Ο νομάρχης Ηρακλείου και μετέπειτα γενικός διοικητής Κρήτης Ιωάννης Πασσαδάκης: γερμανόφιλος, αντικομμουνιστής ή και τα δύο;

Γιώργος Λιμαντζάκης – Γιάννης Θυμιανός

Η παρούσα μελέτη έχει ως αντικείμενο την πολιτική ζωή και δράση του γερμανομαθούς δικηγόρου Ιωάννη Πασσαδάκη (1890-1953), ο οποίος διετέλεσε νομάρχης Ηρακλείου (Ιούλιος 1941-Ιανουάριος 1943) και υπουργός-γενικός διοικητής Κρήτης (Ιανουάριος 1943-Σεπτέμβριος 1944) κατά τη γερμανική Κατοχή. Ο Πασσαδάκης δεν επέλεξε απλά να συνεργαστεί με τις κατοχικές αρχές, αλλά ταυτίστηκε απόλυτα με τα μέσα και τους στόχους τους, διακρινόμενος ως ο κατεξοχήν προπαγανδιστής τους και το «πρότυπο» του διοικητικού δωσιλογισμού στην Κρήτη. Μεταπολεμικά παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Αθηνών και καταδικάστηκε, αλλά όχι για όλα όσα έκανε και υπηρέτησε. Εκμεταλλευόμενος το κλίμα της εποχής, ισχυρίστηκε ότι ήταν αντικομμουνιστής, αλλά θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι ήταν και γερμανόφιλος, όπως προκύπτει από πλήθος ανακοινώσεις, διαταγές και ομιλίες του, και πως υπηρέτησε πιστά τις γερμανικές κατοχικές αρχές, όντας αφοσιωμένος στην πολιτική και την τελική νίκη της Γερμανίας σχεδόν όσο και οι ναζί.

Ο Ιωάννης Πασσαδάκης του Κωνσταντίνου γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1890. Η οικογένειά του είχε καταγωγή από το Βορίτσι (ή Βορού) της επαρχίας Πεδιάδος του Νομού Ηρακλείου και ονομαζόταν Παχιαδάκη, αλλά ο Ιωάννης άλλαξε το επίθετό του σε Πασσαδάκης, ενώ τα αδέρφια του κράτησαν το αρχικό.[1] Ο Ιωάννης Πασσαδάκης υπηρέτησε τη θητεία του ως έφεδρος αξιωματικός και έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), ενώ στη συνέχεια σπούδασε νομικά στην Αθήνα, κοινωνιολογία στο Βερολίνο και οικονομικά στη Γαλλία. Μετά τις σπουδές του διορίστηκε αρχικά στο Πρωτοδικείο Αθηνών, αλλά κατόπιν αίτησής του μετατέθηκε στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου, παραιτούμενος, κατά διαστήματα, του δικαιώματος να δικηγορεί, λόγω της ανάληψης δημόσιων αξιωμάτων. Τον Μάρτιο του 1930 διορίστηκε νομάρχης Κοζάνης, ενώ τον Ιούλιο του 1932 μετατέθηκε στη Νομαρχία Ευβοίας.[2] Πολιτεύτηκε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 και εξελέγη βουλευτής Ηρακλείου, αλλά μετά την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου μετατράπηκε σταδιακά σε ένθερμο υποστηρικτή του,[3] επιδεικνύοντας έναν τυχοδιωκτισμό που έμελλε να καθορίσει το υπόλοιπο της πολιτικής ζωής του.

Εικ. 1. Φωτογραφία του Ιωάννη Πασσαδάκη την εποχή που ήταν υποψήφιος βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων (Πηγή: Αρχείο εφημερίδας Πατρίς).

Ο Ιωάννης Πασσαδάκης ως νομάρχης Ηρακλείου

Αφού οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη, στις αρχές Ιουνίου του 1941 διόρισαν ως δήμαρχο Ηρακλείου τον Χρήστο Ζουράρη, αλλά μετά από λίγο τον απομάκρυναν ως μη συνεργάσιμο και διόρισαν αντ’ αυτού τον δικηγόρο Μάνθο Πλεύρη. Κάτι αντίστοιχο έγινε και ως προς τον νομάρχη Ηρακλείου, Ιωάννη Τσατσαρωνάκη, ο οποίος παύτηκε από τα καθήκοντά του τον Ιούλιο του 1941 και αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Πασσαδάκη.[4] Στην πρώτη του ανακοίνωση Προς τους Κατοίκους του Νομού Ηρακλείου, ο Πασσαδάκης ανέφερε πως ανέλαβε το αξίωμα

κληθείς σήμερον παρά της ενταύθα Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως [και] εν τω πόθω όπως, κατά δύναμιν, προσφέρω τας υπηρεσίας μου προς επαναφοράν ομαλωτέρων συνθηκών ζωής του πληθυσμού εν τω Νομώ μας. Ευελπιστώ ότι όλοι οι κάτοικοι του Νομού ανεξαιρέτως μορφώσεως έχουν κατανοήσει τας σημερινάς πολύ δυσκόλους περιστάσεις και ότι θα βοηθήσουν το δύσκολον έργον μου δια της προθύμου και ακριβούς εκτελέσεως των διαταγών τας οποίας δια το συμφέρον της ολότητος του λαού θέλω εκάστοτε εκδίδει.[5]

Ο Πασσαδάκης υποστήριξε αργότερα πως ο διορισμός του ίδιου και του Πλεύρη έγιναν

χωρίς να τους ερωτήσουν καν, αν θέλουν ή όχι, αλλά κατά τρόπον στρατιωτικής διαταγής και αγγαρείας διέταξαν αυτούς να αναλάβουν υπηρεσίαν. Την εποχήν εκείνην ήτο αγρία τρομοκρατία και κανείς δεν τολμούσε να αρνηθή την αγγαρείαν που διέτασσον οι Γερμανοί. […] Άλλωστε τότε και άλλοι συνάδελφοί του επιστήμονες δεν ηρνήθησαν εις τον κατακτητήν να εκτελέσουν αγγαρείας και δη χειρωνακτικάς. Δεν επεδίωξε λοιπόν το αξίωμα, αλλά το ανέλαβεν μόνον κατόπιν προσκλήσεως και διαταγής.[6]

Οι απολογητές του παραδέχονται πως θα μπορούσε λίγο αργότερα να επικαλεστεί λόγους υγείας ή άλλους και να παραιτηθεί, αλλά δεν το έκανε. Αντιθέτως, αναφέρουν πως:

Ήλθον πολλαί επιτροπαί και εκλεκτά πρόσωπα και εκ των δύο κομματικών παρατάξεων [και] του εξέφραζον την ευχαρίστησίν των, διότι ανέλαβεν αυτός ως Νομάρχης […] τον παρεκάλουν να μείνη δια να προσφέρη, επειδή εγνώριζεν την γερμανικήν γλώσσαν, ό,τι ηδύνατο. […] Ένεκα των παρακλήσεων αυτών, απεφάσισε να μείνη, αλλ’ όχι να υπηρετήση χλιαρά και τυπικώς, αλλά με ζέσιν και ψυχήν, να εργασθή και να προσφέρη ό,τι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν, έστω και εάν ένεκα τούτου θα εξετίθετο, θα παρεξηγείτο πολιτικώς και θα εθυσίαζεν το πολιτικόν του μέλλον.[7]

Όπως συμβαίνει και με αρκετά άλλα σημεία της «Απολογίας» του Πασσαδάκη, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο Πασσαδάκης δεν θυσίασε «το πολιτικό του μέλλον» για να βοηθήσει τους συμπατριώτες του, αλλά για να προωθήσει και να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, «προσαρμοζόμενος» στις ανάγκες και επιθυμίες των κατοχικών αρχών.

Μόλις δύο ημέρες αργότερα, δημοσίευσε ανακοίνωση «προς Άπαντας τους κατοίκους Ηρακλείου», με την οποία τους ζητούσε «όπως αποφεύγουν απολύτως πάσαν πολιτικήν συζήτησιν, διότι η έκφρασις δυσμενείας καθ’ οιονδήποτε τρόπον κατά της Γερμανικής Στρατιωτικής κατοχής ή η διάδοσις ειδήσεων ανησυχαστικών θα τιμωρηθή δια των πλέον αυστηρών ποινών». Παράλληλα, εφέστησε την προσοχή των πολιτών «επί του ζητήματος της αποκρύψεως και περιθάλψεως Άγγλων αιχμαλώτων, διότι η ποινή του αδικήματος τούτου είναι ο θάνατος των ενόχων και εις περιπτώσεις επιβαρυντικάς η ομαδική εκτέλεσις κατοίκων εις τας περιφερείας εις ας θα ανευρεθώσιν τοιούτοι αιχμάλωτοι περιθαλπόμενοι και μη καταδοθέντες εις τας Αστυνομικάς Αρχάς».[8] Μια βδομάδα αργότερα, ανακοίνωσε ότι «άπαντα τα εν τη καθ’ ημάς περιφερεία υπάρχοντα πολιτικά κόμματα διαλύονται, άνευ εξαιρέσεως, απαγορευομένης και της ιδρύσεως νέου τοιούτου οιουδήποτε», και «Η τυχόν περιουσία και [οι] κατάλογοι των μελών […] ως και τα αρχεία εν γένει αυτών κατάσχονται», πιθανότατα προς «αξιοποίηση» από τη γερμανική Μυστική Αστυνομία (Geheime Feldpolizei).[9] Με άλλα λόγια, διαφαίνεται πως ο Πασσαδάκης ταυτίστηκε γρήγορα με τις εντολές και τις οδηγίες των γερμανικών στρατιωτικών αρχών.

Παράλληλα, κινήθηκε παρασκηνιακά για να καταλάβει τη θέση του γενικού διοικητή Κρήτης, αλλά τον Αύγουστο του 1941 οι γερμανικές αρχές διόρισαν στη θέση αυτή τον Εμμανουήλ Λουλακάκη, γιατρό και νομικό από τους Βαρβάρους (Μυρτιά) Ηρακλείου. Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να ενόχλησε τον Πασσαδάκη, ο οποίος επιχείρησε να πλειοδοτήσει σε φιλογερμανισμό δημοσιεύοντας μια προκήρυξη «Προς όλους τους Κρήτες», όπου ανέφερε πως

Η Γερμανία μας υπεστήριξεν όχι διά λόγων, όπως άλλοι, αλλά δι’ έργων, και συνεπώς νομίζω ότι θα ήτο υψίστη αγνωμοσύνη και παραφροσύνη εκ μέρους μας να μη συμπαθώμεν την Γερμανίαν, η οποία επιπλέον σήμερον προς διάσωση του Ευρωπαϊκού μας πολιτισμού και του χριστιανισμού διεξάγει έναν σκληρό αγώνα κατά των άθεων και αιμοβόρων Μπολσεβίκων, οίτινες εάν, ο μη γένοιτο, νικήσουν, θα πνίξουν την Ευρώπην εις το αίμα.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Πασσαδάκης ενθάρρυνε τους Κρητικούς να ελπίζουν και να προσεύχονται όπως ο Θεός «χαρίση την Νίκην εις τα Γερμανικά όπλα».[10]

Στις 25 Ιουλίου 1941 ο Πασσαδάκης έστειλε μια «εντολή» προς τους προέδρους των κοινοτήτων του νομού, κηρύττοντας την αποκατάσταση της αγροτικής ασφάλειας από την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους. Επρόκειτο για ένα σχήμα που θα χρησιμοποιηθεί συχνά έκτοτε, με σκοπό να μετακυλήσει τις ευθύνες για την εφαρμογή των αποφάσεων της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης στην ηγεσία της κοινότητας (ήτοι τον πρόεδρο, τον ιερέα και τον δάσκαλο), η οποία όφειλε να «διαφωτίσει» τους κατοίκους για διάφορα ζητήματα.[11] Σε συνέχεια αυτής της πρωτοβουλίας, στις 6 Δεκεμβρίου 1941 ο Πασσαδάκης εφέστησε στους προέδρους των κοινοτήτων τη σημασία της εγγραφής τους ως συνδρομητών στη φιλογερμανική εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ, η οποία «ωρίσθη δια διαταγής του Γερμανικού Φρουραρχείου επίσημον όργανον του Νομού». Παράλληλα, τους επέπληξε για το ότι «Παρά τας επανειλημμένας διαταγάς μου, […] παρετηρήθη ατυχώς ότι οι πλείστοι εξ υμών δεν συνεμμορφώθητε εισέτι».[12]

Στις αρχές του 1942 οι γερμανικές δυνάμεις προχώρησαν σε σειρά εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στην ύπαιθρο του νησιού, με αιφνιδιαστικούς ελέγχους και περιπόλους σε πολλά χωριά.[13] Θέλοντας να δείξει ότι υποστηρίζει και συνδράμει τις επιχειρήσεις των Γερμανών, ο Πασσαδάκης εξέδωσε εγκύκλιο προς τους προέδρους των κοινοτήτων, στην οποία ανέφερε ότι:

πολλά εκ των Κοινοτικών Συμβουλίων ου μόνον αποφεύγουν να παρέχουν εις τα όργανα της Χωροφυλακής πληροφορίας αφορώσας του καταζητουμένους Άγγλους στρατιώτας και άλλους εντοπίους ανυποτάκτους, [αλλά] οι κάτοικοι πολλών χωρίων περιβάλλουν τούτους με υποστήριξιν και περίθαλψιν δια τροφίμων και άλλων ειδών. […] [Τ]ο τοιούτον δεν είναι δυνατόν να γίνη πλέον ανεκτόν από τα στρατεύματα κατοχής και θα κτυπηθή σκληρώς, ούτω δε η εν τω Νομώ υπάρχουσα αρμονική συνεργασία των στρατευμάτων Κατοχής και του πληθυσμού θα διαταραχθή ανεπανορθώτως. Διαπράττουν λοιπόν μέγα έγκλημα εναντίον του πληθυσμού όσοι αποκρύπτουν ή υποθάλπτουν τους ανωτέρω, και δικαίως είναι άξιοι τυφεκισμού.[14]

Ο Πασσαδάκης διευκρίνισε πως δεν θα διώκονταν μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι, αλλά «εάν Πρόεδρος τις παραλείψη το καθήκον του, ούτος είνε εχθρός της ησυχίας του τόπου και όχι μόνον θα απολύεται, αλλά και θα εξορίζεται λόγω της αδιαφορίας του να συνδράμη το έργον των οργάνων της Χωροφυλακής».[15] Παρά τις συνεχείς απειλές και «προειδοποιήσεις» των αρχών, πολλοί Κρητικοί συνέχισαν να παράσχουν βοήθεια στις αντιστασιακές οργανώσεις και στους Βρετανούς στρατιώτες που βρίσκονταν στο νησί, κι έτσι τα αποτελέσματα των παραπάνω επιχειρήσεων εξακολουθούσαν να μην είναι ικανοποιητικά για τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους.

Την άνοιξη του 1942 οι Βρετανοί ζήτησαν από τις κρητικές αντιστασιακές οργανώσεις την εκκαθάριση του «εσωτερικού μετώπου», δηλαδή την εξόντωση των γνωστών συνεργατών των Γερμανών, ώστε να προετοιμάσουν το έδαφος για τη διενέργεια δολιοφθορών σε αεροδρόμια και άλλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Κρήτη. Οι κρητικές οργανώσεις προχώρησαν στην εκτέλεση αρκετών πληροφοριοδοτών και συνεργατών των κατακτητών μέσα σε λίγες εβδομάδες. Οι Γερμανοί αντέδρασαν διατάσσοντας τη σύλληψη δεκάδων βενιζελικών και κομμουνιστών, προκειμένου να κρατηθούν ως όμηροι ή να εκτελεστούν ως αντίποινα, ενώ ο Πασσαδάκης εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία ανέφερε πως:

Αι κακοήθεις αύται δολοφονίαι είναι εύκολον να αντιληφθή τις ότι στρέφονται κατά των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής, καθόσον οι δολοφονηθέντες ήσαν Έλληνες καθ’ ολοκληρίαν φιλικώς διακείμενοι προς την Γερμανία και συνειργάζοντο μετά των Γερμανικών αρχών.[16] […] Αι Γερμανικαί δυνάμεις κατοχής, αίτινες ανέμεναν μέχρι σήμερον δια να δυνηθούν να αντιληφθούν καλώς τα πράγματα, θα εφαρμόσουν εις το εξής αυστηρότατα μέτρα. Εφ’ όσον ο Ελληνικός πληθυσμός θέλει να προφυλαχθή από περαιτέρω συνεπείας και αισθητάς ποινάς, αίτινες θα πλήττουν και πολλούς αθώους, πρέπει να υποστηρίξει με όλας του τας δυνάμεις τας καταζητούσας τους δολοφόνους Γερμανικάς και Ελληνικάς αρχάς, και να κάνη το παν, όπως αποτραπούν δια το μέλλον τοιαύται δολοφονίαι.[17]

Ως «απάντηση» στις δολοφονίες αυτές, στις αρχές Ιουνίου οι γερμανικές δυνάμεις εφάρμοσαν μαζικά αντίποινα κατά των χωριών Μοίρες και Πλώρα, ενώ εκτέλεσαν στο Γάζι 62 επιφανείς Ηρακλειώτες, μεταξύ των οποίων ο δήμαρχος Ηρακλείου Μηνάς Γεωργιάδης και οι δύο αδερφοί του, Τίτος και Μανώλης.[18]

Η ταύτιση του Πασσαδάκη με τις γερμανικές αρχές δεν περιορίστηκε στην αποθάρρυνση της αντίστασης, αλλά επεκτάθηκε στην ανοιχτή καταδίκη της και στην ονομαστική επικήρυξη κάποιων από τους αρχηγούς της. Σε εγκύκλιο που έστειλε στις 22 Αυγούστου 1942, ο Πασσαδάκης κατήγγειλε τη «δολοφονική σπείρα» του Μανώλη Μπαντουβά και έκανε έκκληση στους κοινοτάρχες του νομού

να ανακοινώσητε απ’ εκκλησίαις εις όλους τους ομοχωρίους σας την παράκλησίν μου να εξακολουθήσουν αγρύπνως την παρακολούθησιν πάσης κινήσεως των μελών της σπείρας. Μόλις δε πληροφορηθείτε τι, να το φέρετε αμέσως εις γνώσιν μου ως και των πλησίον Σταθμών της Χωρ/κης ή των αποσπασμάτων, δια να καταστή δυνατή η σύλληψις και πλήρης εξόντωσις της συμμορίας.[19]

Στο ίδιο πλαίσιο, ζήτησε ο πληθυσμός να ενημερωθεί ότι «εκείνος όστις θέλει συμβάλλει εις την εξόντωσιν μελών της συμμορίας, εκτός της ευγνωμοσύνης του πληθυσμού θα έχη όχι μόνον εκ μέρους του Φρουρίου, αλλά και της Νομαρχίας, ως εδόθη ήδη υπόσχεσις, ηθικήν και υλικήν αμοιβήν».[20] Ανακοινώσεις όπως αυτή αποδεικνύουν περίτρανα τη συμμετοχή του στη μαζική στοχοποίηση συμπατριωτών του, διαψεύδοντας κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς περί προστασίας τους χάρη στην «παρέμβασή» του. Παρά ταύτα, και σε αυτή την περίπτωση η ανταπόκριση στις απειλές και υποσχέσεις του ήταν περιορισμένη.

Ο Πασσαδάκης ως γενικός διοικητής Κρήτης

Αναγνωρίζοντας τις «υπηρεσίες» του Πασσαδάκη ως νομάρχη Ηρακλείου, στα τέλη Ιανουαρίου 1943 ο κατοχικός πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος του ζήτησε να αναλάβει τη θέση του υπουργού-γενικού διοικητή Κρήτης.[21] Ο Πασσαδάκης δέχτηκε και ανέλαβε άμεσα καθήκοντα, ενώ νομάρχης Ηρακλείου διορίστηκε στις 25 Ιανουαρίου 1943 ο δικηγόρος Εμμανουήλ Ξανθάκης. Στην πρώτη του ανακοίνωση προς τον λαό της Κρήτης, ο Πασσαδάκης εξέφρασε «τας πλέον θερμάς και ευγνώμονας ευχαριστίας [του] προς τον αξιότιμον Διοικητήν του Φρουρίου Κρήτης, δια την νέαν γενναιόψυχον χειρονομίαν του» να απελευθερώσει 50 ομήρους που κρατούνταν στις φυλακές της Αγιάς, ενώ παράλληλα δημοσίευσε την αμνηστία που εξήγγειλε ο στρατηγός Bruno Bräuer για όσους «φυγάδες» (δηλαδή αντάρτες) παρουσιάζονταν εκούσια ενώπιον των γερμανικών αρχών μέχρι τις 15 Μαρτίου 1943.[22] Στην ίδια ανακοίνωση ο Πασσαδάκης υποστήριζε πως:

Το σφάλλεσθαι είνε ανθρώπινον, αλλά καθήκον του ανθρώπου είνε να κατανοή τα σφάλματά του και να διορθώνη ταύτα όταν του δοθή ευκαιρία. Την ευκαιρίαν ταύτην έχουν σήμερον οι πολλαπλώς αμαρτήσαντες συμπατριώται μας, και δεν πρέπει να την χάσουν, διότι εάν εξακολουθήσουν να περιπλανώνται εις την ύπαιθρον, πρέπει να είνε βέβαιοι ότι το τέλος των θα είνε οικτρόν και θα συνοδεύηται από το μίσος και την κατάραν ολοκλήρου του φιλησύχου πληθυσμού της Νήσου, ο οποίος υποφέρει από τας ενεργείας των. […] Η ύπαιθρος χώρα πρέπει ούτως ή άλλως να εκκαθαρισθή από όλα τα στοιχεία τα οποία διαταράττουν την ησυχίαν του πληθυσμού, [τον οποίο] καλούμεν να βοηθήση εις το έργον τούτο, διότι είναι το συμφέρον του.[23]

Την άνοιξη του 1943 οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές εξαπέλυσαν ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό στα ορεινά της Κρήτης, αναζητώντας αντάρτες και τους συνεργάτες τους. Υπό τη γερμανική πίεση, οι διοικητικές αρχές, η Μητρόπολη Κρήτης και οι «Λαϊκές Επιτροπές»[24] δημοσίευσαν προκηρύξεις με τις οποίες καλούσαν τον πληθυσμό να συνεργάζεται με τις κατοχικές αρχές και να μην παρέχει υποστήριξη σε αντιστασιακές ομάδες ή στους Βρετανούς, ενώ ο Πασσαδάκης ζήτησε με έγγραφό του προς τους νομάρχες του νησιού τη συγκρότηση επιτροπών «Πολιτικής Διαφωτίσεως» σε κάθε κοινότητα, οι οποίες θα αποτελούνταν από τον πρόεδρο, τον ιερέα, τον δάσκαλο και «εκλεκτούς κατοίκους», και θα όφειλαν να ενημερώσουν τους κατοίκους για «τον κομμουνιστικό κίνδυνο και τον εβραϊσμό», που σύμφωνα με τον ίδιο επιδίωκαν την καταστροφή της χριστιανικής πίστης και της ελληνικής πατρίδας, με σκοπό την εγκαθίδρυση του «παγκόσμιου εβραϊκού κράτους».[25]

Με αφορμή την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου, ο Πασσαδάκης δημοσίευσε στον Κρητικό Κήρυκα ένα κείμενό του με τίτλο «Η Γερμανία σώζει την ιστορική μας φυλήν», έναν ενθουσιώδη φιλογερμανικό και αντικομμουνιστικό λίβελο,[26] που υποστήριζε πως:

Επικεφαλής μιας ισχυράς και γενναίας φυλής αγωνίζεται εκεί δια να κρατήση τας πύλας κλειστάς εις το εξηγριωμένον θηρίον του Μπολσεβικισμού, εις άνθρωπος όστις κατά θείαν Πρόνοιαν ενετάλη προς τούτο. Ο Χίτλερ! Η ψυχή μας είναι μαζί του. Αι ευχαί εκατομμυρίων ανθρώπων, που πρόκειται να κατασπαραχθούν από το θηρίον του Βορρά, τον συνοδεύουν εις πάσαν κίνησιν του αγώνος του.[27]

Παρά ταύτα, μεταπολεμικά ο Πασσαδάκης είχε το θράσος να υποστηρίξει πως

όταν άλλοι γενναίοι συμπατριώται μας εθνικόφρονες πολεμισταί ηγωνίζοντο εις τα βουνά δια να απελευθερώσουν την Πατρίδα, τότε και ο κ. Πασσαδάκης ηγωνίζετο ως πολιτικός εις το γραφείον με πρόγραμμα να βοηθήση τους εκάστοτε συλλαμβανόμενους συμπατριώτας μας και πίπτοντες εις τους όνυχας του κατακτητού […] και διά να [τους] σώση έκαμνε το παν! Οι κατακτηταί ηξίουν μεθ’ έκαστον σοβαρόν σαμποτάζ να κάμνη εγκύκλιον προς τους κατοίκους και να αποδοκιμάζη τα σαμποτάζ. Και το έκαμνεν δια να μετριάζη κάπως την μανίαν των κατακτητών, οίτινες εγίνοντο θηρία ανήμερα μόλις ηγγέλλετο εν σαμποτάζ. […] Βεβαίως επετύγχανε τούτο εις πολλάς περιπτώσεις, αλλά δεν ήτο πάντοτε εύκολον να σώζη όλους τους ατυχείς![28]

Μετά το τέλος του πολέμου πολλοί υποστήριξαν ότι ο Πασσαδάκης ήταν αυτός που είχε υποδείξει ή «εγκρίνει» τη σύλληψη των οικείων τους, αλλά παρά ταύτα ο ίδιος και οι απολογητές του υποστήριξαν πως «Ο κ. Πασσαδάκης απλώς έκαμνεν το πατριωτικόν του καθήκον και πολλάκις δεν επεδίωξεν ούτε εν απλούν “ευχαριστώ” από τους διασωζόμενους».[29]

Ο Πασσαδάκης απέναντι στην αντιστασιακή δράση

Στις αρχές Ιουλίου του 1943 οι γερμανικές δυνάμεις πραγματοποίησαν επιχειρήσεις στα ορεινά του Ψηλορείτη, με σκοπό να αιχμαλωτίσουν τις αντάρτικες ομάδες που δρούσαν εκεί, αλλά τα αποτελέσματα απείχαν και πάλι από τα επιθυμητά. Θέλοντας να εκφράσει την υποστήριξή του προς τους Γερμανούς, ο Πασσαδάκης δημοσίευσε στις 9 Ιουλίου 1943 προκήρυξή του «προς τον Κρητικό λαό», στην οποία δήλωνε

βαθύτατα περίλυπος, διότι τα τελευταία θλιβερά γεγονότα διατάραξαν και πάλιν την ησυχίαν της Νήσου μας και εκόστισαν την ζωή τόσων ανθρώπων. […] Σας τονίζω ότι ευρισκόμεθα εν μέσω ενός σκληροτάτου πολέμου, και οι διοικούντες τα εδώ στρατεύματα κατοχής παρ’ όλην την ψυχικήν καλοσύνην την οποίαν έχουν ως άνθρωποι, είναι υποχρεωμένοι εντούτοις λόγω της θέσεώς των και της ευθύνης των να λαμβάνωσι τα πλέον αυστηρά μέτρα προς συντήρησιν της ασφαλείας των στρατευμάτων των. Ετόνισα επανειλημμένως ότι εις αδικήματα τοιαύτης φύσεως στρεφόμενα εναντίον των στρατευμάτων δεν πρέπει να περιμένωμεν οίκτον και επιείκειαν, διότι τοιαύτα αδικήματα τιμωρούνται πάντοτε σκληρότατα.[30]

Ο Πασσαδάκης επιχείρησε να απονομιμοποιήσει την αντίσταση στον κατακτητή, υποστηρίζοντας πως:

Αι σημεριναί περιστάσεις δεν έχουν, ως μερικοί πλανώμενοι νομίζουν, ομοιότητα προς τας περιστάσεις του 1821 και των άλλων αγώνων της ανεξαρτησίας. […] Τα Στρατεύματα Κατοχής, ελέχθη και άλλοτε, ήλθον εις το έδαφός μας δια να πολεμήσουν τους εχθρούς των, όχι ημάς τον μικρόν Λαόν. [Κατά συνέπεια,] έχουν δικαίωμα να θεωρούνται και παρ’ ημών ως στρατεύματα φιλικά, προστατευτικά, άτινα μας έσωσαν και μας σώζουν από την ανεκδιήγητον καταστροφήν του Μπολσεβικισμού, και από την οποίαν ημείς μόνοι μας δεν είμεθα εις θέσιν να σωθώμεν. […] Η Κρήτη πρέπει να μείνη τώρα ήσυχος, πιστή εις την Ιδέαν της Πατρίδος, της Θρησκείας και της οικογενείας, και τας υψηλάς αυτάς ιδέας θα υποστηρίξη εάν κινδυνεύσουν τυχόν από τους Ερυθρούς. Η Κρήτη θα προτάξη τα στήθη της εάν παραστή ανάγκη, δια να σώση την Μητέρα Ελλάδα από τον εξανδραποδισμόν, την υποδούλωσιν και τα εγκλήματα των οργάνων της Μόσχας και των Εβραίων.[31]

Ο υπουργός προανήγγειλε τον σχηματισμό μιας «Επιτροπής Προκρίτων» σε κάθε κοινότητα, «η οποία θα περιλαμβάνει τα σπουδαιότερα πρόσωπα της Κοινότητος από πάσης απόψεως» και θα έχει την ευθύνη «της τηρήσεως των κανόνων της απολύτου ουδετερότητος των κατοίκων της περιφερείας των». Πρόσθεσε επίσης πως: «Η Επιτροπή αύτη οφείλει να παρακολουθεί πάντοτε αγρύπνως, όχι μόνον τα ζωηρά στοιχεία της Κοινότητος και να θέτει αυτά εις την θέσιν των, διά να μην προβούν τυχόν εις ενέργειαν τινα ήτις θα καταστρέψει την Κοινότητα, αλλά και παν ξένον προσώπον, το οποίο θα εμφανιστεί εις την περιφέρειάν των και το οποίο διά ενεργείας τινός εναντίων των στρατευμάτων θα προκαλέση την επιβολήν ποινών ίσως αυστηροτάτων εις βάρος των κατοίκων της Κοινότητος».[32]

Όμηροι για καταναγκαστική εργασία

Την ίδια εποχή συνελήφθησαν δεκάδες άμαχοι στο Ηράκλειο και τα Χανιά, οι οποίοι στάλθηκαν ως «όμηροι» στη Γερμανία. Η «ομηρία» αυτή ήταν ένα πρόσχημα, καθώς στην πραγματικότητα αυτοί οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να εργαστούν για τη γερμανική πολεμική βιομηχανία ή σε υποστηρικτικές προς αυτήν επιχειρήσεις.[33] Πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας στο Νταχάου, το Άουσβιτς-Μπίρκεναου, το Μπέρκεν Μπέλσεν και κυρίως στο Μαουτχάουζεν, όπου εργάστηκαν για αρκετούς μήνες υπό άθλιες συνθήκες, με αποτέλεσμα πολλοί να πεθάνουν.[34] Για την αποτροπή της μεταφοράς τους στη Γερμανία ή την επιστροφή τους στην Ελλάδα έγιναν πολλά διαβήματα προς την κατοχική κυβέρνηση και προσωπικά προς τον Ιωάννη Πασσαδάκη, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε να μεσολαβήσει, υποστηρίζοντας πως οι όμηροι δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο, και πως εκεί που θα μεταφερθούν «θα τρώγουν και αρκετό ρύζι», ή σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, κονσέρβες ή μακαρόνια.[35]

Ο Πασσαδάκης για τη σφαγή της Βιάννου

Κατά τους επόμενους μήνες η θέση των Γερμανών επιδεινώθηκε σημαντικά, ιδίως μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943.[36] Λίγες ημέρες αργότερα, μια ομάδα ανταρτών του Μανώλη Μπαντουβά επιτέθηκε σε γερμανικό φυλάκιο στην Κάτω Σύμη της επαρχίας Βιάννου, ενώ την επόμενη μέρα μια άλλη έστησε ενέδρα σε ένα γερμανικό λόχο και του επέφερε σημαντικές απώλειες. Ερμηνεύοντας τις κινήσεις αυτές ως προάγγελο συμμαχικής απόβασης, οι Γερμανοί προχώρησαν σε μαζικά αντίποινα κατά του άμαχου πληθυσμού, καταστρέφοντας ολοσχερώς εννέα χωριά των επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας, και εκτελώντας εκατοντάδες άντρες όλων των ηλικιών.[37] Ο Πασσαδάκης δικαιολόγησε τη γερμανική αντίδραση, υποστηρίζοντας σε προκήρυξή του πως:

Ουδείς δύναται να κατηγορήση τα στρατεύματα κατοχής διότι καταδιώκουν τα όργανα ταύτα του εχθρού των. Επίσης ετονίσθη ότι απαγορεύεται η εκ μέρους των κατοίκων περίθαλψις ή απόκρυψις της δράσεως των συμμοριών τούτων. Δυστυχώς αι συστάσεις αύται ουδέν έφερον αποτέλεσμα. […] Δυστυχώς ο Παγκόσμιος Πόλεμος είναι σκληρός και δεν είναι εύκολον πάντοτε να ασκήται επιείκεια. Τα Γερμανικά στρατεύματα άλλωστε έχουν την απόφασιν να μην αφίσουν να γίνουν εν Κρήτη τα όσα εγκλήματα διεπράχθησαν εις την Στερεάν Ελλάδα εκ της δράσεως των οργάνων της προπαγάνδας των Αγγλοσαξώνων και των Μπολσεβίκων. Και την απόφασιν ταύτην θα την εκτελέσουν μετά της πλέον μεγάλης αυστηρότητος. Δεν θα αφίσουν να παραλύση εδώ η κατάστασις. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν καλώς όλοι. Όπου είναι οι Γερμανοί πρέπει να διατηρήται δια τον πληθυσμόν ησυχία. Τα γεγονότα της Βιάννου είναι εν πικρόν δίδαγμα και παράδειγμα δια τας κοινότητας αίτινες θα εξακολουθήσουν να βοηθούν μυστικά, να ανέχωνται, να αποκρύπτουν τους συμμορίτας. […] ο Λαός πρέπει να μη προβαίνη εις ουδεμίαν επιζήμιον πράξιν εναντίον των στρατευμάτων κατοχής, και εάν δεν θέλη να καταστραφή εντελώς, να μη δίδη προσοχήν εις τα κηρύγματα μερικών οργάνων μισθωτών της ξένης προπαγάνδας. Η συμβουλή αύτη έχει κατανοηθή, είμαι βέβαιος, υπό της μεγάλης πλειοψηφίας του Λαού μας και αύτη ζη νομιμοφρόνως. Δυστυχώς μία ομάς ελαχίστων προσώπων δημιουργεί τοιαύτα ζητήματα εις τα στρατεύματα κατοχής, ώστε παίρνει εις τον λαιμόν της και την πλειοψηφίαν των νομιμοφρόνων. […] Όταν αι συμμορίαι εκλείψουν η Κρήτη θα εύρη την ησυχίαν και την ασφάλειάν της και εις το τέλος του πολέμου και την ελευθερίαν της μετά της άλλης Ελλάδος, όπως αυτός ο Φύρερ έχει υποσχεθή. […] Εκείνοι οίτινες θα αδιαφορήσουν εις την έκκλησίν μου αυτήν, δεν αγαπούν την Κρήτην, και αυτοί θα έχουν την ευθύνην δια την πλήρη καταστροφήν της προς την οποίαν σύρουν αυτήν τα αγορασθέντα όργανα της Προπαγάνδας. Το αίμα των ατυχών συμπατριωτών μας που εχύθη εις την Βιάννον, όπως και εκείνο το οποίον θα χυθή εις το μέλλον, ας είναι επί τας κεφαλάς εκείνων οι οποίοι ακολουθούν την προπαγάνδαν και τα όργανα αυτής, τους συμμορίτας.[38]

Παρότι είναι ξεκάθαρο πως ο Πασσαδάκης υπερασπίστηκε με ζήλο τα σκληρά αντίποινα των γερμανικών αρχών και αποθάρρυνε κάθε μορφή αντίστασης, μετά τον πόλεμο ισχυρίστηκε πως βοήθησε «να σωθούν οι κρατούμενοι εις Άγιον Βασίλειον Βιάννου περίπου 450 χωρικοί, οι οποίοι συνελήφθησαν μετά το μεγάλο σαμποτάζ της Βιάννου [η αναφορά σε σαμποτάζ είναι μάλλον σκόπιμα ανακριβής] και εκ των οποίων οι πλείστοι, ίσως και όλοι, θα εξετελούντο».[39] Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, καθώς οι αιχμάλωτοι απελευθερώθηκαν μετά από έντονες πιέσεις του τοποτηρητή της Μητρόπολης Κρήτης αρχιμανδρίτη Ευγένιου (Ψαλιδάκη) και του Επίσκοπου Πέτρας Διονύσιου (Μαραγκουδάκη) προς τον διοικητή της 22ας Μεραρχίας, υποστράτηγο Friedrich-Wilhelm Müller.[40]

Ομιλίες του Πασσαδάκη στην ανατολική Κρήτη

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1943 ο Πασσαδάκης πραγματοποίησε μια περιοδεία στο Ηράκλειο, τη Νεάπολη και τον Άγιο Νικόλαο, όπου μίλησε «ενώπιον παλλαϊκών συγκεντρώσεων» για τον «φοβερόν κίνδυνον του Μπολσεβικισμού» και την ανάγκη «να σωθή το Έθνος μας».[41] Στα εκτενή αποσπάσματα των ομιλιών του που δημοσιεύτηκαν στον Παρατηρητή, ο Πασσαδάκης αναφέρει πως υπήρξε «πολέμιος του Κομμουνισμού» από το 1935,

διότι εκ των κοινωνιολογικών μελετών μου είχον αντιληφθή από τότε ότι όλη η Κομμουνιστική κίνησις της εποχής μας ήτο μία εφεύρεσις του Διεθνούς Εβραϊσμού, η οποία δεν απέβλεπεν εις εξυπηρέτησιν του εργατικού μας κόσμου, ως ισχυρίζεται, αλλά απέβλεπεν εις την επιτυχία των σκοτεινών σκοπών του. […] Ήδη όμως ο κίνδυνος δεν είναι πλέον φανταστικός και απομεμακρυσμένος, ως άλλοτε εθεωρείτο, αλλ’ είναι δυστυχώς πλέον πολύ πλησίον μας. […] Ο αγών κατά του απαισίου Μπολσεβικισμού εν τη χώρα μας είναι έργον ιδικόν μας. Δεν δυνάμεθα να περιμένομεν τα πάντα από την Γερμανίαν. Η Γερμανία θυσιάζει το άνθος της φυλής της δια να συγκρατήσει τας ορδάς των άθεων Μπολσεβίκων εις το μέτωπον δια να μην εισβάλουν αύται και πνίξουν εις την γενικήν σφαγή και δήωσιν ημάς όλους τους Χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης.[42]

Υιοθετώντας τη ναζιστική ρητορική, αναφέρει πως ο κομμουνισμός είναι μέρος ενός καταχθόνιου σχεδίου των Εβραίων, και πως «Εις τους πλοκάμους του Διεθνούς Εβραϊσμού έχουν όθεν ήδη μέχρι σήμερον δεσμευθή πολιτικώς οι τρεις μεγάλοι Χριστιανικοί Λαοί της Ρωσσίας, Αγγλίας και Αμερικής». Απέναντι σε αυτή την απειλή, η Γερμανία προβάλλεται ως

η μόνη δυναμική φυλή ήτις ήτο και είναι εις θέσιν να φέρη εμπόδια εις την πραγματοποίησιν των σχεδίων της επικρατήσεως των εβραίων. […] Εις όλα τα κατεχόμενα υπό της Γερμανίας εδάφη σήμερον είναι προφανές ότι ο Μπολσεβικισμός συγκρατείται από τα εκεί ευρισκόμενα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Τα Γερμανικά όθεν στρατεύματα κατοχής εις τας διαφόρους χριστιανικάς χώρας της Ευρώπης και Βαλκανικής έπαυσαν να είναι πλέον εχθρικά, κατακτητικά, αλλ’ είναι στρατεύματα φιλικά, προστατευτικά των χριστιανικών λαών κατά των εντοπίων Μπολσεβίκων.[43]

Στο τέλος των αποσπασμάτων παρατίθεται διακριτό κεφάλαιο με τίτλο «Ο Χίτλερ Σωτήρ των Χριστιανικών Λαών», στο οποίο ο Πασσαδάκης υποστηρίζει πως:

Κατά τας ιστορικάς αυτάς στιγμάς του κινδύνου της ζωής και θανάτου της κοινής μητρός μας Ευρώπης, μόνον εν πιστόν και γενναίον τέκνον της, ο Αδόλφος Χίτλερ, επί κεφαλής των σταυροφόρων φαλάγγων του, αγωνίζεται κατά θείαν επιταγήν άνωθεν, δια να κρατήσει τας πύλας κλειστάς και να σώση όλους τους λαούς. […] Μπροστά στον μεγάλο σημερινό κίνδυνο της φυλής όλα τα άλλα είναι μικρά. Ας μην αφίσωμεν με την αδιαφορία μας να μας υποδουλώση και να μας ρίψη […] εις τον τάφον η φοβερά διεθνής οργάνωσις των κατηραμένων εβραίων.[44]

Ο Πασσαδάκης προτείνει «πατριωτική οργάνωση»

Την Πρωτοχρονιά του 1944 ο Πασσαδάκης παραβρέθηκε σε εκδήλωση στην έδρα της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης στα Χανιά, όπου μίλησε με τα θερμότερα λόγια για τα «γενναία τέκνα της μεγάλης και ισχυράς Γερμανικής Φυλής». Σύμφωνα με την εφημερίδα Παρατηρητής, ο υπουργός είπε: «Εύχομαι εκ βάθους ψυχής την Γερμανικήν Νίκην, διότι η νίκη αύτη δε θα είναι μόνον νίκη της Γερμανίας, αλλά και νίκη όλων των άλλων τέκνων της κοινής ατυχούς μητρός Ευρώπης». Υποστήριξε πως όταν επέλθει η τελική νίκη της Γερμανίας, «οι διασωθέντες από τας ορδάς των Μπολσεβίκων διά του αγώνος σας λαοί της Ευρώπης θα εκδηλώσουν εις την Γερμανίαν και προς εσάς, τα γενναία τέκνα της, τον θαυμασμόν και την ευγνωμοσύνην των, και θα σας υψώσουν εις την μεγαλειώδη θέσιν ήτις σας αρμόζει».[45]

Δύο βδομάδες αργότερα, ο γενικός διοικητής παρευρέθηκε σε δεξίωση στην ίδια τοποθεσία, όπου, σύμφωνα με την εφημερίδα Παρατηρητής, ανακοίνωσε ότι

έχει σκοπόν να συστήση μίαν οργάνωσιν εις την οποίαν να συμμετάσχουν όλοι οι καλοί Κρήτες πατριώται, οίτινες αγαπούν την διατήρησιν της πατρίδος, της θρησκείας και της οικογενείας των, και είναι έτοιμοι να αντιταχθούν ως Έλληνες και άνδρες γενναίοι εναντίον των αγορασθέντων οργάνων των Μπολσεβίκων, εάν θελήσουν ούτοι να τας καταστρέψουν. […] Ο αξιότιμος Διοικητής Φρουρίου [στρατηγός Bräuer] είχε την φιλικήν ευμένειαν να επιτρέψη την ίδρυσιν μιας τοιαύτης πατριωτικής Οργανώσεως. Κατόπιν τούτου, ο κ. Υπουργός εκάλεσε το παρελθόν Σάββατον [15 Ιανουαρίου] πολλούς διακεκριμένους πολίτας των Χανίων, εις τους οποίους ανέπτυξε την ανάγκην ιδρύσεως της εν λόγω πατριωτικής οργανώσεως, εις την οποίαν πρέπει να εισέλθουν όλα τα πατριωτικά στοιχεία, ώστε να είναι οργανωμένα […] και να μη περιμένουν τα πάντα από τα Γερμανικά Στρατεύματα, τα οποία διεξάγουν πόλεμον και έχουν άλλα καθήκοντα και απασχολήσεις.[46]

Εικ. 2. Φωτογραφία από τη δεξίωση στην έδρα της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης, όπου εικονίζονται ο γενικός διοικητής Ιωάννης Πασσαδάκης και ο επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος να χαιρετούν ναζιστικά (Πηγή: Παρατηρητής, 16 Ιανουαρίου 1944).

Οι αντιστασιακές οργανώσεις της Κρήτης καταδίκασαν τις αντικομμουνιστικές «κορώνες» του Πασσαδάκη, θεωρώντας τις κεκαλυμμένη έκκληση για αντισυμμαχική δράση και ανοικτή υποστήριξη προς τη γερμανική προσπάθεια. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η αντίδραση του ΕΑΜ, το οποίο σε ανακοίνωσή του κατήγγειλε πως:

Οι Πασσαδάκης, Γαλάνης, Ιερωνυμάκης, Τσόντος και Σία, που μαζί με τον Διοικητή Φρουρίου Κρήτης εξαπέλυσαν εναντίον μας την θεομηνία του Σουμπεριτισμού και του Γιανιτσαρισμού, προσπαθούν να δημιουργήσουν «αντικομμουνιστικές», πραγματικά δε αντισυμμαχικές, φιλογερμανικές οργανώσεις, μία πολιτική και άλλη μαχητική. Μερικά μάλιστα οργανέτα των τολμούν να ψιθυρίζουν πως τάχα προς τις ενέργειες αυτές του Πασσαδάκη είναι σύμφωνο και το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής,[47]

με πρόθεση να διχάσουν τους Συμμάχους και να φέρουν τις προσκείμενες σε κάθε πλευρά ομάδες σε σύγκρουση μεταξύ τους, για δικό τους όφελος.

Ομιλίες του Πασσαδάκη στη δυτική Κρήτη και την Αθήνα

Λίγους μήνες αργότερα, στα τέλη Απριλίου του 1944, απήχθη ο Γερμανός υποστράτηγος Heinrich Kreipe, διοικητής της 22ας Μεραρχίας Πεζικού.[48] Θέλοντας να υποβαθμίσει το γεγονός και να αποκαταστήσει την εικόνα τάξης και ασφάλειας στο εσωτερικό της Κρήτης, ο Πασσαδάκης κάλεσε τον λαό «εις πάνδημον συγκέντρωσιν» στην πλατεία Δικαστηρίων, στα Χανιά, στις 6 Μαΐου 1944, «ίνα διακηρύξωμεν ομοφώνως ότι η θέλησις ημών, όπως και ολοκλήρου του Κρητικού λαού είναι να διατηρηθή αφ’ ενός μεν η έννομος τάξις και η ησυχία του τόπου, αφ’ ετέρου δε η πλήρης νομιμοφροσύνη του λαού απέναντι των Στρατευμάτων Κατοχής».[49] Ομιλητές στη συγκέντρωση ήταν ο Πασσαδάκης και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως εκπρόσωπος της Λαϊκής Επιτροπής Χανίων,[50] ενώ πολλοί κρατούσαν επιγραφές με τα συνθήματα «Κάτω οι ταραξίαι και οι αναρχικοί» και «Θέλομεν νομιμοφροσύνην προς τα στρατεύματα κατοχής». Ενθαρρυμένος από τη μαζική συμμετοχή στη συγκέντρωση, στην οποία συμμετείχαν χιλιάδες, ανάμεσά τους και μη υποστηρικτές του κατοχικού καθεστώτος, ο Πασσαδάκης διοργάνωσε παρόμοια συγκέντρωση στο Ρέθυμνο στις 10 Μαΐου, όπου μίλησε και ο επικεφαλής της εκεί Λαϊκής Επιτροπής, επίσκοπος Αθανάσιος (Αποστολάκης).[51]

Εικ. 3. Ο υπουργός-γενικός διοικητής Κρήτης Ιωάννης Πασσαδάκης μιλάει στο συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία Δικαστηρίων των Χανίων, 6 Μαΐου 1944 (Πηγή: Αρχείο εφημερίδας Πατρίς).

Η επιτυχία των ομιλιών του Πασσαδάκη ενθάρρυνε την κατοχική κυβέρνηση να οργανώσει και άλλες τέτοιες συγκεντρώσεις. Στις αρχές Ιουνίου έγιναν δύο τέτοιες ομιλίες στην Αθήνα, όπου μίλησαν ο Δημήτριος Μπακογιάννης, γενικός διευθυντής του Υπουργείου Ασφαλείας, και ο Διονύσιος Παπαδόγγονας, αρχηγός του Β’ Αρχηγείου Χωροφυλακής Πελοποννήσου και διοργανωτής των εκεί Ταγμάτων Ασφαλείας. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Πασσαδάκης ήρθε από την Κρήτη για να μιλήσει στο Θέατρο Ηρώδου του Αττικού στις 17 Ιουνίου 1944.[52] Σύμφωνα με τις εφημερίδες της επόμενης ημέρας:

Εν αρχή ο ρήτωρ ετόνισεν ότι το Έθνος μας κατά την μακραίωνα ιστορίαν του εγνώρισεν ημέρας μεγαλείου και δόξης, αλλ’ αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους. Κατά την εποχήν μας, συνέχισεν ο ρήτωρ, η ελληνική Πατρίς αντιμετωπίζει ένα νέον φοβερόν και αδυσώπητον εχθρόν, τον μπολσεβικισμόν, ο οποίος έχει πρόγραμμα να καταργή τας Πατρίδας των λαών τους οποίους κατακτά. Για όσα συνέβησαν και συμβαίνουν εις την ύπαιθρόν μας, αι δολοφονίαι, οι εμπρησμοί, η βεβήλωσις των εκκλησιών μας, η αρπαγή των προϊόντων των πτωχών χωρικών μας, η ατίμωσις γυναικών και τα μαρτύρια της νέας ιεράς εξετάσεως, τα οποία εφαρμόζουν οι μπολσεβίκοι κατά των πιπτόντων εις τας χείρας των αθώων θυμάτων, είναι τα πρώτα δείγματα μιας μικρογραφίας του ερυθρού «παραδείσου». […] Η σπείρα των κομμουνιστών είναι μία μικρά μειοψηφία εν σχέσει προς το σύνολον του ελληνικού πληθυσμού, και θα ήτο αίσχος ιστορικόν δια τον γενναίον ελληνικόν λαόν να τρομοκρατηθή τόσον και να δεχθή να υποδουλωθή εις τα σχέδια των ολίγων αυτών κακοποιών.[53]

Απόπειρα εναντίον του Πασσαδάκη

Λίγες ημέρες πριν την ομιλία του Πασσαδάκη στο Ηρώδειο, έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του στα Χανιά. Το βράδυ της 8ης Ιουνίου 1944 μια ομάδα ανταρτών σταμάτησε το υπουργικό αυτοκίνητο ενώ έστριβε από την οδό Νοέλ (σημερινή Καραολή και Δημητρίου) προς την οδό Ποτιέ στην Παλιά Πόλη των Χανίων. Ένας από τους αντάρτες έσπασε το τζάμι του πίσω παραθύρου και έριξε μέσα μια χειροβομβίδα. Ο Πασσαδάκης σώθηκε χάρη στην ψύχραιμη στάση του νομάρχη Χανίων Ιωάννη Γαλάνη, ο οποίος είδε τη χειροβομβίδα να πέφτει μέσα στο όχημα, την άρπαξε και την πέταξε έξω προς την πλευρά του δράστη. Η χειροβομβίδα κύλησε στο έδαφος και εξερράγη πίσω από το αυτοκίνητο, τραυματίζοντας οκτώ περαστικούς, μεταξύ των οποίων και δύο παιδιά που αργότερα υπέκυψαν.[54] Σύμφωνα με την εφημερίδα Πρωία,

Η απόπειρα, ως εξηκρηβώθη, εγένετο τη πρωτοβουλία γνωστού κομμουνιστού, ο οποίος επί πολλά έτη παρέμεινεν εις την Μόσχαν, εκπαιδευθείς εις τας δολοφονικάς μεθόδους […] Μόλις ο λαός των Χανίων επληροφορήθη την άνανδρον απόπειραν εναντίον του λαοφιλούς Υπουργού κ. Πασσαδάκη, εξεδήλωσεν εντόνως και ζωηρώς την αγανάκτησίν του εναντίον των στυγερών δολοφόνων. Πάντες εκινήθησαν δια την σύλληψιν των δραστών. Και πράγματι, χάρις εις τας συγκεντρωθείσας πληροφορίας κατέστη δυνατή αμέσως η σύλληψις του αρχηγού της κομμουνιστικής δολοφονικής ομάδος. […] Πεντηκονταμελής Επιτροπή εξ όλων των κοινωνικών τάξεων εκάλεσε τον λαόν των Χανίων εις πάνδημον δοξολογίαν, καθ’ ην ο Γυμνασιάρχης κ. Μυλωνάκης εξήρε τας πολυτίμους υπηρεσίας τας οποίας ο κ. Πασσαδάκης προσέφερεν εις την Κρήτην κατά τας δυσκόλους αυτάς στιγμάς.[55]

Ο Πασσαδάκης επιχείρησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά το συμβάν, ενώ αργότερα έγραψε στην Απολογία του πως η απόπειρα έλαβε χώρα «λόγω της εξαιρετικής του αντικομμουνιστικής κινήσεως, που τότε εναυάγησε τα κομμουνιστικά σχέδια δια την Κρήτην. […] Επειδή όμως ο Θεός επροστάτευσε τον κ. Πασσαδάκην και τον έσωσεν εκ της αποπείρας, δεν ηθέλησε ούτος να ζητήση και επιδιώξη την τιμωρίαν των ενόχων, δια να μη δύναται κανείς να τον κατηγορήση ότι επί κατοχής εχύθη εξ αιτίας του αίμα Κρητικόν». Σύμφωνα με τον ίδιο:

Οι Γερμανοί είχον τότε την διάθεσιν να κάμουν συλλήψεις εις Χανιά και ομαδικάς εκτελέσεις κομμουνιστών. Εκοπίασε πολύ ο κ. Πασσαδάκης να τους εμποδίσει να κάμουν αυτά. Εξέφρασεν την γνώμην ότι εφ’ όσον η απόπειρα δεν εστρέφετο κατά του Γερμανικού στρατού, δεν έπρεπεν οι Γερμανοί να αναμιχθούν εις την υπόθεσιν αυτήν, ήτις ήτο μεταξύ ημών των Κρητών. Και τους εβεβαίωσεν ότι δήθεν η Ελληνική δικαιοσύνη θα τιμωρήση τους ενόχους. [Αλλά] Δεν ηθέλησεν ο κ. Πασσαδάκης να γείνη, ως είπομεν, καμμία τιμωρία δια την απόπειρα εναντίον του. Η ηθική ικανοποίησις του κ. Πασσαδάκη εκ της εκδηλωθείσης καθ’ άπασαν την Κρήτην γενικής συμπαθείας της μεγάλης πλειοψηφίας του Κρητικού λαού, όστις απεδοκίμασε την απόπειραν […] ήτο μεγάλη και αρκετή.[56]

Ο Πασσαδάκης παραιτείται και διαφεύγει στη Γερμανία

Ο Ιωάννης Πασσαδάκης συνέχισε να συνεργάζεται με τους Γερμανούς μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944, οπότε παραιτήθηκε επικαλούμενος λόγους υγείας, ενώ στην πραγματικότητα είχε ενημερωθεί για την επικείμενη σύμπτυξη των Γερμανών από την Ελλάδα και επιθυμούσε να αποφύγει τη σύλληψη.[57] Θέλοντας να δώσει την εικόνα μιας ομαλής μετάβασης, πρότεινε ως διάδοχό του τον επίσκοπο Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελο (Ξηρουχάκη), ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα στις 26 Σεπτεμβρίου με την έγκριση των Βρετανών και της εξόριστης κυβέρνησης.[58] Προτού αναχωρήσει από την Κρήτη, ο Πασσαδάκης απηύθυνε μια τελευταία προκήρυξη προς τον κρητικό λαό, στην οποία ανέφερε πως:

εγκαταλείπω κατ’ αυτάς την πολυαγαπημένην μας ιδιαιτέραν Πατρίδα Κρήτην όχι διότι διέπραξα τι κακόν και φοβούμαι να λογοδοτήσω, αλλά διότι πρέπει να παραχωρήσω την θέσιν μου εις άλλους, οίτινες λόγω της νέας καταστάσεως θα είναι εις θέσιν να προσφέρουν υπηρεσίας προς την Κρήτην περισσοτέρας εμού. Κατά την ώραν αυτήν της αποχωρήσεως, ας μου επιτραπή να το είπω, έχω την συνείδησίν μου ήσυχον, διότι αισθάνομαι ότι υπηρέτησα τον τόπον μας κατά την δυσχερεστάτην αύτην περίοδον ως Έλλην πατριώτης και μόνον. Είναι εις όλους γνωστόν ότι δεν εξεμεταλλεύθην το αξίωμα ούτε δια να κερδίσω χρήματα –και ηδυνάμην να κερδίσω, εάν ήθελον, πάρα πολλά– ούτε δια να εκδικηθώ, πιέσω, καταγγείλω οιονδήποτε συμπατριώτην μου επωφελούμενος της συνεργασίας μου με τα στρατεύματα κατοχής. Δεν έγινα αιτία να χάση ουδείς την ζωήν του, τουναντίον πολλούς έσωσα εκ θανατικών ποινών και πολλούς απεφυλάκισα. […] Ας λέγη όθεν ό,τι θέλει η προπαγάνδα εναντίον μου διά λόγους εντυπώσεων, εγώ είμαι βέβαιος ότι ουδείς συμπατριώτης μου δύναται να έχη παράπονον ή έχθραν διά την εν γένει στάσιν μου.[59]

Εικ. 4. Η τελευταία προκήρυξη του υπουργού-γενικού διοικητή Κρήτης Ιωάννη Πασσαδάκη προς τον κρητικό λαό (Παρατηρητής, 27 Σεπτεμβρίου 1944).

Τα ίδια ισχυρίστηκε αργότερα και στην Απολογία του, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι θέλησε να αποφύγει τη λαϊκή ετυμηγορία και αναχώρησε για την Αθήνα, όπου έμεινε για λίγες ημέρες, και στη συνέχεια έφυγε για τη Βιέννη.[60] Εκεί ο Πασσαδάκης ήρθε σε επαφή με άλλους Έλληνες γερμανόφιλους, οι οποίοι πραγματοποίησαν μια πρώτη άτυπη συγκέντρωση στη Βιέννη τον Νοέμβριο του 1944. Στις αρχές του 1945 κάποιοι από αυτούς μετέβησαν στην κωμόπολη Κίτσμπουελ του Τιρόλου, όπου συγκροτήθηκε η αποκαλούμενη «Εθνική Κυβέρνησις των Ελλήνων Εθνικοσοσιαλιστών».[61] Γύρω από αυτούς συγκεντρώθηκαν και οργανώθηκαν περίπου δύο χιλιάδες γερμανόφιλοι και χιτλερικοί Έλληνες που είχαν καταφύγει στο Ράιχ, με την ελπίδα ότι η τροπή του πολέμου θα άλλαζε και θα μπορούσαν να επανέλθουν στην Ελλάδα ως διοίκηση. Ωστόσο, οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν, καθώς στις αρχές Απριλίου τα σοβιετικά στρατεύματα μπήκαν στη Βιέννη και στις 8 Μαΐου 1945 η Γερμανία παραδόθηκε άνευ όρων. Περίπου ένα μήνα αργότερα, τον Ιούνιο του 1945, οι Τσιρονίκος, Πούλος, Ταβουλάρης και Πασσαδάκης συνελήφθησαν από τον αμερικανικό στρατό και παραδόθηκαν στις ελληνικές αρχές μετά από έναν περίπου χρόνο, τον Αύγουστο του 1946.[62]

Ο Πασσαδάκης ενώπιον της Δικαιοσύνης

Στο μεταξύ είχε απελευθερωθεί μεγάλο μέρος της Ελλάδας, και είχε ξεκινήσει η διαδικασία ποινικής δίωξης όσων συνεργάστηκαν με τον εχθρό από θέση ευθύνης. Ο Ιωάννης Πασσαδάκης και αρκετοί άλλοι δωσίλογοι υπουργοί και πρωθυπουργοί παραπέμφθηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Αθηνών, το οποίο ξεκίνησε τις εργασίες του στις 21 Φεβρουαρίου 1945 και εξέδωσε την ετυμηγορία του στις 31 Μαΐου του ίδιου χρόνου.[63] Το Δικαστήριο αυτό δίκασε ως ποινικό δικαστήριο, είχε μεικτή σύνθεση και ήταν εννεαμελές.[64] Οι κατηγορούμενοι πρωθυπουργοί και υπουργοί ήταν 30, αλλά μόνο εννέα ήταν παρόντες κατά την έναρξη της δίκης. Μετά την έναρξη της δίκης προσήλθαν αυθόρμητα αρκετοί άλλοι κατηγορούμενοι, ενώ πέντε δεν προσήλθαν ποτέ και δικάστηκαν ερήμην, μεταξύ των οποίων και ο Πασσαδάκης.

Η απόφαση ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό την πρόταση του εισαγγελέα. Με την απόφαση 49/1945, το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Ιωάννη Πασσαδάκη για τα αδικήματα της διευκολύνσεως του εχθρού και της προπαγάνδας του, καταδικάζοντάς τον σε ισόβια δεσμά και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων (όπως προκύπτουν από τα άρθρα 21, 23 και 24 του Ποινικού Νόμου), ενώ έχασε αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου.[65] Η απόφαση του δικαστηρίου δίχασε την κοινή γνώμη, καθώς άλλοι –μεταξύ των οποίων και οι κυβερνώντες– τη θεώρησαν αυστηρή, και άλλοι υποστήριξαν ότι επρόκειτο για δίκη-παρωδία, καθώς το δικαστήριο επέλεξε να μην προχωρήσει σε πλήρη «κάθαρση».[66] Μετά την έκδοση της απόφασης, οι καταδικασθέντες πρώην υπουργοί –μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβανόταν ο Πασσαδάκης, καθώς εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1946– μεταφέρθηκαν στις φυλακές Ζελιώτη, στην Αθήνα (στο μετέπειτα κτίριο Μινιόν, στη συμβολή των οδών Βερανζέρου και Πατησίων).

Η «Απολογία» του Πασσαδάκη

Ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης πέθανε τον Οκτώβριο του 1946, ενώ τον Μάιο του 1948 πέθανε ο προκάτοχός του, Γεώργιος Τσολάκογλου.[67] Θέλοντας να αποφύγουν την ίδια μοίρα, ορισμένοι καταδικασθέντες εξέδωσαν βιβλία με τα οποία επιχείρησαν να υπερασπιστούν τις επιλογές και το έργο τους, και κατήγγειλαν την «ιστορική αδικία» σε βάρος τους. Ένας από τους πρώτους που το έκαναν ήταν ο Ιωάννης Καραμάνος, υπουργός Γεωργίας τον δύσκολο χειμώνα του 1941-1942, ο οποίος δημοσίευσε το Πλάναι και αλήθεια: Διαμαρτυρία, το 1947. Ακολούθησε ο Ιωάννης Πασσαδάκης με την Πολιτική απολογία ενώπιον του Κρητικού Λαού διά τα πεπραγμένα επί Κατοχής, βιβλίο που απευθυνόταν στον «Εθνικόφρονα Λαόν της Κρήτης» και εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1948, με τη βοήθεια υποστηρικτών του, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στη φυλακή.[68] Σε αυτό ο Πασσαδάκης υποστηρίζει πως:

Επηκολούθησεν μεταπολεμικώς μία μεγάλη πολιτική σύγχυσις, κατά την οποίαν έγιναν πολλαί αδικίαι και εις το λεγόμενον δοσιλογικόν ζήτημα και ενώ άλλοι, ίσως ένοχοι, ουδέν έπαθον, τουναντίον άλλοι αθώοι διά μηνύσεων των κομμουνιστών εσύρθησαν (διότι ήσαν μαχητικά εθνικόφρονα στοιχεία και έπρεπε να συντριβούν) προ των δικαστηρίων, εδεινοπάθησαν και κατεδικάσθησαν.[69]

Με την Απολογία του ο Πασσαδάκης επιχείρησε να ανασκευάσει τις κατηγορίες ότι ήταν δωσίλογος και συνεργάτης των Γερμανών, και να εμφανιστεί ως Έλληνας πατριώτης, αν όχι ως «προάγγελος» του αντικομμουνισμού. Αρνήθηκε επίμονα τις κατηγορίες ότι ήταν γερμανόφιλος, υποστηρίζοντας πως:

η εντύπωσις είναι εσφαλμένη και προήλθεν ασφαλώς διότι τον έβλεπον να ομιλή ή να γράφη δια τον κομμουνιστικόν κίνδυνον και να επαινή τον αγώνα της Γερμανίας εναντίον των Μπολσεβίκων. Αυτό πράγματι το έκαμνεν. Αλλά δεν επαινούσεν όμως ποτέ δι’ άλλους λόγους την Γερμανίαν, παρά μόνο ειδικώς διά τον αγώνα της κατά των Μπολσεβίκων. […] Ούτω και την Πατρίδα μας ωφελούσε και τους Γερμανούς ευχαριστούσε, δια να είναι εις θέσιν να βοηθή τους κινδυνεύοντας συμπατριώτας μας.[70]

Εικ. 5. Το εξώφυλλο της Απολογίας του Ιωάννη Πασσαδάκη, η οποία εκδόθηκε το 1948 με τη βοήθεια υποστηρικτών του, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στη φυλακή.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ενότητα «Ως προς την έντιμον διαχείρισιν του κ. Πασσαδάκη», όπου αναφέρεται πως ενώ «Κατά την περίοδο της κατοχής υπήρχον πολλαί ευκαιρίαι και τρόποι να κερδίση ο κ. Πασσαδάκης πολλά χρήματα […] δεν το έπραξε. Δεν ηθέλησε να εκμεταλλευθή τας περιστάσεις της γενικής δυστυχίας και ανεχείας της Πατρίδος μας».[71] Αναφέρεται επίσης πως «Η μεγάλη εκτίμησις την οποίαν ο Διοικητής του Φρουρίου Στρατηγός Μπρώϊερ, αλλά και αυτή η Γκεστάπο εδείκνυον προς το πρόσωπον του κ. Πασσαδάκη και του έκαμνον κάποτε κάποτε τας παρακλήσεις του […] οφείλετο εις το γεγονός ότι ούτος έγραφε συνεχώς κατά του κομμουνισμού και ότι δεν έκανε χρήματα εκ της θέσεώς του, διότι η Γκεστάπο παρηκολούθει τα πάντα και εγνώριζε δι’ όλους εάν κλέβουν ή όχι».[72] Ο Πασσαδάκης επίσης επιχείρησε να εμπλέξει σε πρωτοβουλίες του πρόσωπα που βρίσκονταν σε θέση ευθύνης, προσπαθώντας να τους ασκήσει έμμεση πίεση για να τοποθετηθούν υπέρ του.[73]

Ως προς τη στάση του απέναντι στην Αριστερά, η Απολογία αναφέρει πως:

Ο κ. Πασσαδάκης, ως πολιτικός, εχώριζε τα πράγματα. Άλλο Αγγλοαμερικάνοι και άλλο Σοβιέτ. Τα Σοβιέτ ποτέ η πατριωτική του ψυχή δεν τα εθεώρησε συμμάχους, και ποτέ του δεν εδέχθη να πλησιάση ή να συνεργασθή πολιτικώς με κομμουνιστάς. […] Πάντοτε είχε την ανησυχίαν ότι ο μπολσεβικισμός και ο πανσλαϋισμός ήσαν οι μεγάλοι εχθροί, που εάν νικούσαν, θα υπεδούλωναν και θα εξηφάνιζαν τον Ελληνισμόν. [Παρά ταύτα,] Ουδένα κατέδωσεν ή παρέδωσεν εις τους Γερμανούς, έστω και αν ήτο κομμουνιστής.[74] Εκτός των υπηρεσιακών μέτρων κατά του κομμουνισμού, επί πλέον έγραφεν συνεχώς άρθρα, προκηρύξεις και εγκυκλίους δια να αναγνωσθούν στας Εκκλησίας κ.λπ. Διέτρεξεν όλην την Κρήτην και έκαμε αντικομμουνιστικάς διαλέξεις όχι μόνον εις τας πόλεις, αλλά και εις τας κωμοπόλεις και μεγάλας κοινότητας. […] Και τα έκαμεν όλα αυτά ο κ. Πασσαδάκης δια να φωτίση λίγο πολιτικώς τον λαόν και να αφυπνίση εγκαίρως τας κοιμώμενας τάξεις των εθνικοφρόνων δια το μέγεθος του κινδύνου εκ του μπολσεβικισμού, που έβλεπεν ούτος από τότε ότι επήρχετο κατά της Χώρας μας.[75]

Η Απολογία ασκεί μάλιστα κριτική στον πρωθυπουργό της Βρετανίας, παρατηρώντας πως «ο κ. Τσώρτσιλ είχε την ειλικρίνεια να ομολογήση πως το μεγαλύτερο πολιτικό σφάλμα το οποίο διέπραξεν κατά τον πόλεμο, ήτο ότι εβοήθησε τον Τίτο και τους Έλληνας κομμουνιστάς. Αλλ’ αυτό ακριβώς το σφάλμα, όταν το διέπραττε ο μέγας Τσώρτσιλ, το αντελήφθη από την Κρήτην ο κ. Πασσαδάκης, λόγω της ειδικότητός του περί τα κοινωνιολογικά».[76]

Στον επίλογο της Απολογίας προβάλλεται ο ισχυρισμός πως η καταδίκη του Πασσαδάκη

με μόνην βάσιν την κατηγορίαν ότι ούτος έγραφε και ωμίλει κατά την διάρκειαν της κατοχής δια το κομμουνιστικόν ζήτημα, και ως πολιτικός εξέφραζε μετά θάρρους τας γνώμας του, είναι εντελώς άδικος και αντισυνταγματική. […] Εις την χώραν μας είχαμεν την πατροπαράδοτον δημοκρατικήν ελευθερίαν του λόγου, και έκαστος πολιτικός ηδύνατο να εκφράζει τας σκέψεις και γνώμας του […] χωρίς εμπόδια και τιμωρίας.[77]

Αφήνοντας κατά μέρος το θράσος –αν όχι την ειρωνεία– του να γίνεται μια τέτοια επίκληση από έναν άνθρωπο που υπερασπίστηκε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, τον Χίτλερ και την κατοχή της χώρας του, είναι σαφές πως ο Πασσαδάκης και οι απολογητές του επιχείρησαν να αποδομήσουν το κατηγορητήριο του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων, υποστηρίζοντας πως το «μόνο» που έκανε ήταν να εκφράζει τις «σκέψεις» και τις «γνώμες» του, ωσάν να μην ασκούσε εξουσία και να μην τη χρησιμοποιούσε σε όφελος ή σύμφωνα με τις διαταγές των κατοχικών αρχών. Η Απολογία κλείνει με το συμπέρασμα πως η φυλάκιση του Πασσαδάκη,

εκτός της αδικίας είναι και μεγάλη εθνική ζημία. Ημείς οι Κρήτες, που συνέβη να βοηθηθώμεν και να σωθώμεν από τας Γερμανικάς χείρας χάρις εις την επέμβασιν του κ. Πασσαδάκη […] νομίζομεν ότι πρέπει να βοηθήσωμεν τον κ. Πασσαδάκην εις την σημερινήν δύσκολην περίοδον της ζωής του και να υποβάλωμεν αίτησιν χάριτος δι’ αυτόν […] διότι εκτός των άλλων προσέφερεν ούτος δύο θετικάς και σοβαράς ως είπομεν υπηρεσίας κατά την διάρκειαν της κατοχής εις την ιδιαιτέραν μας Πατρίδα. Πρώτον, κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν και επέτυχε να μην αφίση τους κομμουνιστάς να επεκτείνουν, ως εδοκίμασαν, εκ Πελοποννήσου το 1944 τον εμφύλιον πόλεμον, ότε η Κρήτη θα είχεν τουλάχιστον δέκα χιλιάδας νεκρούς […] και δεύτερον, επέτυχε κινούμενος εν μέσω δυσκόλων και επικινδύνων περιστάσεων της κατοχής να βοηθήση και σώση τόσους ως άνω ρηθέντας συμπατριώτας μας από τας εκτελέσεις ή τιμωρίας των κατακτητών. Ο κ. Πασσαδάκης υποφέρει με πικρίαν την σημερινήν άδικον φυλάκισίν του, μας παρακάλεσε να εκθέσωμεν τ’ ανωτέρω εκ μέρους του και αναμένει την δικαίαν κρίσιν των εθνικοφρόνων συμπατριωτών του και την συνδρομήν των δια να ανακτήση την ελευθερίαν του, την οποίαν έχασε με την ως άνω άδικον και παράνομον πολιτικήν καταδίκην του.[78]

Η αποφυλάκιση και το τέλος του Πασσαδάκη

Τα επιχειρήματα και οι δικαιολογίες του Πασσαδάκη φάνηκαν να μην πείθουν πολλούς, καθώς ελάχιστοι πίεσαν για να του αποδοθεί αίτηση χάριτος και να αποφυλακιστεί. Για την ακρίβεια, τον Φεβρουάριο του 1949 ο Πασσαδάκης δικάστηκε πάλι από το Δικαστήριο Δωσιλόγων Αθηνών, κατηγορούμενος ότι υπέδειξε 300 Κρητικούς που συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία (κυρίως στο Μαουτχάουζεν-Γκούζεν), όπου πολλοί από αυτούς πέθαναν.[79] Οι συγγενείς τους ζητούσαν επίμονα δικαίωση, αλλά το δικαστήριο τον αθώωσε λόγω αμφιβολιών.[80]

Μετά τη λήξη του Εμφυλίου, η κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου επιδίωξε τη διευκόλυνση και εμπέδωση ενός συμφιλιωτικού πνεύματος με τον αναγκαστικό νόμο 1504/1950 (ΦΕΚ Α’ 225/9.10.1950), που κυρώθηκε με τον νόμο 1829/1951 (ΦΕΚ Α’ 151/28.5.1951). Σύμφωνα με το άρθρο 4 του τελευταίου, «Καταδικαστικαί αποφάσεις, εφόσον διά τούτων καταγιγνώσκεται ποινή επανορθωτική, παραγράφονται μετά διετίαν, πάσαι δε αι λοιπαί παραγράφονται μετά πενταετίαν από της τελεσιδικίας. Πάσαι δε αι συνέπειαι των ως άνω αποφάσεων και των εν αυταίς αδικημάτων καταργούνται και αίρονται από της επιβολής των».[81] Με βάση αυτή τη ρύθμιση, δεν παραγράφηκαν γενικά οι καταδικαστικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί από το τέλος του πολέμου, αλλά παραγράφηκαν οι αποφάσεις για τους κατοχικούς υπουργούς και για όσους κατείχαν δημόσια θέση, στρατιωτική, διοικητική ή άλλη, και έγιναν συνειδητά όργανα του εχθρού ή διευκόλυναν το έργο του. Συνεπεία της διάταξης αυτής, ο Ιωάννης Πασσαδάκης αποφυλακίστηκε και επέστρεψε σπίτι του, όπου έζησε ήρεμα για δύο περίπου χρόνια. Πέθανε στο Ηράκλειο στις 13 Μαρτίου 1953, άγαμος και άτεκνος.

Συμπεράσματα

Ο Ιωάννης Πασσαδάκης υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους δωσίλογους της Κατοχής στην Κρήτη, αν όχι ο επιφανέστερος. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να υποστηρίξουμε ότι οι ενδείξεις γι’ αυτή του την «εξέλιξη» υπήρχαν από νωρίς: Σπούδασε στην αποπροσανατολισμένη και πληγωμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανία και πολιτεύτηκε την ταραχώδη δεκαετία του 1930, όταν τα απολυταρχικά καθεστώτα στην Ευρώπη ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Εξελέγη βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 1936, αλλά κινήθηκε καιροσκοπικά και μέσα σε μερικούς μήνες έγινε ένθερμος υποστηρικτής του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Η σχέση του με τους Γερμανούς πριν από τον διορισμό του ως νομάρχη Ηρακλείου παραμένει ασαφής, αλλά είναι ξεκάθαρο πως αμέσως μόλις ανέλαβε θέση ευθύνης υπηρέτησε τις γερμανικές στρατιωτικές αρχές με ζήλο, αποθαρρύνοντας την αντίσταση στον κατακτητή, υποδεικνύοντας τρόπους για την πληρέστερη κατήχηση ή και «διαφώτιση» του πληθυσμού, και δίνοντας πλήθος πύρινους λόγους κατά των Συμμάχων και υπέρ της συνεργασίας με τα κατοχικά στρατεύματα.

Ο Πασσαδάκης ανταμείφθηκε για τον ακτιβισμό και τις «υπηρεσίες» του με την προαγωγή του σε υπουργό-γενικό διοικητή Κρήτης, θέση από την οποία συνέχισε και εμβάθυνε τη συνεργασία του με τις κατοχικές αρχές, υπερασπιζόμενος τα αντίποινα των Γερμανών, εγκρίνοντας –αν όχι προτείνοντας– τον εκτοπισμό εκατοντάδων Κρητικών στη Γερμανία, αρθρογραφώντας και μιλώντας μαχητικά για τους σκοπούς της Γερμανίας και την «τελική νίκη» της, με μια επιμονή και αφοσίωση που θα ζήλευαν ακόμα και οι ναζί. Αντιλαμβανόμενος πως η ταύτισή του με τον κατακτητή θα είχε συνέπειες, προς το τέλος του πολέμου παραιτήθηκε και διέφυγε στη Γερμανία, αλλά εξακολούθησε να δραστηριοποιείται στην ίδια κατεύθυνση. Μετά τον πόλεμο και τη δίκη του επιχείρησε να εκμεταλλευτεί το κλίμα της εποχής για να ανασκευάσει τις κατηγορίες σε βάρος του, αλλά ήταν πια αργά. Το δικαστήριο μπορεί να ήταν επιεικές μαζί του, αλλά η κοινωνία της Κρήτης δεν είχε ξεχάσει.

Για τους σκοπούς της παρούσας δημοσίευσης επιχειρήσαμε να αξιοποιήσουμε πλήθος αρχειακές και βιβλιογραφικές πηγές, εφημερίδες της εποχής, αλλά και όσα είπε και έγραψε ο ίδιος, με τη δική του οπτική και για τους δικούς του σκοπούς. Πρόθεσή μας δεν ήταν να εξαντλήσουμε το θέμα, αλλά να σκιαγραφήσουμε στοιχειωδώς το προφίλ του Ιωάννη Πασσαδάκη και να αναζητήσουμε τη συλλογιστική πίσω από τις επιλογές του, ώστε να συνθέσουμε και παρουσιάσουμε μια ιστορικά συνεπή και συνεκτική αφήγηση για τη ζωή και τη δράση του, ευελπιστώντας ότι αυτό μπορεί να ενθαρρύνει και άλλους ιστορικούς και ερευνητές να ασχοληθούν με το θέμα, με απώτερο στόχο μια πληρέστερη αποτίμηση της δράσης και του έργου αυτής της «ενδιαφέρουσας» προσωπικότητας.

 

  1. Στην κρητική διάλεκτο οι δύο παραλλαγές προφέρονται το ίδιο, οπότε η διαφοροποίηση γίνεται αντιληπτή μόνο στη γραπτή μορφή.
  2. Αντώνης Βαρουχάκης, Χανιά 1898-2009. Ύπατοι αρμοστές – γενικοί διοικητές – νομάρχες, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, Χανιά 2009, σ. 83.
  3. Σταδιακά διαχώρισε τη θέση του από τους Φιλελεύθερους, ενώ καταδίκασε το κίνημα της 28ης Ιουλίου 1938 και λίγες ημέρες αργότερα εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο για την επέτειο του καθεστώτος στο Ηράκλειο. Παναγιώτης Λάμπρου, «Πόλεις σε κρίση: Οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στο μεσοπολεμικό Ηράκλειο», ανέκδοτη διπλωματική εργασία, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2018, σ. 215.
  4. Ο Τσατσαρωνάκης αρχικά φυλακίστηκε και στη συνέχεια εκτελέστηκε (5 Αυγούστου 1941) για συμμετοχή στη Μάχη της Κρήτης.
  5. Γενικά Αρχεία του Κράτους – Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Αρχείο Γερμανικής Κατοχής [στο εξής: ΓΑΚ-ΙΑΚ, ΑΓΚ], φ. Γ’: Νομαρχία Ηρακλείου, αρ. πρωτ. 912, «Ανακοίνωσις προς τους Κατοίκους του Νομού Ηρακλείου», 7 Ιουλίου 1941.
  6. Ιωάννης Πασσαδάκης, Πολιτική απολογία ενώπιον του Κρητικού Λαού δια τα πεπραγμένα επί Κατοχής, χ.ε., Αθήνα 1948, σ. 3.
  7. Στο ίδιο, σ. 4.
  8. ΓΑΚ-ΙΑΚ, ΑΓΚ, φ. Γ’: Νομαρχία Ηρακλείου, αρ. πρωτ. 1021, «Ανακοίνωσις προς Άπαντας τους κατοίκους Ηρακλείου», 9 Ιουλίου 1941.
  9. Στο ίδιο, αρ. πρωτ. 56, «Ανακοίνωσις προς Άπαντας τους κατοίκους Ηρακλείου», 17 Ιουλίου 1941.
  10. Κρητικός Κήρυξ, 19 Αυγούστου 1941.
  11. ΓΑΚ-ΙΑΚ, ΑΓΚ, φ. Γ’, Νομαρχία Ηρακλείου, «Εγκύκλιος Προς τους Προέδρους Κοινοτήτων», 25 Ιουλίου 1941.
  12. «Κατόπιν τούτου παραγγέλλω υμίν όπως αμέσως προκαλέσητε και υποβάλητε προς έγκρισιν του καθ’ υμάς συμβουλίου περί διαθέσεως της αναγκαιούσης πιστώσεως διά την πληρωμή της συνδρομής της εφημερίδος ταύτης. Της εν λόγω αποφάσεως θα υποβάλετε ημίν δύο αντίγραφα», ένα στον ίδιο ως επιβεβαίωση ότι ακολούθησαν τις εντολές του, και ένα προς προώθηση στις γερμανικές στρατιωτικές αρχές. ΓΑΚ-ΙΑΚ, ΑΓΚ, Νομαρχία Ηρακλείου, αρ. πρωτ. 11885, «Εγκύκλιος Προς άπαντας τους κ.κ. Προέδρους των Κοινοτήτων» [του Νομού Ηρακλείου], 6 Δεκεμβρίου 1941.
  13. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο εντοπισμός κάποιου μακριά από τον τόπο κατοικίας του ή η έλλειψη ταυτότητας ήταν λόγοι για να θεωρηθεί ύποπτος και να συλληφθεί, ή ακόμη και να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες.
  14. ΓΑΚ-ΙΑΚ, ΑΓΚ, φ. Γ’, Νομαρχία Ηρακλείου, αρ. πρωτ. 85, αρ. εγκ. 36, «Εγκύκλιος Απολύτως Εμπιστευτική Προς Άπαντας τους κ.κ. Προέδρους των Κοινοτήτων του Νομού», 2 Φεβρουαρίου 1942.
  15. Στο ίδιο.
  16. Με την αναφορά αυτή ο Πασσαδάκης άθελά του αναγνώριζε την ενοχή των ανθρώπων αυτών, διαλύοντας και τις τελευταίες αμφιβολίες για το αν αυτοί ήταν πληροφοριοδότες και συνεργάτες των Γερμανών.
  17. ΓΑΚ-ΙΑΚ, ΑΓΚ, φ. Γ’, Νομαρχία Ηρακλείου, «Ανακοίνωση Δολοφονίαι Ελλήνων Υπηκόων, Μία Σοβαρά και Τελευταία Προειδοποίησις», χ.χ. [Μάιος 1942].
  18. Ο Πασσαδάκης υποστήριξε στην Απολογία του πως οι Γερμανοί συνέλαβαν τους Γεωργιάδη, Μαρή και Καστρινάκη «δια να τους εκφοβίσουν, και επρόκειτο να τους απολύσουν, όπως τους εβεβαίωσεν ο τότε φρούραρχος του Ηρακλείου που τους επεσκέφθη. Δια την κακήν [των] όμως μοίραν», έγινε το σαμποτάζ, και «Ο Διοικητής του Φρουρίου δια να το αναγγείλη εις το Στρατηγείον Βερολίνου έπρεπε να αναφέρη και την επιβληθείσα ποινήν εις αυτό. Ούτω κατά την νύκτα ελήφθη η απόφασις να εκτελεσθούν οι αθώοι όμηροι»· Πασσαδάκης, ό.π., σ. 6. Περισσότερα σχετικά με τα αντίποινα αυτά, βλ. Μανόλης Καρέλλης, Τόποι Μαρτυρίου και Θυσίας στο Νομό Ηρακλείου, 1941-1944, ΤΕΔΚ Ηρακλείου, 2001, σσ. 13-15.
  19. ΓΑΚ-ΙΑΚ, ΑΓΚ, φ. Γ’, Νομαρχία Ηρακλείου, αρ. πρωτ. 77, αρ. εγκ. 137, «Εγκύκλιος Προς Άπαντας τους κ.κ. Προέδρους των Κοινοτήτων του Νομού», 22 Αυγούστου 1942.
  20. Στο ίδιο.
  21. Ο Εμμανουήλ Λουλακάκης παραιτήθηκε από τη θέση αυτή στις 26 Ιανουαρίου 1943, ενώ στη συνέχεια ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Σύμφωνα με τον γιατρό και αντιστασιακό Ιωάννη Παΐζη, ο Πασσαδάκης «είχεν επιδείξει ένα εξαιρετικό προτέρημα απέναντι στους Γερμανούς, ότι ήταν πειθήνιο και τυφλό όργανό των, και οι Γερμανοί ως ανταμοιβή της τυφλής αυτής αφοσιώσεώς του, του ανέθεσαν τα καθήκοντα δήθεν Γενικού Διοικητή στην Κρήτη τον Ιανουάριο του 1943»· Ιωάννης Παΐζης, Η Μάχη της Κρήτης, τα μετά την Μάχην, η Αντίστασις, χ.ε., Αθήνα 1971, σ. 170.
  22. ΓΑΚ-ΙΑΚ, ΑΓΚ, φ. Γ’, Νομαρχία Ηρακλείου, αρ. πρωτ. 1246, αρ. εγκ. 15, «Εγκύκλιος Προς τους Προέδρους Κοινοτήτων Νομού» [που εμπεριέχει ανακοίνωση του Ιωάννη Πασσαδάκη προς όλους τους Κρήτες], 22 Φεβρουαρίου 1943.
  23. Στο ίδιο. Η αναφορά αυτή επιβεβαιώνει πως ο Πασσαδάκης δεν απέδιδε κάποια ευθύνη για τα μαζικά αντίποινα στους Γερμανούς, αλλά στους «περιπλανώμενους φυγάδες» –δηλαδή τους αντάρτες– που τους «προκαλούσαν», και στο πλαίσιο αυτό απηύθυνε αυστηρή προειδοποίηση προς τα άτομα και τα χωριά που τους βοηθούσαν.
  24. Οι «Λαϊκές Επιτροπές» αποτελούνταν από επιφανή πρόσωπα των μεγάλων πόλεων του νησιού, που επιχειρούσαν να λειτουργήσουν ως μεσολαβητές ανάμεσα στον τοπικό πληθυσμό και τις γερμανικές στρατιωτικές αρχές, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχαν καμία εντολή ή νομιμοποίηση και λειτουργούσαν αυθαίρετα.
  25. Σύμφωνα με τον Πασσαδάκη, ο κομμουνισμός «δεν παραδέχεται θρησκείαν, Πατρίδα, οικογένειαν, και συνεπώς όσοι είναι Κομμουνισταί δεν είναι πλέον Έλληνες, ούτε και Χριστιανοί»· Γιάννης Σκαλιδάκης, Η Κρήτη στα χρόνια της Κατοχής (1941-1945), Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2023, σ. 398, 479.
  26. Την ίδια εποχή δημοσιεύτηκαν αντίστοιχα κείμενα και αλλού στην κατεχόμενη Ελλάδα, προφανώς σε εφαρμογή σχετικής οδηγίας από τις κατοχικές αρχές.
  27. Κρητικός Κήρυξ, 30 Μαρτίου 1943.
  28. Πασσαδάκης, ό.π., σ. 5.
  29. Ο Πασσαδάκης, επίσης, υποστήριξε ότι με προσωπική του παρέμβαση προς τον Bräuer έσωσε από βέβαιο θάνατο τους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, Νικόλαο Σκουλά, δήμαρχο Χανίων, και Μανούσο Βολουδάκη, διευθυντή του υποκαταστήματος Χανίων της Τράπεζας της Ελλάδος· Πασσαδάκης, ό.π., σ. 6.
  30. Παρατηρητής, 9 Ιουλίου 1943.
  31. Στο ίδιο.
  32. Στο ίδιο.
  33. Η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου είχε αναλάβει να επιστρατεύσει Έλληνες που θα πολεμούσαν ως εθελοντές στο Ανατολικό Μέτωπο ή θα εργάζονταν σε γερμανικά εργοστάσια, αλλά και τα δύο σχέδια απέτυχαν λόγω της λαϊκής κατακραυγής. Για περισσότερα βλ. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Οι δωσίλογοι. Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2023, σσ. 67-75.
  34. Για περισσότερα σχετικά με τα θύματα από τον νομό Χανίων, βλ. Νικόλαος Βαβουλές, Εις μνημόσυνο αιώνιο. Θύματα Μάχης Κρήτης και Κατοχής από και στο Νομό Χανίων, Εκδόσεις Έρεισμα, Χανιά 2014, σσ. 293-300.
  35. Σκαλιδάκης, ό.π., σ. 418.
  36. Πηγή ιδιαίτερης ανησυχίας για τους Γερμανούς ήταν το ότι δεν γνώριζαν ποια στάση θα κρατήσουν οι ιταλικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Την εποχή εκείνη οι Ιταλοί διέθεταν περίπου 70.000 άντρες στα ελληνικά νησιά, εκ των οποίων περίπου οι μισοί (32.000) βρίσκονταν στην Κρήτη.
  37. Καταστράφηκαν ολοσχερώς τα χωριά Κεφαλοβρύσι, Κρεββατάς, Πεύκος, Σύμη και Συκολόγος Βιάννου, καθώς και τα χωριά Γδόχια, Μουρνιές, Μύρτος και Ρίζα της επαρχίας Ιεράπετρας. Οι ανθρώπινες απώλειες είναι δύσκολο να εξακριβωθούν, αλλά οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν στο ότι έχασαν τη ζωή τους 400 έως 600 άτομα. Παρότι δεν είναι ευρέως γνωστό, το ολοκαύτωμα της Βιάννου –όπως συνήθως αναφέρεται– θεωρείται το δεύτερο μεγαλύτερο της Ελλάδας, μετά από αυτό των Καλαβρύτων.
  38. Κρητικός Κήρυξ, 21 Σεπτεμβρίου 1943.
  39. Πασσαδάκης, ό.π., σ. 10.
  40. Γεώργιος Κάββος, Γερμανο-Ιταλική Κατοχή και Αντίσταση Κρήτης, χ.ε., Ηράκλειο 1991, σ. 400.
  41. Παρατηρητής, 12 Δεκεμβρίου 1943.
  42. Στο ίδιο.
  43. Στο ίδιο.
  44. Στο ίδιο.
  45. Κρητικός Κήρυξ, 15 Ιανουαρίου 1944.
  46. Σύμφωνα με την εφημερίδα Παρατηρητής, ο Πασσαδάκης «ετόνισεν εν τω λόγω του ότι η οργάνωσις των καλών πατριωτών θα ήτο περιττή εάν υπήρχε Ελληνικός Στρατός ο οποίος θα αντιμετώπιζε τους μπολσεβίκους. […] Αλλά δεν υπάρχει τοιούτος, και μέχρις ότου ιδρυθή πρέπει η πατριωτική οργάνωσις να έχει τα καθήκοντά του έναντι της πατρίδος και να είναι φύλαξ αυτής»· Παρατηρητής, 16 Ιανουαρίου 1944.
  47. Κάββος, ό.π., σ. 439.
  48. Η επιχείρηση σχεδιάστηκε με στόχο τον υποστράτηγο Friedrich-Wilhelm Μüller, τον οποίο οι Βρετανοί ήθελαν να προσαγάγουν στη δικαιοσύνη για εγκλήματα πολέμου. Ωστόσο, στις αρχές του 1944 ο Μüller ανακλήθηκε στη δυτική Ευρώπη, και έτσι η επιχείρηση υλοποιήθηκε με στόχο τον αντικαταστάτη του. Την εκτέλεσή της ανέλαβε μια ομάδα Βρετανών καταδρομέων της Special Operations Executive υπό τον λοχαγό Stanley Moss, ενώ σε αυτήν συμμετείχαν και αρκετοί Κρητικοί αντάρτες.
  49. Δημοσθένης Κούκουνας, Η Κρήτη υπό Κατοχή: Η Μάχη της Κρήτης και η Εθνική Αντίσταση, Κατοχή και δοσιλογισμός, β’ έκδ., Ariston Books, Λωζάνη 2017, σ. 329.
  50. Σύμφωνα με τον Παρατηρητή της επόμενης μέρας, ο Μητσοτάκης υποστήριξε πως: «Προς αντιμετώπισιν των εκ του πολέμου ερειπίων και συμφορών, είναι απαραίτητος η εσωτερική ησυχία και τάξις, και η απόλυτος νομιμοφροσύνη προς τας Γερμανικάς Αρχάς Κατοχής. Πάσα αντίθετος κατεύθυνσις άγει ασφαλώς εις νέας καταστροφάς και θυσίας ματαίας, τους δε δράστας των τοιούτων ενεργειών αποδοκιμάζωμεν και θεωρούμεν ενόχους ενώπιον της ιστορίας και της συνειδήσεως του Κρητικού Λαού»· Παρατηρητής, «Η χθεσινή μεγαλειώδης ειρηνική πατριωτική συγκέντρωσις του λαού των Χανίων», 7 Μαΐου 1944.
  51. Ο επίσκοπος κάλεσε τον λαό σε «αποδοκιμασίαν της πολιτικής των ανταρσιών εις βάρος της εννόμου τάξεως και ησυχίας, οίτινες μόνον δεινά δύνανται να επισσωρεύσουν και όχι ωφελείας»· Μάρκος Πολιουδάκης, Η Εθνική Αντίσταση κατά τη γερμανο-ιταλική κατοχή στην Κρήτη, χ.ε., Ρέθυμνο 2002, σ. 518.
  52. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η προσέλευση κόσμου, οι εφημερίδες ανέφεραν ότι θα ανακρουόταν ο εθνικός ύμνος –πράγμα ασύνηθες στην Κατοχή– ενώ υπήρξε πρόβλεψη να μεταδίδεται μέσω μεγαφώνων στον ανοιχτό χώρο μπροστά από το θέατρο, για όσους δεν θα χωρούσαν να εισέλθουν· Κούκουνας, ό.π., σ. 295.
  53. Στο ίδιο, σ. 296.
  54. Στο ίδιο, σ. 297.
  55. Πρωία, 28 Ιουνίου 1944.
  56. Πασσαδάκης, ό.π., σσ. 16-17.
  57. Μερικούς μήνες νωρίτερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1943, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο είχε εκδώσει τον Αναγκαστικό Νόμο 3231, «Περί αφαιρέσεως της Ελληνικής ιθαγενείας και στρατιωτικού βαθμού ως και απολύσεως από δημοσίων θέσεων των Γ. Τσολάκογλου, Κ. Λογοθετόπουλου και Ι. Ράλλη, και πάντων των χρηματισάντων εν Ελλάδι υπουργών κατά την διάρκειαν της εχθρικής κατοχής της χώρας», ένδειξη ότι θα καλούνταν να λογοδοτήσουν· Δημήτρης Κουσουρής, Δίκες των δοσιλόγων, 1944-1949: Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2014, σ. 72.
  58. Ο Πασσαδάκης έγραψε στον Αγαθάγγελο στις 19 Σεπτεμβρίου πως: «Τα τελευταία θλιβερά γεγονότα και η στενοχώρια μου δια το ναυάγιον της υποθέσεως της αμνηστείας ένεκα των λαβόντων χώραν, συνέτειναν ώστε να επιδεινωθή ο κλονισμός της υγείας μου, ώστε να μη δύναμαι να ασκήσω τα καθήκοντά μου. Ένεκα τούτου υπέβαλον την παράκλησιν εις το Φρούριον να με αντικαταστήση, και συγχρόνως επρότεινα όπως παρακληθείτε και αναλάβετε Σεις το αξίωμα του Υπουργού Γενικού Διοικητού Κρήτης, διότι ως επείσθην, εκ διαφόρων βολιδοσκοπήσεων, τας οποίας ενήργησα, σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα αποφεύγουν να αποδεχθούν το αξίωμα τούτο. Σας παρακαλώ όθεν θερμώς, όταν θα Σας καλέση το Φρούριον, να μην αρνηθείτε να προσφέρητε την νέαν αυτήν υπηρεσίαν προς την ιδιαιτέραν μας πατρίδα»· Κούκουνας, ό.π., σσ. 360-361.
  59. Παρατηρητής, 27 Σεπτεμβρίου 1944.
  60. Η Αυστρία ήταν γερμανικό έδαφος, καθώς η χώρα είχε προσαρτηθεί στο Γερμανικό Ράιχ τον Μάρτιο του 1938 (ως αποτέλεσμα του «Anschluss»).
  61. Επικεφαλής αυτής της κυβέρνησης ήταν ο Έκτορας Τσιρονίκος, τέως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ράλλη, ενώ γύρω από αυτόν οργανώθηκαν οι Γεώργιος Πούλος, απότακτος συνταγματάρχης, Αριστείδης Ανδρόνικος, γιατρός και φανατικός αντισημίτης, Κωνσταντίνος Γούλας, αρχηγός της ΕΕΕ («Εθνική Ένωσις Ελλάς»), και ο Ιωάννης Πασσαδάκης, τέως γενικός διοικητής Κρήτης· Κούκουνας, ό.π., σ. 294.
  62. Κουσουρής, ό.π., σ. 514.
  63. Αντίστοιχα δικαστήρια λειτούργησαν και στην Κρήτη, με το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Ηρακλείου να εκδίδει 921 αποφάσεις για παρεμφερείς υποθέσεις, ενώ πλήθος άλλες δικάστηκαν αλλού. Για περισσότερα, βλ. ΓΑΚ Ηρακλείου, Αρχείο Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων Ηρακλείου, φ. 1, Βιβλίον Αποφάσεων (από 29.9.1945).
  64. Το Δικαστήριο απαρτίστηκε από έξι τακτικούς δικαστές (διορισθέντες και όχι κληρωθέντες) και τρία λαϊκά μέλη που είχαν επιλεγεί με κλήρο από τον κατάλογο ενόρκων του Κακουργιοδικείου Αθηνών. Πρόεδρος ήταν ο αρεοπαγίτης Χρήστος Καλλέλης, ενώ οι υπόλοιποι τακτικοί δικαστές ήταν οι Αντώνιος Χαμάρτος, Αθανάσιος Παπαναστασίου, Παναγιώτης Πετρέας, Κωνσταντίνος Καυκάς και Θεόδωρος Γιαννόπουλος. Την εισαγγελική έδρα είχε ο αντεισαγγελέας εφετών Νικόλαος Παπαδάκης, ενώ γραμματέας ήταν ο Γ. Οικονομίδης· Σπύρος Γασπαρινάτος, Οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις. Δίκες κατοχικών δοσίλογων και εγκληματιών πολέμου, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2015, σ. 199.
  65. Στο ίδιο, σ. 277. Για τις ποινές των υπολοίπων, βλ. σσ. 273-278.
  66. Η εφημερίδα Τα Νέα έγραψε εκείνες τις ημέρες πως «Έκπληξη εδοκίμασε η κοινή γνώμη, διότι η ετυμηγορία του Δικαστηρίου ευρίσκεται εις αντίθεσιν με το κοινό αίσθημα», εννοώντας πως η απόφαση ήταν πολύ αυστηρή, ενώ ο Ριζοσπάστης χαρακτήρισε την απόφαση «Το επονείδιστο τέλος μιας δίκης παρωδίας», υποστηρίζοντας πως ήταν «πρόκληση και σαρκασμός προς το έθνος και ολόκληρη τη δημοκρατική ανθρωπότητα», «μια απόφαση καταπληκτική, που αποτελεί αίσχος για την ελληνική Δικαιοσύνη»· Γασπαρινάτος, ό.π., σ. 302.
  67. Ο γιος του Ιωάννη Ράλλη, Γεώργιος, εξέδωσε δύο βιβλία απολογητικά για τη δράση του πατέρα του, ένα το 1947 (Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου) και ένα το 1993 (Κοιτάζοντας πίσω), ενώ η σύζυγος του Γεώργιου Τσολάκογλου εξέδωσε τα Απομνημονεύματά του το 1959.
  68. Μερικούς μήνες αργότερα δημοσιεύτηκε και το Ιδού η αλήθεια του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, στον οποίο δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε το 1951, ενώ πέθανε το 1961.
  69. Πασσαδάκης, ό.π., σ. 2.
  70. Πασσαδάκης, ό.π., σσ. 17-18. Για περισσότερα σχετικά με το πώς οι συνεργάτες των Γερμανών επικαλέστηκαν τον αντικομμουνισμό για να νομιμοποιήσουν τη συνεργασία με τον κατακτητή, βλ. Χαραλαμπίδης, ό.π., σσ. 84-94.
  71. Ενδιαφέρον έχει το ότι αναφέρονται συγκεκριμένοι τρόποι που δεν εκμεταλλεύτηκε τις τότε συνθήκες, με επίκληση στους επαγγελματίες του χώρου: «Όλοι οι έμποροι εξαγωγείς ελαίου δύνανται να μαρτυρήσουν ότι δεν το αντελήφθησαν ποτέ να αναμιχθή αμέσως ή διαμέσως εις ζητήματα αδειών εξαγωγής, ελαίου κ.λπ.»· Πασσαδάκης, ό.π., σ. 17.
  72. Στο ίδιο, σ. 18. Η αναφορά αυτή είναι κάπως προβληματική, επειδή αφήνει να εννοηθεί ότι ο Πασσαδάκης «δεν έκλεψε» επειδή οι Γερμανοί τον παρακολουθούσαν, και όχι επειδή πραγματικά δεν ήθελε.
  73. Ενδεικτικά, σε ένα σημείο της Απολογίας αναφέρει πως: «Εις πολύ δυσκόλους περιπτώσεις, που ο κίνδυνος του τυφεκισμού ήτο μεγάλος, [ο Πασσαδάκης] παρεκάλει να βοηθήσουν την προσπάθειάν του και ο Θεοφιλέστατος Χανίων κ. Αγαθάγγελος και ο Ανώτατος Διοικητής Χωροφυλακής Υποστράτηγος Ιερωνυμάκης και ο Νομάρχης Χανίων Γαλάνης. Και ήσαν πάντοτε πρόθυμοι και ακούραστοι να τρέξουν και αυτοί δια το έργον της σωτηρίας. Και δεν είναι ολίγαι αι περιπτώσεις κατά τας οποίας εκ του κοινού τούτου διαβήματος εσώθη η ζωή συμπατριωτών μας»· στο ίδιο, σ. 13.
  74. Ο ισχυρισμός αυτός αντιφάσκει με αρκετές πηγές και μαρτυρίες, και θα πρέπει να εξεταστεί ενδελεχέστερα. Για περισσότερα σχετικά με την εμπλοκή του στην εκτέλεση Κρητικών αντιστασιακών, μεταξύ των οποίων και το στέλεχος του ΕΑΜ Ρούσσος Κούνδουρος, βλ. Μιχάλης Κοκολάκης, Ανατολική Κρήτη: Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος, Εκδόσεις Γνώσεις, Αθήνα 1988, σσ. 190-194.
  75. Πασσαδάκης, ό.π., σ. 16.
  76. Στο ίδιο, σσ. 20-21.
  77. Στο ίδιο, σ. 23.
  78. Στο ίδιο, σ. 24.
  79. Αρκετά από τα θύματα –αλλά μάλλον όχι όλα– έχουν καταγραφεί στο Βαβουλές, ό.π., σσ. 293-300.
  80. Γασπαρινάτος, ό.π., σ. 277.
  81. Σημειώνεται ότι «Η διάταξις αύτη δεν ισχύει επί των περιπτώσεων των εδαφίων στ’, ζ’, η’, θ’, ι’, ια’ και ιβ’ του άρθρου 1 του α.ν. 533/1945»· Γασπαρινάτος, ό.π., σ. 373.