Από τη Χούντα στη Μεταπολίτευση: από την εργαλειοποίηση της μνήμης των νεκρών στρατιωτών του Εμφυλίου Πολέμου στην περιθωριοποίηση και τη λήθη
Ελένη Πασχαλίδου
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα παρουσιάζονται όλες οι αναμενόμενες συνέπειες ενός Εμφυλίου Πολέμου στο δημόσιο λόγο, στις πολιτικές διαχείρισης της μνήμης, στις δημόσιες επιτελέσεις και στα σύμβολα που χρησιμοποιούνταν. Ένας εμφύλιος πόλεμος επιφέρει στην κοινωνία μια πολλαπλότητα κατακερματισμένων και διαιρεμένων μνημών λόγω των διαφορετικών αναπαραστάσεων του παρελθόντος μέσα στην κοινότητα. Έτσι, κάθε παράταξη διαμορφώνει τη δική της συλλογική μνήμη προκειμένου να επιβάλλει στην αντίπαλη πλευρά το δικό της αφήγημα ως κυρίαρχο και συνάμα η κοινωνία να αποκτήσει μια συγκεκριμένη εικόνα για το παρελθόν.[1] Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να διερευνήσει τη διαχείριση της μνήμης των νεκρών στρατιωτών του Εμφυλίου Πολέμου κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, η οποία αποτέλεσε ένα μέσο για την πολιτική χρήση του παρελθόντος και ένα μηχανισμό για την εργαλειοποίηση των γεγονότων και των συμβόλων της συγκεκριμένης περιόδου.
Για την εκπόνηση της έρευνας χρησιμοποιήθηκε υλικό από τα στρατιωτικά αρχεία, συνεντεύξεις με απογόνους ενταφιασμένων στα στρατιωτικά νεκροταφεία αλλά και δημοσιεύματα της εποχής προερχόμενα είτε από τον κεντρικό είτε από τον περιφερειακό Τύπο.[2] Αξιοποιήθηκε, παράλληλα, και η διαθέσιμη μέχρι σήμερα βιβλιογραφία αναφορικά με το πολιτικό γίγνεσθαι καθώς με το θεωρητικό πλαίσιο της μνήμης και των τελετών.
Με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, κατασκευάστηκαν σε όλη την Ελλάδα δεκάδες στρατιωτικά νεκροταφεία λόγω της αναγκαιότητας του μαζικού ενταφιασμού των πεσόντων στρατιωτών. Η πολιτική της διαχείρισης της ταφής των νεκρών στρατιωτών του Εμφυλίου Πολέμου επέβαλλε, αρχικά, την ίδρυση μόνιμων χώρων ταφής για λόγους πρακτικούς. Ωστόσο, μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, τα στρατιωτικά νεκροταφεία χρησιμοποιούνταν ως σημεία αναφοράς καθώς αποτελούσαν ένα μέσο δημιουργίας και συντήρησης της ιστορικής μνήμης της εν λόγω ιστορικής περιόδου.[3] Η μνήμη των νεκρών στρατιωτών χρησιμοποιήθηκε ιδεολογικά με κυρίαρχους φορείς το κράτος και το στρατό καθώς ήταν επιτακτική η ανάγκη διασφάλισης της νίκης εναντίον των κομμουνιστών. Άλλωστε, εξ αιτίας του διαιρετικού παρελθόντος του Εμφυλίου Πολέμου ήταν αναγκαίο να κατασκευαστεί μια ενιαία συλλογική μνήμη προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνική ομοιογένεια που είχε ανάγκη το κράτος, για να προοδεύσει.[4] Στο πλαίσιο αυτό, οι νικητές του Εμφυλίου Πολέμου μέσω της «εθνικοφροσύνης» που είχε καταστεί κυρίαρχη ιδεολογία,[5] επέβαλλαν τις δικές τους μνημονικές πρακτικές ως εθνικές, καθιερώνοντας ένα πλέγμα δημόσιων τελετών που απαρτιζόταν τόσο από εορτές μνήμης όσο και από επιμνημόσυνες δεήσεις για τους πεσόντες στρατιώτες.[6]
Μέσω των αναμνηστικών τελετών διαμορφώνεται και μεταβιβάζεται η μνήμη στις επόμενες γενιές με αποτέλεσμα να δημιουργείται η βάση για την εθνική συνείδηση.[7] Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η μνήμη δεν είναι απλά η αυτόματη ανάσυρση στοιχείων του παρελθόντος, αλλά στην ουσία πρόκειται για ανακατασκευή του παρελθόντος υπό το πρίσμα του παρόντος. Αυτή η διαδικασία δημιουργίας νέων νοημάτων για τα γεγονότα του παρελθόντος πραγματοποιείται μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο.[8] Έτσι, αν και οι συμμετέχοντες κουβαλάνε τις ατομικές αφηγήσεις τους στις αναμνηστικές τελετές, ωστόσο τις υποτάσσουν στο κυρίαρχο αφήγημα. Η δημιουργία των δημόσιων αναμνηστικών τελετών βασίζεται στην επιλογή εκείνων των στιγμών του παρελθόντος που εξασφαλίζουν την αδιάσπαστη συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, η οποία μάλιστα ενδυναμώνεται με την τακτική επανάληψη των τελετών.[9] Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται η συναισθηματική ταύτιση των συμμετεχόντων με την κυρίαρχη κρατική ιδεολογία προκειμένου να οικοδομηθεί η εθνική αλλά και η πολιτική τους ταυτότητα.
Παρά το πλήθος των τελετών, τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια στον πολιτικό λόγο παρατηρείται η τάση αποσιώπησης του Εμφυλίου Πολέμου λόγω της απαραίτητης πολιτικής του κατευνασμού των παθών,[10] δίνοντας περισσότερο έναν ιδιωτικό και πένθιμο χαρακτήρα στα μνημόσυνα που λάμβαναν χώρα εντός των στρατιωτικών νεκροταφείων. Εξαίρεση αποτελούσε ο εορτασμός της Νίκης στον Γράμμο[11] που είχε πανηγυρικό χαρακτήρα, ο οποίος, ωστόσο, ως επί το πλείστον αποτέλεσε έναν περιφερειακό εορτασμό.[12] Η τελετουργική αποτύπωση αλλάζει τη δεύτερη μετεμφυλιακή δεκαετία μετατρέποντας τις τελετές σε επικοινωνιακά όπλα., εξ αιτίας της πολιτικής έντασης και του ενδεχομένου κινδύνου της «επιστροφής» των κομμουνιστών. Στα στρατιωτικά κοιμητήρια της χώρας δεν διεξάγονταν πλέον μόνο τα καθιερωμένα μνημόσυνα αλλά πλήθος τελετών με αφορμή τοπικές και εθνικές επετείους, στις οποίες κυριαρχούσε ο εορταστικός τόνος.[13] Το πλήθος των διεξαχθεισών τελετών μαρτυρά ότι το επιδιωκόμενο ήταν η σύνδεση του παρόντος με τη θυσία των στρατιωτών του Εμφυλίου Πολέμου ώστε να χρησιμοποιηθούν ως παράδειγμα για το μέλλον. Παράλληλα, η γιορτινή ατμόσφαιρα που επικρατούσε παρουσιάζει την ανάγκη προβολής μιας εικόνας εθνικής ενότητας και συσπείρωσης.
Πάνω σε αυτές τις προϋποθέσεις στηρίχτηκε η Χούντα, για να νομιμοποιήσει το καθεστώς της. Αρχικά, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα στρατιωτικά νεκροταφεία κάνοντας ριζικές ανακαινίσεις και ανακατασκευές.[14] Η ύπαρξη ενός στρατιωτικού νεκροταφείου σε μια περιοχή (είτε διαθέτει τα λείψανα των νεκρών είτε είναι κενοτάφιο) πρόβαλε την αυτοθυσία των νεκρών, εξύψωνε το εθνικό φρόνημα των κατοίκων και ταυτόχρονα γινόταν κάλεσμα ώστε να επιδείξουν ανάλογη πατριωτική συμπεριφορά σε περίπτωση που κινδυνεύσει ξανά η πατρίδα.[15] Η ανακατασκευή των στρατιωτικών νεκροταφείων και η συνακόλουθη προβολή τους ήταν ένα μέσο για την επίτευξη του ιδεολογικού σκοπού της Χούντας που δεν ήταν άλλος από την ιδεολογική εκμετάλλευση της μνήμης των νεκρών στρατιωτών, οι οποίοι θα αποτελούσαν τη βάση της νομιμοποίησης του αντικομμουνιστικού αγώνα που διεξήγαγαν.
Το καθεστώς επέβαλλε πληθωριστική διαχείριση των τελετών καθώς κυριαρχούσε η μεγαλοπρεπής διοργάνωση, η επισημότητα, η εορταστική ατμόσφαιρα και η πομπώδης ονοματοδοσία. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Χούντα υιοθέτησε τις ήδη θεσμοθετημένες επετείους και τελετές, χωρίς να επιβάλλει νέες (εκτός από αυτήν της 21ης Απριλίου). Το γεγονός αυτό οφείλεται, πιθανότατα, στην ανάγκη του καθεστώτος για νομιμοποίηση και αυτοπροβολή του ως επίσημου κρίκου της ελληνικής ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά επέτρεπε στις τοπικές αρχές να διοργανώνουν επιπρόσθετες τελετές από αυτές που ορίζονταν επίσημα,[16] αν κρινόταν απαραίτητο για την ανύψωση του εθνικού φρονήματος της τοπικής κοινωνίας.
Στον αντίποδα, βασικό μέλημα της Μεταπολίτευσης ήταν ο ανασχεδιασμός της ευρύτερης τελετουργικής πολιτικής και κατ’ επέκταση η αποχουντοποίηση των τελετών. Η μετάβαση στη δημοκρατία απαιτούσε μια βαθιά αναδιοργάνωση του κράτους συμπεριλαμβανόμενης και της αναγκαιότητας για μεταρρύθμιση της συλλογικής μνήμης καθώς και των θεσμών που την προωθούν.[17] Οι μεγάλες στρατιωτικές τελετές που διοργανώνονταν μέχρι τότε, δημιουργούσαν ανεπιθύμητες στρατοκρατικές εντυπώσεις στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Έτσι, τον Νοέμβριο του 1974 αποφασίστηκε ότι δεν θα πραγματοποιηθούν τα προβλεπόμενα μνημόσυνα για τα θύματα των κομμουνιστών[18] καθώς, ενόψει του επικείμενου πολιτειακού δημοψηφίσματος, ο Καραμανλής συνέστησε «αποφυγήν των άσκοπων πανηγυρισμών και επιδείξεων».[19] Παράλληλα, σε περιπτώσεις που η κυβέρνηση δεν μπορούσε να ακυρώσει ολόκληρες κατηγορίες τελετών, όπως αυτή της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, δεν επέτρεπε, όσο ήταν εφικτό, την παρουσία ατόμων που είχαν ταυτιστεί με τη Χούντα.[20]
Ο επανασχεδιασμός και η διαδικασία αποχρωματισμού των τελετών δεν ήταν μια εύκολη διεργασία καθώς προκάλεσε πολλές διαμαρτυρίες. Η Μεταπολίτευση έπρεπε αφενός να απαλλαγεί από τις τελετές που είχαν καθιερωθεί κατά τη διάρκεια της Χούντας, όπως αυτή της 21ης Απριλίου, αφετέρου να διατηρήσει τις υπόλοιπες τελετές αποκαθαρμένες από χουντικά στοιχεία. Ο δεύτερος στόχος ήταν και ο δυσκολότερος καθώς ήταν αναγκαίο να διατηρηθεί η εθνικόφρονη παράδοση χωρίς όμως ακραίους παροξυσμούς. Αυτό που εμπόδιζε ιδιαίτερα τους ιθύνοντες ήταν ότι είχαν ταυτιστεί με τη Χούντα ακόμη και οι τελετές που προϋπήρχαν από αυτήν.[21]
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εξοβελισμού χουντικών στοιχείων από τις τελετές είναι ο λεγόμενος Τριπλός Εορτασμός της 29ης Αυγούστου.[22] Το 1975 μετονομάστηκε σε «Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων»[23] και επιβλήθηκαν λιτοί εορτασμοί. Παρόλο που με αυτήν την απόφαση, αναγνωρίζονταν έμμεσα το δικαίωμα του στρατού να εορτάζει σε μια ημερομηνία που σχετιζόταν με τον Εμφύλιο Πόλεμο, το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής απέφευγε να παρευρίσκεται στις εκδηλώσεις στο Βίτσι και στο Γράμμο σε συνδυασμό με την αλλαγή της ονομασίας του Τριπλού Εορτασμού προκάλεσε αντιδράσεις στις εφεδροπολεμικές οργανώσεις.[24] Φαίνεται ότι η υποβάθμιση των καθιερωμένων τελετών λήξης του Εμφυλίου Πολέμου προκαλούσε διαμαρτυρίες στους νοσταλγούς του αντικομμουνιστικού δόγματος. Η πλήρης κατάργηση των τελετών μνήμης και των μνημόσυνων θα συμβόλιζε την υποχώρηση της Δεξιάς και θα έπληττε το κυβερνητικό της κύρος.[25] Για ορισμένους βουλευτές δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει δεξιά ταυτότητα δίχως την μετεμφυλιοπολεμική παράδοση. Κορυφαίοι υπουργοί της κυβέρνησης συνέχιζαν να δίνουν το παρόν στην τελετή της 29ης Αυγούστου, προσπαθώντας να καλύψουν το κενό της απουσίας του Καραμανλή.
Στο ίδιο πλαίσιο, από τον πρώτο χρόνο της Μεταπολίτευσης έγινε προσπάθεια συστηματοποίησης, ελέγχου και θεσμοποίησης των επιμνημόσυνων δεήσεων για τα θύματα του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1975 το Υπουργείο Εσωτερικών απέστειλε εγκύκλιο προς όλες τις νομαρχίες του κράτους, ορίζοντας τη δεύτερη Κυριακή του Δεκέμβρη ως ημέρα τέλεσης μνημόσυνων στις πρωτεύουσες των νομών «δια τα θύματα της κομμουνιστικής κατά του έθνους επιβουλής». Σύμφωνα με την εγκύκλιο, τα συγκεκριμένα μνημόσυνα θα πρέπει να τελούνται με λιτό και σεμνό τρόπο, απαλλαγμένα από περιττές εθνικές εξάρσεις και φανατισμούς.[26] Οι τελετές στα στρατιωτικά νεκροταφεία ήταν αναγκαίο να αποβάλλουν τον πανηγυρικό τόνο που είχαν μέχρι τότε και να περιοριστούν μόνο στην επιμνημόσυνη δέηση και την κατάθεση στεφάνων. Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση επεδίωκε να επικρατήσει στις επιμνημόσυνες δεήσεις ένα κλίμα ιδιωτικού πένθους που να εκφράζεται με μέτρο και λιτότητα. Τα θύματα του Εμφυλίου Πολέμου εξακολουθούσαν να αποτελούν τμήματα του συνόλου των εθνικών ηρώων ,ωστόσο, δεδομένου ότι είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες δημόσιες φωνές για την κατάργηση των συγκεκριμένων εορτών, η κυβέρνηση επιχειρούσε να μετριάσει τις αντιθέσεις.
Η προσπάθεια της Μεταπολίτευσης να διασώσει τις μετεμφυλιακές τελετές, αλλά να τις εντάξει σε ένα νέο πολιτικό περιβάλλον, δημιούργησε διαμαρτυρίες και στα αριστερά κόμματα. Η επανάληψη των μνημόσυνων μετά την ακύρωση του 1974 προκάλεσε διαμαρτυρίες από την Αριστερά καθώς θεωρούσαν ότι επαναφέρονταν θεσμοί της Χούντας που μοναδικό σκοπό είχαν την αναμόχλευση των παθών και την πυροδότηση του μίσους. Μάλιστα, οι δημοτικοί σύμβουλοι της Κοζάνης απέστειλαν επιστολή στην εφημερίδα Θάρρος για να διαμαρτυρηθούν για το πρόγραμμα τέλεσης μνημόσυνου «δια τα θύματα της κομμουνιστικής κατά το έθνους επιβολής» που εξέδωσε η Νομαρχία Κοζάνης στις 11 Δεκεμβρίου 1975. Επισημαίνουν ότι «τέτοιου είδους εκδηλώσεις θα πρέπει να εκλείψουν γιατί δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες στην αποκατάσταση της εθνικής ενότητας».[27] Στο ίδιο πνεύμα, ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Φλώρινας, το 1975, κατέθεσε πρόταση για την κατάργηση του εορτασμού της Μάχης της Φλώρινας, της επετείου δηλαδή της απόκρουσης της επίθεσης των κομμουνιστών το 1949. Το Δημοτικό Συμβούλιο, ωστόσο, αρνήθηκε να συζητήσει την πρόταση με ψήφους 11 έναντι 1.[28]
Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974, η Αριστερά μέσω του Τύπου[29] προσπαθούσε να παρουσιάσει τις θέσεις της και να επιβάλλει μετά από τόσο καιρό επιβεβλημένης σιωπής, το δικό της αφήγημα σχετικά με τον Εμφύλιο Πόλεμο. Ο εορτασμός της 29ης Αυγούστου αλλά ακόμη και τα θρησκευτικά μνημόσυνα που διεξάγονταν εντός των στρατιωτικών νεκροταφείων χαρακτηρίστηκαν από τον αριστερό Τύπο ως «εορτές μίσους» με μοναδικό σκοπό το αντικομμουνιστικό παραλήρημα.[30]
Παρόλο που από το 1974 και μετά δεν παρευρέθηκαν στις τελετές στο Βίτσι και στο Γράμμο βουλευτές άλλων κομμάτων εκτός της Ν.Δ., εντούτοις στα θρησκευτικά μνημόσυνα εντός των στρατιωτικών νεκροταφείων υπήρχε πολιτική εκπροσώπηση από όλες τις κομματικές παρατάξεις. Παρίστατο η στρατιωτική και πολιτική εξουσία κάθε τόπου, σύλλογοι εφέδρων, βετεράνοι πολέμων και συγγενείς των πεσόντων, οι οποίοι προσκαλούνταν από τον στρατό επίσημα.[31] Τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας τα μνημόσυνα που διεξάγονταν εντός των στρατιωτικών νεκροταφείων συνέχισαν να ακολουθούν το καθιερωμένο τελετουργικό. Στις καθιερωμένες επιμνημόσυνες δεήσεις στα στρατιωτικά νεκροταφεία, η προσέλευση του κόσμου ήταν αθρόα. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, στο στρατιωτικό νεκροταφείο Κοζάνης, την περίοδο 1970-1980, ο χώρος ήταν κατάμεστος και το πλήθος παρακολουθούσε με ιδιαίτερη θέρμη. Η παρουσία της εκπαιδευτικής κοινότητας πλέον δεν ήταν υποχρεωτική. Υπήρχε στρατιωτικό άγημα που απέδιδε τιμές στους νεκρούς με ρίψεις πυροβολισμών και εκφώνηση των ονομάτων των νεκρών. Το παρόν έδινε και στρατιωτική μπάντα προκειμένου να κρούει τον εθνικό ύμνο. Κατά τη διάρκεια της επιμνημόσυνης δέησης, μπροστά από κάθε ταφή ήταν τοποθετημένος ένας στρατιώτης.[32]
Η απαίτηση της Αριστεράς για την αποχουντοποίηση των δημόσιων τελετών από τον πρώτο χρόνο της Μεταπολίτευσης πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε ένα κυρίαρχο αίτημα για την άρση των διακρίσεων που είχαν επιβληθεί στην ελληνική κοινωνία ως συνέπεια του Εμφυλίου Πολέμου.[33] Επιπλέον, την ίδια χρονική περίοδο το ΠΑΣΟΚ, το οποίο καθιερώθηκε ως αντιδεξιός πόλος εξουσίας χρησιμοποιώντας την εικόνα της εθνικόφρονης Δεξιάς που παρουσίαζε ένα μέρος της Ν.Δ., επιθυμούσε ταυτόχρονα να εκμεταλλευτεί στοιχεία από τη συλλογική μνήμη της Αριστεράς.[34] Αμέσως μετά την εκλογική του νίκη το 1981, με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 241, κατήργησε όλες τις επετειακές εκδηλώσεις που αφορούσαν τον Εμφύλιο Πόλεμο και είχαν νομοθετηθεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ως μια συμβολική πράξη συμφιλίωσης, ομοψυχίας και λήθης. Επιτράπηκε μόνο η τέλεση θρησκευτικών μνημόσυνων σε θρησκευτικούς χώρους, δίχως την επίσημη παρουσία των αρχών.[35]
Εντούτοις, παρά τη δημοσίευση της προαναφερθείσας Πράξης οι τελετές λήξης του Εμφυλίου Πολέμου συνέχισαν να διοργανώνονται την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου αλλά ως θρησκευτικά μνημόσυνα πια. Μπορεί βέβαια να περιορίστηκαν γεωγραφικά στο Γράμμο και το Βίτσι, ωστόσο η προσέλευση του κόσμου ήταν αθρόα. Σύμφωνα με τον Τύπο, τις τελετές του 1982 και 1983 παρακολούθησαν 50.000 άτομα και παρευρέθηκαν αρκετοί βουλευτές της Ν.Δ.[36] Μάλιστα, το 1983 το παρόν έδωσαν 21 βουλευτές της Ν.Δ. στην τελετή που διοργανώθηκε στο Βίτσι και 5 βουλευτές στην αντίστοιχη τελετή του Γράμμου.[37] Ωστόσο, η διοργάνωση πλέον των τελετών στο Γράμμο και στο Βίτσι δεν ήταν στην αρμοδιότητα της Νομαρχίας Καστοριάς αλλά του στρατού και ειδικότερα της 15ης Μεραρχίας Πεζικού.[38] Από το 1983 υπεύθυνη για τη διεξαγωγή των συγκεκριμένων τελετών τέθηκε η Ομοσπονδία Εφέδρων Αξιωματικών που έδρευε στην Αθήνα.[39] Στις συγκεκριμένες τελετές δεν ήταν λίγες οι φορές που σημειώθηκαν επεισόδια είτε με προπηλακισμό των συμμετεχόντων είτε με παρεμπόδιση της προσέλευσης του κόσμου.[40]
Παρόλο που το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να εισαγάγει από την αρχή της διακυβέρνησης του μια ξεκάθαρη τομή στις πολιτικές της μνήμης του Εμφυλίου Πολέμου που ασκούνταν μέχρι τότε, ωστόσο αυτό δεν έγινε αυτόματα. Στην πραγματικότητα, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1980 οι επετειακές εκδηλώσεις της λήξης του Εμφυλίου Πολέμου δεν σταμάτησαν να διοργανώνονται. Την Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων, εκτός από τις τελετές στο Γράμμο και το Βίτσι, διεξάγονταν θρησκευτικά μνημόσυνα και στα στρατιωτικά νεκροταφεία που βρίσκονταν εντός των πόλεων.[41] Πιθανότατα, για αυτόν τον λόγο επέλεξε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1982 να μεταφέρει την ημερομηνία εορτής των Ενόπλων Δυνάμεων στις 15 Αυγούστου,[42] προκειμένου να την αποσυνδέσει από την εμφυλιοπολεμική 29η Αυγούστου η οποία ήταν ταυτισμένη με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου.[43] Πράγματι, από το 1982 και μετά, κατά τη διάρκεια της εορτής της Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων διεξάγονταν επιμνημόσυνες δεήσεις υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των στρατιωτών που έπεσαν κατά τη διάρκεια όλων των εθνικών αγώνων και όχι μόνο για τους νεκρούς στρατιώτες του Εμφυλίου Πολέμου. Τα μνημόσυνα αυτά άλλοτε λάμβαναν χώρα εντός των στρατιωτικών νεκροταφείων και άλλοτε σε δημόσιους χώρους που διέθεταν κάποιο μνημείο έτσι ώστε να γίνει η κατάθεση στεφάνων.[44]
Αυτό που καταργήθηκε τελικά με την πράξη Υπουργικού Συμβουλίου του 1981 ήταν η μεγαλοπρέπεια και η εορταστική ατμόσφαιρα των τελετών. Ακόμη και οι αμιγώς επετειακές εκδηλώσεις του Εμφυλίου Πολέμου, όπως η Μάχη της Φλώρινας, εξακολουθούσε να εορτάζεται αλλά καλυμμένη με τον μανδύα της λιτότητας και της αποφυγής των εθνικών εξάρσεων. Ο τοπικός Τύπος επεσήμαινε ότι «παρά την ανεπισημότητα λαμπρός και διήμερος θα είναι ο καθαρά εθνικοθρησκευτικός εορτασμός της Μάχης της Φλωρίνης».[45] Επίσης, τονιζόταν ότι οι εν λόγω τελετές δεν είναι εκδηλώσεις μίσους αλλά εθνικής μνήμης και ότι πρόκειται για σεμνές και απέριττες τελετές.[46] Παρότι πλέον διοργανώνονταν με πρωτοβουλία της Εθνικής Ενώσεως Αναπήρων και Θυμάτων πολέμου Φλώρινας,[47] σε κάποιες περιπτώσεις φρόντιζαν να προβάλλουν ότι διεξάγονταν με αποκλειστικό φορέα τους συγγενείς των θυμάτων.[48]
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 η συμμετοχή του κόσμου στα θρησκευτικά μνημόσυνα εξακολουθούσε να είναι μαζική και η παρουσία της στρατιωτικής και της εκκλησιαστικής ηγεσίας αλλά και πλήθους συλλόγων ήταν συνεχής. Ωστόσο, η πολιτική εκπροσώπηση δεν ήταν σταθερή σε όλη τη δεκαετία. Από το 1981 έως το 1984 το παρόν στις τελετές του Εμφυλίου Πολέμου και τα μνημόσυνα έδιναν μόνο βουλευτές της Ν.Δ. Πλέον τα δημοσιεύματα έκαναν λόγο για την απουσία της πολιτείας αλλά την παρουσία πλήθους λαού.[49] Αισθητή μείωση στην προσέλευση των βουλευτών της Ν.Δ. γίνεται φανερή από το 1984 και εξής.[50] Πιθανότατα, η μείωση της εκπροσώπησης των βουλευτών της Ν.Δ. στις προαναφερόμενες τελετές οφείλεται στο γεγονός ότι από το 1984 νέος πρόεδρος της Ν.Δ. εκλέχτηκε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ο οποίος επιχειρούσε να κάνει μια επαφή με την Αριστερά επιθυμώντας ταυτόχρονα να κατευνάσει τις εσωκομματικές αντιδράσεις.[51] Έτσι λοιπόν, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 προτιμήθηκε η εκπροσώπηση της Ν.Δ. όχι μέσω της παρουσίας των βουλευτών αλλά μέσω των νομαρχιακών επιτροπών και της νεολαίας των κομμάτων.[52]
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η Δεξιά είχε συνειδητοποιήσει ότι η προσκόλληση στην εθνικοφροσύνη και στην αβερωφική ρητορική τής αφαιρούσε ψήφους και λειτουργούσε διασπαστικά.[53] Το 1989, προχώρησε στην ψήφιση του νόμου 1863 σύμφωνα με τον οποίο αίρονταν οι συνέπειες του Εμφυλίου Πολέμου.[54] Η συμφιλίωση είχε καταστεί κυρίαρχη ιδεολογία της και για αυτό προχώρησε στις 29 Αυγούστου 1989 (ημερομηνία που εορτάζονταν η Νίκη στο Γράμμο) στην καταστροφή των ατομικών φακέλων των πολιτών που διατηρούσαν οι διωκτικές αρχές, γνωρίζοντας ότι η διατήρηση τους θα συντηρούσε την αντιδεξιά μνήμη που είχε καλλιεργήσει το ΠΑΣΟΚ τα προηγούμενα χρόνια.[55] Η καύση όλων αυτών των τεκμηρίων προκάλεσε την αντίδραση της πανεπιστημιακής κοινότητας, καθώς επιθυμούσαν τη διατήρηση των φακέλων ως στοιχείων της ιστορικής μνήμης.[56]
Η άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου και το κάψιμο των φακέλων είχαν ως συνέπεια την περιθωριοποίηση των τελετών που διεξάγονταν στο Γράμμο και το Βίτσι. Η Δεξιά έπρεπε να διατηρήσει μια πολιτική αποστασιοποίησης από τις ακραίες θέσεις που υπήρχαν εντός της πολιτικής παράταξης προκειμένου να αποκοπεί από την ταύτιση της με τη Χούντα και συνάμα να διατηρήσει την πρόσφατη πολιτική της στρατηγική. Οι συνθήκες αυτές ευνοούσαν την επικράτηση της λήθης και την υποχώρηση της μνήμης που σχετίζονταν με τον εμφύλιο σπαραγμό. Είχε φτάσει η ώρα που η Δεξιά έπρεπε να απομακρυνθεί από τις τελετές λήξης του Εμφύλιου Πολέμου, αν και η ίδια ως νικήτρια τις είχε θεσπίσει. Πλέον η συμμετοχή των βουλευτών της Ν.Δ. στις εν λόγω τελετές ήταν διστακτική, οι αναφορές στον Τύπο ελάχιστες με αποτέλεσμα να ατονήσει και η προσέλευση του κόσμου. Την ίδια φθίνουσα πορεία ακολούθησαν και τα μνημόσυνα που τελούνταν εντός των στρατιωτικών νεκροταφείων. Από την άλλη, η Αριστερά αντιμετώπισε πανηγυρικά την κατάργηση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου και το κάψιμο των φακέλων, καθώς την απαγκίστρωνε από ένα δύσκολο παρελθόν. Στο πλαίσιο αυτό, στοχοποίησε εκτός από την 29η Αυγούστου ακόμη και τις επιμνημόσυνες δεήσεις για τους νεκρούς στρατιώτες επιθυμώντας να απαξιώσει τη δεξιά αφήγηση.[57]
Από το 1990 ως και σήμερα ο εορτασμός της 29ης Αυγούστου διοργανώνεται από την Ένωση Απόστρατων Αξιωματικών Ελλάδας (ΕΑΑΣ) την Κυριακή που πέφτει πιο κοντά στη συγκεκριμένη ημερομηνία. Μάλιστα, πραγματοποιούνται ταυτόχρονα δυο εκδηλώσεις, μία στο Γράμμο και συγκεκριμένα στο χωριό Βούρμπιανη[58] και μια στο Βίτσι για τη τέλεση των οποίων υπεύθυνα τίθενται τα παραρτήματα της ΕΑΑΣ Ιωαννίνων και Καστοριάς, αντίστοιχα.[59] Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΑΑΣ νομού Καστοριάς, το τελετουργικό περιλαμβάνει επιμνημόσυνη δέηση, προσκλητήριο νεκρών, τήρηση ενός λεπτού σιγής, κατάθεση στεφάνων και εκφώνηση λόγων, συνήθως από μέλη της ΕΑΑΣ. Συμμετέχουν, εκτός από την ΕΑΑΣ, οργανώσεις εφέδρων, σύλλογοι απόγονων Μακεδονομάχων και συγγενείς των πεσόντων. Παράλληλα, την ίδια μέρα το στρατιωτικό νεκροταφείο Καστοριάς είναι ανοιχτό, με εντολή του προέδρου της ΕΑΑΣ νομού Καστοριάς, για όποιον επιθυμεί να το επισκεφτεί.[60] Αξίζει να αναφερθεί ότι από το 2022, με πρωτοβουλία του παραρτήματος Καστοριάς, την προηγούμενη μέρα της τελετής στον Γράμμο πραγματοποιείται εκδήλωση της ΕΑΑΣ και στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης.[61]
Η παρουσία τόσο της στρατιωτικής όσο και της πολιτικής ηγεσίας έχει εκλείψει, αν και η Ν.Δ. μέχρι και το 2013 εκπροσωπούνταν στον εορτασμό στο Βίτσι συνήθως από το βουλευτή Καστοριάς. Τα τελευταία χρόνια δεν γίνεται επίσημη εκπροσώπηση κανενός κόμματος και κάποιοι βουλευτές που ίσως παρευρεθούν προσέρχονται αυτοβούλως είτε είναι ανεξάρτητοι. Ο εορτασμός της 29ης Αυγούστου, παρόλο που μετά την εθνική συμφιλίωση το 1989 εισήρθε σε φάση μακροχρόνιας παρακμής χάνοντας σταδιακά το κύρος και την επισημότητα του, ωστόσο δεν σταμάτησε οριστικά, καθώς υιοθετήθηκε από χώρους πέραν του δεξιού πολιτικού φάσματος.[62] Πρωταγωνιστικό ρόλο στις τελετές επεδίωξε να αποκτήσει η Χρυσή Αυγή, προσπαθώντας να διεκδικήσει την ιδεολογική πρωτοκαθεδρία της εορτής καθώς κατά την περίοδο της κοινοβουλευτικής της παρουσίας δήλωνε κάθε χρόνο το παρόν με ένα ή δύο βουλευτές. Μάλιστα, το 2013, εποχή που η Χρυσή Αυγή αισθανόταν πολιτικά παντοδύναμη, μέλη της προπηλάκισαν τη βουλευτή Ν. Καστοριάς της Ν.Δ. Μαρία Αντωνίου,[63] που είχε οριστεί με επίσημο έγγραφο της Βουλής των Ελλήνων, ως εκπρόσωπος του Προέδρου της Βουλής Ευάγγελου Μεϊμαράκη.[64]
Είναι φανερό ότι ο συγκεκριμένος εορτασμός έχει πλέον περιθωριοποιηθεί και αφορά κυρίως μια μερίδα του στρατού, τους ελάχιστους παρευρισκομένους και τον τοπικό δεξιό Τύπο. Η 29η Αυγούστου δεν αναδείχτηκε ποτέ σε εθνική εορτή λόγω του διαιρετικού χαρακτήρα του εορτασμού. Κατασκευάστηκε γύρω από ένα γεγονός μη καθολικά αποδεκτό αλλά αντίθετα διχαστικό και τραυματικό. Δεν εξασφάλιζε τη συναίνεση της κοινωνίας καθώς καθιερώθηκε από τους νικητές του Εμφυλίου Πολέμου προκειμένου να εξυπηρετήσει τους στόχους του μετεμφυλιακού κράτους και να προωθήσει το αφήγημά του. Η συλλογική μνήμη μιας κοινωνίας κατασκευάζεται από ιστορικά γεγονότα τα οποία προωθούν την εθνική συνοχή αλλά και το αίσθημα της ιστορικής συνέχειας του έθνους.[65] Ο Εμφύλιος Πόλεμος δεν αποτέλεσε αυτό το αξιομνημόνευτο ιστορικό γεγονός, αφού αποτελεί έναν αδερφοκτόνο πόλεμο που συνοδεύτηκε από μεγάλο αριθμό νεκρών αλλά και από φυλακίσεις και εκτοπίσεις.
Παράλληλα, στα τέλη του 1998, με νέα Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, η εορτή της Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων μεταφέρθηκε εκ νέου στις 21 Νοεμβρίου, ημερομηνία όπου και διατηρείται μέχρι σήμερα.[66] Με τη συγκεκριμένη γιορτή τιμάται η προσφορά των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων προς το Έθνος τόσο σε περίοδο πολέμων όσο και στην ειρήνη. Ωστόσο, η εορτή της Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων αποσυνδέθηκε από τη διεξαγωγή μνημόσυνων για τους πεσόντες στρατιώτες, τα οποία πλέον τελούνται το πρώτο Ψυχοσάββατο κάθε έτους με ευθύνη του στρατού. Παραδοσιακά στον ελληνικό στρατό κάθε σχηματισμός έχει στη δικαιοδοσία του και τη φροντίδα των στρατιωτικών νεκροταφείων της περιφέρειάς του.[67]
Κατά συνέπεια, σήμερα δεν διεξάγονται στα στρατιωτικά νεκροταφεία της χώρας θρησκευτικά μνημόσυνα που να εξάρουν τα θύματα του Εμφυλίου Πολέμου αλλά επιμνημόσυνες δεήσεις για τους νεκρούς στρατιώτες όλων των εθνικών αγώνων.[68] Σε αυτά παρίστανται οι τοπικές στρατιωτικές και πολιτικές αρχές όλων των κομμάτων, απόστρατοι αξιωματικοί, εκπρόσωποι της αστυνομίας, η ένωση εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών, η εθνοφυλακή, οι συγγενείς των πεσόντων καθώς και η εκκλησιαστική ηγεσία. Οι αρχές του τόπου προσκαλούνται επίσημα από την τοπική στρατιωτική υπηρεσία,[69] η οποία εκδίδει δελτίο Τύπου που δημοσιεύεται σε όλα τα τοπικά μέσα για να ενημερωθούν οι πολίτες.[70]
Το κράτος δεν έχει σταθερή πολιτική εκπροσώπησης στα θρησκευτικά μνημόσυνα για αυτό ο στρατός με τη συνεχή παρουσία του και οι τοπικοί φορείς προσπαθούν να υποκαταστήσουν το κράτος σε περίπτωση αποχής του. Χωρίς αμφιβολία, η προσέλευση του κόσμου είναι πλέον ελάχιστη δεδομένου ότι οι περισσότεροι συγγενείς των πεσόντων έχουν αποβιώσει. Η οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 2010 οδήγησε στην υποβάθμιση των στρατιωτικών σχηματισμών με αποτέλεσμα το προσωπικό να μην επαρκεί για τη διοργάνωση των τελετών.[71] Ωστόσο, πιθανότατα, ο κυριότερος λόγος της μειωμένης προσέλευσης είναι η τραυματική μνήμη που φέρει η εμφύλια σύγκρουση, καθώς πρέπει να επισημανθεί ότι η πλειονότητα των στρατιωτικών νεκροταφείων της χώρας φιλοξενεί νεκρούς του Εθνικού Στρατού που έπεσαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Ο φόβος για τον πολιτικό χαρακτηρισμό επικράτησε λόγω της σύνδεσης των τελετών με την εθνικόφρονη παράταξη με αποτέλεσμα στις μικρές τοπικές κοινωνίες η παρουσία του κόσμου να είναι διστακτική.
Συνοψίζοντας, οι δημόσιες αναμνηστικές τελετές που καθιερώθηκαν μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνέβαλαν καθοριστικά στη διαχείριση της μνήμης των νεκρών στρατιωτών. Η αναγκαιότητα της συγκρότησης μιας επίσημης συλλογικής μνήμης από το μετεμφυλιακό κράτος, ώθησε τους νικητές του Εμφυλίου Πολέμου να επιβάλουν τις δικές τους μνημονικές πρακτικές που θα βασίζονταν στον αντικομμουνιστικό λόγο και στην προβολή της «εθνικοφροσύνης» ως κυρίαρχης ιδεολογίας. Οι νεκροί του Εμφυλίου Πολέμου απέκτησαν κεντρικότερη θέση κατά την περίοδο της Χούντας, αφού το καθεστώς προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει ως νομιμοποιητικό παράγοντα καθιέρωσε μεγαλοπρεπείς τελετές και ανακατασκεύασε κάποια από τα ήδη υφιστάμενα στρατιωτικά νεκροταφεία. Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης η ρητορική και το περιεχόμενο των δημόσιων τελετών διατηρήθηκαν, αλλά αποβλήθηκαν τα μιλιταριστικά στοιχεία. Ωστόσο, η εθνική συμφιλίωση προκάλεσε την περιθωριοποίηση των τελετών, οι οποίες πλέον φαίνεται να μην αφορούν την πλειονότητα του πληθυσμού. Ως εκ τούτου, υποβαθμίστηκε σταδιακά και ο ρόλος των στρατιωτικών νεκροταφείων, τα οποία στις μέρες μας εκπέμπουν μια εικόνα εγκατάλειψης που αλλάζει μόνο λίγες μέρες πριν το καθιερωμένο ετήσιο μνημόσυνο.
- Paul Connerton, How Societies Remember, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ 1989. Πολυμέρης Βόγλης, «Οι μνήμες της δεκαετίας του 1940 ως αντικείμενο ιστορικής ανάλυσης: μεθοδολογικές προτάσεις», Ρ. Β. Μπούσχοτεν, Τ. Βερβενιώτη, Ε. Βουτυρά, Β. Δαλκαβούλης, Κ. Μπάδα (επιμ.), Μνήμες και Λήθη του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 57-60. Paul Ricoeur, Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη, μετάφρ. Ξ. Κομνηνός, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2013. σ. 23. Άννα Μαρία Δρομπούκη, «Οι πόλεμοι της μνήμης συνεχίζονται;», Φωτεινή Ξιφάρα (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος – Κατοχή -Αντίσταση – Εμφύλιος, τόμος αφιερωμένος στον Χάγκεν Φλάισερ, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015, σσ. 395- 401. ↑
- Τα στοιχεία από τα στρατιωτικά αρχεία και οι συνεντεύξεις αποτελούν μέρος από τη μεταπτυχιακή διπλωματική μου εργασία με τίτλο «Η διαχείριση της ιστορικής μνήμης στη Δυτική Μακεδονία : η περίπτωση των ελληνικών στρατιωτικών νεκροταφείων» που εκπονήθηκε με επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Βλάση Βλασίδη, στο πλαίσιο του ΠΜΣ Επιστημές της Αγωγής: Ζητήματα Ιστορίας, Ιστορικής Εκπαίδευσης και Εκπαιδευτικής Πολιτικής» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. ↑
- Jay Winter, Sites of Memory, Sites of Mourning: The Great War in European Cultural History, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ 2014. Βλάσης Βλασίδης, Μεταξύ μνήμης και λήθης. Μνημεία και κοιμητήρια του Μακεδονικού Μετώπου 1915-1918, Εκδόσεις Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 20-32. ↑
- Πολυμέρης Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα», Τα Ιστορικά, 25/47 (2007), 440. ↑
- Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές, 1946-1967, Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2001, σ. 30. Για την κοινωνική πραγματικότητα της εθνικοφροσύνης βλ. Δέσποινα Παπαδημητρίου, Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων: η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2006, σ. 233. Άγγελος Ελεφάντης, «Εθνικοφροσύνη: Η ιδεολογία του τρόμου και της ενοχοποίησης», Γιάννης Ψυχάρης (επιμ.), Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967), τόμ. Α’, Αθήνα 1993, σσ. 645-649. ↑
- Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως [στο εξής ΦΕΚ], Βασιλικό Διάταγμα «Περί τελέσεως μνημόσυνων διά τα θύματα των στρατευμάτων της κατοχής και των κομμουνιστών», Αριθ. 342/Α’, Αθήνα, 30 Δεκεμβρίου 1952 και Βασιλικό Διάταγμα «Περί τελέσεως μνημόσυνων διά τα θύματα των στρατευμάτων της κατοχής και των κομμουνιστών», Αριθ. 4/Α’, Αθήνα, 8 Ιανουαρίου 1954. Υπεύθυνες για τη διοργάνωση των τελετών τέθηκαν οι νομαρχίες. ↑
- Eric Hobsbawm, «Μαζική παραγωγή παραδόσεων: Ευρώπη, 1870-1914», E. Hobsbawm & T. Ranger (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2004, σσ. 263-268. ↑
- Alessandro Portelli, Τι καθιστά την προφορική ιστορία διαφορετική; Ομιλία, γραφή και ανάγνωση, μετάφρ. Βάσια Λέκκα, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2020, σ. 52. Connerton, ό.π., σσ. 34-36. ↑
- Connerton, ό.π., σ. 39. ↑
- Ελένη Πασχαλούδη, Ένας πόλεμος χωρίς τέλος. Η δεκαετία του 1940 στον πολιτικό λόγο 1950 – 1967, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Επίκεντρο, 2010, σσ. 210-218. ↑
- Ο εορτασμός της Νίκης στον Γράμμο αφορούσε τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου. Καθιερώθηκε αμέσως μετά το τέλος της εμφύλιας σύγκρουσης και αρχικά τόπος τέλεσης ορίστηκε μόνο η Καστοριά, βλ. ΦΕΚ, «Περί καθορισμού της 29ης Αυγούστου ως ημέρας επισήμου τελετής εν Καστοριά», Αριθ. 262/Α’, Αθήνα, 9 Νοεμβρίου 1950. ↑
- Ελένη-Αργυρώ Κούκη, «Πολιτικές για τον έλεγχο του εθνικού παρελθόντος από το καθεστώς της 21ης Απριλίου, Ιστορικές Επέτειοι και Μνημεία της Επταετίας», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2016, σ. 295. ↑
- Ενδεικτικά στην πόλη της Φλώρινας το 1966 διοργανώθηκαν 5 τελετές εντός του στρατιωτικού νεκροταφείου: για τη Μάχη της Φλώρινας, τη Μάχη της Μικρολίμνης, τη Νίκη του Γράμμου, την απελευθέρωση της Φλώρινας και το ετήσιο μνημόσυνο για τα θύματα των κομμουνιστών, βλ. Φωνή της Φλωρίνης, 19 Φεβρουαρίου, 14 Μαΐου, 3 Σεπτεμβρίου, 12 Νοεμβρίου, 10 Δεκεμβρίου 1966. ↑
- Γ’ Σώμα Στρατού, φάκ. 485/9/102101/ Σ.6717 και φάκ. 485/9/102101/ Σ.6717β. ↑
- Σπυρίδων Πλουμίδης, Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια. Ο «γεωργικός εθνικισμός» στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία (1927-1946), Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 197. Συραγώ Τσιάρα, «Τοπία της εθνικής μνήμης. Η δημόσια γλυπτική στη Μακεδονία», διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 176-178. ↑
- Β.Δ. 157/1969, «Περί καθορισμού εορτών», (ΦΕΚ, Αριθ. 46/Α’, Αθήνα, 11 Μαρτίου 1969). Ορίζονταν με πανομοιότυπο τρόπο τα μνημόσυνα για τα θύματα των κομμουνιστών, όπως είχαν ήδη καθιερωθεί από το 1954 καθώς και με ακρίβεια όλες οι τοπικές εορτές. ↑
- Connerton, ό.π., σ. 78. ↑
- Σύμφωνα με την Κούκη, οι τελετές του 1974 ακυρώθηκαν από τον Καραμανλή με μια ξερή ανακοίνωση, βλ. Ελένη Κούκη, «Ο επεισοδιακός εορτασμός της 25 Μάρτη του ’78: συμβολικές συγκρούσεις της πρώιμης Μεταπολίτευσης», Αρχειοτάξιο, 15 (Σεπτέμβριος 2013), 42-48. ↑
- Μακεδονία, 23 Νοεμβρίου 1974. ↑
- Κούκη, «Ο επεισοδιακός εορτασμός», 45. ↑
- Παναγιώτης Τσίρος, «Η κληρονομιά του Εμφυλίου : η τελετή και η μνήμη της 29ης Αυγούστου», ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία, Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών, ΠΜΣ: Δημόσια Ιστορία, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Πειραιάς, Ιούνιος 2019, σ. 33. ↑
- Είχε καθιερωθεί, κατά τη διάρκεια της Χούντας και συγκεκριμένα το 1969, ο Τριπλός Εορτασμός δηλαδή ο ταυτόχρονος εορτασμός την πρώτη Κυριακή μετά τις 29 Αυγούστου της εορτής της Νίκης του Γράμμου, της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων και της Ημέρας του Εφέδρου Πολεμιστού, βλ. Β.Δ. 157/1969, «Περί καθορισμού εορτών» (ΦΕΚ, Αριθ. 46/Α’ Αθήνα, 11 Μαρτίου 1969). ↑
- Ακρόπολις, 31 Αυγούστου 1975. ↑
- Ελεύθερος Κόσμος, 29 Αυγούστου 1975. ↑
- Κούκη, «Πολιτικές για τον έλεγχο». ↑
- ΠΔ 157/69-1975 το οποίο αντλήθηκε από την εφημερίδα Θάρρος, 28 Νοεμβρίου 1975. ↑
- Θάρρος, 14 Δεκεμβρίου 1975. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 19 Δεκεμβρίου 1975. ↑
- Το 1974 επανεκδόθηκαν οι εφημερίδες Αυγή και Ριζοσπάστης που ήταν δημοσιογραφικά όργανα του ΚΚΕ Εσωτερικού και του ΚΚΕ αντίστοιχα. ↑
- Ριζοσπάστης, 5 Δεκεμβρίου 1975, 30 Αυγούστου 1977, 29 Αυγούστου 1978. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 10 Δεκεμβρίου 1976, 9 Δεκεμβρίου 1977, 15 Δεκεμβρίου 1978. ↑
- Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Συνεντεύξεων Ελένης Πασχαλίδου: συνέντευξη με τον Ιωάννη Γκουντιό, απόγονο ενταφιασμένου στρατιώτη στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο Κοζάνης, Κοζάνη, 13 Ιουλίου 2022 και συνέντευξη με τον Δημήτρη Δρίζη, απόγονο ενταφιασμένου στρατιώτη στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο Κοζάνης, Κοζάνη, 7 Ιουλίου 2022. Εφ. Θάρρος, 15 Δεκεμβρίου 1978. ↑
- Μάγδα Φυτιλή, Μάνος Αυγερίδης, Ελένη Κούκη, Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης. Πρακτικές αναγνώρισης και αποκλεισμού 1944-2006, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2022, σ. 192. ↑
- Μάγδα Φυτιλή, «Μνήμη, Λήθη και Δημοκρατία: μια σύγκριση της ελληνικής με την ισπανική περίπτωση», διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2016, σ. 107. ↑
- ΦΕΚ, «Περί καταργήσεως των επετειακών εκδηλώσεων του Εμφυλίου Πολέμου για την εθνική συμφιλίωση και τη λήθη», Αριθ. 328/Α’, Αθήνα, 23 Νοεμβρίου 1981. ↑
- Απογευματινή, 30 Αυγούστου 1982. Ακρόπολη, 31 Αυγούστου 1982. Τα ίδια περίπου νούμερα δίνει και ο Αντωνίου στο Γιώργος Αντωνίου, «Οι γιορτές μίσους και οι πόλεμοι της δημόσιας μνήμης (1950-2000): από το τραύμα των ηττημένων στο τραύμα των νικητών», Ν. Δεμερτζής, Ε. Πασχαλούδη, Γ. Αντωνίου (επιμ.), Εμφύλιος, πολιτισμικό τραύμα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2013, σ. 165. ↑
- Απογευματινή, 29 Αυγούστου 1983. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 28 Αυγούστου 1981. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 12 Αυγούστου 1983. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 3 Σεπτεμβρίου 1982, 8 Σεπτεμβρίου 1985. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 29 Αυγούστου 1980. ↑
- ΦΕΚ, «Καθιέρωση της 15 Αυγούστου, ημέρας της επετείου της Κοίμησης της Θεοτόκου, ως επίσημης γιορτής των Ενόπλων Δυνάμεων», Αριθ. 94/Α’, Αθήνα, 13 Αυγούστου 1982. ↑
- Και πριν από τη Χούντα, η Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων εορταζόταν στις 15 Αυγούστου. Η ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είχε καθιερωθεί αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου ως ημερομηνία πανηγυρικών εορτασμών εξ αιτίας της κατάληψης του Βιτσίου από τον Εθνικό Στρατό, γεγονός που σηματοδοτούσε τον τερματισμό του εμφύλιου σπαραγμού, βλ. εφ. Ορεστιάς, 15 Αυγούστου 1952. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 17 Αυγούστου 1982. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 11 Φεβρουαρίου 1983. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 7 Σεπτεμβρίου 1984. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 11 Φεβρουαρίου 1982. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 27 Ιανουαρίου 1984. ↑
- Φωνή της Φλωρίνης, 15 Φεβρουαρίου 1985. ↑
- Αντωνίου, «Οι γιορτές μίσους και οι πόλεμοι της δημόσιας μνήμης», σ. 231. ↑
- Γιάννης Βούλγαρης, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα 1974-2009, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 176. ↑
- Την ίδια χρονική περίοδο στεφάνι κατέθεταν στα στρατιωτικά νεκροταφεία και μέλη των νομαρχιακών επιτροπών και της νεολαίας των κομμάτων ΕΠΕΝ και ΔΗΑΝΑ, βλ. εφ. Φωνή της Φλωρίνης, 20 Φεβρουαρίου 1987. ↑
- Μάγδα Φυτιλή, «Λωτοφάγοι και Ηρόστρατοι: μνήμες του ’40 στον πολιτικό λόγο των κομμάτων κατά τη δεκαετία του ’80», Μ. Αυγερίδης, Ε. Γαζή, Κ. Κορνέτης (επιμ), Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο 2015, σσ. 29-31. ↑
- ΦΕΚ, «Άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου 1944-1949, Αριθ. 204/Α’, Αθήνα, 18 Σεπτεμβρίου 1989 (Νόμος 1863). ↑
- Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ανεπιθύμητο παρελθόν. Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αι. και η καταστροφή τους, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2019, σ. 109. ↑
- Για τα επιχειρήματα των ιστορικών που τάσσονταν κατά της καύσης των φακέλων βλ. Σπύρος Ασδραχάς, Σύγχρονα αρχεία, φάκελοι και ιστορική έρευνα, ΕΜΝΕ-Μνήμων, Αθήνα 1991. Φίλιππος Ηλιού, Οι φάκελοι, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1989. ↑
- Φυτίλη, «Λωτοφάγοι και Ηρόστρατοι», σ. 33. ↑
- Αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου η τελετή στο Γράμμο διοργανωνόταν στην κορυφή ενός εκ των υψωμάτων του όρους και συγκεκριμένα κοντά στο χωριό Αετομηλίτσα, όπου ο στρατός είχε κατασκευάσει στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ένα μνημείο προς τιμήν των πεσόντων. Ωστόσο, λόγω της δύσκολης προσβασιμότητας στο σημείο αλλά και της σταδιακής παρακμής της τελετής προτιμήθηκε να οριστεί ως χώρος διοργάνωσης το χωριό Βούρμπιανη, στους πρόποδες του Γράμμου. Από το 2020, ο εορτασμός στον Γράμμο έχει γίνει διήμερος και τελετές πραγματοποιούνται και στα δύο μέρη, βλ. εφ. Πρωϊνός Λόγος, 1 Σεπτεμβρίου 2020. ↑
- Εφ. Εθνική Ηχώ, Αύγουστος 2018. ↑
- Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Συνεντεύξεων Ελένης Πασχαλίδου: συνέντευξη με τον Ηλία Τζωρτζόπουλο, πρόεδρο ΕΑΑΣ νομού Καστοριάς, Καστοριά, 11 Αυγούστου 2022. ↑
- «Επετειακή εκδήλωση – Μνημόσυνο σε Βίτσι και Γράμμο 2023», Έγγραφο ΕΑΑΣ 13 Ιουλίου 2023, στο https://www.eaas.gr [ημερομηνία ανάκτησης: 2 Φεβρουαρίου 2024]. ↑
- Αντωνίου, «Οι γιορτές μίσους και οι πόλεμοι της δημόσιας μνήμης», σσ. 223-233. ↑
- «Βίντεο από τον προπηλακισμό της Μ. Αντωνίου στο Βίτσι, (2 Σεπτεμβρίου 2013)», στο https://www.newsbeast.gr/politiki/arthro/577084/video-apo-ton-propilakismo-tis-marias-adoniou-sto-vitsi [ημερομηνία ανάκτησης: 2 Νοεμβρίου 2021]. ↑
- « Έγγραφο της Βουλής των Ελλήνων προς την Ένωση Απόστρατων Αξιωματικών Στρατού (26 Αυγούστου 2013)», στο https://www.capital.gr/me-apopsi/3587525/ti-aparadekto-sunebi-sto-bitsi[ημερομηνία ανάκτησης: 19 Νοεμβρίου 2022]. ↑
- Βόγλης, «Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν», σ. 440. ↑
- ΦΕΚ, «Τροποποίηση της 106/29.7.1982 Π.Υ.Σ», Αριθ. 260/Α’, Αθήνα, 20 Νοεμβρίου 1998 (Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 59). ↑
- Γ’ Σώμα Στρατού, φάκ. 485/9/102101/ Σ.6717. ↑
- Υπάρχουν και ορισμένες εξαιρέσεις, όπως η επέτειος της μάχης στη Φλώρινα που εορτάζεται την Κυριακή πριν τη 12η Φεβρουαρίου. Διοργανώνεται από το παράρτημα της ΕΑΑΣ νομού Φλώρινας αλλά σε αυτή δεν παρίστανται οι στρατιωτικές αρχές, βλ. Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Συνεντεύξεων Ελένης Πασχαλίδου: συνέντευξη με τον Ιωάννη Λαγό, μέλος του ΕΑΑΣ νομού Φλώρινας, Φλώρινα, 31 Αυγούστου 2022. ↑
- Πρόσκληση από Γ’ ΣΣ/ΔΕΠΣ προς Πρόεδρο Ε.Α.Α.Σ Ν. Κοζάνης Αντιστράτηγο ε.α. κ. Μιχάλη Καψάλη, 12 Φεβρουαρίου 2020. ↑
- «Επιμνημόσυνη δέηση (πρώτο Ψυχοσάββατο) 22/2/2020 στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο Κοζάνης», στοhttp://kozan.gr/archives/275461?fbclid=IwAR2_mf62cjY1-gAJhd1rfRT1hEKs5zcldYTP3ac-xy6m1RU_luWSsGynD-Q [ημερομηνία ανάκτησης: 9 Νοεμβρίου 2022]. ↑
- Το 2013 καταργήθηκε το Α’ Σώμα Στρατού που έδρευε στην Κοζάνη και δημιουργήθηκε η 9η Ταξιαρχία Πεζικού, στο https://geetha.mil.gr/wp-content/uploads/2019/10/3.-SK-900-21-H-ISTORIA-TOY-PEZIKOY.pdf [ημερομηνία ανάκτησης: 21 Δεκεμβρίου 2023]. ↑