Η Αθήνα του ελληνοϊταλικού πολέμου μέσα από τα «Δελτία Πληροφοριών» της ΕΟΝ

Γεώργιος Ι. Γιώτης

Η καθημερινότητα των αστικών κέντρων σε περιόδους έκτακτων συνθηκών συνιστά ένα δημοφιλές και αναπόσπαστο τμήμα της ιστοριογραφικής παραγωγής για τις μεγάλες στρατιωτικές συρράξεις. Η διαπίστωση αυτή αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν εστιάζει στις πρωτεύουσες των εμπόλεμων κρατών, τον αδιαμφισβήτητο «πυρήνα» της ένοπλης προσπάθειας που καταβάλλει η κάθε χώρα, το σύμβολο της κινητοποίησης και της προσφοράς από την πλευρά των μετόπισθεν. Στο πλαίσιο αυτό, το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στην Αθήνα του ελληνοϊταλικού πολέμου, στηριζόμενο σε μια ιδιαίτερη και αναξιοποίητη ως τώρα –για το συγκεκριμένο θέμα– πηγή αρχειακού υλικού. Πρόκειται για τα Δελτία Πληροφοριών και τα Δελτία Διαφώτισης-Συνθημάτων, τα οποία εντοπίστηκαν στο αρχείο της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ).[1] Τα πρώτα αποτελούν τις ημερήσιες αναφορές που συνέτασσαν οι «ομάδες διαφώτισης» ύστερα από τη συναναστροφή με τους πολίτες, οι οποίες υποβάλλονταν αυθημερόν στις προϊστάμενες αρχές εντός της οργάνωσης. Τα Δελτία Διαφώτισης-Συνθημάτων ήταν οι έγγραφες οδηγίες-κατευθύνσεις, όπως διαμορφώνονταν από τη Γενική Διεύθυνση Εθνικής Διαφώτισης της ΕΟΝ και σε καθημερινή βάση διανέμονταν στα απλά μέλη που αναλάμβαναν τον ρόλο του διαφωτιστή.

Μεθοδολογία διαφώτισης

Για τα Δελτία Πληροφοριών η ΕΟΝ αξιοποίησε στο έπακρο το προσωπικό που διέθετε στην περιοχή της πρωτεύουσας, το οποίο προερχόταν κυρίως από το τμήμα θηλέων, αφού τα άρρενα μέλη, στην πλειονότητά τους, είχαν ήδη επιστρατευτεί.[2] Το γυναικείο δυναμικό δραστηριοποιήθηκε άμεσα –τα πρώτα Δελτία φέρουν ημερομηνία 2 Νοεμβρίου1940– καλύπτοντας όχι μόνο τα κεντρικά σημεία της Αθήνας αλλά και απομακρυσμένες συνοικίες ή χωριά, όπως αποκαλούνταν τότε περιοχές που σήμερα αποτελούν τους δήμους Χαλανδρίου ή Αγίας Παρασκευής. Για τις ανάγκες σύνταξής τους εξαντλήθηκαν όλοι οι δυνατοί χώροι συγχρωτισμού με τους πολίτες· οι διασταυρώσεις κεντρικών οδών, τα πάρκα, οι πλατείες, οι παραδοσιακοί χώροι κοινωνικών συναναστροφών –με σημείο αναφοράς τα καφενεία– αλλά και ο εμπορικός «πνεύμονας» της πόλης, όπως ήταν η Κεντρική Αγορά. Επιπλέον, η «δεξαμενή» για τη συλλογή πληροφοριών περιλάμβανε τα αρτοποιεία, τα εδωδιμοπωλεία, τα καταστήματα υφασμάτων και αποικιακών ειδών, τα υποδηματοποιεία, τα γαλακτοπωλεία, τα ζαχαροπλαστεία, τα οινομαγειρεία, τα χαρτοπωλεία, τις «ουρές» των πολιτών στα ανθρακοπωλεία, ακόμα και τα κοιμητήρια.[3] Από την ακτίνα δράσης των μελών της οργάνωσης δεν έλειψαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς (λεωφορεία, τραμ), αλλά και οι χώροι προστασίας –με ιδιαίτερη προτίμηση στα κλειστά καταφύγια– τα θέατρα και οι κινηματογραφικές αίθουσες.

Ο απαράβατος κανόνας ήταν η αποστολή των διαφωτιστών να περνά στον μέγιστο βαθμό απαρατήρητη. Το αθηναϊκό κοινό δεν έπρεπε να υποψιασθεί ότι λειτουργούσαν στο πλαίσιο μιας οργανωμένης δράσης, ενώ οποιαδήποτε ενέργεια από την πλευρά τους λάμβανε χώρα υπό συνθήκες πλήρους μυστικότητας. Για τον λόγο αυτό κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους ανυποψίαστους πολίτες χωρίς τη στολή της ΕΟΝ, το περιβραχιόνιο ή κάποιο άλλο διακριτικό σήμα που θα αποκάλυπτε την πραγματική τους ιδιότητα. Όφειλαν να λειτουργούν ως απλοί πολίτες που «αμέριμνα» διαβάζουν την εφημερίδα στο εσωτερικό ενός καφενείου, προκειμένου να συζητούν ελεύθερα με τους κατοίκους, να εκμαιεύουν τις ενδόμυχες σκέψεις και τα συναισθήματά τους, να θέτουν υπό παρακολούθηση τις ύποπτες συμπεριφορές, να «εισπράττουν» το κλίμα και την ατμόσφαιρα των ημερών, το πλήθος των διαδόσεων που είχαν κατακλύσει την αθηναϊκή καθημερινότητα. Άλλωστε, η προϋπάρχουσα εμπειρία και οι τωρινές μαρτυρίες των μελών ήταν σαφείς ως προς τη συγκεκριμένη παράμετρο: Οι πολίτες σε πολλές περιπτώσεις ήταν επιφυλακτικοί έως αρνητικοί στο να συζητούν απρόσκοπτα με τα στελέχη που έφεραν τα διακριτικά της οργάνωσης.[4] Υπήρχε πάντα η καχυποψία ότι οποιαδήποτε ηττοπαθής διατύπωση, η παραμικρή διαρροή πληροφοριών σε βάρος ενός συμπολίτη ή κάποια αρνητική παρατήρηση για το καθεστώς θα μπορούσε να επιφέρει σειρά προβλημάτων, ακόμα και τη σύλληψή τους.

Αυτή η ιδιότυπη «αποστολή των δρόμων» εξυπηρετούσε δύο βασικούς στόχους: ο πρώτος αφορούσε την ενδυνάμωση της αστικής ψυχολογίας, η οποία θα εξασφαλιζόταν μέσω της ανάσχεσης των φημών για όλα τα ζητήματα που συνδέονταν με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ή την πολιτική των ευρωπαϊκών κρατών. Ο δεύτερος σχετιζόταν με την αδήριτη ανάγκη να καλλιεργηθεί η δυσπιστία στους πολίτες για οτιδήποτε δεν επιβεβαιωνόταν μέσα από τα ανακοινωθέντα του Γενικού Επιτελείου Στρατού ή τις κυβερνητικές δηλώσεις. Έπρεπε το αθηναϊκό κοινό να πεισθεί και να συνειδητοποιήσει πως η παραμικρή πληροφορία ή είδηση αποκτούσε ισχύ και ήταν άξια εμπιστοσύνης αποκλειστικά στην περίπτωση που συνιστούσε μέρος των επίσημων ανακοινώσεων. Άλλωστε, μόνο έτσι θα γινόταν εφικτή η καθοδήγηση της κοινής γνώμης –για την οργάνωση η παράμετρος αυτή είχε μετατραπεί σε «ζήτημα τιμής»– ώστε οι πολίτες συντονισμένα, ενιαία και με ψυχραιμία να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις που διαρκώς ανέκυπταν μέσα από τις ραγδαίες και εναλλασσόμενες εξελίξεις στο πεδίο της μάχης ή της διεθνούς πολιτικής.[5]

Ο όγκος των πληροφοριών που αποθησαυριζόταν από τους δρόμους της Αθήνας –και μέσω των Δελτίων Πληροφοριών γνωστοποιούνταν στα ανώτερα κλιμάκια της οργάνωσης– αποτελούσε την πρώτη ύλη για τα Δελτία Διαφώτισης-Συνθημάτων. Τα τελευταία ανακοινώνονταν σε καθημερινή βάση και ήταν συνήθως τρισέλιδα. Στην πρώτη σελίδα υπήρχαν τόσο εκτενείς αναφορές για τις στρατιωτικές-πολιτικές εξελίξεις εκτός των ελληνικών συνόρων όσο και για την πορεία των επιχειρήσεων στα αλβανικά βουνά. Η οργάνωση εξηγούσε τον ρόλο που ο διεθνής παράγοντας διαδραμάτιζε για την ελληνική ένοπλη προσπάθεια, σε ποιο βαθμό ήταν δικαιολογημένος ή όχι ο φόβος από τη ρευστότητα που τον διέκρινε. Η επίσημη αυτή ερμηνεία αναδεικνυόταν πολύτιμη και για τις διαφωτίστριες, συνιστώντας τον «οδικό χάρτη», ώστε στις συνομιλίες με τους κατοίκους να διαχειριστούν επικοινωνιακά τα παραπάνω θέματα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η δεύτερη σελίδα περιείχε την ενότητα «Αντίκρουσις των φημών», μέσω της οποίας η οργάνωση προσπαθούσε να αποδομήσει τις διαδόσεις που θεωρούσε πέρα από κάθε λογική, αποδίδοντάς τις στον προπαγανδιστικό μηχανισμό ή στη ρητορική των ιταλόφιλων, των γερμανόφιλων ή ακόμα και των εγχώριων κομμουνιστών. Με τον τρόπο αυτό τα Δελτία είχαν μετατραπεί σε «οπλοστάσιο» επιχειρημάτων για τα μέλη της ΕΟΝ τα οποία επιχειρούσαν να αντικρούσουν το πλήθος των φημών που είχαν κατακλύσει την Αθήνα, τον πρωταρχικό κίνδυνο για την υπονόμευση του αστικού ηθικού. Η τρίτη σελίδα –δεν υπήρχε πάντοτε σε όλα τα Δελτία– περιλάμβανε συνθήματα που είτε συνιστούσαν προϊόντα αυτοσχεδιασμού από τα στελέχη της οργάνωσης είτε αφορούσαν φράσεις από ομιλίες του Μεταξά και του βασιλιά Γεώργιου, αν και προς τα τέλη Νοεμβρίου αυτά πλέον εκλείπουν.

Τα Δελτία Διαφώτισης-Συνθημάτων παραδίδονταν στις ομάδες διαφώτισης κάθε πρωί, όταν πραγματοποιούνταν η «καθοδήγησή» τους από τους επικεφαλής στον τομέα διαφώτισης. Ακολουθούσε συζήτηση ανάμεσα στα μέλη, η οποία, μεταξύ άλλων, εστίαζε στον τρόπο διαχείρισης εκείνων των διαδόσεων τις οποίες οι απλές διαφωτίστριες αισθάνονταν πως δεν ήταν επαρκώς έτοιμες να αντικρούσουν.[6] Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημανθεί ότι αποστολή των ομάδων διαφώτισης δεν ήταν να αναπαράγουν απλώς το περιεχόμενο των Δελτίων στην επικοινωνία με τους πολίτες, αλλά να εξακριβώσουν τον ειλικρινή δείκτη πίστης για την τελική νίκη. Επιπρόσθετα, να εκμαιεύσουν τις εκτιμήσεις τους για την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση –ύστερα από πρόκληση συζητήσεων με «τυχαίο» τρόπο– ή να καταγράψουν οτιδήποτε προερχόταν από τη δική τους «ανεπαίσθητη» αυτήκοη παρουσία, το σύνολο των φημών, ακόμα και ιστορίες ή αφηγήσεις με ανεκδοτολογικό περιεχόμενο.

Η καθημερινότητα των Δελτίων

Στην περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου η κοινή γνώμη της πρωτεύουσας εμφανίζεται να έχει στραμμένη την προσοχή της προς δύο κατευθύνσεις: Από τη μια κυριαρχούν οι εξελίξεις στη ζώνη μάχης, οι οποίες μονοπώλησαν το ενδιαφέρον και τις συνομιλίες των πολιτών, συνιστώντας τον βασικότερο παράγοντα για την ενδυνάμωση της αστικής ψυχολογίας. Τα επίσημα στρατιωτικά ανακοινωθέντα ήταν ο «βηματοδότης» της ενημέρωσης, αν και η λακωνική, λιτή διατύπωσή τους πολύ συχνά μεταβαλλόταν σε πηγή ανησυχίας, πυροδοτώντας απαισιόδοξες φήμες για την πορεία των επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η διατύπωση «μικρά σύμπτυξις» για τις συνοριακές κινήσεις του ελληνικού στρατού στις αρχές Νοεμβρίου προβλημάτισε αρκετά τους Αθηναίους πολίτες, δίνοντας το έναυσμα σε αρκετούς να την ερμηνεύσουν αβίαστα ως κλονισμό, διάλυση και υποχώρηση των δυνάμεων από τη γραμμή άμυνας.[7] Ήταν οι ανυπόμονοι και «αχόρταγοι στρατηγοί των καφενείων», οι οποίοι έπρεπε με κάθε μέσο να τεθούν υπό επικοινωνιακό έλεγχο, ώστε η παρεχόμενη από την πλευρά τους επιπόλαιη παραπληροφόρηση να μην επηρεάσει αρνητικά το ηθικό.[8] Από την άλλη, όμως, ήταν μια σειρά από ζητήματα που διαρκώς ανέκυπταν και σημάδεψαν την εμπόλεμη καθημερινότητα, αφήνοντας το δικό τους αποτύπωμα στον τρόπο σκέψης και στις συναισθηματικές μεταπτώσεις των κατοίκων της Αθήνας.

Σε μια προσπάθεια ιεράρχησης των τελευταίων ο εναέριος κίνδυνος καταλαμβάνει ξεχωριστή θέση. Μολονότι η θεωρία περί «ανοχύρωτης πόλης» –λόγω της αρχαιοελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς– είχε ευρεία διάδοση μεταξύ του πληθυσμού, σε κανένα σημείο δεν στάθηκε ικανή να αμβλύνει την αγωνία και τον φόβο για το ενδεχόμενο αεροπορικής επιδρομής. Σε πολλές περιπτώσεις, η ψυχολογική ατμόσφαιρα επιβαρυνόταν και από το ότι οι αγγλικές δηλώσεις για βομβαρδισμό της Ρώμης προεξοφλούσαν στην αθηναϊκή συνείδηση ως αντίποινα τον αντίστοιχο βομβαρδισμό της πρωτεύουσας από τους Ιταλούς.[9] Το δυσμενές κλίμα συντηρούσαν, επιπλέον, οι φήμες για συσσωρευμένες υλικές καταστροφές και μεγάλο αριθμό νεκρών στις αερόπληκτες πόλεις, όπως ήταν η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, τα Ιωάννινα, η Τρίπολη, η Πρέβεζα και η Κέρκυρα.[10] Η επιδρομή εναντίον του Πειραιά, στις αρχές Νοεμβρίου, είχε οδηγήσει σε κάμψη του ηθικού, με τους κατοίκους της πειραϊκής κοινωνίας να φοβούνται ότι θα «αποβούν ολοκαύτωμα της εχθρικής ανανδρίας».[11] Ο Μεταξάς απηύθυνε διαγγέλματα με αποδέκτες τους βομβόπληκτους κατοίκους των αστικών κέντρων (Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Βόλος), στην προσπάθειά του να ενισχύσει το ηθικό, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη βεβαιότητά του για την τελική νίκη.[12]

Η αυξημένη αγωνία για την επικείμενη αεροπορική απειλή είχε προσδιορίσει μάλιστα και το χρονικό σημείο έλευσής της, το οποίο εναλλασσόταν μεταξύ διαφόρων ημερομηνιών για το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου. Την ίδια στιγμή, η «βεβαιότητα» του βομβαρδισμού επαληθευόταν και από την εντατικοποίηση των αεραμυντικών μέτρων. Οι επίμονες συστάσεις των αρμόδιων αρχών για την ενίσχυση της οικοπροστασίας, την κατασκευή καταφυγίων, την ανόρυξη ορυγμάτων, η διανομή βιβλίων για την παθητική αεράμυνα, αλλά και τα προληπτικά μέτρα για την προστασία των αρχαιοτήτων καθιστούσαν αναπόφευκτη την εμφάνιση των εχθρικών βομβαρδιστικών. Η δε χρονική κατάληξη για οριστική τακτοποίηση των χώρων προστασίας –όπως γνωστοποιήθηκε από το υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας– στάθηκε αρκετή, ώστε η αθηναϊκή κοινή γνώμη να οριοθετήσει με ακρίβεια τον χρόνο έναρξης της αεροπορικής επιχείρησης, χωρίς να αποκλείεται και το εφιαλτικό σενάριο της χρήσης αερίων.[13]

Ζήτημα άμεσα συνυφασμένο με τον εναέριο κίνδυνο ήταν και η «ποιότητα» της αεραμυντικής πειθαρχίας. Σύμφωνα με τα Δελτία Πληροφοριών, από τις πρώτες ημέρες σημειώθηκαν αρκετές αποκλίσεις. Πολλοί κάτοικοι και των δύο φύλων –ακόμα και παιδιά– στο άκουσμα του συναγερμού δεν αναζητούσαν προστασία στα υπάρχοντα καταφύγια, αλλά προτιμούσαν να παρακολουθούν το θέαμα των ιταλικών αεροπλάνων από ανοιχτούς, απροστάτευτους χώρους, επιδεικνύοντας «ανώφελη ανδρεία» ή «ψεύτικη παλικαριά».[14] Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά συνιστούσε εν μέρει μονόδρομο, καθώς παρατηρήθηκε έλλειψη κλειστών χώρων προστασίας –ιδίως στις απομακρυσμένες και στις προσφυγικές συνοικίες– προκαλώντας τα αρνητικά σχόλια των πολιτών και ισχυρό ρεύμα φυγής προς γειτονικά χωριά. Επιπρόσθετα, η ΕΟΝ αναγκάστηκε να παραδεχθεί την αναποτελεσματικότητα των προπολεμικών μαθημάτων αεράμυνας, τα οποία όχι μόνο δεν καθησύχασαν την αθηναϊκή κοινωνία αλλά, αντιθέτως, επέτειναν τον φόβο του αεροχημικού πολέμου.[15] Τα μέλη της οργάνωσης όφειλαν να λειτουργούν ως υποδείγματα πειθαρχίας, ενώ διατυπώθηκαν προτάσεις για τη συνδρομή των αστυνομικών οργάνων και των δασκάλων, προκειμένου οι επιπόλαιες ανεύθυνες αυτές συμπεριφορές να ελαχιστοποιηθούν, όχι μόνο για την προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας αλλά, κυρίως, για να μην αναβαθμιστούν σε «πρότυπο» από τους άλλους πολίτες.[16] Τα περιστατικά μη «αεραμυντικής συμμόρφωσης» σχετίζονταν και με το κομβικό ζήτημα της αστικής συσκότισης. Με την πάροδο του χρόνου καταγράφονταν ολοένα και πιο έντονες φωνές για σταδιακή χαλάρωση στην επίβλεψή της από τα αστυνομικά όργανα και τα στελέχη της ΕΟΝ. Τα δυσάρεστα συμβάντα της ανεπαρκούς συσκότισης περιλάμβαναν οικίες, διαμερίσματα πολυκατοικιών, καταστήματα, αυτοκίνητα –ακόμα και στρατιωτικά– με τα στοιχεία των ιδιοκτητών να αναζητούνται και να προσκομίζονται από τα μέλη της οργάνωσης στα αστυνομικά τμήματα.[17]

Η αγγλική παρουσία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Οι Βρετανοί στρατιώτες επευφημούνταν διαρκώς στους κεντρικούς δρόμους και στις κινηματογραφικές αίθουσες, ενώ η εμφάνιση της Royal Air Force (RAF) ενδυνάμωσε το πολυπόθητο αίσθημα ασφάλειας, λειτουργώντας ως «ασπίδα προστασίας» στον αττικό ουρανό.[18] Η μείωση, μάλιστα, της ιταλικής αεροπορικής παρουσίας –όπως καταγράφηκε στα μέσα Νοεμβρίου– αποδόθηκε σε μεγάλο ποσοστό στην εναέρια δραστηριότητά της,[19] αν και εμφανίστηκε μια πτυχή που έριξε «σκιές» στη σχέση της συμμαχικής παρουσίας και του αθηναϊκού κοινού. Επρόκειτο για τις συναναστροφές μεταξύ των γυναικείων μελών της ΕΟΝ και των στρατιωτών, οι οποίες, σε πολλές περιπτώσεις, ξεπερνούσαν τα όρια της οικειότητας, δημιουργώντας σκεπτικισμό έως και αρνητικά σχόλια από την πλευρά του πληθυσμού. Ήταν ένα ζήτημα το οποίο απασχόλησε και την ίδια την οργάνωση. Οι υπερβολικές εκδηλώσεις συγχρωτισμού –τη στιγμή που όλες οι δυνάμεις του έθνους ήταν κινητοποιημένες και προσηλωμένες στον αγώνα της πρώτης γραμμής– συνιστούσαν «ηχηρή παραφωνία», αμαυρώνοντας και εκθέτοντας τη δημόσια εικόνα της. Στο πλαίσιο αυτό ερμηνεύεται και η αντίδρασή της, καθώς δε δίστασε –για λόγους παραδειγματισμού– να επιβάλει ως ποινή το κούρεμα σε δέκα γυναίκες, εξαιτίας των υπέρμετρων συναναστροφών με τους Άγγλους στρατιώτες.[20]

Η επικοινωνία των μετόπισθεν με τη ζώνη επιχειρήσεων απασχόλησε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου την κοινή γνώμη της πρωτεύουσας. Οι καθυστερήσεις στην ανταλλαγή επιστολών, όπως και στην αποστολή δεμάτων –ιδίως εκείνων με μάλλινο ιματισμό– προξενούσε κατά διαστήματα ιδιαίτερο προβληματισμό και δυσφορία. Ειδικότερα για την αποστολή βιβλίων διατυπωνόταν η σύσταση αυτά να μην έχουν δραματικό ή απαισιόδοξο περιεχόμενο, ώστε να μην επηρεαστεί το φρόνημα των στρατιωτών στην πρώτη γραμμή.[21] Την ύπαρξη δυσχερειών αναγνώρισε και η ΕΟΝ,[22] επικαλούμενη, ωστόσο, τον όγκο της αλληλογραφίας, τις αναμενόμενες καθυστερήσεις λόγω της επιβαλλόμενης λογοκρισίας, τις δυσκολίες που σχετίζονταν με τα μέσα συγκοινωνίας, αλλά και την έλλειψη προσωπικού από τις δημόσιες υπηρεσίες, εξαιτίας των επιστρατευτικών αναγκών.[23] Μάλιστα, η καθυστέρηση ή η αδυναμία στη λήψη της αλληλογραφίας από το μέτωπο είχε αποκτήσει και μια μακάβρια διάσταση. Πολλοί πλέον θεωρούσαν βέβαιη την απώλεια των δικών τους ανθρώπων ή, στην καλύτερη περίπτωση, την αιχμαλωσία τους και την υποβολή τους σε βασανιστήρια από τους Ιταλούς.[24]

Η αναζήτηση και ο εντοπισμός κατασκόπων αναδείχθηκε σε μείζον ζήτημα της αθηναϊκής καθημερινότητας. Από τις επίσημες πηγές και με όλα τα δυνατά μέσα (αρθρογραφία στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, αφίσες σε κεντρικούς δρόμους, ραδιόφωνο) προβάλλονταν η «σιωπή» και η «σιγή» ως απαράβατες αξίες στις συζητήσεις των πολιτών, προκειμένου να ακυρωθεί η δυνατότητα της ξένης προπαγάνδας να υποκλέψει και να αξιοποιήσει την παραμικρή πληροφορία. Άλλωστε, ο υπέρμετρος ζήλος για τον εντοπισμό και την κατάδοση κατασκόπων είχε ως κατάληξη απρόσμενα και αμφιλεγόμενα περιστατικά. Λόγω των διάχυτων αμφιβολιών, ακόμα και μέλη της οργάνωσης συνελήφθησαν για εξακρίβωση της πραγματικής τους ιδιότητας,[25] ενώ αρκετοί κάτοικοι του Πειραιά οδηγήθηκαν άδικα –όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε– σε αστυνομικά τμήματα με την κατηγορία της κατασκοπευτικής δράσης, προκαλώντας τη δικαιολογημένη τους αγανάκτηση.[26]

Δεν πρέπει, επομένως, να προξενεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι στα Δελτία Πληροφοριών συναντώνται ονομαστικές αναφορές για εκείνους που είτε θεωρούνταν όργανα της εχθρικής προπαγάνδας είτε κρίνονταν ύποπτοι για διασπορά φόβου και πανικού, με απώτερο στόχο την εμπέδωση κλίματος ηττοπάθειας.[27] Η αποτροπή του επικίνδυνου αυτού ενδεχομένου επέβαλλε τη συνεργασία των ομάδων διαφώτισης με τις αστυνομικές αρχές, τα μέλη των οποίων κοινοποιούσαν στις τελευταίες τα στοιχεία των παραπάνω συμπεριφορών,[28] τη στιγμή που περισσότερο επιρρεπείς στην ξένη προπαγάνδα εμφανίζονταν οι πιο «αμόρφωτες τάξεις».[29] Επιπρόσθετα, όσοι εμφάνιζαν χαμηλό δείκτη πίστης για την τελική νίκη –λειτουργώντας ως πολλαπλασιαστές αρνητικών συναισθημάτων και απαισιόδοξων συλλογισμών– αποτελούσαν βασικούς στόχους για τις διαφωτίστριες. Όφειλαν ή να παρεμβαίνουν άμεσα, διακόπτοντας τις συζητήσεις στα καταφύγια και στα μέσα μεταφοράς, ή να εστιάσουν αποκλειστικά σε αυτούς, ώστε μέσα από τον ενδεδειγμένο σχετικό διάλογο να ανατρέψουν το δυσμενές κλίμα, εξηγώντας με επιχειρήματα την πραγματική κατάσταση. Στις περιπτώσεις αυτές σημείωναν χαρακτηριστικά στα Δελτία: «Έκανα την σχετικήν διαφώτισιν».[30]

Ύψιστη προτεραιότητα συνιστούσε και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των ανεδαφικών διαδόσεων που είχαν κατακλύσει την πόλη, με άμεση συνέπεια να διαμορφωθεί ένα πέπλο καχυποψίας και φόβου, «δηλητηριάζοντας» την επικοινωνία μεταξύ των πολιτών. Κάλυπταν όλες τις πτυχές που συνδέονταν με την ένοπλη προσπάθεια, όπως ήταν οι επιχειρησιακές εξελίξεις, το διεθνές πολιτικό-στρατιωτικό περιβάλλον, αλλά και την κατάσταση στο εσωτερικό μέτωπο. Το περιεχόμενό τους, μεταξύ άλλων, σχετιζόταν με τη μετάβαση ελληνικού στρατού στην Αίγυπτο προς βοήθεια των Άγγλων,[31] τον βομβαρδισμό γερμανικών πόλεων από ιταλικά αεροπλάνα με ελληνικά σήματα[32] ή την πρόταση του Mussolini για σύναψη ειρήνης και την απόρριψή της από την Ελλάδα.[33] Επιπλέον, περιείχαν αναφορές για βομβαρδισμό της Παναγίας στην Τήνο και ολοσχερή καταστροφή του Ναού και της νήσου,[34] την κατάργηση της συσκότισης,[35] το ξέσπασμα επιδημιών με υπαίτιους τους Ιταλούς αιχμάλωτους,[36] την παροχή μολυσμένου μαλλιού με μικρόβιο του άνθρακα για πλέξιμο μάλλινου ιματισμού[37] ή την κακομεταχείριση των Ελλήνων τραυματιών στα νοσοκομεία.[38]

Η έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων επηρέασε καταλυτικά την οικονομική δραστηριότητα στην πρωτεύουσα. Σύμφωνα με τα Δελτία Πληροφοριών, τις δύο πρώτες εβδομάδες η αγορά είχε ουσιαστικά νεκρώσει, για να βρει σταδιακά τον βηματισμό της από τα μέσα Νοεμβρίου.[39] Εξαιτίας της επιστράτευσης των μεταφορικών μέσων –αλλά και των κτηνών που αρκετά από αυτά χρησιμοποιούσαν– οι ελλείψεις σε βασικά διατροφικά είδη στάθηκαν αναπόφευκτες, μολονότι στην πλειοψηφία τους αντιμετωπίστηκαν με κατανόηση από το καταναλωτικό κοινό. Η επάρκεια στην πατάτα, κυρίως όμως στο κρέας, μονοπώλησαν το διατροφικό ενδιαφέρον, με το δεύτερο να καταγράφει διαστήματα έλλειψης. Βέβαια, η κατάσταση έδειξε να ομαλοποιείται όταν κυκλοφόρησαν τα δελτία διανομής τροφίμων, καθησυχάζοντας τους κατοίκους για την απρόσκοπτη αγορά του. Όμως, στην πορεία δεν έλειψαν οι ενστάσεις για λανθασμένη διάθεση των δελτίων προτεραιότητας –ιδίως στην Κεντρική Αγορά– σε αντίθεση με τα συνοικιακά κρεοπωλεία, όπου επικράτησε περισσότερη τάξη.[40] Η κατάσταση περιπλεκόταν από την καχυποψία της επιλεκτικής παροχής διατροφικών διευκολύνσεων σε λίγους –κυρίως προς αστυνομικά όργανα– με συνέπεια να αυξηθούν οι φωνές που ζητούσαν την επέκταση του δελτίου και σε άλλα διατροφικά αγαθά.[41] Ανάλογα προβλήματα παρατηρήθηκαν και με την έναρξη των λαϊκών συσσιτίων, αφού διατυπώθηκαν ενστάσεις για παραβίαση στη σειρά προτεραιότητας και προνομιακή μεταχείριση ορισμένων λόγω των κοινωνικών τους γνωριμιών, αλλά και πλουσίων, σε βάρος των υπόλοιπων δικαιούχων.[42]

Η ερανική διαδικασία άγγιξε το σύνολο του αθηναϊκού πληθυσμού. Όλες οι κοινωνικές τάξεις, από την πρώτη στιγμή, έδειξαν να ανταποκρίνονται στο προσκλητήριο προσφοράς, με τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα να διακρίνονται από ιδιαίτερο ενθουσιασμό και ειλικρινή διάθεση συμμετοχής.[43] «Σκιές» καταγράφηκαν για τη συμπεριφορά εύπορων πολιτών ή οικονομικά ισχυρών παραγόντων (Παπαστράτος, Ματσάγγος), των οποίων οι γενναίες εισφορές αντιμετωπίζονταν με συνεχή καχυποψία και διάθεση αμφισβήτησης, μια προσέγγιση που σε πολλές περιπτώσεις κάλυπτε το σύνολο της ερανικής διαδικασίας.[44] Το διαχρονικό πρότυπο της ήσσονος προσφοράς των πλούσιων στις έκτακτες συνθήκες, με τον από κοινού σκεπτικισμό για την έκταση της προσφοράς τους στην περίοδο της πολεμικής προπαρασκευής, λειτούργησε «επιβαρυντικά» για τις προθέσεις και την έκταση της συνδρομής τους.[45] Για τον λόγο αυτό η παροχή διπλότυπων αποδείξεων προς τους πολίτες –όποτε αυτή λάμβανε χώρα– για την καταβαλλόμενη εισφορά σε χρήμα ή είδος λειτουργούσε ανακουφιστικά, αναβαθμίζοντας στη συνείδησή τους την αξιοπιστία του ερανικού εγχειρήματος.[46] Δεν έλειψαν και οι υπόνοιες για στελέχη της ΕΟΝ, τα οποία, σύμφωνα με τις διαδόσεις, ιδιοποιούνταν μέρος από τα προσφερόμενα αγαθά, δυσφημίζοντας με τη στάση τους την εικόνα της οργάνωσης.[47] Ενδεικτικό της δυσπιστίας για τον ερανικό δείκτη διαφάνειας ήταν το γεγονός ότι αρκετοί από τους κατοίκους επέλεξαν να σφάξουν και να καταναλώσουν τα πολύτιμα για τη διατροφή τους πουλερικά, προκειμένου να μην τα παραδώσουν στα μέλη της οργάνωσης.[48]

Η αναζήτηση της «ανώτερης δύναμης» ήταν άλλο ένα ζήτημα το οποίο σημάδεψε την Αθήνα των έκτακτων συνθηκών. Οι υπαίθριες παρακλήσεις τελούνταν σε καθημερινή σχεδόν βάση, καταγράφονταν συχνά αναφορές για «θεία επιφάνεια» και πραγματοποίηση θαυμάτων (Υπεραγία Θεοτόκος, Αγία Βαρβάρα),[49] ενώ οι σημαίνουσες θρησκευτικές εορτές θεωρούνταν αβίαστα προοίμιο στρατιωτικών επιτυχιών. Η συγκεκριμένη παράμετρος θα μπορούσε, ωστόσο, να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη για το αστικό ηθικό ή τον δείκτη θρησκευτικής πίστης, αφού η στιγμή της διάψευσης θα αποδεικνυόταν ιδιαίτερα επώδυνη.[50] Ο υπερβάλλων ζήλος είχε ως κατάληξη μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα θρησκοληψίας και έντονης μοιρολατρίας, εξέλιξη η οποία δεν πέρασε απαρατήρητη και από τα μέλη της ΕΟΝ. Τα τελευταία συνειδητοποίησαν πως έπρεπε οπωσδήποτε να αμβλύνουν το κλίμα θρησκοληψίας με έναν τρόπο όμως «λεπτό», ώστε να μην κατηγορηθούν εκ των υστέρων για «απιστία και αθεΐα».[51]

Θέμα άμεσα συνδεδεμένο με την εύθραυστη αστική ψυχολογία συνιστούσε και ο τρόπος διαχείρισης των διαδόσεων για τις επιτυχίες στη ζώνη μάχης. Τα ανώτερα κλιμάκια της οργάνωσης υποδείκνυαν την ψύχραιμη αποτίμηση των θετικών εξελίξεων, αποδοκιμάζοντας την ανυπομονησία και τον υπέρμετρο ενθουσιασμό που εύκολα διογκώνονταν από τις φήμες. Η υποδειγματική στάση των πολιτών συνοψιζόταν στο σύνθημα «Υπομονή και Πίστις»,[52] καθώς η άκριτη αποδοχή των διαδόσεων θα είχε ως απόληξη την απογοήτευση και την απότομη μετάπτωση από την αισιοδοξία στην απαισιοδοξία, υπονομεύοντας το ηθικό και τη συνοχή στα μετόπισθεν.[53] Προς την κατεύθυνση αυτή λειτούργησαν και οι συστάσεις για ακρόαση μόνο ελληνικών και αγγλικών ραδιοφωνικών σταθμών. «Κάθε Έλλην πατριώτης» όφειλε να μην παρακολουθεί και να μη διαδίδει ειδήσεις από οποιαδήποτε άλλη πηγή (σταθμός Βερολίνου), αφού διαγραφόταν ο κίνδυνος να επηρεάζεται, να κλονίζεται το ηθικό και μοιραία να αναπαράγει τις ειδήσεις τους.[54] Ήταν μια συμπεριφορά που αποτελούσε «έγκλημα» και «προδοσίαν» προς την πατρίδα, η οποία ήταν αδήριτη ανάγκη να αποφευχθεί, ώστε να μη λειτουργήσει ως «δούρειος ίππος» για την ξένη προπαγάνδα.[55]

Επιπλέον, βούληση των κυβερνητικών αρχών αποτελούσε η συνέχιση, στο μέτρο του δυνατού, των προπολεμικών ρυθμών στην καθημερινότητα. Η επίσκεψη στο θέατρο, στον κινηματογράφο ή οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση «ευθυμίας» όχι μόνο δεν θεωρούνταν «ασυνειδησία» αλλά έπρεπε να λαμβάνουν χώρα με τη μεγαλύτερη δυνατή συχνότητα. Ήταν ενέργειες οι οποίες ενίσχυαν το αστικό φρόνημα, διέκοπταν, έστω και για λίγο, την γκρίζα καθημερινότητα, απέτρεπαν τη διαμόρφωση κλίματος ηττοπάθειας, λειτουργώντας ως «ψυχολογικά όπλα» των μετόπισθεν απέναντι στον εχθρό.[56] Πολλοί δε, από εκείνους που παρακολουθούσαν τις πολεμικές παραστάσεις των αθηναϊκών θεάτρων, διατύπωσαν την πρόταση να παρουσιάζονται και στις παραμεθόριες περιοχές, ώστε να ενισχυθεί το ηθικό των κατοίκων σε αυτές τις πολύ ευαίσθητες περιοχές για την άμυνα της χώρας.[57]

Την ίδια στιγμή καταγράφηκαν φωνές στο εσωτερικό, αλλά και εκτός της ΕΟΝ, οι οποίες ζητούσαν επίμονα να επανεξετασθεί ο κλασικός χαιρετισμός με προτεταμένο το δεξί χέρι. Σύμφωνα με τους επικριτές της, μέσα στο κλίμα εθνικής ανάτασης ήταν μια «απεχθής» χειρονομία, που συνδεόταν ευθέως με τις αντίπαλες δυνάμεις του Άξονα, ισοδυναμούσε δε με «στίγμα φασισμού» που έπρεπε να πάψει να υφίσταται.[58] Ωστόσο, τα ανώτερα κλιμάκια της οργάνωσης συνέχιζαν να υποστηρίζουν τη διατήρησή του, θεωρώντας «κακή σύμπτωσιν» την ομοιότητα του ιταλικού χαιρετισμού με τον αντίστοιχο ελληνικό, επικαλούμενα και το επιχείρημα ότι συνιστούσε μέρος της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς.[59]

Οι εξωτερικές πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις διατήρησαν αμείωτο το ενδιαφέρον της αθηναϊκής κοινής γνώμης. Οι ελληνικές νίκες πλαισιώθηκαν από την καταστροφή του ιταλικού στόλου στον Τάραντα, τη νικηφόρα εκστρατεία των Βρετανών στη Λιβύη, αλλά και από τη γενναία ανυποχώρητη στάση των αγγλικών αστικών κέντρων έναντι των βομβαρδισμών της Luftwaffe, ως απτά δείγματα της τρωτής μηχανής του Άξονα και προοίμιο της τελικής συμμαχικής νίκης. Επιπρόσθετα, οι κινήσεις των βαλκανικών χωρών και οι επισκέψεις των ηγετών τους στη Γερμανία ή στην Ιταλία, η στάση της σοβιετικής Ρωσίας ύστερα από την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Vyacheslav Molotov στο Βερολίνο, η συμπεριφορά της Τουρκίας και η επανεκλογή του Franklin Roosevelt στην προεδρία των ΗΠΑ αποτελούσαν βασικά θέματα στις καθημερινές συνομιλίες.[60] Η αγγλική βοήθεια σε έμψυχο και άψυχο υλικό βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, χωρίς να απουσιάζουν και οι απαισιόδοξες εκτιμήσεις για τη μεταπολεμική βρετανική συμπεριφορά, η οποία θα επιχειρούσε να «εξαργυρώσει» τη στήριξη που έως τώρα παρείχε στον ελληνικό αγώνα.[61] Η χώρα, όμως, η οποία συγκέντρωνε τα βλέμματα και την προσοχή όλων, λειτουργώντας ως «βαρόμετρο» για την αστική ψυχολογία, ήταν η Γερμανία. Οι δηλώσεις της ηγεσίας και οι διπλωματικές της κινήσεις συνιστούσαν μόνιμο θέμα στις αθηναϊκές συζητήσεις, όταν ήδη από τα τέλη Νοεμβρίου διατυπωνόταν η εκτίμηση για εαρινή στρατιωτική παρέμβαση, στην επιδίωξή της να βοηθήσει τον ηττημένο και ταπεινωμένο της εταίρο.[62]

Μέσα στο κλίμα της γενικής ευφορίας, τα μέλη της οργάνωσης στις καθημερινές συζητήσεις με τους πολίτες δεν έχαναν την ευκαιρία να πλέξουν το εγκώμιο τόσο του Μεταξά όσο και του Γεώργιου, ως τους παράγοντες εκείνους που με συνειδητό και υπεύθυνο τρόπο οδηγούσαν εκ του ασφαλούς τη χώρα στον δρόμο της νίκης. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ο εξωραϊσμός του καθεστώτος διευκολυνόταν από τις στρατιωτικές νίκες στα αλβανικά βουνά, ανεβάζοντας, έστω και πρόσκαιρα, τον δείκτη δημοφιλίας για τον πρωθυπουργό και τον μονάρχη. Επιπλέον, προβάλλονταν διαρκώς τα μέτρα πρόνοιας για τις οικογένειες των επιστρατευθέντων (χορήγηση οικονομικών βοηθημάτων, συντάξεων, φορολογικές διευκολύνσεις), αλλά και για όσους συμμετείχαν ενεργά στην εθνική προσπάθεια.[63] Το «κοινωνικό πρόσωπο» του καθεστώτος ήταν έτσι διαρκώς παρόν, έχοντας την ικανότητα να προσαρμόζεται στις εμπόλεμες απαιτήσεις, ενώ αποδίδονταν αιχμές για τις «προαυγουστιανές» κυβερνήσεις και τους κομμουνιστές. Οι πρώτες διακρίθηκαν για ολιγωρία, «προχειρολογία» και μη αποτελεσματική πολιτική σε νευραλγικά θέματα πολεμικής προπαρασκευής, όπως ήταν το γεωργικό πρόγραμμα για την εξασφάλιση της εγχώριας αυτάρκειας.[64] Από την άλλη, ο παραδοσιακός πολιτικός αντίπαλος της 4ης Αυγούστου ευθυνόταν για τη διασπορά φημών σχετικά με τη μικρή εισφορά των πλουσίων στους εράνους,[65] τις καθυστερήσεις στην αλληλογραφία, τη μη έγκαιρη προώθηση του μάλλινου ιματισμού στη ζώνη μάχης, ακόμα και για τις διαδόσεις σχετικά με τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό κρυοπαγημάτων που τόσο πολύ ταλαιπωρούσαν τους στρατιώτες στο μέτωπο.[66]

Επίλογος

Η Αθήνα της ελληνοϊταλικής σύρραξης εμφάνισε όλα τα τυπικά συμπτώματα μιας εμπόλεμης πρωτεύουσας. Πορεύτηκε με τον ενθουσιασμό των στρατιωτικών επιτυχιών, την επικρεμάμενη απειλή των αεροπορικών επιδρομών, την ευμετάβλητη ψυχολογία των κατοίκων της, το πλήθος των φημών που κατέκλυσαν τους δρόμους και την ακοίμητη ανησυχία της γερμανικής επέμβασης. Η ανατροφοδότηση που, μέσω των Δελτίων, λάμβανε χώρα στο εσωτερικό της ΕΟΝ κοινοποιούσε ουσιαστικά στον κρατικό μηχανισμό τον καθημερινό της «σφυγμό», προκειμένου η κυβέρνηση να έχει πλήρη εικόνα για τις αδυναμίες, τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις προσδοκίες των πολιτών. Οι ομάδες διαφώτισης ήταν τα «μάτια» και τα «αυτιά» του καθεστώτος σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, με απώτερο στόχο την αναχαίτιση των διαδόσεων, τη στήριξη του ηθικού και την αποτροπή εμφάνισης πανικού. Μια θεμιτή μορφή «κοινωνικής εποπτείας», ώστε να διασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κοινός βηματισμός ανάμεσα στις κυβερνητικές αρχές και τη βάση, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση της σύμπνοιας και της συνοχής μέσα στην απρόβλεπτη περίοδο των έκτακτων συνθηκών.

 

  1. Η ΕΟΝ ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1936 με γενικό αρχηγό τον διάδοχο Παύλο. Σκοπό της αποτέλεσε η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των νέων: «[…] Προς προαγωγήν της σωματικής και πνευματικής καταστάσεως αυτών, ανάπτυξιν του Εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς την Θρησκείαν, δημιουργίαν πνεύματος συνεργασίας και κοινωνικής αλληλεγγύης και έγκαιρον επαγγελματικόν προσανατολισμόν εκάστου, αναλόγως προς τας φυσικάς ιδιότητας αυτού», βλ. Φύλλα Εφημερίδος της Κυβερνήσεως [στο εξής ΦΕΚ], Α.Ν. 334, «Περί συστάσεως “Εθνικής Οργανώσεως της Νεολαίας”», φύλλο 499, Αθήνα, 10 Νοεμβρίου 1936. Καταργήθηκε από την «Ελληνική Πολιτεία» τον Ιούνιο του 1941, βλ. ΦΕΚ, Ν.Δ. 213, «Περί καταργήσεως Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας “ΕΟΝ”», φύλλο 209, Αθήνα, 25 Ιουνίου 1941. Την πραγματική εξουσία ασκούσε ο Ιωάννης Μεταξάς ως πρόεδρος του Ανώτατου Διοικητικού Συμβουλίου και Γενικός Επιθεωρητής, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1937 αναγνωρίστηκε ως «Πρώτος Φαλαγγίτης». Κυβερνητικός επίτροπος ορίστηκε ο Αλέξανδρος Κανελλόπουλος· βλ. Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, «Το καθεστώς Μεταξά, 1936-1940», Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά 1936-1941, σειρά «Έξι στιγμές της σύγχρονης Ελλάδας», 3, Έκδοση εφ. Τα Νέα, Αθήνα 2017, σσ. 65-66.
  2. Σύμφωνα με την τελευταία αριθμητική αναφορά, η οργάνωση το 1940 περιλάμβανε 1.201.450 μέλη, βλ. Η Νεολαία, 44 (3 Αυγούστου 1940), 1397.
  3. Γενικά Αρχεία του Κράτους Νομού Αττικής [Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα, στο εξής ΓΑΚ Ν. Αττικής], Αρχείο ΕΟΝ, φάκ. 5: Περιφερειακή Διοίκησις Θηλέων Πρωτευούσης [στο εξής ΠΔΘΠ], Αθήνα, 10 Νοεμβρίου 1940.
  4. Στο ίδιο: Υποδιοίκησις Θηλέων Αθηνών [στο εξής ΥΘΑ], «Δελτίον Τύπου 11ης Νοεμβρίου της Υ.Θ.Α.».
  5. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γενική Διεύθυνσις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον, αριθ. 2, 5ης Νοεμβρίου 1940».
  6. Στο ίδιο, φάκ. 5: «Δελτίον Διαφωτίσεως 4/12/40 Υ.Θ.Α.»
  7. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, «ΥΘΑ», Αθήνα, 8 Νοεμβρίου 1940.
  8. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αρ. 60 της 10ης Ιανουαρίου 1941».
  9. Στο ίδιο, φάκ. 5: «Δελτίον Πληροφοριών Υ.Θ.Ν.»
  10. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, Αθήνα, 14 Νοεμβρίου και Υποδιοίκησις Θηλέων Πειραιώς, «Δελτίον Πληροφοριών», Πειραιάς, 28 Δεκεμβρίου 1940.
  11. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, Αθήνα, 7 Νοεμβρίου 1940.
  12. Ιωάννης Μεταξάς, Λόγοι και σκέψεις, 1936-1941, τόμ. Β’, Εκδόσεις Γκοβόστης, Αθήνα 1969, σσ. 363-366.
  13. ΓΑΚ Ν. Αττικής, Αρχείο ΕΟΝ, φάκ. 5: ΥΘΑ, «Δελτίον Τύπου 14ης Νοεμβρίου» και «Δελτίον Πληροφοριών Υποδιοικήσεως Θηλέων Πειραιώς», Πειραιάς, 4 Δεκεμβρίου 1940.
  14. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γενική Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον αριθ. 2, 5ης Νοεμβρίου 1940» και «Δελτίον υπ’ αρ. 10 της 13ης Νοεμβρίου 1940».
  15. Στο ίδιο, φάκ. 5: ΥΘΑ, «Δελτίον Διαφωτίσεως της 6ης Δεκεμβρίου 1940», Αθήνα, 6 Δεκεμβρίου 1940.
  16. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 1940.
  17. Στο ίδιο: «20-12-40».
  18. Το πρώτο κλιμάκιο της RAF αναπτύχθηκε στην Ελευσίνα στις 3 Νοεμβρίου, βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού [στο εξής ΓΕΣ/ΔΙΣ] (έκδ.), Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ιταλική εισβολή, 28 Οκτωβρίου μέχρι 17 Νοεμβρίου 1940, Αθήνα [χ.χ.έ.], σ. 256. Ενισχύθηκε στα μέσα Φεβρουαρίου 1941 με την έλευση έξι βαρέων στρατηγικών βομβαρδιστικών τύπου Wellington και μιας μοίρας καταδιωκτικών από δεκαοκτώ αεροσκάφη Hurricane, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ (έκδ.), Χειμεριναί επιχειρήσεις – Ιταλική επίθεσις Μαρτίου, Αθήνα 1960, σ. 162.
  19. ΓΑΚ Ν. Αττικής, Αρχείο ΕΟΝ, φάκ. 5: ΠΔΘΠ, «Δελτίον της 8ης Νοεμβρίου 1940».
  20. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, «Δελτίον Συνεργατών 3ου Γραφείου», Αθήνα, 30 Δεκεμβρίου 1940.
  21. Στο ίδιο, φάκ. 23: Κεντρική Διοίκησις, Γραφείον Κ.Ε.Ν., προς τας Διοικήσεις Ανωτάτων Σχολών, Αρρένων και Θηλέων […] και Υποδιοίκησιν Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αριθ. 3494, Αθήνα, 31 Οκτωβρίου 1940.
  22. Στο ίδιο, φάκ. 5: «Δελτίον (11.12.40)».
  23. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αριθ. 9 της 12ης Νοεμβρίου 1940» και «Δελτίον υπ’ αρ. 28 της 3ης Δεκεμβρίου 1940».
  24. Στο ίδιο, φάκ. 5: Υπ/σις Θηλέων Πειραιώς, «Δελτίον Πληροφοριών», Πειραιάς, 11 Δεκεμβρίου 1940.
  25. Στο ίδιο: «Δελτίον Συνεργατών 3ου Γραφείου Π.Δ.Θ.Π. της 22ας Δεκεμβρίου 1940».
  26. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, Πειραιάς, 12 Νοεμβρίου 1940.
  27. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, Αθήνα, 13 Νοεμβρίου 1940.
  28. Στο ίδιο: ΥΘΒ, προς ΠΔΘΠ, αριθ. ΙΙΙ-Α/7, Αθήνα, 15 Νοεμβρίου 1940.
  29. Στο ίδιο: ΥΘΑ, «Δελτίον Διαφωτίσεως 2ας Δεκεμβρίου 1940 της Υ.Θ.Α», Αθήνα, 2 Δεκεμβρίου 1940.
  30. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, προς τον Διευθυντήν ΙΙΙου Γραφείου Π.Δ.Θ.Π., «Αναφορά», Αθήνα, 6 Νοεμβρίου 1940.
  31. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αρ. 11 της 14ης Νοεμβρίου 1940».
  32. Στο ίδιο: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αριθ. 9 της 12ης Νοεμβρίου 1940».
  33. Στο ίδιο: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αρ. 34 της 9ης Δεκεμβρίου 1940».
  34. Στο ίδιο, φάκ. 5: ΠΔΘΠ, «Δελτίον Πληροφοριών της Υ.Θ.Π.»
  35. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αριθ. 40 της 15ης Δεκεμβρίου 1940».
  36. Στο ίδιο: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αρ. 34 της 9ης Δεκεμβρίου 1940».
  37. Στο ίδιο, φάκ. 5: «Δελτίον Συνθημάτων Υ.Θ.Ν.»
  38. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αρ. 33 της 8ης Δεκεμβρίου 1940».
  39. Στο ίδιο, φάκ. 5: ΠΔΘΠ, Αθήνα, 13 Νοεμβρίου 1940.
  40. Στο ίδιο: Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 1940.
  41. Στο ίδιο: «Δελτίον Πληροφοριών Υ.Θ. Νότου», 21 Νοεμβρίου 1940 και ΥΘΑ: «Δελτίον Διαφωτίσεως 1ης Δεκεμβρίου 1940 της Υ.Θ.Α.»
  42. Στο ίδιο: «Παρατηρήσεις», 19 Δεκεμβρίου 1940.
  43. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, «Υ.Θ.Α., Δελτίον Τύπου», Αθήνα, 13 Νοεμβρίου 1940.
  44. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, «Δελτίον 16ης Νοεμβρίου», Αθήνα, 17 Νοεμβρίου και «Δελτίον», Αθήνα, 12 Δεκεμβρίου 1940.
  45. Γεώργιος Ι. Γιώτης, Πόλεις και εναέρια βία. Η Ελλάδα σε πολεμικό κλοιό (1939-1941), Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023, σσ. 143, 337-340.
  46. ΓΑΚ Ν. Αττικής, Αρχείο ΕΟΝ, φάκ. 5: ΠΔΘΠ, Αθήνα, 8 Νοεμβρίου 1940.
  47. Στο ίδιο: «Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 1940».
  48. Στο ίδιο.
  49. Στο ίδιο.
  50. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αριθ. 29 της 4ης Δεκεμβρίου 1940».
  51. Στο ίδιο, φάκ. 5: ΥΘΑ, «Δελτίον Διαφωτίσεως της 3ης Δεκεμβρίου 1940 της Υ.Θ.Α.», Αθήνα, 3 Δεκεμβρίου 1940.
  52. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αριθ. 14 της 18ης Νοεμβρίου 1940».
  53. Στο ίδιο: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αριθ. 8 της 11ης Νοεμβρίου 1940».
  54. Στο ίδιο: Γενική Διεύθυνσις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον αριθ. 2 της 5ης Νοεμβρίου 1940. Με την πάροδο του χρόνου οι πολίτες παρακολουθούσαν τις ελληνόγλωσσες εκπομπές από το Λονδίνο, εξασφαλίζοντας πληροφόρηση για τις επιχειρησιακές εξελίξεις και την παρεχόμενη αγγλική βοήθεια. Από τα μέσα Φεβρουαρίου οι εκπομπές του αγγλικού ραδιοφώνου αυξήθηκαν σε τρεις, εντάσσοντας στη θεματολογία τους και εγκωμιαστικές αναφορές για τις ελληνικές επιτυχίες· βλ. Γιάννης Καιροφύλας, Η Αθήνα του ’40 και της Κατοχής, Εκδόσεις Φιλιππότης, β’ έκδ., Αθήνα 1989, σ. 91.
  55. ΓΑΚ Ν. Αττικής, Αρχείο ΕΟΝ, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αριθ. 24 της 29ης Νοεμβρίου 1940».
  56. Στο ίδιο: Γενική Διεύθυνσις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον αριθ. 2 της 5ης Νοεμβρίου 1940».
  57. Στο ίδιο, φάκ. 5: «Δελτίον Διαφωτίσεως 1ης Δεκεμβρίου 1940 της Υποδιοικήσεως Θηλέων Αθηνών».
  58. Στο ίδιο: ΥΘΒ, ΙΙΙ-Α/7, προς την ΠΔΘΠ, 16 Δεκεμβρίου 1940.
  59. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αριθ. 19 της 24ης Νοεμβρίου 1940». Ο χαιρετισμός τεκμηρίωνε από την αρχαιότητα την αγάπη, την αφοσίωση και τον σεβασμό προς τους θεούς ή το πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν. Αρχαιοελληνικής προέλευσης ήταν και ο διπλός μινωικός πέλεκυς, το άλλο σύμβολο που χρησιμοποιούνταν ευρέως από την οργάνωση· βλ. Ελένη Μαχαίρα, Η Νεολαία της 4ης Αυγούστου. Φωτογραφίες, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα 1987, σσ. 35-36, 84.
  60. ΓΑΚ Ν. Αττικής, Αρχείο ΕΟΝ, φάκ. 5: ΠΔΘΠ, «Υ.Θ.Α.», Αθήνα, 8 Νοεμβρίου και Αθήνα, 13 Νοεμβρίου 1940.
  61. Στο ίδιο: ΠΔΘΠ, «Δελτίον Πληροφοριών Υποδιοικήσεως Θηλέων Πειραιώς», Πειραιάς, 28 Νοεμβρίου 1940.
  62. Στο ίδιο: «Δελτίον της 28ης Νοεμβρίου του 1940».
  63. Γιώτης, ό.π., σσ. 323-326.
  64. ΓΑΚ Ν. Αττικής, Αρχείο ΕΟΝ, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον υπ’ αρ. 62 της 12ης Ιανουαρίου 1941».
  65. Στο ίδιο, φάκ. 5: ΠΔΘΠ, Αθήνα, 11 Νοεμβρίου 1940.
  66. Στο ίδιο, φάκ. 22: Γεν. Δ/σις Εθνικής Διαφωτίσεως, «Δελτίον της 21ης Ιανουαρίου 1941 υπ’ αριθ. 71».