«Βουλγαρογραμμένοι». Μια πρώτη προσπάθεια προσέγγισης
μιας αποσιωπημένης πτυχής της βουλγαρικής κατοχής
στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη
Δημήτρης Καλογιαννίδης
Στις 20 Απριλίου του 1941, λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της περιοχής από τα γερμανικά στρατεύματα, τμήματα της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς διέσχισαν τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα προχωρώντας με τον τρόπο αυτό στη στρατιωτική κατάκτηση της περιοχής που εκτείνονταν από την ανατολική πλευρά του Στρυμόνα μέχρι την Αλεξανδρούπολη και τη νοητή γραμμή που συνέδεε την πόλη αυτή με το Σβίλενγκραντ.[1] Στο επόμενο διάστημα, μέχρι και τα τέλη του Μαΐου, τα γερμανικά στρατεύματα αποχώρησαν από την περιοχή, παραχωρώντας τον στρατιωτικό έλεγχο της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης στη βουλγαρική δικαιοδοσία. Για την γερμανική πλευρά τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις της Βουλγαρίας περιορίζονταν μόνο στη στρατιωτική διοίκηση των κατεχόμενων περιοχών· το καθεστώς που διαμορφώθηκε στην περιοχή θεωρήθηκε ως κάτι το προσωρινό, ένα μεταβατικό στάδιο για όσο καιρό διαρκούσε η πολεμική προσπάθεια, ενώ η οριστική διευθέτησή του μεταφέρονταν για μετά το τέλος του πολέμου.[2]
Από τις πρώτες ημέρες που τα βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, η κυβέρνηση της Βουλγαρίας με τις ενέργειές της έδειξε με ξεκάθαρο τρόπο τις διαθέσεις της σχετικά με το μέλλον των «νέων» εδαφών. Θέλοντας να αναιρέσει στην πράξη τον χαρακτήρα προσωρινότητας που προσέδιδε η Γερμανία στο καθεστώς διοίκησης της βουλγαρικής ζώνης κατοχής, προχώρησε από την πρώτη στιγμή στη διοικητική ενσωμάτωση αυτών των περιοχών στο βουλγαρικό κράτος. Με βάση αυτό το σκεπτικό, και απορρίπτοντας κάθε δεύτερη σκέψη για την εφαρμογή ενός ειδικού καθεστώτος στη διοίκηση της περιοχής, στις 3 Μαΐου του 1941 με απόφαση του βουλγαρικού Υπουργικού Συμβουλίου συστάθηκε η Περιφέρεια της Μπέλο Μόρε ως μια νέα διοικητική μονάδα του βουλγαρικού κράτους με έδρα την Ξάνθη.[3] Λίγες ημέρες αργότερα, στις 14 Μαΐου παρά τις αντιρρήσεις της γερμανικής πλευράς η Βουλγαρία προχώρησε στην προσάρτηση της περιοχής στο βουλγαρικό κράτος.[4]
Ο εκβουλγαρισμός του δημοσίου χώρου της πόλης και η προσπάθεια για την εθνοποίηση του ντόπιου πληθυσμού
Με την ένταξή της στο βουλγαρικό κράτος η περιοχή αναδιοργανώθηκε με βάση τα βουλγαρικά πρότυπα σε διοικητικό, οικονομικό, εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό επίπεδο, ενώ παράλληλα ενεργοποιήθηκαν ευρύτερες διαδικασίες για την οικοδόμηση του βουλγαρικού έθνους στην περιοχή, στις οποίες κυρίαρχη θέση κατείχε η διαμόρφωση μιας βουλγαρικής εθνικής κοινότητας, η οποία επρόκειτο να αποτελέσει εκείνο το πληθυσμιακό δυναμικό που θα καθιστούσε εφικτή την ενοποίηση των «νέων εδαφών» με την «παλαιά Βουλγαρία».[5] Για το λόγο αυτό οι βουλγαρικές αρχές από τις πρώτες ημέρες της εγκατάστασής τους στην περιοχή επέβαλαν ένα πυκνό πλέγμα κανονιστικών παρεμβάσεων και μέτρων τόσο στο δημόσιο χώρο της πόλης όσο και στο ντόπιο πληθυσμό.
Ήδη από τον Μάιο του 1941 με διαταγή των κατοχικών αρχών υποχρεώθηκαν όλοι οι καταστηματάρχες να μεταγράψουν τις πινακίδες των καταστημάτων τους στη βουλγαρική γλώσσα και να αναρτήσουν τη βουλγαρική σημαία έξω από αυτά.[6] Την όλη διαδικασία επέβλεπε ο Βούλγαρος αντιδήμαρχος, ο οποίος με τη συνοδεία ενός διερμηνέα περιδιάβαινε για το λόγο αυτό τους κεντρικούς δρόμους της πόλης εκείνες τις πρώτες ημέρες της βουλγαρικής κατοχής.[7] Για να επιβληθεί μια γρήγορη πειθάρχηση του πληθυσμού στο μέτρο αυτό, ομάδες Βουλγάρων αστυνομικών τριγυρνούσαν κατά τις βραδινές ώρες στο χώρο της αγοράς και ξεσπούσαν την οργή τους στις βιτρίνες των καταστημάτων που διατηρούσαν ακόμα τις ελληνικές τους επιγραφές.[8] Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της βουλγαρικής κατοχής, ειδικά συνεργεία εργάζονταν συστηματικά για να εξαφανίσουν από τα δημόσια κτίρια της πόλης οποιαδήποτε αναγραφή μαρτυρούσε την ελληνική παρουσία στην περιοχή.[9]
Παράλληλα, με την υποχρεωτική αλλαγή των επιγραφών στα καταστήματα από τις πρώτες ημέρες της βουλγαρικής κατοχής επιβλήθηκε η μετονομασία των οδών και των πλατειών της πόλης. Φαίνεται ότι αρχικά όλες οι πινακίδες στους δρόμους της πόλης αντικαταστάθηκαν με αριθμούς, ενώ στη συνέχεια η ονοματοθεσία τους διαμορφώθηκε με βάση τα βουλγαρικά εθνικά πρότυπα.[10] Ιδιαίτερα σημαντική θέση σε αυτή τη διαδικασία εκβουλγαρισμού του δημοσίου χώρου της πόλης κατείχε η καταστροφή των μνημείων, τα οποία ήταν δηλωτικά της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή. Σε μια κίνηση με έντονα συμβολικό περιεχόμενο μια ομάδα Βουλγάρων στρατιωτών το βράδυ της 14ης Ιουνίου του 1941 βανδάλισε το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, το οποίο ένα χρόνο μόλις νωρίτερα είχε τοποθετηθεί στο πάρκο που βρισκόταν δίπλα στην κεντρική πλατεία της πόλης.[11] Το άγαλμα, αφού αρχικά κομματιάστηκε, μεταφέρθηκε στη συνέχεια στο λιμάνι του Πόρτο Λάγος, όπου και έριξαν τα σπασμένα κομμάτια του στη θάλασσα.
Με την ένταξη της περιοχής στο βουλγαρικό κράτος, παράλληλα με τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τον εκβουλγαρισμό του δημοσίου χώρου, ξεκίνησε μια διαδικασία εθνοποίησης του ντόπιου πληθυσμού. Ιδιαίτερα σημαντική θέση στη διαδικασία αυτή κατείχε ο νόμος της 10ης Ιουνίου του 1942, ο οποίος αφορούσε την «υπηκοότητα στα απελευθερωμένα εδάφη».[12] Ουσιαστικά με το νόμο αυτό αποδίδονταν η βουλγαρική υπηκοότητα σε όλους τους κατοίκους των περιοχών που καταλήφθηκαν από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας πολιτογράφησης πραγματοποιήθηκε μια βασική διάκριση ανάμεσα σε αυτούς που είχαν γεννηθεί στις κατεχόμενες από τα βουλγαρικά στρατεύματα περιοχές και σε όσους έλκυαν την καταγωγή τους από κάπου αλλού. Οι πρώτοι θεωρήθηκαν εξ αρχής ως ένας καθαρά βουλγαρικός πληθυσμός και τους αποδόθηκε η βουλγαρική υπηκοότητα χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της επιλογής, ενώ οι δεύτεροι υποχρεώθηκαν μέσα σε μια ορισμένη χρονική προθεσμία να αποφασίσουν για την υπηκοότητα την οποία επρόκειτο να κρατήσουν· στην περίπτωση που επέλεγαν να διατηρήσουν την προηγούμενη υπηκοότητά τους έπρεπε στο χρονικό διάστημα μέχρι την 1η Απριλίου του 1943 να αποχωρήσουν από την περιοχή της βουλγαρικής ζώνης κατοχής.[13]
Η διάκριση αυτή ανάμεσα σε γηγενείς και επήλυδες απέρρεε από τις αντιλήψεις που επικρατούσαν στο εσωτερικό του βουλγαρικού κράτους εκείνη την περίοδο σχετικά με την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, οι οποίες εντάσσονταν στο πλαίσιο του βουλγαρικού αναθεωρητισμού, όπως αυτός εκδηλώθηκε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Σύμφωνα με αυτές, η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν από την ένταξή της στο ελληνικό κράτος είχε υποστεί ένα συστηματικό αποβουλγαρισμό, ο οποίος στηρίχθηκε αφενός στην εγκατάσταση ενός μεγάλου τμήματος των προσφυγικών εισροών της περιόδου 1922-1923 και αφετέρου στην αφομοίωση του ντόπιου πληθυσμού, ο οποίος απώλεσε σταδιακά τη βουλγαρική του συνείδηση.[14] Ο νόμος αυτός, παρόλο που δεν εφαρμόστηκε μετά τις αλλεπάλληλες παρεμβάσεις της γερμανικής πλευράς, εντούτοις άσκησε σημαντικές πιέσεις στους κατοίκους της βουλγαροκρατούμενης ζώνης, καθώς αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας πολιτικής διακρίσεων και περιορισμών που επιβλήθηκε από τις πρώτες ημέρες της κατοχής απέναντι στο ντόπιο πληθυσμό, η οποία μαζί με τον εποικισμό αποτέλεσαν τις βασικές συνιστώσες της δημογραφικής μηχανικής που εφάρμοσαν οι βουλγαρικές αρχές στην περιοχή.[15] Μέσα σε αυτό το ιδιαίτερα πιεστικό πλαίσιο που διαμόρφωσε η βουλγαρική κατοχή στην περιοχή πολλοί ήταν αυτοί που απέκτησαν τη βουλγαρική υπηκοότητα και επέλεξαν να συνεχίσουν τη ζωή τους ως Βούλγαροι πολίτες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Τα κίνητρα των βουλγαρογραμμένων
Αμέσως μετά την εγκατάσταση των βουλγαρικών αρχών στην περιοχή ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια για την αναδιοργάνωση της τοπικής οικονομίας, η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τα βουλγαρικά πρότυπα και με τις προτεραιότητες που έθετε η πολιτική της βουλγαρικής κυβέρνησης στην περιοχή. Η προσπάθεια αυτή πραγματοποιήθηκε παράλληλα με τις προσπάθειες για τη διαμόρφωση μιας βουλγαρικής εθνικής κοινότητας, ενός κυρίαρχου πληθυσμιακού σώματος, το οποίο θα αποκτούσε τον έλεγχο των οικονομικών λειτουργιών και της πολιτικής διοίκησης στην Περιφέρεια της Μπέλο Μόρε. Κυρίαρχη θέση σε αυτή τη διαδικασία εκβουλγαρισμού της οικονομίας είχε η εγκαθίδρυση ενός εθνοτικά θεμελιωμένου καταμερισμού εργασίας, ο οποίος αναδιοργάνωσε με βίαιο τρόπο την αγορά εργασίας στο εσωτερικό της βουλγαρικής ζώνης κατοχής.
Ως ένα πρώτο βήμα για την ενίσχυση της βουλγαρικής παρουσίας στην περιοχή εφαρμόστηκαν μια σειρά από μέτρα, τα οποία περιόριζαν σε σημαντικό βαθμό την επαγγελματική δραστηριότητα του ελληνικού πληθυσμού. Πέρα από τους δημσιίους υπαλλήλους, οι οποίοι αμέσως μετά την εγκατάσταση του βουλγαρικού κρατικού μηχανισμού στην περιοχή βρέθηκαν σε καθεστώς ανεργίας, τα πρώτα θύματα αυτών των περιορισμών ήταν όσοι ασκούσαν μια επαγγελματική δραστηριότητα επιστημονικού χαρακτήρα. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από την εγκατάσταση των βουλγαρικών αρχών οι δικηγόροι, οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί της περιοχής βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια σειρά από περιορισμούς, οι οποίοι ουσιαστικά απαγόρευαν την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.[16] Σε ανάλογη θέση με το επιστημονικό δυναμικό της περιοχής βρέθηκαν και αυτοί που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στον τομέα του εμπορίου και των επιχειρήσεων, καθώς ήδη από το καλοκαίρι του 1941 είχε αρχίσει να επιβάλλεται η διακοπή της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.[17]
Μέσα σε αυτό το κλίμα περιορισμών που επέβαλαν οι βουλγαρικές αρχές στους επαγγελματίες της περιοχής η απόκτηση της βουλγαρικής υπηκοότητας σε αρκετές περιπτώσεις αποτέλεσε το μοναδικό τρόπο για να μπορέσουν να διατηρήσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα κατά τη διάρκεια αυτής της ιδιαίτερα δύσκολης περιόδου. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση ενός αρτοποιού, ο οποίος είχε το κατάστημά του σε κεντρικό σημείο της Ξάνθης. Ο συγκεκριμένος αρχικά υποχρεώθηκε να αποκτήσει ένα Βούλγαρο συνέταιρο στην επιχείρησή του, τελικά όμως αναγκάστηκε να πάρει τη βουλγαρική υπηκοότητα σε κάποια φάση της Κατοχής για να μπορέσει να διατηρήσει την επιχείρηση και το σπίτι του, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.[18]
Οι Βούλγαροι χρησιμοποίησαν την πρακτική του συνεταιρισμού ως ένα υποχρεωτικό μέτρο για να μπορέσουν να προωθήσουν τη διείσδυσή τους στο εσωτερικό της τοπικής αγοράς. Σε κάθε Έλληνα επαγγελματία επιβλήθηκε η υποχρεωτική σύμπραξη με ένα Βούλγαρο συνέταιρο, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις αποκτούσε ένα μερίδιο από την επιχείρηση χωρίς να καταβάλει τα ανάλογα χρηματικά κεφάλαια.[19] Σε αρκετές περιπτώσεις οι Βούλγαροι συνέταιροι αμέσως μετά την απόκτηση ενός μεριδίου από την επιχείρηση προσπαθούσαν με διάφορα τεχνάσματα να την οικειοποιηθούν στο σύνολό της, είτε απομακρύνοντας τον Έλληνα συνιδιοκτήτη, είτε υποβιβάζοντάς τον σε υπάλληλο, ο οποίος συνέχιζε να εργάζεται στην επιχείρηση με νέο εργασιακό καθεστώς. Ως προς αυτό χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός Έλληνα παντοπώλη, ο οποίος κατά τη διάρκεια του 1942 απέκτησε ένα Βούλγαρο συνέταιρο στο κατάστημά του. Μετά από τέσσερις μήνες αναγκαστικής συνύπαρξης στο κατάστημα ο Έλληνας παντοπώλης αποχώρησε από το συνεταιρισμό και προσέφυγε σε ένα δικηγόρο για να διεκδικήσει το μερίδιό του από τα κέρδη της επιχείρησης, τα οποία μέχρι τότε είχε ιδιοποιηθεί στο σύνολό τους ο Βούλγαρος συνέταιρός του.[20] Η ελληνική υπηκοότητα του παντοπώλη αποτέλεσε τροχοπέδη για την εξέλιξη της υπόθεσής του, καθώς, σύμφωνα με τις υποδείξεις του δικηγόρου, η απόκτηση της βουλγαρικής υπηκοότητας αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει μια θετική έκβαση αυτή.[21]
Κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου η λειτουργία των καταστημάτων της περιοχής επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους περιορισμούς που είχαν επιβάλει οι αρμόδιες βουλγαρικές αρχές στον εφοδιασμό τους με τα απαραίτητα υλικά. Το γεγονός αυτό επηρέασε σε σημαντικό βαθμό την εργασία του πατέρα μιας πληροφορήτριας, ο οποίος ήταν υποδηματοποιός και διατηρούσε κατάστημα σε κεντρικό σημείο της πόλης.[22] Σύμφωνα με την ίδια, ο εφοδιασμός των υποδηματοποιών με τα απαραίτητα δέρματα γινόταν με ειδικά κουπόνια τα οποία μοιράζονταν από τις βουλγαρικές αρχές μόνο σε όσους είχαν τη βουλγαρική υπηκοότητα.[23] Οι μεγάλες ελλείψεις που υπήρχαν στο εσωτερικό της τοπικής αγοράς και ο περιορισμένος εφοδιασμός, ο οποίος διενεργούνταν με βάση εθνοτικά κριτήρια, ασκούσε σημαντικές πιέσεις στους επαγγελματίες της περιοχής, ωθώντας ορισμένους από αυτούς στην απόκτηση της βουλγαρικής υπηκοότητας, μια επιλογή που σε ένα βαθμό πραγματοποιούνταν υπό το βάρος της επαγγελματικής τους επιβίωσης.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό της Κατοχής στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη ήταν τα υψηλά επίπεδα ανεργίας, η οποία γινόταν ακόμα πιο αισθητή στο εσωτερικό των πόλεων. Ήδη από την περίοδο της πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας μετά την απρόκλητη ιταλική επίθεση άρχισαν να ασκούνται έντονες πιέσεις στην εσωτερική αγορά, ένα γεγονός που επηρέασε την παραγωγική διαδικασία και αποδιοργάνωσε τις βασικές οικονομικές λειτουργίες στο εσωτερικό των πόλεων. Μετά τη συνθηκολόγηση και την τριχοτόμηση της χώρας σε ζώνες κατοχής η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία, καθώς η μετάβαση στο νέο καθεστώς ανέτρεψε με βίαιο τρόπο τα μέχρι τότε δεδομένα της οικονομικής και επαγγελματικής ζωής. Όσον αφορά την περίπτωση της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, η απόσπασή της από το ελληνικό κράτος διέσπασε με απότομο τρόπο τη συνοχή ενός ενιαίου οικονομικά χώρου, ενώ, ταυτόχρονα, οδήγησε στον ανασχηματισμό του, ο οποίος πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα που επέβαλε η ένταξη της περιοχής στο βουλγαρικό κράτος. Σε αυτό το μεταβατικό διάστημα, που μεσολάβησε ανάμεσα στη συνθηκολόγηση της ελληνικής πλευράς και την εγκαθίδρυση της εξουσίας των βουλγαρικών αρχών αυξήθηκαν κατακόρυφα τα ποσοστά της ανεργίας στο εσωτερικό των αστικών κέντρων της περιοχής. Μέσα στο καθεστώς εκτεταμένης ανεργίας και γενικευμένης ανασφάλειας που επικράτησε κατά τους πρώτους μήνες της Κατοχής, η απόκτηση της βουλγαρικής υπηκοότητας μπορούσε να εξασφαλίσει μια επαγγελματική αποκατάσταση, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αφορούσε και καλές θέσεις εργασίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός κατοίκου της πόλης, ο οποίος από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής εμφανίστηκε ως Βούλγαρος εκδηλώνοντας ανοιχτά την υποστήριξή του απέναντι στις βουλγαρικές αρχές.[24] Ο συγκεκριμένος μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έναρξη της Κατοχής προσλήφθηκε ως υπάλληλος στην ιταλική καπνεμπορική εταιρεία Όντονι, όπου εργάστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου.[25] Ανάλογη είναι μια ακόμα περίπτωση που αναφέρει ένας πληροφορητής· σύμφωνα με αυτόν μια οικογενειακή τους γνωστή, η οποία πήρε τη βουλγαρική υπηκοότητα μαζί με την κόρη της, προσλήφθηκε ως υπάλληλος στο Δημαρχείο της πόλης, θέση την οποία διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου.[26]
Η απώλεια της εργασίας και η ανάγκη της επιβίωσης που έμπαινε με επιτακτικό τρόπο μέσα στις οξύτατες συνθήκες κρίσης της Κατοχής αποτελεί το πιο σημαντικό παράγοντα για την αποδοχή της βουλγαρικής υπηκοότητας σύμφωνα με ένα βουλγαρογραμμένο, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά στην απολογία του:
«Εγώ προπολεμικώς ηργαζόμην ως νυκτοφύλαξ σε ένα καπνομάγαζο. Όταν ήρθαν οι Βούλγαροι απελύθην της υπηρεσίας και επειδή δεν είχα πως να ζήσω αναγκάσθηκα να γραφθώ Βούλγαρος για να ζήσω την εξαμελή οικογένειάν μου. Άνοιξα ένα μαγαζάκι κάτω από το σπίτι μου και εκεί ήρχοντο κάπου-κάπου Βούλγαροι στρατιώται του πλησίον λόχου και έπιναν κανένα ούζο».[27]
Ιδιαίτερα σημαντικές πιέσεις προς την κατεύθυνση της απόκτησης της βουλγαρικής υπηκοότητας ασκούσε και η επισιτιστική πολιτική που εφάρμοσαν οι βουλγαρικές αρχές απέναντι στο ντόπιο πληθυσμό. Στο πλαίσιο μιας γενικότερης πολιτικής διακρίσεων καθιερώθηκε ένας διαφορετικός τύπος δελτίου για όσους είχαν τη βουλγαρική υπηκοότητα σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό της περιοχής, ένα γεγονός που μεταφραζόταν σε μεγαλύτερη ποσότητα, καλύτερη ποιότητα και διαφορετική συχνότητα των παρεχόμενων ειδών διατροφής. Πιο συγκεκριμένα, με το πράσινο δελτίο που έπαιρναν οι Βούλγαροι μπορούσαν να προμηθευτούν 300 γραμμάρια σταρένιο ψωμί κατ’ άτομο σε καθημερινή βάση και μια καθορισμένη ποσότητα βασικών προϊόντων τον μήνα, όπως λάδι, ρύζι, ζάχαρη, τυρί, ελιές, σαπούνι κ.ά., η οποία κατανεμόταν ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας.[28] Αντιθέτως, η παροχή τροφίμων προς τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής πραγματοποιούνταν με βάση το λευκό δελτίο το οποίο περιλάμβανε 200 γραμμάρια καλαμποκίσιο ψωμί την ημέρα κατ’ άτομο και ορισμένες ποσότητες κατώτερης ποιότητας τροφίμων η παροχή των οποίων γινόταν σε μικρότερες ποσότητες και σε αραιότερα διαστήματα σε σχέση με αυτή των Βουλγάρων.[29]
Αυτή η επισιτιστική διάκριση προς τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής καθοδηγήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την περιορισμένη επάρκεια τροφίμων, η οποία υπήρξε ένα ενδημικό φαινόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου στην περιοχή, αλλά αποτέλεσε και ένα μόνιμο μέσο πίεσης απέναντι στο ντόπιο πληθυσμό στο πλαίσιο της πολιτικής που εφάρμοσαν οι βουλγαρικές αρχές, βασική επιδίωξη της οποίας ήταν η βίαιη μεταβολή των πληθυσμιακών δεδομένων στο εσωτερικό της βουλγαροκρατούμενης ζώνης.[30]
Τέλος, η απόκτηση της βουλγαρικής υπηκοότητας εξασφάλιζε την αποφυγή της στρατολόγησης στα τάγματα εργασίας που είχαν συγκροτηθεί εκείνη την περίοδο και εργάζονταν στην κατασκευή δρόμων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Σύμφωνα με ένα καταθέτη, η οδυνηρή εμπειρία της προηγούμενης βουλγαρικής Κατοχής, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε διατελέσει όμηρος στο εσωτερικό της Βουλγαρίας για ένα χρονικό διάστημα 20 μηνών, τον ώθησε να αποκτήσει τη βουλγαρική υπηκοότητα για να αποφύγει μια ενδεχόμενη εκ νέου επιστράτευσή του.[31] Αλλά, σύμφωνα και με ένα άλλο πληροφορητή, αρκετοί ήταν αυτοί εκείνη την περίοδο που «γράφτηκαν Βούλγαροι» για να αποφύγουν τη στρατολόγηση είτε των ίδιων είτε των παιδιών τους στα τάγματα εργασίας που εργάζονταν στο εσωτερικό του βουλγαρικού εδάφους.[32]
Η αναδιαμόρφωση των σχέσεων στο εσωτερικό της τοπικής κοινωνίας
Αυτή η κατάσταση που διαμορφώθηκε στο εσωτερικό της τοπικής κοινωνίας κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου επηρέασε σε σημαντικό βαθμό και τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, όπως αυτές συναρθρώνονταν στο επίπεδο της καθημερινότητας. Η πολιτογράφησή τους στο πλαίσιο του βουλγαρικού κράτους σηματοδοτούσε την έναρξη μιας διαδικασίας αποχώρησης από την ελληνική εθνική κοινότητα η οποία ολοκληρωνόταν με την ένταξή τους στη βουλγαρική, ένα γεγονός που επηρέαζε αναμφισβήτητα τις σχέσεις με όσους διατηρούσαν ακόμα την ελληνική υπηκοότητα. Η συμμετοχή των βουλγαρογραμμένων στις διάφορες τελετουργικές εκδηλώσεις εθνικού και θρησκευτικού χαρακτήρα που πραγματοποιούσαν οι βουλγαρικές αρχές κατοχής στην κεντρική πλατεία της πόλης αποκτούσε το χαρακτήρα διαβατήριας τελετουργίας, η οποία επικύρωνε σε δημόσιο επίπεδο την ένταξη των νέων μελών στη βουλγαρική εθνική κοινότητα. Το γεγονός αυτό ενίσχυε, όπως είναι φυσικό, τις διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό της τοπικής κοινωνίας, τα όρια των οποίων είχαν διαμορφωθεί από τα μέτρα και την πολιτική που επέβαλαν οι βουλγαρικές αρχές κατοχής στην περιοχή.
Σε κοινωνικό επίπεδο η ένταξη σε μια νέα εθνική κοινότητα και οι προοπτικές που δημιουργούνταν σηματοδοτούσε τη διάρρηξη των διαπροσωπικών σχέσεων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μέσα στο πλαίσιο της προκατοχικής περιόδου. Ο Θωμάς Εξάρχου αναφέρει σχετικά με την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί ανάμεσα σε όσους είχαν τη βουλγαρική υπηκοότητα και σε όσους διατηρούσαν την ελληνική:
«Η κατάσταση είναι τραγική. Οι περισσότεροι μας έκοψαν και την καλημέρα τους. Ήμασταν πλέον ξένοι. Ο φίλος μου ο Παναγιώτης, από την Ξάνθη στην Αθήνα. Η κοπέλα του Βουλγάρα τώρα, όταν με συναντά στο δρόμο απλά χαμογελάει. Η Ελένη, θυγατέρα του Γ.Κ. ήταν συμμαθήτριά μου στο Γυμνάσιο για έξι χρόνια. Τώρα λέγεται Τσβέτα και σπουδάζει ιατρική στη Σόφια, είναι Βουλγάρα και δεν με χαιρετάει στο δρόμο».[33]
Την επικράτηση ενός κλίματος αποξένωσης στο επίπεδο της γειτονιάς επιβεβαιώνει και ο Στέφανος Ιωαννίδης, ο οποίος μετά από ένα περιστατικό που καταγράφει στο ημερολόγιό του, όπου κάποιοι γείτονές τους βουλγαρογραμμένοι αρνούνται να τους συνδράμουν σε μια περίπτωση ανάγκης, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ας είναι όμως, δεν πειράζει! Άλλωστε όλοι αυτοί πριν που μας ήξεραν, τώρα κάνουν που δεν μας ξέρουν…».[34] Το κλίμα αποξένωσης και εχθρότητας στις σχέσεις των βουλγαρογραμμένων με όσους συνέχισαν να διατηρούν την ελληνική υπηκοότητα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ενισχυόταν σε μεγάλο βαθμό και από τις ίδιες τις υλικές συνθήκες διαβίωσης, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στην μικροκλίμακα της γειτονιάς, από τα μέτρα και την πολιτική των διακρίσεων που είχαν επιβάλει οι βουλγαρικές αρχές. Η κατάσταση που επικρατούσε αποτυπώνεται ιδιαίτερα παραστατικά στην αφήγηση ενός πληροφορητή: […] απέναντί μας ήτανε δυο-τρεις οικογένειες και βλέπαμε τα παιδιά τους δηλαδή κάτι φέτες τέτοιες ψωμί με κατάλαβες και ’μεις δεν είχαμε ψωμί […]», ενώ σε άλλο σημείο της αφήγησής του τονίζει: «[…] αν δεν ήσανε βουλγαρογραμμένος πείνα είχες πείνα πείνα […] αυτοί και ξύλα έπαιρναν και λοιπά ήταν άλλο πράμα από μας […]».[35] Η αίσθηση που δημιουργούσε ο διαχωρισμός που επιβλήθηκε στο εσωτερικό της τοπικής κοινωνίας κυριαρχεί στην αφήγηση μιας πληροφορήτριας:
«[…] εμείς που δεν βουλγαρογραφτήκαμε περάσαμε πάρα πολύ δύσκολα χρόνια ενώ για τους άλλους είχανε καταστήματα τα οποία τα δίνανε μας ξεχωρίσανε μας δώσανε κάρτες οι πράσινες και οι άσπρες οι άσπρες ήταν των Ελλήνων οι πράσινες ήταν των Βουλγάρων εάν είχες βουλγάρικη κάρτα πήγαινες και σου δίναν ακόμα και ψωμί σου δίναν και λάδι σου δίνανε και τρόφιμα για μας δεν υπήρχε αυτό το πράγμα».[36]
Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα οι βουλγαρογραμμένοι συνήθιζαν να κρατούν μια πιο σκληρή και απάνθρωπη στάση ακόμα και από τους ίδιους τους Βούλγαρους στα διάφορα καθημερινά ζητήματα που προέκυπταν στο επίπεδο της γειτονιάς. Σύμφωνα με ένα πληροφορητή, ο οποίος εκείνη την περίοδο ως παιδί συνήθιζε να καταφεύγει σε γειτονικά σπίτια για να ζητήσει μια μικρή ενίσχυση σε τρόφιμα, η οικογένεια των βουλγαρογραμμένων που έμενε στο απέναντι σπίτι από το δικό τους τηρούσε σχεδόν πάντα μια απαξιωτική συμπεριφορά απέναντί του σε αντίθεση με μια οικογένεια από το εσωτερικό της Βουλγαρίας, η οποία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου διέμενε στο διπλανό σπίτι από το δικό τους και τις περισσότερες φορές ανταποκρίνονταν με θέρμη στο αίτημά του.[37]
Αντί επιλόγου: μια απόπειρα ερμηνείας αυτής της συλλογικής συμπεριφοράς
Πέρα από την πολιτική και τα μέτρα που εφάρμοσαν οι βουλγαρικές αρχές στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, ιδιαίτερα σημαντική σε μια προσπάθεια ερμηνείας αυτού του φαινομένου που εκδηλώθηκε σε μαζικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη, είναι η κατανόηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που διαμορφώθηκαν στην περιοχή στο διάστημα των δύο δεκαετιών που μεσολάβησαν από την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος.
Η συνύπαρξη ενός ετερόκλητου εθνοπολιτισμικά πληθυσμού για ένα ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους σε συνδυασμό με μια σειρά ακόμα παραμέτρους, όπως οι περιπτώσεις μεικτών γάμων, η σχετικά πρόσφατη εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών από διαφορετικές περιοχές της Τουρκίας και η εμπειρία της προηγούμενης βουλγαρικής κατοχής του 1913-1919 από ένα μέρος των κατοίκων της περιοχής διαμόρφωνε σε ένα τμήμα του τοπικού πληθυσμού μια ιδιαίτερα ρευστή εθνική ταυτότητα.
Πέρα από αυτό το γεγονός, οι διαρκείς μεταβολές του πολιτικού χάρτη και του εδαφικού status quo στην περιοχή της Θράκης κατά την ταραγμένη δεκαετία του 1912-1922 διαμόρφωσαν ένα habitus, μια κοινωνικά διαμορφωμένη και κατακτημένη εμπειρία, η οποία ενεργοποιούνταν μέσα στις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και καθοδηγούσε τη συμπεριφορά και τις επιλογές των δρώντων υποκειμένων. Αυτό αναφορικά με την εμπειρία που υπήρχε σε ένα τμήμα του πληθυσμού να προσαρμόζεται και να αναδιαμορφώνει τη ζωή του μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτικά και εδαφικά περιβάλλον.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα σκληρή πολιτική που εφάρμοσαν οι βουλγαρικές αρχές στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, η οποία καθοδηγούνταν από συγκεκριμένες στοχεύσεις σε σχέση με το μέλλον της περιοχής μπορούμε να πούμε ότι το φαινόμενο των βουλγαρογραμμένων αποτέλεσε μια επιλογή που υιοθετήθηκε από ένα τμήμα της τοπικής κοινωνίας στο πλαίσιο της προσαρμογής της στη νέα κατάσταση που διαμόρφωσε η βουλγαρική Κατοχή στην περιοχή και που εξασφάλιζε την επιβίωση με πιο ευνοϊκούς όρους μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες αυτής της περιόδου.
- Bisser Petrov, «Η πολιτική της Βουλγαρίας έναντι της Ελλάδας μετά τη δεκαετία του ’30», Χατζηιωσήφ Χρήστος και Παπαστράτης Προκόπης (επίμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τ. Γ1, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 158. ↑
- Petrov, ό.π., σ. 159· Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, «Η παραχώρηση της Ανατ. Μακεδονίας και της Θράκης στη Βουλγαρία εκ μέρους των Γερμανών», Ξανθίππη Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη (επιμ.), Η βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944, β΄ εκδ., Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 40 – 41 ↑
- Petrov, ό.π., σ. 191-192. ↑
- Hans-Joachim Hoppe, “Bulgarian nationalities policy in occupied Thrace and Aegean Macedonia”, Nationalities Papers, 14:1-2, (1986), 89-100. ↑
- Οι όροι «παλαιά Βουλγαρία» και «νέα εδάφη» χρησιμοποιούνται ευρέως στον επίσημο εθνικό λόγο των βουλγαρικών κρατικών αρχών εκείνης της περιόδου, όταν αυτές αναφέρονται στον γεωγραφικό χώρο, όπου εκτείνονταν το βουλγαρικό κράτος κατά την περίοδο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στα εδάφη τα οποία κατέκτησε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Δίκες Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 155, Υπόθεση αρ. Β.Μ.Δ. 222/46, Ένορκος κατάθεσις του μάρτυρος […], 13/11/1945, Ένορκος κατάθεσις του μάρτυρος […], 1/10/1945· ΕΛΙΑ-MIEΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 1, Έκθεσις του Μητροπολίτου Μαρωνείας και Θάσου περί της δημιουργηθείσης καταστάσεως εν τη Ι. Μητροπόλει μετά την Γερμανικήν Στρατιωτικήν κατοχήν· Στέφανος Ιωαννίδης, Κάμινος πυρός καιομένη, α΄ έκδ., Δήμος Ξάνθης, Ξάνθη 1998, σ. 59. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Δίκες Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 155, Υπόθεση αρ. Β.Μ.Δ. 222/46, Ένορκος κατάθεσις του μάρτυρος […], 13/11/1945. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Δίκες Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 155, Υπόθεση αρ. Β.Μ.Δ. 222/46, Προς το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών Ξάνθης υπόμνημα […] κατοίκου Ξάνθης, κρατουμένου των φυλακών Ξάνθης, 25/10/1952. ↑
- Ένα πρωινό του Αυγούστου του 1941 στην πόλη της Ξάνθης ο Στέφανος Ιωαννίδης περπατώντας στο δρόμο που κατέληγε στην Εθνική Τράπεζα παρατηρούσε τις σκαλωσιές που είχαν τοποθετηθεί στην κεντρική πρόσοψη του κτιρίου για να σβήσουν τα ελληνικά γράμματα της επιγραφής και να τα αντικαταστήσουν με βουλγαρικά. (Ιωαννίδης, ό.π., σ. 106). ↑
- Στο πλαίσιο αυτό η κεντρική πλατεία της πόλης μετονομάστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σε πλατεία τσάρου Μπόρις του Γ΄ από το όνομα του Βασιλιά της Βουλγαρίας, ενώ μια σειρά δρόμοι τριγύρω από αυτή πήραν το όνομά τους από τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας της Βουλγαρίας. Οι δύο κεντρικοί δρόμοι της πόλης, οι σημερινές 28η Οκτωβρίου και Παναγή Τσαλδάρη μετονομάστηκαν σε οδό Αδόλφου Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι αντίστοιχα προς τιμήν των δύο συμμάχων της Βουλγαρίας στον Άξονα. (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 1, Έκθεσις του Μητροπολίτου Μαρωνείας και Θάσου περί της δημιουργηθείσης καταστάσεως εν τη Ι. Μητροπόλει μετά την Γερμανικήν Στρατιωτικήν κατοχήν· Θωμάς Εξάρχου, 1941, Η καθημερινή ζωή και ιστορικά στοιχεία, Αυτοέκδοση, Ξάνθη 2014, σ. 101· Ιωαννίδης, ό.π., σ. 100. ↑
- Εξάρχου, ό.π., σ. 173 – 174· Ιωαννίδης, ό.π., σ. 65-66. ↑
- ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 1, Εφημερίς Κυβερνήσεως, αρ. 161, 24 Ιουλίου 1942, Υπουργείον Δικαιοσύνης/Τμήμα Πολιτικόν, Εγκύκλιος αρ. 5347 προς τους κ.κ. Νομάρχας, Επάρχους και Δημάρχους – Προς την Δ/σιν Αστυνομίας. ↑
- ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 1, Εφημερίς Κυβερνήσεως αρ. 161, 24 Ιουλίου 1942, Υπουργείον Δικαιοσύνης/Τμήμα Πολιτικόν, Εγκύκλιος αρ. 5347 προς τους κ.κ. Νομάρχας, Επάρχους και Δημάρχους – Προς την Δ/σιν Αστυνομίας. ↑
- Беломорска България (Μπελομόρσκα Μπαλγκάρια), 15 Ιουνίου 1941· Беломорска България (Μπελομόρσκα Μπαλγκάρια), 15 Οκτωβρίου 1941. ↑
- Hans-Joachim Hoppe, “Bulgarian nationalities policy in occupied Thrace and Aegean Macedonia”, Nationalities Papers, 14. 1-2 (άνοιξη-φθινόπωρο 1986) 89-100. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Δίκες Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 155, αρ. Β.Μ.Δ. 222/46, Ένορκος κατάθεσις του μάρτυρος […], 2/10/1945· ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 1, Έκθεσις εξετάσεως μάρτυρος […], 20/8/1942, Υπόμνημα Έλληνος αφιχθέντος εκ της βουλγαροκρατουμένης Θράκης, χ.χ.· ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 2, Έκθεσις εξετάσεως μάρτυρος […], 3/9/1942. ↑
- Εκείνη την περίοδο τα μέτρα αυτά έπλητταν σε μεγάλο βαθμό συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, καθώς αφορούσαν κυρίως τους μεγαλέμπορους και τους επιχειρηματίες της περιοχής, ο περιορισμός της δραστηριότητας των οποίων διευκόλυνε τη διαμόρφωση μιας βουλγαρικής επιχειρηματικής τάξης στην περιοχή, η οποία θα αποκτούσε κυρίαρχη θέση στο εσωτερικό της τοπικής αγοράς. (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 1, Έκθεσις εξετάσεως […], 16/6/1942, Έκθεσις εξετάσεως μάρτυρος […], 20/8/1942· ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 2, Έκθεσις εξετάσεως μάρτυρος […], 29/8/1942. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Δίκες Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 155, αρ. Β.Μ.Δ. 224/46, Απολογία του κατηγορουμένου […, 18/7/1945. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Δίκες Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 155, αρ. Β.Μ.Δ. 224/46, Απολογία του κατηγορούμενου […], 18/7/1945· ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, ό.π., φάκελος 1, Έκθεσις εξετάσεως μάρτυρος […], 24/7/1942, Υπόμνημα Έλληνος αφιχθέντος εκ της Βουλγαροκρατουμένης Θράκης, χ.χ. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 155, αρ. Β.Μ.Δ. 245/46, Ένορκος κατάθεσις του μάρτυρος […], 5/7/1945. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Δίκες Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 155, αρ. Β.Μ.Δ. 245/46, Ένορκος κατάθεσις του μάρτυρος […], 5/7/1945. ↑
- Ευτυχία Ζωγραφίδου-Παπούλια, Προφορική συνέντευξη, 4/2/2020. ↑
- Η αδυναμία εφοδιασμού με τα αναγκαία υλικά για την πραγματοποίηση της εργασίας του ανάγκασε τον πατέρα της να κλείσει το κατάστημά του και να αναζητήσει αλλού εργασία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. (Ευτυχία Ζωγραφίδου-Παπούλια, Προφορική συνέντευξη, 4/2/2020). ↑
- Ο συγκεκριμένος δικάστηκε μεταπολεμικά από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων και καταδικάστηκε για τη συνεργασία που ανέπτυξε με τις βουλγαρικές αρχές. Κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου υπήρξε επικεφαλής του τοπικού παραρτήματος της νεολαιίστικης οργάνωσης Μομτσίλ Γιουνάκ. [беломорска България (Μπελομόρσκα Μπαλγκάρια), 17 Ιουλίου 1941]. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 155, αρ. Β.Μ.Δ. 222/46, Υπόμνημα […] προς το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών Ξάνθης, 25/10/1952. ↑
- Γιώργος Βουργαζόπουλος, Προφορική συνέντευξη, 23/3/2019. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 182, αρ. παρ. 245/46, Απολογία κατηγορουμένου […], 17/1/1947. ↑
- ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 1, Υπόμνημα Έλληνος αφιχθέντος εκ της Βουλγαροκρατουμένης Θράκης, χ.χ.· Θωμάς Εξάρχου, 1941, Η καθημερινή ζωή και ιστορικά στοιχεία, Αυτοέκδοση, Ξάνθη 2014, σ. 220· Ιωαννίδης, ό.π., σ. 117· Ευτυχία Ζωγραφίδου-Παπούλια, Προφορική συνέντευξη στον Δ. Καλογιαννίδη, 4/2/2020. ↑
- ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 1, Υπόμνημα Έλληνος αφιχθέντος εκ της Βουλγαροκρατουμένης Θράκης, χ.χ.· Εξάρχου, 1941, ό.π., σ. 220· Ευτυχία Ζωγραφίδου-Παπούλια, Προφορική συνέντευξη, 4/2/2020. ↑
- ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης, Αρχείο Βουλγαρικής Κατοχής στην Μακεδονία και Θράκη, φάκελος 1, Υπόμνημα […] προς τον κ. Υπουργόν Γενικόν Διοικητήν Μακεδονίας, 16/6/1942, Υπόμνημα Έλληνος αφιχθέντος εκ της Βουλγαροκρατουμένης Θράκης, χ.χ. ↑
- Γ.Α.Κ. Ξάνθης, Αρχείο Πρωτοδικείου Ν. Ξάνθης, Φάκελος Ειδικού Δικαστηρίου – Δοσίλογοι, Α.Β.Ε. 155, αρ. Β.Μ.Δ. 222/46, Ένορκος κατάθεσις του μάρτυρος […], 8/11/1945. ↑
- Ανώνυμος Πληροφορητής, Προφορική συνέντευξη στον Δ. Καλογιαννίδη, 13/6/2019. ↑
- Εξάρχου, ό.π., σ. 190-191. ↑
- Στέφανος Ιωαννίδης, ό.π., σ.110-111. ↑
- Ιωάννης Γεωργιάδης, Προφορική συνέντευξη, 28/9/2020. ↑
- Ευτυχία Ζωγραφίδου-Παπούλια, Προφορική συνέντευξη, 4/2/2020 ↑
- Ιωάννης Γεωργιάδης, Προφορική συνέντευξη, 28/9/2020 ↑