Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ολοκληρώνεται η πρώτη γενοκτονία του 21ου αιώνα· μια απίστευτης έκτασης ανθρωπιστική καταστροφή συντελείται σε ζωντανή μετάδοση, υπό τα αμήχανα –αν όχι απαθή– βλέμματα ολόκληρης σχεδόν της ανθρωπότητας.

Το μέγεθος της καταστροφής είναι τέτοιο που υπερβαίνει τις δυνατότητες αντίδρασης των μεμονωμένων ανθρώπων, ακόμη και των κοινωνικών κινημάτων που, παρ’ όλα αυτά, διέσωσαν κάτι από την ανθρωπιά όλων μας με τις κινητοποιήσεις τους στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, αλλά και στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου.

Δεν ήταν όμως μόνο το μέγεθος μπροστά στο οποίο οι άνθρωποι έμειναν άφωνοι· τους κατέστησε επίσης άφωνους ο τεράστιας ισχύος προπαγανδιστικός μηχανισμός της ισραηλινής κυβέρνησης, με τον οποίο συμπαρατάχθηκαν πρόθυμα όλες σχεδόν οι δυτικές κυβερνήσεις. Με όπλο την εξίσωση της παραμικρής κριτικής απέναντι στην κρατική πολιτική του Ισραήλ με τον αντισημιτισμό, αλλά και τoν πλέον χυδαίο ευτελισμό του Ολοκαυτώματος, ο εξουσιαστικός αυτός μηχανισμός κατάφερε να οδηγήσει τους περισσότερους δυτικούς διανοούμενους στην οικειοθελή σιωπή (τον μηχανισμό αυτό αναλύει ο ιστορικός Mark Mazower στη μελέτη του Περί αντισημιτισμού: Μια λέξη στην ιστορία, που αναμένεται το φθινόπωρο από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια).

Ελάχιστοι ήταν αυτοί που αντέδρασαν στην επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα ήδη από τους πρώτους μήνες του 2024. Ήταν τιμητικές εξαιρέσεις στη γενικευμένη σιωπή, από διανοούμενους όπως ο ιστορικός Enzo Traverso, ο κατεξοχήν μελετητής του Ολοκαυτώματος και της γενοκτονίας Omer Bartov ή ο κοινωνιολόγος Didier Fassin, που με την ακαδημαϊκή τους ακεραιότητα αντιστάθηκαν, μόνοι και μοναχικοί, στη συλλογική ηθική αποτυχία της Δύσης.

Η πρωτίστως ηθική, αλλά και αυστηρά επιστημονική επιμονή τους δεν υπήρξε μάταια· ήδη η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars) με ψήφισμά της αναγνώρισε ότι πληρούνται τα νομικά κριτήρια που στοιχειοθετούν ότι ο ισραηλινός στρατός διαπράττει γενοκτονία στη Λωρίδα της Γάζας, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα το ίδιο αναγνώρισε και ανεξάρτητη επιτροπή που συνέστησε ο ΟΗΕ.

Αυτή η «αφύπνιση», ας την χαρακτηρίσουμε έτσι καταχρηστικά, δεν γίνεται χωρίς αντιδράσεις: χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση Αρχαιολόγων, ο πρόεδρος της οποίας, με διαδικασίες οι οποίες καταγγέλλονται ως πραξικοπηματικές, ανέτρεψε απόφαση του Δ.Σ. της, η οποία ζητούσε από τα μέλη της που σχετίζονται με ισραηλινά πανεπιστήμια γνωστά για τις σχέσεις τους με τον στρατό και την εν εξελίξει γενοκτονία να συμμετάσχουν ως ανεξάρτητοι επιστήμονες στην επόμενη σύνοδο της ΕΕΑ, στο Βελιγράδι. Αποτέλεσμα της ανατροπής αυτής η ακύρωση της συμμετοχής στις εργασίες της εκατοντάδων αρχαιολόγων.

Το αξίωμα «no politica» δεν έχει καμία θέση στον επιστημονικό διάλογο, που είναι πάντοτε πολιτικός με τους δικούς του όρους. Οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής του, όπως βλέπουμε να γίνεται κυρίως στα αμερικανικά πανεπιστήμια (αλλ’ όχι μόνο) δεν είναι πάρα μια ακόμη μεταμόρφωση των λογοκριτικών εξουσιαστικών μηχανισμών.

Η ολοκλήρωση της γενοκτονίας των Παλαιστινίων στη Γάζα σχεδόν χωρίς αντίσταση συνιστά την ηθική αποτυχία της Δύσης, που είναι ηθική αποτυχία όλων μας. Πιστέψαμε ότι οι γενοκτονίες είχαν μείνει πίσω μας, μαζί με τον 20ό αιώνα. Δυστυχώς, κάναμε λάθος…

***

Στο 5ο τεύχος του, ο 20ός Αιώνας περιλαμβάνει μια σειρά άρθρων, τα οποία συγκροτούν έναν άτυπο «φάκελο», που εστιάζουν στην ανάδυση της μνήμης της Κατοχής, του Ολοκαυτώματος και της Αντίστασης στις ελληνικές πόλεις, έτσι όπως αποτυπώνονται σε μνημονικές τελετές, μαρτυρίες και αφηγήσεις, ανεγέρσεις μνημείων κ.ά., από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα.

Η Αντιγόνη Καρύτσα εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκε η μνήμη της γερμανικής Κατοχής και της Αντίστασης στην πόλη της Λάρισας αμέσως μετά την απελευθέρωση μέχρι και τη Μεταπολίτευση. Εξετάζοντας τα μνημεία που ανεγείρονταν σταδιακά σε δημόσιους χώρους, με ιδιωτική ή κρατική πρωτοβουλία, σκιαγραφεί τη διαμόρφωση μιας τοπικής αφήγησης που στόχευε στην ενσωμάτωση της Αντίστασης στη συλλογική ταυτότητα της πόλης, πολύ πριν από την επίσημη αναγνώρισή της από το ελληνικό κράτος.

Στο δικό της άρθρο, η Ζέτα Παπανδρέου στρέφεται στην πόλη της Ναυπάκτου, διερευνώντας τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης των κατοίκων σχετικά με την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Εστιάζοντας στην ίδρυση του τοπικού Τάγματος Ασφαλείας και στις συγκρούσεις του με τον ΕΛΑΣ τους μήνες πριν την απελευθέρωση, εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύθηκε η αντικομμουνιστική δραστηριότητα στην περιοχή στο ευρύτερο πλαίσιο της δημόσιας ιστορίας, διαμορφώνοντας τη μνήμη και την αφήγηση των γεγονότων σε τοπικό επίπεδο.

Τέλος, ο «φάκελος» αυτός ολοκληρώνεται με το κείμενο του Αλέξανδρου Τενεκετζή σχετικά με την καθυστερημένη και άνιση μνημόνευση του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα, έτσι όπως αντανακλάται στα μνημεία που ανεγέρθηκαν στα αστικά κέντρα της χώρας, από το 1987 μέχρι και σήμερα, συχνά διαμορφωμένα από την τοπική πολιτική και σημαδεμένα από δισταγμό ή αποφυγή ρητών αναφορών στους δράστες. Εξετάζοντας τις αντιπαραθέσεις και τις πράξεις βανδαλισμού που τις συνόδευσαν, ο συγγραφέας καταγράφει τη σταδιακή ανάδυση της μνήμης του Ολοκαυτώματος μέσα από τη σιωπή και τους συμβιβασμούς, ενώ επισημαίνει τα εμπόδια για την πλήρη ενσωμάτωση της εβραϊκής γενοκτονίας στην εθνική μνήμη.

Στα υπόλοιπα άρθρα του τεύχους, ο Γεώργιος Πετρίδης μελετά τον αγώνα επικράτησης ανάμεσα στις δύο κυριότερες ένοπλες αντιστασιακές οργανώσεις στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, τον ΕΛΑΣ και τους εθνικιστές αντάρτες του Αντών Τσαούς, κατά το τελευταίο τετράμηνο του 1944, εξετάζοντας κριτικά μύθους και αμφιλεγόμενα ζητήματα που συνοδεύουν την δράση τους, εξαιτίας, κυρίως, της έλλειψης αξιόπιστων πηγών.

Στο δικό του κείμενο, ο Μιχάλης Βασιλειάδης, εξετάζει την Κίνηση Εθνικής Αναδημιουργίας, τη βραχύβια πολιτική πρωτοβουλία του πρώην ηγέτη της Χ και της ΕΟΚΑ, Γεωργίου Γρίβα, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, ένα κεντρώο κόμμα με το οποίο επιδίωξε να αντιπαρατεθεί στην ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αναλύοντας τους ιστορικούς και πολιτικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν τη δημιουργία και την ταχεία κατάρρευσή του, προσφέρει μια εικόνα της δυναμικής της ελληνικής κομματικής πολιτικής στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Ο Ιωάννης Μπρίγκος, στο άρθρο του για τον Αυστριακό πρέσβη Ludwig Steiner στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974), στηριγμένος σε πρωτογενές υλικό από αυστριακά αρχεία, εξετάζει τις προσπάθειές του να διατηρήσει κριτική στάση απέναντι στην ελληνική δικτατορία, ισορροπώντας παράλληλα τις υποχρεώσεις που του επέβαλλε η αυστριακή εξωτερική πολιτική, ενώ αναδεικνύει τις παρεμβάσεις του για την υποστήριξη των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων. Υπογραμμίζοντας τον ρόλο ενός «μικρού κράτους» στη μεταπολεμική διπλωματία, το άρθρο συμβάλλει σε μια περιφερική προσέγγιση και μια πιο διαφοροποιημένη ιστοριογραφία του Ψυχρού Πολέμου.

Στη δεκαετία του 1990 και τη μακρά περίοδο αποβιομηχάνισης εστιάζει ο Γεράσιμος Παπαπαναγιώτου, διερευνώντας, ειδικότερα, τον ρόλο της φωτογραφίας και τις χρήσεις της στον τοπικό τύπο της Πάτρας την ίδια περίοδο, όπου συγκεκριμένες φωτογραφίες διαδηλώσεων αναπαράγονταν επανειλημμένα, δημιουργώντας μια οπτική αφήγηση που ξεπερνούσε την περιγραφική τους λειτουργία. Με βάση τη σημειωτική ανάλυση, ερμηνεύει αυτή την επικοινωνιακή στρατηγική ως μορφή «αθέατης προπαγάνδας», όπου οι εικόνες λειτουργούν ως εικονικά σημεία που μεταδίδουν διακριτικά ιδεολογικά νοήματα και επηρεάζουν τη συλλογική μνήμη.

Τέλος, την ύλη του τεύχους συμπληρώνει η ενότητα των βιβλιοκρισιών, στην οποία παρουσιάζονται αναλυτικά σημαντικές πρόσφατες μελέτες, που εμπλουτίζουν την ελληνόφωνη, αλλά και την αγγλόφωνη, βιβλιογραφία, με θεματολογία που εκτείνεται από τη συγκρότηση του κοινωνικού υποκειμένου των εβραίων εμπόρων της Σαλονίκης τον 19ο αιώνα στους εκτοπισμένους πληθυσμούς και τις μετακινήσεις τους μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και από τις ποικίλες μορφές του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου μέχρι τη διαμάχη για την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στην ελληνική πρωτεύουσα στις αρχές του 21ου αιώνα.

Σπύρος Κακουριώτης