Ευθύνες των ιστορικών και ιστορικές ευθύνες: σκέψεις για τα 50 χρόνια της μετάβασης στη Δημοκρατία με αφορμή ένα συνέδριο Ιστορίας
Γιώργος Νούσης
Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι η επιστημονική μελέτη ή μια προσπάθεια συγκριτικής προσέγγισης των περιπτώσεων που στοιχειοθέτησαν αυτό που ονομάστηκε «τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού» (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα), ιστορικά ζητήματα με τα οποία μόνο περιφερειακά έχω ασχοληθεί. Η σκέψη, ουσιαστικά, μιας «ελεύθερης αφήγησης» προήλθε από την ευτυχή συγκυρία στην οποία μπορεί κανείς να βρεθεί, όταν ταξιδεύει για να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο. Επομένως, οι ερευνητικές μου ανησυχίες, η περιέργεια του ιστορικού και η χρονική σύμπτωση μιας επετείου, με οδήγησαν στις παρακάτω σκέψεις εν είδει ενός σύντομου οδοιπορικού στις διαδρομές ενός μακρού δικτατορικού παρελθόντος, δίχως φυσικά να λησμονούμε τις σημερινές συνθήκες από τις οποίες οι ιστορικοί κοιτάζουμε και ρωτάμε το παρελθόν.
Τον Μάιο του 2024, και συγκεκριμένα το τετραήμερο 21-24, έλαβε χώρα στη Λισαβόνα το ετήσιο συνέδριο του Διεθνούς Δικτύου για τη Θεωρία της Ιστορίας (International Network for Theory of History, INTH), με τη συμμετοχή 200 περίπου ιστορικών από όλον τον κόσμο. Κεντρικό θέμα του φετινού συνεδρίου ήταν «Η ευθύνη των ιστορικών σε καιρούς πολιτικών απαιτήσεων». Το ζήτημα, λοιπόν, της ευθύνης ή, για να το θέσουμε πιο σωστά, των ευθυνών των ιστορικών, αποτέλεσε το βασικό προβληματισμό, ο οποίος εξακτινώθηκε σε μια πληθώρα θεμάτων, διανύοντας διαφορετικές διαδρομές, προερχόμενος από διάφορες κατευθύνσεις, μέσα από ποικίλες υποθέσεις εργασίας και, κυρίως, αντανακλώντας τα διαφορετικά κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα, τα οποία ο εκάστοτε εθνικός ιστορικός χρόνος είχε σμιλέψει στο πέρασμά του.
Παρά τις εθνικές ετερογένειες και τα ετερόκλητα συλλογικά περιβάλλοντα που ενδεχομένως αφορούσε η κάθε ομιλία, όσοι και όσες ήμαστε συγκεντρωμένοι στην κεντρική αίθουσα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Πορτογαλίας, συζητήσαμε γύρω από την έννοια της Ιστορίας, αυτή τη φορά όχι μόνο ως τρόπο θέασης, ανάγνωσης και αναστοχασμού του παρελθόντος αλλά κυρίως ως τρόπο παρέμβασης και δημόσιας τοποθέτησης στις επιτακτικές συνθήκες του παρόντος. Σκεφτόμουν αυτή την πολύ ωραία εικόνα του εξόριστου που είχε χρησιμοποιήσει ο Kracauer, για να περιγράψει τον ρόλο του ιστορικού που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους ή, παραφράζοντας τον Kracauer, αναπαριστώντας τον ως έναν άνθρωπο ο οποίος πατά ταυτόχρονα σε δύο βάρκες: σε αυτή του παρελθόντος που μελετά και σε αυτήν του παρόντος που βρίσκεται. Ο/Η ιστορικός ισορροπεί, λοιπόν, ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο βάρκες, προσέχοντας να μην πέσει στο νερό. Αφενός, ως δρων υποκείμενο της εποχής του, μέσα στην (και από την) οποία θέτει τα ερωτήματα στο παρελθόν, αφετέρου, ως παρατηρητής ο οποίος γνωρίζει τι έχει συμβεί και καλείται να εξηγήσει, να ερμηνεύσει και να κατανοήσει. Νομίζω ότι αυτήν τη φορά η ισορροπία διαταράχθηκε και αυτό συνέβη διότι βρισκόμαστε σε μια εποχή όχι μόνο ανθρωπιστικής κρίσης αλλά μια εποχή κρίσης της ανθρωπότητας. Αν μέχρι πρότινος ο ιστορικός έπρεπε να ισορροπεί ανάμεσα στις δύο βάρκες, τώρα καλείται πλέον να επιλέξει σε ποια βάρκα θα μπει, καθώς η ίδια η έννοια του ιστορείν ως γλώσσα, ως πράξη και ως μια μορφή επιτέλεσης του παρελθόντος που σχηματοποιείται μέσω της αφήγησης, ανασυστήνεται και παίρνει μορφή από τους/τις ιστορικούς, εγγράφεται και αντανακλά τα διακυβεύματα του πολιτικού παρόντος.
Πέρα από τα όσα συναρπαστικά είχα την ευκαιρία να ακούσω εκείνες τις μέρες, είναι τουλάχιστον ελπιδοφόρο να βλέπεις ανθρώπους από όλα τα μήκη και πλάτη της γης να συναντώνται με αφορμή τις έρευνές τους τους και να συζητούν, προβληματοποιώντας, αφενός, το θέμα της ευθύνης των ιστορικών στις μέρες μας, αφετέρου, εστιάζοντας –μεταξύ άλλων– στο μέλλον των πανεπιστημίων, της εκπαίδευσης, της επιστήμης της Ιστορίας και των ανθρωπιστικών επιστημών γενικότερα, όχι ως ζητήματα εκτός κοινωνίας και ως εκ τούτου εκτός ιστορικής πραγματικότητας, αλλά κυρίως εξαιτίας αυτής τη ζοφερής πραγματικότητας των πολέμων, της κλιματικής αλλαγής, της ανόδου της ακροδεξιάς και της απαξίωσης των σπουδών, οι οποίες ακολουθούν, σχεδόν αναπόφευκτα, δύο δρόμους που συχνά συναντώνται: τους δρόμους των εθνικών αφηγημάτων και τους δρόμους των αγορών.
Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος και οι ευθύνες των ιστορικών; Ποια διαδρομή πρέπει να ακολουθήσουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα στο παραπάνω σταυροδρόμι; Ποια η σχέση πολιτικής και ιστορίας και πόσο ανεξάρτητοι/ες είναι οι ιστορικοί; Ποιος είναι ο ρόλος τους στη δημόσια ζωή; Υπάρχει μία μόνο κοινότητα ιστορικών; Πέραν των προβλημάτων και των προβληματισμών, η ανάγκη της συλλογικής ενσυναίσθησης, της παρέμβασης των ιστορικών στη δημόσια συζήτηση και, κυρίως, της δυναμικής έκφρασης της συλλογικής φωνής των πανεπιστημίων απέναντι σε όσα συμβαίνουν, ήταν στοιχεία καθοριστικά.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου, είχα την ευκαιρία να περιπλανηθώ στην πόλη της Λισαβόνας και στάθηκα ομολογουμένως τυχερός, καθώς, πέραν της καλοκαιρίας, η χρονική συγκυρία συνέπιπτε –όπως και στη δική μας περίπτωση– με την επέτειο των 50 χρόνων από τη μετάβαση στη Δημοκρατία. Αν λοιπόν οι ιστορικές/εθνικές επέτειοι λειτουργούν ως κόμβοι μέσα από τους οποίους μπορεί κανείς να αναστοχαστεί το παρελθόν, δεν έμενε παρά να διαπιστώσω την παραπάνω δυναμική της εν λόγω επετείου, όχι μόνο στα αμφιθέατρα και στις αίθουσες συνεδρίων των πανεπιστημίων αλλά με όρους επιτέλεσης, ως δημόσια έκφραση του εν λόγω παρελθόντος στον αστικό χώρο.
Περπατώντας λοιπόν (ανηφορίζοντας θα ήταν ίσως η πιο ταιριαστή μετοχή) και διασχίζοντας όμορφες γειτονιές με ετερόκλητα χαρακτηριστικά, αν σήκωνες το βλέμμα σου λίγο πάνω από τις στιλιζαρισμένες βιτρίνες με τις πολύχρωμες κονσέρβες σαρδέλας, τα azulejos, και τους εθνικούς μπακαλιάρους που έστεκαν περήφανοι στις αγορές και στα παντοπωλεία, αντίκριζες την εικόνα μιας πόλης που γιορτάζει. Γαρύφαλλα, αφίσες στους δρόμους, εκδηλώσεις, μπάνερ, σημαίες, μουσικά δρώμενα, δημιουργούσαν την αίσθηση μιας «ορατής μνήμης». Προχωρώντας, συναντούσες μικρότερες ή μεγαλύτερες ενδείξεις μιας επετείου που επιτελούσε διττή λειτουργία: αφενός, τιμούσε τη μνήμη των δρώντων υποκειμένων, της αντίστασης και των ανθρώπων που βασανίστηκαν από τη δικτατορία, αφετέρου, λειτουργούσε ως υπόμνηση και ως εξορκισμός ενός τραυματικού παρελθόντος, που έριχνε τη σκιά του για 50 περίπου χρόνια πάνω από την Πορτογαλία, καλύπτοντας παράλληλα ένα μεγάλο κομμάτι της ιβηρικής χερσονήσου, αν συνυπολογίσουμε την Ισπανία του Φράνκο. Τα QR codes, που συναντούσες σε διάφορα σημεία ανά την πόλη, παρείχαν πληροφορίες σχετικά με συμβάντα που είχαν λάβει χώρα σε διάφορα τοπόσημα, δημιουργώντας μια διαδραστική εμπειρία μέσα από την οποία ανακάλυπτες στιγμές μιας δικτατορίας και στιγμές μιας μετάβασης. Πλάι σε αυτές τις ψηφιακές ιστορίες, οι ζωντανές εικόνες μιας μουσικής/ορχηστρικής παράστασης αφιερωμένης στα τραγούδια της αντίστασης συνέθεταν έναν κώδικα επικοινωνίας που είχε ως στόχο όχι μόνο τη συνομιλία παρελθόντος – παρόντος αλλά και την αποτύπωση του παρελθόντος με όρους πολιτισμικών προϊόντων που απευθύνονταν, ενδεχομένως, σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα με ποικίλα χαρακτηριστικά (ηλικιακά, ταξικά, εθνικά κ.ά.)
Το Μουσείο Αντίστασης και Απελευθέρωσης Aljube, ακριβώς πίσω από τον καθεδρικό ναό, είναι αφιερωμένο στη στιγμή της μετάβασης, ενώ ταυτόχρονα αφηγείται το τρομακτικό παρελθόν της δικτατορίας, την αποικιοκρατία και τα αντιαποικιακά κινήματα της Αφρικής, τα οποία στη δεκαετία του ’60 αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα όχι μόνο της πτώσης της τελευταίας ευρωπαϊκής αποικιακής αυτοκρατορίας, αλλά, παράλληλα, έθεσαν τις βάσεις για την πτώση της μακροβιότερης δικτατορίας στην Ευρώπη.
Στο δεύτερο όροφο του μουσείου είχες τη δυνατότητα να δεις και κυρίως να ακούσεις τη δικτατορία. Την επαναλαμβανόμενη φωνή του Σαλαζάρ, ο οποίος προπαγάνδιζε σε βίντεο που έπαιζε σε λούπα, τις αρετές και τις αξίες του “Estado Novo”, διαδέχονταν στον τρίτο όροφο τα επαναστατικά τραγούδια και οι φωνές του πλήθους που τραγουδούσε το “Grandola vila morena”, προκαλώντας σε ελάχιστα τετραγωνικά μια αίσθηση ανακούφισης, μια απελευθέρωση από τη δυσθυμία που προκαλούσε η επαναλαμβανόμενη φωνή στο κεφάλι σου, μια μικρή μετάβαση, έστω και από τον έναν όροφο στον άλλο… Βγαίνοντας και συνεχίζοντας την περιπλάνηση, κοιτάζοντας ψηλά στα κτήρια, έβλεπες αναρτημένα πανό και γιγάντιες αφίσες μιας πόλης που φωνάζει, προβάλλοντας ανοιχτά, στο δημόσιο χώρο, με όρους δημόσιας μνήμης, μια καθοριστική στιγμή του συλλογικού της παρελθόντος. Το 2021 συστάθηκε μια επιτροπή, η οποία, με την προσθήκη και τη συνδρομή ιστορικών, ήταν επιφορτισμένη με την οργάνωση και την κατάρτιση ενός προγράμματος δράσεων και μιας πληθώρας εκδηλώσεων για τον εορτασμό της επετείου της 25ης Απριλίου.
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, δεν μπορούσα να μη σκεφτώ τα όσα έβλεπα εκείνες τις μέρες, αντιπαραβάλλοντας τις παραπάνω εικόνες με τη δική μας «γιορτή» των 50 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Βάζω τα εισαγωγικά στα καθ’ ημάς όχι προφανώς γιατί δεν λογίζεται ως γιορτή, κάθε άλλο, αλλά γιατί, παρατηρώντας, διαπιστώνει κανείς πως το κράτος, πέραν της επίσημης, σχεδόν γραφειοκρατικής, θεσμικής τελετής της 24ης Ιουλίου, παραμένει εκκωφαντικά αμέτοχο. Εν αντιθέσει με την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την επανάσταση του 1821, για τον εορτασμό της οποίας συστάθηκε από την κυβέρνηση επιτροπή υπό την ονομασία «Ελλάδα 2021» ή την πληθώρα δράσεων και εκδηλώσεων μνήμης που εξήγγειλε η υπουργός Πολιτισμού για τον εορτασμό της επετείου των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, καμία αντίστοιχη δράση δεν συνόδευσε την επέτειο των 50 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και δεν δείχνει να συνοδεύει, έως σήμερα τουλάχιστον, τα 50 χρόνια από την πτώση της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την οργάνωση συνεδρίων, συζητήσεων, εκδηλώσεων και αναστοχασμού αναφορικά με ένα παρελθόν που έθεσε τις βάσεις και διαμόρφωσε, εν πολλοίς, τις συνθήκες δημοκρατίας που διανύουμε σήμερα, αποτέλεσε αποκλειστικά προϊόν δράσης της κοινότητας των ιστορικών, διαφόρων φορέων πλην του κράτους και φυσικά χάρις στα πανεπιστήμια, με το τεράστιο συμβολικό φορτίο που φέρουν στη συλλογική μνήμη, ως κατεξοχήν φορείς που εγκολπώθηκαν μεταφορικά και κυριολεκτικά την εμπρόθετη δράση εκείνων των ημερών του φοιτητικού κινήματος (καταλήψεις Νομικής, Πολυτεχνείο). Έχει ίσως ενδιαφέρον να σκεφτούμε τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, αφενός, ως ζωντανούς κτηριακούς οργανισμούς που υποδέχτηκαν και «αγκάλιασαν» στους χώρους τους, σε ταράτσες, αμφιθέατρα και προαύλια, τη δράση της φοιτητικής νεολαίας ή περιέθαλψαν στις αίθουσές τους τους τραυματισμένους από τις δολοφονικές αρχές φοιτητές, αφετέρου, ως φορείς που συνεχίζουν, παρά τις «σειρήνες» των εθνικών αφηγημάτων και των αγορών, να βρίσκονται στον πυρήνα των ιστορικών εξελίξεων, αρθρώνοντας τη φωνή τους και υφιστάμενα τις πρωτόγνωρες διώξεις των ανθρώπων τους διεθνώς.
Επιστρέφοντας στο συνέδριο, είχα την ευκαιρία να μοιραστώ τις παραπάνω σκέψεις με ιστορικούς της Πορτογαλίας – μεταξύ άλλων. Είχε ενδιαφέρον, μιλώντας για τις ευθύνες των ιστορικών, να συζητά κανείς το ρόλο τους τόσο σε συνθήκες πολυπαραγοντικής κρίσης, που βιώνει η ανθρωπότητα διεθνώς, όσο και σε συνθήκες απουσίας του εκάστοτε εθνικού κράτους. Παρά τις εγγενείς κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες που κουβαλά η κάθε περίπτωση, η κεντρομόλος δύναμη των προβλημάτων, των αναγκών, των ανησυχιών και των συγκαιρινών δυσκολιών, ευνοούσε την παραγωγή ενός διαλόγου και της ανταλλαγής απόψεων και ιδεών, με διεθνικούς και δια-εθνικούς όρους, μιας κοινότητας, η οποία μοιράζεται κοινούς προβληματισμούς, πουμετασχηματίζονται στο εκάστοτε εθνικό σύμπαν.
Οι ιστορίες των δικτατορικών καθεστώτων και των μεταβάσεων στη Δημοκρατία, τόσο της Πορτογαλίας όσο της Ισπανίας και της Ελλάδας, είναι ζητήματα τα οποία έχουν μελετηθεί και συνεχίζουν να προσελκύουν το ενδιαφέρον των ιστορικών, εμπλουτίζοντας σημαντικά την ιστοριογραφία, τόσο σε εθνικό όσο και σε συγκριτικό διεθνές επίπεδο. Η φύση των καθεστώτων, η ιδεολογική και πολιτική τους σκευή, το μέγεθος της βίας, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί και οι μηχανισμοί ελέγχου και επιβολής, το κοινωνικο-πολιτισμικό βάθος εδραίωσης μιας τέτοιας εξουσίας, η κοινωνική αποδοχή, η αντίσταση και ο αντιδικτατορικός αγώνας, οι έμφυλες διαστάσεις, το πολιτισμικό και ιστορικό φορτίο που κουβαλά το εκάστοτε εθνικό περιβάλλον και η φαντασιακή πρόσληψη του εαυτού, η οικονομική πολιτική και πολλά ακόμη, είναι ορισμένα από τα στοιχεία στα οποία μπορεί κανείς να εστιάσει και να διακρίνει ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των παραπάνω περιπτώσεων.
Οι συγκρίσεις, συνεπώς, είναι δυνατόν να ιδωθούν τόσο ως προς τη φύση των καθεστώτων ή τον τρόπο που συντελέστηκαν οι μεταβάσεις όσο και ως προς το πώς μια κοινωνία και οι θεσμοί της επιλέγουν κάθε φορά να διαχειριστούν ένα ιστορικό φορτίο που αλλάζει βάρος και μετασχηματίζεται, όχι όταν στέκει ακίνητο αλλά, όταν το ρωτάμε, αναγκάζοντάς το να μετακινηθεί από τη βολική θέση της μνημονικής αδράνειας, φέρνοντας στο παρόν τις φωνές και τις σιωπές του.
Κατηφορίζοντας πια, περνώντας τις πολυάριθμες πλατείες με τα ογκώδη μνημεία και καταλήγοντας στο λιμάνι της πόλης, μπορεί κανείς να περπατήσει και να δει πέρα από τις γραφικές γειτονιές, τα τεράστια αγάλματα των «εξερευνητών», των μεγάλων ανδρών που στέκουν επίσης υπερήφανοι, θυμίζοντας το μεγαλείο μιας πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας.
Σκεφτόμουν, εξερευνώντας και αυτήν την πλευρά της πόλης, ότι οι επέτειοι ενέχουν την έννοια του στιγμιαίου χρόνου, ενώ η λειτουργία τους αποκτά νόημα μόνο μέσω της επανάληψης. Μια στιγμή, λοιπόν, στην οποία παρελθόν και παρόν συγχωνεύονται, και η οποία δεν θα είχε νόημα αν δεν υπήρχε η επανάληψη εν είδει επιτέλεσης, για να προσδώσει ένα χαρακτήρα σταδιακής εγγραφής του παρελθόντος στο συλλογικό νου. Από την άλλη, τα επιβλητικά αγάλματα και τα μνημεία στέκουν εκεί καθημερινά ολοχρονικά, έχοντας κερδίσει τη θέση τους στο βάθρο μιας αποικιακής συνείδησης που δεν αμφισβητείται παρά μόνο αν κουνήσουμε πάλι τα γρανάζια και αρχίσουμε να θέτουμε ερωτήσεις. Ερωτήσεις που αμφισβητούν παραδεδομένα σχήματα και ωθούν τους διαβάτες που περνούν καθημερινά δίπλα τους να σταθούν μια στιγμή και να αναρωτηθούν: ποια είναι, για παράδειγμα, η θέση των συμβόλων του παρελθόντος στο παρόν.
Με αφορμή τα αποικιακά σύμβολα, έρχεται στο νου μου το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας. Στο Bristol, το άγαλμα του Colston, που κάποτε φτιάχτηκε να κοιτάζει από ψηλά το ποτάμι, αποτελούσε σαφώς πολιτισμικό προϊόν της εποχής του, όπως και ο Colston που πριν λίγα χρόνια αντίκριζε αντιστρόφως –έστω για λίγο– από το βάθος του ποταμού Avon τον ουρανό, ήταν προϊόν μιας άλλης εποχής. Και οι δύο Colston ήταν προϊόντα κινήσεων, μικρών και μεγαλύτερων «δονήσεων» της ιστορίας. Επιστρέφοντας από την παρέκβαση μιας άλλης αποικιακής αυτοκρατορίας, θα είχε ίσως ενδιαφέρον να δούμε αν η συλλογική ανάμνηση της πορτογαλικής Μετάβασης, θα μπορούσε να αποτελέσει το εφαλτήριο ενός συνολικότερου αναστοχασμού γύρω από τα παρελθόντα (και όχι από το παρελθόν) ενός έθνους, που συνδέονται μεταξύ τους σαν κρίκοι και σφυρηλατούν μια πληθυντική ταυτότητα. Δικτατορία, Δημοκρατία, Αποικιοκρατία.
Το ερώτημα που ενδεχομένως ανακύπτει 50 χρόνια μετά είναι αν οι ιστορίες των παραπάνω μεταβάσεων είναι ικανές να συνομιλήσουν στο σήμερα, ενεργοποιώντας ένα παρελθόν και θέτοντας σε κίνηση τόσο τα ιστορικά υποκείμενα όσο και τους θεσμούς για τη διαχείριση της μνήμης του. Σε αυτή την αναζήτηση, είναι αναγκαίο, αφενός, να ξαναδούμε τα παραπάνω όχι μόνο στον εκάστοτε περίκλειστο εθνικό (μας) κόσμο, αλλά να ψάξουμε τους δι-εθνικούς κρίκους των ιστοριών που έχουν συνθέσει, με τον τρόπο τους, τις συνθήκες από τις οποίες σήμερα θέτουμε τα ερωτήματα και κοιτάζουμε προς τα πίσω. Έστω κι αν αυτές δεν φαντάζουν ευοίωνες, αποτελούν, εντούτοις, τη βάρκα του παρόντος, στην οποία οφείλουμε να μπούμε, αν θέλουμε να «κάνουμε ιστορία».