Print Friendly, PDF & Email

Το ελληνογερμανικό ψυχροπολεμικό συνεχές

Δημήτρης Μητσόπουλος

 

Χρήστος Τσάκας, Με το βλέμμα στην Ευρώπη: Οι ελληνογερμανικές σχέσεις μετά τον πόλεμο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2023, σελ. 352

Οι ελληνογερμανικές σχέσεις δεν αποτελούν ένα ανεξερεύνητο πεδίο της ελληνικής ιστορίας. Πέρα από την γερμανική κατοχή, η οποία αποτελεί ιδιαίτερα αναπτυγμένο πεδίο έρευνας, πολλές ακόμη μελέτες έχουν εκδοθεί, ενώ τα τελευταία χρόνια η έρευνα έχει εμπλουτιστεί με δημοσιεύσεις, που άπτονται λιγότερο γνωστών ζητημάτων και περιόδων.[1] Παρ’ όλα αυτά, όσον αφορά την μεταπολεμική ιστορία των δύο χωρών, τα περισσότερα έργα σχετίζονται με κληρονομιές και «μακρές σκιές» της δεκαετίας του ’40. Ο Χρήστος Τσάκας με τη μελέτη του, Με το βλέμμα στην Ευρώπη: Οι ελληνογερμανικές σχέσεις μετά τον πόλεμο, συμβάλλει καθοριστικά στο πεδίο, αλλά όχι μόνο σε αυτό.

Το βιβλίο αρθρώνεται σε πέντε μεγάλα τμήματα, ακολουθώντας μια γραμμική χρονολογική αφήγηση και προτείνοντας μια περιοδολόγηση των ελληνογερμανικών σχέσεων, βασισμένη στις οικονομικές και εμπορικές τους σχέσεις, ξεκινώντας από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και καταλήγοντας στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, του 1981. Η 30ετής περίοδος που καλύπτει το βιβλίο, συμπίπτει κυρίως με την προσπάθεια της Ελλάδας να ενταχθεί στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσής της και να επιτύχει σταθερή και ισχυρή οικονομική ανάπτυξη.

Τα κεφάλαια 2, 3 και 4, που συναποτελούν το πρώτο τμήμα, εστιάζουν στην επανεκκίνηση των ελληνογερμανικών οικονομικών και επιχειρηματικών σχέσεων στις αρχές της δεκαετίας του ’50 σε συνάρτηση με το ζήτημα πλήρωσης του επενδυτικού και χρηματοδοτικού κενού, που άφηνε η ολοκλήρωση του σχεδίου Μάρσαλ στην ελληνική οικονομία. Το 3ο κεφάλαιο αναδεικνύει ότι παρά τον προφανώς ετεροβαρή χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ των δύο χωρών, οι Έλληνες πλοιοκτήτες ακολούθησαν την αντίθετη διαδρομή και συνέβαλαν στην αναζωογόνηση των γερμανικών ναυπηγείων, ενώ το 4ο εστιάζει στα νήματα και τα πρόσωπα που συνδέουν την μεσοπολεμική, την κατοχική και την μεταπολεμική περίοδο.

Το δεύτερο τμήμα του βιβλίου ασχολείται με τα «σκαμπανεβάσματα» των ελληνογερμανικών σχέσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Εκκινεί από τη συμφωνία του 1953 που προέβλεπε γερμανικές επενδύσεις στη χώρα και την επίσκεψη του καγκελάριου Adenauer στην Αθήνα. Αναλύει σε βάθος την κρίση που προκάλεσε στις διμερείς σχέσεις αλλά και στο εσωτερικό της χώρας το σκάνδαλο της Siemens, ενώ καταλήγει με την επαναπροσέγγιση των δύο χωρών στην πρώτη θητεία Καραμανλή και στις εγχώριες αντιδράσεις επιχειρηματικών και τραπεζικών κύκλων, ως προς τα προβλεπόμενα σχέδια και τις επενδύσεις.

Στο τρίτο τμήμα του βιβλίου, ο Τσάκας τοποθετεί τις ελληνογερμανικές σχέσεις σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο. Οι διεθνείς εξελίξεις, που πάντα λαμβάνονται υπόψιν στη μελέτη αυτή, όπως η Συμφωνία της Ρώμης αλλά και η στόχευση της Ελλάδας να αποκτήσει ρόλο στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (π.χ. Συμφωνία Σύνδεσης 1961), για σειρά λόγων τίθενται στο επίκεντρο. Παράλληλα, όμως, ο συγγραφέας αναλύει πώς αυτή η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων της ΕΡΕ δημιούργησε εντάσεις στο εσωτερικό, τόσο σε πολιτικό όσο κυρίως σε επίπεδο οικονομολόγων και επιχειρηματιών, για τις αντοχές και τις δυνατότητες της χώρας. Παράλληλα με τα παραπάνω, η συμφωνία του 1958, αλλά και η ανάγκη της Ελλάδος να «μεταμορφωθεί», έθεταν ένα πλαίσιο στις διμερείς σχέσεις. Τέλος, αναλύεται το ζήτημα του βωξίτη και του αλουμινίου, καθώς από τη μια υπήρχε η απαιτούμενη πρώτη ύλη στην Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχαν συχνά οι πόροι ή η διάθεση να γίνουν επενδύσεις. Στο ζήτημα αυτό και η γαλλική αλλά και αμερικανική εμπλοκή περιέπλεξαν τις ελληνογερμανικές σχέσεις, ενώ η υπόθεση της επένδυσης της Πεσινέ στην Ελλάδα, βάρυνε το ήδη τεταμένο πολιτικό κλίμα.

To τέταρτο τμήμα, που συναποτελούν τέσσερα κεφάλαια, ασχολείται με την περίοδο 1963-1974 όταν η Ελλάδα γνώρισε αλλεπάλληλες θεσμικές κρίσεις, με αποκορύφωμα την δικτατορία των συνταγματαρχών. Ο συγγραφέας «ανοίγει» το φακό του στο τμήμα αυτό. Υπογραμμίζει τη σημασία των «οικονομικών κινήτρων» για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και τις αντιδράσεις των Ελλήνων επιχειρηματιών, κυρίως μέσω του ΣΕΒ εκείνη την στιγμή. Στον πυρήνα των κεφαλαίων αυτών βρίσκονται οι σχέσεις Ελλάδας – Δυτικής Γερμανίας, κατά την περίοδο της χούντας. Η εγκαθίδρυση του δικτατορικού καθεστώτος προκάλεσε προφανώς τριγμούς και δυσχέραινε την διεθνή θέση της χώρας. Τα γεωστρατηγικά σχέδια, πρωτίστως, και οι οικονομικές και επιχειρηματικές σχέσεις διευκόλυναν την ενεργοποίηση διαύλων επικοινωνίας, μεταξύ του καθεστώτος και ξένων χωρών. Η έξωση της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, παρά τον υψηλό συμβολικό της χαρακτήρα, δεν διατάραξε τις οικονομικές σχέσεις με την Δυτική Γερμανία, ενώ ο Τσάκας εντάσσει τις εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΟΚ, στο πλαίσιο της προοπτικής διεύρυνσης της τελευταίας. Το τμήμα αυτό κλείνει με το πώς η διεθνής πετρελαϊκή κρίση του 1973 επέδρασε στην ελληνική οικονομία και συνακόλουθα στις εμπορικές και οικονομικές της σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία και την ΕΟΚ.

To βιβλίο κλείνει με τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Η οικονομική πολιτική στράφηκε στην ενίσχυση της εσωτερικής κατανάλωσης, ενώ υπήρξε σειρά κρατικοποιήσεων. Αναλύονται οι οικονομικές συνθήκες της χώρας, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ένταξης, αλλά και οι εσωτερικές αντιφάσεις της ένωσης εκείνη τη στιγμή. Και πάλι το γαλλογερμανικό δίπολο επανέρχεται, όπως είδαμε και σε προηγούμενα κεφάλαια. Η μεταβατική περίοδος και τα αγροτικά προϊόντα υπήρξαν βασικά ζητήματα συζήτησης. Κατά το συγγραφέα, το έτος τομή βρίσκεται στο 1977 και την εκλογική άνοδο του ΠΑΣΟΚ η οποία συνετέλεσε καθοριστικά στην ένταξη. Το βιβλίο κλείνει με την Αλλαγή του ’81 και τη σταδιακή μετατόπιση της νέας κυβέρνησης προς λιγότερο ριζοσπαστικές και περισσότερο «θεσμικές» και «ευρωπαϊκές» πολιτικές.

Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια προσεγμένη έκδοση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Το κείμενο είναι καλογραμμένο και ρέον, ενώ η διάρθρωση του βιβλίου σε τμήματα και σε μικρότερα επιμέρους κεφάλαια διευκολύνει τον αναγνώστη. Ταυτόχρονα, πρόκειται για ένα πολύ καλά τεκμηριωμένο βιβλίο ιστορίας. OΤσάκας χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό από πέντε διαφορετικές χώρες, ενώ τα αρχεία του χαρακτηρίζονται από ποικιλία, καθώς ανατρέχει σε επίσημα κρατικά, επιχειρηματικά, διεθνών – υπερεθνικών οργανισμών, Τύπο και προφορικές μαρτυρίες. Εντάσσει την Ελλάδα στη διεθνή βιβλιογραφία και επικοινωνεί μαζί της, ειδικά όσον αφορά το πεδίο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης.

Μια μεγάλη αρετή του βιβλίου είναι ότι εστιάζει στις συνέχειες. Δεν βλέπει τις εξελίξεις μεμονωμένα, αλλά τονίζει το πώς μερικές πολιτικές, μερικές στρατηγικές και μερικά πρόσωπα συνδέουν περιόδους, που δεν φαίνεται να έχουν τόσα κοινά. Ξεχωριστή σημασία και ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναλύσεις για το ρόλο της ελληνικής ναυσιπλοΐας για το πώς οι Έλληνες εφοπλιστές ανέπτυξαν τις δραστηριότητες τους, μέσα στο πλέγμα των ελληνογερμανικών σχέσεων, αλλά και πώς το ελληνικό κράτος προσπάθησε να αξιοποιήσει την παρουσία τους ως διαπραγματευτικό ατού. Το βιβλίο ίσως θα μπορούσε να είχε αναλύσει περισσότερο την περίοδο 1963-1967, καθώς το κεφάλαιο εκείνο γρήγορα μεταβαίνει στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Λίγες είναι οι αναφορές για τους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία. Το τελευταίο αποτελεί έλλειμα της ελληνικής ιστοριογραφίας καθώς ελάχιστες είναι οι σχετικές εργασίες πάνω στο θέμα των Ελλήνων Gastarbeiter και όχι ευθύνη του συγγραφέα. Άλλωστε δεν είναι αυτό το βασικό ζητούμενο της εργασίας του.

Παράλληλα, η κυρίαρχη άποψη θεωρεί ότι η μεταπολιτευτική διαδικασία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ αποσκοπούσε στην εμπέδωση της Γ Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο Τσάκας όμως διαφοροποιείται, θεωρώντας τομή το έτος 1977 και την εκλογική άνοδο του ΠΑΣΟΚ. Δεν διαφωνεί a priori με την mainstream άποψη για τη σχέση εκδημοκρατισμού και ένταξης στην ΕΟΚ, αλλά εστιάζει στην ανάγκη –ως αντίληψη της εποχής– να τεθούν όρια και κανονιστικά πλαίσια ενόψει της κατάληψης της εξουσίας από ένα κόμμα με ριζοσπαστικό λόγο, τόσο στην οικονομία –μέσω της ΕΟΚ– όσο και στις εξωτερικές σχέσεις – μέσω της επανένταξης της Ελλάδας, στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με το συγγραφέα η εκλογική διαδικασία εκείνης της χρονιάς συνέβαλλε στο «ξεκλείδωμα» της ενταξιακής διαδικασίας και την επιτάχυνσή της, ώστε να προλάβει η Ελλάδα τις άλλες μεσογειακές χώρες που προετοιμάζονταν και αυτές για την ΕΟΚ.

Το Με το βλέμμα στην Ευρώπη συμβάλλει πολύ σημαντικά στην κατανόηση της ελληνικής μεταπολεμικής ιστορίας, σε ευρύτερα ζητήματα, πέραν των ελληνογερμανικών σχέσεων. Μεταξύ άλλων, εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για την μεταπολεμική ανασυγκρότηση, τις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων και κεντρικών πολιτικών επιλογών και την πορεία της χώρας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Είναι ένα βιβλίο που κινείται σε διάφορα επίπεδα με πλήθος ιστορικών, αλλά και σύγχρονων ερωτημάτων, με το συγγραφέα να επισημαίνει διαρκώς την σημασία που είχε το γερμανικό υπόδειγμα για την μεταπολεμική πορεία της χώρας, καλώντας μας να αποφύγουμε τις ερμηνείες-παγίδες κάποιου ιδιότυπου ελληνικού «εξαιρετισμού» ή ατελούς εξευρωπαϊσμού.

  1. Ενδεικτικά: Στράτος Δορδανάς, Οι Αργυρώνητοι: η Γερμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2021⋅ Στράτος Δορδανάς και Βάιος Καλογριάς, Η Σταζι και οι Έλληνες Πολιτικοί Πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989), Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2020Κωνσταντίνος Σ. Παπανικολάου, Η Μακεδονία των Γερμανών: Η εικόνα της Μακεδονίας στον γερμανικό δημόσιο λόγο από τις αρχές του 19ου αιώνα έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Θεσσαλονίκη: Δίσιγμα, 2022⋅ Chrysa Vachtsevanou, Stefan Zeppenfeld, Vangelis Karamanolakis (επιμ.), Human Rights, Tradeand Diplomacyin Greek-German Relations, 1967-1974, Βόννη: Dietz Verlag, 2022.