο […] και είπε ο μπαμπάς μου «Τι τον πήρατε αυτόν τον άνθρωπο, με ένα χέρι τι να κάνει;» και τον αφήσαν ελεύθερο».[49]

Υπάρχουν, εντούτοις, μαρτυρίες για φυλακισμένους, ενώ για τη σωρεία των κατηγοριών αμφισβητήθηκε συχνά το αξιόπιστο πολλών μαρτυριών, καθώς και η προσπάθεια εξακρίβωσης της αλήθειας από το δικαστικό τμήμα του ΕΛΑΣ, κυρίως σε μεγάλα[50] αστικά κέντρα.[51]

Εικ. 4: Αποφυλακιστήριο «προσωρινά κρατούμενου»: 6 Δεκεμβρίου 1944. Πηγή: Συλλογή Μιχάλη Πατέλη (Δημοσίευση με την άδεια του συλλέκτη).

7. Παιδεία

Ο Γιώργος Γκαγκούλιας (Κάμιλλος), δάσκαλος και υπεύθυνος της παράνομης οργάνωσης νέων στο Σουφλί, εκλέχθηκε μέλος του νομαρχιακού συμβουλίου και τοποθετήθηκε υπεύθυνος παιδείας στον Έβρο.[52]

«Μετά […] τις εκλογές που γίνονται από τη λεγόμενη τότε «Εαμοκρατία» […] με την προηγούμενη δράση που είχε και ως δάσκαλος», αναφέρει η Γιώτα Γκαγκούλια, κόρη του Γιώργου Γκαγκούλια, «αναλαμβάνει στη νομαρχία τον τομέα της εκπαίδευσης […] [Αργότερα] είχε συσταθεί από τον πατέρα μια πενταμελής επιτροπή τα μέλη της οποίας ήταν οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί […] Σε αυτήν την επιτροπή θα πρέπει να συμμετείχε και ο [Κώστας Μουλούδης] τον οποίο μνημόνευε συχνά».[53]

Η εκπαίδευση ήταν υποχρέωση και κοινωνική ανάγκη στο πλαίσιο της εαμικής πολιτικής την οποία κλήθηκε να εφαρμόσει το νομαρχιακό συμβούλιο Έβρου και το τμήμα εκπαίδευσης θεωρούσε «έγκλημα την παραμέληση του ζητήματος της μόρφωσης» (εικ. 5).

Εικ. 5: Ιανουάριος 1945. Η εκπαίδευση είναι υποχρέωση και κοινωνική ανάγκη… Πηγή: Συλλογή Μιχάλη Πατέλη (Δημοσίευση με την άδεια του συλλέκτη).

Το νομαρχιακό συμβούλιο Έβρου, σε απομόνωση από την κεντρική Ελλάδα, πολλά μέρη της οποίας ήταν ακόμα υπό γερμανική κατοχή, έπρεπε να επιλύσει με δικές του αποφάσεις πολυάριθμα προβλήματα και συγκρότησε, μεταξύ άλλων, ένα εκπαιδευτικό συμβούλιο στο οποίο μετείχαν ο πρώην επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης Γ. Κωνσταντινίδης, ο δάσκαλος Νίκος Κυτόπουλος, αποσπασμένος στο γυμνάσιο Φερών κατά την κατοχική περίοδο, ως επιθεωρητής Φερών, ο δάσκαλος Μιχάλης Καρακώτσογλου ως επιθεωρητής Διδυμοτείχου και ο δάσκαλος με μετεκπαίδευση Στρατής Τσιρατζίδης ως επιθεωρητής Ορεστιάδας.[54]

Το εκπαιδευτικό συμβούλιο συνεδρίαζε συχνά και αποφάσισε την επαναλειτουργία όλων των σχολείων[55] του Έβρου στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και τα πέντε γυμνάσια του νομού, ενώ τα υπάρχοντα βιβλία αξιοποιήθηκαν μετά από αφαίρεση αποσπασμάτων τα οποία ήταν κατάλοιπα της μεταξικής δικτατορίας και χρησιμοποιήθηκαν νέα αναγνωστικά, τα Αετόπουλα.[56]

Η Γιώτα Γκαγκούλια περιγράφει: «[Αποφάσισαν] να χρησιμοποιήσουν τα υπάρχοντα βιβλία αφαιρώντας τις σελίδες που είχαν έντονο προπαγανδιστικό πολιτικοϊδεολογικό περιεχόμενο […] Οι αποφάσεις […] γινόταν με εγκυκλίους […] H κυβέρνηση της «Εαμοκρατίας» λειτούργησε ακολουθώντας όλες τις διοικητικές πράξεις».[57]

Ο Γκαγκούλιας με τον υπεύθυνο αυτοδιοίκησης και διευθυντή του δήμου Αλεξανδρούπολης Δήμο Λογοθέτη επισκέφθηκαν την Αλεξανδρούπολη όπου κατέγραψαν την κατάσταση των εκπαιδευτηρίων και των εξοπλισμών μετά τη βουλγαρική λεηλασία και παρέλαβαν τα κτίρια της νομαρχίας, της παιδαγωγικής ακαδημίας και του Λεονταρίδειου γυμνασίου της πόλης.[58]

«Με μια επιτροπή αναλαμβάνουν την παραλαβή των σχολικών κτιρίων», αφηγείται η Γιώτα Γκαγκούλια τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπισε η διοίκηση του ΕΑΜ και αναφέρει ότι «στο γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης, ουσιαστικά βρήκε το κέλυφος του κτιρίου. Όλο ήταν λεηλατημένο, μέχρι και τα κουφώματα, ένα ξερό κουφάρι κτιρίου».[59]

Οι ελλείψεις ήταν σημαντικές, τα σχολεία συνήθως θερμαίνονταν με ξυλόσομπα με τα ξύλα τα οποία μετέφεραν από το σπίτι τους όσα από τα παιδιά είχαν τη δυνατότητα και μεγάλος αριθμός μαθητών φοιτούσε σε κάθε τάξη.[60] «Ήμασταν πάνω από 50 παιδιά διαφόρων ηλικιών […] Τα θρανία δεν έφταναν […] Κάθονταν σε κάσες από γερμανικές νάρκες», θυμάται ο Τάσος Σουλακάκης.[61]

Ο Χρήστος Κωνσταντινίδης, πρόεδρος του λαϊκού συμβουλίου, ο αντιπρόεδρος Απόστολος Ευφραιμίδης και η οργάνωση ΕΠΟΝ Αλεξανδρούπολης με εθελοντική εργασία αποκατέστησαν το γυμνάσιο της Αλεξανδρούπολης σε σύντομο χρόνο και πολλοί νέοι μαθητές έδωσαν εξετάσεις με απόφαση του εκπαιδευτικού συμβουλίου και κέρδισαν μια σχολική χρονιά, ενώ γυμνασιάρχης τοποθετήθηκε ο Μιχάλης Μανδραγός από τη Ρόδο, ο οποίος κατά την κατοχική περίοδο δίδασκε στο γυμνάσιο Σουφλίου.[62]

Το τμήμα εκπαίδευσης ανακοίνωσε στα λαϊκά συμβούλια τη λειτουργία οικοτροφείων άπορων μαθητών σε όλα τα αστικά κέντρα στα οποία λειτουργούσε γυμνάσιο και στην Αλεξανδρούπολη μέχρι την κατασκευή μαθητικής εστίας οι μαθητές από τα χωριά της περιοχής οι οποίοι φοιτούσαν στο γυμνάσιο της πόλης είχαν τη δυνατότητα να διαμείνουν σε κοινόβιο σε κτίριο δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης, το οποίο επισκευάστηκε από την αυτοδιοίκηση με την εθελοντική εργασία των επονιτών μαθητών του γυμνασίου.[63]

Στην Αλεξανδρούπολη οικοτροφείο οργανώθηκε σε κτίριο (Παράρτημα) στον αύλειο χώρο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Νικολάου στο οποίο μεταφέρθηκαν 40-50 μονά κρεβάτια από τους άδειους στρατώνες της πόλης, ενώ λειτούργησαν συσσίτια, κυρίως με όσπρια, για τους οικότροφους μαθητές στην εξωτερική πλευρά του νέου οικοτροφείου.[64]

Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής του ΕΑΜ έγινε σοβαρή προσπάθεια συμπλήρωσης των κενών θέσεων προσωπικού με αποσπάσεις και νέους διορισμούς, ενώ αξιοποιήθηκαν απόφοιτοι γυμνασίου ως δάσκαλοι και έμπειροι δάσκαλοι ως καθηγητές γυμνασίου, καθώς μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών είχαν φύγει από τον Έβρο κατά την Κατοχή.[65]

Ο Γκαγκούλιας μαζί με τον πρόεδρο του νομαρχιακού συμβουλίου Παναγιώτη Τζιβελέκη επισκέφθηκαν τη Σαμοθράκη, οι κάτοικοι της οποίας ζητούσαν από την αυτοδιοίκηση ίδρυση γυμνασίου στο νησί, καθώς η σύνδεση με την Αλεξανδρούπολη ήταν ιδιαίτερα δύσκολη κατά την περίοδο εκείνη.[66] Ο Γκαγκούλιας ανακοίνωσε τη λειτουργία του γυμνασίου Σαμοθράκης σε συγκέντρωση των κατοίκων σε κεντρικό καφενείο της Χώρας και μετά την άμεση εγγραφή 36 μαθητών επιλύθηκαν τα προβλήματα κτιριακής εγκατάστασης, προσωπικού, βιβλίων και εξοπλισμού.[67]

«Δεν θυμάμαι», αναφέρει η Γιώτα Γκαγκούλια, «αν υπήρχε πρόσκληση από τη Σαμοθράκη ή ήταν δική τους πρωτοβουλία […] Είχε θαλασσοταραχή, ήταν η πρώτη φορά που ανέβαινε σε βάρκα […] Ο [Κώστας Μουλούδης] ήταν αυτός που κατέγραφε όλα τα αιτήματα των ντόπιων Σαμοθρακιτών και το πρώτο αίτημα το οποίο υπέβαλαν […] ήταν να ανοίξει οπωσδήποτε το Γυμνάσιο […] «Επαναστατικώ δικαίω» όλα αυτά».[68]

8. Μετακίνηση στην πόλη – Δίκτυα συγκοινωνίας

Το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές κατά την Κατοχή σε όλη την έκταση του νομού από εχθρικούς βομβαρδισμούς, ένοπλες συγκρούσεις, δολιοφθορές ανταρτών και κακή συντήρηση.

Υπήρχαν σε όλη τη διαδρομή εκτροχιασμένα τρένα, ανατιναγμένες γέφυρες και κατεστραμμένες σιδηροτροχιές, ενώ ελληνικές ατμομηχανές ήταν ακινητοποιημένες στην Τουρκία και η έλλειψη καυσίμων δυσχέραινε τις συνθήκες επισκευής και επανάχρησης.[69]

Η τοπική αυτοδιοίκηση Αλεξανδρούπολης σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές του Έβρου συγκρότησε σιδηροδρομικά συνεργεία με ειδικούς τεχνίτες να καθοδηγούν εργάτες και πολίτες οι οποίοι εθελοντικά συνεισέφεραν στην επανόρθωση των καταστροφών με υλικά-λάφυρα από γερμανικές και βουλγαρικές υπηρεσίες.[70]

Μετακινήθηκαν μηχανές και βαγόνια, επιδιορθώθηκαν γραμμές και δημιουργήθηκε παρακαμπτήριος διαδρομή στον σταθμό του Σουφλίου, οι γέφυρες στο οδικό και το σιδηροδρομικό σύστημα επισκευάστηκαν και οι κεντρικοί και επαρχιακοί δρόμοι του νομού, όπως και τα τρένα τα οποία ανορθώθηκαν στις αποκατεστημένες σιδηροτροχιές, συνέδεσαν σύντομα τον μακρινό Έβρο και την Αλεξανδρούπολη με την υπόλοιπη Ελλάδα.[71]

Στην περιοχή Πόταμος Αλεξανδρούπολης η τοπική αυτοδιοίκηση επαναλειτούργησε επικουρικά ένα λιγνιτωρυχείο και η έλλειψη καύσιμου υλικού αντιμετωπίστηκε με τη χρήση καρβουνόσκονης σε συμπαγή μορφή «τούβλων» με την καύση των οποίων κινήθηκαν οι ατμομηχανές των τρένων. Φορτηγά του γερμανικού στρατού χρησιμοποιήθηκαν μετά τη μετατροπή τους σε επιβατικά οχήματα και η συγκοινωνία στον Έβρο εξυπηρέτησε σε σημαντικό βαθμό τις μετακινήσεις ανθρώπων, εμπορευμάτων και υλικών.[72]

9. Τηλεφωνική και τηλεγραφική επικοινωνία – Ταχυδρομείο

Οι ένοπλες επιχειρήσεις και τα σαμποτάζ των ανταρτών εξάρθρωσαν τις γραμμές της τηλεφωνίας και του τηλέγραφου παρά την προσπάθεια των κατακτητών να διασώσουν τα δίκτυα επικοινωνίας.

Η τοπική αυτοδιοίκηση με τη βοήθεια εξειδικευμένου τεχνικού συνεργείου και εργατών υπό την επίβλεψη του Δημήτρη Φυντάνη, αρχιτεχνίτη των Τ.Τ.Τ.[73], αποκατέστησαν τη σύνδεση με χρήση γραμμών οι οποίες κρίθηκαν άγονες, καθώς και γερμανικού τηλεγραφικού υλικού.[74]

Οι ταχυδρομικές υπηρεσίες άρχισαν στην Αλεξανδρούπολη μετά από μεγάλη παύση και συνέχισαν στον υπόλοιπο Έβρο την εξυπηρέτηση των πολιτών, η οποία, ωστόσο, ήταν αρκετά περιορισμένη λόγω των δύσκολων συνθηκών μετακίνησης, αλλά και λόγω της υποστελέχωσης του οργανισμού.[75]

Η ταχυδρομική υπηρεσία χρησιμοποίησε κατοχικά ελληνικά γραμματόσημα με την αναγραφή αυτοδιοίκηση Έβρου ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, τα οποία η τοπική αυτοδιοίκηση αποτίμησε 5 λέβα το ένα ως κόστος ταχυδρόμησης μιας επιστολής στο εσωτερικό ή το εξωτερικό.[76] Η χρήση αυτή των ελληνικών γραμματοσήμων με την αναγραφή 5 λέβα επιστρατεύτηκε από μηχανισμούς αντιεαμικούς, όπως η οργάνωση ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωσις), ως «αποδεικτικό στοιχείο» εθνικής προδοσίας.[77]

10. Σχολή ΕΠΟΝ

Μετά από την προσφορά στην Αντίσταση με συνδέσμους, μεταφορείς, μαχητές, συγκέντρωση πληροφοριών, διανομή παράνομου τύπου και εκπολιτιστικές εκδηλώσεις, η ΕΠΟΝ κατά την περίοδο της «Εαμοκρατίας» στην Αλεξανδρούπολη πήρε μέρος σε έργα υλικής αποκατάστασης καθώς και σε έργα πολιτισμού.

Στην Αλεξανδρούπολη η αυτοδιοίκηση ίδρυσε σχολή στελεχών της ΕΠΟΝ η οποία στεγάστηκε στο κτίριο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, παρείχε δωρεάν διαμονή και φοίτηση και στόχευε στην εκπαίδευση νέων μελών τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν το ΕΑΜ στην ειρηνική ανόρθωση του τόπου, όπως επίσης στη νέα πολιτική και κοινωνική οργάνωση την οποία επιχειρούσε.[78]

Με πρόγραμμα από την Αθήνα, οργανώθηκαν δύο δεκαπενθήμεροι κύκλοι εκπαίδευσης στους οποίους οι επονίτες διδάσκονταν τραγούδι, χορό, αγωγή του πολίτη, αθλητισμό και υγιεινή με υπεύθυνο τον γιατρό Γιάννη Μαδεμτζόγλου, ενώ εκπαιδεύονταν στην οργάνωση βιβλιοθηκών και σε πνευματικά παιχνίδια.[79]

11. Ψυχαγωγία

Η τοπική αυτοδιοίκηση, παρά το γεγονός ότι η έλλειψη προϊόντων, εξοπλισμών και τροφίμων ήταν τρομακτική και η προσπάθεια κοινωνικής επανεκκίνησης πολυεπίπεδη, δεν αγνόησε την ανάγκη ψυχαγωγίας και αθλητισμού ως μέσων για την ψυχική ανάταση μετά από πολλά χρόνια πολέμου, κατοχής, βίας και θανάτου.

«[Σ]τα μεταλλεία του Κιρκά είχε […] ορισμένα […] παραπήγματα ξύλινα και ένα από αυτά […] το έφεραν και το εγκατέστησαν στην περιοχή του Αλήμπεη […] και εκεί έκαναν τις γιορτές τους […] με λαϊκή μορφή για να συμμετέχει ο λαός και […] για προπαγάνδα», αφηγείται με μια χροιά ειρωνείας στη φωνή για τις ενέργειες των ανταρτών ο Ζαφείρης Αλεξιάδης».[80]

Τα Σάββατα και τις Κυριακές κυρίως, η ΕΠΟΝ αλλά και τα Αετόπουλα οργάνωναν στον κινηματογράφο Ηλύσια, αλλά και στη αίθουσα της λέσχης των Αρμενίων, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, χορούς και σατιρικά δρώμενα, ενώ αμερικανικά και ρωσικά τραγούδια, ακόμα και η παραδοσιακή Σαμιώτισσα, «ντύθηκαν» με ελληνικούς στίχους και έγιναν αντάρτικα τραγούδια.[81]

12. Ποδόσφαιρο και αθλητισμός – «Άρης-ΕΠΟΝ»

Κατά την περίοδο της Κατοχής σταμάτησε κάθε αθλητική δραστηριότητα στην Αλεξανδρούπολη και οι βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις λεηλάτησαν τα γραφεία των αθλητικών συλλόγων.[82]

Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της Αλεξανδρούπολης από το ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ, στο πλαίσιο της συμμετοχής στα αθλητικά δρώμενα της πόλης, ίδρυσε την ποδοσφαιρική ομάδα «Άρης-ΕΠΟΝ» στην οποία εντάχθηκαν από τον σχηματισμό της σημαντικοί ποδοσφαιριστές της Αλεξανδρούπολης, πολλοί από τους οποίους μόλις είχαν επιστρέψει από τη Μέση Ανατολή.[83]

«Υπήρχε ο Άρης, [τον] ξαναφτιάξαν τα παιδιά που ήρθαν από το βουνό, ο Μανωλάς, ο Παπαγερασίμου ο Μάκης, οι αριστεροί», αναφέρει ο Δημήτρης (Μίμης) Αρβανιτίδης, ποδοσφαιριστής και ο ίδιος σε σωματεία της Αλεξανδρούπολης.[84]

Ο ισχυρός «Άρης-ΕΠΟΝ» διαλύθηκε το 1946 πριν προλάβει χρονικά να γίνει επίσημο μέλος των σωματείων Θράκης, ωστόσο συμμετείχε σε πολλούς αγώνες από τους οποίους ο πλέον σημαντικός πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1946 στο στάδιο της Αλεξανδρούπολης όταν αντιμετώπισε αγγλική ομάδα από τη Θεσσαλονίκη, η οποία ενισχύθηκε από παίκτες της «Liverpool».[85]

Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς σε αγώνα με την ομάδα του «Εθνικού» έχασε 0-1 και στο τέλος του παιχνιδιού χωροφύλακες συνέλαβαν κάποιους από τους παίκτες του «Άρη ΕΠΟΝ», ενώ κάποιοι άλλοι εγκατέλειψαν την πόλη και ο σύλλογος διαλύθηκε σε κλίμα έντασης μέσα στο περιβάλλον των νέων διώξεων, των συλλήψεων, φυλακίσεων και εκτελέσεων των αριστερών κατά τη Λευκή Τρομοκρατία.[86]

Συμπεράσματα

Η Αλεξανδρούπολη, από τις πρώτες ελληνικές και ευρωπαϊκές πόλεις οι οποίες απελευθερώθηκαν από τις δυνάμεις του Άξονα, βίωσε μια ιδιόμορφη δυαδική εξουσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και των Βούλγαρων παρτιζάνων για ένα σύντομο χρονικό διάστημα όταν τα γερμανικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την πόλη και οι Βούλγαροι παρέμειναν με τη νέα ταυτότητα του συμμάχου.

Μέσα σε ένα ασαφές πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον, το ΕΑΜ στην Αλεξανδρούπολη, χωρίς κεντρική στήριξη και πόρους, ανασυγκρότησε υποτυπωδώς τις μετακατοχικές διοικητικές δομές, σύμφωνα με τη διοίκηση ΕΑΜ της Ελεύθερης Ελλάδας και τις διατάξεις της ΠΕΕΑ κατά την Κατοχή, σε αστικό, ωστόσο, πληθυσμό και σε ένα περιβάλλον με περισσότερο σύνθετα προβλήματα από εκείνο της ορεινής κυρίως υπαίθρου.

Το ΕΑΜ επιχείρησε την αντιμετώπιση της οικονομικής κατάρρευσης με τα μέσα τα οποία διέθετε στο τοπικό επίπεδο της πόλης και της περιφέρειάς της, οργάνωσε την υγεία με τη νέα οπτική της κοινωνικής πρόνοιας, εξέλεξε δικαστικούς λειτουργούς για να εφαρμόσει τη λαϊκή δικαιοσύνη, λειτούργησε τα σχολεία όλων των βαθμίδων παρά τις ελλείψεις και τα προβλήματα υποδομής, επανεκκίνησε τη γεωργία, την παραγωγή και το εμπόριο, επιδιόρθωσε με εθελοντική εργασία τις υλικές καταστροφές στην πόλη και το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο και συνέδεσε τα αστικά κέντρα και τις μεγάλες κοινότητες, ηλεκτροδότησε συνοικίες της πόλης, αποκατέστησε εν μέρει την τηλεφωνία-τηλεγραφία και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, ίδρυσε σχολές νέων στελεχών για να συνδράμουν στο έργο του, ψυχαγώγησε και ανέπτυξε, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, τον αθλητισμό.

Η τοπική αυτοδιοίκηση της Αλεξανδρούπολης δεν είχε σαφή εικόνα του νέου κοινωνικού και διοικητικού μοντέλου του ΕΑΜ και δεν είχε εκτενή γνώση των διατάξεων της κεντρικής ηγεσίας. Τα εκλεγμένα πρόσωπα της αυτοδιοίκησης, τα οποία ήταν στελέχη και μέλη του αντιστασιακού κινήματος, δεν είχαν εμπειρία εξουσίας και διοικητικής οργάνωσης, δεν διέθεταν τεχνογνωσία, χρηματικά κεφάλαια και εξοπλισμό και έγιναν στόχος αυστηρής κριτικής .

Η τοπική αυτοδιοίκηση στην Αλεξανδρούπολη στην ολιγόμηνη θητεία της κατέθεσε έργο το οποίο ενδεχομένως να μην ήταν υψηλών προδιαγραφών, τα εκλεγμένα μέλη της δεν ήταν πάντα τα κατάλληλα, δεν είχαν συχνά τη μόρφωση, την προϋπηρεσία και τις σωστές δεξιότητες, οι πρακτικές τις οποίες εφάρμοσε ευνοούσαν και αδικούσαν αντίστοιχα πολίτες και η πολιτική την οποία ακολούθησε στοχοποίησε ορισμένες φορές τον πολιτικό αντίπαλο στον οποίο δεν έδειξε ιδιαίτερη ανεκτικότητα και τον οποίο εξέθεσε, στιγμάτισε και τιμώρησε.

Ωστόσο, το μικρό και «ερασιτεχνικό» αυτό δείγμα της νέας εαμικής διοίκησης δεν μπορεί να αποτιμηθεί παρά μόνο στο χρονικό, χωρικό, κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο εφαρμόστηκε. Στην Αλεξανδρούπολη, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα, το ΕΑΜ δαιμονοποιήθηκε και αντιμετωπίστηκε σαν απειλή κοινωνικής και πολιτειακής ανατροπής σε περιβάλλον μεγάλου φόβου για την ενδεχόμενη μεταπολεμική κατίσχυση της Αριστεράς και τη σοβιετοποίηση της χώρας μέσα σε ένα ρευστό τοπικό επίπεδο και σε ένα παγκόσμιο κλίμα Ψυχρού Πολέμου, κατεστραμμένων κοινωνιών και υποδομών, πολιτισμικής και ανθρωπιστικής κρίσης.


  1. Κώστας Ψυλλίδης, Απ’ την Κατοχή στην Αντίσταση Ν. Έβρου 1941-44, Εκδόσεις «Γραφίς», Αλεξανδρούπολη 1999, σ. 90˙ Δημήτρης Τσεσμελής, Βιογραφία Δημήτρη Τσεσμελή, χ.έ., χ.τ.έ., χ.χ.έ., σ. 68-69˙ Πέτρος Αλεπάκος, «Η αυτοδιοίκηση ΕΑΜ στην Αλεξανδρούπολη (Σεπτέμβρης 1944 – Μάρτης 1945)» στην ιστοσελίδα https://alepakos.blogspot.com [ανακτήθηκε 25 Απριλίου 2021].
  2. Αλεπάκος, ό.π.
  3. Κώστας Κωνσταντάρας, Αγώνες και Διωγμοί, χ.έ., Αθήνα 1964, σ. 238˙ Βαγγέλης Κασάπης, Στον κόρφο της Γκύμπρενας, τόμος Β΄, Κ. Ι. Παπάζογλου, Κομοτηνή 1999, σ. 249˙ Τάσος Σουλακάκης, Στην πόλη και στο Δήμο Μία αφήγηση, μία εξομολόγηση, Εκδόσεις «ΓΡΑΦΙΣ», Αλεξανδρούπολη 2013, σ. 32˙ Φωτεινή Τομαή, Κωδικός Γκάντερ, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2018, σ. 140-141.
  4. Συνέντευξη του Αλεξιάδη Ζαφείρη στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 2021.
  5. Τομαή, ό.π., σ. 140-141.
  6. Σαράντος Καργάκος, Αλεξανδρούπολη: Μια νέα πόλη με παλιά ιστορία, χ. έ., Αθήνα 2000, σ. 400.
  7. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 281.
  8. Στο ίδιο, σ. 248˙ Λεωνίδας Τερζούδης και Φώτης Βλάχος, Η Εθνική Αντίσταση στον Έβρο Οι αγωνιστές μιλούν και γράφουν, Εκδόσεις «Δημόκριτος», Αθήνα 1985, σ. 224˙ Αθανάσιος Κριτού, Αλεξανδρούπολη, Η εκατοντάχρονη ιστορία της 1878-1978, χ. έ., Αλεξανδρούπολη 1995, σ. 227˙ Καργάκος, ό.π., σ. 400.
  9. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 224˙ Κριτού, ό.π., σ. 227.
  10. Οι Τερζούδης-Βλάχος και ο Κριτού αναφέρουν λανθασμένα ότι ο Χαρίλαος Βολονάσης ήταν δάσκαλος.
  11. Κριτού, ό.π., σ. 227-228.
  12. Συνέντευξη του Κωνσταντινίδη Θεόδωρου στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αθήνα, 24 Οκτωβρίου 2020.
  13. Καργάκος, ό.π., σ. 401.
  14. Συνέντευξη του Αλεξιάδη Ζαφείρη στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 2021.
  15. Κριτού, ό.π., σ. 230˙ Ψυλλίδης, ό.π., σ. 109˙ Καργάκος, ό.π., σ. 401.
  16. Κασάπης, ό.π., σ. 270.
  17. Ψυλλίδης, ό.π., σ. 107-108.
  18. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 228, 232˙ Ψυλλίδης, ό.π., σ. 108.
  19. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 209.
  20. Συνέντευξη του Αλεξιάδη Ζαφείρη στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αθήνα, 27 Μαρτίου 2021.
  21. Ζαφείρης Αλεξιάδης, Αλήμπεη, Χορηγός: Επιμελητήριο Έβρου, Αλεξανδρούπολη, 2007, σ. 101.
  22. Συνέντευξη του Δημητριάδη Θεόδωρου στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αλεξανδρούπολη, 3 Οκτωβρίου 2020.
  23. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 239-240.
  24. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 232-233˙ Ψυλλίδης, ό.π., σ. 107˙ Γιάννης Σκαλιδάκης, Η Ελεύθερη Ελλάδα Η εξουσία του ΕΑΜ στα χρόνια της Κατοχής (1943-1944), Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα, 2015, σ. 207.
  25. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 234.
  26. Αλεξιάδης, ό.π., σ. 97.
  27. Ισίδωρος Μακρής, «Η θάλασσα». Φάρος, 33 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2010), 40-41.
  28. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 234.
  29. Στο ίδιο, σ. 233.
  30. Στο ίδιο, σ. 233˙ Ψυλλίδης, ό.π., σ. 107.
  31. Συνέντευξη του Κωνσταντινίδη Θεόδωρου στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αθήνα, 24 Οκτωβρίου 2020.
  32. Κασάπης, ό.π., σ. 270-271.
  33. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 232-233˙ Ψυλλίδης, ό.π., σ. 107.
  34. Κασάπης, ό.π., σ. 271˙ Ψυλλίδης, ό.π., σ. 107.
  35. Στο ίδιο, σ. 107.
  36. Κασάπης, ό.π., σ. 272.
  37. Στο ίδιο, σ. 272.
  38. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 234.
  39. Στο ίδιο, σ. 226.
  40. Στο ίδιο, σ. 226˙ Ψυλλίδης, ό.π., σ. 104, 107.
  41. Σκαλιδάκης, ό.π., σ. 247.
  42. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 226˙ Σκαλιδάκης, ό.π., σ. 209.
  43. Κασάπης, ό.π., σ. 271.
  44. Mark Mazower, Στην Ελλαδα του Χίτλερ Η εμπειρία της Κατοχής, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 293, 300-301˙ Κριτού, ό.π., σ. 227.
  45. Τσεσμελής, ό.π., σ. 71.
  46. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 226-227˙ Mazower, ό.π., σ. 300-301.
  47. Τσεσμελής, ό.π., σ. 74.
  48. Συνέντευξη του Δημητριάδη Θεόδωρου στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αλεξανδρούπολη, 7 Οκτωβρίου 2020.
  49. Συνέντευξη του Αρβανιτίδη Δημήτρη στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αλεξανδρούπολη, 28 Οκτωβρίου 2020.
  50. Στα κρατητήρια του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου 1944 υπήρχαν ήδη 350 έγκλειστοι, ενώ οι συλλήψεις ακόμα και απλά πολιτικών αντιπάλων συνεχίζονταν σε έντονο ρυθμό (Στράτος Δορδανάς, Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη Επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974, Εστία, Αθήνα 2012, σ. 52-53).
  51. Στο ίδιο, σ. 51-52.
  52. Γιώργος Γκαγκούλιας, «Παιδομάζωμα» Τα παιδιά στη θύελλα του Εμφυλίου Πολέμου και μετά, Ιωλκός, Αθήνα 2004, σ. 349-350.
  53. Συνέντευξη της Γκαγκούλια Γιώτας στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αλεξανδρούπολη, 9 Ιουλίου 2021.
  54. Γκαγκούλιας, ό.π., σ. 350-351.
  55. «1.700 σχολεία και πέντε γυμνάσια»: Συνέντευξη της Γκαγκούλια Γιώτας στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αλεξανδρούπολη, 9 Ιουλίου 2021.
  56. Γκαγκούλιας, ό.π., σ. 350-351.
  57. Συνέντευξη της Γκαγκούλια Γιώτας στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αλεξανδρούπολη, 9 Ιουλίου 2021.
  58. Γκαγκούλιας, ό.π., σ. 350.
  59. Συνέντευξη της Γκαγκούλια Γιώτας στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αλεξανδρούπολη, 9 Ιουλίου 2021.
  60. Σουλακάκης, ό.π., σ. 32-33.
  61. Στο ίδιο, σ. 32.
  62. Γκαγκούλιας, ό.π., σ. 351.
  63. Στο ίδιο, σ. 351.
  64. Ανέστης Νικολαΐδης, «1946: Οι πρώτοι απόφοιτοι μετά την Κατοχή του ’40», Φάρος, 24 (Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007), 26-27˙ Ανέστης Νικολαΐδης, «Το Παράρτημα Γυμνασίου – Η κατεδάφιση της Ιστορίας», Φάρος, 52 ( Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2014), 12-13.
  65. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 226.
  66. Γκαγκούλιας, ό.π., σ. 351-352
  67. Ψυλλίδης, ό.π., σ. 102-103˙ Γκαγκούλιας, ό.π., σ. 352.
  68. Συνέντευξη της Γκαγκούλια Γιώτας στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αλεξανδρούπολη, 9 Ιουλίου 2021.
  69. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 227˙ Κασάπης, ό.π., σ. 272.
  70. Στο ίδιο, σ. 272˙ Ψυλλίδης, ό.π., σ. 107-108.
  71. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 227˙ Κασάπης, ό.π., σ. 272˙ Ψυλλίδης, ό.π., σ. 107-108.
  72. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 227.
  73. Τηλεφωνία-Τηλεγραφία-Ταχυδρομείο (Τ.Τ.Τ.), οργανισμός προκάτοχος του ΟΤΕ και των ΕΛΤΑ.
  74. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 228˙ Κασάπης, ό.π., σ. 273-274.
  75. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 228.
  76. Ψυλλίδης, ό.π., σ. 108-109.
  77. Στο ίδιο, σ. 108-109˙ Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη, Φιλίστωρ, Αθήνα 2013, σ. 132, 134.
  78. Τερζούδης-Βλάχος, ό.π., σ. 211.
  79. Στο ίδιο, σ. 211.
  80. Συνέντευξη του Αλεξιάδη Ζαφείρη στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 2021.
  81. Αλεξιάδης, ό.π., σ. 99.
  82. Κωνσταντίνος Κυριακίδης, Αλεξανδρούπολη και Ποδόσφαιρο, 1870-2009, Αθλητικός Οργανισμός Δήμου Αλεξανδρούπολης, Αλεξανδρούπολη 2009, σ. 130.
  83. Στο ίδιο, σ. 130.
  84. Συνέντευξη του Αρβανιτίδη Δημήτρη στην Κορτεσία Πασαδάκη-Μουλούδη, Αλεξανδρούπολη 25 Απριλίου 2021.
  85. Κυριακίδης, ό.π., σ. 130.
  86. Στο ίδιο, σ. 130.