Η «Βάση της αναγεννημένης Ιταλίας στην Ανατολική Μεσόγειο»: Η προπαγανδιστική προβολή της Ρόδου και του έργου της τοπικής ιταλικής διοίκησης προς όφελος της ιταλικής ισχύος (1922-1936)

Ιωάννης Κοντάκης

Η αξιοποίηση του ιστορικού παρελθόντος για λόγους προπαγάνδας δεν ήταν κάτι καινούργιο, όταν οι Ιταλοί, τον Μάιο του 1912, ολοκλήρωναν την κατάκτηση των Δωδεκανήσων στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, σε μια περιοχή υψηλού στρατηγικού ενδιαφέροντος. Ο ίδιος o ιταλοτουρκικός πόλεμος, στο πλαίσιο του οποίου κατελήφθησαν τα νησιά, είχε ως νομιμοποιητική του βάση την κατοχή της Κυρηναϊκής και της Τριπολίτιδας από την κραταιά ρωμαϊκή αυτοκρατορία της αρχαιότητας, πρόγονο (αλλά και πρότυπο) της σχετικά πρόσφατα ενοποιημένης Ιταλίας.[1] Αρχικά τα Δωδεκάνησα κατελήφθησαν για καθαρά στρατιωτικούς λόγους. Ήταν μια προσπάθεια των Ιταλών να εξέλθουν από το τέλμα στο οποίο είχαν περιέλθει οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική και να εξαναγκαστούν οι Οθωμανοί να συνθηκολογήσουν, όπως και τελικά έγινε, τον Οκτώβριο του 1912.[2]

Η ενσωμάτωσή τους, όμως, στο ιταλικό βασίλειο το 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου) και η μετέπειτα αξιοποίησή τους από τους Ιταλούς σχεδιαστές πολιτικής, είχε έντονο το στοιχείο αναφοράς στο ιστορικό παρελθόν. Αυτό προβλήθηκε ως νομιμοποιητικό στοιχείο για τη διατήρηση των νήσων, αλλά και την ιταλική πολιτική επιρροής και επέκτασης στην Ανατολική Μεσόγειο. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει αυτή τη σχέση ανάμεσα στα σχέδια και τις πράξεις της τοπικής ιταλικής διοίκησης και της ευρύτερης πολιτικής της Ιταλίας, προβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο η τοπική ιταλική διοίκηση αντιλαμβανόταν την αποστολή της και στη συνέχεια αξιοποίησε και παρουσίασε (κυρίως μέσω του τουρισμού) το ιστορικό παρελθόν και τον πολιτισμό των Δωδεκανήσων, προκειμένου να ενισχύσει την οικονομία των νησιών και, κυρίως, να προπαγανδίσει την ισχύ και την ευεργετική αποικιακή πολιτική της «αναγεννημένης» φασιστικής Ιταλίας.

Το έργο αυτό της τοπικής διοίκησης, σε αμφότερους τους τομείς, έχει παρουσιαστεί στο παρελθόν (κυρίως σε ιταλικά κείμενα) και έχει γίνει εκτεταμένη προβολή φωτογραφικών και τοπογραφικών τεκμηρίων που αναδεικνύουν το εύρος και την έκταση αυτής της πολιτικής.[3] Η συμβολή του παρόντος άρθρου δεν έγκειται τόσο στην εκτενή αναπαραγωγή του έργου που πραγματοποίησε η ιταλική αποικιακή διοίκηση όσο στην ανάδειξη των σκέψεων και των κινήτρων των ιταλικών αρχών και, τελικά, των πράξεων και των συνεπειών τους στην επιδίωξη του παραπάνω στόχου. Αντικείμενο μελέτης αποτέλεσε πρωτογενές αρχειακό υλικό από το Αρχείο της Ιταλικής Διοίκησης Δωδεκανήσου, που φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στη Ρόδο, καθώς και τεκμήρια από το Ιστορικό Αρχείο του ιταλικού υπουργείου των Εξωτερικών στη Ρώμη, κυρίως εκθέσεων και αλληλογραφίας ανάμεσα στους τοπικούς κυβερνήτες των Δωδεκανήσων, της ιταλικής κυβέρνησης στη Ρώμη, και διαφόρων άλλων φορέων και προσώπων που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση των όσων οραματίζονταν οι Ιταλοί ιθύνοντες.

Ευθύς εξαρχής τα Δωδεκάνησα διαφοροποιήθηκαν από τα άλλα υπερπόντια εδάφη της Ιταλίας. Με το σκεπτικό ότι η προσάρτησή τους θα ευνοούσε την ιταλική πολιτική στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο, τα νησιά έλαβαν το ιδιαίτερο νομικό-διοικητικό καθεστώς της «Κτήσης» και υπάγονταν στο υπουργείο των Εξωτερικών αντί αυτό των Αποικιών, καθιστώντας τα έτσι μοναδική περίπτωση στο σύνολο της ιταλικής αποικιακής ιστορίας. Ένας επιπλέον λόγος αυτής της ιδιαιτερότητας ήταν η ιστορία και ο πολιτισμός τους. Οι Ιταλοί θεωρούσαν ότι οι λευκοί, Ευρωπαίοι Δωδεκανήσιοι δεν θα μπορούσαν να λάβουν το ίδιο καθεστώς με αυτό των μαύρων Αφρικανών υπηκόων τους. Τα νησιά είχαν να επιδείξουν μια πλούσια ιστορία και μια σύνθετη διοικητική οργάνωση, με αποτέλεσμα ο χαρακτηρισμός τους ως αποικίας να είναι μια σχεδόν βέβαιη πηγή διαμαρτυριών και αναταραχής, τόσο από τους ίδιους όσο και από την Ελλάδα, που τα διεκδικούσε.[4]

Επικεφαλής των «Ιταλικών Νησιών του Αιγαίου» (Isole Italiane dell’Egeo), όπως έμεινε γνωστή η Κτήση, ήταν ένας κυβερνήτης (Il Governatore). Η επιλογή του προσώπου γινόταν από τον ίδιο τον αρχηγό της κυβέρνησης (εν προκειμένω τον Benito Mussolini) και o διορισμός του επικυρωνόταν με βασιλικό διάταγμα. Άμεσος προϊστάμενός του ήταν ο υπουργός Εξωτερικών, στον οποίο αποκλειστικά και μόνο αναφερόταν, πρακτική που τον διαφοροποιούσε από τους υπόλοιπους κυβερνήτες υπερπόντιων εδαφών, οι οποίοι ενέπιπταν στον έλεγχο και του Συμβουλίου της Επικρατείας (Consiglio dello Stato). Οι εξουσίες του ήταν προσωποπαγείς, αναθέτονταν απευθείας σε αυτόν και ουδέποτε απέκτησαν συγκεκριμένη μορφή και εύρος. Στην πράξη, ο κυβερνήτης είχε την ευχέρεια να κάνει ό,τι θεωρούσε σκόπιμο, αρκεί να εξυπηρετούσε τη στρατηγική της Ρώμης και να μην προκαλούσε αναταραχή στο εσωτερικό και διαμαρτυρίες από το εξωτερικό.[5]

Ο διπλωμάτης καριέρας Mario Lago (1878-1950) ήταν ο πρώτος κυβερνήτης της Κτήσης, μετά την προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ιταλία, και εκείνος που στα δεκατρία, σχεδόν, χρόνια διακυβέρνησής του (1923-1936)[6] έθεσε τα θεμέλια και διαμόρφωσε την εξέλιξη δύο βασικών επιδιώξεων της ιταλικής στρατηγικής για τα νησιά: του εξιταλισμού και της αφομοίωσης του πληθυσμού και της ανάδειξης της Κτήσης σε βάση της «αναγεννημένης Ιταλίας στην Ανατολή».[7] Προκειμένου να επιτύχει τον τελευταίο στόχο, ο κυβερνήτης, με τη βοήθεια της Ρώμης, εφάρμοσε ένα μαξιμαλιστικό οικοδομικό πρόγραμμα, που περιλάμβανε τη δημιουργία υποδομών, δημόσιων κτιρίων, κυρίως διοικητικής χρήσης, την αναστήλωση, ανακατασκευή και ανάδειξη μνημείων του ιστορικού παρελθόντος των νησιών (με έμφαση στη ρωμαϊκή αρχαιότητα και την περίοδο των Ιωαννιτών Ιπποτών), τη θεμελίωση τουριστικών υποδομών με ταυτόχρονη εγκαινίαση μιας ευρείας διαφημιστικής καμπάνιας, εντός και εκτός Ιταλίας, με στόχο την προσέλκυση επισκεπτών στα νησιά και την προπαγανδιστική προβολή όλων των παραπάνω έργων της διοίκησης των Νήσων. Μάλιστα, σε πρόλογό του σε ειδική έκδοση του Touring Club Italiano, το 1930, αφιερωμένη στην Κτήση και τις Αποικίες, ανέφερε ότι η «Ιταλία δεν ξεκινάει στο Brindisi αλλά στη Ρόδο».[8] Απώτερος στόχος ήταν «…όχι μόνο η αύξηση της τουριστικής κίνησης, ειδικά από τις γειτονικές χώρες, αλλά κυρίως η γνωστοποίηση σε Ιταλούς και ξένους αυτού του τμήματος της πατρίδας μας, όπου, ενδεδυμένη με την αρχαία της δόξα, πάλλεται ολόκληρη η ψυχή της νέας Ιταλίας με τη φασιστική της πίστη».[9]

Το έργο του κυβερνήτη ήταν ευρύτατο και, εκτός από την ανοικοδόμηση και την πραγματοποίηση των παραπάνω έργων, συμπεριλάμβανε τις απαραίτητες διοικητικές ρυθμίσεις, ώστε να καταστεί το πολιτικό πρόγραμμα απτή πραγματικότητα. Η τακτική που ακολούθησε ήταν σαφής και διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διακυβέρνησή του: ο κυβερνήτης ήθελε άμεσα, εντυπωσιακά αποτελέσματα και ένα κοινό για να τα θαυμάζει. Χαρακτηριστικό του έργου του ήταν το επετειακό τεύχος της τοπικής εφημερίδας Messaggero di Rodi, που εκδόθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1933, δέκα χρόνια ακριβώς μετά την έλευσή του στα νησιά και την ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο. Στο εξώφυλλο του τεύχους είχε τυπωθεί ένα καλλιτεχνικό πορτρέτο του Lago, ενδεδυμένου με επίσημη στολή και παράσημα. Όλο το υπόλοιπο, πολυσέλιδο και πλούσιο σε φωτογραφίες, τεύχος ήταν αφιερωμένο στο έργο που είχε πραγματοποιήσει η διοίκηση στα τελευταία δέκα χρόνια. Συνολικά αναφέρονταν δεκαπέντε επιμέρους ενότητες, ενδεικτικές του εύρους των έργων της: φωτογραφίες των ιδρυμάτων που ίδρυσε και θεμελίωσε η διοίκηση, εικόνες από τη νέα πόλη της Ρόδου, ένα εκτενές άρθρο για τις μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, αφιέρωμα στα τεχνικά έργα, άρθρα για τις δραστηριότητες αρχαιολογικού-πολιτιστικού περιεχομένου (με έμφαση στις αναστηλώσεις, το αρχαιολογικό μουσείο και τη δράση των μορφωτικών ιδρυμάτων FERT και Dante Alighieri), κείμενα και φωτογραφίες για τις υποδομές άθλησης και τις γυμναστικές επιδείξεις νέων, άρθρα για τις μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη, τα εγγειοβελτιωτικά έργα, την τουριστική πολιτική και τις βιοτεχνίες που ιδρύθηκαν στα νησιά, αφιερώματα στους κήπους, τα πάρκα και τα δημόσια έργα βιτρίνας στη Ρόδο και αλλού, αναφορές στην εξέλιξη της Κω στη δεκαετία, στις εγκαταστάσεις υγιεινής και περίθαλψης που ανεγέρθηκαν στα νησιά και, τέλος, φωτογραφίες από τα ανακαινισμένα και αναστηλωμένα μνημεία της ιπποτικής πόλης της Ρόδου.[10] Με το τεύχος αυτό, η διοίκηση των νήσων και συγκεκριμένα ο Lago πρόβαλλαν με θριαμβευτικό τρόπο την αποτελεσματικότητα και την ενεργητικότητα που είχαν επιδείξει σε μόλις δέκα χρόνια.

Τακτική του Lago ήταν η ταχύτατη και διαρκής ανάπτυξη νέων έργων, τόσο σε πρακτικό όσο και σε διοικητικό επίπεδο, «σε ένα περιβάλλον που υφίστατο συνεχείς μετασχηματισμούς». Ο κυβερνήτης αντιμετώπιζε τη διακυβέρνησή του ως δυναμική και μεταβαλλόμενη, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις έκτακτες ανάγκες που παρουσιάζονταν. Ταυτόχρονα, είχε πλήρη επίγνωση ότι το έργο που πραγματοποιούσε είχε ως βασικό στόχο την αύξηση της ιταλικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενδεικτική, από την άποψη αυτή, ήταν η αλληλογραφία ανάμεσα στον ίδιο και τα υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών, όταν το τελευταίο θέλησε να επιβάλει αυστηρότερο οικονομικό έλεγχο στις δραστηριότητες της διοίκησης. Για το Υπουργείο Οικονομικών η Κτήση ήταν το μόνο τμήμα του ιταλικού βασιλείου που εξαιρούνταν από τον κρατικό προϋπολογισμό και τον τακτικό οικονομικό έλεγχο. Τα Δωδεκάνησα είχαν εξαιρεθεί με σκοπό η τοπική διοίκηση να μπορεί με ευελιξία να χρησιμοποιεί γρήγορα και άμεσα οποιοδήποτε μέσο θεωρούσε απαραίτητο προκειμένου να θεμελιώσει την ιταλική κυριαρχία σε στέρεες βάσεις. Για τον λόγο αυτό ο έλεγχος των εξόδων της γινόταν από το Υπουργείο Εξωτερικών, βάσει των σχετικών εγγράφων που έστελνε ο κυβερνήτης.

Με την πάροδο των χρόνων, όμως, το Υπουργείο Οικονομικών θεώρησε ότι δεν υφίστατο πλέον η έκτακτη κατάσταση των πρώτων ετών της ιταλικής κυριαρχίας και θέλησε να επιβάλει τον διπλό (εσωτερικό και εξωτερικό) έλεγχο του προϋπολογισμού και των ισολογισμών της Κτήσης, από το λογιστήριο του Υπουργείου Εξωτερικών (εσωτερικός έλεγχος λόγω υπαγωγής) και το Ελεγκτικό Συνέδριο (Corte dei Conti, εξωτερικός έλεγχος από ανεξάρτητο όργανο του κράτους).[11] Στην προοπτική αυτή, ο Lago αντιδρούσε και για χρόνια κατάφερνε να καθυστερήσει την επιβολή της. Η επιχειρηματολογία του βασιζόταν στις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες της Κτήσης, με τον ίδιο να υπογραμμίζει την πολυετή εμπειρία που είχε αποκτήσει από τη διακυβέρνηση των νησιών. Σύμφωνα με τον πολύπειρο διπλωμάτη, η επιβολή ενός διπλού ελέγχου, και ειδικά από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ένα όργανο με σαφείς, αυστηρούς και άκαμπτους ελεγκτικούς μηχανισμούς, θα σήμαινε ότι η διοίκηση θα έχανε την ευελιξία που είχε μέχρι τότε στη διαχείριση των οικονομικών της και, συνεπώς, δεν θα ήταν σε θέση να ανταποκρίνεται άμεσα και αποτελεσματικά στις έκτακτες ανάγκες που συνεχώς προέκυπταν, «στα μεταβαλλόμενα απρόοπτα ενός κόσμου που εξελίσσεται».[12] Ο Lago επέμενε ότι η κυβέρνηση των νήσων κατάφερε να επιτύχει ένα ευρύτατο διοικητικό και οικοδομικό πρόγραμμα, με «έναν προϋπολογισμό μικρότερο από έναν μέσο δήμο του βασιλείου»,[13] ακριβώς επειδή είχε την ευελιξία να τροποποιεί τον προϋπολογισμό της ανάλογα με τους μετασχηματισμούς της κοινωνίας που διοικούσε. Γι’ αυτό διαφωνούσε με το Υπουργείο Οικονομικών και θεωρούσε ότι το έργο ανασυγκρότησης και οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αξιοποίησης των νήσων προς όφελος της Ιταλίας ήταν ακόμη σε εξέλιξη και θα χρειαζόταν χρόνια για να ολοκληρωθεί.

Η κυβέρνηση της Κτήσης ήταν μια διοίκηση ειδικού σκοπού και εξαιτίας αυτού παρουσίαζε διαφοροποιήσεις (τις οποίες έπρεπε να συνεχίσει να παρουσιάζει, αν ήθελε να είναι αποτελεσματική), επειδή «στόχος της ήταν να θέσει τα θεμέλια της βάσης της νέας Ιταλίας και της επιρροής της στην Ανατολή. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να είναι ευέλικτη».[14] Με βάση ολόκληρη αυτή την επιχειρηματολογία, ο κυβερνήτης υποδεικνύει την άμεση σχέση των στόχων της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής για ενίσχυση της επιρροής της στην Ανατολική Μεσόγειο με την πολιτική που ακολουθούνταν στο εσωτερικό των νησιών.

Το σημαντικότερο, ίσως, παράδειγμα της επιτυχίας της ιταλικής επιρροής αποτέλεσε το ενδιαφέρον των Βρετανών για τη διοικητική οργάνωση που εφάρμοζαν οι Ιταλοί στα Δωδεκάνησα. Οι ομοιότητες (ελληνικός πολιτισμός, ορθόδοξη πίστη, έντονο αλυτρωτικό αίσθημα) που είχαν η ιταλική Δωδεκάνησος και η βρετανική Κύπρος είχαν προκαλέσει ένα αμφίδρομο ενδιαφέρον στις δύο αποικιακές δυνάμεις για την αποτελεσματικότητα των μοντέλων διακυβέρνησης ελληνικών πληθυσμών. Οι Βρετανοί είχαν εφαρμόσει ένα διοικητικό μοντέλο περισσότερο φιλελεύθερο, με τη συμμετοχή Κυπρίων στη διοίκηση, το οποίο μάλιστα οι αλυτρωτικοί κύκλοι των Δωδεκανησίων πρόβαλλαν ως πρότυπο στην ιταλική διοίκηση των νησιών. Φαίνεται, ωστόσο, ότι οι Βρετανοί θεωρούσαν το ιταλικό παράδειγμα περισσότερο αξιόπιστο και αποτελεσματικό. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν μετά την εξέγερση του 1931 στην Κύπρο και, μετά την καταστολή της, απέσυραν πολλές από τις φιλελεύθερες διατάξεις που διαμόρφωναν τη σχέση ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Lago, «που παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις στην Κύπρο», θεώρησε ότι η αποτυχία των βρετανικών μεθόδων διακυβέρνησης ήταν η επιβεβαίωση της επιτυχημένης «…εφαρμογής των φασιστικών μεθόδων στα Δωδεκάνησα». Μάλιστα, ήδη από το 1927, όταν ο Lago είχε πραγματοποιήσει μια ολιγοήμερη επίσκεψη στην Κύπρο, είχε γράψει στο ιταλικό υπουργείο των Εξωτερικών ότι οι Ιταλοί δεν είχαν να ζηλέψουν σε τίποτε τη βρετανική διοίκηση, «την οποία οι ίδιοι οι μετέχοντες θεωρούν ατελέσφορη», και συμπλήρωνε ότι «αν σε 50 χρόνια τα Δωδεκάνησα είναι όπως η Κύπρος σήμερα, μετά από μισό αιώνα βρετανικής κυριαρχίας, τότε θα έχουμε αποτύχει παταγωδώς».[15]

Η άμεση σχέση χρηστής διοίκησης και προπαγάνδας αποδεικνύεται και από την επιμονή του Lago το έργο που πραγματοποιούσε η διοίκησή του να γίνει ευρύτερα γνωστό στον κόσμο, διαφορετικά δεν θα είχε την αναμενόμενη επιτυχία και, κατά συνέπεια, τα προσδοκώμενα πολιτικά οφέλη. Είναι ενδεικτικό, μάλιστα, ότι το 1935, με αφορμή τη μείωση του αριθμού των προερχόμενων από την Ιταλία κρουαζιερόπλοιων που κατέφθαναν στη Ρόδο, ο κυβερνήτης, απευθυνόμενος στο Υπουργείο Επικοινωνιών και τον επόπτη εμπορικού ναυτικού, δήλωνε ότι η μη συμπερίληψη της Ρόδου αποτελούσε απαξίωση προς ολόκληρο το έργο της διοίκησης, «το οποίο εξυπηρετούσε και πολιτικούς σκοπούς», επειδή με τη συμπεριφορά αυτή ήταν σαν οι μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες της Ιταλίας να θεωρούσαν ότι «…η πόλη αποτελούσε το ίδιο χωριό της Ανατολής που ήταν πριν από δέκα χρόνια».[16] Επιπλέον, σε μεταγενέστερο έγγραφο συμπλήρωνε ότι «η μείωση των ιταλικών κρουαζιερόπλοιων, την ίδια στιγμή που οι κρουαζιέρες από το εξωτερικό είχαν αυξηθεί, είχε αρνητικό αντίκτυπο, οικονομικό και πολιτικό, για το κύρος της Ιταλίας στους πληθυσμούς της Κτήσης και όχι μόνο».[17]

Ο Lago, προκειμένου να προσελκύσει επισκέπτες στα νησιά, Ιταλούς και μη, επιδίωξε τη δημιουργία μιας πληθώρας τουριστικών και συνεδριακών υποδομών, ώστε να αναδείξει την Κτήση και συγκεκριμένα τη Ρόδο σε προορισμό πολλαπλών σκοπών. Ειδικότερα, για τον κυβερνήτη η ανέγερση ενός μεγάλου, πολυτελούς ξενοδοχείου στη Ρόδο «θα βοηθούσε την προπαγανδιστική προβολή του νησιού και θα μετέτρεπε την πόλη σε διεθνή τουριστικό προορισμό».[18] Αποτέλεσμα αυτού του συλλογισμού ήταν η ανέγερση, το 1927, του «Μεγάλου Ξενοδοχείου των Ρόδων» (Grande Albergo delle Rose), το οποίο αποτέλεσε τη ναυαρχίδα του τουριστικού προϊόντος της Κτήσης, φιλοξένησε διάσημους επισκέπτες από όλο τον κόσμο και χρησιμοποιούνταν συχνά από την κυβέρνηση των νήσων για διάφορες εκδηλώσεις.[19] Εξίσου σημαντική για την ανάδειξη της Ρόδου σε τουριστικό θέρετρο ήταν η δημιουργία των ιαματικών λουτρών Καλλιθέας (1927-1930),[20] που επέτρεψαν στον κυβερνήτη να προβάλλει τη Ρόδο ως προορισμό υγειονομικού ενδιαφέροντος.[21] Διασώζεται, για παράδειγμα, αλληλογραφία με έναν σύνδεσμο Παλαιστίνιων γιατρών σχετικά με τις διευκολύνσεις που θα τους παρείχε η κυβέρνηση των νήσων προκειμένου να συνοδεύσουν τους ασθενείς τους στο θεραπευτικό τους ταξίδι.[22] Η διοίκηση επιχείρησε να αναδείξει το νησί και ως προορισμό για συνέδρια και εκπαιδευτικές εκδρομές με αντικείμενο την προβολή της ιστορίας και του πολιτισμού των νησιών. Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας ήταν, μεταξύ άλλων, τα θερινά σεμινάρια που οργάνωνε η Dante Alighieri (1η Αυγούστου με 15 Σεπτεμβρίου), τα οποία απευθύνονταν σε σπουδαστές προερχόμενους από την Ανατολική Μεσόγειο,[23] ο αρχαιολογικός πλούτος των νησιών που φιλοξενούνταν στο αρχαιολογικό μουσείο της Ρόδου,[24] εκδρομές σε ανασκαφικούς χώρους και η βιβλιοθήκη του ινστιτούτου FERT.[25] Εκτός από προορισμό επιστημονικού ενδιαφέροντος, η Ρόδος αναδείχθηκε και σε κέντρο αναψυχής συνδεδεμένο με τον αθλητικό τουρισμό και φιλοξενούσε αγώνες αυτοκινήτων, στους οποίους, πέραν της Ιταλίας, συμμετείχαν οδηγοί από τις γειτονικές χώρες (Ελλάδα, Αίγυπτο, Παλαιστίνη).[26] Τέλος, η Ρόδος αποτέλεσε προορισμό ειδικού χαρακτήρα, όπως, για παράδειγμα, για το κυνήγι θηραμάτων σε συγκεκριμένα σημεία του νησιού, τα οποία ο κυβερνήτης παρουσίαζε ως εφάμιλλα των καλύτερων ιδιωτικών κυνηγότοπων της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, προορισμών διεθνούς φήμης για τις συγκεκριμένες δραστηριότητες.[27]

Σε κάθε περίπτωση, η διοίκηση των νήσων στήριζε την τουριστική πολιτική της σε ένα βασικό αφήγημα: ο επισκέπτης της Ρόδου θα μπορούσε να θαυμάσει την πανέμορφη φύση του νησιού, να γνωρίσει την πλούσια ιστορία του και να γίνει αυτόπτης μάρτυρας του έργου που είχε καταβάλει και συνέχιζε να καταβάλλει η κυβέρνηση των νήσων και, κατ’ επέκταση, η αναγεννημένη φασιστική Ιταλία. Με βάση το αφήγημα αυτό, ο κυβερνήτης φρόντιζε να διαφημίζει το φυσικό κάλλος του νησιού, να αναδεικνύει τα ιστορικά κατάλοιπα, και ειδικά τα ιπποτικά, και συνιστούσε την επίσκεψη στη νέα πόλη της Ρόδου με επίκεντρο το Foro Italico (σημερινό Μανδράκι), όπου βρίσκονταν όλα τα δημόσια κτίρια του καθεστώτος.[28] Στόχος ήταν, πέρα από το οικονομικό όφελος, ο επισκέπτης να αποκομίσει μια θετική εικόνα για τα έργα της νέας Ρώμης στην Ανατολή, να αντιληφθεί την ιστορική συνέχεια της παρουσίας της εκεί και, συνεπώς, να αποκτήσει σεβασμό και δέος για τη σύγχρονη Ιταλία, με τις επακόλουθες συνδηλώσεις για το κύρος και την επιρροή της χώρας.

Ενδεικτικό παράδειγμα του προπαγανδιστικού περιεχομένου και του τρόπου προώθησης των παραπάνω αποτελούν τα κείμενα και οι φωτογραφίες, πάντοτε υπό την εποπτεία και την αιγίδα της διοίκησης και συχνά του ίδιου του Lago, που στέλνονταν προς δημοσίευση στους ταξιδιωτικούς οδηγούς της περιοχής. Ενδιαφέρουσα είναι η σύγκριση ανάμεσα σε δύο τέτοιους οδηγούς, με απόσταση εννέα ετών μεταξύ τους: ο πρώτος, της Gloriosa Casa Editrice Italiana, του 1926 και ο δεύτερος, μια ειδική έκδοση για την κρουαζιέρα που διοργάνωνε η Dopolavoro Provinciale Torino, του 1935. Στους δύο οδηγούς, αμφότεροι με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, γίνεται αναφορά στη μακραίωνη ιστορία των νησιών με αναγωγή στο μυθικό παρελθόν, καμία νύξη για την ελληνιστική εποχή, σημαντικές αναφορές στη ρωμαϊκή περίοδο και πολύ μεγάλη έκταση αφιερωμένη στα ιπποτικά χρόνια. Οι οδηγοί αφιέρωναν επίσης σημαντικό τμήμα τους στις καινοτομίες που είχε εισαγάγει η κυβέρνηση των νήσων και στην ομορφιά και την κοινή ωφέλεια των υποδομών που είχε ανεγείρει. Μάλιστα, στον οδηγό του 1926, που ήταν σημαντικά εκτενέστερος, γινόταν αναφορά στην πρόθεση δημιουργίας ενός πανεπιστημίου στα πρότυπα του αμερικανικού και του γαλλικού πανεπιστημίου της Βηρυτού, με το κείμενο να καταλήγει με τη διαπίστωση πως «χωρίς καμία αμφιβολία, με το οικοδομικό και ανακαινιστικό πρόγραμμα της Κυβέρνησης [των νήσων] η Ρόδος, με όλη την πλούσια ιστορία και ομορφιά της, θα αποκτήσει και πάλι την αίγλη που κατείχε στην Ανατολή κατά τους προηγούμενους αιώνες».[29]

Κοινό στοιχείο στους δύο οδηγούς ήταν, επίσης, η αναφορά στο μοναστήρι της Φιλερήμου, στη Ρόδο. Ο Lago είχε καταβάλει προσπάθεια να ενισχύσει την παρουσία του καθολικισμού στα νησιά, καθώς θεωρούσε ότι αποτελούσε συνδετικό κρίκο με το ιπποτικό παρελθόν και τη σύγχρονη παρουσία της Ιταλίας εκεί. Σε έγγραφο, μάλιστα, του 1927 προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο κυβερνήτης δήλωνε ότι «…η δημιουργία της αρχιεπισκοπής Ρόδου, υπό την αιγίδα της Αγίας Έδρας, δίνει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στον καθολικισμό, που είναι αυτό που διακρίνει την ιταλική ταυτότητα (italianità) στα νησιά αυτά…»[30] Με βάση την πεποίθηση αυτή, επανασυστάθηκε η καθολική αρχιεπισκοπή Ρόδου, στις 28 Μαρτίου 1928, με προκαθήμενο, από τις 15 Ιανουαρίου 1929, τον monsignor Giovanni Maria Castellani.[31] Ταυτόχρονα, ο κυβερνήτης εργάστηκε για την επαναφορά της παρουσίας των Ιπποτών της Μάλτας (διαδόχων των Ιπποτών της Ρόδου) στα νησιά και συγκεκριμένα στη Ρόδο. Το 1928, για πρώτη φορά, εκπρόσωποι των Ιπποτών της Μάλτας επισκέφθηκαν επισήμως τα νησιά.[32] Κοινή συνισταμένη της επαναφοράς του καθολικισμού και των Ιπποτών της Μάλτας ήταν το μοναστήρι της Φιλερήμου και συγκεκριμένα η επιστροφή της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Φιλερήμου στο ιερό. Η εικόνα είχε ακολουθήσει τη φυγή των Ιπποτών της Ρόδου, μετά την κατάληψη του νησιού από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, το 1522. Στην πάροδο των αιώνων η εικόνα άλλαξε πολλές τοποθεσίες και ιδιοκτήτες και τελικά ο Lago, ύστερα από σχετικές διαπραγματεύσεις (με εξουσιοδότηση από το Υπουργείο Εξωτερικών), κατάφερε να επανακτήσει την εικόνα. Ο κυβερνήτης απέδιδε μεγάλη συμβολική αξία στην ενέργεια αυτή, υποστηρίζοντας ότι «η επανάκτηση της εικόνας της Παναγίας της Φιλερήμου ενδιαφέρει τόσο τους καθολικούς όσο και τους ορθόδοξους της Ρόδου και θα αποτελέσει σημείο συζήτησης για ολόκληρη την Ανατολή, με προφανή οικονομικά και πολιτικά πλεονεκτήματα για τη Ρόδο».[33] H εικόνα τελικά ανακτήθηκε το 1931, και η τοποθέτησή της στο μοναστήρι έγινε στο πλαίσιο της καθολικής συνόδου του Congresso Eucaristico e Mariano 1931 στη Ρόδο, επίτιμος καλεσμένος του οποίου ήταν ο μεγάλος μάγιστρος των Ιπποτών της Μάλτας. Στόχος του Lago ήταν, με τον τρόπο αυτό, να εδραιώσει την προπαγανδιστική αντίληψη περί συνέχειας της ιταλικής παρουσίας στα νησιά και να νομιμοποιήσει την κατοχή της Κτήσης.[34]

Ο κυβερνήτης εκμεταλλεύτηκε και τον πολυφυλετικό χαρακτήρα των νησιών προκειμένου να προσελκύσει επισκέπτες σε αυτά και να αναδείξει την ικανότητα της Ιταλίας να κυβερνά με επιτυχία διαφορετικούς λαούς. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι αξιοποιούνταν τουριστικά διάφορες θρησκευτικές γιορτές ως φολκλορικά στοιχεία, όπως η γιορτή των Θεοφανίων και οι εκδηλώσεις του Ραμαζανίου,[35] πραγματοποιούνταν εκδηλώσεις με τοπικούς παραδοσιακούς χορούς[36] και χρησιμοποιήθηκαν οι καλές σχέσεις των Εβραίων των νησιών με τους ομόθρησκούς τους στην Παλαιστίνη, ώστε να δημιουργηθεί ένα τουριστικό ρεύμα και από εκεί, με προφανή οφέλη για την Ιταλία και την επιρροή της στη συγκεκριμένη θρησκευτική ομάδα.[37]

Οι προσπάθειες του Lago και της διοίκησης των νήσων ήταν καρποφόρες για την εξυπηρέτηση της στρατηγικής που επιδίωκαν. Τόσο ο εγχώριος όσο και ο ξένος Τύπος έκαναν θετικές αναφορές στο έργο της Ιταλίας στα νησιά[38] και η Ρόδος έγινε διεθνής τουριστικός προορισμός, με έως και 60.000 τουρίστες ετησίως.[39] O ίδιος ο Lago έλαβε θετικά σχόλια για το έργο του. Όταν το 1929 ο Dino Grandi (υπό την ιδιότητα του υπουργού των Εξωτερικών) επισκέφθηκε τα νησιά, δήλωσε ότι ο κυβερνήτης ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, που «…μέσα σε λίγα χρόνια είχε μετατρέψει τη Ρόδο και τα νησιά σε πραγματικούς κήπους, κυβερνώντας σε πλήρη αρμονία τις διαφορετικές εθνότητες».[40] Ο Ruggero Fanizza, αξιωματικός του ιταλικού στρατού που υπηρέτησε στα νησιά από το 1936 έως το 1943, έγραψε στις αναμνήσεις του για την όμορφη πόλη (τη Ρόδο) που είχε δημιουργήσει ο Lago.[41] Ένας άλλος επισκέπτης των νησιών, Γερμανός αυτή τη φορά, o Erich Kӧning, έφτασε στο σημείο να γράψει μια ωδή αφιερωμένη στον κυβερνήτη, εξυμνώντας το έργο του και τον δυναμισμό του.[42] Ακόμη και το ζεύγος των Βρετανών επισκεπτών Booth, που ταξίδεψε στα νησιά το 1928 και κατέγραψε τις εντυπώσεις του, ενώ ασκεί δριμύτατη κριτική στην ιταλική διοίκηση και τις μεθόδους της, παραδέχεται ότι οι αναστηλώσεις των Ιταλών και η ανάδειξη του αρχαιολογικού τους πλούτου ήταν άξιες επαίνου.[43]

Το έργο του Lago ανέδειξε τη Ρόδο (και δευτερευόντως την Κω) από «ένα χωριό της Ανατολής» σε προορισμό διεθνούς κύρους, ταυτότητα που διατηρεί μέχρι και σήμερα. Η μαζική έλευση τουριστών σήμαινε οικονομικά κέρδη για τη διοίκηση, αναδεικνύοντας την τουριστική βιομηχανία στη βασικότερη πηγή των εσόδων της.[44] Ταυτόχρονα επέτεινε την αναγκαιότητα για διαρκή ενίσχυση των υποδομών, προκειμένου να υποστηρίξουν αποτελεσματικά την αύξηση της τουριστικής κίνησης. Ο κόσμος θα γινόταν μάρτυρας του καινοτόμου αναπτυξιακού έργου που πραγματοποίησε ο Lago στα νησιά κατά την περίοδο της διοίκησής του.

Ωστόσο, τα έργα της διοίκησης περιορίστηκαν σχεδόν αποκλειστικά στη Ρόδο, εν μέρει στην Κω και σε μεγάλο βαθμό στη Λέρο, ειδικά στο Portolago (1923 κ.ε.), το οποίο αποτελεί ένα κόσμημα της ιταλικής art nοuveau αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου. Τα έργα αποσκοπούσαν στην άνετη διαμονή των Ιταλών αξιωματικών και των οικογενειών τους και όχι στην προβολή του ιταλικού μεγαλείου.[45] Συνεπώς, καθώς μερικά μόνο νησιά επωφελήθηκαν από το μαξιμαλιστικό οικοδομικό (και οικονομικό συνακόλουθα) πρόγραμμα των Ιταλών, τα έργα της διοίκησης δεν είχαν το απαιτούμενο γεωγραφικό εύρος, ώστε να μετασχηματίσουν προς το καλύτερο την κοινωνία των νησιών και να αλλάξουν ριζικά και συνολικά την εικόνα των Δωδεκανήσων. Η συνεχής προβολή της Ρόδου και η περιστασιακή μόνο της Κω δείχνουν ότι, εν κατακλείδι, παρά το ότι ο Lago πραγματοποίησε το καλύτερο δυνατό με τις δυνατότητες που είχε, το πρόγραμμά του ήταν, στην πράξη, ένα μεγάλο έργο βιτρίνας, περιορισμένης κλίμακας· συνεπώς, ανάλογη ήταν η προπαγανδιστική αξία του για την Ιταλία και η σημασία του για το σύνολο των Δωδεκανήσων.

Στο επιχείρημα αυτό φαίνεται να στηρίχθηκε η ελληνική αντιπροσωπεία στο μεταπολεμικό Συνέδριο της Ειρήνης, στο Παρίσι, το 1946-1947, όταν η Ρώμη ζήτησε να δοθούν μειωμένες αποζημιώσεις στην Ελλάδα, επειδή οι Ιταλοί δημιούργησαν έργα υποδομής ευρείας κλίμακας στα νησιά. Η ελληνική πλευρά απάντησε ότι τα έργα αυτά περιορίζονταν σε μερικά νησιά και δημιουργήθηκαν προς όφελος της ιταλικής στρατιωτικής και προπαγανδιστικής μηχανής και όχι προς όφελος των νησιωτών. Η ελληνική επιχειρηματολογία έγινε τελικά δεκτή από το Συνέδριο, το 1947, με την αρμόδια επιτροπή να απορρίπτει τα ιταλικά επιχειρήματα για μείωση των πολεμικών αποζημιώσεων προς την Αθήνα.[46]

 

  1. Αγγελική Σφήκα-Θεοδοσίου, Η Ιταλία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Ελλάδα, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2004, σσ. 23-25.
  2. Στο ίδιο, σσ. 27-28, 345, 347, 350-351, 369-373· Maria Gabriella Pasqualini, “Come e perchè l’Italia occupò il Dodecaneso. Ragioni politiche e difficoltà militari”, Anna De Pascale – Carlo Maria Fiorentino (επιμ.), La Grande Guerra, L’Italia e il Levante, De Luca Editori d’arte, Ρώμη 2017, σσ. 35-42· Brian R. Sullivan, “The Strategy of Decisive Weight: Italy, 1882-1922”, Murray Williamson – Knox MacGregor – Alvin Bernstein (επιμ.), The Making of Strategy, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1994, σσ. 324-326, 345· βλ. επίσης P. J. Carabott “The Temporary Italian Occupation of the Dodecanese: A Prelude to Permanency”, Diplomacy & Statecraft, 4/2 (1993), 285-312, doi 10.1080/09592299308405886.
  3. Ενδεικτικά έργα που ξεχωρίζουν είναι: Filippo Marco Espinoza, “Il problema turistico dell’Egeo non presenta soltanto un interesse economico: villegiatura e politica estera nel Dodecaneso italiano (1923-1939)”, Diacronie. Studi di Storia Contemporanea, 37 (Μάρτιος 2019), αφιέρωμα “Sguardi sul Novecento: Istruzione pubblica, conflitto, ideologico, dinamiche turistiche”, στην ιστοσελίδα http://www.studistorici.com/2019/03/29/espinoza_numero_37/ [ανακτήθηκε 4.2.2025]· Simona Martinoli – Eliana Perotti, Architettura coloniale italiana del Dodecaneso, 1912-1943, Edizioni della Fondazione Giovani Agnelli, Τορίνο 1999· Valerie McGuire, “Bringing the Empire Home: Italian Fascism’s Mediterranean Tour of Rhodes”, California Italian Studies, 8/2 (2018), στην ιστοσελίδα https://escholarship.org/uc/item/9kd9m5tk [ανακτήθηκε 4.2.2025], 2-12· Μαρία Σαμπακατάκη, «Η χρήση του ιστορικού παρελθόντος σε συνθήκες κρίσης: η περίπτωση του Μεσοπολεμικού τουριστικού μοντέλου που εφάρμοσαν οι Ιταλοί στο νησί της Ρόδου, 1923-1938», Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών (εκδ.), Ο ελληνικός κόσμος σε περιόδους κρίσης και ανάκαμψης, 1204-2018, ΣΤ’ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, Λουντ, 4-7 Οκτωβρίου 2018, τόμ. Δ’, Αθήνα 2020, σσ. 113-120.
  4. Archivio Storico Diplomatico del Ministero degli Affari Esteri [στο εξής ASMAE], συλλογή Affari Politici [στο εξής A.P.], 1931-1945, Dodecanneso, busta (b.) 5, fascicolo (f.) 1, Suvich-R. Ministero delle Colonie, Teles. 212137, Ρώμη, 22 Απριλίου 1933· Σφήκα-Θεοδοσίου, ό.π., σ. 374· Amedeo Giannini, L’ultima fase della questione orientale (1913-1939), Istituto per gli Studi di Politica Internazionale, Μιλάνο 1941.
  5. Ζαχαρίας Τσιρπανλής, Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα, 1912-1943. Αλλοτρίωση του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, Έκδοση Γραφείου Μεσαιωνικής Πόλης Ρόδου, Ρόδος 1998, σσ. 54-55, 129-134.
  6. Ο Lago διορίστηκε κυβερνήτης των νησιών τον Νοέμβριο του 1922, όμως κατέφθασε στα νησιά και ανέλαβε εξουσία στις 19 Φεβρουαρίου 1923. Παρέμεινε στη θέση του μέχρι τον Νοέμβριο του 1922, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον Cesare Maria De Vecchi, Conte di Val Cismon.
  7. Υπηρεσία Διπλωματικού Ιστορικού Αρχείου Υπουργείου Εξωτερικών [στο εξής ΥΔΙΑ], Κεντρική Υπηρεσία (ΚΥ), 1927, φακ. 22, υποφάκ. 8 (τμ. Γ/Γ): «Ελληνική Πρεσβεία Ρώμης προς Υπουργείο Εξωτερικών», Αρ. Πρ. 1682, συνημμένο, Ρώμη, 26 Απριλίου 1927, σσ. 2-3.
  8. Martinoli – Perotti, ό.π., σ. 51.
  9. Γενικά Αρχεία του Κράτους [στο εξής ΓΑΚ], Αρχείο Νομού Δωδεκανήσου (ΑΝΔ), Αρχείο Ιταλικής Διοίκησης Δωδεκανήσου (ΑΙΔΔ), κυτίο (κ.) 210, φακ. 1486 Π (1935), τμ. 4/4: Lago-Spett. Le Reale Automobile Club d’Italia, Teles., n. 15457, Ρόδος, 11 Απριλίου 1935.
  10. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. εφ., Messaggero di Rodi, 19 Μαρτίου 1933.
  11. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 212, φακ. 1509 Π (1935), τμ. 1/2: Presidente della Corte dei Conti – Ministero degli Affari Esteri (στο εξής MAE), n. 2672/12, Ρώμη, 30 Ιουνίου 1930· στο ίδιο, MAE – Lago, Teles., n. 00428, Ρώμη, 17 Ιανουαρίου 1931· στο ίδιο, Ministro della Finanza – MAE, Corte dei Conti, Ragioneria Centrale di MAE, n. 106673, Ρώμη, 25 Απριλίου 1931.
  12. Στο ίδιο: Direttore degli Affari Amministrativi, “Pro memoria per il signor Segretario Generale”, Ρόδος, 29 Ιανουαρίου 1930· Direttore degli Affari Amministrativi, “Pro memoria per il S.E. il Governatore”, Ρόδος, 4 Φεβρουαρίου 1930· Lago – Uff. Amministrativo MAE, Teles., n. 40562718, Ρόδος, 28 Αυγούστου 1931.
  13. Σε επιστολή του προς το Υπουργείο Οικονομικών, τον Δεκέμβριο του 1934, ο Lago ανέφερε ότι η κυβέρνηση της Κτήσης ήταν εν πολλοίς αυτάρκης, καθώς μόλις το 8% των εξόδων της (δηλαδή 2,7 εκατομμύρια λιρέτες) προερχόταν από απευθείας επιδόματα της κεντρικής κυβέρνησης. Το υπόλοιπο 92% προερχόταν από τοπικά έσοδα και από τη φορολογία. Με βάση τα παραπάνω ποσά, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα έξοδα της κυβέρνησης των νήσων για το έτος 1934 ανέρχονταν σε 33.750.000 λιρέτες. Στο ίδιο: Lago – Ministro delle Finanze, Ρώμη, συνημμένο στο n. 2396 bis, Crivellari – Direzione Affari Amministrativi, 17 Δεκεμβρίου 1934.
  14. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 212, φακ. 1509 Π (1935), τμ.1/2: Lago – MAE, Teles., n. 3790, Ρώμη, 24 Αυγούστου 1930· Τeles., n. 80 (ή 800), Lago – MAE, Ρόδος, 17 Φεβρουαρίου 1931· Lago-MAE, Teles., n. 5077, Ρόδος, 30 Δεκεμβρίου 1931. Τελικά ο Lago κατάφερε να αποφύγει τον έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ωστόσο με το Reggio Decreto Legge (στο εξής RDL) n. 1757 της 23ης Σεπτεμβρίου 1935 (Gazzetta Ufficiale [στο εξής GU] n. 239, 12 Οκτωβρίου 1935) επιβλήθηκαν στην Κτήση αυστηρότεροι οικονομικοί έλεγχοι: ο προϋπολογισμός έπρεπε να ελέγχεται και να εγκρίνεται με κοινό διάταγμα των υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών· ιδρυόταν το Γραφείο Λογιστικού Ελέγχου στην Κτήση, υπό την αιγίδα του λογιστηρίου του Υπουργείου των Εξωτερικών και με απευθείας υπαγωγή στο Υπουργείο Οικονομικών· ο κυβερνήτης διατήρησε τη δυνατότητα τροποποίησης του ισολογισμού και του προϋπολογισμού, προκειμένου να καλύπτει έκτακτες ανάγκες, υπό την προϋπόθεση ότι θα ενημέρωνε αμέσως τους υπουργούς Εξωτερικών και Οικονομικών για τις προθέσεις του. Προβλεπόταν, τέλος, το ενδεχόμενο ο προϋπολογισμός της Κτήσης να εξετάζεται απευθείας από το ιταλικό κοινοβούλιο.
  15. ASMAE, A.P., 1919-1930/b. 990, f. 2519, Lago – MAE et al, Teles., n. 18611, Ρώμη, 29 Οκτωβρίου 1927· Alexis Rappas, “The Transnational formation of the imperial rule on the margins of Europe: British Cyprus and the Italian Dodecanese in the Interwar period”, European History Quarterly, 45/3 (2015), 467-468, 476-477, 481.
  16. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 210, φ. 1486 Π (1935), τμ. 4/4: Lago-Ministro delle Comunicazioni, Ispettorato della Marina Mercantile, Teles., n. 42252, Ρόδος, 31 Οκτωβρίου 1934.
  17. Στο ίδιο: Lago-Sottosegretario per la Stampa e la Propaganda, Direzione Generale del Turismo, Teles., n. 48139, Ρόδος, 8 Δεκεμβρίου 1934.
  18. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 53, φ. 470 Π (1926), τμ. 1/2: Direttore Generale, ENIT – Benetti, Ufficio Propaganda e Turismo, n. 278821, Ρόδος, 8 Νοεμβρίου 1924.
  19. Σχέδια και περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το ξενοδοχείο βλ. Martinoli – Perotti, ό.π., σσ. 301-307. Μεταξύ των διάσημων πελατών του ήταν οι Γεώργιος Παπανδρέου, Ελευθέριος Βενιζέλος, Winston Churchill και Agatha Christie. Βλ. Andrea Villa, Nelle Isole del Sole. Gli Italiani nel Dodecaneso dall’Occupazione al rimpatrio (1912-1947), Edizioni SEB 27, Torino 2016, σ. 12. Η Christie μάλιστα χρησιμοποίησε τη Ρόδο του Lago ως σκηνικό για ένα από τα διηγήματά της (γραμμένο μεταγενέστερα) με πρωταγωνιστή τον διάσημο Βέλγο ντεντέκτιβ, Ηρακλή Πουαρό, και τίτλο «Το τρίγωνο της Ρόδου», το οποίο περιλαμβάνεται στη συλλογή Murder in the Mews and Other Stories, Collins Crime Club, Γλασκόβη 1937. Συχνά στο ξενοδοχείο γίνονταν βραδινοί χοροί προς τιμή διάφορων προσκεκλημένων. Στο τηλεγράφημα αρ. 12619, ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 505, φ. 216 (1935) τμ. 3/3, Benetti – Dopolavoro Provinciale Novara, Ρόδος, 24 Μαρτίου 1935, περιγράφεται ο σχεδιασμός ενός χορού προς τιμήν των μετεχόντων στην κρουαζιέρα του Dopolavovo («Μετά την εργασία»: κέντρα ψυχαγωγίας που ίδρυσε το φασιστικό καθεστώς, με σκοπό τη διοχέτευση του ελεύθερου χρόνου των Ιταλών σε ασχολίες που ευνοούσαν τις πολιτικές του) της Νοβάρα. Το ξενοδοχείο συνεχίζει να λειτουργεί και σήμερα και φιλοξενεί το διάσημο καζίνο της Ρόδου.
  20. Περισσότερα για τα λουτρά, βλ. Martinoli – Perotti, ό.π., σσ. 492-497.
  21. Σε συνομιλία του με Ιταλό τουριστικό πράκτορα, ο τότε γενικός γραμματέας της Κτήσης, Crivellari, είχε χαρακτηρίσει τις Θέρμες της Καλλιθέας ως τον ακρογωνιαίο λίθο της τουριστικής δυναμικής των νησιών, βλ. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 210, φ. 1486 Π (1935): Crivellari – Mongeni, Ρόδος, 17 Απριλίου 1935.
  22. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 505, φ. 216 (1935), τμ. 3/3: Vittorio Fresco – Mario Lago, Ρόδος, 5 Ιουνίου 1935. Ο φάκελος περιέχει πληθώρα σχετικών εγγράφων με διοικητικές λεπτομέρειες και διαδικαστικά ζητήματα για την οργάνωση των ταξιδιών. Βλ. και ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 210, φ. 1486 Π (1935): Segretario Generale – R. Con. Gerusalemme, Caifa, Giaffa, Teles., n. 15289, Ρόδος, 10 Απριλίου 1935.
  23. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 505, φ. 216 (1935), τμ. 1/3: Ministero della Stampa e Propaganda – Governo Rodi, Prot. 32883/41, Ρώμη, 15 Σεπτεμβρίου 1935, συνημμένο· στο ίδιο, κ. 210, φ. 1486 Π (1935): Segretario Generale – R. Consolato a Beirut, Gerusaleme, Larnaca, Teles., n. 19670, Ρώμη, 9 Μαΐου 1935. Ο Lago, μάλιστα, θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να δοθούν υποτροφίες σε ξένους δημοσιογράφους προκειμένου να παρακολουθήσουν τα μαθήματα, και συνέστησε να δοθούν υποτροφίες στην Παλαιστίνη τόσο σε έναν Εβραίο όσο και σε έναν Άραβα, επειδή η συμμετοχή τους θα ήταν καλή για την ιταλική επιρροή και την εικόνα της Ρώμης στην περιοχή. Στο ίδιο: Segretario Generale – Vittorio Buti, Teles., n. 28255, Ρόδος, 1 Ιουλίου 1935 και το De Angelis – Governo Rodi, Teles., n. 28150, Ρώμη, 2 Ιουνίου 1935, στο οποίο απαντάει το προηγούμενο.
  24. Περισσότερα για τα εκθέματα του μουσείου και την ιστορία του ίδιου του κτιρίου (αποτελούσε το ιστορικό Νοσοκομείο των Ιπποτών), βλ. Martinoli – Perotti, ό.π., σσ. 71, 79-81 και πίνακας φωτογραφιών, σσ. 19-20· Ηλίας Κόλλιας, Οι Ιππότες της Ρόδου. Το παλάτι και η πόλη, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994, σσ. 120-126.
  25. Βλ. ενδεικτικά, ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 505, φ. 216 (1935), τμ. 3/3: MAE – Governatorato Rodi, Teles., n. 203818, Ρώμη, 5 Φεβρουαρίου 1935. Στην επιστολή το Υπουργείο Εξωτερικών ενημέρωνε την κυβέρνηση των νήσων ότι θα κατέφθανε στη Ρόδο μια ομάδα εκατό Γερμανών σπουδαστών και καθηγητών, με στόχο την επίσκεψη στα ιστορικά μνημεία του νησιού. Ο επικεφαλής της ομάδας, καθηγητής Kütscher, χαρακτηριζόταν ως φίλος της Ιταλίας, λάτρης του πολιτισμού της και συγγραφέας φιλοϊταλικών άρθρων. Για τον λόγο αυτό, το υπουργείο ζητούσε να γίνει δεκτός με κάθε εγκαρδιότητα και να του παρασχεθούν διευκολύνσεις και εκπτώσεις. Ο καθηγητής έμεινε τόσο ευχαριστημένος, που το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου επανέλαβε το ταξίδι με άλλους εκατό φοιτητές και καθηγητές· στο ίδιο, Lloyd Triestino, München – Governo delle Isole Italiane dell’Egeo, Μόναχο, 21 Αυγούστου 1935.
  26. Στο ίδιο, τμ. 2/3: Mario Lago – Alberto Fassini, Ρόδος, 6 Αυγούστου 1935.
  27. Στο ίδιο, τμ. 3/3: Lago – Compagnia Italiana Turistica, Teles., n. 10867, Ρόδος, 10 Μαρτίου 1935.
  28. Στο ίδιο: Benetti – Dopolavoro Provinciale Novara, Teles. n. 12619, Ρόδος, 24 Μαρτίου 1935.
  29. Για τον οδηγό του 1926, βλ. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 53, φ. 470 Π (1926), τμ. 2/2: Uff. Turistico Rodi – Gloriosa Casa Editrice Italiana, n. 0922, Ρόδος, 20 Ιανουαρίου 1926. Ο τουριστικός οδηγός και οι διορθώσεις που έκανε στο κείμενό του ο Lago είναι συνημμένα στο παραπάνω έγγραφο. Για τον οδηγό του 1935, βλ. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 505, φ. 216 (1935), τμ. 2/3: Benetti, “Pro memoria a S.E. il Governatore”, 15 Μαΐου 1935. Ο ταξιδιωτικός οδηγός ήταν συνημμένος στο μνημόνιο. Η κρουαζιέρα θα διαρκούσε από τις 8 έως τις 17 Μαΐου 1935 και θα πραγματοποιούσε μια στάση 23 ωρών στη Ρόδο. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί το εσώφυλλο του οδηγού, στο οποίο είχαν τοποθετηθεί τα λόγια του Mussolini: «Στην Ανατολή βρίσκονται τα κύρια σημεία στα οποία πρέπει να στραφεί το ενδιαφέρον και η θέληση των Ιταλών».
  30. ASMAE, A.P., 1919-1930, b. 990, f. 2530, Lago – Ministero della Giustizia, Teles., n. 14788, Ρόδος, 23 Αυγούστου 1927.
  31. Τσιρπανλής, ό.π., σσ. 177-179· Cesare M. Buonaiuti, La Politica Religiosa del Fascismo nel Dodecanneso, Giannini Editore, Napoli, 1979, σσ. 88-90.
  32. Martinoli – Perotti, ό.π., σ. 553.
  33. ASMAE, A.P., 1919-1930, b. 991, f. 2536, Lago – MAE, R. Amb. Copenhagen, Teles., n. 23577, Ρόδος, 31 Οκτωβρίου 1928. Στο ίδιο έγγραφο υπάρχει συνημμένη λεπτομερής εξιστόρηση της πορείας και των κατόχων της εικόνας από το 1522 έως το 1928.
  34. ASMAE, AF, 1931-1945, Dodecanneso, b.1, f. 1, Lago – MAE, Telegram. 6578 P.R., Ρόδος, 24 Σεπτεμβρίου 1931· Τσιρπανλής, ό.π., σσ. 179-181. Για περισσότερα, βλ. Congresso Eucaristico Mariano, Rodi 16-20 settembre 1931, Tipografia Rodia, Ρόδος 1933.
  35. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 505, φ. 216 (1935), τμ. 1/3: Ministero della Stampa e Propaganda – Governo delle Isole Italiane dell’Egeo, n. 46920, Ρώμη, 27 Νοεμβρίου 1935· Στο ίδιο, Ministero della Stampa e Propaganda – Governo Rodi, Prot. 32883/41, Ρώμη, 15 Σεπτεμβρίου 1935 και το συνημμένο αυτού.
  36. ΓΑΚ, στο ίδιο, τμ. 2/3: R. Consolato Monaco – Lago, n. 1357, Μόναχο, 28 Φεβρουαρίου 1935.
  37. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 210, φ. 1486 Π (1935), τμ. 4/4: Segretario Generale – R. Ministro delle Comunicazioni, Teles., n. 26431, Ρόδος, 19 Ιουλίου 1935.
  38. Ενδεικτικά βλ. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 53, φ. 470 Π (1926), τμ. 2/2: Lago – Silani, Direttore Rassegna Italiana, n. 4390, Ρόδος, 20 Μαΐου 1925 για ένα παράδειγμα του εγχώριου (στη Ρόδο) ιταλικού Τύπου και ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 210, φ. 1486 Π (1935): Sottosegretario di Stato, Stampa e Propaganda – Governo Rodi, Teles., n. 4058/1190, Ρώμη, 8 Ιουλίου 1935 για ένα δημοσίευμα της βρετανικής Near East and India.
  39. L’Italia a Rodi, Italy at Rhodes, L’Italie a Rhodes, Instituto Poligraphico dello Stato, Ρώμη 1946, σσ. 29, 38.
  40. Dino Grandi, Il mio Paese. Ricordi Autografici, Società Editrice il Mulino, Μπολόνια 1985, σ. 212.
  41. Ruggero Fanizza, De Vecchi, Bastico, Campioni, Ultimi Governatori dell’Egeo, S.A.C Stabilimento Tipografico Valbonesi, Φορλί 1947, σσ. 11, 16.
  42. ΓΑΚ, ΑΝΔ, ΑΙΔΔ, κ. 505, φ. 216 (1935), τμ. 3/3: Erich Kӧning – Mario Lago, Μόναχο, 6 Ιουνίου 1935.
  43. C. D. Booth and Isabelle Bridge Booth, Italy’s Aegean Possessions, Arrowsmith, Λονδίνο 1928, σσ. 266-267.
  44. Υπουργείο Ανοικοδομήσεως (εκδ.), Δωδεκάνησος, Τετράτομος μελέτη του Υπουργείου Ανοικοδομήσεως και συνεργατών του υπό την Διεύθυνσιν του κ. Κ. Α. Δοξιάδη, Υπουργείο Ανοικοδομήσεως, Αθήναι 1947, σσ 228· Martinoli – Perotti, ό.π., σσ. 47-50. Η ανάπτυξη του τουρισμού έφερε και την ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας αναμνηστικών, όπως, για παράδειγμα, κεραμικών από την εταιρεία ICARO (Industria Ceramiche Artistiche Rodio – Orientali, Decreto Governatoriale 244, 19 Δεκεμβρίου 1928), ταπήτων από την εταιρεία SAITR (Stabilimento Arte Italiana Tappeti Rodi, Decreto Governatoriale 23, 23 Φεβρουαρίου 1935) κ.ά.· βλ. Κώστας Τσαλαχούρης, Η οικονομική πολιτική της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα, Εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 2000, σσ. 317-318, 325-326.
  45. Βασίλης Κολώνας, Ιταλική αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα, Εκδόσεις Όλκος, Αθήνα 2002, σσ. 66-70· Τσιρπανλής, ό.π., σσ. 212-213.
  46. L’Italia a Rodi, ό.π., σ. 28· Υπουργείο Ανοικοδομήσεως, ό.π., σσ. 64, 67-68· Nicholas Doumanis, “Italians as ‘Good’ Colonizers: Speaking Subalterns and the Politics of Memory in the Dodecanese”, Ruth Ben-Ghiat – Mia Fuller (επιμ.), Italian Colonialism, Palgrave MacMillan, Νέα Υόρκη 2005, σσ. 223-225· Τσαλαχούρης, ό.π., 22-24· Nicholas Doumanis, Myth and Memory in the Mediterranean. Remembering Fascism’s Empire, Palgrave MacMillan, Λονίνο 1997, σσ. 158-161.