Εθνικές εκλογές 1981: oι προεκλογικές συγκεντρώσεις
και η «μάχη» της αφίσας μέσα από τον Τύπο
Στέλιος Τσουκάλης
Οι προεκλογικές συγκεντρώσεις αποτέλεσαν διαχρονικά κορυφαίο γεγονός της εκστρατείας των κομμάτων και βασικό στοιχείο της νεότερης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. Ο χαρακτήρας, όμως, που έλαβαν κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο μπορεί να αναχθεί στη δεκαετία του 1960 και στον «Ανένδοτο αγώνα» του Γεωργίου Παπανδρέου ενάντια στο κράτος της Δεξιάς. Τότε για πρώτη φορά οι μάζες –μετά από την μακροχρόνια πολιτική καταστολή με πρόσχημα τον κομμουνιστικό κίνδυνο– εξήλθαν από τα πολιτικά γραφεία και σαλόνια στο δημόσιο χώρο και ο Γεώργιος Παπανδρέου, ως εκπρόσωπος των πολιτών, που διαδήλωναν τα δημοκρατικά δικαιώματά τους, μετέτρεψε «το προεκλογικό μπαλκόνι από ένα βάθρο ομιλητή, σε βήμα έκφρασης αποσιωπημένων αγώνων».[1] Ωστόσο, κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, υπό την κυριαρχία του μανιχαϊσμού στην οριοθέτηση των πολιτικών και κοινωνικών ταυτοτήτων, οι προεκλογικές συγκεντρώσεις δεν ήταν μια «γιορτή της δημοκρατίας», μια απόδειξη κατοχύρωσης των συνταγματικών ελευθεριών του λαού, όπως συνέβη στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης‧ αντίθετα αποτέλεσαν μέσο επιβολής των κομματικών παρατάξεων.[2] Σε αυτό συνέβαλλε καθοριστικά ο Τύπος, ο οποίος έχοντας έντονα παραταξιακό χαρακτήρα δεν ανέλαβε, όπως στο παρελθόν, μόνο την αναμετάδοση και το σχολιασμό των πολιτικών τεκταινομένων, αλλά διαφήμιζε την επιρροή των κομματικών μηχανισμών, επιτείνοντας την πόλωση.[3]
Το 1981 οι προεκλογικές συγκεντρώσεις προκάλεσαν το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, με τον παραταξιακό Τύπο να επιδίδεται σε έναν πρωτοφανή ανταγωνισμό για την εντυπωσιακότερη περιγραφή τους. Πριν από τη συγκέντρωση, με μια αναλυτική περιγραφή οι δημοσιογράφοι παρουσίαζαν την προετοιμασία αυτής. Χαρακτηριστικοί ήταν οι τίτλοι «Στο πόδι όλη η Αθήνα»[4] για τη συγκέντρωση του Α. Παπανδρέου, «Ο λαός της Αθήνας θα σαρώσει απόψε τους μαρξιστές»[5] για την ομιλία του Γ. Ράλλη ή «Παλλαϊκός συναγερμός στην Αθήνα»[6] για την αντίστοιχη του Χ. Φλωράκη. Έτσι, σύμφωνα με εκτενή δημοσιογραφικά κείμενα, οι πόλεις ντύνονταν στα μπλε, στα πράσινα, στα κόκκινα με αφίσες και πανό: «Πέντε χιλιάδες νέοι Θεσσαλονικείς μεταμόρφωσαν την τσιμεντένια πόλη σε καταπράσινη πόλη. Η πλατεία Αριστοτέλους ήταν κόκκινη από τη μεγάλη συγκέντρωση του ΚΚΕ. Η συμφωνία ήταν να αρχίζει να πρασινίζει από τα μεσάνυχτα».[7]
Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων την επομένη της συγκέντρωσης δέσποζε φωτογραφία της προεκλογικής συγκέντρωσης του κόμματος της αρεσκείας τους, συνοδευόμενη από λεζάντα που αποδείκνυε του λόγου το ασφαλές. Αντίθετα, την προεκλογική συγκέντρωση του αντίπαλου κόμματος την εικόνιζαν σε μια μικρότερη φωτογραφία στις επόμενες σελίδες, με μια λεζάντα που αναφερόταν στην αραιή συγκέντρωση του αντιπάλου, που συχνά τη χαρακτήριζαν «φιάσκο».[8] Επομένως, η φιλική καταγραφή των συγκεντρώσεων του αντιπάλου που παρατηρούνταν στις εκλογές του 1974 είχε περάσει ανεπιστρεπτί.[9]
Εκτός από τις συγκεντρώσεις του αντιπάλου, μέτρο σύγκρισης αποτελούσε και ο βαθμός μαζικότητας του ίδιου του κόμματος, αφού οι μηχανισμοί κινητοποίησης των κομμάτων την περίοδο αυτή αξιολογούνταν με κριτήριο τη δυνατότητά τους να συγκεντρώσουν μαζικά οπαδούς σε μια πλατεία.[10] Βέβαια, οι μαζικές κινητοποιήσεις του ΠΑΣΟΚ με τη συμβολή του βασικού οργανωτή, Κ. Κουλούρη, ήταν ανυπέρβλητες, με αποτέλεσμα η ΝΔ να υπολείπεται ως τις εκλογές του 1985.Έτσι, η σύγκριση των προεκλογικών συγκεντρώσεων του ΠΑΣΟΚ με τις εκλογές του 1977 αποτυπωνόταν ακόμη και με κάτοψη, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να αντιληφθεί τη διαφορά όγκου του πλήθους.[11] Ο δημοσιογραφικός λόγος αναλάμβανε, υπολογίζοντας τα τετραγωνικά μέτρα και τα άτομα που χωρούσαν σε αυτά, να καταμετρήσει τη μαζική συνάθροιση, αφού ο βαθμός μαζικότητας του κόμματος αποτελούσε πρωταρχικά μέτρο πρόγνωσης του εκλογικού αποτελέσματος. Σύμφωνα με τον Αρ. Μάνεση, στις εκλογές του 1981 οι αθρόες συγκεντρώσεις του λαού πιστοποιούσαν την ισχύ του κάθε κόμματος.[12] «Επιβλητική επίδειξη ισχύος και υπεροχής ήταν η χθεσινή συγκέντρωση» τιτλοφόρησε το φύλλο της ακόμα και η μετριοπαθής Καθημερινή για τη συγκέντρωση του Γ. Ράλλη στο Σύνταγμα.[13] Αντίστοιχα, η φιλοπασοκική Ελευθεροτυπία επισήμανε ότι η ασφυκτικά γεμάτη συγκέντρωση στη Λάρισα προμήνυε τη μεγάλη νίκη, αφού κατά την ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου «όποιος γεμίσει τα 23 στρέμματα αυτής θα γίνει πρωθυπουργός».[14] Το μέγεθος, λοιπόν, της πλατείας που γέμιζε ασφυκτικά με οπαδούς αποτελούσε την καλύτερη σφυγμομέτρηση. Στα δυο στρατόπεδα της Αριστεράς, το ΚΚΕ εσωτερικού μιλούσε για συγκεντρώσεις πολύ πιο ογκώδεις από τις αντίστοιχες της Συμμαχίας το 1977, ενώ το ΚΚΕ εξέφραζε τη σιγουριά του ότι στις εκλογές θα κατακτούσε τον πολυπόθητο στόχο του 17%.[15]
Ο προεκλογικός Τύπος κατέγραφε και την ηλικιακή και κοινωνική σύνθεση του πολιτικού ακροατηρίου. Ενδεικτικά, το Βήμα έγραψε για τη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στην πλατεία Συντάγματος: «Συναντήθηκαν ακόμη στη χθεσινή συγκέντρωση άνδρες και γυναίκες που καταφανώς ανήκαν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Μπορούσε κανείς εύκολα στις χιλιάδες των συγκεντρωμένων να διακρίνει εργάτες πλάι σε φοιτητές και σε εύπορους, άτομα με ροζιασμένα χέρια που χειροκροτούσαν τα ίδια συνθήματα που επίσης χειροκροτούσαν γυναίκες με περιποιημένα χέρια».[16]
Όπως φαίνεται, για το ΠΑΣΟΚ οι διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που προσέρχονταν στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ήταν όλοι όσοι στοίχιζαν τις τάξεις του αγώνα για τη «μεγάλη Αλλαγή, για την εθνική, κοινωνική και πολιτιστική απελευθέρωση». Το ΠΑΣΟΚ, απλοποιώντας τον κοινωνικό χώρο και αίροντας τις επιμέρους διαφορές, πρόβαλλε την ιδέα ότι όσοι συντάσσονταν με το κόμμα –ακόμα και οι εύποροι– ανήκαν στους μη προνομιούχους, που έπρεπε να αντιπαρατεθούν στους προνομιούχους της ΝΔ.[17] Απέκλειε δηλαδή μόνο τους προνομιούχους –που ταυτίζονταν με μια μικρή μειοψηφία ολιγαρχών και όσους τους στήριζαν– χωρίς όμως να αναγνωρίζει και ηγετικό ρόλο στην εργατική τάξη, όπως έκανε η Αριστερά.[18] Άλλωστε, το ΠΑΣΟΚ ήδη από τις εκλογές του 1977, αποσκοπώντας στην κατάληψη της εξουσίας, απέφευγε την ταύτισή του με ένα συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα και απευθυνόταν σ’ ένα ευρύτερο πολιτικό ακροατήριο, το οποίο καλλιεργούσε την αυτοεικόνα του αδικημένου.[19] Η αναζήτηση ευρύτερης κοινωνικής συναίνεσης του ΠΑΣΟΚ, όπως ήταν αναμενόμενο, δέχτηκε τα πυρά όχι μόνο της ΝΔ αλλά και των Αριστερών κομμάτων, με την Αυγή να καταγγέλλει ότι ο αυτοχαρακτηρισμός του ΠΑΣΟΚ ως «κόμματος των μη προνομιούχων» ήταν εφεύρημά του για να συμπεριλάβει στο σχήμα του όλους τους δυσαρεστημένους της Δεξιάς,[20] μιας διευρυμένης μεσαίας τάξης, η οποία μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1979 και την αύξηση του πληθωρισμού, απαιτούσε πλέον καλύτερες συνθήκες ζωής και ενίσχυση του κράτους πρόνοιας.[21]
Την ίδια ηλικιακή και κοινωνική σύνθεση είχε και το ακροατήριο του αντίπαλου στρατοπέδου, το οποίο αποτελούνταν από ώριμους και μεγαλύτερους άνδρες, από γυναίκες και νοικοκυραίους αγρότες, εργάτες, υπαλλήλους, βιοτέχνες, εμπόρους, επιστήμονες, ελεύθερους επαγγελματίες.[22] Με τον ίδιο τρόπο, η ΝΔ μέσα από μια λογική ισοδυναμιών κατασκεύαζε μια ενοποιητική κατηγορία, που ήταν ο λαός, στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν όλες οι παραγωγικές τάξεις.[23] Ωστόσο, παρόλο που η ΝΔ πρέσβευε το ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό, όπως εκφράστηκε από τον Κ. Καραμανλή, με τη μεταπήδηση του τελευταίου στην Προεδρία της Δημοκρατίας το 1980 ενεργοποιήθηκαν στο δημόσιο λόγο τα αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά, τα οποία εξέφραζαν τον κόσμο και τις αξίες των «νοικοκυραίων».[24]
Όσον αφορά τη γεωγραφική προέλευση του συγκεντρωμένου πλήθους οι αλληλοκατηγορίες για «μετακινούμενους οπαδούς», για «συνάθροιση εκδρομέων» σύμφωνα με τη Βραδυνή,[25] ήταν μόνιμες μετά από κάθε προεκλογική ομιλία. Η κάθε μια από τις παρατάξεις χαρακτήριζε τη δική της συγκέντρωση «αυθόρμητη», ενώ του αντιπάλου «οργανωμένη». Ακόμη κι αν αναγνωριζόταν στον αντίπαλο μια ικανοποιητική συγκέντρωση, αυτή πάντα οφειλόταν στον οργανωτή της.[26]
Κι εφόσον οι εκλογές της δεκαετίας του 1980 είχαν το «συμβολικό σχήμα της εμπόλεμης αναμέτρησης», με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας,[27] γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας χαρακτηρίζονταν ως «κάστρα» που είτε αντιστέκονταν είτε υποτάσσονταν στους δυο πολιορκητές.[28] Η δημοσιογραφική γραφίδα των Νέων έγραφε χαρακτηριστικά: «Και η Καλαμάτα, κάστρο της Δεξιάς για χρόνια και χρόνια, εκδηλώθηκε σύσσωμη υπέρ της Αλλαγής».[29] Αυτή η πολεμική ατμόσφαιρα πιστοποιούνταν από τίτλους, όπως «Τετέλεσται. Η Αθήνα έδωσε τη χαριστική βολή»[30] για τη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ ή από συνθήματα όπως «απόψε πεθαίνει η Δεξιά». Το σκηνικό θανάτου, όμως, δεν περιοριζόταν μόνο στα συνθήματα και στους κεντρικούς τίτλους των πρωτοσέλιδων του προεκλογικού Τύπου. Οι εφημερίδες, σε μια προσπάθεια να αποδώσουν την ένταση ανάμεσα στα δυο κομματικά στρατόπεδα, άγγιζαν τα όρια της υπερβολής, προσπαθώντας να μεταφέρουν στον αναγνώστη το μακάβριο θέαμα που δημιουργούσαν στις συγκεντρώσεις οι φανατισμένοι οπαδοί. Ένα τέτοιο θέαμα περιέγραφε η Ακρόπολις για την ομιλία του Γ. Ράλλη στο Σύνταγμα: «Στο ύψος του πεζόδρομου της πλατείας Συντάγματος μοιράζονται «κηδειόχαρτα» για την «αλλαγή».[31]
Οι εφημερίδες κατέγραφαν ακόμη τη σχέση που αναπτυσσόταν ανάμεσα στον ηγέτη και τον λαό. Οι οπαδοί του κάθε κόμματος, επιδεικνύοντας την κομματική τους στράτευση με κονκάρδες και φουλάρια, υποδέχονταν το μεσσία τους κραδαίνοντας πράσινες, γαλάζιες ή και κόκκινες σημαίες. Κι όταν εμφανιζόταν στη σκάλα του αεροδρομίου, προσπαθούσαν να σπάσουν τις αλυσίδες περιφρούρησής του και να προσεγγίσουν τον ηγέτη-μεσσία τους. Ακολουθούσε η πομπή οχημάτων, ενώ στα πεζοδρόμια οι πολίτες σταματούσαν τις δουλειές τους για να χειροκροτήσουν την πομπή ή να έρθουν σε επαφή μαζί του, αν στη μέση της διαδρομής έκανε στάση ο αρχηγός για να χαιρετίσει το πλήθος, επιβεβαιώνοντας την εύστοχη παρατήρηση του Στάθη Καλύβα ότι στη δεκαετία του 1980 «η ατομική κομματική ταύτιση γινόταν δημόσια και ορατή».[32] Ενώ, λοιπόν, μέχρι το 1981 οι πολίτες συγκεντρώνονταν στις πλατείες για να ακούσουν τις ομιλίες των αρχηγών των κομμάτων, στις εκλογές του 1981, σ’ αυτό το μαζικό θέαμα, ο λαός ήταν δραστήριο υποκείμενο που ρύθμιζε την πολιτική αναμέτρηση, αφού η επίδειξη ισχύος, την οποία επιθυμούσαν διακαώς να δείξουν οι αντίπαλοι, βασιζόταν κατά ένα μέρος στους οπαδούς τους. Και ο πολιτικός αρχηγός πάντα άναυδος, αντικρίζοντας το πλήθος και το πάθος του λαού στην πλατεία, δυσκολευόταν να ξεκινήσει την ομιλία του, καθώς οι μάζες τον επευφημούσαν κουνώντας σημαίες και πανό και φωνάζοντας συνθήματα.[33]
Αν ληφθεί υπόψη ότι τα ρεπορτάζ μετρούσαν ακόμη και τα δευτερόλεπτα που διαρκούσαν τα χειροκροτήματα των οπαδών για το κάθε θέμα στο οποίο αναφερόταν ο αρχηγός τους,[34] διαπιστώνεται ότι ο διάλογος μεταξύ του ηγέτη και των οπαδών του υποδήλωνε ότι τα κόμματα ήταν προσωποπαγή. Αυτή η προσωποπαγής σχέση ηγέτη – οπαδών διαμόρφωνε την πολιτική επικοινωνία των κομμάτων σε όλη τη δεκαετία του 1980.[35] Έτσι, η μαζική συγκέντρωση δημιουργούσε το κλίμα για την «μυστικιστική» επικοινωνία του χαρισματικού ηγέτη με το πλήθος. Βέβαια, από τη στιγμή που η επιτυχία της προεκλογικής συγκέντρωσης μετριόταν με βάση το μέγεθος και τον παλμό των οπαδών, το ΠΑΣΟΚ ήταν ο αδιαμφισβήτητος νικητής.[36]
Ωστόσο, στις εκλογές του 1981 –αντίθετα με ό,τι συνέβη στις εκλογές του 1974 και 1977– τα δημοσιογραφικά επιτελεία δεν έστρεφαν το ενδιαφέρον τους πρωτίστως στο πλήθος που διαδήλωνε τις δημοκρατικές του ελευθερίες αλλά στον πολιτικό αρχηγό και στην ικανότητά του να μαγεύει τα πλήθη.[37] Το ΠΑΣΟΚ ασφαλώς είχε το προβάδισμα στη «μάχη» της ρητορικής δεινότητας, καθώς οι μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις και η επικοινωνία του Α. Παπανδρέου με το λαό συγκροτούσαν την κομματική συλλογικότητα και διαμόρφωναν την πασοκική ταυτότητα.[38] Οι φιλοπασοκικές ιδιαίτερα εφημερίδες εστίαζαν στο ότι ο Α. Παπανδρέου μιλούσε στο πλήθος χωρίς χειρόγραφο και ανέπτυσσε μαζί του διάλογο, καταγράφοντας τη δήλωσή του στη Χαλκίδα: «Απόψε δεν ακούτε εσείς εμένα, εγώ άκουσα εσάς».[39] Την ίδια στιγμή δεν παρέλειπαν βέβαια να επισημάνουν και την έλλειψη επαφής του Γ. Ράλλη με τους οπαδούς του.[40] Στο αντίπαλο στρατόπεδο οι φιλοδεξιές εφημερίδες, ακόμα κι αν χαρακτήριζαν ικανοποιητική τη συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ, έδιναν αρνητικό πρόσημο στο «δημαγωγό» Α. Παπανδρέου[41] και ταυτόχρονα κατέβαλλαν φιλότιμες προσπάθειες για να προβάλουν την «άμεση επαφή με το πλήθος» του μειλίχιου Γ. Ράλλη.[42] Η ίδια όμως αντιπαράθεση επί της ρητορικής ικανότητας χαρακτήριζε και τους δυο αντιπάλους στο χώρο της Αριστεράς. Η Αυγή προέβη σε μια σύγκριση του «συνοφρυωμένου Χ. Φλωράκη που συλλάβιζε την ομιλία του από ένα χειρόγραφο με τετριμμένα επιχειρήματα» με το «ζωντανό, παλλόμενο» λόγο του Λ. Κύρκου, ο οποίος διέθετε το «θείο χάρισμα της ρητορείας».[43]
Επιπλέον, ο λαός –στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης του προεκλογικού αγώνα– θύμιζε οπαδό ποδοσφαιρικής ομάδας, ο οποίος διέθετε σύμβολα, στοιχήματα[44] και ασφαλώς συνθήματα. Κι από τη στιγμή που στην εκλογική αναμέτρηση του 1981 η πολιτική πόλωση χαρακτηριζόταν από οξύτητα, παρατηρήθηκε παράλληλα και μια κορύφωση του πολιτικού συνθήματος. Στις εκλογές του 1981 το σύνθημα «Αλλαγή» αποτέλεσε κεντρικό μέρος μιας εορταστικής ατμόσφαιρας στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ, στο λεγόμενο «πανηγύρι της Αλλαγής».[45] Στο πασοκικό σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» οι οπαδοί της ΝΔ απαντούσαν με τα συνθήματα «Ευρώπη, πρόοδος, ευημερία, ζήτω η ΝΔ» και «δεν μας θέλουν στην ΕΟΚ Τούρκοι, Ρώσοι και ΠΑΣΟΚ»,[46] κινδυνολογώντας ότι η πασοκική αλλαγή περιέκλειε κάθε απόπειρα ανατροπής των πάντων και κυρίως των κεκτημένων της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Το πολιτικό σύνθημα, λοιπόν, ευθυγραμμισμένο με την πολιτική ατζέντα των κομμάτων ασκούσε σημαντική επίδραση στην όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης, όπως αντίστοιχα και η γενικότερη πολεμική ατμόσφαιρα των μαζικών συναθροίσεων.
Άμεσα συνδεδεμένη με το μεσσιανικό μοντέλο που κυριάρχησε στις εκλογές της δεκαετίας του 1980 ήταν και η υποχώρηση του ορθού λόγου στη θέση μιας άκρατης θρησκοληψίας, όπως επεσήμανε ο Στέφανος Πεσμαζόγλου.[47] Για παράδειγμα, το 1981 η είσοδος του Α. Παπανδρέου παρομοιάστηκε από το φιλοπασοκικό Τύπο με την είσοδο του Χριστού στην Ιερουσαλήμ.[48] Αντίστοιχα, η Ακρόπολις, περιγράφοντας την εμφάνιση του Γ. Ράλλη στο προεκλογικό μπαλκόνι στην πλατεία Αριστοτέλους, έγραφε: «Πολλά περιστέρια πέταξαν πάνω από τον χώρο της συγκέντρωσης. Ένα από αυτά –λευκό– πήγε στον κ. Ράλλη. Ο πρωθυπουργός το έπιασε και το έστειλε προς το πλήθος».[49] Ο παραλληλισμός από το δημοσιογράφο της αγνότητας του περιστεριού –συμβόλου του Αγίου Πνεύματος– με τον πράο σωτήρα Γ. Ράλλη, που εγγυόταν την ειρήνη και την ευημερία στη χώρα, ήταν προφανής.
Εκτός όμως από στοιχεία θρησκοληψίας, ο προεκλογικός Τύπος εμφάνιζε και στοιχεία αρχαιολαγνείας, που χρησιμοποιήθηκε κι αυτή ως μέσο έκφρασης της πόλωσης μεταξύ των αντίπαλων στρατοπέδων.[50] Έτσι, η αρθρογράφος της Καθημερινής περιέγραψε με περίσσεια γλαφυρότητα την εμφάνιση του Γ. Ράλλη στην πλατεία Συντάγματος σε μια συγκέντρωση στην οποία και η «μισοφωτισμένη Ακρόπολη από ψηλά και μακριά φαινόταν να παραστέκει»,[51] δημιουργώντας στον αναγνώστη τον ακόλουθο συνειρμό: το κορυφαίο υλικό αποτύπωμα της αρχαιότητας, ο Παρθενώνας, έδινε την έγκρισή του στη συνέχιση της πολλά υποσχόμενης πολιτικής της ΝΔ. Σύμφωνα με τον Γ. Χαμηλάκη, οι αρχαιότητες ως «ηθική αυθεντία» παρακολουθούν τους Νεοέλληνες «προκαλώντας συγκρίσεις ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν των προγόνων και στο όχι ένδοξο παρόν».[52] Ασφαλώς, στην προκειμένη περίπτωση για τη φιλοδεξιά εφημερίδα το «όχι ένδοξο παρόν» δεν αφορούσε τη διακυβέρνηση της χώρας από τη ΝΔ, αλλά τον κίνδυνο ανόδου στην εξουσία του «επικίνδυνου, μαρξιστικού ΠΑΣΟΚ».
Στον χώρο της Αριστεράς οι επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας και των δυο κομμάτων αντιτάχθηκαν στον ευτελισμό της πολιτικής ζωής, στον οποίο κατέφυγαν οι εκπρόσωποι του δικομματισμού. Στο ίδιο πλαίσιο με τα κομματικά στελέχη, οι δυο εφημερίδες της Αριστεράς, ο Ριζοσπάστης και η Αυγή, τόνιζαν διαρκώς ότι ο λόγος της Αριστεράς δεν είχε καμιά σχέση με τη ρητορεία των μπαλκονιών ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αλλά αποτελούσε «δείγμα ποιότητας και ήθους με στόχο την προσέλκυση κριτικά σκεπτόμενων πολιτών και όχι απλώς χειροκροτητών».[53] Ας μην παραλείπεται, άλλωστε, η παρατήρηση του Θ. Διαμαντόπουλου ότι «τα ενδεχόμενα πιο επαναστατικά κόμματα υιοθετούν μια στρατηγική προσανατολισμένη κυρίως στην προβολή του ιδεολογικού τους λόγου».[54] Ωστόσο, όσο κι αν προσπάθησαν τα κομματικά στελέχη της Αριστεράς αλλά και ο φιλικός της Τύπος να δείξουν ότι οι δικές τους συγκεντρώσεις απείχαν παρασάγγας από εκείνες που οργάνωναν οι κύριοι διεκδικητές της εξουσίας, στην πραγματικότητα ο αριστερός Τύπος υπέκυψε κι αυτός στον πειρασμό της περιγραφής των προεκλογικών συγκεντρώσεων, με την ίδια περίπου συνταγή που χρησιμοποιούσαν οι φιλοπασοκικές και φιλοδεξιές εφημερίδες. Μάλιστα, η Αυγή, αντανακλώντας τα συμπλεγματικά χαρακτηριστικά του ΚΚΕ εσωτερικού, τόνιζε εμφαντικά τον απόηχο της ομιλίας του Λ. Κύρκου στην Ομόνοια τόσο στην κοινή γνώμη όσο και στη μεγάλη μερίδα του Τύπου, καταγράφοντας με τρόπο υπερβολικά κολακευτικό τα σχόλιά τους για το «πανεθνικής σημασίας γεγονός», όπως το χαρακτήρισε.[55]
Σε αυτήν τη μορφή πολιτικής επικοινωνίας, όπως προαναφέρθηκε, ο Τύπος διαδραμάτιζε καίριο ρόλο, προβάλλοντας υπέρ το δέον τη μεταξύ τους αντιπαράθεση στις πλατείες. Η σημασία που απέδιδε ο φιλοπασοκικός Τύπος στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του 1981 αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ήταν το δεύτερο θέμα σε συχνότητα στους κεντρικούς τίτλους των πρωτοσέλιδων της προεκλογικής περιόδου, βεβαίως μετά την προώθηση του αρχηγικού μοντέλου, που ενσαρκωνόταν στο πρόσωπο του Α. Παπανδρέου.
Στην ίδια εκλογική αναμέτρηση στο στρατόπεδο της ΝΔ τη μάχη των εντυπώσεων έδωσαν η Ακρόπολις και η Βραδυνή. Σε αντίθεση με τον φιλοπασοκικό Τύπο, οι φιλοδεξιές εφημερίδες στους τίτλους των πρωτοσέλιδων έδειξαν αναλογικά αισθητά μικρότερο ενδιαφέρον για τις συγκεντρώσεις του Γ. Ράλλη. Η αδυναμία του ήπιου Γ. Ράλλη να αναμετρηθεί στη μάχη του μπαλκονιού με το δεινό ρήτορα αλλά και θιασώτη της πόλωσης, Α. Παπανδρέου, οδήγησαν τις φιλοδεξιές εφημερίδες να επιδοθούν σε μια ακραία κινδυνολογία κατά του ΠΑΣΟΚ, μια κινδυνολογία που στρεφόταν εναντίον του ίδιου του Α. Παπανδρέου. Επρόκειτο για μια κινδυνολογία που συμπορευόταν με τη γενικότερη τακτική της ΝΔ, που αντανακλούσε την κρίση που αντιμετώπιζε.[56]
Στον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς, στην «ορθόδοξη» εκδοχή της, ο Ριζοσπάστης στην εκλογική αναμέτρηση του 1981αφιέρωσε όλους τους τίτλους των πρωτοσέλιδών του στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, που αποδείκνυαν και ταυτόχρονα ενίσχυαν τη δυναμική των κινητοποιήσεων του κόμματος, με στόχο την «Αλλαγή». Στην ευρωκομμουνιστική εκδοχή της Αριστεράς η Αυγή, στο ίδιο μήκος κύματος με τον Ριζοσπάστη, συμμετέχοντας ενεργά στη μάχη των εντυπώσεων, πρόβαλε συστηματικά τις συγκεντρώσεις του κόμματος. Μάλιστα, ενδεικτικό της μεγάλης σημασίας που απέδιδαν οι δυο αριστερές εφημερίδες στην προεκλογική μάχη είναι το γεγονός ότι στις 7 Οκτωβρίου 1981 ήταν οι μόνες που δεν φιλοξένησαν στον κεντρικό τους τίτλο τη δολοφονία του Αιγύπτιου Προέδρου Α. Σαντάτ.
Η αφίσα ως φορέας πολιτικού λόγου επιστρατεύτηκε από τις κομματικές παρατάξεις, προκειμένου να συμβάλει στην άσκηση ιδεολογικής ηγεμονίας κυρίως κατά την πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδο.[57] Στις εκλογές του 1981, όπως και οι προεκλογικές συγκεντρώσεις, η διαβόητη «μάχη της αφίσας», ως μέσο μαζικής επικοινωνίας, χρησιμοποιήθηκε στο ίδιο πλαίσιο της επίδειξης δύναμης αλλά και κομματικού ανταγωνισμού, τόσο από τους κομματικούς στρατούς όσο και από το φιλικά προσκείμενο Τύπο και μεσουράνησε, λόγω των περιορισμένων πεδίων του δημόσιου λόγου. Ασφαλώς, στο άρθρο αυτό δεν επιχειρείται η σημειολογική και γλωσσολογική ανάλυση των αφισών, αλλά ο τρόπος με τον οποίο συνέβαλαν στην πολιτική πόλωση των βουλευτικών εκλογών του 1981 και ταυτόχρονα στον τρόπο με τον οποίο αποτύπωναν εναργέστατα την κοινωνική πόλωση.
Το 1981 το ΠΑΣΟΚ εικονογράφησε το κυβερνητικό του πρόγραμμα, επονομαζόμενο ως «Συμβόλαιο με το Λαό» σε αφίσες, οι περισσότερες εκ των οποίων είχαν ως κυρίαρχο μότο «Ο λαός θέλει, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να φέρει την Αλλαγή», προβάλλοντας ως σύνθημα το κοινωνικό αίτημα της αλλαγής.[58] Αξιοποιώντας στις αφίσες του όχι μόνο το πορτρέτο του Α. Παπανδρέου αλλά και είκοσι δύο θέματα που απασχολούσαν όλους όσοι ζητούσαν αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, δηλαδή τους μη προνομιούχους, το ΠΑΣΟΚ έδινε την εντύπωση ότι η διεκδίκηση της εξουσίας δεν αφορούσε μόνο τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ αλλά και όλους εκείνους τους απλούς ανθρώπους που συμπαρατάσσονταν στο αγώνα για την Αλλαγή.[59] Επιπλέον, μέσα από την αφίσα που εικόνιζε την ελληνική σημαία να αποκαθηλώνεται με πρώτο ήλο το ΝΑΤΟ, το ΠΑΣΟΚ επιχειρούσε –παραπέμποντας στο σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες»– να προβάλλει το μήνυμα ότι το εθνικό, λαϊκό που συμβολίζει η ελληνική σημαία απειλούταν από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η ΝΔ με την εικόνα της ελληνικής τυπικής οικογένειας ή με την αφίσα που εικόνιζε το πορτρέτο του Γ. Ράλλη δίπλα στο γραφικό εκκλησάκι[60] αποδείκνυε το συντηρητισμό της και την προσκόλλησή της σε παλαιότερα πρότυπα προεκλογικής αφίσας, χωρίς να προσφέρει όραμα για το μέλλον, όπως ήταν αντίστοιχα και το πρόγραμμά της για τη νέα τετραετία.
Την αφισοκόλληση την αναλάμβαναν τα μέλη πολιτικών οργανώσεων νεολαίας ως εθελοντές, που χαρακτηρίζονταν για την ευσυνειδησία τους, ή επαγγελματίες αφισοκολλητές που διέθετε κάθε διαφημιστικό γραφείο. Βέβαια, δεν έλειπαν και οι υποψήφιοι, οι οποίοι αναλάμβαναν οι ίδιοι την αφισοπροβολή τους.[61] Παράλληλα, το κάθε κόμμα, προκειμένου να δείξει τη δυναμική του, τόνιζε ότι οι δικοί του αφισοκολλητές ήταν εθελοντές, ενώ αντίθετα το αντίπαλο κόμμα επένδυε τεράστια ποσά αμφιβόλου προέλευσης στην αφισοκόλληση.[62] Αρθρογράφος των Νέων, τονίζοντας τη διαιρετική τομή Δεξιάς -Αντιδεξιάς, επισήμανε ότι μόνο η ΝΔ ανέθετε την αφισοκόλληση σε διαφημιστικές εταιρείες και όχι σε εθελοντές, όπως έκαναν το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού,[63] ενώ χαρακτηριστικά ήταν τα κολακευτικά σχόλια που επιφύλαξε η Αυγή για την «υπεράνθρωπη προσπάθεια των “Ρηγάδων” που έκαναν τη Λάρισα να κολυμπάει στα χρώματα του ΚΚΕ εσ.»[64]
Ταυτόχρονα, η κριτική περιστρεφόταν γύρω από τα μηνύματα αλλά και την αισθητική της αφίσας του αντιπάλου. «Χωρίς αισθητική οι αφίσες του ΚΚΕ με σύνθημα “Θα θέλει και θα μπορεί”» έγραψε το δημοσιογραφικό επιτελείο της Αυγής, χαρακτηρίζοντας τις αφίσες του ΚΚΕ εσωτερικού λιτές, πληροφοριακές, χωρίς τρανταχτά συνθήματα που μιλούσαν για σοσιαλισμό, δηλαδή «έναν διαφορετικό λόγο που δραστηριοποιεί τη σκέψη, που δεν αποκοιμίζει με την επανάληψη κοινοτοπιών, που δεν χειραγωγεί».[65]
Ο πόλεμος της αφίσας ήταν ανελέητος, κάτι το οποίο επιβεβαίωνε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος: «ο προεκλογικός αγώνας διεξάγεται γενικά σε ατμόσφαιρα ομαλότητας και ηρεμίας με μοναδική εξαίρεση τον πόλεμο αφισών».[66] Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτό συνηγόρησε και η απόφαση της Διακομματικής Επιτροπής να αντιμετωπιστεί με «ευρύ πνεύμα» η εφαρμογή του νόμου για τις προεκλογικές αφίσες.[67] Επρόκειτο, λοιπόν, για ένα σκληρό ανταγωνισμό με τη συναίνεση των κομματικών στρατών, με στόχο την εξαφάνιση των ιδεών. Η Ελευθεροτυπία, περιγράφοντας τις επιχειρήσεις της νυχτερινής μάχης της αφίσας, έγραψε: «Τώρα μέχρι τις εκλογές θα οργώνουν την περιοχή ως τις 4 το πρωί για να “χτυπήσουν” καλύπτοντας τις αντίπαλες αφίσες και να περιφρουρήσουν τις δικές τους από την επίθεση του αντιπάλου. Πρόκειται δηλαδή για μια πραγματική σύγκρουση διαφορετικού είδους των αντίπαλων πολιτικών κομμάτων».[68]
Επιπλέον, οι εφημερίδες παρατηρούσαν ότι στις προηγούμενες εκλογές οι προκλητικές ενέργειες μεταξύ των αντιπάλων ήταν λιγότερες. Αντίθετα, στις πιο πολωμένες εκλογές του 1981 η ΝΔ κατηγορούσε το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ για σκίσιμο ή επικάλυψη αφισών της, το ΠΑΣΟΚ με τη σειρά του κατηγορούσε την ΝΔ, ενώ το ΚΚΕ έστρεφε τα βέλη κατά μελών της ΟΝΝΕΔ, φιλοχουντικών στοιχείων και πολύ συχνά εναντίον της Αστυνομίας.[69] Το ΚΚΕ εσωτερικού τις περισσότερες φορές κατήγγελλε κατά κύριο λόγο το «δογματικό» ΚΚΕ αλλά και την Αστυνομία που επιδείκνυε στάση κατατρομοκράτησης σε βάρος των «Ρηγάδων».[70] Έτσι, το μίσος του αντιπάλου αποτελούσε στην πράξη τεκμήριο της απήχησης του πολιτικού λόγου του κόμματος και εκπλήρωσης της αποστολής του.[71]
Μάλιστα, η Αριστερά, συντηρώντας το «φόβο του χωροφύλακα», συνέχιζε να μηρυκάζει τα τραύματα του αντικομμουνιστικού κράτους της μετεμφυλιακής εποχής, όταν η Αστυνομία και η Χωροφυλακή επιδίδονταν σε διώξεις αριστερών και εκτοπισμούς στα ξερονήσια.[72] Βέβαια, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των οπαδών κάθε κόμματος για την επικράτηση του μπλε, του πράσινου ή του κόκκινου, παρόλο που ήταν βίαιες, σπάνια κατέληγαν στα αστυνομικά τμήματα. Πάντως, ο «πόλεμος» της αφίσας γοήτευε τους νεαρούς αφισοκολλητές, όπως οι ίδιοι δήλωναν: «Ο ωραιότερος πόλεμος την προεκλογική περίοδο δεν είναι αυτός που γίνεται στις πλατείες αλλά ο πόλεμος της αφίσας. Ο πόλεμος που κάνουμε τη νύχτα, όταν ο πολύς ο κόσμος κοιμάται και με το φως του ήλιου σαν τους αρουραίους σταματάμε».[73]
Ο «πόλεμος» της αφίσας όμως εκτός από επικοινωνιακό όπλο, αποτελούσε μέσο πολιτικής κινητοποίησης των κομματικών στελεχών, ένα μέσο στρατολόγησής τους, οι οποίοι καλούνταν να αντιπαρατεθούν με τον αντίπαλο και να αποδείξουν την αγωνιστική τους δράση, την οποία, βέβαια, θα μπορούσαν να εξαργυρώσουν στο μέλλον.[74] Τη θέση αυτή επιβεβαίωσαν και τα φιλοπασοκικά Νέα: «Τώρα που τα παιδιά όλων των ηλικιών από 16-25 θα κολλούν με πάθος τις αφίσες της Αλλαγής ή του 17% πολλοί νέοι θα πλαισιώνουν και τα ψηφοδέλτια».[75]
Η αθρόα συμμετοχή των Ελλήνων στις προεκλογικές συγκεντρώσεις αλλά και στη «μάχη» της αφίσας στις εκλογές του 1981 έδωσε το στίγμα της πολιτικής κουλτούρας που κυριάρχησε σε όλη τη δεκαετία, με βασικό χαρακτηριστικό την υπερπολιτικοποίηση, καθώς ο λαός αναδεικνυόταν σε κεντρικό υποκείμενο της Ιστορίας. Το ερώτημα που ασφαλώς γεννιέται είναι ποιοι παράγοντες συνετέλεσαν στην πολιτική κινητοποίηση των μαζών στις εκλογές του 1981.
Είναι βέβαιο ότι η πολιτική οργάνωση των κομμάτων με πρωτοπόρο το ΠΑΣΟΚ, όπως και ο ρόλος του Τύπου, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην κινητοποίηση των μαζών. Εκείνο όμως που πρωτίστως γαλούχησε τους οπαδούς της κεντροαριστεράς στη λογική της κομματικής στράτευσης ήταν η επιθυμία απαλλαγής από την πολυετή άσκηση της εξουσίας. Ο Α. Παπανδρέου, ως φορέας του συνθήματος «Αλλαγή», πρόβαλλε το όραμα για ευρεία αλλαγή κάθε πτυχής της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής ζωής του τόπου, που αντανακλούσε τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Κυρίως όμως η «Αλλαγή» σήμαινε την έξωση της Δεξιάς από την εξουσία. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, απέρριψε τη στρατηγική της μετριοπάθειας που είχαν ακολουθήσει στη δεκαετία του 1970 ο Κ. Καραμανλής και ο διάδοχός του Γ. Ράλλης, καθώς σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν αναγκασμένος να αναγνωρίσει κάποια θετικά μέτρα της διακυβέρνησης της ΝΔ. Ο Α. Παπανδρέου, όμως, ήταν σίγουρος ότι επιλέγοντας τη στρατηγική της ακραίας πόλωσης θα αναλάμβανε πιο εύκολα τα ηνία της χώρας. Οι υποσχέσεις για ριζικές αλλαγές είχαν ως αποτέλεσμα τα πολυπληθή μικροαστικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας να αισθάνονται ότι επιτέλους ένας πολιτικός φορέας είχε τη βούληση αλλά και την ικανότητα να υλοποιήσει τα αιτήματά τους. Επρόκειτο για το «ξέσπασμα ενός λαού που για χρόνια έμενε βουβός», που ζητούσε «απελευθέρωση εθνική, κοινωνική, πολιτική», σύμφωνα με τον Α. Παπανδρέου.[76]
Αυτός όμως ο ενθουσιασμός, το πάθος, η ενεργητικότητα των «δυνάμεων της Αλλαγής» αποτελούσαν ταυτόχρονα απόρροια της προϊούσας ιδιώτευσης που χαρακτήριζε πλέον την κοινωνία της δεκαετίας του 1980. Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ αυτοπαρουσιαζόταν ως εγγυητής των λαϊκών αιτημάτων μέσα από το θολό περιεχόμενο του όρου «Αλλαγή» ήταν κάτι που λίγο ενδιέφερε μια ολόκληρη κοινωνία, που δεν ήταν κοινωνία των πολιτών. Η χάραξη μιας πολιτικής, η οποία θα συνέβαλε στην αντιμετώπιση των καίριων προβλημάτων της κοινωνίας, ήταν ασήμαντη μπροστά στην ικανοποίηση των ιδιοτελών συμφερόντων των πολιτών στο πλαίσιο μιας καταναλωτικής κοινωνίας. Είχε έρθει επομένως η στιγμή που τα μικροαστικά στρώματα μπορούσαν όχι απλώς να διεκδικήσουν, όπως έκαναν κατά την προδικτατορική εποχή, αλλά να απαιτήσουν προνόμια, τα οποία έως τότε ανήκαν μόνο στην ελίτ με πολλές πιθανότητες επιτυχίας.[77] Έτσι, ο μη προνομιούχος δεν συμμετείχε στην πολιτική βάσει ενός οράματος για πραγματική κοινωνική αλλαγή, αλλά με την προσδοκία της προσωπικής ή της οικογενειακής του διασφάλισης.[78]
Ωστόσο, αν για την πλειοψηφία των πολιτών η υπόσχεση για «Αλλαγή» αποτελούσε τη βάση της κινητοποίησής τους, για τους οπαδούς της Δεξιάς ο κίνδυνος ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τούς ανάγκαζε να υπερασπιστούν μια παράταξη που φαινόταν να χάνει την πολυετή μονοπώληση της εξουσίας και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα να εξασφαλίζει προνόμια στην κομματική της βάση.[79]
Καταληκτικά, η αλλοίωση της λαϊκής κυριαρχίας, με την επίδειξη δύναμης των κομματικών στρατών μέσα από τις προεκλογικές συγκεντρώσεις και τον αφισοπόλεμο, συνετέλεσε στη στόμωση της κρίσης του ψηφοφόρου, στην υποβάθμιση της πολιτικής από κοινωνική δραστηριότητα σε θέαμα, που στόχευε στη συγκινησιακή φόρτιση του εκλογικού σώματος. Οι οπαδοί από την πλευρά τους, έχοντας την ανάγκη να ταυτιστούν με χαρισματικούς ηγέτες, οι οποίοι με τη σειρά τους ενεργοποιούσαν απαρχαιωμένα πρότυπα πολιτικής συμπεριφοράς,[80] συμμετείχαν παθιασμένα στις προεκλογικές συγκεντρώσεις και στις αφισοκολλήσεις και βίωναν το εκλογικό αποτέλεσμα όχι ως νίκη ή ήττα του κόμματός τους, αλλά ως προσωπική τους νίκη ή ήττα.
- Βασίλης Βαμβακάς, Εκλογές και επικοινωνία στη Μεταπολίτευση. Πολιτικότητα και θέαμα, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2006, σσ. 141, 138. ↑
- Στέφανος Πεσμαζόγλου, «Σχήμα ερμηνείας της προεκλογικής λειτουργίας του τύπου», Νικηφόρος Π. Διαμαντούρος – Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης – Γεώργιος Θ. Μαυρογορδάτος (επιμ.), Οι εκλογές του 1981, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1984, σ. 30. ↑
- Βαμβακάς, ό.π., σ. 138. Επίσης, Βασίλης Βαμβακάς – Παναγής Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό, και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σ. IIX. ↑
- Ελευθεροτυπία, 15 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Ακρόπολις, 16 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Ριζοσπάστης, 11 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Τα Νέα, 12 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Το Βήμα, 9 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Βαμβακάς, ό.π., σ. 142. ↑
- Στο ίδιο, σσ. 148-149. ↑
- Ελευθεροτυπία, 16 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Βαμβακάς, ό.π., σ. 147. ↑
- Καθημερινή, 17 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Ελευθεροτυπία, 21 Σεπτεμβρίου1981. ↑
- Ριζοσπάστης, 23 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Το Βήμα, 16 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Χρήστος Λυριντζής, «Λαϊκισμός: Η έννοια και οι πρακτικές», Χρήστος Λυριντζής – Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), Εκλογές και κόμματα στη δεκαετία του ’80. Εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1990, σ. 57. ↑
- Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Σταθερή Δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία 1974-1990, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2008, σσ. 75, 80. ↑
- Μιχάλης Σπουρδαλάκης, ΠΑΣΟΚ. Δομή, εσωκομματικές κρίσεις και συγκέντρωση εξουσίας, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1988, σ. 244. Θάνος Βερέμης, Ανδρέας Παπανδρέου. Μεγάλες προσδοκίες, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα2017, σ. 54. ↑
- Η Αυγή, 16 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ελληνικός Φιλελευθερισμός. Το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010, σ. 541. ↑
- Ακρόπολις, 21 Σεπτεμβρίου και 17 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Λυριντζής, «Λαϊκισμός», σ. 18. ↑
- Βούλγαρης, ό.π., σ. 60. ↑
- Η Βραδυνή, 5 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Η Βραδυνή, 30 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Βαμβακάς, ό.π., σ. 152. ↑
- Στο ίδιο, σ. 155. ↑
- Τα Νέα, 9 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Ελευθεροτυπία, 16 Οκτωβρίου1981. ↑
- Ακρόπολις, 17Οκτωβρίου1981. ↑
- St. Kalyvas, “Polarization in Greek Politics: Pasok’s First Four Years, 1981-1985”, Journal of the Hellenic Diaspora, 23:1 (Ιούνιος 1997), 90, στο https://stathiskalyvas.files.wordpress.com/2016/01/jhd_kalyvas.pdf, [ημερομηνία ανάκτησης: 30 Μαΐου 2023]. ↑
- Ελευθεροτυπία, 16 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Τα Νέα, 21 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Βαμβακάς, ό.π., σ. 109. ↑
- GeorgeΤh. Mavrogordatos, Rise of the green sun. The Greek Election of 1981, Centre of Contemporary Greek Studies King’s College, Occasional Paper 1, Λονδίνο 1983, σ. 27. ↑
- Βαμβακάς, ό.π., σ. 143. ↑
- Βούλγαρης, ό.π., σ. 96. ↑
- Το Βήμα, 27 Σεπτεμβρίου 1981 και Τα Νέα, 10 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Ελευθεροτυπία, 17 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Η Βραδυνή, 30 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Ακρόπολις, 13 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Η Αυγή, 15 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Το Βήμα, 15 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Ελευθεροτυπία, 16 Οκτωβρίου 1981. Βασίλης Βαμβακάς, «Αλλαγή. Το πολιτικό σύνθημα μιας κοινωνίας σε μετάβαση», Βασίλης Βαμβακάς – Παναγής Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα τη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 20. ↑
- Η Βραδυνή, 5 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Πεσμαζόγλου, «Σχήμα ερμηνείας της προεκλογικής λειτουργίας του τύπου», σ. 9. ↑
- Richard Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα 2013, σ. 210. ↑
- Ακρόπολις, 22 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Βαμβακάς, ό.π., σ. 139. ↑
- Η Καθημερινή, 17 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Γιάννης Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπιά του. Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2012, σ. 322. ↑
- Η Αυγή, 28 Σεπτεμβρίου1981. ↑
- Θανάσης Διαμαντόπουλος, Το κομματικό φαινόμενο. Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα1993, σ. 183. ↑
- Η Αυγή, 14 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Πεσμαζόγλου, «Σχήμα ερμηνείας της προεκλογικής λειτουργίας του τύπου», σ. 61. ↑
- Χρήστος Μαρασλής, «Πολιτική αφίσα και ιδεολογική ηγεμονία», academia, 29-34, στο https://www.academia.edu/21694579/A1 [ημερομηνία ανάκτησης: 3 Σεπτεμβρίου 2023]. ↑
- Ελευθεροτυπία, 23 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Ελευθεροτυπία, 23 και 24 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Η Αυγή, 11 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Η Βραδυνή, 6 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Στο ίδιο. ↑
- Το Βήμα, 27 Σεπτεμβρίου1981. ↑
- Η Αυγή, 9 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Η Αυγή, 11 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Η Καθημερινή, 22 Σεπτεμβρίου1981. ↑
- Το Βήμα, 27Σεπτεμβρίου1981. ↑
- Ελευθεροτυπία, 3 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Ριζοσπάστης, 11 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Η Αυγή, 30 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Σπουρδαλάκης, ό.π., σ. 252. ↑
- Κώστας Κωστής, Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας. Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος -21ος αιώνας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015, σ.722. ↑
- Ελευθεροτυπία, 3 Οκτωβρίου1981. ↑
- Βαμβακάς, ό.π., σσ. 178-179. ↑
- Τα Νέα, 8 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Το Βήμα, 25 Σεπτεμβρίου1981. Ελευθεροτυπία, 21 Σεπτεμβρίου 1981. ↑
- Νίκος Δεμερτζής, «Λαϊκισμός και μνησικακία: Μια συμβολή της (πολιτικής) κοινωνιολογίας των συγκινήσεων», Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 12 (Σεπτέμβριος 2015), 106. ↑
- Νίκος Δεμερτζής, «Η ελληνική πολιτική κουλτούρα στη δεκαετία του 1980», Νικηφόρος Π. Διαμαντούρος – Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης – Γεώργιος Θ. Μαυρογορδάτος (επιμ.), Οι εκλογές του 1981, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1984, σ. 81. ↑
- Βαμβακάς, ό.π., σ. 151. ↑
- Βασίλης Βαμβακάς, Παναγής Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό, και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σ. LI. ↑