Αρχαιοπολιτικός λόγος και «υπερβατική» ιστορία της τέχνης
Κωνσταντίνος Αργιανάς
Δημήτρης Πλάντζος, Αρχαιοπολιτική, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2023, σελ. 88
Τι κοινό μπορεί να έχουν μια φωτογραφία του πρώιμου εικοστού αιώνα, που απεικονίζει έλληνες οικονομικούς μετανάστες να παρελαύνουν στη Νέα Υόρκη φορώντας ψευδοαρχαιοελληνικές ενδυμασίες, το μεσοπολεμικό Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Αθήνα και ένα σύγχρονο βίντεο από την Ελληνική Εταιρεία Προγεννητικής Αγωγής; Σύμφωνα με τον καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέα του βιβλίου Αρχαιοπολιτική, Δημήτρη Πλάντζο, όλα τα παραπάνω μπορούν να ιδωθούν ως διαφορετικές εκδοχές ενός αρχαιοπολιτικού λόγου. Πιο συγκεκριμένα, αν και λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικά ιστορικά περιβάλλοντα, εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και έχουν διαφορετικές στοχεύσεις, όλα τα παραπάνω αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα χρήσεων της ελληνικής αρχαιότητας ως βιοπολιτικού εργαλείου κατά τον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα. Έχοντας δημοσιεύσει ένα αξιόλογο σώμα κειμένων με τα οποία διερευνά τις νεωτερικές προσλήψεις της κλασικής κληρονομίας και τις βιοπολιτικές χρήσεις της ελληνικής αρχαιότητας στη νεωτερικότητα και μετανεωτερικότητα, ο Πλάντζος έρχεται να προσθέσει ακόμη ένα σημαντικό δοκίμιο πολιτισμικής κριτικής στην αποσπασματική ελληνόγλωσση βιβλιογραφία για το υπό συζήτηση ζήτημα.[1]
Τι είναι όμως η αρχαιοπολιτική; Ο συγγραφέας δίνει έναν πρώτο ορισμό στον πρόλογο της μελέτης του:«Αρχαιοπολιτική είναι η χρήση ενός «αρχαιολογικού» τρόπου σκέψης και δράσης, με πρόσχημα μια εκ των προτέρων κατεστημένη αγάπη, εάν όχι λατρεία, για το κλασικό παρελθόν, έτσι ώστε να ελέγξει κανείς το παρόν. Ώστε να οργανώσει κανείς, βιοπολιτικά, άτομα, ομάδες και συσσωματώσεις σύμφωνα με ένα προαποφασισμένο, και κατά πάσα πιθανότητα αλλότριο ή ψευδεπίγραφο, στρατήγημα» (σ. 11). Στη συνέχεια, παραπέμποντας στο έργο του Μισέλ Φουκώ, θα συμπληρώσει τον ορισμό υποστηρίζοντας ότι «αν η βιοπολιτική είναι η πολιτική του βίου, αρχαιοπολιτική είναι η πειθάρχηση του βίου υπό το πρόσχημα μιας καθόλα φαντασιακής αρχαιότητας» (σ. 18). Με δυο λόγια, όπως εύγλωττα σημειώνει στις επόμενες σελίδες ο συγγραφέας, η αρχαιοπολιτική αποτελεί μια «ιστορικοποιημένη και αισθητικοποιημένη εκδοχή της βιοπολιτικής» (σ. 18).
Μια σημαντική παράμετρο που εντοπίζω στο βιβλίο είναι η εστίαση του συγγραφέα σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «σωματικότητα» και «επιτελεστικότητα» της αρχαιοπολιτικής. Ας ξεκινήσουμε από την πρώτη. Στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Αρχαιο-σώματα» (σσ. 27-38), ο Πλάντζος επικεντρώνεται στη γλυπτική, επιλέγοντας τρία παραδείγματα μνημείων στο δημόσιο χώρο: το Μνημείο Πεσόντων στην Καρδαμύλη, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στην Αθήνα και ένα σύγχρονο ψευδο-αρχαιοελληνικό γλυπτό στον κήπο του, επίσης, αθηναϊκού Πολεμικού Μουσείου. Πιο συγκεκριμένα, το Μνημείο Πεσόντων ανεγείρεται στην Καρδαμύλη της Μεσσηνίας κατά τον πρώιμο εικοστό αιώνα και, όπως διαπιστώνουμε από τα τοπωνύμια που αναγράφονται στην πρόσθια όψη του, αναφέρεται τόσο σε μάχες της νεωτερικότητας, όπως η Ελληνική Επανάσταση και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, όσο και σε εκείνες της αρχαιότητας, όπως η Μάχη των Θερμοπυλών, η Ναυμαχία του Μαραθώνα κ.ά. Με την ανέγερση του εν λόγω μνημείου, όπως ορθά υποστηρίζει ο Πλάντζος, κατασκευάζεται μια ελληνική διαχρονία, που εθνικοποιεί το παρελθόν και αποκαθαίρει φυλετικά το παρόν και το μέλλον (σ. 33).
Από την άλλη μεριά, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, που ανεγείρεται το 1932 στην πλατεία Συντάγματος, έχει συνδεθεί με μια σειρά από «ηρωικά» κατορθώματα του ελληνικού έθνους. Πρόκειται για ένα κρατικό μνημείο που, ενώ, και αυτό αναφέρεται σε μάχες της νεωτερικότητας, οι πεσόντες «σωματοποιούνται ως γυμνοί, αρχαίοι Έλληνες πολίτες – με μόνα τους εφόδια το αρχαιοελληνικό κράνος, ώστε να τονιστεί η σύνδεση με την κλασική αρχαιότητα, και την ασπίδα, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι δεν πρόκειται για ριψάσπιδες» (σσ. 36-37).
Η αρχαιοπολιτική όμως, σύμφωνα με τον Πλάντζο, είναι και επιτελεστική. Πρόκειται για μια επιτελεστικότητα, που ανιχνεύεται σε πλείστες εορταστικές εκδηλώσεις και αναβιωτικές δράσεις από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας, στο επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου, διαμέσου τέτοιων επιτελέσεων επιχειρείται να κατασκευαστεί ένα «αρχαιοπολιτικό ήθος» (σ. 40)· ένα ήθος το οποίο ο Πλάντζος ανιχνεύει, για παράδειγμα, στις παρελάσεις ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ κατά τον πρώιμο εικοστό αιώνα, οι οποίοι, με αφορμή την 4η Ιουλίου, παρελαύνουν μεταμφιεσμένοι σε αρχαίους θεούς φορώντας χλαμύδες και σανδάλια (σσ. 40-44). Όπως εύστοχα διαπιστώνει ο συγγραφέας, στο παραπάνω παράδειγμα η «ενσώματη αρχαιολογία» συνυφαίνεται με την «αρχαιολατρική επιτέλεση» (σ. 44). Στις επόμενες σελίδες του βιβλίου, ο Πλάντζος εντοπίζει και σχολιάζει με κριτικό τρόπο και σύγχρονα παραδείγματα επιτελεστικότητας του αρχαιοπολιτικού λόγου. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η πανηγυρική υποδοχή ενός παίκτη ριάλιτι επιβίωσης στα Φάρσαλα μπροστά από το άγαλμα του Αχιλλέα[2] (σσ. 86-87) · μια υποδοχή στην οποία, όπως εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας, η αρχαιοπολιτική επιτέλεση συνδέει την «τοξική αρρενωπότητα ενός σύγχρονου “ριάλιτι επιβίωσης” με το ομηρικό ήθος» (σ. 87).
Ένα ακόμη ενδιαφέρον πεδίο που εξετάζεται στο ανά χείρας βιβλίο αποτελεί η διαπλοκή της αρχαιοπολιτικής με την ευγονική. Στα επόμενα δύο κεφάλαια που τιτλοφορούνται «Το εθνικό (μας) DNA» (σσ. 46-58) και «Πάνω κάτω Έλληνες» (σσ. 58-74), ο συγγραφέας στέκεται κριτικά απέναντι σε σχετικές βιολογικές θεωρίες επισημαίνοντας τους κινδύνους που υποβόσκουν στην προβολή της «γενετικής αρχαιολογίας» για σκοπούς προώθησης ρατσιστικών ακροδεξιών ιδεολογιών. Ειδικότερα, στην, κάθε άλλο παρά άδολη, αντιπαραβολή έργων αρχαίας ελληνικής τέχνης με εικόνες σύγχρονων Ελλήνων, που εκκινεί από την περίοδο του μεσοπολέμου και παρατηρείται ως τις μέρες μας, ο συγγραφέας ορθά διαπιστώνει «μία τρόπον τινά μεταφυσική της ελληνικής διαχρονίας, όπου η ευγονική αντικαθίσταται από μια υπερβατική, όσο και αυθαίρετη, ιστορία της τέχνης» (σ. 70).
Επιπρόσθετα, ο συγγραφέας επισημαίνει τις ποικίλες χρήσεις της ελληνικής αρχαιότητας ως εργαλείου σωφρονισμού κατά τον εικοστό αιώνα (σ. 70), όπως στο παράδειγμα της Μακρονήσου τις δεκαετίες 1940 και 1950. Πράγματι, η ελληνική αρχαιότητα και οι υλικότητές της θα αποτελέσουν βασικό πυλώνα της βιοπολιτικής του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς. Όπως έχει καταδειχθεί,[3] κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου αλλά και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο στην Ελλάδα, η κυρίαρχη ιδεολογία της εθνικοφροσύνης επιστρατεύει το ιδεώδες της Αρχαίας Ελλάδας για να «αναμορφώσει» εθνικά τους αριστερούς πολιτικούς κρατούμενους και στρατιώτες στη Μακρόνησο, υποχρεώνοντας τους να κατασκευάζουν «Παρθενώνες» και άλλα ψευδοαρχαιοελληνικά τέχνεργα. Στο παράδειγμα της Μακρονήσου, η ελληνική αρχαιότητα και οι υλικότητές της, με προεξάρχον το παράδειγμα του Παρθενώνα, που αποτελεί ένα ειδικό συμβολικό και υλικό κεφάλαιο στο συλλογικό εθνικό φαντασιακό, υφαρπάζονται από την δεξιά ιδεολογία. Αλλά και οι παραστάσεις αρχαίων ελληνικών θεατρικών έργων από τους κρατούμενους του νησιού εγγράφονται στο πλαίσιο αυτού του αρχαιοπολιτικού λόγου της Εθνικοφροσύνης, διαμέσου του οποίου οι έλληνες κομμουνιστές (υποτίθεται ότι) θα απαγκιστρώνονταν από το «μιαρό» σλαβοκομμουνισμό και θα επανέρχονταν στο δρόμο του Ελληνισμού. Κατά τη γνώμη μου, στο παράδειγμα της Μακρονήσου αντικατοπτρίζεται εύγλωττα τόσο η σωματικότητα όσο και η επιτελεστικότητα της αρχαιοπολιτικής.
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Αρχαιοπολιτική αγωγή» (σσ. 75-82), ο Πλάντζος εξετάζει ένα πρόσφατο παράδειγμα παραγωγής κρατικού αρχαιοπολιτικού λόγου, με σεξιστικές, ευγονικές και ρατσιστικές συνδηλώσεις. Πρόκειται για το βίντεο της Ελληνικής Εταιρείας Προγεννητικής Αγωγής που, το 2022, είχε εγκριθεί από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, για να διανεμηθεί στα ελληνικά σχολεία. Πρόκειται για ένα βίντεο που προωθούσε την ψευδοεπιστημονική και ανορθολογική άποψη πως ο «θαυμασμός» της «αρμονίας» και του «κάλλους» των αρχαιοελληνικών αγαλμάτων, που το εν λόγω βίντεο προέτρεπε (εικ. 10, σ. 77), συνδέεται με σύγχρονες αναπαραγωγικές πρακτικές.[4]
Στο τελευταίο κεφάλαιο του δοκιμίου υπό τον τίτλο «Λευκοί και νέγροι δίνουνε τα χέρια» (σσ. 82-86), ο συγγραφέας, εξετάζοντας την ιστορία των Ελλήνων οικονομικών μεταναστών τις ΗΠΑ, διερευνά την έννοια της «λευκότητας», την εργαλειοποίησή της και, ειδικότερα, τις βιοπολιτικές, δηλαδή αρχαιοπολιτικές, χρήσεις της. Αφού επισημάνει ότι, τόσο κατά τον όψιμο 19ο όσο και κατά τον πρώιμο 20ό αιώνα, οι Έλληνες μετανάστες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν θεωρούνταν «λευκοί», θα διαπιστώσει πως «η αρχαιοπολιτική οικειοποίηση της προγονικής αυθεντίας της λευκής φυλής» συνδεόταν (και εξακολουθεί να συνδέεται) με τη «διεκδίκηση των προνομίων που αυτή προσδίδει» (σ. 84).
Όλα τα παραπάνω παραδείγματα ασφαλώς εγγράφονται στην ελληνική περίπτωση. Αυτήν, άλλωστε, εξετάζει ο Πλάντζος στο βιβλίο του. Κατά τη γνώμη μου, ωστόσο, το ανά χείρας δοκίμιο μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο για τον ερευνητή των κλασικών σπουδών πρόσληψης (Classical Reception Studies), για τον ιστορικό της ευρωπαϊκής τέχνης του εικοστού αιώνα αλλά του οπτικού πολιτισμού. Άλλωστε, όπως διαπιστώσαμε παραπάνω, ο συγγραφέας, διατρέχοντας μια περίοδο που εκκινεί από τον όψιμο δέκατο ένατο αιώνα και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, αντλεί τα παραδείγματά του από τις δεξαμενές της ιστορίας της νεότερης τέχνης και του σύγχρονου οπτικού πολιτισμού.
Κλείνοντας το αφήγημά του, ο Πλάντζος υποστηρίζει πως όλα τα παραδείγματα αρχαιοπολιτικού λόγου, που εξετάζει στο βιβλίο του, συμπυκνώνουν μια αρχαιολογία της λήθης (σσ. 86-87). Άλλωστε, σύμφωνα με τον συγγραφέα, το ζητούμενο εδώ δεν είναι «η διευκόλυνση της εθνικής μνήμης, αλλά η επιβολή διαχωρισμών ανάμεσα σ’ εκείνα τα οποία το έθνος οφείλει να θυμάται και σ’ εκείνα που καλό είναι να αγνοεί ή και να ξεχνά ολότελα» (σ. 87). Με άλλα λόγια, όπως εύστοχα παρατηρεί, «το έθνος λοιπόν καλείται να φανταστεί τον εαυτό του εν δόξει, αλλά παράλληλα με έναν τρόπο που να αποκλείει εκείνα τα σώματα που δεν μπορούν να προσποιηθούν ότι είναι απόγονοι του Αχιλλέα» (σ. 88).
Τα πρόσφατα γεγονότα με την επίσημη απαγόρευση της αναγραφής των ονομάτων των νεκρών του δυστυχήματος των Τεμπών μπροστά από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και το επιχείρημα κρατικού αξιωματούχου ότι το εν λόγω μνημείο «είναι το σπουδαιότερο σημείο μνήμης, ένας τόπος ιερός και αφορά τους πεσόντες κατά τη διάρκεια των αγώνων του έθνους» και πως σε αυτό πρέπει να αναφέρονται μόνο οι Έλληνες που «έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι την πατρίδα»,[5] αποκλείοντας τη μνημόνευση άλλων σωμάτων, επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση του συγγραφέα ότι, εντέλει, έχουμε να κάνουμε με μια χώρα αρχαιοπολιτικής δυστοπίας (σ. 88).
- Ενδεικτικά εδώ αναφέρεται το Δημήτρης Πλάντζος, Το πρόσφατο μέλλον. Η ελληνική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2016. ↑
- Το ορειχάλκινο άγαλμα του Αχιλλέα ανεγέρθηκε στην πλατεία του δημαρχείου της πόλης το 2013. Βλ. Ανώνυμος, «Τοποθετήθηκε στην πλατεία των Φαρσάλων το άγαλμα του Αχιλλέα!», Onlarissa, 1 Αυγούστου 2013, στο https://www.onlarissa.gr/2013/08/01/topothetithike-stin-platia-ton-farsalon-to-agalma-tou-achillea-foto/ [ημερομηνία ανάκτησης: 10 Απριλίου 2024]. ↑
- Γιάννης Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπιά του. Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, μετάφρ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2012, σσ. 233-270. Βλ. επίσης, Παναγιώτης Μαστραντώνης, «Μακρόνησος: το κλασικό παρελθόν ως τοπίο εξορίας και ως εργαλείο βασανισμού», Δημήτρης Πλάντζος (επιμ.), Τα μνημεία των άλλων. Ανεπιθύμητες κληρονομιές στις παρυφές της μνήμης και της λήθης, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2023, σσ. 53-71. ↑
- Εδώ, ο Πλάντζος θα υπογραμμίσει ότι τέτοιες θεωρίες με ευγονικό πρόσημο δεν αποτελούν ελληνική εξαίρεση, καθώς ανιχνεύονται σε διεθνείς μελέτες των προηγούμενων αιώνων, όπως για παράδειγμα, στην πραγματεία περί φυλών των Nott and Gliddon (1857), βλ. Δημήτρης Πλάντζος, Αρχαιοπολιτική, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2023, σσ. 78-79. ↑
- Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «Ποιοι “χωράνε” στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη;», Η Εφημερίδα των Συντακτών, efsyn.gr, 16 Μαρτίου 2024, στο https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/426273_poioi-horane-sto-mnimeio-toy-agnostoy-stratioti [ημερομηνία ανάκτησης: 20 Απριλίου 2024]. ↑