Print Friendly, PDF & Email

«Roba e via»[1]: οι διώξεις του άμαχου ελληνικού πληθυσμού
κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου στην Αλβανία

Σπυρίδων Γιώτης

 

Εισαγωγή

Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις, ως εγγενές χαρακτηριστικό των πολεμικών συγκρούσεων, συγκεντρώνουν εδώ και χρόνια το ενδιαφέρον των ερευνητών. Η μελέτη των βίαιων απομακρύνσεων αμάχων από τις εμπόλεμες περιοχές έχει συνεισφέρει στην έρευνα, κυρίως με τη χρήση της προφορικής ιστορίας ως μεθοδολογικού εργαλείου, αν και συχνά έχει οδηγήσει σε μία στρατευμένη εκδοχή της ιστορικής αφήγησης, που στόχο έχει να τεκμηριώσει την «κακή» στάση των αντιπάλων και να προβάλει τα εθνικά ιστορικά δίκαια. Με αυτόν τον τρόπο, οι διώξεις των πληθυσμών έχουν γίνει αντικείμενο των εθνικών ιστοριογραφιών περισσότερο ως ένα παιχνίδι αριθμητικών μεγεθών παρά μιας αντικειμενικής καταγραφής, προκειμένου τα κράτη να αποκτήσουν νέα επιχειρήματα στη διπλωματική τους φαρέτρα. Όμως για την εξακρίβωση των ποσοτικών δεδομένων, οι επιλογές είναι αρκετά περιορισμένες και αποτελούν –σχεδόν αποκλειστικά– προϊόν των αρχειακών καταγραφών.

Στην περίπτωση του ελληνοϊταλικού πολέμου, η ιστορική έρευνα ολιγώρησε να εξετάσει τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, περισσότερο λόγω της κυριαρχίας της διπλωματικής ιστορίας, αλλά και της γοητείας των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Οι Αλβανοί ιστορικοί, από την άλλη πλευρά, ασχολήθηκαν κυρίως με τις διώξεις των Τσάμηδων, ως μοχλό πίεσης των αλβανικών διεκδικήσεων,[2] ενώ η διερεύνηση ποσοτικών στοιχείων για τις μετακινήσεις αλβανικών πληθυσμών ήταν αποσπασματική, χωρίς να περιλαμβάνει τις μειονότητες, με σημαντικότερη την ελληνική.[3] Για την ελληνική ιστοριογραφία, ανασταλτικό παράγοντα αποτέλεσαν, επιπλέον, οι δυσκολίες στην πρόσβαση των αλβανικών αρχείων, οι περισσότερες εκ των οποίων δεν υφίστανται πλέον. Αποτέλεσμα των περιορισμών αυτών ήταν ότι στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε μόνο μια καταγραφή των Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου από το Γενικό Επιτελείο Στρατού,[4] ενώ περιορισμένα στοιχεία για τις διώξεις ελληνικών πληθυσμών αποτυπώθηκαν σε λαογραφικά μελετήματα, ως μέρος της μικροϊστορίας του τόπου τους.[5]

Διαπιστώνεται, επομένως, ότι απουσιάζουν μελέτες που να καταγράφουν τις διώξεις των άμαχων ελληνικών πληθυσμών που κατοικούσαν στις περιοχές, όπου διεξήχθησαν οι επιχειρήσεις του ελληνοϊταλικού πολέμου. Μέσα από νέες αρχειακές διαθεσιμότητες, το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να καλύψει το ιστοριογραφικό αυτό κενό και να παρουσιάσει στοιχεία, που θα βοηθήσουν να αποτυπωθούν μετρήσιμα μεγέθη, αλλά και να εξακριβωθούν τα χαρακτηριστικά των μετακινήσεων αυτών.

Τα ποσοτικά δεδομένα προέκυψαν μέσα από την αξιολόγηση και ανάλυση των αρχειακών πηγών, με κύριο κριτήριο την αξιοπιστία τους και την αυθεντικότητά τους.[6] Μεθοδολογικά, τα ερευνητικά ζητήματα εξετάστηκαν με μια «από τα κάτω» (bottom-up) οπτική, που εστιάζει στην ανάλυση με βάση την ανθρώπινη δράση και δραστηριότητα, αναζητώντας απαντήσεις που επικεντρώνουν στον τρόπο που το τοπικό ενσωματώνεται στο γενικό και το ατομικό συνδέεται με το συλλογικό. Για το λόγο αυτό, τα αρχειακά ευρήματα διασταυρώθηκαν και εμπλουτίστηκαν μέσα από τις γραπτές και προφορικές αφηγήσεις πληροφορητών, κυρίως σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά των μετακινήσεων και τη στάση του ιταλικού στρατού απέναντι στους ελληνικούς πληθυσμούς.

Η διάκριση των πληθυσμών και το νομικό πλαίσιο

Για την πραγμάτευση των ερμηνευτικών προβλημάτων που τίθενται στο άρθρο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί η έννοια της ελληνικότητας των πληθυσμών, καθώς οι ιταλικές διώξεις σχετίζονταν με την υπηκοότητα και τα εθνολογικά χαρακτηριστικά των αμάχων. Ξεκινώντας από την ελληνική επικράτεια, είναι σαφές –εξ ορισμού– ότι ο όρος περιλαμβάνει τους Έλληνες των παραμεθόριων χωριών που κατοικούσαν εντός των ελληνικών συνόρων.

Πλέον των παραπάνω όμως, Έλληνες υπήκοοι κατοικούσαν μόνιμα στην Αλβανία, όπως αντίστοιχα Αλβανοί υπήκοοι διέμεναν μόνιμα στην ελληνική επικράτεια. Από το 1926 και σύμφωνα με διμερείς συμβάσεις που είχαν υπογραφεί επί των διαδοχικών κυβερνήσεων Θ. Πάγκαλου και Γ. Κονδύλη με την Αλβανία, οι Έλληνες υπήκοοι που δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στην Αλβανία απέκτησαν το δικαίωμα νόμιμης παραμονής.[7] Σύμφωνα με το Νόμο «Περί κυρώσεως της μεταξύ της Ελλάδος και Αλβανίας υπογραφείσης εν Αθήναις τη 13 Οκτωβρίου 1926 συμβάσεως εμπορίου και ναυτιλίας», οι υπήκοοι των δύο χωρών μπορούσαν να εγκαθίστανται στις δύο χώρες και να ασκούν το εμπόριο και τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες.[8] Ακόμη και μετά την ιταλική εισβολή τον Απρίλιο του 1939, οι Έλληνες επιχειρηματίες συνέχισαν να εργάζονται στην Αλβανία, χωρίς να δεχθούν οχλήσεις από τους Ιταλούς.[9]

Η τρίτη κατηγορία πληθυσμού που περιλαμβάνει ο όρος αναφέρεται στην ελληνική μειονότητα που κατοικούσε στην Αλβανία, κυρίως στον νομό Αργυροκάστρου. Τα εθνολογικά χαρακτηριστικά των βορειοηπειρωτών αποτέλεσαν αναμφίβολα το σημαντικότερο κριτήριο για τις διώξεις σε βάρος τους.[10] Διότι για την ιταλική στρατιωτική Διοίκηση, η σημασία και η επικινδυνότητα της ελληνικής μειονότητας πήγαζε από τα μεγέθη και τη γεωγραφική της θέση, ενώ σημαντική ήταν και η επιρροή που ασκούσαν η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία στους αλβανικούς πληθυσμούς.[11] Έτσι, με την εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, οι βορειοηπειρώτες έγιναν στόχος των ιταλικών διώξεων, καθώς αντιμετωπίστηκαν ως «πέμπτη φάλαγγα», λόγω των φιλελληνικών τους αισθημάτων ή ορθότερα της διαφύλαξης της ταυτότητάς τους .

Σκιαγραφώντας το ιστορικό και νομικό πλαίσιο, υπενθυμίζουμε ότι η Αλβανία συνενώθηκε με το ιταλικό Βασίλειο υπό το στέμμα του Vittorio Emanuele III τον Απρίλιο του 1939, αν και από νομικής άποψης παρέμεινε κυρίαρχο ως κράτος, καθώς επρόκειτο για προσωπική ένωση μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών.[12] Εντούτοις, όταν τον Ιούνιο του 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Βρετανία, στην Αλβανία τέθηκαν σε ισχύ όλοι οι νόμοι που σχετίζονται με τον περιορισμό των ελευθεριών των κατοίκων του ιταλικού Βασιλείου. Αρχικά, με διάταγμα στις 10 Ιουνίου 1940 ενεργοποιήθηκε ο νόμος του 1938 για την κατάσταση πολέμου, που αφορούσε, μεταξύ άλλων, όλα εκείνα τα μέτρα που λαμβάνονταν για τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που διέμεναν στην Αλβανία, τη δήμευση των περιουσιών τους και τα ζητήματα αιχμαλώτων πολέμου.[13] Επιπλέον, τέθηκαν σε παρακολούθηση όσοι ξένοι υπήκοοι βρίσκονταν στην ιταλική επικράτεια, σύμφωνα με τους νόμους δημόσιας ασφάλειας.[14]

Αν και τα μέτρα δεν αφορούσαν εξ ολοκλήρου τους Έλληνες υπηκόους που κατοικούσαν στην Αλβανία, οι εξελίξεις κρίθηκαν ανησυχητικές από τις ελληνικές Αρχές. Τον Αύγουστο του 1940, το υποπροξενείο Αργυροκάστρου ζήτησε από τους Έλληνες υπηκόους που διέμεναν στην χώρα να ανανεώσουν τα διαβατήριά τους και να προμηθευτούν πιστοποιητικά ελληνικής ιθαγένειας.[15] Στις αρχές Οκτωβρίου μάλιστα, η ιταλική Τοποτηρητεία ζήτησε από τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στα Τίρανα να υποβάλει ονομαστικές καταστάσεις με τους ελληνικής υπηκοότητας κατοίκους της Αλβανίας.[16] Σε μια ενδεχόμενη κήρυξη πολέμου με την Ελλάδα, αυτοί θα ήταν οι πρώτοι που θα συλλαμβάνονταν.

Τα χαρακτηριστικά των συλλήψεων

Οι Ιταλοί πίστευαν ότι ο πόλεμος με την Ελλάδα θα ήταν σύντομος, γι’ αυτό και δεν προχώρησαν άμεσα στην εφαρμογή των καθοριζόμενων περιοριστικών μέτρων, μετά την κήρυξη του πολέμου με την Ελλάδα. Οι πρώτες μαζικές συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν μετά τις 6 Νοεμβρίου του 1940, όταν φάνηκαν τα προβλήματα στο μέτωπο του πολέμου και αφορούσαν πρωτίστως τους 200 περίπου Έλληνες που κατοικούσαν στην Αλβανία.[17] Οι Ιταλοί συνέλαβαν αποκλειστικά άντρες ηλικίας άνω των 18 ετών, που τους μετέφεραν στο στρατόπεδο της Σιρόκα, μια πόλη κοντά στη Σκόδρα. Αν και οι πληροφορίες για τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων είναι ελλιπείς, φαίνεται ότι το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι κρατούμενοι ήταν η καθημερινή διατροφή, καθώς «το συσσίτιο αποτελούνταν από ρύζι, μακαρόνια, φασόλια, φακές (…) όλα μαζί βράζανε στο καζάνι με ολίγο λίπος χοιρινό…».[18] Στις αρχές του 1941 το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αναζητούσε την τύχη 67 Ελλήνων υπηκόων, που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στο νομό Αργυροκάστρου και είχαν συλληφθεί από τον ιταλικό στρατό.[19]

Με την έναρξη της ελληνικής αντεπίθεσης, ο ιταλικός στρατός προχώρησε σε συλλήψεις κατοίκων των παραμεθόριων ελληνικών περιοχών, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως όμηροι για την ανταλλαγή με Ιταλούς αιχμαλώτους πολέμου.[20] Στους απαχθέντες περιλαμβάνονταν όχι μόνο άντρες, αλλά ολόκληρες οικογένειες με ανήλικα παιδιά. Στα χωριά του Πωγωνίου οι Ιταλοί έδειξαν ιδιαίτερη σκληρότητα. Με πρόσχημα ότι θα μετακινούσαν κατοίκους στο γειτονικό χωριό της Επισκοπής, για να ανταλλαχθούν με Ιταλούς αιχμαλώτους, ομάδες αμάχων έφτασαν στο Αργυρόκαστρο και από εκεί άλλοι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Φίερι και άλλοι βρέθηκαν να κινούνται ασυνόδευτοι προς το Τεπελένι.[21] Η δραματική αυτή περιπλάνηση ακολούθησε τα χωριά της Στεγόπολης και της Σούχας, όπου οι Έλληνες άμαχοι βρήκαν τροφή από τους μουσουλμάνους κατοίκους των χωριών, μέχρι που συναντήθηκαν με τον προελαύνοντα ελληνικό στρατό.[22]

Ανατρέχοντας σε μαρτυρίες της εποχής, διαπιστώνουμε ότι οι περιγραφές για τις μετακινήσεις των Ελλήνων κατοίκων προς την Αλβανία είναι αρκετά διαφωτιστικές, αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο ο ιταλικός στρατός αντιμετώπισε τους κατοίκους των παραμεθόριων ελληνικών χωριών. Στις 14 Νοεμβρίου 1940 οι Ιταλοί εκκένωσαν την κωμόπολη της Κόνιτσας, αναγκάζοντας τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους υπό την προσταγή «roba e via».[23] Σε έκθεση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ηπειρωτικό Μέλλον, αυτόπτης μάρτυρας περιγράφει τον τρόπο απαγωγής των κατοίκων της Κόνιτσας:

«Είναι απερίγραπτον το τι επακουλούθησε την στιγμήν αυτήν. Μητέρες χωρίς παιδιά, σύζυγοι χωρίς συζύγους, όπου έκαστος ευρέθη την στιγμήν εκείνην αρπάζεται και σύρεται εις τους δρόμους βίαια, κακοποιούμενος και υβριζόμενος και όλοι μαζί οδηγούνται αγεληδόν πολλοί των οποίων και ασκεπείς ή ανυπόδητοι ή γυμνοί φορτωμένοι με ό,τι αν ηδηνήθησαν να παραλάβουν πεζοί είς την προς Αλβανίαν άγουσαν κεντρικήν οδόν».[24]

Σύμφωνα με αναφορά του υπουργείου Εξωτερικών, στα μέτωπα Αώου και Θεσπρωτίας οι ιταλικές δυνάμεις συνέλαβαν συνολικά 891 κατοίκους των περιοχών Κόνιτσας, Ηγουμενίτσας, Φιλιατών και των περιχώρων και τους μετέφεραν σε κέντρα κράτησης της Ιταλίας και της Αλβανίας.[25] Συγκεκριμένα, 444 κάτοικοι μεταφέρθηκαν στην Ιταλία, 217 παρέμειναν σε κέντρα κράτησης στην Αλβανία, ενώ οι υπόλοιποι 230 όμηροι δεν είχαν εντοπιστεί από τις ελληνικές αρχές μέχρι τον Απρίλιο του 1941.[26] Από μισθοδοτική κατάσταση, που εντοπίστηκε κατά την έρευνα, επιβεβαιώνεται η κράτηση 195 Ελλήνων απαχθέντων στη Σιρόκα, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν μητέρες με τα παιδιά τους.[27]

Καθώς ο ιταλικός στρατός υποχωρούσε εντός των αλβανικών εδαφών, ξεκίνησαν συλλήψεις, αλλά και εκτοπισμοί βορειοηπειρωτών. Οι εκτοπισμοί αφορούσαν κυρίως μορφωμένους βορειοηπειρώτες (γιατρούς, δασκάλους), άτομα που είχαν στενές σχέσεις με την Ελλάδα, όπως εμπόρους και, γενικότερα, πρόσωπα που υπήρχαν πληροφορίες ότι ασκούσαν επιρροή στον τοπικό πληθυσμό.[28] Πολλές φορές οι συλλήψεις πραγματοποιούνταν ως αντίποινα για το θάνατο Ιταλών στρατιωτών πλησίον μειονοτικών χωριών,[29] από τις οποίες δεν εξαιρούνταν ο γυναικείος πληθυσμός,[30] ενώ σε μεμονωμένες περιπτώσεις μεταφέρθηκαν στην Ιταλία και ανήλικοι βορειοηπειρώτες.[31]

Στην περιοχή των Αγίων Σαράντα οι εκτοπίσεις είχαν μαζικό χαρακτήρα, με μοναδικό κριτήριο την ελληνική καταγωγή των κατοίκων. Οι συλληφθέντες βορειοηπειρώτες μεταφέρθηκαν στον Αυλώνα, από όπου αναχώρησαν για την Ιταλία. Σε επιστολή του o Γιώργος Παππάς (Papa Jorgji), κάτοικος του χωριού Κώσταρι του Δελβίνου, περιγράφει τον τρόπο σύλληψής του, όταν επικαλούμενος τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, ζήτησε από το Mussolini την απελευθέρωσή του:

«Όταν το ελληνοαλβανικό μέτωπο έφτασε στην περιοχή του Δελβίνου, η Διοίκηση των καραμπινιέρων μάζεψε του κατοίκους της χώρας μου να μας ανακοινώσει τη μεταφορά μας στο Δέλβινο. Οι 25 από εμάς σταλθήκαμε στον Αυλώνα και 20 ημέρες μετά, χωρίς καμία ερώτηση και χωρίς καμία εξήγηση μεταφερθήκαμε στην Ιταλία.»[32]

Μεγάλος αριθμός συλληφθέντων οδηγήθηκε στο στρατόπεδο του Φίερι, όπου είχε ορισθεί ως κέντρο συγκέντρωσης αιχμαλώτων, με σκοπό την προώθησή τους στην Ιταλία.[33] Σύμφωνα με αναφορά του υφυπουργείου Δημόσιας Ασφάλειας, μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν γυναίκες και παιδιά ηλικίας 3 έως 7 ετών, ενώ η κατάσταση στο στρατόπεδο ήταν απελπιστική:

«Όταν δε έφτασαν εις το στρατόπεδον τους εγκατέστησαν εις λασπώδη έκτασιν εντός κατασκηνώσεων χωρίς κλινοσκεπάσματα και είδη ρουχισμού. Η τροφή ήτις τοις παρήχετο ήτο λίαν πενιχρά, αποτελουμένη εξ ολίγων μακαρονιών, ολίγων οσπρίων, ολίγου λίπους κλπ.».[34]

Τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης περιγράφει και ο Αχιλλέας Βοζιάρης, με καταγωγή από το χωριό Ποντικάτες Πωγωνίου, ο οποίος σε ηλικία 10 ετών βρέθηκε στην ομάδα ομήρων που οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Φίερι και από εκεί στον Αυλώνα:

«Στο Φίερι, όπου μας πήγαν, μείναμε, περίπου, 28 ημέρες σε ένα στρατόπεδο, όπου βρήκαμε και άλλα γυναικόπεδα, αλλά και άνδρες. Η ζωή μας εκεί, υπήρξε μαρτυρική, κάτω από άθλιες συνθήκες καθαριότητας και φαγητού. Περιφερόμασταν στην περιφραγμένη και γεμάτη από σκουπίδια και λασπόνερα έκταση του στρατοπέδου, με το ηθικό στο μηδέν, γιατί δε γνωρίζαμε ποια θα είναι η τύχη μας. Ύστερα από κάποιες ημέρες όλοι σχεδόν αρρωστήσαμε από δυσεντερία λόγω βρωμιάς στο νερό, στα φαγητά και σε όλο το στρατόπεδο. Οι αρμόδιοι του στρατοπέδου, τότε, κατασκεύασαν πρόχειρα λουτρά, αλλά το νερό ήταν λιγοστό και κακής ποιότητος, ήταν γλυφό».[35]

Τον Δεκέμβριο του 1940 στο στρατόπεδο του Φίερι κρατούνταν επίσης 450 Έλληνες στρατιώτες και 5 αξιωματικοί.[36] Ο μεγαλύτερος αριθμός αιχμάλωτων πολέμου μεταφέρθηκε στις 21 Δεκεμβρίου με πολεμικό πλοίο στην Ιταλία, ενώ οι υπόλοιποι κρατούμενοι με πλοία πολιτικού τύπου. Για έξι ημέρες τα ατμόπλοια δεν αναχώρησαν από το λιμάνι του Αυλώνα, λόγω των σφοδρών αεροπορικών βομβαρδισμών και του φόβου τορπιλισμού. Στις 28 Δεκεμβρίου οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο Μπρίντεζι και από εκεί σιδηροδρομικώς στο εσωτερικό της Ιταλίας. [37]

Οι εκτοπίσεις στην Ιταλία

Τα κέντρα κράτησης βρίσκονταν κυρίως στις περιοχές την κεντρικής και νότιας Ιταλίας, διότι είχαν τις λιγότερες πιθανότητες να περιληφθούν σε ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων.[38] Στις περιοχές αυτές κρατούνταν αιχμάλωτοι πολέμου και εκτοπισμένοι άμαχοι, κυρίως υπήκοοι κρατών που είχαν προσαρτηθεί στο ιταλικό Βασίλειο ή βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία. Με τον τρόπο αυτό, οι Ιταλοί πετύχαιναν τέσσερις βασικούς στόχους: προστάτευαν τη στρατιωτική ασφάλεια, απέφευγαν την κατασκοπία, εμπόδιζαν τη διακίνηση πληροφοριών και απέτρεπαν τον επαναπατρισμό εξόριστων αντικαθεστωτικών –κυρίως κομμουνιστών– που επιθυμούσαν να ενταχθούν στα αντιστασιακά κινήματα των χωρών τους.[39]

Οι βορειοηπειρώτες εκτοπισμένοι μεταφέρονταν στην Ιταλία για χρονικό διάστημα από ένα έως πέντε χρόνια, αφού λαμβάνονταν υπόψη η πολιτική τους συμπεριφορά και ο βαθμός επικινδυνότητάς τους για άσκηση αντι-ιταλικής προπαγάνδας. Στις πόλεις που μεταφέρονταν, το υπουργείο Εσωτερικών καθόριζε τις συνθήκες κράτησής τους: Δεν επιτρεπόταν να απομακρυνθούν από τις οικίες τους, χωρίς ενημέρωση της αρχής που τους παρακολουθούσε, απαγορευόταν να κυκλοφορούν νωρίτερα ή αργότερα από τις καθοριζόμενες ώρες, δεν επιτρεπόταν η κατοχή όπλων ή επιθετικών αντικειμένων, έπρεπε να έχουν καλή συμπεριφορά και να μη δημιουργούν υποψίες και, τέλος, όφειλαν να παρουσιάζονται στις αρχές επιτήρησης τα πρωινά και να εμφανίζονται κάθε φορά που τους καλούσαν.[40]

Οι εκτοπισμένοι κατανέμονταν σε κέντρα κράτησης (campi di internamento), κυρίως σε κωμοπόλεις και χωριά της κεντρικής Ιταλίας, ως ελεύθεροι κρατούμενοι (internati liberi), στα όρια των οποίων κυκλοφορούσαν ελεύθεροι.[41] Είχαν, επιπλέον, το δικαίωμα να βγαίνουν από τον χώρο μόνο με συνοδεία και για συγκεκριμένους λόγους, όπως για να μεταφερθούν σε νοσοκομείο ή να αγοράσουν (συγκεντρωτικά) είδη πρώτης ανάγκης.[42] Γενικά, οι περιμετρικοί φράχτες απλώς οριοθετούσαν τον χώρο στον οποίο διέμεναν, ενώ όσοι παραβίαζαν τους κανονισμούς κρατούνταν σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους φυλάκισης (campi di concentramento), ή μεταφέρονταν σε φυλακές με σκληρότερες συνθήκες.[43] Συνήθως, διέμεναν σε οικήματα που είχαν διατεθεί με δαπάνες του ιταλικού κράτους με αντίτιμο 8,5 λίρες από τις 15 που ελάμβανε ημερησίως κάθε αιχμάλωτος.[44] Οι πιο επικίνδυνοι εξόριστοι μεταφέρονταν στα νησιά, όπως το Ventotene –ένα νησί 1.000 κατοίκων που είχε περίπου 800 κρατούμενους– με στόχο την αποδυνάμωση της ικανότητας αντίστασης και την εξάλειψη κάθε πιθανότητας δημιουργίας εξέγερσης.[45]

Σύμφωνα με πληροφορίες Ελλήνων κρατουμένων από την Ιταλία, δεν έλειψαν κρούσματα βιαιοπραγιών σε βάρος συλληφθέντων, κυρίως κατά τη μεταφορά τους στα κέντρα κράτησης. Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε η περίπτωση ενός καραμπινιέρου που με το περίστροφό του απείλησε και χειροδίκησε, ενώ σε άλλη περίπτωση διαπομπεύθηκαν τρείς ιερείς στο Μπρίντεζι, τους οποίους αφού τους ξύρισαν και τους κούρεψαν, τους περιέφεραν αποκαλώντας τους «γουρούνια Έλληνες».[46]

Αρκετά διαφωτιστικά στοιχεία για τις μετακινήσεις αμάχων και Ελλήνων αιχμαλώτων προς την Ιταλία έχουμε στη διάθεσή μας από την πολεμική έκθεση του Διοικητή των καραμπινιέρων στην Αλβανία, Crispino Agostinucci.[47] Η έκθεση συντάχθηκε τον Ιούνιο του 1941 και παραθέτει χρήσιμα αριθμητικά στοιχεία, σχετικά με τις μετακινήσεις πληθυσμών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς μία από τις αποστολές του Σώματος των καραμπινιέρων ήταν η συνοδεία των αιχμαλώτων πολέμου, αλλά και των λοιπών ατόμων που για λόγους δημόσιας ασφάλειας μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Σύμφωνα με τον Agostinucci, στην Ιταλία μεταφέρθηκαν 2.745 Έλληνες αιχμάλωτοι πολέμου,[48] ένα μέγεθος αρκετά αξιόπιστο με μικρή σχετικά διαφορά από τα στοιχεία που διαθέτουμε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, που εκτιμά τον αριθμό των Ελλήνων αιχμαλώτων σε 2.392 αξιωματικούς και οπλίτες.[49] Όσον αφορά τους εκτοπισμένους, η έκθεση αναφέρει ότι 508 Αλβανοί υπήκοοι μεταφέρθηκαν στην Ιταλία ως επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν βορειοηπειρώτες, αλλά και Αλβανοί αντικαθεστωτικοί, χωρίς να γνωρίζουμε τους ακριβείς αριθμούς.[50] Επιπλέον, στην έκθεση αναφέρονται 466 απαχθέντες κάτοικοι από τα χωριά της ελληνικής μεθορίου, που συνελήφθησαν κατά την ιταλική οπισθοχώρηση και μεταφέρθηκαν στα κέντρα κράτησης στην Ιταλία.[51] Για τους κρατούμενους στο εσωτερικό της Αλβανίας, ο Agostinucci αναφέρει ότι συνελήφθησαν συνολικά 210 Έλληνες υπήκοοι.[52]

Συμπεράσματα

Η διάκριση των πληθυσμών βοηθάει αναμφίβολα στο να αποσαφηνίσουμε τη λογική, με την οποία οι Ιταλοί προώθησαν τους αμάχους εκτός της περιοχής των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Οι πρώτες συλλήψεις των ιταλικών αρχών αφορούσαν τους Έλληνες υπηκόους που κατοικούσαν στην Αλβανία, εφαρμόζοντας τους νόμους της εμπολέμου κατάστασης μεταξύ των δύο κρατών. Η καθυστέρηση των συλλήψεων –σχεδόν δέκα ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου– επιβεβαιώνει την πεποίθηση των Ιταλών για μια άμεση και ευνοϊκή έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων. Η πλειονότητα των συλληφθέντων Ελλήνων υπηκόων, ενήλικες άντρες στο σύνολό τους, οδηγήθηκαν στο κέντρο κράτησης της Σιρόκα και απελευθερώθηκαν τον Ιούνιο του 1941.[53]

Αν και η βία αποτελεί σύμφυτο χαρακτηριστικό των πολεμικών συγκρούσεων, η στάση του ιταλικού στρατού απέναντι στους Έλληνες αμάχους φαίνεται ότι υπαγορεύτηκε από τη δυσμενή εξέλιξη στο μέτωπο και όχι από το δίκαιο του πολέμου. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι ο αριθμός των απαχθέντων από τα χωριά της ελληνικής μεθορίου αποτελούσε σχεδόν το 1/3 των αιχμαλώτων πολέμου, ένα μέγεθος που προκαλεί πραγματικά εντύπωση για ένα στρατό που υποχωρεί. Παρόλα αυτά, διαπιστώνεται ότι οι συνθήκες διαβίωσης των απαχθέντων Ελλήνων στα κέντρα κράτησης της Ιταλίας ήταν καλές, αντίθετα με την Αλβανία όπου οι υποδομές ήταν υποτυπώδεις. Οι απαχθέντες Έλληνες ανταλλάχθηκαν με Ιταλούς αιχμαλώτους πριν την ελληνική συνθηκολόγηση (αρχές Απριλίου 1941) και επέστρεψαν στις οικίες τους.

Τέλος, με βάση τη γεωγραφική κατανομή των συλλήψεων στην νότια Αλβανία διαπιστώνεται ότι η ελληνική μειονότητα στοχοποιήθηκε, λόγω των εθνολογικών της καταβολών. Είναι αντιληπτό ότι οι εκτοπίσεις των βορειοηπειρωτών είχαν ως βασικό στόχο να επηρεάσουν συνολικά τη στάση της μειονότητας και να αποτρέψουν τη συνεργασία με τον ελληνικό στρατό. Για τον λόγο αυτό, οι συλληφθέντες ήταν κυρίως μορφωμένα στελέχη της μειονότητας, που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στο εσωτερικό των μειονοτικών κοινοτήτων, χωρίς να απουσιάζουν αδικαιολόγητες μαζικές συλλήψεις. Οι εξόριστοι βορειοηπειρώτες επέστρεψαν από την Ιταλία σταδιακά, μετά το πέρας του πολέμου και μέχρι τους πρώτους μήνες του 1942. Οι περισσότεροι από αυτούς θεωρήθηκαν συνεργάτες του ελληνικού στρατού και παρακολουθούνταν από τις αρχές Ασφαλείας.


  1. Μετάφραση (ιταλ.): «Ρούχα/πράγματα και (φύγε) γρήγορα».
  2. Ενδεικτικά, Stefanaq Polo-Arben Puto, Ιστορία της Αλβανίας από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μετφρ. Μπάμπης Ακτσόγλου, Εκδοτική Ομάδα, Θεσσαλονίκη 1994· Kristo Frashëri, Historia e Çamërisë [H ιστορία της Τσαμουριάς], UET Press, Tiranë 2015· Lorenc Agalliu, Cështja çame gjatë luftës së dytë botërore [Το ζήτημα των Τσάμηδων κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο], Universiteti “Alexandër Moisiu”, Durrës, 2020.
  3. Nuri Dragoj, “Vështrim mbi Luftën Italo-Greke dhe pasojat që rrodhën prej saj në trevat jugore të Shqipërisë” [Επισκόπηση του ελληνοϊταλικού πόλέμου και οι συνέπειές του στις νότιες περιοχές της Αλβανίας], Syla Sabit (επιμ.), Shqiptarët gjatë Luftës së Dytë Botërore: përmbledhje studimesh [Οι Αλβανοί κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: σύνοψη μελετών], Instituti i Historise “Ali Hadri”, Prishtinë 2014, σ. 331-350. Αλλά και η Sonila Boci, που ασχολείται με την ελληνική μειονότητα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν αναφέρει στοιχεία για τις μετακινήσεις πληθυσμών, Sonila Boçi, Minoritetet në Shqipëri gjatë Luftës së Dytë Botërore [Οι μειονότητες στην Αλβανία κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο], Kristalina-KH, Tiranë 2012. Οι Ιταλοί ιστορικοί αντίθετα ασχολήθηκαν μόνο με τους Εβραίους της Αλβανίας, βλ. Laura Brazzo e Michele Sarfatti (επιμ.), Gli ebrei in Albania sotto il fascismο. Una storia da ricostruire [Οι Εβραίοι στην Αλβανία υπό το φασισμό. Μια ιστορία που ανασκευάζεται], Giuntina, Fondazione Centro di Documentazione Ebraica Contemporanea (CDEC), Milano 2010.
  4. Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (εκδ.), Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, Αθήνα 1985/1991 (επανέκδ. 2012), σ. 265.
  5. Ενδεικτικά, Νικόλαος Κ. Παπαδόπουλος, Η Δούβιανη της Δροπόλεως Βορείου Ηπείρου, χ.ε., Αθήνα 1970· Κώστας Ν. Δέδες, Δρυμάδες Χειμάρρας, Εκδόσεις Σείριος, Αθήνα 1978· Αχιλλέας Ι. Βοζιάρης, Ένα παιδί του ’40 θυμάται από την Ιταλοκρατούμενη πλευρά, χ.ε., Ιωάννινα 2000· Κώστας Χατζηαντωνίου, Χιμάρα: Το Άπαρτο Κάστρο της Βορείου Ηπείρου, Διόρασις, Αθήνα 2002.
  6. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία προήλθαν από την έρευνα στο Αρχείο του ιταλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού [Archivio dell’ Ufficio Storico dello Stato Maggiore dell’ Esercito (στο εξής AUSSME)], στο Αρχείο του ιταλικού Υπουργείου Εξωτερικών [Archivio Storico del Ministero degli Affari Esteri (στο εξής ASMAE)], στο Κεντρικό Αρχείο της Αλβανίας [Archivi Qentror Shtetëror (στο εξής AQSh)], στην Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών (στο εξής ΥΔΙΑ) και στο Αρχείο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (στο εξής ΓΕΣ/ΔΙΣ).
  7. Γιάννης Κτιστάκις, «Περιουσίες Τσάμηδων και Αλβανών στην Ελλάδα. Άρση του εμπολέμου και διεθνής προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου», Δίκη 37.2 (2006), 171-203.
  8. ΦΕΚ, τχ. Α΄, Αριθ. Φύλλου 212, 13 Οκτωβρίου 1928.
  9. Συνέντευξη του Κώστα Μάρη στον Σπύρο Γιώτη, Ιωάννινα, 24 Φεβρουαρίου 2021. Σύμφωνα με τον πληροφορητή, ο πατέρας του οποίου είχε ελληνική υπηκοότητα (καταγωγή από Μερόπη Πωγωνίου) και εργαζόταν ως αυτοκινητιστής στο Αργυρόκαστρο, οι Έλληνες αυτοί μετά την ιταλική εισβολή στην Αλβανία, οργάνωσαν δίκτυο κατασκοπίας και παρείχαν πληροφορίες στρατιωτικής φύσεως (φωτογραφίες-σχεδιαγράμματα οχυρωματικών έργων, κατάσταση δρομολογίων) στην VIII Μεραρχία στα Ιωάννινα, λόγω της δυνατότητας μετακίνησής τους μεταξύ των δύο χωρών.
  10. Στον χαρακτηρισμό της μειονότητας και της περιοχής που αυτή κατοικούσε αποφεύγεται ο προσδιορισμός «Βορειοηπειρώτες», «Βόρεια Ήπειρος» κλπ., καθώς εκτιμάται ότι η χρήση του κεφαλαίου αρχικού γράμματος εμποδίζει μια ρεαλιστική προσέγγιση και δημιουργεί προϋποθέσεις παρερμηνειών. Την πολυπλοκότητα του φαινομένου αντιλήφθηκαν έγκαιρα παλαιότεροι μελετητές. Ενδεικτικά βλ. Αθανάσιος Ψαλίδας και Κοσμάς Θεσπρωτός, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, Εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1964, σ. 6· Παναγιώτης Αραβαντινός, Περιγραφή της Ηπείρου: εις μέρη τρία, Εκδόσεις Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1984, σ. 193-203. Στο παρόν άρθρο, με τη χρήση των καθιερωμένων στην Ελλάδα όρων «βόρεια Ήπειρος», «βορειοηπειρώτης» και τα παράγωγά τους, προσδιορίζονται οι Ηπειρώτες (ή αλλιώς βόρειοι Ηπειρώτες) που κατοικούσαν στη γεωγραφική περιοχή της σημερινής νότιας Αλβανίας, ακολουθώντας την ετυμολογία της λέξης, η οποία στην ελληνική γλώσσα απαντά στο ερώτημα «τι εστί». Λόγω λοιπόν του περίπλοκου της πραγματικότητας, διευκρινίζεται ότι ο όρος «βόρειος» στο κείμενο, φανερώνει γεωγραφικό προσδιορισμό και δεν εκφράζει εθνικιστική ή πολιτική σκοπιμότητα, καθώς πρόκειται για πολιτικό όρο. Για το ζήτημα αυτό, βλ. Vassilis Nitsiakos, On the border: transborder mobility, ethnic groups and boundaries along the Albanian Greek frontier, LIT, Berlin 2010, σ. 451.
  11. Για μια περαιτέρω εξέταση της γεωγραφικής θέσης της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία, βλ. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «Η ελληνική κοινότητα της Αλβανίας από τη σκοπιά της ιστορικής γεωγραφίας και δημογραφίας», Βερέµης Θάνος, Κουλουµπής Θεόδωρος και Νικολακόπουλος Ηλίας (επιμ.), Ο Ελληνισµός της Αλβανίας, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1995, σ. 25-58· Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Τάσος Τέλλογλου, Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης και Δημήτρης Χριστόπουλος, «Η Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας», Σύγχρονα Θέματα, 78-79 (2001), 24-51· Κωσταντίνος Τσιτσελίκης και Δημήτρης Χριστόπουλος, «Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας: Στιγμιότυπα αβεβαιότητας ως εθνικές αλήθειες», Τσιτσελίκης Κωσταντίνος και Χριστόπουλος Δημήτρης, (επιμ.), Η Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, Εκδόσεις Κριτική, Σειρά Μελετών ΚΕΜΟ, Αθήνα, 2003, σ. 17-44.
  12. Legge 16 Aprile 1939, n. 580, Accettazione della Corona di Albania da parte del Re d’Italia, Imperatore d’Etiopia, G(azzetta) U(fficiale) n. 94 del 19-04-1939. Η απόφαση για τη συνένωση των δύο κρατών ελήφθη με απόφαση της Συντακτικής Συνέλευσης, η οποία στις 14 Απριλίου του 1939 αποφάσισε να προσφέρει το στέμμα της Αλβανίας στον Ιταλό Βασιλιά, βλ. Annuario del Regno di Albania: Amministrativo, corporativo, sindcale, agricolo, industriale, commerciale, Anno 1940-XVIII, V dell’ impero [Επετηρίδα του Βασιλείου της Αλβανίας: Διοικητική, εταιρική, συνδικαλιστική, αγροτική, βιομηχανική, εμπορική, Έτος 1940-XVIII, V της αυτοκρατορίας], Casa Editrice Ravagnati, Milano 1940, σ. 25. Για το νομικό καθεστώς της Αλβανίας, επιπλέον βλ. Angelo Piero Sereni, “The Legal Status of Albania”, The Political Science Review, 35 (2) (April 1941), 311-317.
  13. Regio Decreto 10 Giugno 1940, n. 566, Applicazione della legge di guerra nei territori dello Stato, GU n. 140 del 15-06-1940· Regio Decreto 8 Luglio 1938, n. 1415, Approvazione dei testi della legge di guerra e della legge di neutralita, GU n. 211 del 15-09-1938-Suppl. Ordinario n. 211.
  14. Regio Decreto-Legge 17 Settembre 1940, n. 1374, Modificazioni ed aggiunte al testo unico delle leggi di pubblica sicurezza per il periodo dell’ attuale stato di Guerra, GU n. 240 del 12-10-1940, ο οποίος τροποποιούσε το νόμο του 1931 για την δημόσια ασφάλεια, Regio Decreto 18 Giugno 1931, n. 773, Approvazione del testo unico delle leggi di pubblica sicurezza, GU n. 146 del 26-06-1931-Suppl. Ordinario n. 146.
  15. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχείο Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1940-1941, Φάκ. 611/Γ/6, Υπουργείο Εξωτερικών, Τμήμα Βαλκανικής (Α. Γάφος, Διευθυντής Πολιτικών Υποθέσεων) προς ΓΕΣ/ΙΙ, Αριθ. 25882, Αθήνα, 29 Αυγούστου 1940.
  16. ΥΔΙΑ, Ι/ΑΠΑ, 1940-1941, Le Consul Général de Grèce, «Sujets hellenes resident a Tirana e Durazzo», Τίρανα, 1 Οκτωβρίου 1940. Το έγγραφο, που αναγράφει τα στοιχεία των Ελλήνων υπηκόων των πόλεων Τιράνων και Δυρραχίου, παρατίθεται με το παλαιό σύστημα καταλογογράφησης του ΥΔΙΑ και παρουσιάζει ελλείψεις στην τεκμηρίωση (στοιχεία όπως αριθμό φακέλου, υποφακέλου κλπ), καθώς μου διατέθηκε για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου από τον κ. Κώστα Μάρη, τον οποίο και ευχαριστώ.
  17. Συνέντευξη του Κώστα Μάρη στον Σπύρο Γιώτη, Ιωάννινα, 24 Φεβρουαρίου 2021. Ο πατέρας του πληροφορητή Αθανάσιος Μάρης, ήταν από τους πρώτους που συνελήφθησαν στις 6 Νοεμβρίου 1940. Όσον αφορά τους Έλληνες υπηκόους που κατοικούσαν στην Αλβανία, ο αριθμός που αναφέρει ο πληροφορητής προσεγγίζει τα αρχειακά ευρήματα.
  18. Χειρόγραφο ημερολόγιο του Αθανάσιου Μάρη.
  19. ΥΔΙΑ, 1941, Φάκ. 38, I/Γ/2/3, Υπουργείο Εξωτερικών προς την ΚτΕ, Αθήνα, 6 Φεβρουαρίου 1941 (Αρχείο Κώστα Μάρη). Συγκεκριμένα, συνελήφθησαν 20 άτομα από την επαρχία Αργυροκάστρου και 30 άτομα από την επαρχία Αγίων Σαράντα. Επίσης, βλ. ΥΔΙΑ, 1940-41, Φάκ. 37, Ι/ΑΠΑ, Τηλεγράφημα προς το Υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας Αθήνας, Αργυρόκαστρο, 19 Ιανουαρίου 1941 (Αρχείο Κώστα Μάρη), όπου αναφέρεται η σύλληψη 17 ατόμων από το Δέλβινο. Για τα ζητήματα τεκμηρίωσης, βλ. υποσημείωση υπ’ αρίθμ. 16.
  20. Στα ελληνικά διπλωματικά έγγραφα ο χαρακτηρισμός είναι «απαχθέντες ως όμηροι», ενώ και στα γαλλικά «otages de Nationalité hellénique: όμηροι ελληνικής εθνικότητας» και «sujets Hellènes emmenés: Έλληνες όμηροι».
  21. Κωσταντίνος Κωστούλας, «Η ομηρεία κατοίκων του Πωγωνίου τις πρώτες μέρες του πολέμου 1940», εφ. Πρωϊνός Λόγος, 26-27 Οκτωβρίου 2019.
  22. Στο ίδιο.
  23. Αναστάσιος Ευθυμίου, «Έκθεση ωμοτήτων των ιταλικών στρατευμάτων και Τουρκαλβανών εις την Κόνιτσα (κατά την εισβολή του 1940)», εφ. Ηπειρωτικόν Μέλλον, 29 Οκτωβρίου 1980. Σύμφωνα με τον συντάκτη του άρθρου, η έκθεση εντοπίστηκε «ανάμεσα σε πολλά και διάφορα χαρτιά της διαλυθείσης Επαρχίας Κονίτσης, που είχαν πεταχτεί προ πολλών ετών στον τότε χώρο απορριμμάτων, κάτω από την Αγορά».
  24. Στο ίδιο.
  25. ΥΔΙΑ, 1941, Φάκ. 39, Υποφ. 4, Υπουργείο Εξωτερικών (Ν. Μαυρουδής, Μόνιμος Υφυπουργός των Εξωτερικών) προς Β. Πρεσβεία Βέρνης, Αριθ. 19723/Ι, Αθήνα, 2 Απριλίου 1941.
  26. Στο ίδιο. Επιπλέον, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχείο Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1940-1941, Φάκ. 615/Β/4, Υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας προς Υπουργείο Εξωτερικών, «Δελτίον Πληροφοριών της 7-4-1941», Αριθ. Β280, Αθήνα, 7 Απριλίου 1941. Όσοι κρατήθηκαν στην Ιταλία και την Αλβανία επέστρεψαν στις αρχές Απριλίου του 1941 στην Ελλάδα, κατά την ανταλλαγή με Ιταλούς αιχμάλωτους πολέμου. Σύμφωνα με το δελτίο πληροφοριών, οι Έλληνες απαχθέντες ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής στις 25 Μαρτίου 1941 με αμαξοστοιχία, τρεις ημέρες αργότερα έφτασαν στην Τεργέστη και τα ξημερώματα της 3ης Απριλίου 1941 στην Αθήνα. Μεταξύ των ομήρων που επέστρεψαν υπήρχαν 14 Έλληνες μόνιμα εγκατεστημένοι στην Ιταλία και 6-7 στρατιώτες, που είχαν παρουσιαστεί ως όμηροι. Για τους υπόλοιπους 230 ομήρους το υπουργείο των Εξωτερικών αναζήτησε πληροφορίες μέσω του Ελβετού Πρέσβη στη Ρώμη, χωρίς να διατίθενται περαιτέρω στοιχεία. Κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι το υπουργείο των Εξωτερικών διαβίβαζε στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό στοιχεία αγνοουμένων ανεξαρτήτου εθνικότητας, δηλαδή βορειοηπειρώτες, που ήταν Αλβανοί υπήκοοι, με Έλληνες απαχθέντες από τα παραμεθόρια χωριά της Ελλάδας αλλά και Έλληνες υπηκόους, που ήταν εγκατεστημένοι προπολεμικά στην Αλβανία. Επομένως, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι 230 αγνοούμενοι ήταν Έλληνες υπήκοοι στο σύνολό τους.
  27. AQSh, F(ondi). 290, V(iti). 1941, D(osje). 18, “Spese sostenute dal Campo di Concentramento di Shiroka per I profughi Greci ivi affluiti nei giorni 26 e 27 Novembre e sostati fin al 30 Novembre”. Επιπλέον στοιχεία συλληφθέντων Ελλήνων και βορειοηπειρωτών κρατουμένων στην Ιταλία και την Αλβανία δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα https://campifascisti.it/, όπου παρατίθενται ονομαστικές καταστάσεις του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, κατά την αναζήτηση στοιχείων των κρατουμένων από τις ιταλικές αρχές.
  28. Λευτέρης Γκουβέλης και Γιάννης Παππάς, Άγνωστες ιστορικές στιγμές από το δράμα της Βορείου Ηπείρου, Έκδοση Επιτροπής Βορειοηπειρωτικού Αγώνα Ιωαννίνων, Ιωάννινα 1986, σ. 21. Οι Γκουβέλης-Παππάς στο βιβλίο τους παραθέτουν 36 ονόματα βορειοηπειρωτών, που εκτοπίστηκαν από τα χωριά τους. Ενδεικτικά, αναφέρονται μερικοί από τους οποίους εμφανίστηκαν το 1942, ως ενεργά μέλη του εθνικιστικού κινήματος: Ιωάννης Διαμάντης, δικηγόρος από τη Δερβιτσάνη, Μιχαήλ Μάνος, δάσκαλος από Δερβιτσάνη, Βασίλειος Σαχίνης, έμπορος από τη Δερβιτσάνη, Αντώνιος Κυριάκης, δάσκαλος από τη Γλύνα, Βασίλειος Μαρτόπουλος, δάσκαλος από το Κακοδίκι, Γεώργιος Μπολάνος από τη Χειμάρρα, Σταύρος Κόκκαλης, έμπορος από το Αλίκο, Δαμιανός Ζούπας, δάσκαλος από του Δρυμάδες Χειμάρρας. Επίσης, βλ. Μενέλαος Ζώτος και Χριστόφορος Γιάνναρος, Η Πολύτσανη της Βορείου Ηπείρου, Εκδόσεις Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, τόμ. Α΄, Ιωάννινα 1989, σ. 175. Ομοίως οι Ζώτος-Γιάνναρος αναφέρουν τα ονόματα συγχωριανών τους από την περιοχή της Πολύτσανης: Γρηγόριος Κιτσάτης, Παν. Λέκκας, Αριστομένης Φώτος, Σπύρος Κορκάρης, Σταύρος Ιασονίδης, Δημ. Οικονομίδης, Ευάγγελος Γκιούλης, Χρήστος Γκιούλης, Μιλτιάδης Γκιώκας.
  29. Συνέντευξη της Μ. Σ. στον Σπύρο Γιώτη, Ιωάννινα, 18 Ιανουαρίου 2022.
  30. ASMAE, Sottosegretariato di Stato per gli Affari Albanesi, Pacco 271-56 (Confinati Albanesi per Provincie). Στον φάκελο εντοπίστηκαν τα ονόματα των παρακάτω γυναικών, οι οποίες ήταν κρατούμενες στην επαρχία Pesaro και, συγκεκριμένα, στα κέντρα κράτησης Urbania και Fermignano: Ελένη Καρά (ημ. γέννησης 1881) από Βουλιαράτες, Ευαγγελία Λώλη (1893) από Κλεισούρα, Σοφία (1918) και Ευανθία Μπασούρα (1922) από Γεωργουτσάτες, Σταμάτω Μαργαρίτη (1890) από Επισκοπή, Κωστάντω Κολόσι (1866) από Κακογοραντζή, Κατερίνα Μαργαρίτη (1899) από Λιμπόχοβο, Γιαννούλα Ρίζου (1883) από Κακαβιά, Ευθαλία Γκουζούνη (1881) από Κακογοραντζή, Ευαγγελία Σίσκα (1894) από Πέπελη, Κωστάντω Κόπση (1886) από Κακαβιά, Ευγενία Μπέκα (1895) από Λόγγο, Μάρθα Νίνη (1915) από Ζερβάτι, Βασιλική Ρίζου (1893) από Κακαβιά, Κατερίνα Μπασούρα-Τσιάβου (1890) από Κτίσματα Πωγωνίου και Ελένη Λίτου (1867) από Μαυρόπουλο Πωγωνίου, Οι δύο τελευταίες ήταν απαχθείσες από ελληνικά χωριά, που βρίσκονται επί των ελληνοαλβανικών συνόρων.
  31. ASMAE, Sottosegretariato di Stato per gli Affari Albanesi, Pacco 271-56, S(otto)f(ascocolo). Confinati in provincial di Pistoia, Ministero della Interno al Ministero Affari Esteri, “Kazaku Michail di Kristo, nato a Frashtan (Argirokastro) nel 1925-Cittadino Albanese”, Prot. N. 443/101823, Roma, 23 maggio 1941-XIX. Στο έγγραφο το υπουργείο Εσωτερικών επιβεβαιώνει ότι ο ανήλικος (15 ετών) βρισκόταν χωρίς την οικογένειά του στην Ιταλία, καθώς ζητά από το υπουργείο των Εξωτερικών να καθοριστεί το ποσό της ημερήσιας αποζημίωσης για την περίπτωση αυτή. Επιπλέον, στον ίδιο φάκελο εντοπίστηκαν οι ανήλικοι Θεοδωρής Κίτσιος (16 ετών) από τη Δίβρη και το μόλις ενός έτους τέκνο της Μάρθας Νίνη και Κοσμά, Θωμάς Κοσμάς από Γεωργουτσάτες.
  32. ASMAE, Sottosegretariato di Stato per gli Affari Albanesi, Pacco 271-56, Pos. C/p/1, Ministero dell’ Interno al R. Ministero Affari Esteri, “Papas Jorgji confinato Albanese a Barbarano Vicentino”, No. 443/105636, Roma, 9 Ottobre 1941 XIX. Επίσης, βλ. ASMAE, Sottosegretariato di Stato per gli Affari Albanesi, Pacco 271-56, Pos. C/p/1, Ministero dell’ Interno al R. Ministero Affari Esteri, “Mikaqi Kaco di Thoma-internato Albanese”, No. 443/112909, Roma, 28 Settembre 1941. Σε παρόμοια επιστολή προς τον Mussolini ο Κώστας Μητσάκης (Costantino Miciaqi) από το χωριό Βρυώνι των Αγίων Σαράντα, περιγράφει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τη σύλληψή του από τους Ιταλούς καραμπινιέρους.
  33. ΑQSh, D. 152, V. 1942, F. 382, fl(etore). 48-50, Kuestura Mbretnore al Durësit në Drejtorisë Përgithshme të Policisë, N. 01746, Durrës, 21/7/1942/XX. Κάποιοι βορειοηπειρώτες δεν μεταφέρθηκαν στην Ιταλία, λόγω προχωρημένης ηλικίας ή για λόγους υγείας, βλ. την περίπτωση του Νίκου Πέππα (Nikollaq Pepe), ο οποίος παρά την απόφαση να σταλεί στην Ιταλία για ένα έτος ως ύποπτος για κατασκοπεία, μεταφέρθηκε στη Σιρόκα. Επίσης, από το αρχειακό υλικό διαπιστώνεται ότι λειτούργησε κέντρο κράτησης και στο Ελβασάν, στο οποίο φυλακίστηκαν βορειοηπειρώτες, χωρίς όμως να διαθέτουμε περαιτέρω αριθμητικά στοιχεία, βλ. την περίπτωση του Λευτέρη Τσίτση (Cici), με καταγωγή από το Δοξάτι (κάτοικος Αργυροκάστρου), που συνελήφθη στις 14 Νοεμβρίου 1940 και κρατήθηκε στις φυλακές του Ελβασάν μεχρι τις 16 Ιουλίου 1941, ΑQSh, D. 152, V. 1942, F. 382, fl. 75, R. Questura di Argirokastro al Direzione Generale di Polizia, “Rilascio di passaporti a persone che debbono essere vigilante”, No 0680, Argirokastro, 20 Maggio 1942 XX.
  34. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχείο Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1940-1941, Φάκ. 615/Β/4, Υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας προς Υπουργείο Εξωτερικών, «Δελτίον Πληροφοριών της 7-4-1941», Αριθ. Β280, Αθήνα, 7 Απριλίου 1941. Η ελβετική πρεσβεία, που είχε αναλάβει την προστασία των Ελλήνων αιχμαλώτων σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης του 1929, με ρηματική διακοίνωση (nota verbale) προς το ιταλικό ΥΠΕΞ, διαμαρτυρήθηκε για την ύπαρξη του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Φίερι, καθώς θεωρούσε ότι βρισκόταν στη ζώνη των επιχειρήσεων, κάτι που απαγορευόταν από το άρθρο 9 της Συνθήκης. Για το ζήτημα αυτό, βλ. ΑSMAE, Affari Politici, Grecia, B(uste). 26, Fasc(icolo). Trattamento prigonieri di guerra (1940-1943), Ministero degli Affari Esteri al R. Ministero della Guerra, “Campi di concentramento prigionieri di Guerra”, Telespresso N. 31/30916, Roma, 27 Diciembre 1940. Επίσης, βλ. ΑSMAE, Affari Politici, Grecia, B. 26, Fasc. Trattamento prigonieri di guerra (1940-1943), Ministero della Guerra al Ministero degli Affari Esteri, “Campi di concentramento prigionieri di Guerra”, Ν. 103022/77.4.14, Roma, 18 Gennaio 1940, Anno XIX. Η απάντηση από την ιταλική πλευρά ήταν ότι το στρατόπεδο του Φίερι δεν αποτελούσε στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά προσωρινό χώρο διαμονής αιχμαλώτων, οι οποίοι προωθούνταν στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Sulmona, όπου υπήρχε οργανωμένο στρατόπεδο. Όσον αφορά την τοποθεσία του, το Φίερι βρισκόταν πενήντα χιλιόμετρα μακριά από τη ζώνη των επιχειρήσεων και –σύμφωνα πάντα με τους Ιταλούς– δεν αποτελούσε περιοχή στρατιωτικής σημασίας.
  35. Αχιλλέας Ι. Βοζιάρης, ό.π.
  36. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχείο Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1940-1941, Φάκ. 615/Β/4, Υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας προς Υπουργείο Εξωτερικών, «Δελτίον Πληροφοριών της 7-4-1941», Αριθ. Β280, Αθήνα, 7 Απριλίου 1941. Τα ονόματα των αξιωματικών ήταν: Ανθυπολοχαγός Μπακαρτζής Γεώργιος από Έδεσσα, Ανθυπολοχαγός Πανταζής, Ανθυπολοχαγός Τσαούσης Απόστολος από Ανατολικό Πτολεμαΐδος, Ανθυπολοχαγός Πετούνης Γεώργιος από Τρίπολη και Ανθυπολοχαγός Βασιλείου Βασίλειος από Έδεσσα. Στο έγγραφο, επίσης, καταγράφεται η παρουσία στο στρατόπεδο εκατόν πενήντα αυτόμολων «βουλγαρόφωνων Ελλήνων», οι οποίοι απέστειλαν ευχετήριο τηλεγράφημα στο Vittorio Emanuele για την ονομαστική του εορτή.
  37. ASMAE, Affari Politici, Grecia, B. 26, Ministero della Guerra alla Ministero degli Affari Esteri, “Campi di concentramento prigioneri di Guerra”, Prot. No. 101216, Roma, 8 Gen. 1941. Σύμφωνα με την ιταλική αναφορά, στις 8 Ιανουαρίου 1941 στο στρατόπεδο του Φίερι είχαν απομείνει τρείς αξιωματικοί και εκατόν έντεκα Έλληνες στρατιώτες.
  38. Carlo Spartaco Capogreco, Ι campi del Duce. L’ internamento civile nell’ Italia fascista (1940-1943) [Τα στρατόπεδα του Ντούτσε. Ο εγκλεισμός πολιτών στη φασιστική Ιταλία], Einaudi, Torino, 2006, σ. 124. Χαρακτηριστικό της περιοχής που επέλεγαν οι Ιταλοί για τη δημιουργία κέντρων κράτησης ήταν η μικρή συγκέντρωση και πολιτικοποίηση του πληθυσμού, η απόσταση από τη στρατικοποιημένη ζώνη και οι δρόμοι συγκοινωνιών.
  39. Carlo Spartaco Capogreco, “Aspetti e peculiarità del sistema concentrazionario fascista. Una ricognizione tra storia e memoria” [Όψεις και ιδιαιτερότητες του φασιστικού συστήματος στρατοπέδων συγκέντρωσης. Mία διερεύνηση μεταξύ ιστορίας και μνήμης], Instituto Ligure per la Storia della Resistenza (επιμ.), Lager, totalitarismo, modernità [Στρατόπεδα συγκέντρωσης, ολοκληρωτισμός, νεωτερικότητα], Franco Angeli, Milano 2012, σ. 218-237.
  40. Regio Decreto 8 luglio 1938, n. 1415, op. cit. Πρόκειται για την τυποποιημένη απόφαση του υπουργείου Εσωτερικών, με την οποία αποστέλλονταν οι κρατούμενοι στην Ιταλία. Στην απόφαση αναγράφονταν τα δικαιώματα των κρατουμένων, όπως αυτά καθορίζονταν στο άρθρο 106 του νόμου του πολέμου.
  41. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχείο Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1940-1941, Φάκ. 615/Β/4, Υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας προς Υπουργείο Εξωτερικών, «Δελτίον Πληροφοριών της 7-4-1941», Αριθ. Β280, Αθήνα, 7 Απριλίου 1941.
  42. Capogreco, “Ι campi del duce”, σ. 128.
  43. Στο ίδιο.
  44. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχείο Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1940-1941, Φάκ. 615/Β/4, Υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας προς Υπουργείο Εξωτερικών, «Δελτίον Πληροφοριών της 7-4-1941», Αριθ. Β280, Αθήνα, 7 Απριλίου 1941. Ο Capogreco αναφέρει ότι οι κρατούμενοι λάμβαναν αρχικά το ποσό των 6,5 λιρών, στο οποίο προστέθηκε και ένα βοήθημα για τη διαμονή, βλ. Capogreco, “Ι campi del duce”, σ. 128-129. Στις αποφάσεις του ιταλικού υπουργείου Εσωτερικών, με την οποία οι πολιτικοί κρατούμενοι εξορίζονταν στην Ιταλία, το χρηματικό βοήθημα σε κάποιους από αυτούς έφτανε τις είκοσι λίρες ημερησίως, ενώ σε κάποιους άλλους δεν χορηγούνταν καθόλου, χωρίς να είναι δυνατό να εξακριβωθούν οι λόγοι.
  45. Capogreco, “Ι campi del duce”, ό.π., σ. 18.
  46. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχείο Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1940-1941, Φάκ. 615/Β/4, Υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας προς Υπουργείο Εξωτερικών, «Δελτίον Πληροφοριών της 7-4-1941», Αριθ. Β280, Αθήνα, 7 Απριλίου 1941.
  47. AUSSME, L-3, B(uste). 26, S(otto)f(ascicolo). 16 (Carabinieri Reali in Albania), Comando Carabinieri Reali di Albania al Comando Superiore Forze Armate Albania, “Relazione sull’ opera svolta in Albania dai Carabinieri Reali in servicio territorial durante il cοnflitto italo-greco e jugoslavo (28 ottobre 1940-20 maggio 1941 XIX)”, No 27/21 di Prot. Ris. Pers., Tirana, 30 giugno 1941 XIX.
  48. Στο ίδιο, allegato no. 8, “Scorte esaguite dell’ Arma per le sgombere di detenuti maniaci e prigioneri di Guerra ecc”.
  49. ΓΕΣ/ΔΙΣ, ό.π., σ. 265. Επίσης, βλ. ASMAE, Affari Politici, B. 26, Sf. 62 (Trattamento Prigioneri di Guerra), “Situazione Numerica P.G. Greci al 15 Agosto 1941 XIX”. Αν και η διερεύνηση των αριθμών των Ελλήνων αιχμαλώτων πολέμου δεν αποτελεί αντικείμενο του άρθρου, εντούτοις τα μεγέθη τεκμηριώνουν την αξιοπιστία της ιταλικής αναφοράς. Άλλωστε, είναι πιθανό τα ιταλικά αριθμητικά στοιχεία να είναι περισσότερο αξιόπιστα, καθώς από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι τον Αύγουστο του 1941 οι Έλληνες αιχμάλωτοι στην Ιταλία ανέρχονταν στους 54 αξιωματικούς, 151 υπαξιωματικούς και 2333 στρατιώτες, συνολικά 2.538 άτομα. Αναλυτικά: Servigliano: 137 υπαξιωματικοί, 2047 στρατιώτες, Montalbo: 50 αξιωματικοί, 17 στρατιώτες, Busseto: 10 υπαξιωματικοί, 201 στρατιώτες, νοσοκομεία Ιταλίας: 4 αξιωματικοί, 4 υπαξιωματικοί και 68 στρατιώτες.
  50. AUSSME, L-3, B. 26, Sf. 16, No 27/21 di Prot. Ris. Pers., op. cit., allegato 3, “Specchio di elementi albanesi sospetti di attivita informative o comunque contraria all’ andamente delle operazioni militari contro cui furono presi prevvedimenti di polizia”. Επίσης, βλ. ASMAE, Sottosegretariato di Stato per gli Affari Albanesi, Pacco 271-56 (Confinati Albanesi per Provincie). Κατά την έρευνα εντοπίστηκαν αναλυτικά στοιχεία Αλβανών υπηκόων (ονοματεπώνυμα, πατρώνυμα, ημερομηνίες γέννησης, ημερομηνία σύλληψης και απελευθέρωσης), στην πλειονότητά τους βορειοηπειρώτες, που περιέχονταν στον υπόψη φάκελο και κρατούνταν στις περιοχές Pistoia, Arezzo, Sienna, Vitterbo, Aquila, Vicenza, Pesaro, Perugia, Macerata, Frosinone και Pergamo, συνολικά 102 άτομα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του δίνει ο Agostinucci, υπάρχουν αρκετά ακόμη ονόματα βορειοηπειρωτών που δεν έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας και αποτελούν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας.
  51. AUSSME, L-3, B. 26, Sf. 16, No 27/21 di Prot. Ris. Pers., op.cit., allegato 3.
  52. Στο ίδιο. Επίσης, στην έκθεση αναφέρονται 63 Γιουγκοσλάβοι υπήκοοι και 101 Εβραίοι κρατούμενοι στην Αλβανία.
  53. Σύμφωνα με το χειρόγραφο ημερολόγιο του Αθανάσιου Μάρη, στις 8 Απριλίου 1941 οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στην Κρούγια (Kruja), διότι αποκαλύφθηκε σχέδιο απόδρασής τους στη Γιουγκοσλαβία.