Print Friendly, PDF & Email

Το γερμανικό κατασκοπευτικό δίκτυο στην Ελλάδα του Εθνικού Διχασμού

Χαράλαμπος Γάππας
University of North Carolina at Chapel Hill

 

Στράτoς Δορδανάς, Οι Αργυρώνητοι. Η γερμανική προπαγάνδα στην Ελλάδα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2021, σελ. 408

Ο Στράτος Δορδανάς, με το παρόν βιβλίο, μας εισαγάγει και μας ταξιδεύει στις απόκρυφες στιγμές του Εθνικού Διχασμού. Με ένα από τα καλύτερα πονήματα που έχουν γραφεί τελευταίως για την περίοδο εκείνη, μετά από μία εξαντλητική και ισχυρά δομημένη παράθεση πρωτογενών πηγών μέσα από τα γερμανικά αρχεία, μας αφηγείται κάθετα επί του χρονικού άξονος και οριζόντια σε όλες τις πτυχές του, το δίκτυο της γερμανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα από την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου, το 1914, έως και την είσοδο της χώρας στον πόλεμο, το 1917.Το ίδιο το βιβλίο παρακολουθεί τη μεθοδική λειτουργία των γερμανικών υπηρεσιών, και μέσω της ανάλυσης που αυτές έκαναν σε πρόσωπα, όπως σε εκδότες εφημερίδων, ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων αλλά και στη βασιλική οικογένεια, μας τούς παρουσιάζει. Στην πιο μυθιστορηματική του πτυχή, μας ξεδιπλώνεται ένα δυστοπικό σκηνικό με χρηματισμούς προσωπικοτήτων, εξαγορά εκδοτικών συγκροτημάτων, ασωτίες, δολοπλοκίες και πισώπλατα μαχαιρώματα, ακόμη και εντός του δικτύου της γερμανικής κατασκοπείας.

Κεντρική φυσιογνωμία, που διατρέχει όλο το βιβλίο, είναι ο βαρόνος Carl Schenck, ο οποίος από εκπρόσωπος του επιχειρηματικού κολοσσού της Krupp, θα τεθεί στην υπηρεσία της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα με σκοπό να μεταστρέψει την ελληνική κοινή γνώμη και ανθρώπους σε θέσεις κλειδιά υπέρ της Γερμανίας. Αξιοποιώντας τα εμπορικά, εκπαιδευτικά και επιχειρηματικά δίκτυα που είχε εγκαταστήσει η Αυτοκρατορία του Kaizer στην Ελλάδα πριν τον πόλεμο, και ρίχνοντας περίπου έξι εκατομμύρια μάρκα στην ελληνική αγορά, θα καταφέρει να «βάλει στο χέρι» μεγάλο τμήμα του Τύπου, τόσο στην Αθήνα, όσο και στην επαρχία. Ο βαρόνος Schenck θα αποτελέσει το «αγκάθι στο μάτι» για τους αγγλογάλους, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να τον ξεφορτωθούν. Ενώ, θα αποτελέσει και τον άνθρωπο που αγαπάει να μισεί η βενιζελική Πατρίς, αλλά και φιγούρα σατυρικών θιάσων. Μάλιστα, ο βαρόνος, λόγω της πληθωρικής προσωπικότητάς του, θα αυτονομηθεί σε τέτοιο βαθμό κατά τη δράση του ώστε θα καταστήσει εαυτόν επικίνδυνο και για τα ίδια τα γερμανικά συμφέροντα.

Ένα θέμα που με δεξιότητα πραγματεύεται ο Στράτος Δορδανάς είναι και αυτό της ουδετερότητας που διακήρυττε πως υπερασπίζεται η αντιβενιζελική παράταξη. Μέσα από τις επαφές της βασίλισσας Σοφίας και του βασιλέως Κωνσταντίνου, τόσο με το βαρόνο Schenck στην Ελλάδα, όσο και με τον Kaizer, μετά την εξορία τους στην Ελβετία, η πίστη στη νίκη των γερμανικών όπλων είναι γι’ αυτούς αδιαμφισβήτητη και η ουδετερότητα είναι το αντίδωρο στην αδυναμία συμμετοχής στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας με τις παρούσες συνθήκες.

Εν τέλει, ένα εύστοχο ερώτημα που ανασύρει το βιβλίο είναι το κατά πόσο χρειάζονταν ένας Schenck και πολλά μάρκα για να στηθεί το φιλογερμανικό μέτωπο στην Ελλάδα, μιας και οι Αγγλογάλλοι με την αποικιοκρατική συμπεριφορά τους βοήθησαν αρκετά τη συσπείρωση του αντιβενιζελισμού. Ωστόσο, στο τελευταίο κεφάλαιο, Αντί επιλόγου, η ιστορία μας έχει και το sequel της. Εκεί μας παρατίθενται στη μακρά τους διάρκεια κάποια από τα πρόσωπα που εμφανίσθηκαν στο στερέωμα τον καιρό του Εθνικού Διχασμού και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε είκοσι χρόνια μετά, κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να ξαναστηθεί το δίκτυο των επαφών και να αποκτήσουν συνέχεια σχέσεις που είχαν σφυρηλατηθεί πριν το 1917. Έτσι, προσεγγίζεται και το ζήτημα της γερμανοφιλίας στην Ελλάδα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, μέσα από τα λόγια και τις πράξεις των ανθρώπων της εποχής. Συμπερασματικά λοιπόν, η γερμανοφιλία στην Ελλάδα δεν είχε βάθος. Ήταν μάλλον μια πρόσκαιρη καταφυγή, πάντα όμως με οικονομικό όφελος, και χρειαζόταν να συναντηθεί με εγχώριους υφέρποντες διχασμούς ώστε να βρει έκφραση.