50 χρόνια δημοκρατία: μια πρόκληση για τους ιστορικούς

Πολυμέρης Βόγλης

Η επέτειος των 50 χρόνων από την πτώση της δικτατορίας και την επαναθεμελίωση της δημοκρατίας αποτελεί ευκαιρία για έναν κριτικό αναστοχασμό της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο αναστοχασμός θα πρέπει να ξεκινήσει από τους ίδιους τους όρους που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε αυτήν την ιστορική περίοδο. Πολύ συχνά χρησιμοποιείται καταχρηστικά στη δημόσια συζήτηση, ο όρος «Μεταπολίτευση» για να περιγράψει την ιστορική περίοδο, της οποίας μάλιστα το «τέλος» εξαγγέλθηκε πολλές φορές στη διάρκεια των πενήντα χρόνων –ιδιαίτερα στα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Η μεταπολίτευση, ωστόσο, αφορά κάτι άλλο, αρκετά πιο συγκεκριμένο: τη διαδικασία μετάβασης από τη στρατιωτική δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Υπό αυτήν τη στενή έννοια η μεταπολίτευση ολοκληρώθηκε το 1975, καθώς μέχρι τότε είχαν συντελεστεί μια σειρά από πολύ σημαντικά βήματα που επαναθεμελίωσαν τη δημοκρατία, όπως, για παράδειγμα, οι πρώτες βουλευτικές εκλογές, το δημοψήφισμα για τη βασιλεία, η ψήφιση του Συντάγματος από την Ε’ Αναθεωρητική Βουλή, οι λεγόμενες «δίκες της χούντας», η εκκαθάριση του στρατεύματος, κ.ά.[1] Η ευρύτερη ιστορική περίοδος των 50 χρόνων από το 1974 προφανώς δεν μπορεί να ονομαστεί Μεταπολίτευση –πιο δόκιμος είναι ο όρος Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία. Ωστόσο, το ερώτημα που γεννάται, και στο οποίο θα επανέλθω στο τέλος του παρόντος κειμένου, είναι γιατί επικράτησε στη δημόσια συζήτηση μέχρι πολύ πρόσφατα ο όρος Μεταπολίτευση;

Για τους ιστορικούς, η κριτική επανεξέταση της περιόδου 1974-2024 θέτει μια σειρά από ενδιαφέροντα ζητήματα. Το πρώτο αφορά την ίδια την περιοδολόγηση, δηλαδή κατά πόσον το 1974 συνιστά όντως την έναρξη μιας νέας ιστορικής περιόδου και αποτελεί τομή στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Από τη μελέτη άλλων ιστορικών περιόδων γνωρίζουμε ότι η τομή συνυπάρχει με τη συνέχεια και, ίσως πιο σημαντικό, ότι η τομή πολύ συχνά είναι αποτέλεσμα μιας (περισσότερο ή λιγότερο) μακράς διαδικασίας. Η τομή δεν είναι απαραίτητα μια σύντομη, βαθιά ρήξη, αλλά μπορεί να είναι μια σταδιακή αλλαγή που πυκνώνει στο χρόνο εξαιτίας μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Το δεύτερο ζήτημα αφορά την ιστορικοποίηση της περιόδου 1974-2024. Στη διάρκεια αυτών των 50 χρόνων συντελέστηκαν τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές αλλαγές στην Ελλάδα, κάτι που καθιστά προβληματική την όποια προσπάθεια προσέγγισής της ως μιας ενιαίας, αδιάσπαστης περιόδου. Υπάρχουν ιστορικές καμπές σε αυτήν την πεντηκονταετία, οι οποίες διαφοροποιούν τη μια (υπο)περίοδο από την άλλη και επιτρέπουν να δούμε τα κοινά χαρακτηριστικά της καθεμιάς. Το τρίτο ζήτημα αφορά το πλαίσιο ανάλυσης. Η εθνοκεντρική παράδοση της ιστοριογραφίας λειτουργεί περιοριστικά για τη μελέτη και κατανόηση (και) της σύγχρονης ιστορίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την αλληλεπίδραση, την αλληλεξάρτηση, την κινητικότητα και την παγκοσμιοποίηση. Η ελληνική ιστορία (οι θεσμοί, η οικονομία, τα κόμματα, οι ιδέες, η κουλτούρα, κ.ο.κ.) διαμορφώνεται, και συχνά καθορίζεται, από το ευρύτερο πλαίσιο: υπερεθνικούς οργανισμούς, παγκόσμιες εξελίξεις και διεθνή φαινόμενα. Η μελέτη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας έχει ως προϋπόθεση για την κατανόηση και την ερμηνεία της τη διεθνική οπτική.

Στις επόμενες σελίδες εξετάζω τέσσερα ζητήματα που κρίνω ότι είναι θεμελιώδη για την ιστορική επανεξέταση της περιόδου 1974-2024. Το πρώτο αφορά την αφετηρία της ιστορικής περιόδου, δηλαδή την «στιγμή» του 1974 για να συζητήσω τη σχέση μεταξύ τομής και συνέχειας. Το δεύτερο αφορά τη δεκαετία του 1980 και τη διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ για να αναδείξω την αλλαγή παραδείγματος στην άσκηση της εξουσίας. Στη συνέχεια ασχολούμαι με την «άγνωστη» δεκαετία του 1990 για να επισημάνω την απαρχή κάποιων αλλαγών που ολοκληρώθηκαν τις επόμενες δεκαετίες. Τέλος, συζητώ τη θέση που κατείχε η Μεταπολίτευση στη δημόσια συζήτηση στα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και την επιδίωξη να νοηματοδοτηθεί αρνητικά.

1974: Η τομή και η συνέχεια

Είναι τομή η 24η Ιουλίου 1974; Εκ πρώτης όψεως το ερώτημα ίσως να φαίνεται παράδοξο, αλλά ας σκεφτούμε τον όρο «αποκατάσταση της δημοκρατίας» που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του 1974. Ο όρος «αποκατάσταση» παραπέμπει στη συνέχεια, με την έννοια της επανόδου ή επαναφοράς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που υπήρχε στην Ελλάδα, πριν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει. Το μετεμφυλιακό πλέγμα εξουσίας που είχε καθορίσει τα όρια και τα χαρακτηριστικά της μετεμφυλιακής «καχεκτικής» δημοκρατίας είχε διαλυθεί το 1974. Σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο υπήρχαν εντάσεις μεταξύ των διαφορετικών πόλων του πλέγματος εξουσίας (στρατός, παλάτι, αμερικανική πρεσβεία, δεξιά παράταξη), αλλά στη διάρκεια της δικτατορίας το πλέγμα εξουσίας αποσυντέθηκε. Ο στρατός με το πραξικόπημα αυτονομήθηκε τελείως και άσκησε δικτατορικά την εξουσία για επτά χρόνια· το παλάτι αποδυναμώθηκε μέχρι του σημείου η δικτατορία να προχωρήσει σε «πολιτειακή» αλλαγή τον Ιούνιο του 1973 με την εγκαθίδρυση «προεδρικής δημοκρατίας»· οι Ηνωμένες Πολιτείες με τις στενές σχέσεις που διατήρησαν με το καθεστώς και την παθητική στάση που κράτησαν κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 απαξιώθηκαν στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας, σε μια διεθνή συγκυρία υποχώρησης της παγκόσμιας ισχύος τους· η δεξιά παράταξη υποχρεώθηκε να αναμετρηθεί στο εσωτερικό της με το σκληρό πυρήνα της εθνικοφροσύνης που είχε προσχωρήσει στη δικτατορία. Με άλλα λόγια αρκετές από τις αλλαγές που συμβαίνουν μετά την άφιξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή έχουν ήδη γίνει ορατές ή έχουν δρομολογηθεί στη διάρκεια της επταετίας εξαιτίας της αποσύνθεσης του μετεμφυλιακού πλέγματος εξουσίας και της ανάγκης να δημιουργηθεί μια νέα βάση πολιτικής νομιμοποίησης στην άσκηση της εξουσίας.

Η τομή του 1974 δεν είναι το ίδιο ριζική για όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Είναι αρκετά βαθιά σε επίπεδο κομμάτων και ιδεολογιών, κυρίως στο χώρο της Δεξιάς και του Κέντρου. Η δημιουργία της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί την επανίδρυση της Δεξιάς, η οποία θέλει να απαλλαγεί από την ιδεολογία της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης. Επανεφευρίσκει τον εαυτό της ως ένα φιλελεύθερο, φιλοευρωπαϊκό κόμμα διατηρώντας ταυτόχρονα τα ερείσματά της στην Άκρα Δεξιά (βασιλόφρονες, χουντικοί), τα οποία όμως πλέον δεν καθορίζουν τη φυσιογνωμία της. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η εξέλιξη στο χώρο του Κέντρου, με τη συρρίκνωση του προδικτατορικού Κέντρου και την αντικατάστασή του από το ΠΑΣΟΚ – του οποίου η αφετηρία, ας μην ξεχνάμε, τοποθετείται στα χρόνια της επταετίας. Το ΠΑΣΟΚ δεν αποτέλεσε μετεξέλιξη της Ένωσης Κέντρου, αλλά υιοθέτησε μια αρκετά ριζοσπαστική ρητορική που το έφερνε πιο κοντά στην Αριστερά. Για την Αριστερά, τέλος, η τομή ως προς τη φυσιογνωμία της δεν ήταν το 1974 αλλά η διάσπαση του 1968, με τη δημιουργία δύο κομμάτων σε σαφείς ιδεολογικές διαφορές. Το 1974, ωστόσο, αποτελεί τομή για την Αριστερά αλλά και για το πολιτικό σύστημα συνολικότερα από μια άλλη σκοπιά. Η νομιμοποίηση των δύο κομμουνιστικών κομμάτων μετά από 27 χρόνια απαγόρευσης σηματοδοτούσε μια βαθιά τομή στο πολιτικό σύστημα. Η δημοκρατία της μεταπολίτευσης δεν στηριζόταν στον αποκλεισμό της Αριστεράς αλλά στην ενσωμάτωση της στο πολιτικό σύστημα.

Η τομή του 1974 είναι λιγότερο ριζική στο πεδίο του κράτους και των μηχανισμών του. Η εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού μετά το 1974 και η λεγόμενη αποχουντοποίηση είναι περιορισμένη, αφορά πρώτα και κύρια τον στρατό και πολύ λιγότερο τα σώματα ασφαλείας, ή θεσμούς, όπως το δικαστικό σώμα και τη δημόσια διοίκηση. Πρυτάνευσε η λογική της συνέχειας του κράτους με αποτέλεσμα ο εκδημοκρατισμός να είναι αργός και να διατηρηθεί ο συντηρητισμός του «βαθέος κράτους» που είχε καλλιεργηθεί συστηματικά στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις διαφορετικές χρονικότητες της Μεταπολίτευσης, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων και της περιφέρειας. Οι αλλαγές που φέρνει η Μεταπολίτευση γίνονται πολύ πιο δύσκολα αποδεκτές στις μικρές επαρχιακές πόλεις και την ύπαιθρο, οι οποίες εξακολουθούν να ζουν με «το φόβο του χωροφύλακα».

Από τις πολιτικές διακρίσεων στις πολιτικές ενσωμάτωσης

Σημαντικές αλλαγές δεν σημειώνονται μόνο στα χρόνια 1974-75, αλλά συνεχίζονται και στα χρόνια που ακολουθούν και κορυφώνονται στη δεκαετία του 1980 μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Τότε ολοκληρώνεται η εγκατάλειψη πολιτικών που χαρακτήρισαν την άσκηση εξουσίας από τα χρόνια του Μεσοπολέμου και για σχεδόν μισό αιώνα. Πιο συγκεκριμένα η άσκηση της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα για μισό αιώνα (από τη δεκαετία του 1920 μέχρι τη Μεταπολίτευση) βασίστηκε στις διώξεις, διακρίσεις και αποκλεισμό δυο κατηγοριών «επικίνδυνων» πολιτών: αφενός των μειονοτήτων και αφετέρου της Αριστεράς, ιδιαίτερα της κομμουνιστικής. Δημιουργήθηκαν ειδικοί μηχανισμοί ασφαλείας (ξεκινώντας από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας το 1925 και φτάνοντας μέχρι την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών και τη Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας στα μετεμφυλιακά χρόνια), θεσπίστηκε ένα αυστηρότατο νομικό οπλοστάσιο (με αφετηρία το Ιδιώνυμο του 1929), εφαρμόστηκαν τεχνολογίες ελέγχου των φρονημάτων (δηλώσεις μετανοίας, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, κ.λπ.), υιοθετήθηκε ένα πλέγμα μέτρων πειθάρχησης και τιμωρίας (διοικητική εκτόπιση, στρατόπεδα μαζικού εγκλεισμού, φυλακές, κ.ά.), επινοήθηκαν τεχνικές ελέγχου του χώρου και της κινητικότητας (επιτηρούμενες ζώνες), ανέλαβαν δράση παρακρατικές ομάδες, ενώ πολύ συχνά το πιο πρόσφορο μέσο ήταν η προσφυγή στην αστυνομική βία και τρομοκρατία.

Αυτές οι πολιτικές εγκαταλείπονται σταδιακά από το 1974. Ο εκδημοκρατισμός δεν ήταν «στιγμιαίος», όπως συχνά υπονοείται στη δημόσια συζήτηση για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» το 1974, αλλά μια διαδικασία αρκετών χρόνων και, επιπλέον, δεν ήταν «γραμμική». Ο εκδημοκρατισμός των θεσμών και του δημόσιου βίου ήταν διακύβευμα στα χρόνια 1974-1981: πεδίο αντιπαράθεσης και σχέση μεταξύ διαφορετικών δυνάμεων. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 ήταν καθοριστικής σημασίας για τον τερματισμό των πολιτικών διακρίσεων των προηγούμενων δεκαετιών. Μέσα από μέτρα, όπως η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982, ο μαζικός επαναπατρισμός και η απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας στους πολιτικούς πρόσφυγες το 1983, υιοθετήθηκε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης και άσκησης εξουσίας που δεν στηριζόταν στον αποκλεισμό αλλά στην ενσωμάτωση, κάτι που επέτρεψε και τη διεύρυνση της δημοκρατίας.[2]

Εάν το βασικό χαρακτηριστικό των ετών 1974-1975 ήταν η επαναθεμελίωση της δημοκρατίας, στη συνέχεια, και ειδικά στη δεκαετία του 1980, το ζητούμενο ήταν η διεύρυνση της δημοκρατίας. Η διεύρυνση της δημοκρατίας στη δεκαετία του 1980 είναι πολυεπίπεδη και αφορά, αφενός, τη συμμετοχή της κοινωνίας σε θεσμούς και διαδικασίες (ψήφος στα 18, συνδιοίκηση) και, αφετέρου, την κατοχύρωση νέων δικαιωμάτων και ελευθεριών (αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο).

Τελευταίο, και εξίσου σημαντικό, αυτό που συχνά παραβλέπεται είναι ότι η διεύρυνση της δημοκρατίας συνοδεύεται από την προώθηση των κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη (social citizenship) μέσα από πολιτικές για τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, την επέκταση του κράτους πρόνοιας, την άμβλυνση των διαφορών μεταξύ Αθήνας και περιφέρειας. Αυτές οι εξελίξεις είναι σε ένα βαθμό ενδογενείς και αντανακλούν τις προσδοκίες των λαϊκών τάξεων και των μεσαίων στρωμάτων, αλλά προκύπτουν εξίσου και από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η οποία επιτάχυνε τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου βίου.

Η «άγνωστη» δεκαετία του 1990

Η δεκαετία του 1990 δεν έχει απασχολήσει τους πολιτικούς και κοινωνικούς επιστήμονες όσο η δεκαετία του 1980 και γι’ αυτό το λόγο παραμένει σχετικά «άγνωστη» βιβλιογραφικά. Το βασικό χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 1990 είναι ότι το κύμα δημοκρατίας που είχε εκδηλωθεί την προηγούμενη δεκαετία εξαντλήθηκε και άρχισε να αντιστρέφεται. Τα αίτια αυτής της αντιστροφής είναι πολλά και διαμορφώνονται από την αλληλεπίδραση μεταξύ εθνικών και διεθνών εξελίξεων. Τρεις εξελίξεις, που έχουν ως αφετηρία τους την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στα 1989-1991, διαμορφώνουν διεθνώς το πλαίσιο. Η πρώτη εξέλιξη είναι η ανάδειξη των Ηνωμένων Πολιτειών σε μοναδική παγκόσμια δύναμη και η δημιουργία ενός μονοπολικού κόσμου, η οποία περιγράφηκε ως αυτοκρατορία.[3] Η δεύτερη εξέλιξη, απότοκη της αποτυχίας της σχεδιασμένης οικονομίας στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, ήταν η εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού ως νέας οικονομικής ορθοδοξίας και κυρίαρχου παραδείγματος, όπως αποτυπώθηκε στις πολιτικές του Washington Consensus το 1989. Η τρίτη εξέλιξη, απότοκη και αυτή της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων και της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας, ήταν η έξαρση του εθνικισμού και η μαζική μετανάστευση προς τη Δύση.

Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, γίνονται ή ολοκληρώνονται μεγάλες, δομικές αλλαγές που μεταμόρφωσαν τη χώρα: η συνέχιση της αποβιομηχάνισης, η εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής, η διαρκής διόγκωση του τουρισμού και, σε επίπεδο πολιτικής, η αλλαγή της ισορροπίας μεταξύ κρατικού και ιδιωτικού τομέα και η προβολή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ως πανάκειας.[4] Οι διαφορές μεταξύ των δύο κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων της εποχής (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.) άρχισαν να γίνονται πλέον δυσδιάκριτες, καθώς αμφότερες αναζητούσαν το περίφημο «Κέντρο» και διεκδικούσαν το ρόλο του ικανότερου και πιο αξιόπιστου διαχειριστή της οικονομίας και της ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ.

Η αναβίωση του εθνικισμού στα Βαλκάνια και η άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών στην Ελλάδα από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, τροφοδότησε την ανησυχία για την εθνική ταυτότητα. Η εθνική ιδεολογία πάντα επηρέαζε το πολιτικό φαντασιακό στη σύγχρονη Ελλάδα είτε μιλάμε για το δημοκρατικό πατριωτισμό της Αριστεράς είτε για την εθνικοφροσύνη της μετεμφυλιακής Δεξιάς είτε για τον εθνολαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1990 ο εθνικισμός με τη μορφή του «εθνικού πανικού» αποκτά δεσπόζουσα θέση στη δημόσια σφαίρα, γίνεται mainstream και αποκτά μαζική απήχηση, με χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, τις «λαοσυνάξεις», την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες και, λίγα χρόνια αργότερα, τη διαμάχη για το εγχειρίδιο της Στ’ Δημοτικού. Σε αυτό το περιβάλλον του «εθνικού πανικού», οι πολιτικές ενσωμάτωσης που χαρακτήρισαν την προηγούμενη αντιστρέφονται και επανεμφανίζονται οι πολιτικές διακρίσεων και αποκλεισμού, αυτή τη φορά κατά των μεταναστών.

Oι πολιτικές ταυτότητες του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς, όπως αυτές είχαν συγκροτηθεί μετά το 1974, αποσαρθρώθηκαν με μεγάλη ταχύτητα στη δεκαετία του 1990 και δημιουργήθηκαν οι όροι για την ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς στη συνέχεια. Πιο σοβαρή ήταν η κρίση στην Αριστερά (στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη), η οποία μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν μπόρεσε να επεξεργαστεί μια συνεκτική, εναλλακτική πρόταση απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό. Στον αντίποδα, άρχισε να αποκτά απήχηση η Άκρα Δεξιά, η οποία επένδυσε στον φόβο για την αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας και την ξενοφοβία.

Η Μεταπολίτευση ως μετωνυμία

Η συζήτηση για το «τέλος της Μεταπολίτευσης» είναι αρκετά παλαιά, καθώς εμφανίζεται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έκτοτε επαναλαμβανόταν συχνά για να υπογραμμίσει τη σημασία κάποιου πολιτικού γεγονότος, συνήθως βουλευτικών εκλογών.[5] Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο είναι ότι από κάποια στιγμή και μετά η Μεταπολίτευση απόκτησε καθαρά αρνητική νοηματοδότηση και το «τέλος» της διατυπώνεται πλέον ως αίτημα: «να τελειώνουμε τη Μεταπολίτευση». Πολλοί θεωρούν ότι η αρνητική νοηματοδότηση της Μεταπολίτευσης εμφανίστηκε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει, καθώς η αρνητική νοηματοδότηση προϋπήρχε. Για παράδειγμα, όταν ξέσπασε η εξέγερση του 2008, δημοσιογράφοι και δημοσιολογούντες έσπευσαν να αποδώσουν τα επεισόδια και τις καταστροφές γενικά στην «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», από την οποία η χώρα θα έπρεπε να απαλλαγεί, ώστε να προοδεύσει. Βέβαια, μετά το 2009, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, εμπεδώθηκε στη δημόσια συζήτηση η αρνητική πρόσληψη της Μεταπολίτευσης και επινοήθηκε μια αφήγηση η οποία συνέδεε ευθέως τη Μεταπολίτευση με την ιστορική διαδρομή που οδήγησε τη χώρα στη χρεωκοπία. Σε αυτήν την αφήγηση η Μεταπολίτευση ταυτίστηκε με τον κρατισμό, την ανομία, τις πελατειακές σχέσεις, το δημοσιονομικό εκτροχιασμό, το λαϊκισμό, και πάρα πολλά άλλα. Έτσι μετά το 2009, η Μεταπολίτευση έχασε την αρχική της θετική νοηματοδότηση (η επιτυχημένη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία) και έγινε η μετωνυμία για όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας.[6]

Γιατί η εχθρότητα προς τη Μεταπολίτευση; Ίσως θα έπρεπε να ξεκινήσει κανείς ότι η αρνητική αφήγηση για τη Μεταπολίτευση δεν αφορά όλες τις κυβερνήσεις μετά το 1974. Κεντρική θέση σε αυτήν την αφήγηση κατέχει ο Ανδρέας Παπανδρέου και η διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ κατά τη δεκαετία του 1980 – τότε ήταν η αρχή της «καταστροφής» που οδήγησε αργότερα στη χρεωκοπία. Σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, η δεκαετία του 1980 είναι η εποχή της επέλασης του κρατισμού, του λαϊκισμού, της κομματικοποίησης, της διαφθοράς, της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς, την οποία η ελληνική κοινωνία όφειλε επιτέλους να αποκηρύξει και να εγκαταλείψει. Αυτό που ενοχλούσε ήταν η διατάραξη της ταξικής διάρθρωσης και η εισβολή των λαϊκών τάξεων στον μέχρι τότε κόσμο των προνομίων. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 οι σταδιακές κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων έγιναν και κατοχυρώθηκαν ως δικαιώματα (παιδεία, υγεία, απασχόληση, ασφάλιση, κ.ά.), τα οποία διασφάλιζαν την κοινωνική κινητικότητα και τη μείωση των ανισοτήτων. Στη δεκαετία του 2000 και ιδίως στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αυτά τα δικαιώματα και οι κατακτήσεις (π.χ. η δημόσια δωρεάν παιδεία) θεωρούνταν εμπόδια στην εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού. Η αποκήρυξη της Μεταπολίτευσης έγινε η προϋπόθεση για να εγκαθιδρυθεί η ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς.

Την ίδια στιγμή η κυριαρχία της αρνητικής νοηματοδότησης της Μεταπολίτευσης αλλά και η σύγχυση γύρω από τον ίδιο τον όρο στη δημόσια συζήτηση δείχνουν και κάτι άλλο. Όσο λιγότερο γνωρίζουμε και έχουμε μελετήσει το παρελθόν τόσο πιο εύκολη μπορεί να γίνει η ιδεολογική χρήση του. Η Μεταπολίτευση ως διαδικασία μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία στα χρόνια 1974-1975 και η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, ως η ευρύτερη ιστορική περίοδος από το 1974 μέχρι τις μέρες μας, παραμένουν από ιστοριογραφική άποψη αδιερεύνητες. Ενώ οι μελέτες κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων και οικονομολόγων είναι πολλές, λίγες είναι αυτές των ιστορικών – ελάχιστες είναι όσες δεν ασχολούνται με τα πολιτικά κόμματα και την εξωτερική πολιτική. Χρειάζεται η ιστορικοποίηση αυτών των 50 χρόνων στην κατεύθυνση της αναζήτησης και μελέτης των αλλαγών που μεταμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία ως προς τις ιδέες, τις αξίες, την απασχόληση, τον τρόπο ζωής, την αντίληψη του συλλογικού εαυτού κ.ά.

Ο αναστοχασμός και η όποια προσπάθεια «απολογισμού» για τα 50 χρόνια από την επαναθεμελίωση της δημοκρατίας δεν μπορεί να παραβλέψει την αρνητική νοηματοδότηση της Μεταπολίτευσης που κυριάρχησε στη δημόσια συζήτηση τη δεκαετία του 2010. Και, βέβαια, δεν μπορεί να παραβλέψει την ίδια την κρίση της δημοκρατίας στη σημερινή Ελλάδα, όπως δείχνουν, μεταξύ άλλων, η υποχώρηση του κράτους δικαίου, η μαζική αποχή των πολιτών από τις εκλογές και η άνοδος της Ακροδεξιάς. Το 1974 ο στόχος ήταν η κατάκτηση της δημοκρατίας. Σήμερα στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη το διακύβευμα είναι η υπεράσπισή της.

Η επέτειος των πενήντα χρόνων αποτελεί ευκαιρία και πρόκληση: απέναντι σε απλουστευτικές ερμηνείες («θρίαμβοι και καταστροφές») και τελεολογικά σχήματα, ας χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας ως ιστορικοί για να συνθέσουμε μια «ιστορία του παρόντος».

  1. Για μια εξέταση των πολυεπίπεδων αλλαγών κατά τη Μεταπολίτευση (με την στενή έννοια των ετών 1974-1975), βλ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Τάσος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η Μεταπολίτευση ’74-’75. Στιγμές μιας μετάβασης, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2016.
  2. Μάγδα Φυτιλή, Μάνος Αυγερίδης, Ελένη Κούκη (επιμ.), Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης. Πρακτικές αναγνώρισης και αποκλεισμού, 1944-2006, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2022. Ελένη Πασχαλούδη – Στράτος Δορδανάς, «Οι πολιτικοί πρόσφυγες και η ελληνική πολιτεία, 1946-1989: Από τη στέρηση ιθαγένειας στον επαναπατρισμό και την αποκατάσταση», Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη, Πρακτικά ημερίδας, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2017, σσ. 53-79.
  3. Michael Hardt και Antonio Negri, Αυτοκρατορία, μετάφρ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, Εκδόσεις Scripta, Αθήνα 2002.
  4. Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2019, σσ. 467-493.
  5. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Δικτατορία και μεταπολίτευση, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2017, σσ. 201-222.
  6. Μάνος Αυγερίδης, Έφη Γαζή, Κωστής Κορνέτης, «Εισαγωγή» στο Μάνος Αυγερίδης, Έφη Γαζή, Κωστής Κορνέτης (επιμ.), Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2015, σσ. 9-26.