Η επίδραση των εκλογών του 1977 στον ορίζοντα προσδοκιών της ελληνικής κοινωνίας

Νίκος Γκιώνης

Εισαγωγή

Η Ελλάδα το 1974 βρέθηκε ενώπιον μιας εθνικής κρίσης με δεδομένη την αποτυχία υπεράσπισης της Κύπρου κατά την εισβολή της Τουρκίας στη Μεγαλόνησο και μιας διαδικασίας πολιτειακής και πολιτικής μετάβασης μετά την κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος, το οποίο αποφάσισε να παραδώσει τη διακυβέρνηση της χώρας σε πολιτικά πρόσωπα. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών και τις προκλήσεις οικοδόμησης ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος σε θεσμική ρήξη με τα τραύματα που απέκτησε η ελληνική κοινωνία μετά τη λήξη του Εμφυλίου, μέσα σε ένα ημερολογιακό έτος νομιμοποιήθηκαν πολιτικά κόμματα που βρίσκονταν υπό δίωξη περίπου πέντε δεκαετίες, διοργανώθηκαν εθνικές εκλογές χωρίς σοβαρές ενστάσεις επί της διεξαγωγής και του αποτελέσματος, διευθετήθηκε το πολιτειακό ζήτημα με δημοψήφισμα και η χώρα απέκτησε έναν καταστατικό χάρτη προωθητικό σε ζητήματα ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε σύγκριση με τη μετεμφυλιακή περίοδο.

Παρόλα αυτά, ο χαρακτήρας της πολιτικής μετάβασης ως προϊόν συναίνεσης προδικτατορικών πολιτικών προσωπικοτήτων που συγκαταλέγονταν στο μέτωπο της εθνικοφροσύνης και η απουσία δυναμικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας με σαφή και παραδεκτά διαπιστευτήρια στον αντιδικτατορικό αγώνα, όπως το φοιτητικό κίνημα, έδωσαν μια αίσθηση προδικτατορικής συνέχειας σε όσους επιθυμούσαν τον εκδημοκρατισμό και δεν στήριζαν την κυβέρνηση που διαχειρίστηκε τη μετάβαση.[1] Ένα κομμάτι της ελληνικής νεολαίας, με βασικό πόλο το φοιτητικό κίνημα, μαζί με τους νέους εργαζόμενους, που στήριξαν τις διεκδικήσεις για τα εργοστασιακά σωματεία, και τους μαθητές, οι οποίοι διεκδίκησαν την αναγνώριση των μαθητικών κοινοτήτων, ήταν αρνητικό σε σχέση με τη μετάβαση.[2] Αν και οι θεσμικές αλλαγές στηρίχτηκαν σε στιβαρό δημοκρατικό πλαίσιο, στο κοινωνικό πεδίο η κυβέρνηση Καραμανλή δεν ταυτίστηκε με το πνεύμα και το ρυθμό διεκδίκησης των κοινωνικών αιτημάτων του συγκεκριμένου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού. Η ελληνική νεολαία, με βασικό εκφραστή το σπουδαστικό κομμάτι της, είχε καθιερωθεί ως πρωτοπορία στη συνείδηση σημαντικής μερίδας του πληθυσμού, ακριβώς, επειδή η αποκατάσταση της Δημοκρατίας αναζητούσε γεγονότα αγωνιστικής διεκδίκησης της Μεταπολίτευσης, με το Πολυτεχνείο να δεσπόζει τόσο λόγω της χρονικής του εγγύτητας με την κατάρρευση του καθεστώτος, όσο και εξαιτίας του περιορισμένης μαζικής διαμαρτυρίας στα χρόνια της Δικτατορίας.[3]

Στις εκλογές του 1974 πραγματοποιείται μια πρώτη καταγραφή των πολιτικών δυνάμεων που, αν αναγνωστεί υπό το πρίσμα του προδικτατορικού σκηνικού, θα οδηγούσε στο συμπέρασμα μιας επαναφοράς ενός ετεροβαρούς δικομματισμού, εφάμιλλου εκείνου που γνώρισε η χώρα μετά την ενοποίηση των δυνάμεων του Κέντρου στη δεκαετία του 1960.[4] Ιστορικοποιώντας το αποτέλεσμα, όμως, κρίνεται αναγκαίο να συμπεριλάβουμε την αβεβαιότητα της έκβασης της Μεταπολίτευσης στο αποτέλεσμα του 1974 και τα θεσμικά άλματα που γνώρισε η χώρα τους πρώτους μήνες της μετάβασης. Η έκφραση του λαού, λοιπόν, κυρίαρχη και μη αμφισβητούμενη ούτε από τους ηττημένους της εκλογικής αναμέτρησης, αποτυπώνει μια συνθήκη δημοκρατικής μετάβασης σε εξέλιξη, χωρίς να είναι σε θέση να κρίνει εκ των προτέρων τις επιδόσεις της μονοκομματικής κυβέρνησης Καραμανλή.

Μετά την αναμέτρηση του 1974 και την υλοποίηση όλων των θεσμικών προαπαιτούμενων από την τότε κυβέρνηση, παρατηρείται μια στασιμότητα σε ζητήματα εκδημοκρατισμού της κοινωνικής ζωής,[5] αίτημα που προωθούν και διεκδικούν λαϊκό κίνημα και κόμματα του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού χώρου. Η εμπειρία των προδικτατορικών διαψεύσεων, η θεσμική κατοχύρωση ατομικών ελευθεριών και πλαισίου οργάνωσης της κοινωνικής δράσης κατά βάση σε κομματικό επίπεδο με τη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας προσάρμοσαν τα κόμματα της Αριστεράς σε μια συνθήκη κομματικού ανταγωνισμού.[6] Η υλοποίηση, όμως, των πρώτων θεσμικών μεταρρυθμίσεων και η επανεμφάνιση ορίων στη διαδικασία του εκδημοκρατισμού επανέφεραν το συγκεκριμένο αίτημα[7] ως νέα διεκδίκηση στον ορίζοντα προσδοκιών της ελληνικής κοινωνίας, επηρεάζοντας την κίνησή της προς τη μεγάλη πολιτική αλλαγή του 1981. Στο άρθρο αυτό, λοιπόν, θα εξηγηθεί πώς οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1977 σηματοδότησαν την στροφή της ελληνικής κοινωνίας στον τρόπο της διεκδίκησης των αιτημάτων και για ποιον λόγο η εν λόγω διεκδίκηση κατευθύνθηκε προς συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις. Αυτή η κίνηση θα ερμηνευθεί με βάση το θεωρητικό σχήμα του Reinhart Koselleck, σύμφωνα με το οποίο τα υποκείμενα (ατομικά και συλλογικά) πορεύονται στη σύγχρονη δράση τους με βάση την εμπειρία που έχουν συλλέξει και την προσδοκία που οικοδομούν βασισμένη σε αυτή.

Η μετεμφυλιακή εμπειρία και η προσδοκία του εκδημοκρατισμού

Πριν προχωρήσει η επεξεργασία της ελληνικής συνθήκης της περιόδου που αφορά και ακολούθησε τη Μεταπολίτευση, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μνεία στο ερμηνευτικό σχήμα που καταπιάνεται με τη διελκυστίνδα του χώρου της εμπειρίας και του ορίζοντα προσδοκιών. Για τον Koselleck οι έννοιες της εμπειρίας και της προσδοκίας αποτελούν βασικές παραμέτρους διαχείρισης του ιστορικού χρόνου, εξαιτίας της αλληλεπίδρασής τους στη σύνδεση του παρελθόντος με το μέλλον. Παράλληλα, η συμπερίληψη των ατόμων σε ευρύτερα κοινωνικά υποκείμενα επηρεάζει τη σφαίρα της εμπειρίας τους, εντάσσοντας σε αυτήν αλλότριες εμπειρίες που δεν έχουν βιωθεί και συνειδητοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο ή αφορούν ακόμη και θεσμικές παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα την εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, η προσδοκία συγκροτείται μέσα από μία προσωπική και διαπροσωπική διαδικασία του παρόντος που αφορά αυτό που πιστεύουν ότι πρόκειται να βιώσουν τα υποκείμενα ενσωματώνοντας φόβους, ελπίδες, ευχές, επιθυμίες και ανησυχίες.[8]

Στην τομή του 1974 η ελληνική κοινωνική εμπειρία εμπεριέχει μια συσσωρευμένη διάψευση των διεκδικήσεων από το λαϊκό κίνημα μέσα από τις γέφυρες επικοινωνίας που αυτό είχε οικοδομήσει με την προδικτατορική Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) και το ριζοσπαστικό νεολαιίστικο τμήμα της Ενώσεως Κέντρου στην περίοδο του Ανενδότου και των Ιουλιανών του 1965. Η έντονη πολιτικοποίηση κατά τη Μεταπολίτευση μπορεί να αναγνωσθεί υπό το φως της διάψευσης της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και του εκδημοκρατισμού.[9] Όπως έχει παρατηρήσει ο Σεραφείμ Σεφεριάδης, υπάρχει μια συσχέτιση εντός του συγκρουσιακού κύκλου ανάμεσα στην όξυνση των φαινομένων διαμαρτυρίας με την ταυτόχρονη εμφάνιση πολιτικών ευκαιριών δράσης. Στην ελληνική περίπτωση μάλιστα αυτή συσχετίζεται ευθέως με το αίτημα του εκδημοκρατισμού ήδη από τη δεκαετία του 1960.[10]

Τόσο ο εκδημοκρατισμός, όσο και η ανοδική κοινωνική κινητικότητα παραμένουν ζωτικής σημασίας κοινωνικά αιτήματα σε όλη την περίοδο πριν και μετά τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Η ανατροπή της εθνικόφρονος ισχύος, μετά την ουσιαστική κατάρρευση του πατριωτικού της επιχειρήματος και η σύνδεση της Αριστεράς –από την προδικτατορική ακόμη εποχή– με την κριτική μαρξιστική θεωρία συνδυασμού της εθνικής ανεξαρτησίας και του σοσιαλισμού, μετατόπισαν προς το συγκεκριμένο αίτημα και την πολιτική αντιπαράθεση. Η σταδιακή αποδοχή των όρων του πολιτικού ανταγωνισμού από τις δυνάμεις της Αριστεράς και την αντιπολίτευση διαμορφώνεται από την αβεβαιότητα της εκπλήρωσης της προσδοκίας του εκδημοκρατισμού, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στις έως τότε ήττες. Η πίεση της κοινωνικής διεκδίκησης του εκδημοκρατισμού και το βαρύ πλήγμα που έχουν υποστεί δύο πυλώνες του μετώπου της εθνικοφροσύνης (στέμμα και στρατός) ωθούν την πολιτική κυβέρνηση του Ιουλίου του 1974 σε προωθητικές αλλαγές προς το θεσμικό εκδημοκρατισμό μέσω των συντακτικών πράξεων που εκδίδει.[11]

Παρά τις εξελίξεις, η εκτεταμένη κοινωνική αποδοχή της μετάβασης γίνεται από ένα κοινωνικό υποκείμενο που κατά την πλειονότητά του αντέδρασε περιορισμένα στην στρατιωτική εκτροπή. Η διάσταση της αντίληψης ανάμεσα στην κοινωνική πλειοψηφία και την σπουδαστική αγωνιστική πρωτοπορία, που διεκδίκησε μια ρηξικέλευθη Μεταπολίτευση, γίνεται σαφής μετά την εκλογική αναμέτρηση του 1974.[12] Η νεολαία μετά τη Μεταπολίτευση δεν αποτελούσε πια ένα «πρόβλημα», αλλά μια μελλοντική προβολή της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως μια εγγύηση εκδημοκρατισμού, ανανέωσης της πολιτικής ζωής και πολιτιστικής αναστύλωσής της.[13] Η συγκεκριμένη αντίληψη είναι εμφανής και στην προσέγγιση του ίδιου του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο ίδιος προεκλογικά αφιέρωσε μια τηλεοπτική του εμφάνιση στη νεολαία, προβάλλοντας το επιχείρημα περί αυτοπειθαρχίας των διεκδικήσεων για τη διασφάλιση της προόδου.[14]

Παράλληλα, στο φοιτητικό χώρο η ήδη υπάρχουσα παρουσία συλλογικοτήτων με αναφορές στα κομμουνιστικά κόμματα ή σε κινήσεις που βρίσκονταν ακόμη υπό συγκρότηση διαμόρφωσε ένα παραταξιακό μωσαϊκό την επομένη της αποκατάστασης της δημοκρατικής νομιμότητας. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτύπωσε μια πρώτη συνθήκη του κομματικού ανταγωνισμού στην ανώτατη εκπαίδευση λειτουργώντας τόσο ως πεδίο διεκδίκησης της κοινωνικής πρωτοπορίας, όσο και ως προοικονομία μιας μελλοντικής διάστασης της κομματικής αντιπαράθεσης.

Η σύντομη διαδικασία αποκατάστασης της Δημοκρατίας μόνο δεδομένη δεν ήταν. Εξαιτίας της αλματώδους πορείας προς τη διαδικασία εκδημοκρατισμού και της αβεβαιότητας για την έκβαση της μετάβασης, κοινωνία και πολιτικές δυνάμεις προσαρμόστηκαν στο νέο σύστημα, παρότι άσκησαν ακόμη και δομικής φύσης κριτική. Μάλιστα, κόμματα του μη Δεξιού χώρου επιδίωξαν ήπιας μορφής αντιπαράθεση, ανησυχώντας για την εκλογική συμπεριφορά της πλειοψηφίας.[15] Οι δυνάμεις που διεκδικούσαν μια προωθητική μορφή εκδημοκρατισμού με επέκταση του θεσμικού άλματος στη δημόσια ζωή, αν και φαίνονταν ηττημένες, συνέχισαν να διεκδικούν το δικό τους χώρο για να προωθήσουν τα αιτήματά τους στον συνδικαλιστικό και τον αγροτικό χώρο.[16] Η Μεταπολίτευση, μάλιστα, επιβιώνει ως σήμερα στο δημόσιο διάλογο, αν και επιχειρήθηκε πολλές φορές τις τελευταίες δεκαετίες να οριστεί το τέλος της,[17] αποτυπώνοντας τη διάχυση μιας αντίληψης περί δυνατότητας περαιτέρω υπερβάσεων. Με την ολοκλήρωση της θεσμικής διαδικασίας μετάβασης στην ψήφιση Συντάγματος του 1975 και το πέρασμά της στη σφαίρα της εμπειρίας ήρθε στο προσκήνιο μια άμβλυνση της διεκδικητικής αβεβαιότητας και το αίτημα διάχυσης του εκδημοκρατισμού στο κοινωνικό πεδίο.

Η κοινωνική διεκδίκηση και η μετατόπιση του κέντρου δράσης μετά τη Μεταπολίτευση

Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1974 επιβεβαίωσε με σαφή και αδιαμφισβήτητο τρόπο την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, της ελληνικής κοινωνίας στους χειρισμούς της κυβέρνησης Καραμανλή. Άξιο αναφοράς είναι ότι το μέρος της λαϊκής ψήφου που έμεινε χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση έφτασε περίπου στο 2%, εκ του οποίου περίπου τα δύο πέμπτα αφορούσαν ανεξάρτητους υποψήφιους. Με εξαίρεση τη Νέα Δημοκρατία, όλα τα υπόλοιπα κόμματα που εισήλθαν στη Βουλή είχαν να επιδείξουν συνεργασίες. Η Αριστερά κατήλθε ενωμένη μετά τη διάσπαση του 1968 με το σχήμα Ενωμένη Αριστερά, ενώ το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) συνεργάστηκε με την Δημοκρατική Άμυνα και η Ένωση Κέντρου με τις Νέες Πολιτικές Δυνάμεις για να προκύψει το σχήμα Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (Ε.Κ.-Ν.Δ.). Η Νέα Δημοκρατία ως συνέχεια του χώρου της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως (ΕΡΕ) και της Δεξιάς μαζί με την Ε.Κ.-Ν.Δ., κόμματα που συμμετείχαν στη μεταβατική κυβέρνηση, κατέλαβαν περίπου τα τρία τέταρτα της λαϊκής ψήφου, ενώ το υπόλοιπο μέρος κατευθύνθηκε προς το ΠΑΣΟΚ (13,5%) και την Ενωμένη Αριστερά (9,5%).[18]

Το αποτέλεσμα σκιαγράφησε μια εκλογική έκφραση ενταγμένη σε μια αβέβαιη διαδικασία μετάβασης. Μετά τη διευθέτηση του πολιτειακού με δημοψήφισμα και την ψήφιση νέου Συντάγματος, οι κοινωνικές δυνάμεις που προωθούσαν την επέκταση του εκδημοκρατισμού κέρδισαν μεγαλύτερο έδαφος στη δημόσια συζήτηση. Το λαϊκό κίνημα έκανε την εμφάνισή του σε μεγάλο βαθμό χωρίς σημαντικό κομματικό έλεγχο μέσα από τη διεκδίκηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης στα εργοστασιακά σωματεία και της βελτίωσης της θέσης των αγροτών.[19] Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η όξυνση των εν λόγω διεκδικήσεων και διαμαρτυριών οφειλόταν και στην ενεργή ανάμειξη του νεολαιίστικου παράγοντα λόγω της αγωνιστικότητας με την οποία μπορούσε να περιβάλλει μια κοινωνική κινητοποίηση.[20]

Μετά τη Μεταπολίτευση δημιουργούνται απεργιακές επιτροπές σε πολλά εργοστάσια, οι οποίες στη συνέχεια επιχείρησαν να δομηθούν μέσα σε ένα πιο συγκροτημένο σύστημα οργάνωσης. Από αυτή τη διαδικασία γεννήθηκαν τα εργοστασιακά σωματεία, μια καινοτομία για τα δεδομένα των συνδικαλιστικών οργανώσεων της εποχής. Τα σωματεία αυτά δεν ακολουθούσαν μια παραδοσιακή τριτοδιεθνιστική προσέγγιση, ως ιμάντες μεταβίβασης κομματικών θέσεων στους μαζικούς χώρους, αλλά προσέφεραν στα μέλη τους την ευκαιρία να αναπτύξουν αγωνιστική δράση με αμεσότητα, εντός του χώρου εργασίας τους και όχι διασπασμένη ανά ειδικότητα και κλάδο, όπως ίσχυε έως τότε.[21]

Η εξέλιξη στον τρόπο συνδικαλιστικής κινητοποίησης σε επίπεδο εργοστασιακής μονάδας αντί του κλάδου εξειδίκευσης αποτυπώνει, σύμφωνα με τον Χριστόφορο Βερναρδάκη, τα χαρακτηριστικά της οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης, όπως σχηματοποιήθηκαν ήδη από την προδικτατορική εποχή. Η εκδήλωση της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 έθεσε σε αμφισβήτηση την αναπαραγωγή του συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Η ανάπτυξη του εργοστασιακού κινήματος είχε δύο ρίζες, μια ιδεολογική και μια συνδικαλιστική. Ως προς τη δεύτερη οι εργάτες διεκδικούσαν τη βελτίωση της οικονομικής θέσης τους και των συνθηκών εργασίας. Ταυτόχρονα, η διεκδικητική ορμή τους οφειλόταν στην αυθόρμητη και ριζοσπαστική διεκδικητικότητα που επέδειξαν κατά την περίοδο της δημοκρατικής μετάβασης. Η διεκδίκηση του εκδημοκρατισμού από τη συγκεκριμένη μερίδα των εργαζομένων στους χώρους εργασίας αποτυπώνει τη διάθεση για ρήξεις με ένα παραδοσιακό μοντέλο συνδικαλιστικής ενεργοποίησης, βασισμένο σε γραφειοκρατικές δομές, σε συνδυασμό με το αίτημα για αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες οργάνωσης και λήψης αποφάσεων στον εργασιακό χώρο.[22]

Κατά τον Γιάννη Μαυρή το εργοστασιακό κίνημα των πρώτων ετών μετά τη Μεταπολίτευση δεν είχε τον χαρακτήρα προώθησης συμφερόντων με τη μορφή «συμβολαίου» με κάποιον εκ των δύο έτερων μερών ενός τριμερούς συστήματος διευθέτησης (κράτος, εργοδοσία, εργαζόμενοι), αλλά είδε τη διαδικασία μετάβασης και τη γιγάντωση του αιτήματος του εκδημοκρατισμού ως μια ευκαιρία να τεθούν εν τοις πράγμασι αιτήματα εκδημοκρατισμού της εργασιακής ζωής. Η κληρονομιά του στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο που ακολουθούσε ήταν η καθιέρωση του εργοστασιακού σωματείου ως πρωτοποριακής μορφής δράσης με αντιγραφειοκρατικό χαρακτήρα. Παράλληλα, η έλευση της συγκεκριμένης μορφής οργάνωσης, προκύπτουσα από τις ανάγκες των εργατών και τις απεργίες που ξεκινούσαν για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, απαντούσε στο πρόβλημα του απομαζικοποιημένου κλαδικού κινήματος, που γνώρισε την παρακμή λόγω της ύπαρξης μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων και του κατακερματισμού του εργατικού δυναμικού μέσα από αυτήν την εξέλιξη.[23]

Ο Χρήστος Ιωάννου έχει παρατηρήσει ότι η κατάρρευση του μετεμφυλιακού καθεστώτος είχε οδηγήσει σε κρίση ενός μοντέλου, όπου οι μηχανισμοί του κράτους επιβάλλονται σε ένα μεγάλο εύρος κοινωνικών δραστηριοτήτων. Η πρώτη φάση κινητοποιήσεων με επίκεντρο τους βιομηχανικούς εργάτες θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα όρια που ήταν κρατικά ανεκτά ως προς τη φύση και το βαθμό των διεκδικήσεων. Η οργάνωση κινητοποιήσεων κατέστη ανεξέλεγκτη από τους κρατικούς μηχανισμούς ή ακόμα και από τα κόμματα της Αριστεράς.[24] Το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων αποδείχθηκε σύμφωνα με τους Βιτσιλάκη και Μεταξά ως ο κύριος πόλος συσπείρωσης ανειδίκευτων και χαμηλόμισθων εργατών, οι οποίοι δυσκολεύονταν να ενταχθούν στις παραδοσιακές κλαδικές οργανώσεις. Η μαζικότητά τους, όμως, αποτυπώνεται και στη συμμετοχή εξειδικευμένων τεχνικών κατά την προσπάθεια συγκρότησής τους. Ωστόσο, στην ίδια ανάλυση συναντάμε και την κριτική ως προς το κατά πόσο είναι δυνατόν μία τέτοια δομή να μείνει πιστή στον σκοπό της, όταν ένα σημαντικό μέρος των ιδρυτικών μελών της εξακολουθεί να θέλει την προώθηση κάποιων συμφερόντων του σε κλαδική βάση.[25]

Κατά το πρώτο διάστημα, όταν ακόμη η διαδικασία μετάβασης δεν είχε ολοκληρωθεί, η παρουσία των εργοστασιακών σωματείων παγιώθηκε και τα ίδια μονιμοποίησαν τις λειτουργίες τους. Η άνθησή του παρουσιάζεται στους κλάδους της βιομηχανίας χάρτου, των μεταφορών, των εκδόσεων και των κατασκευών ηλεκτρικών συσκευών.[26] Οι κινητοποιήσεις ήταν μεγάλες σε έκταση και εκδηλώνονταν με το φαινόμενο των μεγάλων σε έκταση και διάρκεια απεργιών και στάσεων εργασίας. Όπως υπογραμμίζει ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, ειδικά οι στάσεις εργασίας κατέδειξαν στο μέγιστο βαθμό την αποτελεσματικότητά τους. Από τη μία η παραγωγή στη βιομηχανία αποδιοργανωνόταν, ενώ από την άλλη οι εργάτες έχαναν μικρότερο μέρος της αμοιβής τους, στοιχείο που συνέτεινε στη μαζικότερη συμμετοχή τους. Ήδη από την άνοιξη του 1975 η κυβέρνηση ανησυχούσε και προώθησε σταδιακά την καταστολή των εργατικών διεκδικήσεων με συλλήψεις συνδικαλιστών, συγκρούσεις των απεργών με όργανα της τάξης ή ακόμα και την επιβολή ποινών φυλάκισης. Κορωνίδα της κυβερνητικής απάντησης στο εν λόγω φαινόμενο θα αποτελέσει ο νόμος 330/1976, ο οποίος απαγόρευε στα μη αναγνωρισμένα σωματεία το δικαίωμα της απεργίας και υποχρέωνε τους απεργούς σε πρότερη ενημέρωση της εργοδοσίας.[27]

Η άνιση ανάπτυξη του εργοστασιακού συστήματος σε σχέση με κλαδικές οργανώσεις, που επίσης ανέπτυξαν απεργιακές κινητοποιήσεις, αλλά είχαν τη δυνατότητα να τις διευρύνουν μέσω της ύπαρξης δευτεροβάθμιων ομοσπονδιών, ήταν μία από τις αιτίες της παρακμής του.[28] Ο Σακελλαρόπουλος συνοψίζει τους λόγους της αποδυνάμωσης του εργοστασιακού κινήματος στην εφαρμογή του αντιαπεργιακού νόμου 330, την απόλυση πολλών συνδικαλιστών και τη στροφή τους σε άλλους μη βιομηχανικούς κλάδους, όπως η οικοδομή, στην αδυναμία ανάπτυξης σχέσεων σε εκείνη τη φάση με τις δυνάμεις της Αριστεράς και σε ελλείμματα οργανωτικής ολοκλήρωσης και δημιουργίας δεσμών με επιμέρους τμήματα του λαϊκού κινήματος.[29]

Την ίδια περίοδο παρατηρούνται κοινωνικές συγκρούσεις και στο χώρο της ελληνικής περιφέρειας με επίκεντρο τις αγροτικές διεκδικήσεις. Εκείνες αφορούσαν κυρίως ζητήματα διανομής δημόσιας γης σε αγρότες ή τη βελτίωση της θέσης τους εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν λόγω χρεών στις τράπεζες, χαμηλών τιμών των προϊόντων που παρήγαγαν και ανεπαρκών συντάξεων.[30] Οι αγρότες ζούσαν σε σημαντικά χειρότερες συνθήκες σε σχέση με την εικόνα σχετικής ευημερίας των αστικών κέντρων, τα οποία μετατόπιζαν το ενδιαφέρον της πολιτείας στην ανάπτυξη των υποδομών τους. Επιπλέον, η ανεπάρκεια των αγροτικών συντάξεων δεν αποτελούσε απλά μια συνδικαλιστική διεκδίκηση των αγροτών, αλλά καθόριζε σοβαρά την ποιότητα ζωής τους, καθώς αποτύπωνε μια εικόνα περιορισμένης προσδοκίας για το μέλλον τους. Ταυτόχρονα, ο αγροτικός πληθυσμός, με την περιορισμένη διάχυση της τηλεόρασης έστω σε χώρους κοινωνικοποίησης στα χωριά, όπως τα καφενεία, αισθανόταν ακόμη περισσότερο την υπαρκτή ανισότητα με τις πόλεις και ιδιαίτερα με την Αθήνα.[31]

Κρίσιμη για τους αγρότες ήταν και η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Οι αγρότες αποτελούσαν μια κοινωνική ομάδα που καταπιέστηκε πολιτικά από το μετεμφυλιακό σύστημα, ενώ δεν πρέπει να υποβαθμιστεί το πρόβλημα ανισοκατανομής της έγγειας ιδιοκτησίας, ακόμη και στην ελληνική περίπτωση που είναι διαδεδομένη η κυριότητα ατομικής ιδιοκτησίας. Πρέπει όμως, να σημειωθεί ότι σε μια περίοδο οικονομικής πίεσης των αγροτών, αυτή η άνιση κατανομή της γης επιδρούσε και στις συνθήκες διαβίωσης. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι το εύρος και η ορμή των αγροτικών κινητοποιήσεων συσχετίζεται με την επιβάρυνση ή τη βελτίωση της οικονομικής θέσης τους.[32]

Οι εργατικές και οι αγροτικές κινητοποιήσεις διαψεύστηκαν ως προς το αποτέλεσμα. Η μεν πρώτη ηττήθηκε διοικητικά με την αστυνομική αντιμετώπιση και την εφαρμογή του Ν. 330 και η δεύτερη δεν απέκτησε διαστάσεις εξαιτίας της έλλειψης κοινωνικής γείωσης με άλλα επιμέρους τμήματα του λαϊκού κινήματος. Ο Βερναρδάκης παρατηρεί ότι η έλλειψη της κοινωνικής σύνδεσης των συγκεκριμένων μορφών ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος συνέτεινε στην αποτύπωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας με κομματικό και κατά συνέπεια εκλογικό τρόπο.[33] Παράλληλα με τα παραπάνω κινήματα, την ίδια περίοδο γνωρίζει τις διαψεύσεις της κοινωνικής του διεκδίκησης και το μαθητικό κίνημα. Η επαναστατική μαθητική δράση κατά τα πρώτα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση δεχόταν ισχυρό πλήγμα ως προς τη δυνατότητα συγκρότησης των μαθητικών κοινοτήτων, με το μαθητικό κανονισμό που εκδόθηκε για το σχολικό έτος 1976-77. Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 θα συγκρουστούν με το μαθητικό αίτημα της αναγνώρισης των μαθητικών κοινοτήτων και η ουσιαστική τους απαγόρευση το 1978 απέβη κρίσιμη για την κατεύθυνση των μαθητικών κινητοποιήσεων έκτοτε.[34]

Σύμφωνα με τον Γιάννη Βούλγαρη, την περίοδο που ακολούθησε τη Μεταπολίτευση, η ανοδική κοινωνική κινητικότητα ανέπτυξε σε ευρέα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας την πεποίθηση ότι η επόμενη μέρα θα ήταν καλύτερη από την προηγούμενη, συνθήκη που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και την ένταση των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων.[35] Την ίδια περίοδο, στον πανεπιστημιακό χώρο αναπτυσσόταν γρηγορότερα σε σχέση με τους υπόλοιπους μαζικούς χώρους η κομματικοποίηση. Το φοιτητικό κίνημα δεν ανέπτυξε στην ολότητά του δράση εξαιτίας κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων αλλά σε μεγάλο βαθμό κόμιζε σε αυτές τις ιδεολογικές και κομματικές αναφορές.[36]

Ο ρόλος της πρωτοπορίας που είχε κατακτηθεί από το φοιτητικό κίνημα κατά τον αντιδικτατορικό αγώνα, εξαιτίας της αποτελεσματικότητας της δράσης του– κυρίως στη συλλογική μνήμη– συνέτεινε στη νομιμοποίηση της δράσης του στην κοινωνική συνείδηση. Η διάψευση των προσδοκιών των κοινωνικών αγώνων αγροτών, εργατών και μαθητών κατά τα πρώτα χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας θα συμβάλουν στη διοχέτευση της κοινωνικής διαμαρτυρίας σε θεσμικά κανάλια πολιτικής συμμετοχής. Με δεδομένη τη σύγκρουση κράτους-λαϊκού κινήματος, λοιπόν, η κοινωνική δυναμική των μαζικών χώρων θα εκφραστεί σε κομματικό επίπεδο, επηρεάζοντας την άνοδο της κομματικής στράτευσης μετά το 1977.

Η εκλογική αναμέτρηση του 1977: Η καταγραφή της κοινωνικής δυναμικής

Πριν προκηρυχθούν οι εκλογές του 1977 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενημέρωσε τους επικεφαλής της ΕΔΗΚ (συνεργασία Ε.Κ.-Ν.Δ. με Δημοκρατική Ένωση Κέντρου) και του ΠΑΣΟΚ για την πρόθεσή του να προσφύγει πρόωρα σε βουλευτικές εκλογές για κρίσιμα εθνικά ζητήματα και συγκεκριμένα για τις εξελίξεις στο Κυπριακό, για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά και για την ομαλή ένταξη της Ελλάδας στην Κοινότητα. Ο πρωθυπουργός αναγνώρισε την ήδη υφιστάμενη, το φθινόπωρο του 1977, προεκλογική ένταση και, όπως ο ίδιος παραδεχόταν, ήθελε να αποφύγει μια όξυνση της πολιτικής ζωής εντός του κρίσιμου 1978. Η υποδοχή της είδησης δείχνει μια συμφωνία γύρω από το κλίμα πόλωσης που είχε διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία. Ο Γεώργιος Μαύρος δεν ήταν θετικός στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, θεωρώντας το κόμμα του ευάλωτο στις επιδράσεις της αντιπαράθεσης που σοβούσε, ενώ από την πλευρά του ο Ανδρέας Παπανδρέου καλωσόρισε την επίσπευση της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία. Στη συζήτηση Καραμανλή και Μαύρου παρουσιάζεται με εύγλωττο τρόπο και η ανησυχία για μια ενδεχόμενη άνοδο του ΠΑΣΟΚ που θεωρείτο «μη αστικό κόμμα».[37] Σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο ο Μακρίδης παρατήρησε ότι η ρητορική του Παπανδρέου συνέχισε να ακούγεται πολύ πιο «Αριστερή» των κομμουνιστικών κομμάτων, κάνοντας λόγο για κοινωνικοποίηση και μέτρα κοινωνικής πρόνοιας που δεν προωθούσαν σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία. Η Ν.Δ. υπερθεμάτισε την πολιτική ευημερίας, πλήρους απασχόλησης, εκδημοκρατισμού και ύφεσης του πολιτικοκοινωνικού κλίματος, ενώ προέβαλε την υποταγή του στρατού στη δημοκρατικά εκλεγμένη ηγεσία ως ένα από τα βασικά της επιτεύγματα στην πρώτη κυβερνητική θητεία της.[38]

Σύμφωνα με τον Άγγελο Μπρατάκο που έχει προχωρήσει σε μια αναλυτική καταγραφή των πεπραγμένων της κομματικής ιστορίας της Νέας Δημοκρατίας, η συντηρητική παράταξη διέθετε ως πλεονεκτήματα στη συγκεκριμένη αναμέτρηση την προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή που είχε επιτύχει την ομαλή μετάβαση στη Δημοκρατία, ενώ και η αποτίμηση των κυβερνητικών πεπραγμένων θεωρείτο θετική.[39] Παρά το επιχείρημα περί επιτυχημένης κυβερνητικής θητείας, η Ν.Δ. προσερχόταν σε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση με μια αδυναμία ως προς την οργανωτική της συγκρότηση σε σχέση με τις δυνάμεις της Αριστεράς. Με άλλα λόγια, δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει τις επιτυχίες της σε όλο το εύρος της ελληνικής επικράτειας, ενώ απομακρύνθηκε και από τα επιμέρους τοπικά προβλήματα που έλαβαν χώρα στο εν λόγω διάστημα.[40]

Η Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ), που αποτέλεσε εξέλιξη της Ε.Κ.-Ν.Δ., προσήλθε απρόθυμη στην εκλογική διαδικασία, όπως φάνηκε από την υποδοχή του επικεφαλής της στο άκουσμα της πρόωρης προσφυγής στη λαϊκή εντολή. Διεκδικώντας την εκπροσώπηση μιας δημοκρατικής παράταξης με αρκετά ξεπερασμένους για την εποχή όρους, επιχείρησε να παρουσιαστεί ως μια εναλλακτική εν μέσω δύο πόλων. Πέρα από το Μανιφέστο του ΄77, ένα φυλλάδιο που κυκλοφόρησε ως προεκλογικό πρόγραμμα και ασκούσε κριτική στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και στη συγκεντρωτική της συμπεριφορά έναντι των κοινοβουλευτικών θεσμών, η ΕΔΗΚ επιχείρησε να εκπροσωπήσει τη δημοκρατική παράταξη που «δημιούργησε τη Νεώτερη Ελλάδα» και συνέδεσε με το όνομά της όλες τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς.[41] Γενικά, η κεντρώα παράταξη προεκλογικά δεν απέπνεε αισιοδοξία, εικόνα που περιγραφόταν και σε έρευνα της Καθημερινής για τα εκλογικά περίπτερα των κομμάτων.[42]

Ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι το ΠΑΣΟΚ, το οποίο στις εκλογές του 1977 εξερχόταν από μια δύσκολη διετία εσωκομματικής σύγκρουσης, με διαφωνίες που κατέληξαν σε διαγραφές και αποχωρήσεις πολλών μελών του. Το συγκεκριμένο φαινόμενο εκδηλώθηκε ως απόρριψη μιας προσδοκίας διαφορετικών εσωτερικών συνομαδώσεων για αυθόρμητη δράση, τροφοδοτούμενη από την καθολικά αποδεκτή οργανωτική πρακτική της «αυτό-οργάνωσης» κατά την ίδρυση του κόμματος. Όπως παρατηρεί ο Βασίλης Ασημακόπουλος, η λήξη της συγκεκριμένης περιόδου συμπίπτει με το τέλος της ριζοσπαστικότερης φάσης της Μεταπολίτευσης και με την ύφεση του αυθόρμητου λαϊκού κινήματος των πρώτων ετών μετά τη μετάβαση.[43] Παρά τις σοβαρές εσωκομματικές του πληγές, το ΠΑΣΟΚ παρουσιαζόταν στον Τύπο της εποχής ως ένα νεανικό και δυναμικά οργανωμένο κόμμα, με φροντίδα για τον εκλογικό του αγώνα και εθελοντές νέους σε ηλικία, πρόθυμους να λειτουργούν το περίπτερό του για 14 συνεχόμενες ώρες ημερησίως. Η νεανική παρουσία ήταν τόσο εμφανής που ο συντηρητικός Τύπος ειρωνευόταν το δικαίωμα ψήφου των «πράσινων» εθελοντών.[44]

Αναψηλαφώντας τις εξελίξεις στην κομμουνιστική Αριστερά προς την εκλογική αναμέτρηση του 1977, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης αναφέρθηκε στην ιδιαιτερότητα των ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ ως προς την αντίθεσή τους σε κάθε ζήτημα που προέκυψε μετά τις εκλογές του 1974, με κυριότερο πεδίο διαμάχης την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Τα δύο κόμματα προσπάθησαν, διατηρώντας σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή, να επεκτείνουν την επιρροή τους στους μαζικούς χώρους, με το ΚΚΕ να κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ για προώθηση μικροαστικών αιτημάτων και το τελευταίο να ψέγει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας για σχέσεις εξάρτησης με την ΕΣΣΔ.[45] Η Αριστερά δεν κατήλθε ενωμένη, όπως συνέβη το 1974, αλλά το ΚΚΕ διάλεξε αυτόνομο δρόμο, με το ΚΚΕ Εσωτερικού να συγκροτεί μαζί με την ΕΔΑ, τη Σοσιαλιστική Πορεία, τη Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία και τη Χριστιανική Δημοκρατία τη Συμμαχία Αριστερών και Προοδευτικών Δυνάμεων. Μάλιστα, στα κόμματα που συγκρότησαν τη Συμμαχία συμμετείχαν και πρόσωπα που παλαιότερα είχαν οργανωθεί στο ΠΑΣΟΚ. Η Συμμαχία υποστήριξε μια πολιτική αντιπαράθεση ήπιων τόνων, καλώντας τους πολίτες να μην υποκύψουν στην πόλωση και την «πλειοδοσία εξαλλοσύνης» του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ[46]

Η συζήτηση για κοινή κάθοδο των προοδευτικών δυνάμεων ήταν παρούσα στις τοποθετήσεις του ΠΑΣΟΚ και των κομμάτων της Αριστεράς. Αν και η Συμμαχία αποτελούσε το μόνο σχήμα συνεργασίας που σε κάποιο βαθμό εργάστηκε προς αυτή την κατεύθυνση, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ θέλησαν να καταγράψουν τις δυνάμεις τους ξεχωριστά. Ο Χαρίλαος Φλωράκης προεκλογικά συνέδεσε την καλή επίδοση του ΚΚΕ με τη διαμόρφωση ουσιαστικών όρων ενότητας των προοδευτικών δυνάμεων.[47] Το ΠΑΣΟΚ από τη δική του πλευρά θεωρούσε προαπαιτούμενη την εκλογική καταγραφή των επιμέρους κομματικών δυνάμεων στο προοδευτικό μέτωπο, για να διαμορφωθούν οι κατάλληλοι όροι επικοινωνίας και συνεργασίας στη συνέχεια, λοιδορώντας την ΕΔΗΚ και τη Συμμαχία για την ανοχή τους απέναντι στην κυβέρνηση της Ν.Δ. και για τη σκληρή τους στάση εναντίον του.[48] Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπήρχε η παραδοχή ότι μια συνεννόηση με ορίζοντα την εκλογική αναμέτρηση ήταν ευκταία αλλά δύσκολη ως προς την υλοποίησή της. Ακόμη και η ύπαρξη της Συμμαχίας δεν αποτέλεσε μια ειλικρινή αποτύπωση συνεργασίας, καθώς επαναλάμβανε το αίτημα της ενότητας χωρίς να επενδύει ανάλογα σε αυτό.[49]

Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1977 ήταν σημαντικά διαφορετικό από εκείνο που προέκυψε από τις προηγούμενες εκλογές. Η νέα Βουλή φιλοξενούσε επτά κόμματα, ενώ ο λαός φιλοδώρησε το ΠΑΣΟΚ με ένα 25%, ποσοστό που ξεπέρασε τις πρότερες επιδόσεις της Ε.Κ.-Ν.Δ., με την ΕΔΗΚ να περιορίζεται στο 12%. Το ΚΚΕ έλαβε 9%, συγκεντρώνοντας μόνο του τη δύναμη του ποσοστού του εκλογικού συνασπισμού στον οποίο συμμετείχε στις προηγούμενες εκλογές. Η Συμμαχία περιορίστηκε σε επίδοση κατώτερη του 3%, εκλέγοντας δύο βουλευτές, όσους και το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με μερίδιο λίγο πάνω από το 1%. Η Νέα Δημοκρατία άγγιξε το 42%, επίδοση ικανή λόγω της ενισχυμένης αναλογικής (171 έδρες) να στηρίξει για χρόνια την κυβέρνηση. Όμως θα αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων σε συνεννοήσεις για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας το 1980, καθώς απαιτείτο πλειοψηφία τριών πέμπτων της εθνικής αντιπροσωπείας (180 βουλευτών). Επίσης, σε εκείνες τις εκλογές στη Βουλή εισήλθε και η Εθνική Παράταξη που τοποθετείτο δεξιότερα της Ν.Δ., λαμβάνοντας περίπου 7%.[50]

Παρά το νικηφόρο για τη συντηρητική παράταξη αποτέλεσμα η αδυναμία πρόγνωσης της ανατροπής ενός δικομματισμού με προδικτατορικά χαρακτηριστικά βρήκε σε σύγχυση την εφημερίδα Καθημερινή, η οποία δεν μπορούσε με βεβαιότητα να κρίνει αν το ΠΑΣΟΚ ήταν αστικό κόμμα ή όχι. Αναγνώριζε, όμως, ότι η εκλογική του άνοδος αποτελούσε επακόλουθο της σκληρής αντιπολίτευσης που ασκούσε.[51] Το ΚΚΕ χαρακτήρισε ως «νίκη του λαού» το αποτέλεσμα κρίνοντας –και από το ποσοστό της Συμμαχίας– ότι η κοινωνία του αναγνώρισε ηγεμονικό ρόλο στην κομμουνιστική Αριστερά και απορρίπτοντας τη λογική εκλογικών συνασπισμών που υποστήριξε η Συμμαχία.[52] Το ΚΚΕ Εσωτερικού απέδωσε τις χαμηλές πτήσεις της Συμμαχίας στην πόλωση του κλίματος και τη «συκοφάντηση» του σχήματος.[53] Στο ΠΑΣΟΚ το θριαμβευτικό κλίμα που διαμορφώθηκε από τον ουσιαστικό διπλασιασμό της δυναμικής του ήταν διάχυτο. Αξίζει να εστιάσουμε, μάλιστα, και στη δικαίωση που προέκυψε εκ του αποτελέσματος για όλες τις επιλογές της κομματικής ηγεσίας κατά την περίοδο της διετούς εσωκομματικής σύγκρουσης.[54]

Οι εκλογές του 1977 αποτελούν την πρώτη καταγραφή των πολιτικών δυνάμεων μετά από την ολοκλήρωση της θεσμικής μετάβασης στη Δημοκρατία. Η διεκδίκηση του εκδημοκρατισμού από ένα αυθόρμητο και ακηδεμόνευτο από κρατικούς φορείς και κομματικούς οργανισμούς λαϊκό κίνημα έχει βρεθεί ηττημένη νομικά από τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης ήδη από το 1976. Το αξιοσημείωτο της συγκεκριμένης περιόδου είναι η αύξηση της δυναμικής του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ που άσκησαν πιο έντονη κριτική στην κυβέρνηση σχεδόν σε κάθε επίπεδο, σε αντιδιαστολή με την καθίζηση μιας ενδεχομένως παραγωγικής αλλά χαμηλών τόνων αντιπολίτευσης από μεριάς ΕΔΗΚ και Συμμαχίας. Ειδικά η Συμμαχία ως φορέας που απηχούσε τις θέσεις του ευρωκομμουνισμού έμεινε εγκλωβισμένη στη λογική της αντιδικτατορικής ενότητας μέχρι να τη στρέψει σε πιο αντιδεξιά ρητορική το αποτέλεσμα του 1977,[55] όπως επισημαίνει ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης. Μάλιστα στον συγκεκριμένο χώρο παρατηρήθηκαν και φυγόκεντρες τάσεις που διαμόρφωσαν ένα ακηδεμόνευτο κομματικά συλλογικό υποκείμενο που ονομάστηκε «Χώρος» και αμφισβήτησε τις συστημικές δομές, ειδικά στις κινητοποιήσεις για την κατάργηση του Ν. 815/1978 που αφορούσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση[56] με παρόμοιο τρόπο συγκριτικά με τους μαζικούς χώρους ως το 1976-1977. Αν και υπήρξε στιβαρή αμφισβήτηση των μεταπολιτευτικών δομών, η οποία σε επίπεδο κινητοποιήσεων προσομοίαζε σε αντάρτικο πόλης, ο Δημήτρης Γλύστρας υπογραμμίζει την αναντιστοιχία της ταξικής ανάγνωσης αυτών των κινήσεων σε σχέση με τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας που αρκείτο σε μια προσδοκία ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας.[57]

Η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα την επομένη της συγκεκριμένης εκλογικής αναμέτρησης βρέθηκαν σε ένα έδαφος αντιπαράθεσης εκ διαμέτρου διαφορετικό από τη συντηρητική – έστω και φαινομενικά– κοινοβουλευτική παντοδυναμία που προηγήθηκε. Το αποτέλεσμα του 1977 επηρέασε πορείες και στάσεις, διαμόρφωσε κάποιες βεβαιότητες και ανησυχίες σε νικητές και ηττημένους, αλλά συνάντησε και μια κοινωνική πλέον κίνηση σε εξέλιξη που συνέχιζε να προωθεί το αίτημα της εμβάθυνσης του εκδημοκρατισμού σε νέους ορίζοντες.

Συμπέρασμα: Η σύνδεση του ΠΑΣΟΚ με έναν εφικτό ορίζοντα προσδοκιών

Οι εκλογές του 1977 ήταν οι πρώτες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν μετά από τρία χρόνια ζωής της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως αυτή γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1974 και απέκτησε θεσμική υπόσταση με την ψήφιση Συντάγματος τον Ιούνιο του 1975. Σε αυτές τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία απώλεσε την πρωτοφανή στήριξη που έλαβε από το εκλογικό αποτέλεσμα του 1975, αλλά διατήρησε με άνεση πλειοψηφία 171 βουλευτών. Οι μεγάλες ανατροπές σημειώθηκαν στην πλευρά της αντιπολίτευσης, στην οποία από την πλευρά των νικητών το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση και το ΚΚΕ αναδείχθηκε ως ο πιο μαζικός εκπρόσωπος της ελληνικής Αριστεράς, ενώ στους ηττημένους συγκαταλέγησαν η ΕΔΗΚ, το ΚΚΕ Εσωτερικού και μικρότερες σε εκλογική επιρροή κινήσεις της Αριστεράς.

Η συμβολή του Reinhart Koselleck στην ελληνική περίπτωση έγκειται στους περιορισμούς που θέτουν στην ιστορικοποίηση οι μετέπειτα εξελίξεις. Αν ένα υποκείμενο ή μια ομάδα επιτύχουν ή αποτύχουν το σκοπό τους με βάση τις επιλογές που έκαναν κατά το παρόν, αλλάζουν οι ισορροπίες που καθορίζουν τη σκέψη τους ανάμεσα στην εμπειρία που βίωσαν και την προσδοκία που αναμένουν να ζήσουν.[58] Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ συγκαταλέγονται στα κόμματα που αύξησαν τις δυνάμεις τους σε σχέση με τις εκλογές του 1974 δεν είναι δέον να μεταφραστεί στην απόλυτη δικαίωση των επιλογών που έκαναν οι ηγεσίες και των λαθών στα οποία υπέπεσαν οι ηγεσίες των άλλων κομμάτων. Επίσης, πριν το γεγονός των εκλογών του 1977 δεν εμφανίζεται κάποια προοπτική εκλογικής ήττας της Δεξιάς, παρότι μέλη του ΠΑΣΟΚ και ιστορικές επεξεργασίες του ίδιου του κόμματος θεωρούν ότι αυτές αποτέλεσαν ένα βήμα προς την «Αλλαγή» του 1981.[59]

Σε ένα βαθμό η εκλογική καταγραφή του 1977 αναδεικνύει τη μείωση της δυναμικής όσων κομμάτων ανέλαβαν να στηρίξουν πολιτικά τη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, δηλαδή της Νέας Δημοκρατίας και της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου αλλά και του ΚΚΕ Εσωτερικού, το οποίο μπορεί να μη συμμετείχε μεν στις κυβερνητικές διεργασίες του 1974, αλλά συνέχιζε τρία χρόνια αργότερα να διεκδικεί την κληρονομιά της αντιδικτατορικής ενότητας.[60] Στον αντίποδα, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ συγκαταλέγονταν στους νικητές της αναμέτρησης. Το πρώτο, ειδικά, ξεκίνησε με σημαία του την αυτο-οργάνωση και παρουσιαζόταν θελκτικό σε όποιον αναζητούσε μια έκφραση διαφορετική από το προδικτατορικό σκηνικό. Από την άνοιξη του 1975 σημειώθηκαν διαφωνίες με κεντρικό ζήτημα την αυτονομία των μαζικών χώρων, ενώ στα τέλη του 1976 υπήρξαν ανατροπές εκλεγμένων οργάνων που προέκυψαν από την παράταξη του κόμματος στον πανεπιστημιακό χώρο.[61] Παρόλα αυτά, το συγκεκριμένο κόμμα συνδέθηκε περισσότερο σε σχέση με τα κόμματα της Αριστεράς με το εργατικό και το αγροτικό κίνημα των πρώτων ετών μετά τη Μεταπολίτευση. Το ΚΚΕ, συγκεκριμένα, δεν παρενέβη σημαντικά μέσω της Ενιαίας Συνδικαλιστικής Αγωνιστικής Κίνησης στο εργοστασιακό κίνημα, διοχετεύοντας την ενέργειά του στα κλαδικά σωματεία.[62]

Όπως επισημαίνει και ο Γιάννης Μαυρής, το ΠΑΣΟΚ περνά από τη φάση της τροφοδότησης της κοινωνικής σύγκρουσης τα πρώτα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση για να ακολουθήσει το δρόμο της «δομικής αντιπολίτευσης» στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μέσα σε αυτήν την κίνηση το συγκεκριμένο κόμμα καταφέρνει να εκφράζει την κοινωνική εξέλιξη και να φτάνει από την καταγραφή του 1974 στην καθαρή εκλογική νίκη του 1981.[63] Οι εκλογές του 1977 είναι ένα σημείο καμπής. Ο εργοστασιακός συνδικαλισμός είναι ηττημένος διοικητικά από τον νόμο 330 του 1976, ενώ και στο ζήτημα των μαθητικών κοινοτήτων υπήρξαν περιορισμοί μετά το 1977.

Το αποτέλεσμα του 1977 αποτελεί ένα γεγονός που ανασημασιοδοτεί τον κατά Koselleck χώρο της εμπειρίας συνάμα με τον ορίζοντα προσδοκιών. Καθιστά παρελθόν την κοινοβουλευτική παντοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και παράλληλα τροφοδοτεί με την προοπτική της κυβερνητικής αλλαγής την κοινωνική κίνηση. Ακόμη και η διάψευση του κοινωνικού ριζοσπαστισμού μέσω της κρατικής καταστολής προσαρμοζόταν σε μια νέα συνθήκη προσδοκιών σε σχέση με αυτή που προϋπήρχε. Σε αυτό το πλαίσιο το ΠΑΣΟΚ παρουσιαζόταν άμεσα ως διεκδικητής της εξουσίας,[64] διεκδικώντας όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στο κοινωνικό μέτωπο που διεκδικούσε την «Αλλαγή» μέσα από μια εκλογική νίκη. Η εκλογική του απόσταση από τα άλλα κόμματα της Αριστεράς και η αμυντική τους στάση στις πολιτικές και προγραμματικές επιλογές της Κεντρικής Επιτροπής του, όπως για παράδειγμα η Εθνική Λαϊκή Ενότητα,[65] το καθιστούσε σε κοινωνικό επίπεδο ένα φορέα που μπορούσε να υλοποιήσει την προσδοκία της αλλαγής και της διάχυσης του θεσμικού εκδημοκρατισμού που εκκρεμούσε από το 1974.

  1. Κωστής Κορνέτης, Τα παιδιά της Δικτατορίας. Φοιτητική Αντίσταση, Πολιτισμικές Πολιτικές και η μακρά δεκαετία του εξήντα στην Ελλάδα, μετάφρ. Π. Μαρκέτου, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015, σσ. 576-578.
  2. Νίκος Γκιώνης, «Νεολαία ΠΑΣΟΚ 1974-1982: Από την «αυτo-οργάνωση» στη θεσμοποίηση. Η συγκρότηση ενός νεανικού συλλογικού υποκειμένου μετά τη Μεταπολίτευση», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2023, σσ. 84-87.
  3. Μιχάλης Σπουρδαλάκης, ΠΑΣΟΚ, Δομή, εσωκομματικές κρίσεις και συγκέντρωση εξουσίας, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1988, σ. 68.
  4. Θανάσης Διαμαντόπουλος, Η ελληνική πολιτική ζωή: Εικοστός αιώνας, Από την προβενιζελική στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα 1997, σ. 213.
  5. Σωτήρης Ριζάς,Κωνσταντίνος Καραμανλής, Η Ελλάδα από τον Εμφύλιο στη Μεταπολίτευση,Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα2017, σ. 121
  6. Χριστόφορος Βερναρδάκης, «Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1974-1985. Σχέσεις εκπροσώπησης και σχέσεις νομιμοποίησης στο φως του πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών,Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1995, σ. 26. Ενδεικτικά επίσης, Εξόρμηση, 9 Νοεμβρίου 1974 και Ριζοσπάστης, 14 Νοεμβρίου 1974.
  7. Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ος αιώνας, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2019, σσ. 409-410 και 419.
  8. Reinhart Koselleck, Furures Past, On the semantics of historical time, transl. K. Tribe, Columbia University Press, ΝέαΥόρκη 2004, σ. 260.
  9. Νίκος Σερντεδάκις,«Συνέχειες και ασυνέχειες της συλλογικής δράσης κατά τη μετάβαση από την “Καχεκτική Δημοκρατία” στη “Μεταπολίτευση”», Μάνος Αυγερίδης – Έφη Γαζή – Κωστής Κορνέτης (επιμ.), Μεταπολίτευση, Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2015, σ. 115.
  10. Σεραφείμ Σεφεριάδης, «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές: η ‘σύντομη’ δεκαετία του ΄60 ως συγκρουσιακός κύκλος», Άλκης Ρήγος – Σεραφείμ Σεφεριάδης – Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η «σύντομη» δεκαετία του ΄60, θεσμικό πλαίσιο, κομματικές στρατηγικές, κοινωνικές συγκρούσεις, πολιτισμικές διεργασίες, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα2008, σ. 71.
  11. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος – Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα, τόμ. 8, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, Αθήνα 1996, σσ. 144, 148, 162.
  12. Κορνέτης, ό.π., σσ. 580-581.
  13. Κώστας Κατσάπης, Το «πρόβλημα νεολαία». Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1964-1974, Απρόβλεπτες Εκδόσεις, Αθήνα 2013, σ. 15.
  14. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο. Γεγονότα και κείμενα, τόμ. 9, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, Αθήνα 1996, σσ. 205-207.
  15. Ριζοσπάστης, 18 Νοεμβρίου 1974. Η Αυγή, 18 Νοεμβρίου 1974.
  16. Στέφανος Ιωαννίδης, «Το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών 1974-1981», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2019, σσ. 107-108 και Βασίλης Ασημακόπουλος, Πρώτη φορά Αριστερά. Αντιθέσεις, αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1990 και οι βάσεις του πολιτικού μεταμορφισμού του, Εκδόσεις Αndy’s Publishers, Αθήνα 2017, σ. 170.
  17. Η αναζήτηση του τέλους της Μεταπολίτευσης και η αρχή μιας νέας περιόδου απασχόλησαν το δημόσιο διάλογο ή αποτέλεσαν αντικείμενο συγγραφικών έργων με αφορμή ορισμένα γεγονότα. Ενδεικτικά αναφέρεται η αλλαγή ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ το 1996 (Ι. Κ. Πρετεντέρης, Δεύτερη Μεταπολίτευση, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 1996) η κρίση χρέους το 2010, οι εκλογές του 2015 και η συμφωνία των Πρεσπών (Η. Ντίνας – Β. Φούκα, «Το τέλος του τέλους της Μεταπολίτευσης», Η Καθημερινή της Κυριακής, 3 Μαρτίου 2019).
  18. Υπουργείο Εσωτερικών, Αποτελέσματα των Βουλευτικών Εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1974, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1976, σσ. 14-15.
  19. Ιωαννίδης, ό.π., σσ. 104-105. Καλλιόπη Γερωνυμάκη, «Πολιτικές σημασίες του αγροτοσυνεταιριστικού θεσμού στην Ελλάδα (1914-1985). Κυβερνητικός σχεδιασμός, ιδεολογική προπαγάνδα και περιφερειακός ρόλος», ανέκδοτη διπλωματική εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2015, σσ. 65-66
  20. Χρήστος Ιωάννου, «Η βιομηχανική εργατική τάξη στο συνδικαλιστικό σύστημα», Κοινωνικές τάξεις, κοινωνική αλλαγή και οικονομική ανάπτυξη στη Μεσόγειο, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα 1986, σ. 31.
  21. Τάκης Καναβάρος, «Σημειώσεις για τη στάση της Αριστεράς απέναντι στο εργατικό κίνημα (1974-1981)», Θέσεις, 2 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1983), στην ιστοσελίδα https://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=36:1974-1981&catid=113&Itemid=113 [ημερομηνία ανάκτησης: 29 Μαρτίου 2024].
  22. Βερναρδάκης, «Τα πολιτικά κόμματα», σ. 40.
  23. Γιάννης Μαυρής, «Οι κοινωνικές συντεταγμένες της κομματικής επιρροής: οι σχέσεις εκπροσώπησης στην περίοδο 1974-1985: διερεύνηση της ψήφου στο επίπεδο των βουλευτικών και των συνδικαλιστικών εκλογών της μεταπολιτευτικής περιόδου», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1993, σσ. 73-74.
  24. Ιωάννου, «Η βιομηχανική εργατική τάξη», σ. 39.
  25. Χρυσή Βιτσιλάκη – Μπάμπης Μεταξάς, «Το βιομηχανικό εργοστασιακό κίνημα σήμερα: Αντιλήψεις και πρακτικές της ηγεσίας», Κοινωνικές τάξεις, κοινωνική αλλαγή και οικονομική ανάπτυξη στη Μεσόγειο, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα 1986, σ. 63.
  26. Ιωάννου, «Η βιομηχανική εργατική τάξη», σ. 42.
  27. Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση, Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2001, σσ. 63-64
  28. Ιωάννου, «Η βιομηχανική εργατική τάξη», σ. 50.
  29. Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 67.
  30. Μαυρής, «Οι κοινωνικές συντεταγμένες της κομματικής επιρροής», σ. 80.
  31. Ασημακόπουλος, ό.π., σ. 170
  32. Σακελλαρόπουλος, ό.π., σσ. 76-77.
  33. Βερναρδάκης, «Τα πολιτικά κόμματα», σ. 44.
  34. Δημήτρης Σκλαβενίτης, «Κάτσε καλά, Γεράσιμε…». Μαθητικό κίνημα & καταλήψεις 1974-2000, Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2016, σσ. 88-89.
  35. Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2008, σ. 127.
  36. Βερναρδάκης, «Τα πολιτικά κόμματα», σ. 42.
  37. Χατζηβασιλείου, ό.π., σσ. 504-505.
  38. Roy Macridis, “Elections and Political Modernization in Greece”, Penniman Howard (ed.), Greece at the Polls, The National Elections of 1974 and 1977, American Enterprise Institute for Public Policy Research, Ουάσιγκτον 1981, σ. 17.
  39. Άγγελος Μπρατάκος, Ιστορία της Νέας Δημοκρατίας, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2002, σ. 257.
  40. John Loulis, “New Democracy: The New Face of Conservatism”, Penniman Howard (ed), Greece at the Polls, The National Elections of 1974 and 1977, American Enterprise Institute for Public Policy Research, Ουάσιγκτον 1981, σσ. 74-75.
  41. Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου (έκδ.), Πρόγραμμα 100 ημερών για την άμεση αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσεως και του πληθωρισμού, Αθήνα 1977, σ. 7.
  42. Η Καθημερινή, 9 Νοεμβρίου 1977.
  43. Ασημακόπουλος, ό.π., σ. 200.
  44. Η Καθημερινή, 10 Νοεμβρίου 1977.
  45. Michalis Papayannakis, “The Crisis in the Greek Left”, Penniman Howard (ed.), Greece at the Polls, The National Elections of 1974 and 1977, American Enterprise Institute for Public Policy Research, Ουάσιγκτον, 1981, σ. 151.
  46. Η Αυγή, 20 Νοεμβρίου 1977.
  47. Ριζοσπάστης, 17 Νοεμβρίου 1977.
  48. Εξόρμηση, 27 Οκτωβρίου 1977.
  49. Papayannakis, “The Crisis in the Greek Left”, σ. 155.
  50. Υπουργείο Εσωτερικών, Αποτελέσματα των Βουλευτικών Εκλογών της 20ής Νοεμβρίου 1977, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1979, σσ. 16-17.
  51. Η Καθημερινή, 21 Νοεμβρίου 1977.
  52. Ριζοσπάστης, 21 Νοεμβρίου 1977.
  53. Η Αυγή, 21 Νοεμβρίου 1977.
  54. Εξόρμηση, 25 Νοεμβρίου 1977. Πριν τις εκλογές του 1977 το ΠΑΣΟΚ είχε να αντιμετωπίσει τρεις εσωκομματικές κρίσεις. Η πρώτη αφορούσε την διαγραφή των στελεχών της συνιδρύτριας Δημοκρατικής Άμυνας την άνοιξη του 1975 μαζί με την αποχώρηση ενός ικανού δυναμικού στελεχών νέων σε ηλικία που πίστευαν στην «αυτο-οργάνωση». Κατά το ίδιο έτος διαγράφηκαν οι τροτσκιστές με περιορισμένη όμως παρουσία στο κόμμα και το 1976 πολλά στελέχη που έφεραν εις πέρας την οργανωτική ανάπτυξη της ΠΑΣΠ τη διετία 1975-1976 (περισσότερα για την εσωκομματική σύγκρουση στο ΠΑΣΟΚ βλ. Ασημακόπουλος, ό.π., σσ. 173-201, περισσότερα για την υποδοχή του αποτελέσματος ως επιβεβαίωση ή διάψευση των επιλογών κατά την εσωκομματική σύγκρουση στο ΠΑΣΟΚ, βλ. Γκιώνης, ό.π., σσ. 207-208.
  55. Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Ευρωκομμουνισμός, Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015,σσ. 187-190.
  56. Nikolaos Papadogiannis. Militant Around the Clock? Left-wing Youth Politics, Leisure and Sexuality in Post-Dictatorship Greece, 1974-1981, Berghahn Books, Οξφόρδη 2015, σ. 205.
  57. Δημήτρης Γλύστρας, Η «άλλη» Αριστερά, Μεταπολίτευση και αμφισβήτηση, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2020, σ. 310.
  58. Koselleck, ό.π., σσ. 258-259.
  59. Ανδρέας Παπανδρέου 1974-1981: η σκιαγράφηση της πορείας του προς τη νίκη, σκηνοθετική επιμέλεια Αλέκα Μπουτζουβή, Κωνσταντίνος Πιλάβιος (Ελλάδα: Ίδρυμα Ανδρέα Παπανδρέου, 2004). Για τις μαρτυρίες μελών του ΠΑΣΟΚ, βλ. Γκιώνης, ό.π., σσ. 207-208.
  60. Μπαλαμπανίδης, ό.π., σ. 187.
  61. Ασημακόπουλος, ό.π., σσ. 181-182 και 199.
  62. Ιωαννίδης, ό.π., σσ. 104-105.
  63. Μαυρής, «Οι κοινωνικές συντεταγμένες της κομματικής επιρροής», σ. 83.
  64. Αγωνιστής, 26 Νοεμβρίου 1977.
  65. Ριζοσπάστης, 28 Φεβρουαρίου 1977. Η Αυγή, 26 Φεβρουαρίου 1978.