Χωρικές εγγραφές της συλλογικής μνήμης μετά τη Μεταπολίτευση:
μνήμες, σιωπές και φαντάσματα των βασανιστηρίων της Χούντας[1]

Ευαγγελία Γεωργιάδου

Πώς έχει εγγραφεί στη συλλογική μνήμη η περίοδος της Χούντας από τη Μεταπολίτευση[2] μέχρι και σήμερα; Τι παραμένει σε δημόσια θέα και τι αποσιωπάται; Γιατί υπάρχει αυτή η επιλεκτικότητα; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που βρίσκονται στον πυρήνα του παρόντος άρθρου. Στο επίκεντρο αυτής της σύντομης μελέτης θα υπάρξουν τα μεγάλα άντρα βασανιστηρίων κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Κτίρια σε κεντρικά σημεία στις δύο μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η σκοτεινή ιστορία των οποίων μέχρι και σήμερα παραμένει στην αφάνεια· χώροι που είτε έχουν εναρμονιστεί με το σύγχρονο αστικό περιβάλλον μετά από παρεμβάσεις, είτε έχουν παραμεληθεί και παραγκωνιστεί μέσα στο χάος των μεγαλουπόλεων.

Για τη μελέτη επιλέχθηκαν τέσσερα συγκεκριμένα κτίρια: η Γενική Ασφάλεια Αθηνών στην οδό Μπουμπουλίνας, η Ασφάλεια της Βαλαωρίτου, η Ασφάλεια του Βαρδάρη και το τμήμα Μεταγωγών της Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη. Ο λόγος που επιλέχθηκαν αυτά τα τέσσερα κτίρια είναι πολυσύνθετος. Πρώτον, μιλάμε για τέσσερα κτίρια που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις δύο πόλεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας· χώροι κράτησης και βασανιστηρίων στο κέντρο δύο μεγάλων πόλεων, σε πλήρη ορατότητα. Παρόλα αυτά, η ύπαρξη βασανιστηρίων άργησε να γίνει αποδεκτή από την ελληνική και την ξένη κοινότητα, ακόμα και αρκετά χρόνια μετά την πτώση της Χούντας. Δεύτερον, οι χώροι αυτοί σήμερα είναι κατ’ ουσίαν αόρατοι στο ανθρώπινο μάτι· έχουμε να κάνουμε πια με κτίρια πλήρως αφομοιωμένα στο αστικό τοπίο. Η ιστορία αυτών των κτιρίων περνάει στη λήθη, χωρίς να έχει γίνει η παραμικρή προσπάθεια ανάδειξης του σκοτεινού περάσματος της Χούντας. Αν δεν υπήρχαν οι μαρτυρίες των ανθρώπων που κρατήθηκαν και βασανίστηκαν σε αυτά τα κτίρια, τίποτα δεν θα πρόδιδε την ιστορία αυτών των κτιρίων κατά τη διάρκεια της επταετίας.

Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που πέρασαν από αυτά τα κτίρια αποτέλεσαν κίνητρο και το πρώτο στάδιο της μελέτης για την περάτωση του άρθρου. Ο Περικλής Κοροβέσης, η Κίττυ Αρσένη και ο Τάσος Δαρβέρης είναι μόνο ένα ελάχιστο δείγμα των ανθρώπων που κατέγραψαν τη μαρτυρία τους. Η Αλίντα Δημητρίου φωτίζει «Τα κορίτσια της βροχής», τις γυναίκες που βίωσαν την κράτηση, τα βασανιστήρια και τον εξευτελισμό από το στρατιωτικό καθεστώς, ενώ ο Νίκος Κούνδουρος μέσα από το ντοκιμαντέρ του «Τραγούδια της φωτιάς» δίνει φωνή στον Χρήστο Ρεκλείτη για μία ακόμα πολύ σημαντική μαρτυρία για τα βασανιστήρια. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε μία βιβλιογραφική έρευνα για την έννοια της μνήμης και τον τρόπο διαχείρισης των δύσκολων ή «σκοτεινών» μνημών επίμαχων ιστορικών γεγονότων. Το άρθρο δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την επιτόπια έρευνα και εξερεύνηση αυτών των χώρων, που είχε ως βασικό στόχο την αναζήτηση του παραμικρού στίγματος από την περίοδο της δικτατορίας.

Μια σύντομη συζήτηση περί μνήμης

Το δίπολο της διατήρησης μιας μνήμης και της απώθησης κάποιας άλλης -μέχρι εκείνη να περάσει στη λήθη- υπάρχει από πάντα και δημιουργείται μέσα από την επιλεκτικότητα της μνήμης· επιλέγουμε τι θα θυμόμαστε και επιλέγουμε τι θα ξεχάσουμε. Πολλές φορές, όμως, αυτά που επιλέγουμε να ξεχάσουμε μοιάζουν να υπερισχύουν εκείνων που επιλέγουμε να θυμόμαστε. Είναι η λήθη πιο δυνατή από τη διατήρηση της μνήμης; Μπορεί μια κοινωνία να θυμάται τα πάντα; Ή μήπως, τελικά, οι άνθρωποι είμαστε καταδικασμένοι να ξεχνάμε;

Η έννοια της συλλογικής μνήμης εισάγεται από τον Maurice Halbwachs. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα άτομα θυμούνται σε ομάδες και είναι ανίκανα να έχουν μνήμες έξω από τις κοινωνίες στις οποίες ανήκουν. Η συλλογική μνήμη βασίζεται, δηλαδή, σε μία ομάδα ανθρώπων, όπου οι αναμνήσεις των μελών στηρίζονται η μία στην άλλη[3] και δεν μπορούν να υπάρξουν αυτόνομες. Η βασική λειτουργία της συλλογικής μνήμης, είναι η συγκρότηση και η συνοχή της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας και η διατήρηση και μεταβίβαση των ιστορικών γεγονότων στις επόμενες γενιές. Η συλλογική μνήμη συγκροτείται μέσω της αφήγησης των γεγονότων, και με τον ίδιο τρόπο γίνεται και η μεταβίβασή της.[4]

Η επιλεκτικότητα και η διαλογή των μνημών, των γεγονότων και των ιστορικών συμβάντων παίζει καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της ταυτότητας κάθε φαντασιακής κοινότητας.[5],[6] Η επιλογή ορισμένων γεγονότων που θέλει να διατηρήσει στη μνήμη της η κάθε εθνική, κοινωνική ή/και πολιτισμική ομάδα, αλλά και η ανάγκη να ωθήσει στην αποσιώπηση και στη λήθη άλλα γεγονότα, αποτελεί την ουσία των πολιτικών της μνήμης. Η μνήμη δεν υπήρξε ποτέ αθώα και εργαλειοποιείται ώστε να εξυπηρετεί τις παροντικές ανάγκες και τα εκάστοτε προστάγματα των καιρών. Το τι πρέπει να θυμούνται και τι πρέπει να «αφήσουν» πίσω τους τα μέλη μιας ομάδας, δομούν τις συλλογικές μνήμες, οι οποίες όπως είναι λογικό υπόκεινται στα ηγεμονικά αφηγήματα. Η ανάγκη δημιουργίας και συγκρότησης των συλλογικών μνημών, μαζί με τις διάφορες μνημονικές πρακτικές που τις συντηρούν, βρίσκονται στον πυρήνα των πολιτικών μνήμης.[7] Οι πολιτικές της μνήμης εξυπηρετούν τις ανάγκες και τα αιτήματα του παρόντος, χρησιμοποιώντας μια προσεχτικά δομημένη αναπαράσταση και αφήγηση του παρελθόντος.

Προκειμένου να διατηρηθεί η εκάστοτε μνήμη στο παρόν, αλλά και να διασωθούν οι αφηγήσεις του παρελθόντος, οι κοινωνίες έχουν καταφύγει σε μία κοινωνική κατασκευή: αυτή των τόπων μνήμης (lieuxdemémoire). Με αυτόν τον όρο, ο PierreNora αναφέρεται επί της ουσίας στα κατάλοιπα μνήμης τα οποία διατηρήθηκαν και σώθηκαν με το πέρασμα των χρόνων.[8] Ως τόποι μνήμης μπορεί να οριστεί, στην κυριολεξία, το οτιδήποτε: ένα αρχείο, ένα μουσείο, ένα μνημείο, ένας εορτασμός, μία μαρτυρία. Μπορεί να είναι υλικοί, συμβολικοί ή/και λειτουργικοί. Οι τόποι μνήμης δεν είναι ουδέτεροι, ή αθώοι, αλλά δημιουργούνται μέσα από την αλληλεπίδραση των ιστορικών νοημάτων και των κοινωνικών σχέσεων της εκάστοτε κοινωνίας ή ομάδας.[9] Με τη δημιουργία των τόπων μνήμης, τα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας μπορούν να καταγράψουν, να διατηρήσουν και να φέρουν ξανά στην επιφάνεια τη μνήμη που μοιάζει να χάνεται.[10]

Προεκτάσεις της Χούντας στη Μεταπολίτευση

Το πεδίο μελέτης της περιόδου της επταετίας έχει να ασχοληθεί με διάφορα δύσκολα και συγκρουσιακά θέματα, τα οποία έχουν αποσιωπηθεί, ή δεν τους έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία. Τέτοιου είδους θέματα είναι η ανοχή της κοινωνίας, η συνενοχή τοπικών και ξένων παραγόντων, η διαχείριση του ζητήματος των βασανισμών και των πολιτικών δολοφονιών, η αντίσταση και οι παράνομες οργανώσεις.

Ως προς το ζήτημα της ανοχής και της συνενοχής, τα πράγματα είναι αρκετά ευαίσθητα. Στο παρακράτος που είχε στηθεί από τη δικτατορία των συνταγματαρχών και λειτουργούσε υπό τη βιτρίνα του «ενωτικού» συνθήματος «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», δεν συμμετείχαν μόνο οι στρατιωτικοί και οι μεγαλοπαράγοντες της Χούντας αλλά και απλοί άνθρωποι, οι οποίοι προσλαμβάνονταν από το καθεστώς ως «έκτακτοι» υπάλληλοι και λειτουργούσαν ως χαφιέδες των διαφόρων τμημάτων Ασφάλειας.[11] Η αναγνώριση της συμμετοχής και των απλών ανθρώπων στο δικτατορικό καθεστώς, όπως επίσης και της ανοχής που έδειξε η κοινωνία στην πλειοψηφία της (είτε εξαιτίας του φόβου είτε εξαιτίας βολέματος) αποτελεί ευαίσθητο και περίπλοκο θέμα.

Δύσκολα ζητήματα ως προς τη διαχείρισή τους είναι και οι περιπτώσεις βασανιστηρίων, φυλακίσεων και εξοριών. Τα γεγονότα αυτά εγγράφονται ως τραύματα στα άτομα που επέζησαν και συχνά μεταβιβάζονται ως τέτοια από γενιά σε γενιά. Σύμφωνα με την Françoise Davoine και τον Jean-Max Gaudillière,[12] το τραύμα ορίζεται ως «αυτό που δεν μπορούμε να πούμε» αλλά και «αυτό που δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε». Το τραύμα εγγράφεται ως τραυματική μνήμη στις κοινωνίες ή στις ομάδες που το βίωσαν. Η ανάκληση ενός τραύματος, είτε από το θύμα είτε από τον θύτη, συμβαίνει να είναι επώδυνη, γιατί η ίδια η ανάμνηση του τραύματος είναι οδυνηρή ή και ενοχλητική.[13] Καθώς, λοιπόν, τα υποκείμενα κατακλύζονται από τόσα αρνητικά συναισθήματα, η μνήμη του τραύματος συμπιέζεται στο ασυνείδητο του κάθε υποκειμένου,[14] ώστε να μην χρειαστεί το άτομο να μπει στη διαδικασία ανάκλησης και αντιμετώπισής του. Ωστόσο, η τραυματική μνήμη γίνεται διαχειρίσιμη μέσα από τις αφηγήσεις. Μέσω της αφήγησης, άρα και της καταγραφής της τραυματικής εμπειρίας, η κάθε επιζήσασα και ο κάθε επιζήσας καταφέρνει να ενσωματώσει το τραύμα[15] και είναι σε θέση να διαχειριστεί πλέον την ανάκληση της τραυματικής εμπειρίας.

Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι η δυσκολία του να μιλήσει κανείς για τα βασανιστήρια και τις συνθήκες που βίωσε κατά τη διάρκεια της κράτησης ή της ανάκρισής του είναι μεγάλη. Πρέπει να μπει στη διαδικασία να ξαναθυμηθεί και να ξαναζήσει εκείνες τις στιγμές, για να μπορέσει να μιλήσει για αυτές με ειλικρίνεια και ακρίβεια. Η ενστικτώδης αντίδραση μπροστά στην ανάκληση των τραυματικών μνημών είναι η απώθηση και η σιωπή. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Χρήστου Ρεκλείτη που υπέστη φρικτά βασανιστήρια στο στρατόπεδο στο Διόνυσο.[16] Η μαρτυρία του Ρεκλείτη αποδεικνύει πόσο δύσκολο είναι για κάποιον που έχει βασανιστεί, να βρει το θάρρος και τη δύναμη να μιλήσει για όσα πέρασε, ώστε να μπορέσει να γνωστοποιηθεί σε όλους η περίοδος της φρίκης πίσω από την καλοστημένη βιτρίνα που είχε κατασκευάσει η Χούντα.

Η άσκηση βασανιστηρίων άργησε πολύ να γίνει αποδεκτή από την ευρεία κοινή γνώμη, καθώς υπήρξε συστηματική συγκάλυψη από πλευράς του καθεστώτος, με τη βοήθεια βέβαια και των εξωτερικών παραγόντων -ή καλύτερα, με την ανοχή και τη σιωπή των ξένων χωρών. Ο ερευνητής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Laurent Marti, δεν βρήκε ποτέ την ταράτσα της Μπουμπουλίνας κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1968, μετά τις πρώτες καταγγελίες που είχαν γίνει για τα βασανιστήρια. Μάλιστα, αφού συνομίλησε με δύο αξιωματικούς στην Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας, κατέγραψε στην εξασέλιδη επιστολή του ότι δεν υπήρχε κακομεταχείριση ή βασανισμός κρατουμένων.[17] Η δημοσίευση του Marti με τίτλο “The Truth about Greece” υπήρξε δυνατό χτύπημα απέναντι στις καταγγελίες βασανισμών από το χουντικό καθεστώς. Την ίδια γραμμή πλεύσης ακολούθησε και ο Αμερικανός γερουσιαστής Πουσίσκυ, ο οποίος «συνομίλησε με εκατοντάδες κρατουμένων, κατέληξε εις το συμπέρασμα ότι αι καταγγελίαι περί βασανιστηρίων και απανθρωπιών ήσαν τελείως αναληθείς και καθαρά μυθεύματα».[18]

Δεν είναι όμως μόνο η τρομερή εμπειρία του να ξαναζήσει κανείς τα όσα βίωσε στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας ή στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ που αποτελεί εμπόδιο στο να διηγηθεί ή να γράψει κάποιος τη μαρτυρία του. Είναι και το αίσθημα ντροπής για τα όσα έζησε. Πέρα από τις γνωστές μεθόδους (φάλαγγα, ξυλοδαρμός, κάψιμο από τσιγάρα, ηλεκτροσόκ), υπήρχαν και τα σεξουαλικά βασανιστήρια σε γυναίκες και άντρες. Από τα βασανιστήρια στα γεννητικά όργανα και την απειλή του βιασμού στα ίδια τα άτομα που κρατούνταν[19] ή σε οικεία και συγγενικά τους πρόσωπα, μέχρι και την ίδια την πράξη του βιασμού, όπως συνέβη στην περίπτωση της «Ηλέκτρας Παπά».[20] Ο Αλέκος Παναγούλης σε συνέντευξη που παραχώρησε περιέγραψε με λεπτομέρειες τα σεξουαλικά βασανιστήρια που υπέστη ο ίδιος. Αναφορά σε αυτά κάνει και ο Περικλής Κοροβέσης στο βιβλίο-μαρτυρία του, Ανθρωποφύλακες.

Παρόμοια συγκάλυψη, ακόμα και μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, γίνεται και για την ανάμειξη των ΗΠΑ στο πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Η αρχική ανοχή μετατράπηκε αρκετά γρήγορα σε υποστήριξη και συμμετοχή των ΗΠΑ στο δικτατορικό καθεστώς, με άμεσο και έμμεσο τρόπο. Στελέχη της Χούντας και βασανιστές υπήρξαν ειδικά εκπαιδευμένοι από προγράμματα της CIA και του αμερικανικού στρατού,[21] ενώ μεγάλος αριθμός του εξοπλισμού του στρατού και της Χωροφυλακής, αυτοκίνητα τύπου τζιπ, μοτοσικλέτες, δακρυγόνα, σύνεργα βασανισμού έφεραν την επιγραφή “Made in USA”.[22] Η ανάμειξη των ΗΠΑ στο στρατιωτικό καθεστώς έπρεπε να αποσιωπηθεί και να διαγραφεί μετά την πτώση της δικτατορίας, καθώς η διαδικασία ένταξης της Ελλάδας στο δυτικό μέτωπο του ψυχροπολεμικού κλίματος κορυφωνόταν και η προσάρτηση της χώρας στο Νατοϊκό μέτωπο ήταν κυρίαρχο μέλημα των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων.

Τι απομένει, όμως, σήμερα από την περίοδο 1967-1974; Πώς αφηγούμαστε την περίοδο της δικτατορίας; Πώς αφηγείται ο χώρος αυτή την περίοδο; Πώς τα ίχνη μιας επταετίας κωδικοποιούνται σε σύμβολα και πώς τα ερμηνεύουμε εμείς σήμερα; Πώς διατηρούνται τα μεγάλα άντρα βασανιστηρίων και τι από όλα αυτά απομένει ακόμα σε κοινή θέα;

Η διατήρηση της μνήμης από την περίοδο της Χούντας

Η περίοδος της Χούντας μοιάζει εν μέρει αποτυπωμένη στην Αθήνα και ελάχιστα στη Θεσσαλονίκη. Οι τόποι μνήμης, οι αυτούσιοι τόποι εξορίας και βασανιστηρίων των φυλακισθέντων στέκονται αγέρωχα κουφάρια στη Λέρο, στη Γυάρο και στο Ιτζεδίν. Στην υπόλοιπη Ελλάδα φαίνεται σαν μην πέρασε ποτέ από εκεί το καθεστώς της δικτατορίας. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις (ως επί το πλείστον αποτελούνται από ηρώα για την εξέγερση του Πολυτεχνείου), δεν υπάρχουν χώροι μνήμης στις περισσότερες πόλεις. Όλες οι μνήμες και οι προσπάθειες διατήρησης αυτών συγκεντρώνονται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, με τη Θεσσαλονίκη να μένει πολύ πιο πίσω από την Αθήνα. Το τραύμα και η δύσκολη πολιτιστική κληρονομιά δεν έχουν αποτυπωθεί ακόμα στην πλήρη έκτασή τους. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;

Το ιστορικό παρελθόν και η μνήμη αυτού συντίθενται, διαμορφώνονται και τροποποιούνται ανάλογα με το τι επιλέγουμε να διατηρήσουμε και τι επιλέγουμε να διαγράψουμε. Ένα σκοτεινό, ντροπιαστικό και διχαστικό παρελθόν επιλέγεται να αποσιωπηθεί, καθώς κινδυνεύει να χαλάσει η εθνική ταυτότητα όπως έχει διαμορφωθεί από τις ένδοξες ιστορικές στιγμές. Η Ιστορία παράγεται από τη σύμπραξη της μνήμης και της λήθης και μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Η άρνηση της μνήμης, η αποσιώπηση, η διαγραφή και η λήθη είναι αναπόσπαστα κομμάτια των πολιτικών μνήμης και βασικές στρατηγικές διαχείρισης αυτής.[23] Οι εμφύλιοι πόλεμοι αποτελούν το πιο τρανταχτό παράδειγμα αποσιώπησης του παρελθόντος. Η βία των Ελλήνων κατά των Ελλήνων είναι ένα δύσκολο και θολό πεδίο μελέτης. Όταν δεν υπάρχει το εθνικό «άλλο» στην απέναντι πλευρά, τα κίνητρα είναι εσωτερικά. Τα ιδεολογικά και πολιτικά κίνητρα είναι αυτά που οδηγούν σε διχασμούς και συρράξεις, ενώ πολλές φορές η βία και οι ακρότητες ξεπερνούν τις βιαιότητες και το μένος του «άλλου». Η περίοδος της δικτατορίας των συνταγματαρχών –συνέχεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου για πολλούς μελετητές[24]– υπήρξε μία περίοδος πλήρους ανελευθερίας, καταπάτησης ανθρώπινων δικαιωμάτων, βασανιστηρίων, φυλακίσεων και εξοριών. Ένα τέτοιο παρελθόν είναι πιο εύκολο να αποσιωπηθεί παρά να έρθει σε κοινή θέα με τη μορφή μουσείων, εκθέσεων, μνημείων κ.λπ.

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι για πολλά χρόνια υπήρχε μία απροθυμία αλλά και μία άρνηση στην έρευνα, στη μελέτη και στην καταγραφή αυτών των τραυματικών ιστορικών γεγονότων. Δεν ήμασταν έτοιμοι να μιλήσουμε ή ακόμα και να ακούσουμε για τα σκοτεινά ελληνικά χρόνια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Σήμερα πλέον, η βιβλιογραφία για την περίοδο της Κατοχής, του Εμφυλίου και της Χούντας συνεχώς εμπλουτίζεται, χωρίς να εμμένει στην απλή ιστορική καταγραφή και περιγραφή. Από την απλή παράθεση της Ιστορίας, έχουμε περάσει σε μία πιο ερευνητική πρακτική, η οποία συμπεριλαμβάνει σχολιασμό, ερμηνεία αλλά και σύγκριση με αντίστοιχα ιστορικά τεκταινόμενα σε άλλες χώρες.[25]

Η περίοδος 1967-1974 έχει αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη της χώρας ως μία σκοτεινή περίοδος ενός ασθμαίνοντος καθεστώτος πλήρους ανελευθερίας. Η απαίτηση αλλαγής πολιτεύματος και ανατροπής του στρατιωτικού καθεστώτος έγινε εμφανής στο δημοψήφισμα του 1974. Η αρνητική θέαση της επταετίας φαίνεται ακόμα και στις εκδηλώσεις μνήμης κατά τη διάρκεια των επετείων που σχετίζονται με τη δικτατορία (21 Απριλίου, 17 Νοεμβρίου, 24 Ιουλίου). Οι πορείες μνήμης, με κορύφωση αυτή της 17ης Νοεμβρίου, είναι ένας φόρος τιμής στους αγωνιστές, στους νεκρούς και στην αντίσταση· όχι μόνο την αντίσταση που σημειώθηκε το Νοέμβριο του 1973 αλλά στον αγώνα όλων των ανθρώπων που προσπάθησαν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο να εναντιωθούν στο δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών.[26] Η ελληνική κοινωνία έχει προχωρήσει αρκετά και έχει προσπαθήσει να απαλλαχθεί από τις φασιστικές αντιλήψεις του παρελθόντος· η επιτυχία ή η αποτυχία αυτού του εγχειρήματος δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί στο παρόν άρθρο.

Οι ξεχασμένοι τόποι μνήμης των βασανιστηρίων

Κατά τη διάρκεια εσωτερικών συγκρούσεων, όταν δεν υπάρχει το εθνικό «άλλο», οι μνήμες τείνουν να απαλείφονται, να απωθούνται, εξαιτίας της ντροπής ή/και της ενοχής. Ένα σκοτεινό, ντροπιαστικό και διχαστικό παρελθόν επιλέγεται να αποσιωπηθεί, καθώς κινδυνεύει να χαλάσει η εθνική ταυτότητα, όπως έχει διαμορφωθεί από τις ένδοξες ιστορικές στιγμές. Μοιάζει να είναι πιο σημαντικό να μιλάμε για τις νίκες, παρά για τις ήττες μας· είναι πιο εύκολο να μιλάμε για τα εθνικά μας κατορθώματα, παρά για τις βιαιότητες και τα βασανιστήρια που συντελέστηκαν.

Οι τόποι βασανισμών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είναι ξεχασμένοι, εγκαταλελειμμένοι. Και με αυτούς ακριβώς τους τόπους θα καταπιαστούμε, ανασύροντάς τους και πάλι στην επιφάνεια. Παρακάτω, θα εξετάσουμε τέσσερις περιπτώσεις τόπων μνήμης βασανιστηρίων, που, αν και παραμένουν στο δημόσιο χώρο, είναι αόρατοι στο ανθρώπινο μάτι.

Η Γενική Ασφάλεια Αθηνών στη Μπουμπουλίνας

Πολύ κοντά στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, ανηφορίζοντας την οδό Μπουμπουλίνας και φτάνοντας στον αριθμό 18 με Τοσίτσα γωνία, βρισκόταν ένα από τα πιο διαβόητα κτίρια της περιόδου της Χούντας: η Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Λίγο πιο πέρα βρίσκεται το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ την περίοδο της δικτατορίας στην περιοχή βρισκόταν κι ένα μαιευτήριο.

Το κτίριο αποτελούνταν από τέσσερις ορόφους, ενώ στην στέγη του βρισκόταν ίσως η πιο φημισμένη ταράτσα εκείνης της περιόδου. Στο κτίριο στεγάζονταν τα γραφεία των αστυνομικών και των ανακριτών, τα κελιά της κράτησης και τα κελιά της απομόνωσης. Αψίδες επιστέγαζαν τα παράθυρα του πρώτου ορόφου, ενώ στον τέταρτο όροφο υπήρχαν 20 κρατητήρια.[27] Κελιά υπήρχαν και στο ισόγειο, ενώ στο υπόγειο ήταν η απομόνωση.[28] Από τον τέταρτο όροφο, υπήρχε μία σκάλα που έφερε την ταμπέλα «Απαγορεύεται η είσοδος εις πάντας».[29] Η σκάλα οδηγούσε στην ταράτσα και στο χώρο όπου συνέβαιναν τα πιο ακραία βασανιστήρια, σωματικά και ψυχολογικά. Μία μηχανή έμπαινε σε λειτουργία ώστε να καλύπτει τις φωνές των βασανισθέντων. Σε περίπτωση που τα ουρλιαχτά ξεπερνούσαν τον θόρυβο της μηχανής, οι περίοικοι λέγανε μεταξύ τους ότι κάποια γυναίκα από το μαιευτήριο θα είχε δύσκολη γέννα.[30] Το 1971 η Γενική Ασφάλεια μεταφέρεται στην Μεσογείων 14-18 και τα επίσημα εγκαίνια γίνονται στις 15 Ιουλίου του 1971.[31]

Το κτίριο της Γενικής Ασφάλειας υπήρχε μέχρι το 1973. Το 1974, παραχωρεί τη θέση του σε μία εξαώροφη πολυκατοικία. Δεν έχει μείνει κανένα σημάδι από την πρώην Ασφάλεια. Η Χούντα προσπάθησε να εξαλείψει κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο από πάνω της, καθώς ήδη από το 1969 είχαν αρχίσει να καταθέτουν οι πρώτες/οι κρατούμενες/οι για τα βασανιστήριά τους στο Συμβούλιο της Ευρώπης.[32] Δεν γνωρίζουμε αν γκρεμίστηκε όλο το κτίριο, ή αν κρατήθηκε μόνο ο σκελετός και προχώρησαν σε μία ολική αναδιαμόρφωση της πρόσοψης και του εσωτερικού. Με βάση παλιές φωτογραφίες του κτιρίου, όταν ήταν ακόμα Γενική Ασφάλεια, και την επιτόπια έρευνα στη σημερινή πολυκατοικία, ίσως ισχύει το δεύτερο σενάριο, καθώς οι μορφολογικές διαφορές στην πρόσοψη είναι μηδαμινές.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η επιγραφή που βρίσκεται στην είσοδο της πολυκατοικίας, στην εξωτερική της πλευρά. Είναι σύνηθες στην περιοχή αυτή, οι πολυκατοικίες να φέρουν μία επιγραφή που αναγράφει τις/τους αρχιτέκτονες, ή την κατασκευαστική εταιρεία, και το έτος ανέγερσης του κτιρίου. Στη συγκεκριμένη πολυκατοικία, η τοποθέτηση της επιγραφής φαντάζει προκλητική. Πέρα από τους αρχιτέκτονες και την τεχνική εταιρεία, αναγράφεται και το έτος 1974, γεγονός που δικαιολογείται από την ανέγερση του νέου κτιρίου. Δεν υπάρχει όμως κανένα στοιχείο και καμία πληροφορία για το τι υπήρχε εκεί πριν από το 1974. Αντίθετα, στην πολυκατοικία στην οδό Στουρνάρη 49, πολύ κοντά στη Μπουμπουλίνας 18, υπάρχει μια μαρμάρινη πλάκα, που στέκει περήφανα κεντρικά της εξωτερικής πόρτας και δίνει την πληροφορία ότι εκεί διέμενε η Σοφία Βέμπο. Η διατήρηση της μνήμης γίνεται επιλεκτικά. Είναι πιο εύκολο να μιλήσουμε για την τραγουδίστρια της αντίστασης και της νίκης, παρά να αντιμετωπίσουμε ένα δύσκολο παρελθόν που είναι γεμάτο από βασανιστήρια. Το απόλυτο της επιγραφής στη Μπουμπουλίνας 18 και η χρονολογία του 1974 μοιάζει να μην μας αφήνει κανένα περιθώριο να αναλογιστούμε την ιστορία της περιοχής αυτής πριν από την αναγραφόμενη χρονολογία.

C:\Users\user\Desktop\κηφ.jpg

Εικ. 1: Η επιγραφή στην είσοδο της σημερινής πολυκατοικίας στη Μπουμπουλίνας 18.

Η Γενική Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας 18 αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί ένα ένοχο μυστικό, το οποίο κρύφτηκε πίσω από τη σημερινή πολυκατοικία. Ένα μυστικό όχι μόνο της Χούντας αλλά και της συγκεκριμένης γειτονιάς. Ο Περικλής Κοροβέσης αναφέρει ότι δεν υπήρξε καμία μαρτυρία και καμία κατάθεση από τους ανθρώπους της γειτονιάς σχετικά με όσα συνέβαιναν στην Ασφάλεια και στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας.[33] Το ζοφερό τετραώροφο κτίριο της Ασφάλειας έδωσε την θέση του σε μία εξαώροφη πολυκατοικία ώστε να μπορέσει να εξαλειφθεί από την περιοχή το στίγμα των βασανιστηρίων αλλά και της σιωπηλής συνενοχής.[34]

Η εξάλειψη από τη μνήμη θα είχε πετύχει, αν δεν υπήρχαν οι μαρτυρίες όσων βασανίστηκαν σε αυτό τον χώρο. Ο Περικλής Κοροβέσης, η Κίττυ Αρσένη, ο Κωστής Γιούργος είναι μόνο μία μερίδα εκείνων που έχουν γράψει για τα όσα έζησαν μέσα στη Γενική Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας, τόσο ως καταγγελία αλλά και ως διατήρηση της μνήμης αυτού του χώρου βασανιστηρίων. Αντίστοιχα, ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει το τραγούδι «Το σφαγείο», που περιέχει και τους εξής στίχους: «Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα/ μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ». Η πολιτισμική μνήμη, μέσω της λογοτεχνίας και των τραγουδιών, είναι αυτή που διατηρεί αυτά τα γεγονότα ζωντανά.

Η Ασφάλεια του Βαρδάρη στη Θεσσαλονίκη

Η πιο γνωστή Ασφάλεια στην πόλη της Θεσσαλονίκης δεσπόζει στην περιοχή του Βαρδάρη. Ο Σπύρος Κουζινόπουλος στο βιβλίο του, αναφέρεται σε αυτήν ως η Ασφάλεια του Βαρδάρη ή της Πλατείας Δημοκρατίας.[35] Πέρα λοιπόν από την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ)[36] του Γ’ Σώματος Στρατού και τα κατά τόπους Αστυνομικά Τμήματα, υπήρχε ένας ακόμη –κεντρικός– τόπος που λάμβαναν χώρα τα βασανιστήρια της Χούντας.

Ακολουθώντας το μοντέρνο κίνημα που επικρατεί σταδιακά στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του 1930, κτίζεται το 1933 στη συμβολή των οδών Πλατείας Δημοκρατίας και Μοσκώφ, η ιταλική οικοκυρική σχολή Alessandro Manzoni. Αν και με το συγκεκριμένο κτίριο έχει συνδεθεί το όνομα του Ελί Μοδιάνο, καθώς βρίσκεται το δικό του όνομα στην οικονομική άδεια κατασκευής, κατά πάσα πιθανότητα ο Μοδιάνο απλά επέβλεπε το έργο της κατασκευής και τίποτα άλλο.[37] Το ίδιο το κτίριο αποτελεί δείγμα της ρασιοναλιστικής αρχιτεκτονικής, η οποία αποτελεί την ιταλική εκδοχή του εκλεκτικισμού. Λειτουργεί ως ιταλική σχολή μέχρι και το 1940-1941. Αμέσως μετά θα πρέπει να μετατρέπεται στο κτίριο της Ασφάλειας και κρατητήριο μέχρι και την πτώση της Χούντας, γεγονός που δεν μπορεί να οριστεί με χρονολογική ακρίβεια στη βιβλιογραφία. Στο ισόγειο υπήρχαν κατά καιρούς διάφορα καταστήματα ή καφενεία, ενώ μέχρι το 1990 στο χώρο στεγαζόταν υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος.

Το σημερινό κτίριο είναι μία σκιά του εαυτού του. Το μόνο που απομένει από το κτίριο είναι οι δύο προσόψεις των οδών Πλατείας Δημοκρατίας και Μοσκώφ. Με βάση το ΦΕΚ 502/Β/24-04-2002, οι δύο αυτές προσόψεις έχουν χαρακτηριστεί ως «ιστορικά διατηρητέα μνημεία που χρειάζονται ειδική κρατική προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 1469/1950, […] διότι αποτελούν αξιόλογα και χαρακτηριστικά δείγματα αρχιτεκτονικής του Μοντέρνου Κινήματος και είναι σημαντικά για τη μελέτη της ιστορίας της αρχιτεκτονικής των κτιρίων του μεσοπολέμου στη Θεσσαλονίκη». Στο ίδιο ΦΕΚ υπάρχει η διευκρίνιση ότι «η μελέτη ανέγερσης νέας οικοδομής πρέπει να εγκριθεί από την 4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων», ενώ σύμφωνα με το Parallaxi Magazine, υπάρχει η πρόταση το κτίριο αυτό να μετατραπεί σε πολυώροφο parking.[38]

Αυτό που έχει μείνει από την Ασφάλεια του Βαρδάρη, με τις πολυήμερες κρατήσεις και τους βασανισμούς, είναι μόνο το κέλυφος. Πέρα από μερικές συγκεκριμένες αναφορές στα βιβλία του Χρίστου Ζαφείρη και του Σπύρου Κουζινόπουλου αλλά και στις προφορικές μαρτυρίες των αντιστασιακών που κρατήθηκαν και βασανίστηκαν σε αυτούς τους χώρους, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Πουθενά στο κτίριο ή στον περιβάλλοντα χώρο δεν υπάρχει κάτι που να μαρτυρά το παρελθόν αυτού του κτιρίου ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό. Το μόνο που σώζεται από το τότε κτίριο της Ασφάλειας του Βαρδάρη είναι οι προσόψεις του κτίσματος επί των οδών Μοσκώφ και Πλατείας Δημοκρατίας. Το εσωτερικό του κτιρίου δεν υπάρχει πια. Η όψη του κτιρίου είναι σχεδόν τρομακτική. Τόσο η πρόσοψή του, με τα σπασμένα παράθυρα και τους κατεστραμμένους τοίχους, όσο και η πλευρά της οδού Δαναΐδων, απ’ όπου μπορεί κανείς να δει ότι δεν υπάρχει πια το υπόλοιπο κτίριο. Είναι κενό, ένας σκελετός ο οποίος δεσπόζει στον χώρο, χωρίς καμία ανάμνηση της Ασφάλειας του Βαρδάρη.

C:\Users\user\Desktop\εργασιουλιτσα\PHOTO\ασφάλεια βαρδάρη\IMG_20221116_144724.jpg

Εικ. 2: Η άποψη του κτιρίου της Ασφάλειας από την οδό Δαναΐδων. Αυτό που μένει σήμερα είναι μόνο του κουφάρι του κτιρίου.

H Ασφάλεια της Βαλαωρίτου στη Θεσσαλονίκη

Συνεχίζοντας στο ίδιο μοτίβο, βρίσκουμε στη βιβλιογραφία για την περίοδο της Χούντας στη Θεσσαλονίκη αναφορές για την Ασφάλεια της Βαλαωρίτου. Και πάλι ο Κουζινόπουλος, ανάμεσα στο Γεντί Κουλέ, στις στρατιωτικές φυλακές Διαβατών και στην ασφάλεια του Βαρδάρη, αναφέρει και μία ασφάλεια στην περιοχή της Βαλαωρίτου.[39] Ο ίδιος μάλιστα έχει αναφέρει σε συνέντευξή του, χωρίς όμως να επεκταθεί περισσότερο, ότι κατά την σύλληψή του έμεινε έγκλειστος στα υπόγεια κελιά της συγκεκριμένης Ασφάλειας. Η Βαλαωρίτου θα πρέπει να λειτουργούσε σαν παράρτημα της Ασφάλειας του Βαρδάρη και στα υπόγεια κελιά της να γίνονταν ανακρίσεις και βασανιστήρια.

Η αναζήτηση του κτιρίου της Βαλαωρίτου ήταν πιο δύσκολη από αυτή του κτιρίου του Βαρδάρη, καθώς η Ασφάλεια της Βαλαωρίτου είναι σήμερα ένα λειτουργικό κτίριο, σε αντίθεση με το ερείπιο στο Βαρδάρη. Το κτίριο έχει αφομοιωθεί στον αστικό ιστό και, κατά πάσα πιθανότητα, φιλοξενεί διάφορα γραφεία, ενώ στο ισόγειο στεγάζονται διάφορα καταστήματα. Πολύτιμη βοήθεια αποτέλεσαν και μερικά άρθρα για την πορεία μνήμης από το Βαρδάρη ως τη Βαλαωρίτου που έγινε με ξεναγούς διάφορους πολιτικούς κρατουμένους της Χούντας, ανάμεσά τους ο πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης.[40]

C:\Users\user\Desktop\βαλαωρίτου\IMG_20221122_121753.jpg

Εικ. 3: Η σημερινή πρόσοψη της ασφάλειας της Βαλαωρίτου, επί της οδού Βαλαωρίτου.

Ούτε στο συγκεκριμένο κτίριο, ούτε στη γύρω περιοχή, υπάρχει κάποια πινακίδα, κάποια αναμνηστική πλάκα ή κάποιο κείμενο που να ενημερώνει για την ιστορία και τη λειτουργία αυτού του κτιρίου.

Το Τμήμα Μεταγωγών της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης

Στη γωνία των οδών Φιλίππου και Χριστοπούλου δεσπόζει ένα από τα τελευταία σωζόμενα κτίρια από τα τέλη του 19ου αιώνα. Με βάση το ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/04-11-2016, το κτίριο ορίζεται ως διατηρητέο φέροντας την εξής περιγραφή: «Αξιόλογο κτήριο με παραδοσιακά τυπολογικά χαρακτηριστικά (πλατυμέτωπο ισόγειο κτήριο με κατοικίες στη σειρά) και εκλεκτικιστικές διακοσμητικές επιρροές (ψευδοπεσσοί, διακοσμητικά πλαίσια παραθύρων, περίτεχνα κιγκλιδώματα και φουρούσια). Το κτήριο είναι από τα λιγοστά του τέλους του 19ου αιώνα που διατηρούνται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Όπως αναφέρεται σε βιβλιογραφία, «στην αρχική του μορφή απαρτιζόταν από τέσσερις όμοιες διαδοχικές κατοικίες της οικογένειας Πετρώφ που οικοδομήθηκαν μεταξύ του 1896 και του 1906. Χρησιμοποιήθηκε ως Τμήμα Μεταγωγών της Χωροφυλακής (1935-1971) στις περιόδους της Κατοχής και της Δικτατορίας, γεγονός που βαραίνει την πέμπουσα ιστορική του μνήμη» (Βασιλειάδης, 2009). Πρόκειται για τμήμα του αρχικού συγκροτήματος καθώς στη δεκαετία του 1950 κατεδαφίστηκε η τέταρτη κατοικία για την ανοικοδόμηση πολυώροφου κτηρίου κατοικιών. Το κτήριο δεν είναι συντηρημένο και η εντατική χρήση του, το έχει επιβαρύνει λειτουργικά και μορφολογικά». Ήδη από την παραπάνω περιγραφή έχουμε μερικές πολύ σημαντικές αναφορές: το είδος χρήσης του κτιρίου την περίοδο της Χούντας και την εμπλοκή της ιστορικής μνήμης.

Η βουλγαρικής καταγωγής οικογένεια Πετρώφ αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη το 1913 εξαιτίας των Βαλκανικών Πολέμων και τον Απρίλιο του 1917 το ελληνικό δημόσιο καταλαμβάνει το ακίνητο ως εχθρική περιουσία.[41] Το 1935, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, παραχωρείται στη Χωροφυλακή η οποία στεγάζει εκεί το τμήμα Μεταγωγών ως το 1971. Για να μπορέσει να στεγαστεί το τμήμα Μεταγωγών έγιναν διάφορες επεμβάσεις, προσαρμογές και αλλαγές στο αρχικό κτίριο. Χρονολογία ορόσημο για την ιστορία του κτιρίου αποτελεί η 18η Αυγούστου του 1969. Με βάση ΦΕΚ,[42] το ελληνικό δημόσιο προχωράει σε ανταλλαγή αστικών ακινήτων με την ελληνική εκκλησία και το κτίριο επί των οδών Φιλίππου και Χριστοπούλου περνάει στην κυριότητα της εκκλησίας.

Η ταυτότητα του κτιρίου είναι στενά συνδεδεμένη με τις περιόδους της Κατοχής, του Εμφυλίου και της δικτατορίας. Ήταν ο τόπος που οδηγούνταν οι αντιστασιακοί με το που συλλαμβάνονταν. Η είσοδός τους γινόταν από την οδό Χριστοπούλου. Οι κρατούμενοι είχαν δώσει διάφορα ονόματα στους θαλάμους κράτησής τους, όπως «Μπρούκλιν», «Πρεσβεία» και «Προξενείο».[43] Όπως μπορεί να μαντέψει κανείς, στο Μεταγωγών δεν αρκούνταν μόνο στην κράτηση, αλλά και στις ανακρίσεις και στους βασανισμούς των κρατουμένων και στις τρεις σκοτεινές περιόδους. Οι συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στους θαλάμους ήταν άθλιες. «Μέσα στο μπουντρούμι όλη μέρα, εκτός από μία ώρα το πρωί και μία ώρα το απόγευμα που έβγαιναν στο προαύλιο της Διοίκησης Μεταγωγών, όπου έβλεπαν τον ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια τους και το κεφάλι του Ρούσου στο παράθυρο ενός κελλιού. […] Και ύστερα, βουρ στο μπουντρούμι. Ξάπλα ο ένας δίπλα στον άλλον. Κι αν έκανες πως απλώνεις το χέρι σου, έπιανες όχι τον επόμενο, αλλά τον μεθεπόμενο. Το επισκεπτήριο και το μπάνιο(!) απαγορεύονταν για «λόγους ασφαλείας»· έτσι έλεγαν οι διαταγές και ο διοικητής του Μεταγωγών τις τηρούσε σαν Ευαγγέλιο».[44]

Σήμερα, το κτίριο αποτελεί ιδιωτικό χώρο και ουσιαστικά είναι μία μάντρα οικοδομικών υλικών, με την ιστορία του να εμφανίζει αρκετές ασυνέχειες μέσα στη βιβλιογραφία. Πέρα από την ιστορία των ανθρώπων που πέρασαν μέσα από αυτό το κτίριο, κρατήθηκαν και βασανίστηκαν στα μπουντρούμια του, υπάρχει και η ιστορία του ίδιου του κτιρίου. Τα γεγονότα και οι ημερομηνίες είναι συγκεχυμένες, οι ιστορικές πηγές ελάχιστες και η σημερινή εικόνα του κτιρίου αποκαρδιωτική. Κι εδώ συναντάμε το γνωστό πλέον μοτίβο: καμία ταμπέλα, καμία πλάκα, καμία αναφορά στην ιστορία του κτιρίου· μόνο τεράστιες διαφημιστικές πινακίδες ιδιωτικών εταιρειών. Η συλλογική μνήμη των ανθρώπων που πέρασαν από το τμήμα Μεταγωγών εξωθείται με τον πιο σκληρό τρόπο, οι μνήμες της βίας της Χωροφυλακής διαγράφονται πολύ βολικά και το κτίριο μένει λευκός πίνακας χωρίς παρελθόν, χωρίς ιστορία, έχοντας μόνο ένα πολύ θλιβερό παρόν.

«Στο Μεταγωγών τον έβαλαν στο κελλί που είχαν για τις γυναίκες, το πιο καθαρό και το πιο απομονωμένο. Στους τοίχους είχε γραψίματα από πολιτικούς κρατούμενους: «Νίκος Μ. Πάω για τη Λέρο, 16 Σεπτέμβρη 1967». «14 χρόνια φυλακή, καλή λευτεριά σε όλους. Αφρούλα Σ.». Ένιωσε ανατριχίλα. Την Αφρούλα την ήξερε. Ήξερε ακόμα πως είχε βασανιστεί φρικτά. Κι’ αν έκρινε από τη γραφή, το ηθικό της ήταν εντάξει».[45] Κατά πάσα πιθανότητα, όλα αυτά, όλα τα σημάδια των ανθρώπων που πέρασαν από κει και άφησαν κάτι σε αυτούς τους τοίχους για να τους θυμούνται, σήμερα έχουν χαθεί· μαζί και η ευκαιρία να μετατραπεί το τμήμα Μεταγωγών σε έναν Χώρο Ιστορικής Μνήμης, αντίστοιχο με τα κρατητήρια της Γκεστάπο στην Κοραή 4, στην Αθήνα, ένα κτίριο στο οποίο οι τοίχοι φωνάζουν ακόμα.

C:\Users\user\Desktop\μεταγωγών_φωτο\IMG_20230126_135109.jpg

Εικ. 4: Η σημερινή άποψη του κτιρίου από την οδό της Φιλίππου.

Μερικές καταληκτικές σκέψεις

Η πλειονότητα των κτιρίων που συνδέθηκαν με τις πιο σκοτεινές σελίδες της Χούντας βρίσκονται στην αφάνεια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και σημαντικές εξαιρέσεις. Με πρωτοβουλία του ΣΦΕΑ[46] έχουν δημιουργηθεί το Μουσείο ΕΑΤ-ΕΣΑ στην Αθήνα και ο Χώρος Μνήμης Αντιδικτατορικής Αντίστασης[47] στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, με την έκθεση «Διότι δεν συνεμορφώθην…». Ο χώρος του Μουσείου ΕΑΤ-ΕΣΑ υπήρξε το Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, τόπος βασανισμών εκατοντάδων πολιτών κατά την περίοδο της Χούντας. Το Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης ήταν η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών, επί της ουσίας ένας τόπος ανακρίσεων και βασανιστηρίων, αντίστοιχο με την ΕΣΑ στην Αθήνα. Ένα ακόμα αξιοσημείωτο παράδειγμα μιας μνήμης που αντιστέκεται, είναι η περίπτωση του Επταπυργίου. Αν και οι φυλακές του Γεντί Κουλέ έχουν αποτελέσει ένα πολυσύνθετο πεδίο συζητήσεων ή ακόμα και διαμαχών,[48] η Ομάδα Προφορικής Ιστορίας (ΟΠΙ) Επταπυργίου έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια μια συστηματική συλλογή και καταγραφή μαρτυρίων ανθρώπων που φυλακίστηκαν στο Γεντί Κουλέ ή σχετίζονται κάπως με αυτό, με τις περισσότερες να αφορούν την περίοδο της δικτατορίας.[49] Στόχος της ΟΠΙ Επταπυργίου είναι η σύνδεση των μαρτυριών με το χώρο του Επταπυργίου και η αποτροπή έξωσης των μνημών των περιόδων του Εμφυλίου και της Χούντας από τον τόπο αυτόν.

Αδιαμφισβήτητα, ο βασικότερος φορέας συλλογικής μνήμης από την περίοδο της Χούντας είναι ο ΣΦΕΑ. Μέσα από τις συνεχείς δράσεις του, τις πορείες μνήμης, την ανέγερση μνημείων και τη δημιουργία μουσείων και εκθέσεων, διαφαίνεται η ανάγκη αυτών των ανθρώπων να ειπωθούν και να έρθουν στο φως τα άγνωστα και παραμελημένα κομμάτια της εθνικής ιστορίας. Ο ΣΦΕΑ προσπαθεί να φέρει και να διατηρήσει στην επιφάνεια την περίοδο της δικτατορίας μέσα από τους ανθρώπους που την έζησαν, που πάλεψαν κόντρα σε αυτήν και που θυσιάστηκαν στον αγώνα εναντίον της. Η διατήρηση της μνήμης του αντιδικτατορικού αγώνα αλλά και όλων των ανθρώπων που συμμετείχαν σε αυτόν, είναι ο βασικός γνώμονας πάνω στον οποίο ο ΣΦΕΑ χαράζει τις δράσεις του. Η γνωστή φράση «για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι» είναι και η πιο σημαντική πτυχή του έργου και των δράσεων του ΣΦΕΑ. Το έργο του ΣΦΕΑ είναι μια ηχηρή απάντηση απέναντι σε κάθε ιστορικό αναθεωρητισμό και σε κάθε αναπαραγωγή φασιστικών ιδεολογιών. Η δράση του επικεντρώνεται στη δημιουργία τόπων μνήμης για τις αντι-μνήμες, κατασκευάζοντας τον πολυπόθητο χώρο για τις απωθημένες μνήμες της δικτατορικής περιόδου, όπως είδαμε και λίγο πιο πάνω.

Ας επικεντρωθούμε, όμως, στα τέσσερα κτίρια που επιλέξαμε για την παρούσα μελέτη. Οι συγκεκριμένοι χώροι κράτησης και φυλάκισης στην περίοδο της Χούντας ήταν στην πραγματικότητα χώροι βασανιστηρίων ή ακόμα και εκτελέσεων. Γι’ αυτό πολλές φορές, ιδίως οι κρατούμενοι που πέρασαν από εκεί, αναφέρονται σε αυτούς ως κολαστήρια ή ανακριτικά «χειρουργεία».[50] Από το 1967 μέχρι και το 1971 έγιναν πάνω από δώδεκα δίκες αντιστασιακών στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση μέχρι τον Αύγουστο του 1973, όταν δόθηκε γενική αμνηστία από τον Παπαδόπουλο.[51] Οι χώροι αυτοί φέρουν μια δύσκολη και σκοτεινή ιστορία, απόρροια του εθνικού διχασμού, συνέχεια του ελληνικού εμφυλίου. Είναι χώροι βασανιστηρίων από ένα καθεστώς, το οποίο κυνήγησε ανθρώπους εξαιτίας των πολιτικών τους πεποιθήσεων και της πολιτικής τους ταυτότητας από την πρώτη μέρα εγκαθίδρυσής του. Δεν έχουμε μιλήσει ακόμα γι’ αυτά τα γεγονότα και το κράτος συνεχίζει πιστά μια πολιτική απώθησης από τη συλλογική μνήμη και εξάλειψης από τη δημόσια ιστορία.

Τα κτίρια αυτά είναι τόποι και φορείς συλλογικής μνήμης. Μίας μνήμης η οποία βρίσκεται υπό έξωση και στις τέσσερις περιπτώσεις πιο πάνω. Η ιστορία και το παρελθόν των κτιρίων κρατούνται καλά κρυμμένα, χωρίς να γίνεται στο χώρο η παραμικρή ιστορική αναφορά. Οι ιστορικοί αυτοί χώροι έχουν μόνο ένα θλιβερό και ανούσιο παρόν: είναι μια πολυκατοικία, γραφεία, άδεια κελύφη ή αποθήκες υπό κατάρρευση. Ίσως είναι πια καιρός να ανοίξει μία συζήτηση ως προς την ουσιαστική αξιοποίηση τέτοιων φορέων μνήμης. Η πρόταση του Σπύρου Κουζινόπουλου «Να γίνει Μουσείο το Τμήμα Μεταγωγών Χωροφυλακής» παραμένει πάντα επίκαιρη. Μία αποθήκη οικοδομικών υλικών δεν αρμόζει στην ιστορία του κτιρίου. Όπως επίσης επονείδιστη είναι η πρόταση περί parking για την Ασφάλεια του Βαρδάρη. Όλα αυτά όμως συνδέονται, αν σκεφτούμε πώς η Ελλάδα, και η Θεσσαλονίκη πιο συγκεκριμένα, συμπεριφέρεται και διαχειρίζεται τα δύσκολα ιστορικά γεγονότα και τις τραυματικές μνήμες.[52]

Τα τέσσερα κτίρια που εξετάσαμε έχουν μετατραπεί με το πέρασμα των χρόνων σε ξεχασμένους τόπους μιας συλλογικής τραυματικής μνήμης των ανθρώπων που «πέρασαν» από αυτά. Συγκαταλέγονται στους ιστορικούς χώρους μνήμης, οι οποίοι ανήκουν στην κατηγορία των μνημείων. Αυτό, όμως, που τα διαφοροποιεί από τα ανεγερθέντα μνημεία, είναι ότι αποτελούν απομεινάρια του παρελθόντος που επιβίωσαν μέχρι το σήμερα και συμβολίζουν -μεταξύ άλλων- την εποχή στην οποία κατασκευάστηκαν. Ένας ιστορικός χώρος μνήμης είναι ένα αυτούσιο κατάλοιπο του παρελθόντος· γι’ αυτό και μπορούμε να τον αποκαλέσουμε και ως τόπο ζωντανής ιστορίας.[53] Αν και στις συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν υπάρχει κάτι στο περιβάλλον των κτιρίων που να προδίδει την Ιστορία τους, είναι οι μαρτυρίες των ανθρώπων, οι οποίοι βίωσαν τις κρατήσεις και τα βασανιστήρια, που επιτρέπουν στη μνήμη εκείνης της εποχής να επιστρέψει στους συγκεκριμένους τόπους.

Τον Ιούλιο του 2024 συμπληρώνονται 50 χρόνια από την πτώση της Χούντας και την επαναφορά της δημοκρατίας. Οι πληγές και οι μνήμες είναι νωπές. Ο αντίλογος και η αμφισβήτηση για τα γεγονότα είναι ακόμα στοιχεία ζωντανά στη σφαίρα του δημόσιου λόγου και του δημόσιου χώρου. Η Ελλάδα μοιάζει να μην είναι ακόμα έτοιμη να αντιμετωπίσει τις πληγές της· πόσο μάλλον να τις επουλώσει. Το παρελθόν είναι πολύ πρόσφατο και μέρος ενός εμφύλιου διχασμού, συνέχεια ενός εμφύλιου πολέμου. Η απουσία αυτής της περιόδου από το δημόσιο χώρο, οι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού εκθέσεις που έχουν γίνει με κρατική πρωτοβουλία και η μοναχικότητα του ΣΦΕΑ στη διατήρηση αυτής της μνήμης, αποδεικνύουν -για μία ακόμα φορά- ότι είναι πιο εύκολο να μιλάμε για τις εθνικές μας νίκες παρά για τις εσωτερικές μας ήττες.

Η ολοένα και πιο συντηρητική στροφή που παίρνει η Ελλάδα εξυπηρετεί και ενισχύει την τρομαχτική άνοδο της ακροδεξιάς και των φασιστικών και εθνικιστικών απόψεων τα τελευταία χρόνια. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν νοσταλγοί αυτής της περιόδου, ανάμεσά τους άτομα αρκετά νεαρής ηλικίας. Η ύπαρξη και η διαφύλαξη μνημονικών τόπων με τις ιστορίες «από τα κάτω», τις ιστορίες αντίστασης και πάλης, τις ιστορίες βασανιστηρίων και πολιτικών δολοφονιών, έχουν ένα σημαντικό στόχο: την κατανόηση του παρελθόντος ώστε να αποφευχθεί κάτι παρόμοιο στο μέλλον. Αν δεν κατανοήσουμε την ουσία ενός «στοιχειωμένου» παρελθόντος, είναι πολύ πιθανό τα φαντάσματά του να συνεχίσουν να υφίστανται και στο μέλλον.

  1. Το παρόν άρθρο βασίζεται στη διπλωματική εργασία της γράφουσας, με τίτλο: «Η έννοια και η διαχείριση της μνήμης. Αφηγήσεις και αναπαραστάσεις της Χούντας: μνήμες και φαντάσματα», στο πλαίσιο του ΔΠΜΣ Μουσειολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμού, του ΑΠΘ, με επιβλέποντα τον Παναγιώτη Μπίκα, δρα Ιστορίας της Τέχνης, ΕΔΙΠ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΑΠΘ.
  2. Στην παρούσα μελέτη, ο όρος «Μεταπολίτευση» ορίζεται ως η χρονική περίοδος μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974.
  3. Maurice Halbwachs, Η συλλογική μνήμη, μετάφρ. Τίνα Πλυτά, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα 2013, σ. 73.
  4. Άννα Μαντόγλου, Μνήμες, ατομικές – συλλογικές – ιστορικές, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005, σ. 56.
  5. Χριστίνα Κουλούρη, «Το αμόνι της ιστορικής μνήμης: συγκρότηση και σύγκρουση», στο Νίκος Παπαδημητρίου, Άρης Αναγνωστόπουλος (επιμ.), Το παρελθόν στο παρόν: Μνήμη, ιστορία και αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2017, σ. 58.
  6. Ο όρος «φαντασιακή κοινότητα» εισήχθη από τον Benedict Anderson. Ένα έθνος, με βάση την θεωρία του Anderson, έχει την ψευδαίσθηση ότι ανήκει σε ένα ενιαίο και ομοιογενές σύνολο, χωρίς όλα τα μέλη του να έχουν άμεση επαφή μεταξύ τους. Ο Anderson ορίζει το έθνος, το οποίο θεωρεί κοινωνική κατασκευή, ως μία φαντασιακή κοινότητα, γιατί μόνο στη φαντασία των μελών του υπάρχει η σύμπνοια και οι όμοιες κοινωνικές καταβολές, παραβλέποντας τις όποιες ανισότητες και εκμεταλλεύσεις (για περισσότερα, βλ. Benedict Anderson, Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, μετάφρ. Ποθητή Χαντζαρούλα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1997.
  7. Χάρης Εξερτζόγλου, Η δημόσια ιστορία, Μια εισαγωγή, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2020, σσ. 81-82.
  8. Pierre Nora, “Between Memory and History: Les lieux de mémoire”, Presentations, 26 (University of California Press 1989), 12.
  9. Εξερτζόγλου, ό.π., σ. 167.
  10. Σταύρος Σταυρίδης (επιμ.), Μνήμη και εμπειρία του χώρου, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σ. 110.
  11. Χαρακτηριστική αναφορά γίνεται στο γράμμα που έλαβε ο Γιάννης Κάτρης στο εξωτερικό και το δημοσιεύει αυτούσιο στο βιβλίο του, βλ. Γιάννης Κάτρης, Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα 1974, σ. 283.
  12. Γιώργος Κόκκινος, Το Ολοκαύτωμα: Η διαχείριση της τραυματικής μνήμης-θύτες και θύματα, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2015, σ. 14.
  13. Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, μετάφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2018, σ. 24.
  14. Εξερτζόγλου, ό.π., σ. 138.
  15. Κόκκινος, ό.π., σ. 19.
  16. Τραγούδια της φωτιάς, σκηνοθεσία Νίκος Κούνδουρος (Ελλάδα: Φίνος Φιλμ, 1975).
  17. Nickolas Gage, Elias Kulukundis, “Report from Greece: Under the Junta”, The American Scholar, 39/3 (1970), 482.
  18. Περικλής Κοροβέσης, Ανθρωποφύλακες, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2019, σ. 112.
  19. Πολλές τέτοιες αναφορές γίνονται από τις γυναίκες κρατούμενες και βασανισμένες στο ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου, βλ. Τα κορίτσια της βροχής, σκηνοθεσία Αλίντα Παπαδημητρίου (Ελλάδα: Αλίντα Δημητρίου, 2011).
  20. Το συγκεκριμένο γεγονός γνωστοποιεί η «Ηλέκτρα Παπά», ψευδώνυμο της γυναίκας που έστειλε την καταγγελτική επιστολή για την κατάσταση στην Ελλάδα στον Γιάννη Κάτρη, βλ. Κάτρης, ό.π., σσ. 257-298.
  21. JamesBecket, «Το πρόβλημα των βασανιστηρίων στο καθεστώς των συνταγματαρχών», στο Κωστής Γιούργος, Τάκης Καμπύλης (επιμ.), Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του ’67-69, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2009, σ. 44.
  22. Κάτρης, ό.π., σ. 276.
  23. Άννα Μαντόγλου, «Κοινωνικές μνήμες και “αμνησίες” του ιστορικού παρελθόντος της Ελλάδας», Psychology: the Journal of the Hellenic Psychological Society, 17/2 (2010), 125.
  24. Δημήτρης Χαραλάμπης, «Η δικτατορία ως αποτέλεσμα των αντιφάσεων της μετεμφυλιακής δομής του πολιτικού συστήματος και οι αρνητικές επιπτώσεις», Γιάννα Αθανασάτου, Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Σεφεριάδης (επιμ.), Η Δικτατορία 1967-1974. Πολιτικές πρακτικές – Ιδεολογικός λόγος – Αντίσταση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σσ. 79-91.
  25. Ενδεικτικά, για την περίοδο της Χούντας ξεχωρίζουν τα εξής βιβλία: Κωστής Κορνέτης, Τα παιδιά της δικτατορίας, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015. Σπύρος Βλαχόπουλος, Δημήτρης Καιρίδης, Αντώνης Κλάψης (επιμ.), Η δικτατορία των συνταγματαρχών, Ανατομία μιας επταετίας, Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2019. Πολυμέρης Βόγλης, Δυναμική Αντίσταση: Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας 1967-1974, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022. Ο Αντώνης Λιάκος κάνει μία εξαιρετική περιγραφή, ερμηνεία και σχολιασμό όλων των ιστορικών γεγονότων του 20ού αιώνα στην Ελλάδα (Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2019), ενώ μία σημαντική ανασκόπηση της ιστορίας των φασιστικών και ναζιστικών καθεστώτων που επικράτησαν στην Ελλάδα, πλούσια σε σχολιασμό και συγκρίσεις με την υπόλοιπη Ευρώπη, κάνει και ο Κωστής Παπαϊωάννου στο βιβλίο του (βλ. Κωστής Παπαϊωάννου, Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά: Από το φασισμό στον μεταφασισμό, Η δημοκρατία απέναντι στη νέα ακροδεξιά, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2021).
  26. Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι δεν είναι όλοι οι εορτασμοί υπέρ της εναντίωσης στη δικτατορία των συνταγματαρχών, ούτε όλες οι εκδηλώσεις μνήμης εξυμνούν τις πράξεις αντίστασης. Υπάρχει μία μικρή μερίδα ανθρώπων που μέχρι και σήμερα γιορτάζουν την 21η Απριλίου, αναπολώντας τα χρόνια της δικτατορίας –είτε τα έχουν ζήσει είτε όχι– και εξυμνώντας τις δικτατορίες του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη.
  27. Γιούργος – Καμπύλης, ό.π., σσ. 51, 91.
  28. Γιούργος – Καμπύλης, ό.π., σ. 11.
  29. Γιούργος – Καμπύλης, ό.π., σ. 92.
  30. Τα κορίτσια της βροχής, σκηνοθεσία Αλίντα Δημητρίου (Ελλάδα: Αλίντα Δημητρίου, 2011).
  31. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Μεσογείων 14-18: Η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών στα χρόνια της Δικτατορίας (1971-1974), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2018, σ. 25.
  32. Η Κίττυ Αρσένη και ο Περικλής Κοροβέσης, που κρατήθηκαν και βασανίστηκαν στην Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας, είναι δύο από αυτούς.
  33. Η μέθοδος, σκηνοθεσία Χάρης Γιουλάτος (Ελλάδα: Wonderspot Media, 2017).
  34. Αντίστοιχη περίπτωση έχει υπάρξει και το στρατόπεδο του Διονύσου, όταν η Χούντα, βλέποντας ότι πλησιάζουν οι μέρες της πτώσης, γκρέμισε όλες τις εγκαταστάσεις των χώρων βασανιστηρίων, ώστε να μην μπορεί να υπάρξει επαρκές κατηγορητήριο.
  35. Σπύρος Κουζινόπουλος, Μελανές κηλίδες στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις Iανός, Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 141, 157.
  36. Η ΚΥΠ υπήρξε η απόλυτη αρχή της Χούντας στη Θεσσαλονίκη και αποτελούσε κέντρο παρακολούθησης των αντιφρονούντων του δικτατορικού καθεστώτος.
  37. Βασίλης Κολώνας, Θεσσαλονίκη 1912-2012:Η αρχιτεκτονική μιας εκατονταετίας, Εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 122.
  38. Γιώργος Τσιτιρίδης, «Η Εθνική Τράπεζα της Πλατείας Βαρδαρίου: Μια μαύρη τρύπα που πάγωσε τον χρόνο», Parallaxi Magazine, 9 Ιανουαρίου 2020.
  39. Κουζινόπουλος, ό.π., σ. 141.
  40. «Ξενάγηση στα κελιά της Βαλαωρίτου», Karfitsa.gr, 16.11.2015, https://www.karfitsa.gr/parapolitika/ksenagisi-sta-kelia-tis-valaoritoy-kai/ [τελευταία ανάκτηση: 30 Μαρτίου 2024].
  41. Γιάννης Βασιλειάδης, «Διώροφο κτίριο του τέλους του 19ου αι. στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης: Ανάλυση-τεκμηρίωση», στο Ήπιες επεμβάσεις για την προστασία των ιστορικών κατασκευών, Νέες τάσεις σχεδιασμού, Πρακτικά Ημερίδα 3ου Εθνικού Συνεδρίου, Εκδόσεις Iανός, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 348.
  42. Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, Αριθ. 161, τχ. πρώτο, Αθήνα, 18 Αυγούστου 1969.
  43. Σπύρος Κουζινόπουλος, «Να γίνει μουσείο το “Τμήμα Μεταγωγών Χωροφυλακής”» στην ιστοσελίδα «Φάρος του Θερμαϊκού», 11.11.2021, (http://farosthermaikou.blogspot.com/2019/11/blog-post_22.html [τελευταία ανάκτηση: 30 Μαρτίου 2024).
  44. Τάσος Δαρβέρης, Μία ιστορία της νύχτας 1967-74, Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 2002, σ. 203.
  45. Δαρβέρης, ό.π., σσ. 130-131.
  46. Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974.
  47. Ο Χώρος Μνήμης είναι αφιερωμένος στη μνήμη του βουλευτή και αγωνιστή της Δημοκρατίας Γιώργη Τσαρουχά, ο οποίος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε στα υπόγεια της ΚΥΠ.
  48. Στις 12 Ιουλίου του 1996 το ΚΑΣ ανακοίνωσε την απόφασή του να γκρεμίσει το μεγαλύτερο μέρος των φυλακών του Γεντί Κουλέ, έτσι ώστε να μπορέσει να αναδειχθεί καλύτερα το βυζαντινό φρούριο της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε απόφαση η οποία αγνόησε παραδειγματικά τις εισηγήσεις (περί διατήρησης των φυλακών) των αρχιτεκτόνων της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης. Εντύπωση είχαν προκαλέσει τα λόγια του βασικού εισηγητή της πρότασης και καθηγητή του ΕΜΠ Χαράλαμπου Μπούρα, ο οποίος είχε αναφέρει σχετικά με τους χώρους της φυλακής ότι «η αρχαιολογική αξία είναι μηδαμινή, οι ιστορικές αξίες μονοσήμαντες, οι κατασκευές ευτελέστατες, οι συναισθηματικές αξίες σεβαστές, αλλά λίγοι τις συμμερίζονται, και το γόητρο των φυλακών τοπικό». Η πρόταση αυτή δεν προχώρησε ποτέ και μέχρι και σήμερα τα ρωμαϊκά τείχη, το βυζαντινό φρούριο, οι οθωμανικές κατασκευές και παρεμβάσεις και η φυλακή του Γεντί Κουλέ συνυπάρχουν στο βορειοανατολικό τμήμα της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης.
  49. Eleni Stefanou, Ionna Antoniadou, «Eptapyrgio, a Modern Prison inside a World Heritage Monument: Raw Memories in the Margins of Archaeology», στο Esther Solomon (επιμ.), Contested Antiquity: Archaeological Heritage and Social Conflict in Modern Greece and Cyprus, Indiana University Press, Μπλούμινγκτον 2021, σσ. 272-296.
  50. Κουζινόπουλος, ό.π., σ. 141.
  51. Χρίστος Ζαφείρης, Εμείς του ’60 οι εκδρομείς, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 2000, σ. 107.
  52. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο της Πλατείας Ελευθερίας. Το σημείο από το οποίο ξεκίνησαν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι 50000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, είναι σήμερα υπαίθριο parking, αν και υπήρχε η πρόταση να γίνει χώρος μνήμης και ιστορικής περισυλλογής.
  53. Andrzej Szpociński, “Sites of memory”, Teksty Drugie, 1 (2016), 245.