Μεταπολίτευση, Τύπος και η εικόνα του Γερμανού στο δημόσιο λόγο:
το παράδειγμα των «μαύρων επετείων»[1]
Σπυρίδων-Εμμανουήλ Λυγκούρης – Αρτεμισία Αθανασίου
Τον Ιούλιο του 1974 το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου του 1967 κατέρρευσε μπροστά στο «βάρος της πολιτικής ηλιθιότητας» των επικεφαλής του[2] στον απόηχο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Η αποκατάσταση της δημοκρατίας, που πραγματοποιήθηκε με βελούδινο τρόπο, έβγαλε τη χώρα από μια μακρά περίοδο πολιτικής αστάθειας[3] και για τον Τύπο εγκαινίασε μια περίοδο «δημοσιογραφικής άνοιξης».[4] Εφημερίδες που είχαν παύσει να κυκλοφορούν κατά την περίοδο της δικτατορίας 1967-1974, όπως η Καθημερινή και η Αυγή, τίθενται ξανά σε κυκλοφορία· νέες, όπως η Ελευθεροτυπία, έκαναν την εμφάνισή τους, ενώ, εύλογα, εφημερίδες που εκδίδονταν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συνέχισαν την κυκλοφορία τους, όπως Το Βήμα και ο Ελεύθερος Κόσμος.
Στις σελίδες των παραπάνω εντύπων βρίσκεται το ερευνητικό ερώτημα του παρόντος κειμένου, που σχετίζεται με την εικόνα που μπορεί να έχει ένα συλλογικό υποκείμενο για τον «άλλο»,[5] καθώς και της αναπαραγωγής ή όχι στερεοτυπικών αντιλήψεων, οι οποίες δημιουργούνται από την πρόσφατη μνήμη. Πιο συγκεκριμένα, αφορά την εικόνα που υπήρχε κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών της Μεταπολίτευσης για τον «Γερμανό», τριάντα μόλις χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Λόγω του μεγάλου όγκου του ημερήσιου πολιτικού τύπου, επιλέχθηκε να περιοριστεί η έρευνα στην ετήσια καταγραφή και αποτύπωση των λεγόμενων Μαύρων Επετείων, ημερομηνιών δηλαδή που σχετίζονται με την ελληνική εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου[6] και της Κατοχής (1940-44). Ως τέτοιες λογίζονται η 6η Απριλίου (γερμανική εισβολή), η 27η Απριλίου (παράδοση της Αθήνας), οι 30-31 Μαΐου (τέλος της Μάχης της Κρήτης), η 10η Ιουνίου (σφαγή του Διστόμου), η 12η Οκτωβρίου (Απελευθέρωση της Αθήνας), η 28η Οκτωβρίου (είσοδος της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και η 13η Δεκεμβρίου (Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων).Η επιλογή των υπό έρευνα εφημερίδων –Αυγή, Ελευθεροτυπία, Ελεύθερος Κόσμος, Καθημερινή, Το Βήμα– έγινε με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει εκπροσώπηση των κυριότερων χώρων και αντιλήψεων και για να καταγραφεί αν υπήρχε διαφοροποίηση ανάμεσά τους.
Η μεθοδολογία που αξιοποιείται για την παρούσα μελέτη είναι η Κριτική Ανάλυση Λόγου (Critical Discourse Analysis, CDA). Με αφετηρία τη θέση ότι οι τρόποι με τους οποίους μιλάμε δεν χαρακτηρίζονται από ουδετερότητα απέναντι στον κόσμο, τις κοινωνικές σχέσεις και τις ταυτότητές μας, αλλά αποτελούν κομμάτι της δημιουργίας και της αλλαγή τους,[7] η Κριτική Ανάλυση Λόγου προσφέρει τη δυνατότητα ερμηνείας του λόγου του Τύπου που στην προκειμένη περίπτωση συσχετίζεται με τη συνέχεια του παρελθόντος ή το αίτημα για αλλαγή. Η Κριτική Ανάλυση Λόγου ενσωματώνεται συγκριτικά στην παρούσα μελέτη με την ιστορική ανάλυση και τον τρόπο που το παρελθόν παρουσιάζεται στο (τότε) παρόν, με τη διαμεσολάβηση ενός χρονικού διαστήματος που επιτρέπει στη μνήμη να διατηρεί ζωντανές τις εμπειρίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και διαμορφώνει νέες υπό άλλες συνθήκες. Οι παράγοντες αυτοί συμπλέκονται και εκφράζονται δημόσια και μέσω του Τύπου στον οποίο επιλέγεται η θεώρηση της εικόνας του «Γερμανού» ως λόγος. Σε αυτό το πλαίσιο, αναζητούμε στον ελληνικό Τύπο τις έννοιες «Γερμανός», «ναζισμός», «ναζιστική ή χιτλερική Γερμανία», «ναζιστική ή χιτλερική Κατοχή», «Δυτική Γερμανία», «Ολοκαύτωμα», κ.ά. προκειμένου να διαπιστώσουμε σε ποιο βαθμό χρησιμοποιούνται στα άρθρα των εφημερίδων και τι εκφράζουν: έναν σαφή διαχωρισμό ή μια συνέχεια, μια περίοδο που ο Τύπος παραμένει το βασικό μέσο ενημέρωσης της κοινής γνώμης.
Προτού προχωρήσουμε στο κυρίως θέμα του άρθρου, κρίνεται σκόπιμη μια σύντομη σκιαγράφηση των πολιτικών σχέσεων, που αναπτύχθηκαν την περίοδο 1974-1989 ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας και των δύο κρατικών εκπροσώπων του γερμανικού παράγοντα, δηλαδή την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ) και τη Λαϊκή Δημοκρατία Γερμανίας.[8] Η αναφορά αυτή κρίνεται απαραίτητη, καθώς το πολιτικό κλίμα της εκάστοτε περιόδου είναι δυνατόν να επηρεάσει δημόσιες εικόνες και στερεοτυπικές αντιλήψεις, να αμβλύνει ή να οξύνει οδυνηρές μνήμες του πρόσφατου παρελθόντος. Επίσης, είναι δυνατόν τα πολιτικά δεδομένα πολλές φορές να δίνουν καινούργιο νόημα σε παλαιά σύμβολα, επενδύοντάς τα με νέες προτεραιότητες.
Είναι δεδομένο ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται η πορεία των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Δυτική Γερμανία (ΟΔΓ), με την οποία ήδη από την περίοδο 1950-67 είχε πολλά κοινά στοιχεία.[9] Και οι δύο βρίσκονταν σε γεωγραφικά σημεία, όπου τέμνονταν τα σύνορα του δυτικού και του ανατολικού συνασπισμού, στα σύνορα δηλαδή των «δύο Κόσμων» του Ψυχρού Πολέμου,[10] όπως έχει εύστοχα επισημανθεί από την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Οπότε, και οι δύο διακατέχονταν από ένα κοινό αίσθημα ανασφάλειας απέναντι στις στρατηγικές του ανατολικού συνασπισμού, γεγονός που από νωρίς δημιούργησε μία συναντίληψη των δύο χωρών απέναντι σε ζητήματα ασφάλειας και μία στενή συνεργασία, κυρίως στον οικονομικό τομέα[11] (όπως στο εμπόριο, όπου η Δυτική Γερμανία απορροφούσε μεγάλο μέρος των ελληνικών εξαγωγών αλλά και στην υποδοχή μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος στη Δυτική Γερμανία προς εργασία).[12]
Στις απαρχές της Μεταπολίτευσης, η διμερής σχέση πάτησε πάνω στα νέα δεδομένα που προέκυψαν την περίοδο της δικτατορίας (1967-74). Ενώ η κυβέρνηση της Βόννης δεν προχώρησε σε διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τις κυβερνήσεις της επταετίας (θεωρώντας πως μια τέτοια κίνηση θα απομάκρυνε περαιτέρω την Ελλάδα από το δυτικό συνασπισμό),[13] από την άλλη έγινε τόπος υποδοχής Ελλήνων πολιτικών εξόριστων. Επίσης, η συμπάθεια της δυτικογερμανικής κοινής γνώμης προς τα θύματα της δικτατορίας εκφράστηκε με εκδηλώσεις συμπαράστασης προς το ελληνικό αντιδικτατορικό κίνημα (στις οποίες συμμετείχαν και Έλληνες φοιτητές από δυτικογερμανικά πανεπιστήμια), καθώς και με συχνές αναφορές του Τύπου για το καθεστώς λογοκρισίας και διώξεων, που χαρακτήριζε το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών. Ακόμη, η γερμανική πολιτική ελίτ έδειξε ειλικρινές ενδιαφέρον για την εμπέδωση της δημοκρατίας στην Ελλάδα (μετά το καλοκαίρι του 1974) και την επιτυχία του εγχειρήματος ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ΕΟΚ, για λόγους που άπτονταν και των ιδιαίτερων συμφερόντων της Δυτικής Γερμανίας:[14] ο καγκελάριος Helmut Schmidt (1974-82) πίστευε ότι η ισχυροποίηση των πολιτικών θεσμών του δυτικού στρατοπέδου ήταν παράγοντας περιορισμού της σοβιετικής ισχύος, γεγονός που θα επέτρεπε στη Βόννη να διαπραγματευτεί με καλύτερους όρους τη προσέγγισή της με την Ανατολική Γερμανία.[15] Έτσι, ενώ η σύνδεση της Ελλάδας με τη Κοινή Αγορά (1959-61) ήταν μια προσπάθεια που βασίστηκε κυρίως στη γαλλική βοήθεια, η υπόθεση της ΕΟΚ έλαβε ξεκάθαρα το μανδύα της δυτικογερμανικής υποστήριξης, καθώς ούτε η Γαλλία, ούτε η Μεγάλη Βρετανία μπορούσαν για πολιτικούς λόγους να διαδραματίσουν ένα τέτοιο ρόλο. Έτσι, οι πολιτικές σχέσεις Αθήνας και Βόννης τις δύο πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης διαμορφώθηκαν κυρίως εντός του κοινού πλαισίου της ΕΟΚ.[16]
Από την άλλη, οι σχέσεις της Αθήνας με το έτερο γερμανικό κράτος, τη Λαϊκή Δημοκρατία Γερμανίας, ΛΔΓ ή Ανατολική Γερμανία χαρακτηρίζονταν από εντελώς διαφορετικό υπόβαθρο: για τους Έλληνες ιθύνοντες της μεταπολεμικής εποχής η Ανατολική Γερμανία ήταν το ακρότατο γεωγραφικό όριο του σοβιετικού ολοκληρωτισμού προς τη Δύση, γεγονός που πάντα δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς τις προθέσεις του Ανατολικού Βερολίνου προς την Ελλάδα. Παρόλα αυτά, υπήρχαν προσπάθειες ομαλοποίησης των πολιτικών σχέσεων, η τελευταία μάλιστα έγινε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, οι οποίες βέβαια πάντα λάμβαναν υπόψιν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα δύο γερμανικά κράτη[17] και την πολιτική και οικονομική στήριξη που παρείχε η Δυτική Γερμανία προς την Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα, κατά τη πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης παρατηρούνται υποτονικές σχέσεις ανάμεσα σε Αθήνα και Ανατολικό Βερολίνο, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στις εμπορικές συναλλαγές.[18] Μάλιστα, η Αθήνα προσπάθησε να ελέγξει τον αριθμό των πολιτικών προσφύγων που επέστρεφαν από την Ανατολική Γερμανία (στην οποία άλλωστε τη περίοδο 1968-1974 έδρευε και ο ραδιοφωνικός σταθμός του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος,KKE, «Φωνή της Αλήθειας), καθώς φοβόταν τυχόν ισχυροποίηση του ΚΚΕ. Γι’ αυτό άλλωστε, η πρώτη επίσημη επίσκεψη Έλληνα υπουργού στο Ανατολικό Βερολίνο έλαβε χώρα μόλις το 1981 και τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η εκλογή του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, ΠΑΣΟΚ, και του Ανδρέα Παπανδρέου στο τιμόνι της χώρας (1981) είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή διακρατικών συμφωνιών, οι οποίες προοικονομούσαν μεγαλύτερη συνεργασία σε διάφορους τομείς.[19]
Η δεκαετία του 1940 στον Τύπο της Αριστεράς
Η Μεταπολίτευση ήταν περίοδος σημαντικής άνθισης για την ελληνική Αριστερά, η οποία βίωσε την πολιτική της επάνοδο μετά τη παρανομία της δικτατορίας[20] και τη πολιτική προσφυγιά στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης[21] (στη περίπτωση του ΚΚΕ). Η κατάργηση της λογοκρισίας και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ ήταν παράγοντες που ευνόησαν την περαιτέρω ανάπτυξη και διάδοση των εντύπων της Αριστεράς,[22] πάντα μέσα στο ευρύτερο κλίμα της δημοσιογραφικής άνθησης που αναφέρθηκε και προγενέστερα σε άλλο σημείο του άρθρου. Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου αποδελτιώθηκαν οι σελίδες των εφημερίδων Ριζοσπάστης (επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας) και της Αυγής, η οποία την περίοδο της Μεταπολίτευσης εξέφραζε το χώρο της Ανανεωτικής Αριστεράς, αρχικά του ΚΚΕ εσωτερικού και έπειτα της Ελληνικής Αριστεράς, ΕΑΡ.[23] Η επανέκδοση και των δύο εφημερίδων –η Αυγή κυκλοφορούσε και την περίοδο 1952-67 ως δημοσιογραφικό όργανο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ)[24] και απαγορεύθηκε τη περίοδο της δικτατορίας– ήταν ένα σημαντικό γεγονός που συμβόλιζε την τομή σε σχέση με την περίοδο προ του 1967 ως προς την αντιμετώπιση της Αριστεράς από το επίσημο κράτος. Επίσης, μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων της Αριστεράς δίνεται μια νέα ώθηση στην νοηματοδότηση των γεγονότων της δεκαετίας του 1940, καθώς ακόμη και η εικόνα του «Γερμανού κατακτητή» συμπλέκεται με τις προτεραιότητες της νέας εποχής, που ανέτειλε μετά το 1974.
Ξεκινώντας από τις σελίδες του Ριζοσπάστη, ένα πρώτο γενικό συμπέρασμα είναι η αποφυγή ενός σχήματος γενικής συλλογικής ευθύνης για τα εγκλήματα του κατοχικού παρελθόντος, η οποία συνεχίζεται και κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Πράγματι, τα αφιερωματικά δημοσιεύματα ασκούν δριμεία λεκτική (έως απαξιωτική) επίθεση στον «Γερμανό», αλλά μόνο στο πλαίσιο του ναζιστικού υποκειμένου, ως φορέα δηλαδή και στρατιωτικό βραχίονα του χιτλερικού καθεστώτος κατά τα χρόνια του πολέμου. Μπορεί από τις σελίδες της εφημερίδας να μην απουσιάζουν καυστικά σχόλια για τη στρατηγική του δυτικογερμανικού κράτους (πάντα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου), για τη μερική αποναζιστικοποίηση της μεταπολεμικής εποχής ή την επανεμφάνιση νεοφασιστικών ομάδων στη Δυτική Γερμανία (γεγονός που πάντα αντιπαραβάλλεται στα δεδομένα της Ανατολικής Γερμανίας, όπου τέτοιες πρακτικές καταπολεμήθηκαν σκληρότερα), αλλά αυτό δεν σημαίνει πως παρατηρείται και μια στερεοτυπική αντίληψη που συνδέει αυτόματα το γερμανικό λαό του παρόντος με τις μεθόδους μαζικών αντιποίνων των στρατευμάτων κατοχής. Χαρακτηριστικά, στις 13 Δεκεμβρίου 1977, στο επετειακό αφιέρωμα για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων (1943), οι σελίδες του Ριζοσπάστη αποφαίνονται πως ένοχοι για τη μαζική σφαγή είναι «η ναζιστική θηριωδία και η δολιότητα της Ιντέλιτζενς Σέρβις»[25]. Με το τελευταίο η εφημερίδα υπονοεί πως η καταστροφή των Καλαβρύτων ήταν ένα γεγονός, που ευνόησε τη στρατηγική του Βρετανικού Στρατηγείου, καθώς έτσι αποτράπηκε η επέκταση της επιρροής του ΕΛΑΣ σε μια περιοχή με πλούσια αντιστασιακή παράδοση. Παρόλα αυτά, στο τέλος σημειώνεται πως «τούτο το φονικό μόνο οι εγκληματίες του ναζισμού θα μπορούσαν να συλλάβουν και να εκτελέσουν».[26] Ακολουθώντας μοτίβα της ιστορικής συνέχειας μεταξύ των γεγονότων της κατοχής και του 1821, κυρίως μέσα από το σχήμα που συνδέει τους λαϊκούς αγωνιστές της Επανάστασης με το αντιστασιακό κίνημα του 1941-44, ο Ριζοσπάστης συχνά παραλληλίζει τη βαναυσότητα των στρατευμάτων κατοχής και της ιδεολογίας που αυτά έφεραν με άλλες ιστορικές μορφές που επιβουλεύτηκαν την ελευθερία του ελληνικού λαού. Για παράδειγμα, στην επέτειο της 13ης Δεκεμβρίου 1983, ο Ριζοσπάστης θα θελήσει να αντικρούσει τις άλλοτε κατηγορίες, ότι για την σφαγή ευθυνόταν η δράση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, ΕΑΜ, και του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, ΕΛΑΣ, στην περιοχή:«[…] Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων στάθηκε το αποκορύφωμα του εγκληματικού σχεδίου της χιτλερικής διοικήσεως με στόχο το χτύπημα των εθνικοαπελευθερωτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα του υψηλού αγωνιστικού φρονήματος του λαού της περιοχής, που στις συνθήκες της φασιστικής κατοχής […]συνέχιζε το έργο των Κολοκοτρωναίων και των Νικηταράδων ενάντια στο σύγχρονο Ιμπραήμ, το Χίτλερ και τις ορδές του […]».[27] Έτσι, οι Γερμανοί στρατιώτες του 1941-44 εγγράφονται σε μια αλληλουχία απειλών για την επιβίωση του ελληνικού γένους.
Περαιτέρω, το αίσθημα της χαμένης ευκαιρίας του 1944 συναντάται με την ανάγκη για διαπάλη ενάντια στον «νέο κατακτητή», τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους του, όπως είναι άλλωστε και η ίδια η Δυτική Γερμανία. Αυτό το πνεύμα καταγράφεται στις 12 Οκτωβρίου 1979 στο ημερήσιο φύλλο του Ριζοσπάστη, όπου τα προτάγματα των σύγχρονων αγώνων[28] παρουσιάζονται ως απόδειξη μνήμης και τιμής στους χθεσινούς πεσόντες και πρωταγωνιστές της αντιφασιστικής πάλης της δεκαετίας του 1940: «[…] Τράνταγμα της μνήμης, αναδρομή στο χτες. Αλλά και χρέος για την πορεία. Οφειλή στους συντρόφους, στους συναγωνιστές, που μαζί μας ζήσανε την μεγάλη νύχτα. Και δεν είδανε να προβάλλει το αστέρι της Λευτεριάς […]».[29] Αυτού του είδους η νομιμοποίηση των σύγχρονων προτεραιοτήτων πολιτικής δράσης μέσα από τη μνήμη των κατοχικών γεγονότων θα συνεχιστεί και κατά την 39η επέτειο (1983) της Απελευθέρωσης των Αθηνών, οπότε και ο Ριζοσπάστης θα καλέσει τον λαό της Αθήνας να αγωνιστεί προκειμένου να «[…]μην εγκατασταθούν οι πύραυλοι Πέρσινγκ και Κρουζ στην Ευρώπη, να συμβάλλει μαζί με όλους τους φιλειρηνικούς λαούς στον αφοπλισμό, στη διαφύλαξη της ειρήνης […] για το διώξιμο των αμερικανικών βάσεων από την πόλη και την χώρα μας […] Αυτός ο αγώνας είναι η καλύτερη τιμή για την ιστορική αυτή επέτειο […]».[30] Έτσι, ο εχθρός του χθες (χιτλερικός φασισμός) συναντά τον κίνδυνο μιας νέας πολεμικής ανάφλεξης την περίοδο του νέου Ψυχρού Πολέμου (1980-85) που ακολούθησε τη κατάρρευση του πνεύματος των συμφωνιών του Ελσίνκι (1975). Γενικά, η επέτειος της Απελευθέρωσης είναι ένα γεγονός με μεγάλο συμβολισμό και πολλαπλές αντανακλάσεις στο λόγο και τον Τύπο της Αριστεράς σε όλο το φάσμα της Μεταπολίτευσης, καθώς μέσα στα νέα δεδομένα οι παλαιοί αγώνες και εχθροί λαμβάνουν συχνά καινούργια νοήματα.
Σε παρόμοια μοτίβα κινείται και η Αυγή την ίδια περίοδο. Και εδώ ο λόγος χαρακτηρίζεται από έλλειψη γενικότερης μνησικακίας ή απλουστευτικών γενικεύσεων, που αποδίδουν την ευθύνη συλλήβδην στο γερμανικό πληθυσμό. Μπορεί και εδώ να γίνεται συχνά κριτική για τη «φιλοπόλεμη» κατεύθυνση της δυτικογερμανικής ελίτ, ως το πλέον προκεχωρημένο κέντρο της δυτικής ψυχροπολεμικής στρατηγικής, αλλά γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα σε αυτήν και το λαό της Δυτικής Γερμανίας. Αντιθέτως, η Αυγή ζητάει τακτικά να μείνει ζωντανή η μνήμη για τα εγκλήματα του γερμανικού ναζισμού (τονίζεται πάντα η σύζευξη των δύο), όπως σημειώνει «για τα θύματα της μεγάλης Σφαγής (του Διστόμου) από τους Γερμανούς ναζιστές τον Ιούνιο του 1944».[31] Σε αντίθεση περίπτωση, εάν τα εγκλήματα του φασισμού και του ναζισμού ξεχαστούν ή παραγραφούν, τότε αυτό θα ενθάρρυνε το νεοναζισμό, που τη δεκαετία του 1970 έβρισκε ξανά ερείσματα σε χώρες της Ευρώπης, της Δυτικής Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης.[32]
Ανάλογα κατέγραψε η εφημερίδα και το μνημόσυνο του 1978 για τα θύματα των «χιτλερικών κατακτητών», κατά το οποίο μάλιστα έλαβε χώρα η συγκινητική μεταφορά των οστών των νεκρών από το νεκροταφείο στο Μαυσωλείο της πλατείας του Διστόμου.[33] Περαιτέρω, η αντιστασιακή πράξη των Γλέζου και Σάντα (31 Μαΐου 1941) παρουσιάζεται ως μια εκδίκηση ενάντια στο «σύμβολο εκείνο της ντροπής», πράξη που αποτέλεσε κόλαφο «για τους αήττητους του Χίτλερ», οι οποίοι το αντιμετώπισαν ως μια «βαρύτατη προσβολή».[34] Επίσης, και εδώ παρατηρείται συσχέτιση της επετειακής μνήμης με επίκαιρα ζητήματα και άμεσα πολιτικά προτάγματα. Τέτοια ήταν για παράδειγμα το ζήτημα της επανένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ (1979-80) και φυσικά η αποκατάσταση και επιστροφή των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου Πολέμου (1946-49). Στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1980, η Αυγή σημειώνει πως «η αντιπολίτευση συνδέει το ΟΧΙ με τον αγώνα κατά του ΝΑΤΟ» και πως «η 28η Οκτωβρίου συμβολίζει την αντίσταση του ελληνικού λαού ενάντια σε κάθε εισβολέα […] και επιβουλή κατά της εθνικής μας ανεξαρτησίας».[35]
Κεντρώος και κεντροαριστερός τύπος
Από τη μερίδα του Τύπου που πρόσκειται στο χώρο της Κεντροαριστεράς, σημαντική θέση κατέχει η Ελευθεροτυπία. Η ίδια της η έκδοση (1975) αποτέλεσε ένα σημαντικό εκδοτικό γεγονός της Μεταπολίτευσης, αφού ήταν η πρώτη που η έκδοσή της τοποθετείται μετά το 1974. Όλες οι υπόλοιπες (που ήδη υπήρχαν) είτε είχαν διακόψει τη κυκλοφορία τους λόγω της δικτατορίας και επανεκδόθηκαν μετά τη πτώση της είτε δεν είχαν σταματήσει να εκδίδονται σε όλη τη διάρκειά της. Κατά τη περίοδο ενδιαφέροντος του παρόντος άρθρου, η Ελευθεροτυπία αντιπολιτεύτηκε με δριμύ τρόπο τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (έως το 1980), ενώ παρείχε μια κριτική στήριξη στις αντίστοιχες του Ανδρέα Παπανδρέου (1981-89).
Ιδίως κατά την πρώτη κυβερνητική θητεία, η Ελευθεροτυπία στήριξε ολόπλευρα το νόμο του 1982 «Περί αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης»,[36] καθώς βρισκόταν στο πυρήνα των αιτημάτων ενός χώρου, που η εφημερίδα εξέφραζε. Στην ανάγνωση της Ελευθεροτυπίας, ο νόμος του 1982[37] λειτουργούσε διασταλτικά όχι μόνο ως προς την παγίωση της εθνικής συμφιλίωσης μέσα από την αναγνώριση ενός «υπό σκιά» παρελθόντος, αλλά και ως προς την αυγή ενός νέου διαλόγου με το πάλαι ποτέ «πολεμικό παρελθόν». Σε αυτή την περίπτωση, η αναμόχλευση των πολεμικών συγκρούσεων δεν έρχεται για να δημιουργήσει νέες τριβές με τους απογόνους των χθεσινών κατακτητών, αλλά να επιβεβαιώσει το αντιστασιακό υποκείμενο που μέχρι το 1974 είχε εξοβελιστεί από τη δημόσια σφαίρα. «Με γαλήνη τιμήθηκε κι επίσημα η Εθνική Αντίσταση […] πρώτη φορά μετά την Απελευθέρωση […] η εθνική συμφιλίωση άρχισε σήμερα να γίνεται, πραγματικότητα», αναφέρθηκε στο πρωτοσέλιδο της 29ης Οκτωβρίου 1981, σημειώνοντας παράλληλα τη δήλωση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου «είτε το θέλουμε, είτε όχι, το ΕΑΜ είχε την πιο πλατιά λαϊκή βάση, ήταν το ξεσήκωμα του λαού».[38]
Για την Ελευθεροτυπία, η εστίαση βρίσκεται στην Εθνική Αντίσταση απέναντι στον «κατακτητή», στον «εχθρό» και το «θαύμα» στο οποίο αυτός υποκλίθηκε, και τη φρίκη του φασισμού. Έτσι, η περίοδος αυτή εγγράφεται αρμονικά μέσα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Είναι αυτό, που καταγράφει ο Βασίλης Φίλιας (που είχε πάρει ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος της ΠΕΑΝ και της Ιερής Ταξιαρχίας και αρθρογράφος μετέπειτα της εφημερίδας) στις 28 Οκτωβρίου 1982, ότι για πρώτη φορά μετά τη λήξη του Πολέμου εορτάζεται τόσο η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, όσο και η ίδια η Εθνική Αντίσταση με τη σημασία που της αναλογεί μετά από 4 δεκαετίες σιωπής, που είχε επιβληθεί από τους νικητές του Εμφυλίου.[39]
Η απεικόνιση του «Γερμανού» και του κατακτητή στα επετειακά αφιερώματα έχει αρκετές εκδοχές, αφού η εφημερίδα κάνει εναλλαγές μεταξύ «γερμανικών» και «ναζιστικών στρατευμάτων». Για παράδειγμα, στην επέτειο του 1983 για την Απελευθέρωση της Αθήνας (12 Οκτωβρίου 1983), η εφημερίδα τονίζει τους «ηρωικούς αγώνες της Αθήνας και του Πειραιά κατά των Γερμανών» και το «ξέσκισμα της γερμανικής σημαίας από το Μανώλη Γλέζο και το Λάκη Σάντα».[40] Αντίθετα, στις 12 Δεκεμβρίου 1981, η Ελευθεροτυπία κάνει ειδικά μνεία στο μνημόσυνο για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, της «μεγαλύτερης γενοκτονικής σφαγής […] από τα στίφη των φασιστικών ορδών της χιτλερο-ναζιστικής Κατοχής», απευθύνεται πρόσκληση στους «νεοφασίστες» που είχαν παρακολουθήσει λίγες μέρες νωρίτερα σε «μνημόσυνο μίσους» στην Αθήνα, να μεταβούν στα Καλάβρυτα για να παρακολουθήσουν από κοντά τη φρίκη που προξένησαν τα «ινδάλματά τους».[41] Σε ορισμένες περιπτώσεις ο λόγος γίνεται πολιτικός και στρέφεται με μαεστρία απέναντι στον ΕΔΕΣ, τονίζοντας την «απαγορευμένη Ιστορία της Αντίστασης». Χαρακτηριστικά, σημειώθηκε ότι «οι Γερμανοί ανέπτυξαν όλη τη θαυμαστή επιτελική τους μεθοδικότητα στο παιγνίδι εκείνο που είχε στόχο τον στρατηγό Ζέρβα», […] και ενεργούσαν με παραπλανητική δεξιοτεχνία άγνωστη στους Έλληνες». Τέλος, δεν λείπουν και προσεγγίσεις, που αναφέρουν την επέτειο της Απελευθέρωσης και τη φυγή των Γερμανών ως ένα κρίκο στη διαρκή εξάρτηση της χώρας από τις ξένες Δυνάμεις. Για παράδειγμα, στην επέτειο του 1983 η εφημερίδα κυκλοφόρησε με μια κεντρική γελοιογραφία, που απεικονίζει από τη μία τη γερμανική αεροπορία να εξέρχεται της Αθήνας και από την άλλη την είσοδο των αμερικανικών στρατευμάτων.[42] Τέτοιες προσεγγίσεις ήταν επηρεασμένες από τη θεωρία της εξάρτησης[43] και το ρόλο που διαδραμάτισαν οι ΗΠΑ στη μεταπολεμική πορεία της χώρας από το Δόγμα Τρούμαν (1947) και μετά. Έτσι, ο «Γερμανός» και η εμπειρία της γερμανικής κατοχής αποδραματοποιούνται, αφού παρουσιάζονται ως μέρος ενός κύκλου, που συνεχίζεται, χωρίς να αναφέρονται οι διακριτές τους αντιθέσεις.
Η δεύτερη εφημερίδα του κεντρώου και κεντροαριστερού χώρου, που μελετήθηκε, είναι Το Βήμα. Το Βήμα κατά τη περίοδο 1974-89 κυκλοφορεί σε ημερήσια βάση μέχρι το 1984 και από κει μετά ως κυριακάτικο φύλλο (Το Βήμα της Κυριακής). Η φυσιογνωμία του εκείνη την εποχή τοποθετείται στους θιασώτες της αβασίλευτης δημοκρατίας, σε όσους επιζητούσαν την εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής και των θεσμών, καθώς και στους υποστηρικτές των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων της πρώτης περιόδου των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ (1981-1985). Όσον αφορά το ερευνητικό ερώτημα του άρθρου, η εφημερίδα υιοθετεί μερικά γνωρίσματα, που παρατηρούνται και στην Ελευθεροτυπία: τονίζει την εγκληματική δύναμη του φασισμού και του ναζισμού, που παρέσυρε την Ευρώπη στην καταστροφή, επισημαίνοντας παράλληλα την αξία της ένοπλης Αντίστασης εναντίον των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής και κάνοντας παράλληλα μνεία στις περισσότερες αντιστασιακές οργανώσεις, καθώς και στην ανάγκη επίσημης αναγνώρισης της αντιστασιακής δράσης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ο «εχθρός» του χθες παραμένει ο ίδιος και στο τότε παρόν: είναι η φασιστική ιδεολογία (και όχι ο «Γερμανός» ως άλλος), η οποία στα δεδομένα της Ευρώπης των τελών της δεκαετίας του 1970 παραμένει ενεργή και άκρως επικίνδυνη, ιδίως στην περίπτωση της Ελλάδας που βίωσε τη κυριαρχία «των φασιστών δοσιλόγων που μίαναν επί επτά χρόνια το παγκόσμιο λίκνο της Δημοκρατίας».[44] Με τον τρόπο αυτόν η δικτατορία των Συνταγματαρχών εγγράφεται, σύμφωνα πάντα με την εφημερίδα, σε μια ολόκληρη ευρωπαϊκή νεοφασιστική γενεαλογία). Επίσης, την ιδία περίοδο (1980), που ολοκληρωνόταν η διαπραγμάτευση της επανεισδοχής της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η εφημερίδα έκανε ένα σχολιασμό για τα σαράντα (40) χρόνια της επετείου της 28ης Οκτωβρίου, σχολιάζοντας δεικτικά πως από το «Όχι» του 1940 η Ελλάδα οδηγήθηκε στο «Ναι» προς το ΝΑΤΟ, το οποίο την φέρνει στο «δόκανο της Συμμαχίας».[45]
Η περίπτωση της Καθημερινής
Η εφημερίδα στην οποία εντοπίστηκαν οι λιγότερες αναφορές γύρω από τις ημερομηνίες που εξετάσθηκαν είναι η Καθημερινή. Τον Οκτώβριο του 1974, ένα μήνα πριν τις πρώτες ελεύθερες εκλογές της Μεταπολίτευσης, συνδέει τη λήξη της στρατιωτικής ανωμαλίας με την Απελευθέρωση του 1944, εφόσον αναφέρει, ότι η ημέρα μνήμης της 12ης Οκτωβρίου 1974 συνεπάγεται την «πρώτη μετα-απελευθερωτική επέτειο της Απελευθέρωσης των Αθηνών».[46] Εδώ ο αρθρογράφος ίσως να ήθελε να υποδηλώσει, ότι η χρονική ταύτιση της 30ης επετείου της λήξης της Κατοχής με την πτώση των Συνταγματαρχών σημαίνει την ταυτόχρονη «απελευθέρωση» από τα δεσμά του αυταρχισμού και από τις συνέπειες της «πολεμικής δεκαετίας» του 1940, οπότε και εδώ η παρουσία του «Γερμανού» ως σημείου αναφοράς χρησιμοποιείται για να δηλώσει και να εκφράσει μία εποχή δεινών. Άλλωστε, η Καθημερινή των πρώτων ετών της Μεταπολίτευσης διακρίνεται από μια τάση αναζήτησης των αιτιών, που οδήγησαν στη δικτατορία.[47] Μέσα από μια προσπάθεια ειλικρινούς αναστοχασμού για τις παθογένειες του κράτους της περιόδου 1950-67, οι αρθρογράφοι της εφημερίδας κατέληξαν, πως ένα μεγάλο λάθος που δεν πρέπει να επαναληφθεί είναι η διαρκής αμφισβήτηση των δημοκρατικών αρχών, η παντοδυναμία των συντηρητικών δυνάμεων και η επέκταση ενός αστυνομικού κράτους.[48] Οπότε, πράγματι η επέτειος της Απελευθέρωσης του 1974 δεν λειτουργεί μόνο ως ανάμνηση της ήττας του χθεσινού εχθρού (βλ. Γερμανοί), αλλά και ως ρήξη με τις δυνάμεις και τις παθογένειες που οδήγησαν στην κατάλυση της δημοκρατίας. Για αυτό το λόγο, η εφημερίδα σε όλη τη διάρκεια που αναζητούμε καλεί σε συνεννόηση, «εθνική ενότητα και ομοψυχία» όπως δηλώνει και στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του 1982.[49]
Ακροδεξιά: Ο εσωτερικός εχθρός, σημαντικότερος του εξωτερικού
Ερμηνεύοντας την αρθρογραφία του Ελεύθερου Κόσμου κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης πρέπει να ληφθεί υπόψη το εξής: με την κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, αναδείχθηκε ένας νέος εχθρός για την Ακροδεξιά της «τραυματικής περιόδου» της Μεταπολίτευσης,[50] η Ν.Δ. και κυρίως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο βιβλίο του είχε γράψει ότι οι «υπερδεξιοί» θεώρησαν ότι ο Καραμανλής χάραξε μια φιλελεύθερη πολιτική και περιθωριοποίησε τον καταγγελτικό λόγο κατά του κομμουνισμού,[51] του βασικότερου αντιπάλου της Ακροδεξιάς. Το κόμμα της Ν.Δ. θεωρείται υπεύθυνο για την «διολίσθηση» της χώρας σε αυτήν την κατεύθυνση, που ξεκίνησε με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ από τη Ν.Δ. και στη συνέχεια από το γεγονός ότι επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ να αναλάβει την εξουσία και να αναγνωρίσει την Εθνική Αντίσταση.
Οι δύο αυτοί πόλοι συγκρότησαν το βασικό αφήγημα του Ελεύθερου Κόσμου γύρω από τις Μαύρες Επετείους, που αξιοποιούνται από τη συγκεκριμένη εφημερίδα για να αποδοθεί στο Μεταξά η δόξα για την απώθηση των ιταλικών στρατευμάτων και για τη σθεναρή αντίσταση απέναντι στα γερμανικά,[52] νίκες που οφείλονταν κατά κανόνα στα οχυρωματικά έργα που είχε δρομολογήσει ο δικτάτορας πριν τον πόλεμο.[53] «Οι Γερμανοί αποκόμισαν μίαν οδυνηρή εμπειρία της ελληνικής αντιστάσεως» στα ελληνικά οχυρά […] αφού οι Έλληνες δεν υπολόγισαν την επίθεση της κραταίας Γερμανίας». Ενώ, λοιπόν, τονίζεται η προσφορά του Μεταξά, παράλληλα, αποδίδονται ευθύνες στο ΚΚΕ, το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, για τις ανθρώπινες απώλειες του πολέμου. Στο φύλλο της 6ης Απριλίου του 1975 αναφέρεται ότι οι «σφαγές του Βελουχιώτη» και οι «νάρκες του συμμοριτοπόλεμου» προκάλεσαν «χιλιάδες θύματα»,[54] χωρίς να γίνεται ουδεμία αναφορά στις συνέπειες της γερμανικής εισβολής και της Κατοχής.
Στις επετείους της 28ης Οκτωβρίου διαβάζουμε για τη «χιτλερική επιδρομή» και το δεύτερο ΟΧΙ που είπε η «εθνικόφρων παράταξη». Απώτεροι στόχοι να αναδειχθεί η ανεπάρκεια των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων της εποχής, που κατεργάζονταν σχέδια διαμόρφωσης πολιτικής κυβέρνησης με τις ευλογίες του Χίτλερ, και να μην λησμονηθεί η «μεγάλη κηλίδα της προδοσίας των κομμουνιστών».[55] Είναι χαρακτηριστικό ότι η 28η Οκτωβρίου «όχι τυχαίως συνδέεται με την 29η Αυγούστου», δηλαδή με το Γράμμο και το Βίτσι, όπου νικήθηκε η Αριστερά.[56] Λιτές είναι οι αναφορές στη σφαγή του Διστόμου «από τα χιτλερικά στρατεύματα κατοχής», ωστόσο ξανά δεικτικές για το ρόλο του ΚΚΕ, που και πάλι υποδεικνύεται ως μόνος υπεύθυνος για τα αντίποινα των κατακτητών λόγω «μιας ασκόπου στρατιωτικής ενεργείας».[57] Με αυτό τον τρόπο αναπαράγεται πανομοιότυπα το αφήγημα των προδικτατορικών χρόνων περί ευθυνών του ΚΚΕ[58] στο πλαίσιο του ακραιφνούς αντικομμουνισμού που συνεχίζει να χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο χώρο κατά την αναφερόμενη περίοδο,[59] αναδεικνύοντας αυτήν ως τη μόνη διαφοροποίησή του από τις υπόλοιπες εφημερίδες. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι για όλο το διάστημα που μελετήθηκε ο όρος «συμμοριτοπόλεμος» χρησιμοποιείται μόνο στον ακροδεξιό Τύπο, που εναντιώνεται σταθερά στο κλίμα συμφιλίωσης που επικρατούσε[60].
Συγκεφαλαιωτικά, μπορούμε να πούμε ότι η εικόνα του Γερμανού στον ελληνικό Τύπο καθορίζεται με άξονα τη σαφή διαφοροποίηση ανάμεσα στο ναζιστικό καθεστώς του Γ’ Ράιχ και τη δημοκρατική ΟΔΓ. Ο Τύπος που αποδελτιώθηκε ακολουθεί το πολιτικό κλίμα της εποχής, στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται η ευρωπαϊκή ενοποίηση[61] και η διατήρηση στενών δεσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Δυτική Γερμανία είχε προσφέρει διπλωματική στήριξη στην Ελλάδα, ενώ στη διάρκεια της δικτατορίας λειτούργησε ως καταφύγιο και τόπος δράσης για αντιχουντικούς πολίτες.[62] Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το εσωτερικό διακύβευμα για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης διαμόρφωσαν τη δημόσια εικόνα του Γερμανού στις εφημερίδες που μελετήθηκαν.
- Ο όρος «Μαύρες επέτειοι» και ο προσδιορισμός τους υποδείχθηκε από τον Ομότιμο Καθηγητή Ιστορίας του ΕΚΠΑ, Χάγκεν Φλάισερ, στη μεταπτυχιακή εργασία εξαμήνου που εκπονήθηκε από τον γράφοντα κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών του σπουδών στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών στο πλαίσιο του σεμιναρίου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται…»: Γερμανο-ελληνικές σχέσεις στον 20ό-21ο αιώνα. Ιστορικές πραγματικότητες και στερεοτυπικές εικόνες», και αποτέλεσε και τη βάση του παρόντος άρθρου: Σπυρίδων Εμμανουήλ Λυγκούρης, «Η αποτύπωση της ‘εικόνας’ του Γερμανού μέσα από τον ελληνικό πολιτικό Τύπο: Η περίπτωση των ‘Μαύρων Επετείων’», ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2015. ↑
- Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, μετάφρ. Βασίλης Καπετάνγιαννης, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2010, σ. 447. ↑
- Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974). Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, μετάφρ. Βενετία Σταυροπούλου, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1983, σ. 21. ↑
- Χάρης Δ. Ραϊτσίνης, Ρωγμές στον γύψο. Παράνομος Τύπος, Λογοκρισία και Προπαγάνδα στην Ελλάδα των Συνταγματαρχών, 1967-1974, Εκδόσεις Redmarks, Αθήνα 2017, σ. 293. ↑
- Για μια ανθρωπολογική μελέτη συγκρότησης της «εικόνας του άλλου» βλ. Marc Augé, Le sens des Autres: Auctualité de l’anthropologie, Εκδόσεις Fayard, Παρίσι 1994. Επίσης, η Έφη Αβδελά έχει ασχοληθεί με μια κοινωνιολογική θεώρηση συγκρότησης των ταυτοτήτων, αλλά και των ετεροτήτων, βλ. Έφη Αβδελά, «Ετερότητα και ταυτότητα: ιστοριογραφικές προσεγγίσεις», Σύγχρονα Θέματα, 54 (Ιανουάριος – Μάρτιος 1995), 17-20. ↑
- Για τη μνήμη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην μεταπολεμική Ελλάδα βλ. Χάγκεν Φλάισερ, Οι Πόλεμοι της μνήμης, ο Β‘ Παγκόσμιος πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2009. ↑
- Louise Phillips, Marianne W. Jorgensen, Ανάλυση λόγου. Θεωρία και Μέθοδος, μετάφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2009, σ. 18. ↑
- Για μια επισκόπηση των ελληνογερμανικών σχέσεων μεταπολεμικά, βλ. Χρήστος Τσάκας, Με το βλέμμα στην Ευρώπη. Οι ελληνογερμανικές σχέσεις μετά τον πόλεμο (1953-1981), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2023. ↑
- Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο διασώζει ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ, ο οποίος αναφέρει, ότι σύμφωνα με μετρήσεις που έγιναν λίγα μόλις χρόνια μετά την λήψη του πολέμου οι Έλληνες ως λαός διαθέτουν τις λιγότερες προκαταλήψεις απέναντι στην Γερμανία, βλ. Χάγκεν Φλάισερ, «Γερμανο-ελληνικές σχέσεις στη σκιά του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου», Ευάγγελος Χρυσός – Wolfgang Schultheiss (επιμ.), Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2010, σ. 218. ↑
- Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Στα σύνορα των κόσμων: η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1952-1967, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008. ↑
- Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Βόννη να ασκήσει πιέσεις στις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1956-63), ώστε να παύσουν οι διώξεις Γερμανών εγκληματιών πολέμου από την ελληνική δικαιοσύνη, όπως και τελικά έγινε με το νομοθετικό διάταγμα του 1959, βλ. Katerina Kralova, Στη σκιά της Κατοχής: Oι ελληνογερμανικές σχέσεις την περίοδο 1940-2010, μετάφρ. Κώστας Τσίβος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013, σ. 238. ↑
- Δημήτρης Αποστολόπουλος, «Οι οικονομικές σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», Ευάγγελος Χρυσός – Wolfang Schultheiss (επιμ.), Ορόσημα ελληνο-γερμανικών σχέσεων, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2010, σσ. 277-291. ↑
- Δημήτρης Αποστολόπουλος, «Η πορεία από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία: η οπτική των δυτικογερμανικών κυβερνήσεων», στο Μανώλης Βασιλάκης (επιμ.), Από τον Ανένδοτο στη Δικτατορία, Ίδρυμα Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης, Αθήνα 2009, σσ. 245-258. ↑
- Βάιος Καλογρηάς, «Τα γερμανικά κόμματα και η ελληνική μεταπολίτευση: Οι σχέσεις της SPD και της CDU με το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία (1974-1981)», Νίκος Μαραντζίδης-Ιάκωβος Μιχαηλίδης-Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος. Επεκτείνοντας τις ερμηνείες, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2018, σσ. 231-244. ↑
- Κωνσταντίνα Μπότσιου, «Ο ρόλος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στις σχέσεις της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ και τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες κατά την περίοδο 1974-1981», Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης και Μίλτος Πεχλιβάνος (επιμ.), Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων, στο https://comdeg.eu/el/compendium/essay/105697/ [ημερομηνία ανάκτησης: 25 Οκτωβρίου 2021]. ↑
- Στράτος Ν. Δορδανάς – Νίκος Παπαναστασίου (επιμ.), Ο «μακρύς» ελληνογερμανικός αιώνας. Οι μαύρες σκιές στην ιστορία των διμερών σχέσεων, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2018, σσ. 32-34. ↑
- Ανδρέας Στεργίου, «Ο ανταγωνισμός των δύο Γερμανιών και η Ελλάδα, 1949-1990», Στράτος Ν. Δορδανάς.- Νίκος Παπαναστασίου (επιμ.), Ο «μακρύς» ελληνογερμανικός αιώνας. Οι μαύρες σκιές στην ιστορία των διμερών σχέσεων, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2018, σσ. 367-386. ↑
- Αιμιλία Ροφούζου, Οι πολιτιστικές και επιστημονικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (1949-1989), Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2010, σσ. 284-288. ↑
- Στο ίδιο, σσ. 284-288. ↑
- Ηλίας Νικολακόπουλος, «Τα διλήμματα της Μεταπολίτευσης: μεταξύ συνέχειας και ρήξης», Βαγγέλης Καραμανωλάκης-Ηλίας Νικολακόπουλος-Τάσος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η Μεταπολίτευση 1974-75: στιγμές μιας μετάβασης, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2016, σσ. 36-37. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ελληνικός φιλελευθερισμός: το ριζοσπαστικό ρεύμα (1932-1979), Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2010, σ. 499. ↑
- Για την παρουσία των πολιτικών προσφύγων στην Ανατολική Ευρώπη έχουν γραφτεί μια σειρά από ενδιαφέρουσες μελέτες. Μερικές χαρακτηριστικές από αυτές: Κατερίνα Τσέκου, Προσωρινώς διαμένοντες…, Έλληνες Πολιτικοί Πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας (1948-1982), Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Επίκεντρο 2010. Σταύρος Γ. Ντάγιος, Έλληνες πρόσφυγες στην Αλβανία, 1945-1990, Εκδόσεις Literatus, Θεσσαλονίκη 2017. Katerina Kralova – Κώστας Τσίβος (επιμ.), Στέγνωσαν τα δάκρυά μας. Έλληνες πρόσφυγες στην Τσεχοσλοβακία, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012. Γαβρίλης Λαμπάτος, Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη (1949-1957), Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2001. Απόστολος Πατελάκης, Ο εμφύλιος πόλεμος και οι πολιτικοί πρόσφυγες στη Ρουμανία, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2019. ↑
- Για παράδειγμα, η κυκλοφορία του Ριζοσπάστη κατά το πρώτο χρόνο της Μεταπολίτευσης και φαίνεται πως προσέγγισε τον αριθμό των 22.000 φύλλων σε ημερήσια βάση. Βλ. Δημήτρης Ψυχογιός, Τα έντυπα μέσα επικοινωνίας. Από τον πηλό στο δίκτυο, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σσ. 493-496. Είναι βέβαιο πως η επιρροή του εντύπου ήταν μεγαλύτερη της καταγεγραμμένης κυκλοφορίας του, έστω και αν αυτό δεν εκφράστηκε άμεσα με αποτύπωση στις εκλογικές αναμετρήσεις. Επίσης, δηλωτική είναι η παρουσία του περιοδικού Αντί, το οποίο επανεκδόθηκε το Σεπτέμβριο του 1974 από τον Χρήστο Παπουτσάκη, προκειμένου να εκφράσει τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Ως ένας χώρος διαλόγου και κριτικής των διάφορων εκφάνσεων της Αριστεράς και της κουλτούρας της, το Αντί κατάφερε από πολύ νωρίς να δημιουργήσει ένα νεανικό και δυναμικό κοινό και να καταστεί ένα εκδοτικό σημείο κατατεθέν του ριζοσπαστισμού της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου. Έτσι, μεταξύ 1974 και 1975 η κυκλοφορία του Αντί ανερχόταν στα 7.500 και 8.000 αντίτυπα, βλ. Κώστας Καραβίδας, «Ένα έντυπο καθρέφτης της Μεταπολίτευσης: τoAντί στη συγκυρία της μετάβασης (1974-75)», Βαγγέλης Καραμανωλάκης – Ηλίας Νικολακόπουλος – Τάσος Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η Μεταπολίτευση 1974-75: στιγμές μιας μετάβασης, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2016, σσ. 230-231. ↑
- Καθημερινή, 23 Απριλίου 1987, σ. 1. ↑
- Για την ΕΔΑ, τις σχέσεις της με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος και τις βασικές πολιτικές της κατευθύνσεις κατά τη περίοδο 1950-67 βλ. Ιωάννα Παπαθανασίου, «ΕΔΑ το μαζικό κόμμα της προδικτατορικής Αριστεράς», Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο 1945-1967, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1994, σσ. 681-698. Τάσος Τρίκκας, ΕΔΑ: το νέο πρόσωπο της Αριστεράς, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2009. Μιχάλης Π. Λυμπεράτος, Από το ΕΑΜ στην ΕΔΑ. Η ραγδαία ανασυγκρότηση της ελληνικής Αριστεράς και οι μετεμφυλιακές πολιτικές αναγκαιότητες, Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2011. Κατερίνα Λαμπρινού, ΕΔΑ, 1956-1967. Πολιτική και ιδεολογία, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2017. ↑
- Ριζοσπάστης, 13 Δεκεμβρίου 1977. Διευκρινίζεται ότι λόγω του όγκου των αποσπασμάτων των εφημερίδων, αυτά καταγράφονται σε εισαγωγικά («») και με πλάγια γραφή για να διαχωρίζονται από τις υπόλοιπες έννοιες που έχουν τεθεί μόνο σε «». ↑
- Ριζοσπάστης, 13 Δεκεμβρίου 1977. ↑
- Ριζοσπάστης, 13 Δεκεμβρίου 1983. ↑
- «[…] Ο αγώνας για την απαλλαγή της χώρας από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση συνεχίζεται και σήμερα με νέες συνθήκες. Οι κομμουνιστές, όπως και τότε, έτσι και τώρα μαζί με όλους τους εργαζόμενους της Αθήνας θα συνεχίσουν και θα δυναμώσουν την πάλη για την απαλλαγή της Ελλάδας από την αμερικανοκρατία και το ΝΑΤΟ, από κάθε μορφή ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. […] Ενάντια στην πολιτική του ατλαντισμού, της μονόπλευρης λιτότητας και του αυταρχισμού της κυβέρνησης της «Νέας Δημοκρατίας» […]», βλ. Ριζοσπάστης, 12 Οκτωβρίου 1979. ↑
- Στο ίδιο, 12 Οκτωβρίου 1979. ↑
- Στο ίδιο, 12 Οκτωβρίου 1983. ↑
- Αυγή, 13 Ιουνίου 1979. ↑
- Στο ίδιο,13 Ιουνίου 1979. ↑
- Στο ίδιο, 13 Ιουνίου 1978. ↑
- Στο ίδιο, 13 Μαΐου 1978. ↑
- Στο ίδιο, 28 Οκτωβρίου 1980. ↑
- Για τα ζητήματα μνήμης και αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης, βλ. Μάγδα Φυτιλή – Μάνος Αυγερίδης – Ελένη Κούκη (επιμ.), Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης. Πρακτικές αναγνώρισης και αποκλεισμού (1944-2006), Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2022. ↑
- Βαγγέλης Τζούκας, «Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης», Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Το Πέρασμα, Αθήνα 2010. ↑
- Ελευθεροτυπία, 29 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Στο ίδιο, 28 Οκτωβρίου 1982. ↑
- Στο ίδιο, 13 Οκτωβρίου 1983. ↑
- Στο ίδιο, 12 Δεκεμβρίου 1981. ↑
- Στο ίδιο, 13 Οκτωβρίου 1983. ↑
- Για τα ζητήματα οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης της Ελλάδας από τις ΗΠΑ εκείνη την εποχή σημαντική συμβολή αποτελεί η μελέτη του Θεόδωρου Κουλουμπή, Προβλήματα ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Πώς αντιμετωπίζεται η εξάρτηση, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1978. ↑
- Το Βήμα, 28 Οκτωβρίου 1980. ↑
- Στο ίδιο, 26 Οκτωβρίου 1980. ↑
- Καθημερινή, 12 Οκτωβρίου 1974. ↑
- Ιάσων Ζαρίκος, Η εφημερίδα Καθημερινή στη μεταπολίτευση: ιστορική και συγκριτική μελέτη του Ελληνικού Φιλελευθερισμού, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Σχολή Διεθνών Σπουδών Επικοινωνίας και Πολιτισμού, Τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών, Αθήνα 2020, σσ. 50-51. ↑
- Στο ίδιο, 50-51. ↑
- Καθημερινή, 28 Οκτωβρίου 1982. ↑
- Βασιλική Γεωργιάδου, Η Άκρα Δεξιά στην Ελλάδα, 1965-2018, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2019, σ. 61. ↑
- Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ο άγνωστος Καραμανλής, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1989, σ. 137. ↑
- Ελεύθερος Κόσμος,27 και 28 Οκτωβρίου 1974, 6 Απριλίου 1975. ↑
- Στο ίδιο, 6 Απριλίου 1975, και 6 Απριλίου 1981. ↑
- Στο ίδιο, 6 Απριλίου 1975. ↑
- Στο ίδιο, 27 Οκτωβρίου 1974 και 28 Οκτωβρίου 1975. ↑
- Στο ίδιο, 28 Οκτωβρίου 1981. ↑
- Στο ίδιο, 11 Ιουνίου 1981. ↑
- Ελληνικό Αίμα, 11 Ιουνίου 1946. ↑
- Με μικρότερη συχνότητα αναφέρεται στις Μαύρες επετείους και ο Ελληνικός Κόσμος, το όργανο της ΕΠΕΝ. Με εξαίρεση τις αναφορές στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, η εφημερίδα αναλώνεται στο βασικό της αίτημα, δηλαδή την απελευθέρωση των πρωταίτιων του Απριλιανού πραξικοπήματος. Ελεύθερος Κόσμος, 26 Οκτωβρίου 1986 και 28 Οκτωβρίου του 1988 και 1989. ↑
- Ο όρος «συμμοριτοπόλεμος» ή «κομμουνιστοσυμμορίτες» αναπαράγεται ακόμη και σήμερα από τον ακροδεξιό Τύπο, βλ. ενδεικτικά, Χρυσή Αυγή, Τετάρτη 23 Ιανουαρίου και 4 Δεκεμβρίου 2013, 10 Ιουνίου 2015. ↑
- Τσάκας, ό.π., σ. 17. ↑
- Γιώργος Κ. Βουκελάτος, Κβελλενστράσε 2. Γερμανία 1960-1974. Αγώνες και Παρασκήνια, Εκδόσεις Libro, Αθήνα 2003. ↑