Do Bulgarian Communists Dream of Electric Sheep?

Αναστάσης Φίντζος-Βαβλής

Victor Petrov, Balkan Cyberia. Cold War Computing, Bulgarian Modernization, and the Information Age behind the Iron Curtain, The MIT Press, Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη, 2023, σελ. 425

Everything was forever until it was no more

Alexei Yurchak

Η παραπάνω φράση από το ομώνυμο βιβλίο του Αλεξέι Γιούρτσακ θα μπορούσε πολύ εύγλωττα να συνοψίσει τη συναρπαστική ιστορία της ανάπτυξης της πληροφορικής στη σοσιαλιστική Βουλγαρία. Το βιβλίο του Βίκτορ Πετρόφ, το οποίο βασίζεται στη διδακτορική του διατριβή, σκιαγραφεί την ανάπτυξη, τις επιτυχίες αλλά και τα προβλήματα που αντιμετώπισε η Βουλγαρία στην προσπάθειά της, αρχικά, να επενδύσει στη βιομηχανία της πληροφορικής αλλά και, αργότερα, να συνεχίσει να παράγει προϊόντα τεχνολογίας αιχμής. Το βιβλίο αποτελείται από 7 κεφάλαια, συν την εισαγωγή και τα συμπεράσματα. Τα δύο πρώτα κεφάλαια τοποθετούν την ανάπτυξη της πληροφορικής στο ευρύτερο πλαίσιο της βιομηχανικής πολιτικής που είχε το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας (ΚΚΒ), λαμβάνοντας υπόψη τις υπάρχουσες υποδομές, τους στόχους που έθετε η πολιτική εξουσία, αλλά και τις πολιτικές που εφάρμοσε στο πλαίσιο των πενταετών πλάνων για να δώσει ώθηση στην πληροφορική. Τα κεφάλαια 3 και 4 ασχολούνται με την εξασφάλιση της τεχνογνωσίας, είτε αυτή προερχόταν από την κατασκοπεία είτε από τις εμπορικές σχέσεις που ανέπτυσσε η Βουλγαρία με τον Τρίτο Κόσμο. Τα κεφάλαια 5 και 6 δίνουν έμφαση στα αποτελέσματα που είχε η πληροφορική στους διανοουμένους, στους νέους, στους εργαζόμενους, αλλά ακόμα και εντός του κόμματος. Τέλος, το 7ο κεφάλαιο αποτελεί μια αυτοψία του τι ακολούθησε μετά το 1989, παρουσιάζοντας κυρίως τις τροχιές που διέγραψαν σημαντικά πρόσωπα της προηγούμενης περιόδου, οι οποίοι είτε εγκατέλειψαν την χώρα για πάντα είτε επέστρεψαν για να συνεχίσουν να εργάζονται στον τομέα της πληροφορικής.

Στην εισαγωγή ο συγγραφέας περιγράφει τον τρόπο που εργάστηκε αλλά και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τη θεματική. Πέρα από τους αυτοβιογραφικούς λόγους, ενθυμούμενος τον εαυτό του να παίζει στον υπολογιστή του πατέρα του στη Βάρνα επισημαίνει ότι η Βουλγαρία σταδιακά έγινε ο μεγαλύτερος παραγωγός ηλεκτρονικών ειδών εντός του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ελέγχοντας περίπου το 45% του μεριδίου της αγοράς, με περισσότερους από 160.000 εργαζομένους στη βιομηχανία των ηλεκτρονικών. Για τον Πετρόφ, οι υπολογιστές είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για να απαντήσει στα εξής ερωτήματα: Πώς πραγματοποιείται η τεχνολογική αλλαγή στη Βουλγαρία, ποιες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές επιφέρει, πώς συνδέεται με τον Δεύτερο και τον Τρίτο Κόσμο και τον σοσιαλιστικό εκσυγχρονισμό; Επιπλέον, τι επιρροή άσκησε η πληροφορική και η κυβερνητική (cybernetics) στο φαντασιακό των διανοουμένων, των νέων, αλλά και στην ηγεσία του ΚΚΒ; Με λίγα λόγια, ποιες προσπάθειες έκανε η Βουλγαρία για να ενταχθεί στην εποχή της πληροφορίας και πώς αυτές οι προσπάθειες συντέλεσαν (ή όχι) στην πτώση του καθεστώτος; Για να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, ο συγγραφέας εστιάζει στην ανάπτυξη της πληροφορικής και κυρίως στους υπολογιστές, ως το κατεξοχήν προϊόν της εποχής της πληροφορίας, το οποίο το αντιμετωπίζει διττά. Ως εμπορικό προϊόν το οποίο αποτέλεσε το βασικό εξαγωγικό προϊόν της βουλγαρικής οικονομίας, αλλά και ως εργαλείο για τη βελτιστοποίηση της παραγωγής και του κεντρικού σχεδιασμού στο πλαίσιο της δημιουργίας μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Όλα τα παραπάνω εντάσσονται, με τη σειρά τους, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, αναδεικνύοντας τη σημασία της τεχνογνωσίας ως βασικής προϋπόθεσης για την παραγωγή προϊόντων, αλλά και τα ενίοτε πορώδη σημεία ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, ειδικά για τους επιστήμονες.

Η ανάπτυξη της πληροφορικής στη Βουλγαρία βασίστηκε στη διασταύρωση συλλογικών και ατομικών στόχων, καθώς και της οικονομικής αναγκαιότητας να ξεπεραστεί η οικονομική αδυναμία του καθεστώτος. Κατά τα έτη 1956-1965, και έχοντας ήδη περάσει ένα πρώιμο στάδιο εκβιομηχάνισης της οικονομίας κατά το σοβιετικό πρότυπο, προκειμένου να ξεπεράσει την οικονομική και εξαγωγική κρίση το ΚΚΒ είδε στο πρόσωπο του Ιβάν Ποπόφ, επιστήμονα βουλγαρικής καταγωγής, ο οποίος κατά τον Μεσοπόλεμο ειδικεύτηκε στα ηλεκτρονικά, σπουδάζοντας στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, τον άνθρωπο που με τις τεχνικές λύσεις που πρότεινε θα βοηθούσε τη βουλγαρική οικονομία να ξεπεράσει τα προβλήματά της, καθώς η πληροφορική και η αυτοματοποίηση θα βελτίωναν την παραγωγικότητα των εργοστασίων, αλλά, παράλληλα, θα βοηθούσε και στην επίτευξη του στόχου του ΚΚΒ, τη μετατροπή δηλαδή της Βουλγαρίας από μια αγροτική σε μια σύγχρονη βιομηχανική χώρα. Αρχικά η ανάπτυξη βασίστηκε σε μικρά εργαστήρια και ομάδες που δημιούργησε ο Ποπόφ, προκειμένου να φτιάξει έναν κύκλο για την παραγωγή ειδικευμένων μηχανικών, στο εργοστάσιο ηλεκτρισμού Βοροσίλοφ, λίγο έξω από τη Σόφια, το οποίο από το 1949 είχε ειδικευτεί στην παραγωγή εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί από τους μηχανικούς που εκπαιδεύτηκαν εκεί, αργότερα ανέβηκαν γοργά στην τεχνική και κομματική ιεραρχία και τέθηκαν επικεφαλής πολλών μονάδων έρευνας ή παραγωγής υπολογιστών. Η επιτυχία του σχεδίου οδήγησε στην είσοδο του Ποπόφ στο Πολιτικό Γραφείο.

Προκειμένου το ΚΚΒ να λύσει τα προβλήματα της έλλειψης πόρων αλλά και τεχνογνωσίας, προσέφυγε στη σύναψη δανείων (ακόμα και με χώρες της Δύσης), ζήτησε βοήθεια διεθνών οργανισμών για παροχή τεχνογνωσίας, αλλά και των Σοβιετικών. Επιπλέον, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη γεωπολιτική θέση της Βουλγαρίας, καθώς ήταν η μόνη αμιγώς φιλοσοβιετική χώρα στο νότιο άκρο του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Επίσης εκμεταλλεύτηκε προς όφελός της τον καταμερισμό εργασίας εντός της Κομεκόν. Ο Πετρόφ εξιστορεί με μεγάλη λεπτομέρεια το πώς μια χώρα, η οποία μαζί με την Αλβανία ήταν οι μόνες Λαϊκές Δημοκρατίες που δεν είχαν κατασκευάσει έναν κεντρικό υπολογιστή (mainframe) μέχρι τη δεκαετία του 1960, κατάφερε σύντομα να γίνει η χώρα η οποία αναλάμβανε τα περισσότερα τεχνολογικά εγχειρήματα. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν η κατασκευή μιας κεντρικής μονάδας, την οποία παρουσίασε σε έκθεση στη Μόσχα, το 1963. Η επιτυχία αυτή έφερε τον Ποπόφ σε μια θέση ισχύος εντός των κομματικών μηχανισμών και, υπό το σύνθημα της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (scientific-technical revolution), καθόρισε την ατζέντα της παραγωγής και της έρευνας. Επειδή κατανοούσε ότι η Βουλγαρία δεν μπορούσε να υποστηρίξει την παραγωγή κεντρικών μονάδων, επέλεξε να παραχθεί μια αριθμομηχανή, το κομπιουτεράκι ELKA-6521, που λόγω μεγέθους και υλικών μπορούσε να τεθεί σε μαζική παραγωγή ευκολότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κομπιουτεράκι αποτελούσε τεχνολογία αιχμής, καθώς το 1961 μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η Ιταλία παρήγαγαν τέτοιες συσκευές. Παρουσιάστηκε σε διεθνείς εκθέσεις και σημείωσε απόλυτη επιτυχία, καθώς υπήρξε τεράστια ζήτηση από το εξωτερικό. Για παράδειγμα, το 1970 το μοντέλο ELKA-22 αντιστοιχούσε στα 13 εκ. λέβα από τα συνολικά 22,7 εκ. των εξαγωγών.

Τα έσοδα από τις εξαγωγές επενδύθηκαν για την κατασκευή εργοστασίων εξαρτημάτων και εξοπλισμού για υπολογιστές. Οι επιτυχίες, σε συνδυασμό με τις στιβαρές υποδομές, οδήγησαν στην ανάθεση πολλών από τα κοινά τεχνολογικά πρότζεκτ της Κομεκόν στη Βουλγαρία, κυρίως των δίσκων και των μαγνητικών ταινιών. Τα αναλώσιμα αυτά μέρη έγιναν τα επόμενα χρόνια τα πιο επικερδή προϊόντα στην πληροφορική, γεγονός που υποβοηθούνταν από τις σχετικά σταθερές τιμές της Κομεκόν, αλλά και από τις αχανείς ανάγκες της σοβιετικής αγοράς, η οποία υπήρξε ο κύριος εισαγωγέας βουλγαρικών προϊόντων και, ταυτόχρονα, πάροχος τεχνογνωσίας, όχι όμως ο μοναδικός.

Εκτός από τον Δεύτερο Κόσμο, η Βουλγαρία ανέπτυξε σχέσεις ανταλλαγής τεχνογνωσίας και με τον Πρώτο και με τον Τρίτο. Με τον Πρώτο, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Ιαπωνίας. Η αποστολή επιστημόνων για να σπουδάσουν εκεί, καθώς και να μελετήσουν τα υψηλής αυτοματοποίησης εργοστάσια, άφησε ένα ισχυρό αποτύπωμα στο βουλγαρικό τεχνολογικό όραμα, σε βαθμό που ο Ζίβκοφ, που ήταν ο πρώτος ανατολικός ηγέτης που την επισκέφθηκε, έθεσε ως στόχο της Βουλγαρίας να γίνει μια Ιαπωνία των Βαλκανίων, ενώ οι μετέπειτα διπλωμάτες και εμπορικοί αντιπρόσωποι ανέλαβαν υψηλές θέσεις στη χάραξη βιομηχανικής πολιτικής εντός της χώρας, συγκροτώντας μια ομάδα τεχνοκρατών. Ο Τρίτος Κόσμος επίσης έγινε ένα πεδίο εμπορικού ανταγωνισμού και ανταλλαγής τεχνογνωσίας. Εκμεταλλευόμενη τις διαδικασίες της αποαποικιοποίησης, η Βουλγαρία ανέπτυξε πολυσχιδή δράση στον Τρίτο Κόσμο, ειδικά σε χώρες της Μέσης Ανατολής αλλά και της Αφρικής, όπου στάλθηκαν μηχανικοί και επιστήμονες για να βοηθήσουν σε τεχνικά έργα, στην παροχή τεχνογνωσίας, αλλά και να προωθήσουν το εμπόριο των υπολογιστών. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η Ινδία, με την οποία η Βουλγαρία ανέπτυξε ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις και συνήψε πολλές συμφωνίες αμοιβαίας συνεργασίας με κοινοπραξίες εταιρειών και ανταλλαγής προϊόντων. Η αχανής ενδοχώρα της και η απόφαση της Ίντιρα Γκάντι, αρχικά, να προωθήσει την πληροφορική άνοιξε μια εμπορική ευκαιρία για τη Βουλγαρία, η οποία όμως, έχοντας βγει από το πλαίσιο των σταθερών τιμών και του μονοπωλίου εντός της Κομεκόν, έπρεπε να ανταγωνιστεί και ξένες εταιρείες, συνήθως όχι με μεγάλη επιτυχία. Η σχέση αυτή οδήγησε πολλούς επιχειρηματίες, διπλωμάτες και κομματικά στελέχη του ΚΚΒ να αναζητούν νέες μεθόδους για την ορθολογική οργάνωση της εργασίας, αλλά και να ασχολούνται με το μάρκετινγκ.

Οι όροι που χαρακτηρίζουν την περίοδο από τη δεκαετία του 1970, και ιδιαίτερα μετά την απομάκρυνση του Ποπόφ, είναι η κυβερνητική και η αυτοματοποίηση. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι δύο αυτές ιδέες ήταν τα κλειδιά για να κατανοήσει κανείς τους τρόπους με τους οποίους το ΚΚΒ προσπάθησε να λύσει τα προβλήματα της χαμηλής παραγωγικότητας, αλλά και της κακής ποιότητας των προϊόντων, καθώς και του καλύτερου ελέγχου του πληθυσμού. Από τη μια, η κυβερνητική θα έλυνε τα χέρια των σχεδιαστών της οικονομίας, καθώς θα βοηθούσε και στην καλύτερη χαρτογράφηση του πληθυσμού αλλά και στην καλύτερη πρόβλεψη των τάσεων της οικονομίας. Κοντολογίς, η σοσιαλιστική κυβερνητική έδινε τη δυνατότητα διαχείρισης και χρήσης μεγαλύτερου όγκου πληροφοριών με πιο περίπλοκα οικονομικά μοντέλα. Ταυτόχρονα, η αυτοματοποίηση θα οδηγούσε στην απελευθέρωση των εργαζομένων από τις πεζές χειρωνακτικές εργασίες και θα ήταν η πηγή της δημιουργικότητας του νέου ανθρώπου. Ωστόσο, στο κοινωνικό πεδίο η αυτοματοποίηση της παραγωγής και της καθημερινής ζωής δεν έγινε δεκτή με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις που αναφέρει ο συγγραφέας, όπου οι νεοεγκατασταθείσες μονάδες αυτοματοποίησης καταστράφηκαν σύντομα από τους εργαζόμενους. Σύμφωνα με τον Πετρόφ αυτά τα φαινόμενα «νεολουδιτισμού» αποσκοπούσαν είτε στη μη εντατικοποίηση της εργασίας είτε στη διατήρηση της παραοικονομίας, η οποία, σε μια οικονομία ελλείψεων, όπως η βουλγαρική, ήταν σημαντική για την εξασφάλιση προϊόντων.

Έχοντας συνοψίσει μέχρι τώρα τα βασικά σημεία του βιβλίου, πρέπει να γίνουν μερικές ακόμα παρατηρήσεις σχετικά με τις αρετές και τις αδυναμίες του. Ως προς τα θετικά, αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στην ανίχνευση των τρόπων με τους οποίους μεταφέρεται η τεχνογνωσία μέσα στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο, αναλύοντας σε βάθος τον ρόλο της επιστημονικής διπλωματίας, τις σχέσεις κρατών με διεθνείς οργανισμούς, τις σχέσεις των τριών κόσμων, καθώς και την κατασκοπεία. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται η ανάπτυξη της πληροφορικής στη Βουλγαρία, συνδυάζοντας δομικά χαρακτηριστικά με τα κάθε φορά επικαιρικά που προέκυπταν από τις συνεδριάσεις της Κομεκόν, είναι εξαιρετικός για να κατανοήσει κανείς πώς λειτουργούσε ο σοσιαλιστικός καταμερισμός της εργασίας εντός της Κομεκόν, αλλά και το πώς μια χώρα της περιφέρειας μπορούσε να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Επίσης, οφείλει να γίνει μνεία σε δύο αδυναμίες του βιβλίου. Η πρώτη είναι η απουσία των γυναικών και γενικότερα της έμφυλης διάστασης από την προβληματική του συγγραφέα, παρά το γεγονός ότι συχνά αναφέρεται στα υψηλά ποσοστά γυναικών εντός του εργατικού δυναμικού του κλάδου. Ωστόσο αυτό είναι ένα ζήτημα που και ο ίδιος ο συγγραφέας το αφήνει ανοιχτό προς έρευνα στον επίλογο, αναγνωρίζοντας ότι η έλλειψη αυτή είναι υπαρκτή. Μια δεύτερη αδυναμία αποτελεί η διακηρυκτική θέση ότι το βιβλίο προσπαθεί, χρησιμοποιώντας μεθόδους προφορικής ιστορίας, να σκιαγραφήσει διαδρομές ανθρώπων οι οποίοι ήταν υψηλόβαθμα ή μεσαία στελέχη του τεχνικού εργατικού δυναμικού. Παρά το γεγονός ότι αυτοί εμφανίζονται στο βιβλίο, συνήθως σύντομα γίνονται ανώτεροι αξιωματούχοι, με αποτέλεσμα πολλές φορές τα στοιχεία που παρατίθενται να είναι είτε εκθέσεις του Πολιτικού Γραφείου και της Κεντρικής Επιτροπής, κρατικοί ισολογισμοί και ευρύτερα πηγές οι οποίες υιοθετούν μια από τα πάνω προσέγγιση, από την οποία εκλείπουν η προφορικότητα και εν γένει τα ερωτήματα που θέτει η προφορική ιστορία. Πιο πολύ μοιάζει οι προφορικές ιστορίες να πλαισιώνουν ανεκδοτολογικά τις αποφάσεις του Πολιτικού Γραφείου, διασκεδάζοντας τον αναγνώστη. Κλείνοντας, παρά τις παραπάνω αδυναμίες, το έργο είναι σημαντικό και θα αποτελέσει αδιαμφισβήτητα ένα βιβλίο αναφοράς για όσους ασχολούνται με τον Ψυχρό Πόλεμο και την επιστημονική διπλωματία, καθώς και με την ιστορία της πληροφορικής.