Μια κοινωνική και πολιτική ιστορία της Κατοχής

Ελένη Πασχαλούδη

Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Οι δωσίλογοι. Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2024, σελ. 417

Πρόκειται για το τρίτο κατά σειρά βιβλίο του συγγραφέα ο οποίος μας δίνει πλέον σε ένα έργο ωριμότητας μια ιστορία (κοινωνική και πολιτική) της Κατοχής. Στα πρώτα δύο του βιβλία Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα (2012) και Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας (2014) καταπιάστηκε επίσης με θέματα της περιόδου 1941-1944 με στόχο πάντα να αναδείξει τις λιγότερο γνωστές και ελάχιστα συζητημένες εκδοχές της. Η Κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα και η αντιστασιακή δράση του πληθυσμού της πρωτεύουσας εναντίον των κατακτητών, τα Δεκεμβριανά και τώρα η μελέτη του δωσιλογισμού συνθέτουν μια ακριβή, λεπτομερειακή και κυρίως τεκμηριωμένη αφήγηση για την περίοδο 1941-1944 στον νομό Αττικής.

Ο δωσιλογισμός, η ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία των Ελλήνων με τις δυνάμεις Κατοχής, είναι ίσως από τις τελευταίες σκοτεινές πλευρές της δεκαετίας του 1940. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η έρευνα για την Κατοχή, την Αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο έχει προχωρήσει πολύ, γεγονός που μας έδωσε μια αρκετά καλή εικόνα για τα γεγονότα, τα αίτια, τις συνέπειες, τις υλικές καταστροφές, τις μάχες σε τοπικό και σε εθνικό επίπεδο. Υπάρχουν όμως ακόμη, παρά τον πληθωρισμό των μελετών ορισμένα σημεία τόσο αρνητικά που παραμένουν δύσκολα τόσο για την ακαδημαϊκή όσο και για τη δημόσια ιστορία.

Η συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής είναι ένα από αυτά και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί ζήτημα ταμπού, κυρίως λόγω της άρνησης του ελληνικού κράτους να αναμετρηθεί με αυτό το δύσκολο και διχαστικό παρελθόν. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι πολλοί. Καταρχάς είναι πολύ δύσκολο για μια κοινωνία να μνημονεύει αρνητικής σημασίας ή τραυματικά ιστορικά γεγονότα. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα η επίκληση γεγονότων των οποίων η υπενθύμιση θα συνοδευόταν από ενοχές ή ντροπή ήταν κάτι εντελώς αδιανόητο. Το αρνητικό παρελθόν μιας κοινωνίας ή μιας χώρας συνήθως περνούσε στη σιωπή ή χρησιμοποιούνταν ως όπλο στη ρητορική των αντιπάλων. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, όμως, τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν αρκετά, καθώς άρχισαν στον πολιτικό λόγο, επίσημο και ανεπίσημο, να χρησιμοποιούνται αρνητικές στιγμές από το παρελθόν, όπως η δουλεία και ο πόλεμος του Βιετνάμ στις ΗΠΑ ή το Ολοκαύτωμα στη Γερμανία.[1]

Είναι πιο σύνηθες το αρνητικό, διαιρετικό παρελθόν, ακόμη και όταν μνημονεύεται ως παράδειγμα προς αποφυγή, να τροποποιείται, ώστε οι ευθύνες που προκύπτουν από αυτό να βαραίνουν τους άλλους, τους ξένους, τους εχθρούς. Παρ’ όλα αυτά, όπου τέτοιου είδους γεγονότα είναι απαραίτητο να μνημονευθούν διευθετούνται. Οι ευθύνες μετακυλίονται πάντα στους εχθρούς, ενώ το έθνος, η ομάδα ή ο λαός, απαλλάσσονται μέσα από μια λογική θυματοποίησης. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα της μεταπολεμικής Αυστρίας, στην οποία καλλιεργήθηκε από πολύ νωρίς ο μύθος, ότι η χώρα υπήρξε το πρώτο θύμα του ναζισμού, προκειμένου να αποσιωπηθεί η θετική προδιάθεση των αυστριακών απέναντι στη ναζιστική Γερμανία.[2] Έτσι, η συνοχή του εθνικού σώματος διατηρείται, οι εχθροί ορίζονται και περιορίζονται εκτός του εθνικού σώματος και, καθώς η κριτική αποτίμηση αποφεύγεται, η κοινωνία δεν χρειάζεται να έρθει αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις της. Σε αυτό το πλαίσιο, παράδειγμα προς αποφυγή αναδεικνύεται συνήθως η διάσπαση της ενότητας του έθνους και η ολιγωρία του, που πάντοτε υπηρετεί τα συμφέροντα του εξωτερικού εχθρού.

Στην περίπτωση του δωσιλογισμού όμως τα πράγματα ήταν ακόμη πιο σύνθετα, καθώς το κράτος των εθνικοφρόνων επέλεξε να ενσωματώσει τους δωσίλογους στον εθνικό κορμό. Με αφετηρία τα Δεκεμβριανά και δικαιολογία τον αντικομουνισμό και τον κίνδυνο που διέτρεχε η πατρίδα από την κομμουνιστική απειλή οι συνεργάτες των Γερμανών δεν τιμωρήθηκαν ποτέ ουσιαστικά. Η ελληνική δικαιοσύνη επέδειξε χαρακτηριστική ολιγωρία και ανοχή. Στις δίκες που διεξήχθησαν στο πολιτικό περιβάλλον του εμφυλίου πολέμου η ελληνική πολιτεία επέλεξε να δει το αντικομουνιστικό σκέλος της δράσης των κρατούμενων και όχι αυτό της συνεργασίας με τους κατακτητές. Ήταν η στιγμή που οι εθνικόφρονες έψαχναν μεμονωμένα άτομα αλλά και ομάδες που είχαν επιδείξει αντικομουνιστική δράση προκειμένου να ισχυροποιήσουν το καθεστώς αποκλεισμού όσων είχαν συνδεθεί με την Αριστερά, από το εθνικό σώμα. Στα δύο μεγαλύτερα Ειδικά Δικαστήρια της χώρας όπως επισημαίνει ο συγγραφέας τιμωρήθηκε λιγότερο από το 2% όσων μηνύθηκαν και αυτό με ελαφριές ποινές (σσ. 24-25).

Μέχρι σήμερα και παρά τις προσπάθειες που έγιναν να συζητηθεί η δεκαετία του 1940 και με αυτό τον τρόπο να διευθετηθούν τα προβλήματα που συνδέονται με την μνημόνευσή της τόσο σε πολιτικό όσο και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, η διάσταση της συνεργασίας με τους κατακτητές αποσιωπάται. Στη δημόσια σφαίρα δεν υπάρχουν μνημεία εθνικά ή τοπικά που να συνδέονται με τον δωσιλογισμό έστω και με αρνητικό τρόπο, ούτε βέβαια το γεγονός αναφέρεται στο πλαίσιο των επετείων και των εορτασμών. Ακόμη και, όταν μνημονεύεται η Αντίσταση, οι αναφορές αποφεύγονται. Άλλωστε ήδη από τη δεκαετία του 1980 από το νόμο για την αναγνώριση η πολιτεία και η κοινωνία βολεύονται στο αφήγημα του λαού που αντιστάθηκε σύσσωμος στους κατακτητές.

Τον Αύγουστο του 1982, ο νόμος για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944 ενέταξε την Αντίσταση στο εθνικό εορτολόγιο. «Για την έμπρακτη απόδοση της οφειλόμενης από το έθνος τιμής στους πολεμιστές, στους αγωνιστές, τους νεκρούς και τα θύματα του ιερού Εθνικού Αγώνα» καθιερώθηκε, όπως αναφέρεται στο κείμενο «ετήσιος Πανελλαδικός εορτασμός της Εθνικής Αντίστασης η Επέτειος της Μάχης του Γοργοποτάμου».[3] Η εαμική αντιστασιακή δράση αναγνωρίστηκε ως εθνική, οι αγωνιστές αποκαταστάθηκαν ηθικά και υλικά, ο Εμφύλιος καταδικάστηκε ως ανθρωποσφαγή και η Αριστερά επιτέλους έβλεπε τον ιστορικό της ρόλο να εγγράφεται στην επίσημη μνήμη. Την ημέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου ο Ανδρέας Παπανδρέου τόνισε ότι «κύριος στόχος του νομοσχεδίου είναι η εθνική ενότητα […]. Μπορούμε να ξαναδώσουμε στο λαό μας την εθνική μνήμη και αυτή νομίζω είναι η μεγαλύτερη προσφορά. Αυτήν τη μνήμη που είναι απαραίτητη τόσο για την αυτογνωσία του λαού μας όσο και για την ενότητα του έθνους μας».[4] Αυτή η καινούργια εκδοχή της εθνικής μνήμης αφορούσε όλους τους Έλληνες από όλες τις παρατάξεις. Οι σκοτεινές στιγμές αυτού του παρελθόντος που δεν ήταν μόνο αντιστασιακό, αφέθηκαν στο περιθώριο προκειμένου να μην υπονομεύσουν το πανηγυρικό κλίμα της εθνικής ενότητας.

Αυτή η πολιτική επιλογή της λήθης μπορεί να εξυπηρέτησε βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες και να αποδείχτηκε ίσως και συμφέρουσα κατά καιρούς. Ωστόσο, δημιούργησε μακροπρόθεσμα αρκετά και μεγάλα προβλήματα. Δύο από αυτά τα οποία σχετίζονται με το βιβλίο σχολιάζονται στη συνέχεια. Πρώτο θέμα και πολύ σοβαρό είναι η καταστροφή των πηγών είτε από ολιγωρία είτε από σκοπιμότητα. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας μαζί με την έλλειψη αρχειακής κουλτούρας που χαρακτηρίζει το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα προστίθεται και πολλές φορές η καταστροφή σχετικών αρχείων για να χαθούν τα ίχνη του δωσιλογισμού, ενώ η πρόσβαση σε αυτά που έχουν σωθεί δεν είναι απρόσκοπτη. Αρκετές δεκαετίας μετά την Απελευθέρωση η απαγόρευση στην πρόσβαση στα αρχεία των κρατικών υπηρεσιών (Σώματα Ασφαλείας, δήμοι, κοινότητες κ.λπ.), που σχετίζονται με το θέμα της συνεργασίας, δείχνουν όχι μόνο την αδυναμία του ελληνικού κράτους να έρθει αντιμέτωπο με αυτό το παρελθόν, αλλά και την προσπάθεια των κρατικών φορέων να το αποκρύψουν. Έτσι η ιστορική έρευνα δυσχεραίνεται μέχρι και σήμερα γι’ αυτό και τα βιβλία για το θέμα του δωσιλογισμού είναι ελάχιστα. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι του ανά χείρας βιβλίου προηγούνται χρονικά μελέτες που πραγματικά άνοιξαν το πεδίο της συζήτησης για τη συνεργασία στη χώρα μας: Το βιβλίο του Δ. Κουσουρή για τις δίκες των δωσίλογων,[5]ο συλλογικός τόμος που προέκυψε από το συνέδριο του Δικτύου Μελέτης Εμφυλίων Πολέμων με το ίδιο θέμα[6], και το βιβλίο του Στράτου Δορδανά για τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας στη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία[7].

Μια άλλη πολύ σημαντική συνέπεια αυτής της συστηματικής αποσιώπησης είναι η έλλειψη γνώσης και πληροφοριών για το θέμα. Ενώ τα τελευταία χρόνια η συζήτηση για τη δεκαετία του 1940 είναι στην ακαδημαϊκή επικαιρότητα με πολλές μελέτες, μονογραφίες και ερευνητικά προγράμματα το γεγονός ότι το θέμα της συνεργασίας παραμένει ταμπού συσκοτίζοντας την εικόνα μας για τα χρόνια της Κατοχής αλλά και του εμφυλίου πολέμου. Σε αυτό τον τομέα η προσφορά του Χαραλαμπίδη είναι ανεκτίμητη. Στα έξι συνολικά κεφάλαια του βιβλίου αγγίζει επιμέρους θέματα και πτυχές της συνεργασίας τα οποία εμπλουτίζουν τη γνώση για ένα από τα πιο δύσκολα θέματα του πρόσφατου παρελθόντος. Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύεται το θέμα της πολιτικής συνεργασίας. Παρουσιάζονται αναλυτικά τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου και Ράλλη. Στο δεύτερο ο συγγραφέας καταπιάνεται με τα οικονομικά και με τον τρόπο με τον οποίο ιδιώτες και επιχειρήσεις μικρές ή μεγαλύτερες επωφελήθηκαν ή πλούτισαν από τη συνεργασία τους με τις δυνάμεις Κατοχής. Το τρίτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στη στρατιωτική συνεργασία και πιο συγκεκριμένα εστιάζει σε περιπτώσεις Ελλήνων πολιτών που εργάστηκαν απευθείας στις αρχές Κατοχής. Κάποιοι από τους Έλληνες που εντάχθηκαν στα Ες Ες ή στη Βέρμαχτ φορούσαν γερμανική στολή και είχαν γερμανικές ταυτότητες. Συνεργάζονταν δε πλήρως με τα σώματα αυτά για την καταστολή οποιασδήποτε αντιστασιακής δραστηριότητας του πληθυσμού. Το τέταρτο κεφάλαιο αναφέρεται στη δράση των Ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας, κυρίως της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής με αιχμή του δόρατος την Ειδική Ασφάλεια που συνέχισαν την αντικομουνιστική τους δράση και υπό γερμανική διοίκηση. Το πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στη δράση των Ταγμάτων Ασφάλειας τα οποία συγκροτήθηκαν από την κυβέρνησης του Ιωάννη Ράλλη και το έκτο και τελευταίο στα «μπλόκα».

Ένα από τα πρώτα πράγματα με τα οποία εντυπωσιάζεται ο αναγνώστης είναι οι αριθμοί. Ο αριθμός των ατόμων που ενεπλάκησαν σε διάφορες μορφές συνεργασίας είναι πολύ μεγάλος. Οι μηνύσεις που υποβλήθηκαν σε Αθήνα και Πειραιά αφορούσαν τη δράση περισσότερων από 20.000 ατόμων, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας (σ. 24). Πρέπει να συνυπολογίσουμε σε αυτό το νούμερο το γεγονός ότι αρκετοί ήταν εκείνοι που, ενώ είχαν έννομο συμφέρον, δεν προχωρούσαν σε μηνύσεις, λόγω του επικίνδυνου πολιτικού κλίματος της εποχής. Άρα οι συνεργάτες πρέπει να ήταν περισσότεροι. Βέβαια, δεν βαρύνονται όλοι με τις ίδιες κατηγορίες ούτε με την ίδια εγκληματική δράση. Ωστόσο, η στάση της ελληνικής πολιτείας μετά το τέλος του πολέμου ήταν αναντίστοιχη της δράσης τους. Ελάχιστοι από αυτούς τιμωρήθηκαν και μάλιστα με ποινές πολύ ελαφριές. Οι συντριπτική πλειοψηφία τους εντάχθηκε στον κρατικό μηχανισμό όπου τα αντικομουνιστικά τους διαπιστευτήρια αποτελούσαν επαρκή κάλυψη για το ένοχο παρελθόν τους.

Σοκαριστική είναι και η χρήση των βασανιστηρίων από μέρους των Ελλήνων συνεργατών των Γερμανών που όπως προκύπτει από τις ιατροδικαστικές εκθέσεις που έχει στη διάθεσή του ο συγγραφέας ήταν παράλογη και απάνθρωπη και πολύ συχνά οδηγούσε στο θάνατο τους κρατούμενους την ημέρα της σύλληψής τους ή την επόμενη. Όπως αναφέρει ο Χαραλαμπίδης προκαλεί εντύπωση ο εξαιρετικά σύντομος χρόνος που μεσολαβούσε μεταξύ σύλληψης και θανάτου. Σε αντίθεση με τους Γερμανούς οι οποίοι βασάνιζαν τους κρατούμενους για πολλές ημέρες ή και εβδομάδες προκειμένου να αποσπάσουν πληροφορίες, οι άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν τα βασανιστήρια «ως σαδιστικό τελετουργικό θανάτωσης» (σ. 246).

Οι συνεργάτες των Γερμανών εργάστηκαν μέχρι το τέλος κυριολεκτικά της Κατοχής προκειμένου να εξασφαλίσουν νίκη εναντίον των εαμικών οργανώσεων, εργατικά χέρια για τα γερμανικά στρατόπεδα, αλλά και όσο προχωρούσε ο καιρός αναίμακτη εκκένωση της Αττικής από τα στρατεύματα Κατοχής. Προσφιλές μέσο για την επίτευξη των τριών αυτών επιδιώξεων έγιναν προς το τέλος της Κατοχής τα «μπλόκα» των συνοικιών. Καλογρέζα, Ταμπούρια, Δουργούτι, Δάφνη, Άνω Νέα Σμύρνη και Κοκκινιά πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και μοναδική περίπτωση αποτελεί το «μπλόκο» των νοσοκομείων.

Το Νοέμβριο του 1943 με στόχο να καμφθεί το αντιστασιακό κίνημα των αναπήρων του αλβανικού μετώπου. Έγινε στις Νοεμβρίου 1943 και είχε πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα γιατί η διεκπεραίωσή του δεν συμπεριλάμβανε την κύκλωση χώρων κατοικίας αλλά νοσοκομειακών κτιρίων. Αυτό επέτρεψε στους άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας (για τους οποίους υπήρξε η πρώτη μεγάλη επιχείρηση) να μείνουν αόρατοι από τον υπόλοιπο πληθυσμό σε αντίθεση με άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις.

Τέλος, με την έρευνά του ο Χαραλαμπίδης συμβάλλει πολύ ουσιαστικά και στη συζήτηση για την οικονομική συνεργασία που είναι ίσως πιο ήπια από την ένοπλη και λιγότερη εντυπωσιακή, αλλά έχει τις πιο σοβαρές και μακροχρόνιες συνέπειες στην ελληνική κοινωνία. Οι δυσκολίες στον προσδιορισμό της οικονομικής συνεργασίας είναι όπως επισημαίνει ο συγγραφέας τεράστιες, καθώς οι συνθήκες συσκοτίζουν τα κίνητρα και τη δράση των συνεργατών. Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς αν όσοι δούλεψαν για/με τους Γερμανούς το έκαναν επειδή θέλησαν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους ή γιατί αναγκάστηκαν. Πάντως συνήθως οι λόγοι για τους οποίους διαφορετικοί επαγγελματίες συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής ήταν ο πλουτισμός και η επιβίωση της επιχείρησής τους. Τρία ήταν τα βασικά πεδία οικονομικής συνεργασίας στην Ελλάδα της Κατοχής: Πολιτικοί μηχανικοί και εργολάβοι οι οποίοι ανέλαβαν τη διεκπεραίωση δημόσιων αι οχυρωματικών έργων, έμποροι και προμηθευτές που ανέλαβαν την τροφοδοσία των στρατευμάτων, βιομήχανοι και βιοτέχνες των οποίων οι επιχειρήσεις επιτάχθηκαν ή ανέλαβαν την εκτέλεση συμβολαίων για τους Γερμανούς (σ. 110). Τα δίκτυα της συνεργασίας αναπτύχθηκαν στη βάση της οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας που αναπτύχθηκε μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Η ατιμωρησία ήταν και σε αυτή την περίπτωση εντυπωσιακή. Σε ελάχιστους επιχειρηματίες επιβλήθηκαν κυρώσεις με τη δικαιολογία ότι αφενός δεν εργάστηκαν σε βάρος του ελληνικού λαού κατά την περίοδο της Κατοχής και αφετέρου ότι το κίνητρό τους δεν ήταν ο πλουτισμός. Ωστόσο, οι συνέπειες αυτής της μορφής συνεργασίας ήταν πολύ σοβαρές και μακροχρόνιες. Από τη μια πλευρά όλες αυτές οι επιχειρήσεις συνέχισαν να είναι ανθηρές και μετά το τέλος του πολέμου διεκδικώντας και κατοχυρώνοντας τη μερίδα του λέοντος στη μεταπολεμική οικονομία· από την άλλη η ατιμωρησία νομιμοποίησε τις αλλαγές που επέφερε αυτή η μορφή συνεργασίας στον κοινωνικό και ταξικό ιστό της χώρας. Εύλογο παράδειγμα είναι οι μεταβολές που προκλήθηκαν στην ιδιοκτησία των ακινήτων. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η «Πανελλήνιος Ομοσπονδία Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής», σε ολόκληρη τη χώρα πουλήθηκαν 350.000 ακίνητα τα περισσότερα από αυτά από το Μάιο του 1942 έως το Δεκέμβριο του 1942. Όπως προκύπτει από στοιχεία που εμπεριέχονται στα πρακτικά των Ειδικών Δικαστηρίων της Αθήνας και του Πειραιά πρωταγωνιστές από την πλευρά των αγοραστών αναδεικνύονται όσοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές.

Σήμερα, ογδόντα χρόνια περίπου η ανάγκη να προσεγγίσουμε αυτό το παρελθόν με νηφαλιότητα με τη βοήθεια της ακαδημαϊκής έρευνας και των διαθέσιμων τεκμηρίων είναι τεράστια και επιτακτική. Στη δημόσια σφαίρα φαίνεται ότι ακόμη υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα αυτό αλλά και για την περίοδο της δεκαετίας του 1940 γεγονός που αποδεικνύεται από τις πολλές επανεκδόσεις του βιβλίου και τη δημοτικότητα του συγγραφέα. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή της λήθης που θεωρήθηκε από όλες τις πλευρές ασφαλής και βολική, τελικά δεν λειτούργησε μακροπρόθεσμα. Το παρελθόν αυτό αποδείχτηκε επίμονο και επικίνδυνο. Δεν περνά, δεν χάνεται, δεν ησυχάζει και επανέρχεται όποτε το επιτρέπει ή το «επιβάλλει» η τρέχουσα πολιτική συγκυρία. Με αυτόν τον τρόπο όμως γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς αποκτά τρομακτικές ή ηρωικές διαστάσεις και μπορεί και πάλι να καθορίσει με πολλούς τρόπους και το παρόν και το μέλλον.

Επομένως αυτό που είναι σημαντικό για την ακαδημαϊκή έρευνα είναι να αναδείξει όλες τις εκδοχές του με νηφαλιότητα και επιμονή. Σήμερα δεν χρειάζεται να πάρουμε πλευρά να δικαιώσουμε ή να κρίνουμε. Είναι ανάγκη για άλλη μια φορά να μάθουμε και να κατανοήσουμε τα κίνητρα των ανθρώπων, τη συγκυρία, τις αιτίες και τα αποτελέσματα. Είναι σημαντικό να μπορέσουμε να θέσουμε τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις, μακριά από τα μυθεύματα και τις στρεβλώσεις που δημιούργησε η παρατεταμένη και εσκεμμένη αποσιώπηση. Μόνο με αυτό τον τρόπο που είναι άλλωστε και ένας από τους σκοπούς της ακαδημαϊκής έρευνας, θα μπορέσουμε να συμφιλιωθούμε με το τραυματικό παρελθόν και να ενδεχομένως να αμβλύνουμε την διχαστική επιρροή του.

  1. Jeffrey K. Olick, “Collective Memory: The Two Cultures”, Sociological Theory, 17/3 (1999), 333-48, στο http://www.jstor.org/stable/370189 [ημερομηνία ανάκτησης: 27 Μαΐου 2024].
  2. Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης, Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2008, σ. 58.
  3. Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, Αριθ. 115Α’, Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 1982.
  4. Ανδρέας Παπανδρέου, ομιλία στη Βουλή, 17 Αυγούστου 1982, Πρακτικά Βουλής, Περίοδος Γ’, Σύνοδος Α’, Συνεδρίαση Κ’, σσ. 635-636. Βλ. επίσης, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ανδρέας Παπανδρέου. Η αναγνώριση της Ενικής Αντίστασης (1982), [Σειρά: Τετράδια κοινοβουλευτικού λόγου], Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2010.
  5. Δημήτρης Κουσουρής, Δίκες των δοσιλόγων 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2014.
  6. Ιάκωβος Μιχαηλίδης – Ηλίας Νικολακόπουλος – Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.), «Εχθρός εντός των τειχών». Όψεις του δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2008.
  7. Στράτος Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006.