Μνήμη της δεκαετίας του ’40 και Μεταπολίτευση:
η κηδεία του Μήτσου Παρτσαλίδη ως σύμβολο Εθνικής Συμφιλίωσης
Βαγγέλης Ζιώγας
Τα τελευταία δύο χρόνια, με αφορμή την επερχόμενη συμπλήρωση πενήντα ετών από την ίδρυση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, έχει προκύψει ένας δημόσιος διάλογος που σε μεγάλο βαθμό έχει τον χαρακτήρα της αποτίμησης μίας πολυετούς ιστορικής περιόδου·στερέωση της δημοκρατίας, θεσμική σταθερότητα, ευρωπαϊκό κεκτημένο, ανεκπλήρωτες προσδοκίες, χαμένες ευκαιρίες, αδικαίωτα αιτήματα, συνθέτουν το λεξιλόγιο μίας πολυεπίπεδης αναδρομής, που διακρίνεται από συνέχειες και ασυνέχειες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μία από τις κοινές παραδοχές που συναντά κανείς είναι ότι ένα από τα σημαντικότερα επίδικα της Μεταπολίτευσης ήταν η υπέρβαση του εθνικόφρονος μετεμφυλιακού κράτους και η επίτευξη της πολυπόθητης «εθνικής συμφιλίωσης». Προς αυτήν την κατεύθυνση, καίρια τομή υπήρξε σαφώς ο νόμος της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, τον Αύγουστο του 1982,μία άποψη που φαίνεται ότι συμμεριζόταν και σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2010.[1]
Όπως έχει αναδειχθεί στη σχετική βιβλιογραφική συζήτηση, η αναγνώριση της Αντίστασης έχει τη δική της επίπονη μακρόχρονη πορεία, που ξεπερνά μία αμιγώς θεσμική διάσταση και χαρακτηρίζεται από ευρύτερες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις.[2] Πρόκειται για μία ιστορία με τις δικές της στιγμές, που καθορίστηκαν από τα εκάστοτε συμφραζόμενα, άλλοτε απομακρύνοντας και άλλοτε θεμελιώνοντας την «εθνική συμφιλίωση». Μεταξύ αυτών, ήταν η κηδεία του Μήτσου Παρτσαλίδη, ενός εκ των ηγετών του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, τον Ιούνιο του 1980. Ο επικήδειος λόγος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που βρισκόταν στο απέναντι στρατόπεδο, έμελλε να αποκτήσει εμβληματικό χαρακτήρα για όσους διεκδικούσαν την αναγνώριση μίας ενιαίας Αντίστασης, δηλαδή ενός ένδοξου παρελθόντος που θα ξεπερνούσε κάθε μορφής διχόνοια και θα προήγαγε ένα αίσθημα εθνικής ομοψυχίας.[3]
Μία ενδιαφέρουσα πτυχή του εν λόγω γεγονότος είναι ότι συμπύκνωνε ορισμένες φαινομενικά παράδοξες συγκλίσεις που είχαν συντελεστεί κατά τα προηγούμενα χρόνια. Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει ότι τα υποκείμενα που διεκδικούσαν την αναγνώριση, παρόλο που συμπαρατάσσονταν σε έναν κοινό αγώνα, στην πραγματικότητα όχι μόνο προέρχονταν από ετερογενείς αφετηρίες, αλλά υιοθετούσαν και πρόβαλλαν αισθητά διαφορετικές αναγνώσεις της δεκαετίας του ’40. Με βάση αυτή την υπόθεση εργασίας, προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα. Πόσο αντιθετικές ήταν μεταξύ τους αυτές οι αναγνώσεις; Με ποια τραύματα αναμετρώνται και με ποια όχι; Προβάλλονταν εκτενώς τυχόν διαφοροποιήσεις; Τελικά, με ποιον τρόπο εργαλειοποιήθηκε η μνήμη τη δεκαετίας του’40 στο όνομα της αναγνώρισης;
Για να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα, εξετάζονται τρεις οπτικές που συνέκλιναν στο αίτημα της αποκατάστασης των αποκλεισμένων αντιστασιακών: πρώτον, οι απόψεις που είχε εκφράσει ο Παρτσαλίδης στο βιβλίο του Η Διπλή Αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης, δεύτερον, η δράση και η ρητορική της οργάνωσης «Κίνηση Ενωμένη Εθνική Αντίσταση 1941-1944» (στο εξής Κίνηση), με την οποία ο θανών είχε συνδεθεί στενά κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, και τρίτον, η στάση που υιοθετούσε ο Κανελλόπουλος, τόσο πριν όσο και μετά τη χούντα των Συνταγματαρχών. Για την εξαγωγή συμπερασμάτων, κατά κύριο λόγο θα αξιοποιηθούν εργαλεία που παρέχουν οι μέθοδοι της ανάλυσης λόγου (discourse analysis) και της ανάλυσης κειμένου (content analysis).[4]
Βασική έννοια που λαμβάνεται υπόψη στην παρούσα εργασία είναι αυτή της μνήμης και των χρήσεων της. Ακολουθώντας το σχήμα του Τσβένταν Τοντόροφ, τα τρία υπό εξέταση υποκείμενα λειτουργούν ως «μάρτυρες» και στέκονται απέναντι στην κυβερνητική εξουσία, που έχει την ιδιότητα του «μνημονευτή», εκείνου δηλαδή που επίσημα και θεσμοθετημένα σχηματοποιεί το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του εκάστοτε παρόντος.[5] Οι μάρτυρες, χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους, αξιοποιούν την προσωπική τους εμπλοκή για να δημιουργήσουν πειστικά αφηγήματα, να προβάλουν διεκδικήσεις και να αναμετρηθούν με κυρίαρχες τάσεις και νοοτροπίες. Εν προκειμένω, στο ζήτημα της αναγνώρισης της Αντίστασης, και πιο συγκεκριμένα της κηδείας του Παρτσαλίδη, οι μνημονικοί δρώντες επιστρατεύουν μία σειρά από αιτήματα όπως αυτό της «δικαίωσης» ή της «αποκατάστασης των αδικημένων».
Ο Μήτσος Παρτσαλίδης αποτέλεσε μία από τις επιδραστικότερες φυσιογνωμίες στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς. Μέλος του ΚΚΕ από το 1924, χρημάτισε δύο φορές βουλευτής κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ενώ εξελέγη και δήμαρχος Καβάλας το 1934, όντας ο πρώτος κομμουνιστής που αναλάμβανε ένα τέτοιο αξίωμα. Κατά την περίοδο της Κατοχής, παρέμεινε στη φυλακή (ήταν έγκλειστος ήδη από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά), μέχρι τον Μάιο του 1944. Μετά τη δραπέτευσή του, αναδείχθηκε σε ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, διαδραματίζοντας σημαίνοντα ρόλο σε κρίσιμες στιγμές, ιδίως κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών. Το 1949 διετέλεσε τελευταίος Πρόεδρος της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου διέφυγε στην εξορία. Τον Φεβρουάριο του 1968 ήταν ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της διάσπασης του ΚΚΕ, συντασσόμενος με την ομάδα που αργότερα θα δημιουργούσε το ΚΚΕ Εσωτερικού. Το 1969 επέστρεψε παράνομα στην Ελλάδα για να συλληφθεί τελικά από τη Χούντα το1971, παραμένοντας στη φυλακή μέχρι τον Αύγουστο του 1973. Στη Μεταπολίτευση συνέχισε την πολιτική του δράση από τις γραμμές του ΚΚΕ Εσωτερικού, όντας ενεργός μέχρι τον θάνατό του.
O Παρτσαλίδης πέθανε στις 22 Ιουνίου 1980, σε ηλικία 75 ετών, ύστερα από καρδιακό επεισόδιο που υπέστη στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου βρισκόταν για να επισκεφτεί τον νοσηλευόμενο φίλο του, Μίμη Δεσποτίδη.[6] Ο ξαφνικός θάνατός του προκάλεσε εντύπωση στον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού. Τις επόμενες ημέρες κατέφταναν συλλυπητήρια μηνύματα από διάφορα Κομμουνιστικά Κόμματα της Ευρώπης, κυρίως από εκείνα που διατηρούσαν καλές σχέσεις με το ΚΚΕ Εσωτερικού, όπως τα ΚΚ της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαβίας. Τηλεγραφήματα εστάλησαν μέχρι και από οργανώσεις νεολαίας της Βορείου Κορέας και της Αυστραλίας.[7] Έτσι, αναδεικνυόταν η διεθνής εμβέλεια του θανόντος, αλλά και τα διεθνή δίκτυα που είχε καταφέρει να συγκροτήσει το ΚΚΕ Εσωτερικού κατά τα προηγούμενα έτη.
Στις 25 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε η τελετή της κηδείας, η οποία εξελίχθηκε σε μία ένθερμη εκδήλωση υπέρ της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης. Πλήθος κόσμου συνέρρευσε στη Μητρόπολη, φωνάζοντας συνθήματα και κρατώντας πανό. Το παρόν έδωσαν δεκάδες εκπρόσωποι όλων των κομμάτων, πλην της ακροδεξιάς Εθνικής Παράταξης, πρώην αντιστασιακοί και διάφορες γνωστές προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης.[8]
Πέραν του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο Μπάμπης Δρακόπουλος από το ΚΚΕ Εσωτερικού, ο πρόεδρος της Βουλής, Δημήτρης Παπασπύρου, ο Ηλίας Ηλιού από την ΕΔΑ, ο Γιάννης Αλευράς από το ΠΑΣΟΚ, ο Μπάμπης Πρωτόπαπας από το ΚΟΔΗΣΟ, το πρώην στέλεχος της ΠΕΑΝ και εκπρόσωπος της Κίνησης, Γιώργος Σταμόπουλος, το πρώην στέλεχος του ΕΑΜ, Σταύρος Γιαννακόπουλος (γνωστότερος με το ψευδώνυμο Πέτρος Ανταίος), η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ από την οργάνωση «Γυναίκα στην Αντίσταση», ο Μήτσος Παπαδημήτρης από την ΚΕΠΕ, ο Νίκος Βούτσης από την ΕΚΟΝ «Ρήγας Φεραίος» και ο Σωτήρης Μπαρμπουνάκης εκ μέρους της Κ.Ο. Καβάλας του ΚΚΕ Εσωτερικού.[9] Κάθε φορά που ένας εκ των παραπάνω έθετε το θέμα της αναγνώρισης, οι παρευρισκόμενοι ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα. Η ποικιλόμορφη σύνθεση αυτών που εκφώνησαν τους επικήδειους αποτύπωνε με τον καλύτερο τρόπο το μήνυμα για αναγνώριση της Αντίστασης. Υπήρξε η «καλύτερη απότιση φόρου τιμής», όπως σημείωνε το ΚΚΕ Εσωτερικού σε ανακοίνωση του.[10]
Για λόγους που παραμένουν αδιευκρίνιστοι, δεν εκφωνήθηκε επικήδειος από κάποιο στέλεχος του ΚΚΕ, παρόλο που σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Αυγής, είχε στείλει κανονικά αντιπροσωπεία στη Μητρόπολη. Ενδεχομένως αυτό συνέβη λόγω της έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κομμουνιστικών κομμάτων αλλά και των αμφιλεγόμενων επιλογών του θανόντος κατά τη διάσπαση του 1968. Πάντως, ο Ριζοσπάστης, μία ημέρα νωρίτερα, σε λίγες σειρές, είχε γνωστοποιήσει την είδηση του θανάτου, παραθέτοντας σε ουδέτερο τόνο ορισμένα βιογραφικά στοιχεία.[11]
Πρέπει να σημειωθεί ότι η κηδεία καλύφθηκε δημοσιογραφικά μόνο από την Αυγή, καθότι οι υπόλοιπες εφημερίδες δεν κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο, εξαιτίας μίας διένεξης μεταξύ ιδιοκτητών και εργαζομένων στα τυπογραφεία. Μόνο ορισμένα έντυπα πρόλαβαν την αναγγελία του θανάτου του Παρτσαλίδη, προβάλλοντας την είδηση ως δεύτερο ή και τρίτο θέμα με την παράθεση τυπικών πληροφοριών για τη ζωή του. Έτσι, απουσιάζουν ενδεχόμενα σχόλια σε εφημερίδες αντίπαλων ή και όμορων πολιτικών χώρων, που ίσως παρείχαν μία εναργέστερη εικόνα του αποτυπώματος που άφηναν πίσω τους όσα έλαβαν χώρα γύρω και μέσα στη Μητρόπολη. Επιπλέον, η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ δεν αναπαρήγαγαν διόλου τα τεκταινόμενα, κάτι που προκάλεσε τις διαμαρτυρίες του ΚΚΕ Εσωτερικού. Με άλλα λόγια, η κηδεία του Παρτσαλίδη δεν αποτέλεσε αφορμή για τη διεξαγωγή ενός δημόσιου διαλόγου περί Αντίστασης, ασχέτως εάν κατά τα κατοπινά χρόνια το εν λόγω γεγονός αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την «εθνική συμφιλίωση».
Η εστίαση των παρευρισκόμενων στο ζήτημα της αναγνώρισης της Αντίστασης ήταν αναμενόμενη. Μετά την πτώση της Χούντας, η πολιτική δράση του Παρτσαλίδη είχε στραφεί σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτό το ζήτημα, καθώς ήταν, μεταξύ άλλων, ιδρυτικό και δραστήριο μέλος της Κίνησης. Πέραν των επιμέρους ενεργειών του, το στέλεχος του ΚΚΕ εσωτερικού είχε διατυπώσει εκτενώς τις θέσεις του στο βιβλίο του Διπλή αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης, που δημοσιεύτηκε το 1978,προετοιμάζοντάς το ήδη από τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης. Στο βιβλίο του, ο Παρτσαλίδης πραγματοποιεί μία μακροσκελή ανάλυση των όσων συνέβησαν στο διάστημα από την αρχή του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 μέχρι και την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, το 1946. Όπως προϊδεάζει ο τίτλος, η απεύθυνση αφορούσε δυο διαφορετικά ακροατήρια. Από τη μία πλευρά, απαντά σ’ εκείνους που βρίσκονταν εκτός του τότε ΚΚΕ (τους «έξω») και κατηγορούσαν το κόμμα ότι μέσω του ΕΑΜ ήθελε να μονοπωλήσει τον «εθνικό αγώνα» και να επιβληθεί δια της βίας σε βάρος της πλειοψηφίας του λαού. Από την άλλη, αποκρούει την κριτική ορισμένων από τους «μέσα», που υποστήριζαν ότι κρίσιμες λαθεμένες επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ οδήγησαν στη μη κατάληψη της εξουσίας κατά την περίοδο της Αντίστασης.[12]
Η επιχειρηματολογία του Παρτσαλίδη κινείται γύρω από ορισμένους άξονες. Ο πρώτος άξονας αντανακλά την άποψη ότι το ΚΚΕ καθ’ όλη τη διάρκεια της Αντίστασης υιοθετούσε μία στάση ενωτική και καθόλου υποκριτική. Ποτέ δεν έπαψε να προπαγανδίζει ανοιχτά ότι ο απώτερος στόχος του ήταν μία «δημοκρατική και σοσιαλιστική αναγέννηση της Ελλάδας», πλην όμως η άμεση επιδίωξη ήταν το τέλος της τριπλής Κατοχής, καθώς μόνο έτσι θα μπορούσε το ΕΑΜ να συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού.[13] Ο δεύτερος άξονας είναι η κατηγορηματική στηλίτευση της δράσης των Άγγλων, που σύμφωνα με τον Παρτσαλίδη οδήγησε εν πολλοίς στις εμφύλιες συγκρούσεις. Πρόκειται για μία παραδοχή που διαπερνά το μεγαλύτερο κομμάτι του βιβλίου, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τα Δεκεμβριανά.[14] Ο τρίτος άξονας σχετίζεται με την επίρριψη ευθυνών στα αστικά κόμματα και στον ΕΔΕΣ, παρουσιάζοντας κάθε πράξη του ΕΛΑΣ ως αμυντική.[15] Ειδικά η κριτική εναντίον του Ζέρβα είναι απηνής, με κύρια κατηγορία ότι επεδίωκε να επιβάλει την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου.[16] Ο τέταρτος άξονας είναι η απόπειρα τεκμηρίωσης πως ευρείες μάζες του πληθυσμού, ενίοτε πλειοψηφικές, στήριζαν το ΕΑΜ, με ενδεικτικότερη απόδειξη τις ογκώδεις διαδηλώσεις πολιτών σε όλη την Ελλάδα εναντίον της πολιτικής επιστράτευσης που είχαν κηρύξει οι Γερμανοί.[17] Τέλος, ο πέμπτος άξονας είναι η πλήρης αντίθεση προς τον Ζαχαριάδη, που σύμφωνα με τον συγγραφέα, μετά την επιστροφή του από το Νταχάου, τον Μάιο του 1945, ήταν ο κύριος υπαίτιος των κατοπινών εσφαλμένων επιλογών του ΚΚΕ.
Πέραν των παραπάνω, ανά τις σελίδες του έργου, εντοπίζονται ορισμένες κρίσεις που ο Παρτσαλίδης ένιωθε την ανάγκη να επαναλάβει σε αρκετά σημεία. Για παράδειγμα, συχνά αναφέρεται θετικά σε απόψεις που είχε διατυπώσει μεταπολιτευτικά ο Κανελλόπουλος σε σχέση με την Αντίσταση,[18] αρκετές εκ των οποίων θα αναλυθούν παρακάτω. Σταθερή, επίσης, είναι η υπενθύμιση ότι η ηγεσία του ΕΛΑΣ, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’40, τελούσε σε άγνοια για τις αποφάσεις των «μεγάλων» για την Ελλάδα, οπότε ήταν υποχρεωμένη να λαμβάνει πρωτοβουλίες χωρίς να συνεκτιμά κρίσιμα δεδομένα και χωρίς να διαθέτει την έμπρακτη στήριξη –πολλώ δε μάλλον καθοδήγηση– από τη Μόσχα. Τέλος, εντοπίζονται σημεία αυτοκριτικής που αφορούσαν ακρότητες του ΕΛΑΣ σε βάρος άλλων αντιστασιακών οργανώσεων,[19] καθώς και την καταδίκη ορισμένων επιλογών, όπως την εκτέλεση του Δημήτρη Ψαρρού, στρατιωτικού αρχηγού της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΚΚΑ. Στο ίδιο πνεύμα αυτοκριτικής, ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως «απαράδεκτο» τον τρόπο με τον οποίο το ΚΚΕ καταδίκασε τον Άρη Βελουχιώτη κατά τη μεταβαρκιζιανή περίοδο.[20]
Για τον Εμφύλιο Πόλεμο, ο Παρτσαλίδης αφιερώνει μόλις πέντε σελίδες. Με περιληπτικό τρόπο επιρρίπτει εκ νέου την αποκλειστική ευθύνη της σύγκρουσης στα αστικά κόμματα και τους Άγγλους, καταδικάζοντας, βέβαια, ακραίες πράξεις που διέπραξαν και τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Επιπλέον, ασκείται κριτική στον Ζαχαριάδη για μία σειρά χειρισμών του, κυρίως για το Μακεδονικό, προς τα τέλη του πολέμου.[21] Παρόλο που το θέμα του βιβλίου ήταν η Εθνική Αντίσταση, ίσως θα περίμενε κανείς –και λόγω της ηγετικής θέσης του Παρτσαλίδη– ότι κρίσιμες στιγμές των ετών 1946-1949 θα αναλύονταν κάπως διεξοδικότερα, δεδομένου ότι το έργο περιέχει ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών και εκτενείς αποτιμήσεις. Για το πολιτικό σύστημα όμως, και ιδίως για την Αριστερά, ο Εμφύλιος παρέμενε ένα ευαίσθητο θέμα, εξ ου και για πολλά χρόνια, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η λήθη αποτελούσε μία συνειδητοποιημένη επιλογή.[22]
Ο επίλογος του βιβλίου έχει περισσότερο τον χαρακτήρα ενός μανιφέστου της ανανεωτικής Αριστεράς. Επηρεασμένος από τις ιδέες του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, που στα μέσα της δεκαετία του 1970 βρισκόταν σε φάση ακμής,[23] ο Παρτσαλίδης, επιχειρεί να αντλήσει διδάγματα από την εμπειρία της τραυματικής δεκαετίας του ’40. Υπεραμύνεται του επίμονου αιτήματος του ΚΚΕ Εσωτερικού για ενότητα μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων και απορρίπτει το σοβιετικό μοντέλο, οραματιζόμενος έναν «σοσιαλισμό μέσα σε καθεστώς ελεύθερης λειτουργίας των κομμάτων».[24] Επρόκειτο για ένα όραμα που έπρεπε να κατακτηθεί δημοκρατικά και ειρηνικά, χωρίς ταυτόχρονα να απορρίπτει τη βία ως μέσο πάλης σε περίπτωση που η άρχουσα τάξη αντιδρούσε, υπερασπιζόμενη τα προνόμια της. Αναγκαίος όρος για την πραγμάτωση αυτού του πολιτικού σχεδίου ήταν η στήριξη της πλειοψηφίας της κοινωνίας.
Μέσα από το βιβλίο του Παρτσαλίδη σκιαγραφείται μία όψη της μεταπολιτευτικής του προσπάθειας για αναγνώριση της Αντίστασης. Είναι μία όψη που αναμετράται με το παρελθόν και δεν φοβάται να δώσει απαντήσεις, ασχέτως εάν αυτές έπειθαν ή όχι. Επιδιώκεται η εξύψωση της μνήμης του ΕΑΜ, μία πρακτική που παρατηρείται γενικότερα εκείνη την περίοδο και λειτουργούσε ως συγκολλητική ουσία του σχηματισθέντος αντιδεξιού μετώπου.[25] Υπάρχει, όμως, και μία αρκετά διαφορετική πτυχή της δράσης του Παρτσαλίδη· αυτή της συμμετοχής του στην Κίνηση. Η Κίνηση ήταν μία από τις οργανώσεις που συγκροτήθηκαν μετά τη Μεταπολίτευση και προωθούσαν το αίτημα για την αποκατάσταση της αδικίας απέναντι στους αποκλεισμένους πρώην αντιστασιακούς.[26] Η περίπτωση της ξεχωρίζει, κυρίως λόγω του αποκομματικοποιημένου προτάγματός της.
Στις 17 Σεπτέμβριου 1976, είκοσι δυο πρώην αντιστασιακοί δημοσίευσαν μία διακήρυξη, που απευθυνόταν σε όλους τους «Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944». Αυτό ήταν το πρώτο κείμενο της «Επιτροπής Πρωτοβουλίας Αντιστασιακών Οργανώσεων 1941-1944», που λίγους μήνες αργότερα θα μετονομαστεί σε «Κίνηση Ενωμένη Εθνική Αντίσταση 1941-1944». Το γεγονός ότι στον τίτλο περιλαμβανόταν και η χρονική οριοθέτηση του αγώνα, αναδεικνύει τη σημασία που αυτή είχε στον διάλογο για την αναγνώριση. Είχαν προηγηθεί δύο νόμοι περί Εθνικής Αντίστασης, το 1949 και το 1969, οι οποίοι όριζαν τα χρονικά της όρια κατά τρόπο προβληματικό.[27] Το πότε οριζόταν η αρχή και το τέλος της Αντίστασης δεν συνιστούσε μία πολιτικά ουδέτερη επιλογή. Γι’ αυτό και τα μέλη της Κίνησης όριζαν ρητά ότι η Αντίσταση εκκινούσε με την έναρξη της Κατοχής και έληγε στην Απελευθέρωση.[28]
Ήδη από την πρώτη διακήρυξη, οι συντελεστές του εγχειρήματος αποκρυστάλλωναν το περιεχόμενο του μηνύματός τους. Το κάλεσμα τους αφορούσε το σύνολο όλων όσων συμμετείχαν σε οποιαδήποτε αντιστασιακή οργάνωση κατά την περίοδο 1941-1944. Ήταν μία λογική απόλυτης συμπερίληψης, η οποία αποτυπωνόταν και στα είκοσι δυο πρόσωπα που συνυπέγραφαν το πρώτο αυτό κείμενο –μεταξύ αυτών και ο Παρτσαλίδης–, αλλά και στα δεκατέσσερα επιπλέον που προστέθηκαν στη δεύτερη διακήρυξη, που δημοσιεύτηκε λίγες ημέρες αργότερα. Πιο συγκεκριμένα, εντοπίζονται τριάντα έξι αντιστασιακοί από δώδεκα διαφορετικές οργανώσεις: το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ, τον ΕΔΕΣ, την Ιερά Ταξιαρχία, την ΠΕΑΝ, το Εθνικό Κομιτάτο, την Εθνική Δράση, τον ΕΣΑΣ, την Τρίαινα, την ΕΚΚΑ, την Εθνική Αλληλεγγύη και το ΕΕΑΜ. Πρόκειται για ένα σύνολο αντιστασιακών οργανώσεων, με εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές αφετηρίες. Τα μέλη της Κίνησης δεν φοβήθηκαν να εντάξουν στο ίδιο κείμενο το μεταξικό Εθνικό Κομιτάτο δίπλα στο ΕΑΜ. Σ’ αυτό το σχήμα η Αντίσταση είναι ενιαία και απαρτίζεται από ανθρώπους, οι οποίοι «παραμέριζαν κάθε τι ατομικό και ρίχνονταν μ’ όλες τους τις δυνάμεις στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους».[29]
Η επιλογή των προσώπων της Κίνησης δεν βασίστηκε μόνο στο αντιστασιακό τους παρελθόν, αλλά και στο πολιτικό τους παρόν. Στις δύο διακηρύξεις υπέγραφαν άτομα που προέρχονταν από την Αριστερά, το Κέντρο και τη Δεξιά, μία πολυσυλλεκτικότητα που τονιζόταν σε κάθε ευκαιρία. Αν και η πλειοψηφία προερχόταν κυρίως από το ΚΚΕ εσωτερικού, συμμετείχαν και πρόσωπα, όπως ο Αλέξανδρος Μαγκάκης και ο Σάκης Πεπονής, που έως τότε δεν είχαν συμμετάσχει ενεργά σε πρωτοβουλίες αντίστοιχου περιεχομένου, παρόλο που αυτές υπήρχαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.[30]
Τα μέλη της Κίνησης πρόβαλλαν την αναγνώριση ως αίτημα που είχε πρακτικό χαρακτήρα, με στραμμένο το βλέμμα στο παρόν και το μέλλον και λιγότερο στο παρελθόν. Η «εθνική ομοψυχία», μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της αναγνώρισης και εργαλειοποιούνταν ως έννοια με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να δώσει έμπρακτες λύσεις στα εκάστοτε αδιέξοδα της επικαιρότητας, όπως για παράδειγμα τον κίνδυνο του «τουρκικού σωβινισμού».[31]
Στα κείμενα της Κίνησης δεν εξυψωνόταν το ΕΑΜ ή ο εαμικός χώρος, καθώς προτιμούνταν γενικές διατυπώσεις περί αποκλεισμένων, ώστε να αποφευχθεί η σύνδεση της οργάνωσης με κάποιον πολιτικό χώρο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στην πρώτη διακήρυξη δηλωνόταν ρητά ότι επρόκειτο για μία πρωτοβουλία «καθαρά εθνική και που περικλείνει στις γραμμές της Αγωνιστές και Αγωνίστριες απ’ όλες τις Αντιστασιακές Οργανώσεις της εποχής της Κατοχής, και που σήμερα είναι τοποθετημένοι πολιτικά στη δεξιά, το κέντρο ή στην αριστερά».[32] Τέτοιου είδους αναφορές στο αγωνιστικό παρελθόν και στο πολιτικό παρόν επαναλαμβάνονταν συχνά σε κείμενα των πρώτων ετών και απέρρεαν από το ίδιο το αίτημα της αναγνώρισης μίας «πανεθνικής»[33] και πολιτικά αποχρωματισμένης Αντίστασης. Οι επικλήσεις στον αντιστασιακό αγώνα, όταν γίνονταν, ήταν κάπως αόριστες και γενικόλογες. Ο λαός εμφανιζόταν σαν ένα ενιαίο υποκείμενο που πολέμησε μαζικά κατά του εχθρού. Σ’ αυτό το αφήγημα υπάρχουν αρκετές αποσιωπήσεις, όπως για παράδειγμα στο ζήτημα του δωσιλογισμού.
Η ηχηρότερη σιωπή ήταν αυτή του Εμφύλιου Πόλεμου. Οι αναφορές σε «εμφύλιες συγκρούσεις» ή «εμφύλιες διαμάχες» ήταν φειδωλές, αφορούσαν μόνο την περίοδο του 1941-1944 και προβάλλονταν ως παράδειγμα προς αποφυγή. Η Κίνηση δεν σκάλιζε το τραύμα του ποια πλευρά έφερε την κύρια ευθύνη του πολέμου, όπως έκανε ο Παρτσαλίδης στο βιβλίο του. Ο κανόνας ήταν η ενότητα και όχι η διχόνοια. Επρόκειτο για μια λογική επιλεκτικής μνήμης, αυτό που η ιστορικός Μαρία Σπηλιωτοπούλου θα ονομάσει «εύγλωττη σιωπή», σε άρθρο της για την Κίνηση στην Αυγή.[34]
Η Κίνηση απέφευγε τις επικλήσεις σε εξέχουσες φυσιογνωμίες της Αντίστασης, όπως τον Βελουχιώτη, τον Ζέρβα, τον Τσιγάντε. Ίσως διότι και μόνο η αναφορά σε καθέναν από αυτούς μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνες συνδηλώσεις ή με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετούταν περισσότερο το σχήμα της ενιαίας Αντίστασης, η οποία, μεταξύ άλλων, ήταν και απρόσωπη. Θα έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να διατυπωθεί αίτημα προς τον δήμαρχο Αθηναίων, Δημήτρη Αβραμόπουλο, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, με το οποίο η Κίνηση ζητούσε την ανέγερση έντεκα τιμητικών πλακών σε διάφορα σημεία της Αθήνας προς τιμήν των πεσόντων αντιστασιακών.[35] Αυτό ήταν ένα από τα λίγα έγγραφα στο οποίο μνημονεύονταν συγκεκριμένα άτομα. Τα άτομα αυτά βέβαια ήταν «μικροί ήρωες», που δεν θα ενεργοποιούσαν ανεπιθύμητα αντανακλαστικά σε κάποιο κομμάτι της κοινωνίας.
Ένα από τα πρόσωπα που τα στελέχη της Κίνησης είχαν ως σημείο αναφοράς ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη μεγάλη εκδήλωση της οργάνωσης στο γήπεδο του Πανιωνίου, στη Νέα Σμύρνη, στις 11 Νοεμβρίου 1976, κεντρικός ομιλητής ήταν ο πρώην πρωθυπουργός, ως σύμβολο εθνικής ενότητας. Η ομιλία εκείνης της εκδήλωσης, είχε προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις στον χώρο της Δεξιάς, κάτι που αναδείκνυε την επιμονή σημαντικής μερίδας της σε μετεμφυλιακές λογικές αποκλεισμού. Το γεγονός ότι ο Κανελλόπουλος, μια ηγετική φυσιογνωμία του χώρου, θα στήριζε έμπρακτα αυτήν την πρωτοβουλία, προκάλεσε τη μήνη όλων των δεξιών εφημερίδων, πλην της Καθημερινής. Λόγω της έντασης που δημιουργήθηκε, ο Κανελλόπουλος αποφάσισε να ανακαλέσει τη συμμετοχή του, θεωρώντας ότι η παρουσία του θα είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επεδίωκε η Κίνηση, δηλαδή την προώθηση της εθνικής ομοψυχίας. Πάντως ζήτησε να διαβαστεί μήνυμα του στο οποίο δήλωνε «ψυχικά και ηθικά παρών».[36]
Αυτό το οποίο δεν συνέβη το 1976, συνέβη τελικά το 1980, στην κηδεία του Παρτσαλίδη. Ο Κανελλόπουλος εκφώνησε έναν επικήδειο λόγο με πνεύμα αυτοκριτικής αλλά και δικαιολόγησης λαθών της αντίπαλης πλευράς, μιλώντας για «χαμένες ευκαιρίες» που θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει τον Εμφύλιο.[37] Επιπλέον, έκρινε την περίοδο της Επταετίας ως τομή και στιγμή επαναπροσέγγισης: «Συμπαραταχθήκαμε και θυμηθήκαμε τότε ότι είχαμε συμπαραταχθεί, παρόλες τις διαφορές, παρά το γεγονός των διαφορετικών οργανώσεων -και πράγματι η δική σου οργάνωση ήταν η πιο μεγάλη το ΕΑΜ- παρά τις διαφορές, είχαμε συμπαραταχθεί στον αγώνα κατά των κατακτητών και το θυμηθήκαμε τότε». Η ομιλία έκλεινε με το πλέον ξεκάθαρο μήνυμα: «Να εξαρθεί και να αναγνωριστεί το μεγάλο γεγονός που λέγεται Εθνική Αντίσταση».[38] Η τοποθέτηση του Κανελλόπουλου, στον τόπο και το χρόνο που συνέβη, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πράξεις προσφοράς κλάδου ελαίας και υπέρβασης των παθών του Εμφυλίου, ασχέτως εάν στο χώρο της Δεξιάς μάλλον τύγχανε χαμηλής αποδοχής.
Η αναφανδόν θετική στάση του Κανελλόπουλου δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη καθότι είχε διέλθει από αρκετά στάδια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, στη δημόσια σφαίρα, ο διάλογος περί αναγνώρισης της Αντίστασης είχε αναζωπυρωθεί.[39] Η συμβολή του Κανελλόπουλου σε αυτή τη συζήτηση ήταν ένα σώμα άρθρων που δημοσιεύτηκε το 1961 στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυκας. Παρόλο που, έως έναν βαθμό, εκφραζόταν με θετικά λόγια για τις προθέσεις και τη δράση του ΕΑΜ κατά των δυνάμεων Κατοχής, η ρητορική του δεν υπερέβαινε το αντικομμουνιστικό πνεύμα της εποχής (χρησιμοποιεί παραδείγματος χάρη τον όρο «συμμοριτοπόλεμος», κάτι που θεωρούταν αυτονόητο για το σύνολο της μετεμφυλιακής Δεξιάς).[40] Η επίκληση σε αυτά τα άρθρα είναι χρήσιμη, ώστε να αποτελέσουν στοιχείο σύγκρισης με ένα άλλο έργο του ίδιου, που πραγματευόταν το ίδιο ζήτημα.
Πιο συγκεκριμένα, το 1975, δημοσίευσε ένα «Ιστορικό Δοκίμιο», όπως το ονόμαζε ο ίδιος, με τίτλο 1940-1944. Εθνική Αντίσταση. Επρόκειτο για την ολοκληρωμένη έκδοση μίας σειράς άρθρων που είχε συγγράψει για την Καθημερινή, στα οποία παρέθετε τη δική του οπτική για όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου Πολέμου. Εκεί, η αλλαγή στάσης του Κανελλόπουλου ήταν αξιοσημείωτη.
Αρχικά, επέλεξε τον όρο «εμφύλιος πόλεμος». Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έπραττε αυτό. Στις 5 Νοεμβρίου 1973, σε άρθρο του στο αντιδικτατορικό περιοδικό Πολιτικά Θέματα, πραγματοποίησε την πρώτη του μεταπολεμική αναφορά στον Εμφύλιο. Είναι ένα ακόμα στοιχείο που αναδεικνύει τις ζυμώσεις που τροφοδότησαν οι ακραίες πρακτικές της Χούντας, ακόμα και στο συντηρητικό χώρο. Ο Κανελλόπουλος, κατά τη διάρκεια της Επταετίας, κατήγγειλε τα βασανιστήρια σε βάρος υπόδικων και πολιτικών κρατουμένων, υπερασπίστηκε στο στρατοδικείο στελέχη του αντιδικτατορικού αγώνα, ενώ στο λόγο του πλήθαιναν οι διεκδικήσεις για πολιτική και πνευματική ελευθερία.[41] Ο «γύψος» των συνταγματαρχών είχε επιφέρει ποικιλοτρόπως τα ακριβώς αντίθετα απότοκα από αυτά που οι ίδιοι προσδοκούσαν. Η επιλογή ενός εκ των ηγετών του συντηρητικού χώρου να μιλά για «εμφύλιο πόλεμο», συνιστούσε μία τομή για ένα τμήμα της ελληνικής Δεξιάς, που σε μεγάλο βαθμό συγκρότησε τη μεταπολεμική της ταυτότητα βασισμένη στο δίπολο «κομμουνιστοσυμμορίτες – εθνικόφρονες». Το γεγονός ότι αυτή η μεταστροφή πραγματοποιήθηκε επί Χούντας δεν ήταν τυχαίο.
Στο «Ιστορικό Δοκίμιο» του 1975, σκιαγραφούνταν με σαφήνεια οι θέσεις του Κανελλόπουλου. Όπως στην περίπτωση της Κίνησης, έτσι και εδώ τα χρονικά όρια της Αντίστασης τοποθετούνταν στον τίτλο του δοκιμίου. Ο Κανελλόπουλος ενέταξε σ’ αυτήν και τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 και θεωρεί ως στιγμή λήξης τη σταδιακή απελευθέρωση όλων των περιοχών του ελληνικού κράτους από τις κατοχικές δυνάμεις, μία διαδικασία που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 1944, με την εξαίρεση της Κρήτης που απελευθερώθηκε τον Μάιο του 1945.
Σύμφωνα με τον Κανελλόπουλο, οι εμφύλιες διαμάχες κατά την περίοδο της Κατοχής ήταν σε ένα βαθμό αναμενόμενες, δεδομένου ότι όλες οι πλευρές είχαν μεταπελευθερωτικούς σκοπούς. Με τον ίδιο τρόπο που οι φιλομοναρχικοί επιθυμούσαν την επάνοδο του βασιλιά και οι «δημοκρατικοί», όπως αναφέρει, την κατάλυση της μοναρχίας, έτσι και οι κομμουνιστές επεδίωκαν την επικράτηση ενός κομμουνιστικού καθεστώτος, γεγονός το οποίο δεν ήταν ούτε «παράδοξο» ούτε «μειωτικό» για το ΚΚΕ.[42] Γενικότερα, στο έργο του επαναλαμβάνονται λέξεις και φράσεις, όπως «ήταν αναπόφευκτο», «ήταν φυσικό», «δεν θα μπορούσε πάρα». Διακρίνεται ένα πνεύμα νομοτέλειας που συνοψίζεται στο χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Η Δόξα, στην ελληνική ιστορία, δεν περπάτησε ποτέ μονάχη. Την παίρνει από πίσω, πάντοτε, αργά η γρήγορα, η διχόνοια, ο διχασμός». Μάλιστα, έφερνε και το παράδειγμα των εμφυλίων της Επανάστασης του 1821, οι οποίοι, αν και αιματηροί, παρέμεναν «διδακτικοί».[43]
Μπορεί ο Κανελλόπουλος να καλλιεργούσε τη φήμη του «Νέστορα» του πολιτικού συστήματος και της ελληνικής Δεξιάς,[44] ωστόσο αυτό δεν συνεπαγόταν την ευρεία απήχηση των θέσεων του στον κορμό της παράταξής του. Παρά τις προσπάθειες της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης να διαχειριστεί με ήπιο τρόπο τα τραύματα του μετεμφυλιακού παρελθόντος, πολλά στελέχη του κόμματος δεν ενστερνίζονταν αυτή την προσέγγιση.[45] Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από τη δεκαετία του ’70 παρατηρείται μία επιστροφή στην προδικτατορική ρητορική, εμφυλιοπολεμικού περιεχομένου, η οποία κατά τη δεκαετία του ’80, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, θα γίνει κυρίαρχη.[46]
Οι διαφορετικές οπτικές των προαναφερθέντων βοηθούν στη διατύπωση ορισμένων εκτιμήσεων. Αρχικά, το σχήμα της ενιαίας και καθολικής Αντίστασης είναι κοινό. Είτε εξυψωνόταν η δράση του ΕΑΜ είτε όχι, το κύριο μήνυμα ενσάρκωνε ένα πνεύμα συμπερίληψης και απόδοσης δικαιοσύνης προς τους χιλιάδες αντιστασιακούς που παρέμεναν αποκλεισμένοι σε επίπεδο επίσημης μνήμης, και όχι μόνο. Ειδικά στην περίπτωση της Κίνησης, τα όρια αυτής της συμπερίληψης ήταν ευρεία, λόγω της φύσης ενός σχήματος, όπου εχθρός είναι ο κατακτητής και ως εκ τούτου οι ιδεολογίες, τα κόμματα και οι πολιτικές κατευθύνσεις, όχι απλώς είχαν δευτερεύοντα ρόλο, αλλά εκτοπίζονταν από το αφήγημα. Είναι διάχυτη η τάση εξιδανίκευσης και ηρωοποίησης ενός αόριστου «εμείς», το οποίο ήταν συμπαγές και διακατεχόταν από πατριωτικό καθήκον. Η μαγιά, χάρη στην οποία ο λαός συνασπίστηκε ενάντια στον εχθρό, ήταν η «εθνική ομοψυχία».
Η αντίληψη της Κίνησης περί ενότητας, σε μεγάλο βαθμό διέπει και το νόμο 1285/1982 της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Σύμφωνα με αυτόν, καμία αντιστασιακή οργάνωση δεν αποκλειόταν πια, ενώ τα χρονικά όρια του αγώνα ορίστηκαν στο διάστημα 1941-1944, με τις εξαιρέσεις της Κρήτης και των Δωδεκανήσων, όπου οριζόταν ως καταληκτική χρονιά το 1945.[47] Ο πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, τόνιζε στην ομιλία του, ότι το νομοσχέδιο δεν είχε στόχο την εξύψωση του ΕΑΜ έναντι των άλλων οργανώσεων, αλλά την αποκατάστασή του. Όλες οι οργανώσεις πολέμησαν στον κοινό αγώνα και είχε φτάσει η ώρα να υπάρξει «εθνική ενότητα».[48] Ο νόμος 1285 έχει έντονο το στοιχείο του πολιτικού αποχρωματισμού, αναδεικνύοντας την αντίσταση εναντίον των δυνάμεων Κατοχής ως πατριωτικό καθήκον κάθε Έλληνα.[49] Είναι η ίδια θέση που πρόβαλε η Κίνηση, ήδη από την ιδρυτική της διακήρυξη, λίγα χρόνια νωρίτερα. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι δύο ηγετικές φυσιογνωμίες της οργάνωσης, οι Μαγκάκης και Πεπονής, ήταν πια μέλη του ΠΑΣΟΚ και στελέχη των πρώτων κυβερνήσεων του.[50]
Λιγότερο εξιδανικευμένες ήταν οι προσεγγίσεις του Κανελλόπουλου και -κυρίως- του Παρτσαλίδη. Σε αντίθεση με την Κίνηση, για εκείνους ένας διάλογος περί ευθυνών δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη προβληματικός. Το αντίθετο. Θα ήταν μία ορθότερη διαδικασία επούλωσης των πληγών, στη λογική ότι οι απαντήσεις ήταν προτιμότερες από τις σιωπές. Για την Κίνηση αυτό δεν ίσχυε. Στη δική της λογική, το πρόβλημα δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας συζήτησης για τη διχόνοια, αλλά η ίδια η ύπαρξη της συζήτησης. Εάν το σχήμα της ενιαίας Αντίστασης σχετικοποιούνταν, αυτόματα θα υπονομευόταν το μήνυμά της.
Τελικά όμως, ποιο ήταν το σημείο συνάντησης των τριών αναγνώσεων; Ίσως η σημαντικότερη κοινή συνισταμένη ήταν η υιοθέτηση μίας αντίληψης που χάρασσε μία διαχωριστική γραμμή μεταξύ των «από πάνω» και των «από κάτω». Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, ασχέτως των επιλογών του Παρτσαλίδη, του Κανελλόπουλου, του Ζέρβα, του Ζαχαριάδη, του Τσώρτσιλ, υπήρχαν πάντα οι αφανείς άνθρωποι, δηλαδή τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων που με αγνά κίνητρα ξεσηκώθηκαν για να φέρουν την Απελευθέρωση. Για να επέλθει όμως η δικαίωση αυτών, απαραίτητος όρος ήταν και η συμφιλίωση των «από πάνω». Για τον λόγο αυτόν, ο επικήδειος του Κανελλόπουλου αποτέλεσε μία συμβολική και ουσιαστική πράξη στον αγώνα για την αναγνώριση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στο ύστατο χαίρε, ο πρώην πρωθυπουργός περισσότερο δικαιολογούσε παρά δικαίωνε τη στάση του Παρτσαλίδη στα Δεκεμβριανά. Το ζητούμενο ήταν να καλλιεργηθεί η πεποίθηση ότι οι αντιθετικές μνήμες της δεκαετίας του ’40 -που δεν θα έσβηναν ποτέ- μπορούσαν και έπρεπε να λειτουργούν συνθετικά. Η «εθνική συμφιλίωση» δεν συνεπαγόταν ομογενοποίηση αλλά αρμονική συμβίωση και ενίοτε συνεργασία.
- Μάγδα Φυτιλή – Μάνος Αυγερίδης – Ελένη Κούκη (επιμ.), Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης. Πρακτικές Αναγνώρισης και αποκλεισμού 1944-2006, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2022, σ. 13. ↑
- Στο ίδιο, σσ. 13-16. Βάιος Καλογρηάς – Στράτος Δορδανάς, «Η αναγνώριση των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων (1945-1974)», Βασίλης Γούναρης (επιμ.), Ήρωες των Ελλήνων: Οι καπετάνιοι, τα παλικάρια και η αναγνώριση των εθνικών αγώνων 19ος – 20ός αιώνας, Εκδόσεις Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2019, σσ. 181-256. Γιώργος Αντωνίου – Ελένη Πασχαλούδη, «Το άψογο πρόσωπο της ιστορίας θολώνει: η αναγνώριση της εαμικής Αντίστασης και το πολιτικό σύστημα (1945-1991)», Βασίλης Γούναρης (επιμ.), Ήρωες των Ελλήνων: Οι καπετάνιοι, τα παλικάρια και η αναγνώριση των εθνικών αγώνων 19ος – 20ός αιώνας, Εκδόσεις Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2019,σσ. 257-331. Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας», Στράτος Δορδανάς, Βασιλική Λάζου, Βαγγέλης Τζούκας, Λάμπρος Φλιτούρης (επιμ.), Κατοχική βία 1939-1945: Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία, Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2016, σσ. 415-435. Δέσποινα Παπαδημητρίου, «Τα Δεκεμβριανά στη δεξιά μνήμη της δεκαετίας του 1980 και η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης», Θανάσης Σφήκας – Λουκιανός Χασιώτης – Ιάκωβος Μιχαηλίδης (επιμ.),Δρόμοι του Δεκεμβρίου: Από τον Λίβανο στην Αθήνα, 1944, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 327-341. ↑
- Μάγδα Φυτιλή, «Μεταπολίτευση: Θεσμική ενσωμάτωση και συμβολικός αποκλεισμός της Κομμουνιστικής Αριστεράς (1974-1981)», Μάγδα Φυτιλή – Μάνος Αυγερίδης – Ελένη Κούκη (επιμ.), Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης. Πρακτικές αναγνώρισης και αποκλεισμού 1944-2006, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2022, σσ. 201-202. ↑
- Cynthia Hardy – Bill Harley – Nelson Phillips, “Discourse Analysis and Content Analysis: Two Solitudes”, Qualitative and Multi-method Research, 2/1 (2004), 19-22. ↑
- Τσβετάν Τοντόροφ, Μνήμη του κακού. Πειρασμός του καλού. Στοχασμοί για τον αιώνα που έφυγε, μετάφρ. Κώστας Κατσουλάρης, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2003, σσ. 194-201. ↑
- Η Αυγή, 24 Ιουνίου 1980. ↑
- Η Αυγή, 26 Ιουνίου 1980. ↑
- Στο ίδιο. ↑
- Στο ίδιο. ↑
- Στο ίδιο. ↑
- Ριζοσπάστης, 25 Ιουνίου 1980. ↑
- Μήτσος Παρτσαλίδης, Διπλή αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1978, σσ. 12-13. ↑
- Στο ίδιο, σσ.13, 24-25 και 112-114. Για τις ειρηνικές προθέσεις του ΚΚΕ μετά τη Βάρκιζα βλ. σσ. 183-184. ↑
- Στο ίδιο, σσ. 124-125 και 200-201. ↑
- Στο ίδιο, σσ. 31-32. Για την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας βλ. σσ. 188-189. ↑
- Να σημειωθεί ότι ο ΕΔΕΣ είχε ταχθεί δημόσια υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Βλ. Καλογρηάς -Δορδανάς, «Η αναγνώριση των μη εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων», σ. 184. ↑
- Παρτσαλίδης, ό.π., σ. 9 και σσ. 45-50. ↑
- Στο ίδιο, σσ.124, 143. ↑
- Στο ίδιο, σ. 195. Σημειώνεται, βέβαια, ότι η καταδίκη αυτή είχε πραγματοποιηθεί από το ΚΚΕ ήδη από τους πρώτους μήνες μετά την Απελευθέρωση. ↑
- Στο ίδιο, σσ.41-42. ↑
- Στο ίδιο, σ. 198. ↑
- Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση», σσ. 432-434. ↑
- Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Ευρωκομμουνισμός. Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015, σσ. 149-150. ↑
- Παρτσαλίδης, ό.π., σ. 207. ↑
- Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση», σ. 422. ↑
- Φυτιλή, «Μεταπολίτευση: Θεσμική ενσωμάτωση», σ. 194. ↑
- Η προσπάθεια νομικής κατοχύρωσης της Εθνικής Αντίστασης ξεκίνησε από το 1946. Οι προκαταρκτικές συζητήσεις στη Βουλή διήρκησαν περισσότερο από δύο χρόνια και τελικά κατέληξαν στον Α.Ν. 971/1949, ο οποίος επί της ουσίας απέκλειε την αριστερή Αντίσταση. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1969, η Χούντα των Συνταγματαρχών πραγματοποιούσε ένα βήμα παραπέρα. Με το Ν.Δ. 179/1969, όριζε το τέλος της αντίστασης ως το 1949 και απέδιδε την ιδιότητα του αντιστασιακού σε όσους πολέμησαν εναντίον του «κομμουνιστοσυμμοριτισμού», ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την αναγνώριση ακροδεξιών ομάδων που έδρασαν κατά την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας ή και πρώην μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας. Περισσότερα βλ. Ελένη Κούκη, «Από τον πόλεμο στην ειρήνη και από την ειρήνη στον πόλεμο (1944-1949)», Φυτιλή – Αυγερίδης – Κούκη (επιμ.), Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης, σσ. 69-78 και Ελένη Κούκη «Το ΝΔ 179/1969 και ο “δεύτερος κύκλος” αναγνώρισης (1967-1974)», Φυτιλή – Αυγερίδης – Κούκη (επιμ.), ό.π., σσ. 163-169. ↑
- Μαρία Σπηλιωτοπούλου, «Η Κίνηση Ενωμένη Εθνική Αντίσταση 1940-1944: Κίνηση Συμφιλίωσης», Δελτίο Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού, τόμ. 2, Εκδόσεις Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2000, σσ. 278-279. ↑
- Στο ίδιο, σσ. 271-272. ↑
- Μάνος Αυγερίδης, «Οι δύο κόσμοι της μετεμφυλιακής Ελλάδας και το αίτημα της Αναγνώρισης», Φυτιλή – Αυγερίδης – Κούκη (επιμ.), Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης, σσ. 138-139. ↑
- Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας [στο εξής ΑΣΚΙ], Αρχείο Λευτέρη Αποστόλου, φάκ. 30, υποφ. «Διακηρύξεις, ανακοινώσεις, εκκλήσεις της Κίνησης, 1977-1979», κουτί 6: «Διακήρυξη της Κινήσεως “Ενωμένη Εθνική Αντίσταση” προς όλα τα κόμματα», Αθήνα, 5 Οκτωβρίου 1977. ↑
- Στο ίδιο. ↑
- ΑΣΚΙ, Αρχείο Λευτέρη Αποστόλου, φάκ. 30, υποφάκ. «Διακηρύξεις, ανακοινώσεις, εκκλήσεις της Κίνησης, 1977-1979», κουτί 6: «Διακήρυξη της Κινήσεως “Ενωμένη Εθνική Αντίσταση”, Αθήνα, 14 Νοεμβρίου 1978. ↑
- Η Αυγή, 27 Οκτωβρίου 1999. ↑
- ΑΣΚΙ, Αρχείο Τάσου Παναγιωτόπουλου, φάκ. 6, υποφ. «”Κίνηση Ενωμένης Εθνικής Αντίστασης”. Αλληλογραφία, προσχέδια αλληλογραφίας, προσκλήσεις καθώς και ανακοινώσεις και σημειώσεις σχετικά με τις εκδηλώσεις της Ενωμένης Εθνικής Αντίστασης 1941-44», κουτί 3: «Επιστολή στον δήμαρχο Αθηναίων». ↑
- ΑΣΚΙ, Αρχείο Λευτέρη Αποστόλου, φάκ. 30, κουτί 6: Ενωμένη Εθνική Αντίσταση 1941-1944, τχ. 1, σσ. 12, 23. ↑
- Η Αυγή, 26 Ιουνίου 1980. ↑
- Στο ίδιο. ↑
- Μάνος Αυγερίδης, «Ιστορικοποιώντας το βίωμα: από την ελληνική Αντίσταση στην ιστορία της (1945-1967)», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή ΕΚΠΑ, Αθήνα 2019, σ. 251. ↑
- Στο ίδιο, σ. 256. ↑
- Δώρα Παπαδοπούλου, «Ο πολιτικός “δάσκαλος” Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πνευματική ιδιοσυστασία και πολιτική ηγεσία, 1967-1974», Γιάννα Αθανασάτου – Άλκης Ρήγος- Σεραφείμ Σεφεριάδης (επιμ.), Η Δικτατορία 1967-1974. Πολιτικές πρακτικές – Ιδεολογικός λόγος – Αντίσταση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σσ. 198-200. ↑
- Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιστορικά δοκίμια. Πώς εφθάσαμε στην 21η Απριλίου 1967 και 1940-1944. Εθνική Αντίσταση, Εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα 1975, σ. 218. ↑
- Στο ίδιο, σσ. 211-213. ↑
- Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Εισαγωγή – Ιστορικός σχολιασμός», Κωνσταντίνα Μπότσιου (επιμ.), Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου, τόμ.10, Εκδόσεις Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2010, σ. 594. ↑
- Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση στην Παγκοσμιοποίηση, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2012, σ. 241. ↑
- Μάγδα Φυτιλή, «Λωτοφάγοι και Ηρώστρατοι: Μνήμες του ’40 στον πολιτικό λόγο των κομμάτων κατά τη δεκαετία του ’80», Μάνος Αυγερίδης – Έφη Γαζή – Κωστής Κορνέτης (επιμ.), Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2015, σ. 30. ↑
- Για περισσότερες τεχνικές λεπτομέρειες του νόμου βλ. Μάγδα Φυτιλή, «Η συμβολική ενσωμάτωση των “εχθρών του έθνους”», Φυτιλή – Αυγερίδης – Κούκη (επιμ.), Η δεύτερη ζωή της Εθνικής Αντίστασης, σσ. 229-238. ↑
- Χατζηβασιλείου, «Εισαγωγή – Ιστορικός σχολιασμός», σ. 596. ↑
- Ενδεικτικά βλ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ανεπιθύμητο παρελθόν. Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αιώνα και η καταστροφή τους, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2019, σσ. 240-241. Φυτιλή, «Η συμβολική ενσωμάτωση», σσ. 230-231. ↑
- Χατζηβασιλείου, «Εισαγωγή – Ιστορικός σχολιασμός», σ. 612. ↑