ΠΑΣΟΚ και τηλεόραση στη Μεταπολίτευση: φεμινισμός, ισότητα
και γυναικείες ταυτότητες στη μικρή οθόνη, στη δεκαετία του ’80[1]

Ιορδάνης Ιορδανίδης

Εισαγωγή: Η γυναίκα πριν το ’81 και η Αλλαγή

Η δεκαετία του ’80 αποτέλεσε για την Ελλάδα μία περίοδο τομής, μία αλλαγή εποχής. Ήταν η περίοδος εκείνη κατά την οποία αναδιαμορφώθηκε η ελληνική κοινωνία μέσα από μία σειρά από κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές οι οποίες είχαν σκοπό να οδηγήσουν τη χώρα στον δρόμο της προόδου, στον χάρτη των σύγχρονων «δυτικών» χωρών. Την υλοποίηση αυτών των μεγάλων αλλαγών την ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ με πρόεδρο τον Ανδρέα Παπανδρέου, μετά τη νίκη του στις εθνικές εκλογές τον Οκτώβρη του 1981. Το ΠΑΣΟΚ, ένα σοσιαλιστικό κίνημα, όπως αναφέρει και στην ιδρυτική του διακήρυξη,[2] ήταν το πρώτο κόμμα με αριστερές καταβολές που κυβέρνησε τη χώρα μετά από μία μακρά περίοδο δεξιών, κυρίως, κυβερνήσεων που κυριάρχησαν από το τέλος του Εμφυλίου.

Το ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε ένα σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης με στόχο να θεμελιώσει ένα κράτος βασισμένο στην κοινωνική δικαιοσύνη, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην ισότητα, διορθώνοντας λάθη, επουλώνοντας πληγές και καταρρίπτοντας στερεότυπα του παρελθόντος.[3] Ένα από αυτά τα στερεότυπα είχε να κάνει με τον ρόλο της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, που καθοριζόταν κυρίως από την ικανότητα «να διατηρεί την οικογενειακή συνοχή και να επιτελεί με επιτυχία τον φετιχοποιημένο ρόλο της καλής οικονόμου», όπως αναφέρει ο Τζιόβας.[4] Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ εστιάστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη μιας νέας γυναικείας ταυτότητας, βασισμένης στην ισότητα και στην ανεξαρτησία της, γεγονός που επικυρώθηκε και με ψηφίσματα νόμων.[5]

Η τηλεόραση ως μέσο επιρροής

Στη δεκαετία του ’80 πρωταγωνιστής της ενημέρωσης, της ψυχαγωγίας, αλλά και της διαμόρφωσης συνειδήσεων ήταν αναμφισβήτητα η τηλεόραση, η οποία, δεκαπέντε χρόνια μετά από την έναρξη των πρώτων δοκιμαστικών εκπομπών[6] δεν αποτελούσε είδος πολυτελείας, αλλά βρισκόταν στα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως «στη σύγχρονη δημοκρατία, η επικοινωνία ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους ψηφοφόρους τους περνά εφεξής μέσα από την τηλεόραση»[7] και αυτό ακριβώς εφάρμοσε η νέα διοίκηση της ΕΡΤ, που ήταν φυσικά διορισμένη από το ΠΑΣΟΚ· οι κοινωνικές αλλαγές της σοσιαλιστικής κυβέρνησης θα προβάλλονταν μέσω της τηλεόρασης.

Η ελληνική τηλεόραση, στο σύντομο παρελθόν της, δεν είχε να επιδείξει κάτι το ιδιαίτερα αξιόλογο. Οι στιγμές λάμψης της ήταν λίγες. Βέβαια, υπήρχαν αρκετές αξιόλογες παραγωγές, όμως, πριν το 1981, υπήρχε κενό σε περιεχόμενο ουσίας· η κοινωνία και οι σύγχρονοι προβληματισμοί απουσίαζαν από τη μικρή οθόνη. Οι περισσότερες τηλεοπτικές σειρές βασίζονταν σε έργα της ελληνικής λογοτεχνίας όπως Ο συμβολαιογράφος (1979) και η Λωξάντρα (1980). Το κενό αυτό έπρεπε να καλυφθεί και το περιεχόμενο του τηλεοπτικού προγράμματος να αναμορφωθεί, έτσι ώστε η τηλεόραση να επιτελέσει τον ρόλο της, δηλαδή αυτόν ενός κοινωνικοπολιτικού μέσου μαζικής επικοινωνίας.[8]

Η απόφαση, λοιπόν, της νέας διοίκησης της ΕΡΤ ήταν πως το νέο τηλεοπτικό πρόγραμμα θα βασιζόταν στις προτεραιότητες της κυβέρνησης, δηλαδή «στο τρίπτυχο σοσιαλισμός, επαρχία, γυναίκα».[9] Αναφορικά με το τρίτο ζήτημα του τρίπτυχου που θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο, είναι γεγονός πως είχαμε πια πολλές ελληνικές παραγωγές, ψυχαγωγικές και ενημερωτικές, με επίκεντρο το γυναικείο φύλο, και τις οποίες θα δούμε αναλυτικά παρακάτω. Σε αυτό, βέβαια, βοήθησε και το γεγονός ότι στο Δ.Σ. της ΕΡΤ είχε τοποθετηθεί και μία γυναίκα (με εισήγηση της Μ. Παπανδρέου).[10]

H γυναίκα πρωταγωνίστρια σε τηλεοπτικές σειρές του ’80

Αρκετές τηλεοπτικές σειρές είχαν, πια, πρωταγωνίστριες γυναίκες. Γυναίκες δυναμικές, μορφωμένες, χειραφετημένες, ηρωίδες, πρόσωπα πραγματικά ή μυθοπλασίας, με κοινό παρονομαστή τους αγώνες και την προσπάθειά τους για ισότητα και ενσωμάτωση στον ανδροκρατούμενο συντηρητικό κοινωνικό ιστό. Η κυρία Ντορεμί (1983), από το βιβλίο της Λιλίκας Νάκου, υπήρξε μία από τις πιο δημοφιλείς σειρές της περιόδου. Σε αυτήν οι τηλεθεατές παρακολουθούν τη ζωή μιας καθηγήτριας μουσικής, της Κατερίνας Μακρή (Ελένη Ανουσάκη), στον Μεσοπόλεμο, η οποία μεγάλωσε και σπούδασε στο Παρίσι, αλλά μετοίκησε στην Ελλάδα με τη μητέρα της, μετά τον θάνατο του πατέρα της. Επιθυμώντας την ανεξαρτησία της, αναζητά δουλειά με βάση τις μουσικές σπουδές της και τελικά διορίζεται στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Εκεί, βρίσκεται αντιμέτωπη με την τοπική, παλαιών αρχών, κοινωνία, και αγωνίζεται να γεφυρώσει το πολιτισμικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ της πρότερης και τωρινής ζωής της. Το κύριο γεγονός όμως που θα ανατρέψει όλη την προσπάθεια προσαρμογής της στην τοπική κοινωνία και θα διακυβεύσει την υπόληψή της, είναι ο έρωτάς της για έναν νεαρό Κρητικό, τον Λευτέρη, ο οποίος ήταν και μαθητής της. Τελικά, όλη αυτή η πίεση που δέχεται η ηρωίδα από μια κοινωνία που αρνείται να την αποδεχτεί, την οδηγεί να εγκαταλείψει τα πάντα και να γυρίσει πίσω στην Αθήνα, σε μια ζωή και μια πόλη που δεν την εκφράζουν.[11] Η σειρά, καταδεικνύει με τρόπο εύστοχο πως το επάγγελμα, ο ρόλος και η μόρφωση μιας γυναίκας, ιδιαίτερα στην ελληνική επαρχία, δεν επηρεάζουν τον συντηρητισμό της κοινωνίας που είχε συνηθίσει τη γυναίκα σε δευτερεύοντες ρόλους. Παράλληλα, βλέπουμε πως θίγεται και το θέμα του έρωτα με έναν τρόπο που δεν είχαμε συνηθίσει μέχρι τότεη γυναίκα εμφανίζεται κυρίαρχη στην ερωτική σχέση, γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με τα υπάρχοντα πρότυπα, τα οποία τροφοδοτούνταν και από την εγχώρια καλλιτεχνική παραγωγή.

Μία σημαντική ιστορική βιογραφική σειρά αφορούσε την αληθινή ιστορία της Ζακυνθινής συγγραφέα και πρώτης Ελληνίδας φεμινίστριας, της Ελισάβετ Μαρτινέγκου (1987). Στη σειρά αυτή μάθαμε για τη ζωή και τους αγώνες της Μαρτινέγκου μέσα από την ανάγνωση των σελίδων του ημερολογίου της από τον γιο της, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό της.[12] Η ιστορία εκτυλίσσεται στις αρχές του 19ου αιώνα, δεν είναι όμως δύσκολο να παρατηρήσει κανείς ομοιότητες της ελληνικής κοινωνίας σε ζητήματα φύλου δύο αιώνες μετά. Η Μαρτινέγκου ζούσε στο περιθώριο όπως όλες οι γυναίκες, και μόνη έγνοια της οικογένειάς της ήταν η αποκατάστασή της, δηλαδή ο γάμος, που τις περισσότερες φορές ήταν απόρροια συμφωνίας μεταξύ των οικογενειών. Εκείνη όμως διεκδικούσε την απελευθέρωση από τα δεσμά της, παρόλο που γνώριζε πως το περιβάλλον της δεν θα την άφηνε να εκπληρώσει τα όνειρά της. «Όλες οι παντρεμένες που ξέρω είναι δυστυχισμένες, γιατί είναι δούλες», έγραφε στην αυτοβιογραφία της. Ο σκηνοθέτης της σειράς, Βασίλης Σερντάρης, σχολιάζει καυστικά πως αυτή ήταν «πιο προοδευτική από τη σημερινή Ελληνίδα», καταδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό το συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας, σε μία περίοδο που η ισότητα αποτελούσε πρόσφατο κεκτημένο.[13]

Σε μία άλλη σειρά, τη Θύελλα (1987), παρακολουθούμε τη σύγχρονη ιστορία μιας γυναίκας που προσπαθεί να ξεφύγει από τα δεσμά ενός προβληματικού γάμου, και τελικά βρίσκει τη δύναμη να το κάνει, όταν ανακαλύπτει την απιστία του συζύγου της. Η πρωταγωνίστρια κάνει κάτι κοινωνικά κατακριτέο: αφήνει το παιδί με τον πατέρα του και αποφασίζει να συνεχίσει τη ζωή της μακριά τους. Η ζωή της αναταράσσεται, όταν πρέπει να γυρίσει πίσω στο παλιό της σπίτι εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας του παιδιού της, όμως η επιστροφή της είναι προσωρινή. Αποχωρεί τελικά από τη συμβατική, συζυγική στέγη, και ακολουθεί το δικό της δρόμο μιας ζωής που θα ορίζεται από την ίδια και τις αποφάσεις της, και όχι από τους συμβιβασμούς που της επέβαλλε η ελληνική συντηρητική κοινωνία.[14] Όπως σχολιάζει ο σεναριογράφος, Τάκης Χατζηαναγνώστου: «Το βασικό δραματουργικό μέρος στη “Θύελλα” είναι η επανάσταση της γυναίκας που όλα τα χρόνια του γάμου της είχε ενδώσει στην ιδέα του υποτακτικού στο σπίτι, είχε χάσει τον εαυτό της […] Ωστόσο φτάνει κάποια στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι είναι ένα ζωντανό πλάσμα, που έχει το δικαίωμα να δει τα πράγματα ενεργητικά και να τα βιώσει όχι σαν υπήκοος, αλλά σαν ένας άνθρωπος που έχει δικαίωμα στην ευτυχία […]».[15]

Ένα παρόμοιο ζήτημα πραγματεύεται και η τηλεταινία Ελπίδα (1985), το σενάριο της οποίας βασίστηκε σε διήγημα του Π. Σαββίδη. Η υπόθεση έχει να κάνει με τον τρόπο που διαχειρίζεται μία καθηγήτρια τις διάφορες σχέσεις της: την επαγγελματική με τον διευθυντή του σχολείου όπου εργάζεται, τη συζυγική στο σπίτι, και την ερωτική με τον παράνομο εραστή της.[16] Η ζωή της Ελπίδας δεν είναι, πια, μία ζωή κατακριτέα, τουλάχιστον σε σχέση με το φύλο της, και η πραγματικότητά της δεν ορίζεται πια από τους άλλους, αλλά από την ίδια. Το ριζοσπαστικό στην Ελπίδα είναι ότι οι τηλεθεατές παρακολούθησαν την ιστορία μιας γυναίκας με εξωσυζυγική σχέση. Δηλαδή έναν «ρόλο» στον οποίο συνήθως «πρωταγωνιστούσαν» άντρες, και ήταν σπάνια κατακριτέος.

Η Φανή (1989), άλλη μία επίκαιρη για την εποχή, σειρά, με πρωταγωνίστρια την Πέμη Ζούνη, παρουσίαζε δύο νέους ρόλους της σύγχρονης γυναίκας: αυτόν της ανύπαντρης μητέρας, και αυτόν της επιτυχημένης επαγγελματικά γυναίκας. Η Φανή εγκαταλείπει τον σύντροφό της και αποφασίζει να μεγαλώσει το παιδί που θα φέρει στον κόσμο μόνη, μετά τις αντιρρήσεις του για την εγκυμοσύνη. Τολμάει και αποφασίζει να μη θυσιάσει την επαγγελματική ζωή και ανεξαρτησία της, παρά τις πιέσεις που δέχεται από το εργασιακό περιβάλλον και το φόβο της βέβαιης κοινωνικής κατακραυγής.[17]

Τέλος, η σειρά του Πάνου Γλυκοφρύδη Οι συμμαθήτριες (1985),παρουσιάζει με έξυπνο τρόπο τα διάφορα προφίλ της σύγχρονης γυναίκας μέσα από τους πολλαπλούς της ρόλους στην κοινωνία. Στα δεκατρία επεισόδια της σειράς, παρακολουθούμε έντεκα συμμαθήτριες που συναντιούνται δεκαπέντε χρόνια μετά από την αποφοίτησή τους, και κάνουν απολογισμό της ζωής τους. Τα έντεκα διαφορετικά πορτρέτα γυναικών, παρά τις διαφορές τους, έχουν κοινό τόπο τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση ενώ, μέσα από τις συζητήσεις τους, ανακινούνται διάφορα θέματα που έχουν να κάνουν με τη διαφορετική θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία στο παρελθόν και στο παρόν.[18] Γίνεται δηλαδή με εύστοχο τρόπο μια σύγκριση στο χρόνο, με την οποία δίνεται η δυνατότητα στον τηλεθεατή να κατανοήσει την πρότερη προβληματική στάση της ελληνικής κοινωνίας προς το γυναικείο φύλο.

Η ανάκληση της λησμονημένης μνήμης της δεκαετίας του ’40, που αποτέλεσε και βασικό πυλώνα της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, δεν απουσίαζε από την ελληνική τηλεόραση, και φυσικά ήταν σημαντικό να προβληθεί και η γυναικεία συμβολή στην Αντίσταση. Δύο ήταν οι παραγωγές που επιτέλεσαν αυτόν το ρόλο. Η πρώτη ήταν η δραματοποιημένη βιογραφία της Μαρίας Δημάδη (1987). Σε αυτήν παρακολουθούμε τη ζωή της Δημάδη, ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης και συνεργάτιδας των ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, η οποία με κίνδυνο ζωής μετέφερε όλες τις πληροφορίες για τις κινήσεις του γερμανικού στρατού λόγω της δουλειάς της ως διερμηνέα στο γερμανικό φρουραρχείο του Αγρινίου.[19] Ο Γιώργος Πετρίδης, σκηνοθέτης της, αναφέρει για τη Δημάδη (που υποδυόταν η Ελένη Σάνιου), πως «εντάχθηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη και το 1942 μπήκε στην αγωνιστική ομάδα του ΕΑΜ. […] από τη θέση της διερμηνέα έσωσε πολύ κόσμο». Σημαντικό ιστορικό στοιχείο, άξιο αναφοράς, αποτελεί το γεγονός πως ο βιογράφος της Δημάδη, Φίλιππας Γελαδόπουλος, στην έρευνά του κατά τη συγγραφή, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η εκτέλεσή της δεν έγινε από Γερμανούς στρατιώτες, αλλά από Έλληνες ταγματασφαλίτες.[20] Η δεύτερη σειρά για τη γυναίκα της δεκαετίας του ’40 ήταν το Για μια καινούργια ζωή (1988). Στη σειρά παρακολουθούμε τη ζωή της Μαρίας Λάμπρου, από τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά μέχρι και την Κατοχή. Η Λάμπρου βοηθάει τους Αριστερούς στην Αντίσταση, έπειτα συλλαμβάνεται και, μετά το τέλος του πολέμου, συνεχίζει τον αγώνα, έχοντας πλήρη πολιτική και κοινωνική συνείδηση.[21] Η σειρά, βασίζεται στο ομότιτλο, αυτοβιογραφικό βιβλίο της Λιλίκας Νάκου, το οποίο η συγγραφέας αφιέρωσε στον πατέρα της Λουκά Νάκο, ένα δυναμικό πολιτικό άνδρα, σοσιαλιστή, που διετέλεσε εκτός των άλλων και υπουργός των κυβερνήσεων Βενιζέλου.[22]

Το νέο πρότυπο γυναίκας μέσα από τα ντοκιμαντέρ

Ένα απ’ τα πρώτα δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ που αφορούσε αποκλειστικά τις γυναίκες, ήταν τα Γυναικεία Πορτραίτα, το οποίο ξεκίνησε να προβάλλεται το 1982 στην ΥΕΝΕΔ και μετέπειτα ΕΡΤ-2 για τα επόμενα τρία χρόνια. Στη σειρά προβαλλόταν η καθημερινότητα διαφόρων γυναικών κατά τη δεκαετία του ’80, σε μία προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της γυναικείας ταυτότητας στην εποχή της Αλλαγής. Γυναίκες με πολλές και διαφορετικές ιδιότητες παρέλαυναν στη σειρά: εργαζόμενες, καλλιτέχνιδες, μόνες ή με οικογένεια, διάσημες ή άσημες, διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Τα επεισόδια ήταν σκηνοθετημένα από γυναίκες με βασική σκηνοθέτιδα τη σημαντική Φρίντα Λιάππα.[23] Ενδεικτικά, σε επεισόδια της σειράς, μαθαίνουμε για μια γυναίκα που φυλακίστηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, για μια αγωνίστρια του ΕΑΜ, για μια έφηβη που εγκατέλειψε το σπίτι της, για μια τηλεφωνήτρια του ΟΤΕ, για μια ποιήτρια, για μια ζωγράφο. Όλοι αυτοί οι ρόλοι, συνέθεταν σαν ψηφιδωτό το προφίλ και την ταυτότητα της σύγχρονης γυναίκας της δεκαετίας του ’80.[24]

Στη μίνι σειρά ντοκιμαντέρ Η γυναίκα και η πορεία της τα τελευταία 80 χρόνια (1987) με την Κωστούλα Τωμαδάκη και τη Λένα Μακρή πίσω από το σενάριο και τη σκηνοθεσία, αναζητείται η γυναικεία παρουσία και συμβολή μέσα από πτυχές του πολιτισμού, και ειδικότερα μέσα από το ρεμπέτικο, τη λογοτεχνία και την ψυχαγωγία. Στις τρεις αυτές ενότητες, παρακολουθούμε τον ρόλο που είχε η γυναίκα στο πέρασμα του χρόνου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το τελευταίο επεισόδιο, όπου γίνεται μια σύγκριση του τρόπου ψυχαγωγίας της γυναίκας στο σήμερα και το χθες, στην επαρχία και στην πόλη.[25]

Τέλος, σε ένα επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ Γεννήθηκα γυναίκα (1982), με τίτλο «Γυναίκα στην Αντίσταση» –το μόνο που διασώζεται στο αρχείο της ΕΡΤ– παρακολουθούμε προφορικές μαρτυρίες αγωνιστριών του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ. Η Μαρία Μπέικου, μέλος του ΕΛΑΣ, αναφέρει χαρακτηριστικά τη δυσκολία που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες «να επιβληθούν στους άντρες» να τις αποδεχτούν ως ισότιμες συμπολεμίστριες στο αντάρτικο. Η Ελένη Κυβέλου-Καμουλάκου, μέλος της ΕΠΟΝ, αναφέρει πως στο αντάρτικο οι γυναίκες «αποκτούν αυτογνωσία, γκρεμίζουν εκείνον τον προαιώνιο μύθο της κατωτερότητας του φύλου τους, αποχτάνε συνείδηση της αξίας τους και της δύναμής τους και κατακτούν δικαιώματα». Μια σημαντική πληροφορία ιστορικού ενδιαφέροντος που γίνεται γνωστή στο κοινό είναι πως η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), δηλαδή η κυβέρνηση και βουλή των ανταρτών, είχε πρωτοστατήσει σε ζητήματα ισότητας, επικυρώνοντας το δικαίωμα της γυναίκας στην ψήφο και στο εκλέγεσθαι, την αρχή της ίσης αμοιβής για ίση εργασία, και την ισότητα των δύο φύλων (άρθρο 5, του Α’ ψηφίσματος, Μάιος του 1944).[26] Όλα αυτά, βέβαια, δεν είχαν καμία ισχύ μετά την ήττα του ΔΣΕ στον Εμφύλιο.[27]

Μισό – Μισό, Μικροί – Μεγάλοι. Ισότητα στη μικρή οθόνη

Στον τομέα της ενημέρωσης η ΕΡΤ πρόσθεσε στο πρόγραμμά της μια εκπομπή για την ισότητα των δύο φύλων με τίτλο Μισό – Μισό (1985), που αποτελούσε μια «κοινωνική έρευνα για τις σχέσεις ανάμεσα στον Έλληνα και την Ελληνίδα, σχέσεις που προκύπτουν από τη θέση των φύλων στην κοινωνία της χώρας μας», όπως διαβάζουμε σε αφιέρωμα της Ραδιοτηλεόρασης. Η εκπομπή, παρά τις αρχικές ενστάσεις εξαιτίας του υψηλού κόστους παραγωγής, πρωτοπροβλήθηκε το καλοκαίρι του 1985 και αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια πρωτοπόρα στιγμή για την ελληνική τηλεόραση.[28] Το κάθε επεισόδιο πραγματευόταν ζητήματα που αφορούσαν τα δύο φύλα, όπως η ισότητα στο χώρο εργασίας και στη συζυγική στέγη, οι παλιές αντιλήψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων, ο γάμος και το διαζύγιο, η μοναξιά, κ.λπ.[29] Σκοπός της εκπομπής κατά το σκηνοθέτη της, Αλέξη Καπόπουλο, ήταν «ν’ αρχίσει να εξοικειώνεται ο κόσμος σε τέτοια θέματα και να μιλάει πάνω σ’ αυτά, λέγοντας την αλήθεια, όχι για να ικανοποιηθεί η περιέργεια των υπόλοιπων, αλλά για να βοηθήσουμε στη λύση των αντιθέσεων».[30] Οι αναφορές σε ζητήματα που παλαιότερα αποτελούσαν ταμπού ήταν σημαντικές. Στο τρίτο επεισόδιο π.χ. η δημοσιογράφος Λιάνα Κανέλλη, αναφέρθηκε το θέμα του βιασμού μέσα στη σχέση και στο γάμο,[31] ενώ στο όγδοο επεισόδιο που θίχτηκαν τα ζητήματα της αντισύλληψης και άμβλωσης, παρουσιάστηκαν δύο αντικρουόμενες απόψεις: της Εκκλησίας, με συνέντευξη του Μητροπολίτη Φλώρινας Αυγουστίνου Καντιώτη, και επιστημόνων. Προφανώς, η συζήτηση είχε σκοπό να προβάλει την επιστημονική αλήθεια, γεγονός που ενίσχυσε και ο σχολιασμός του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, στο τέλος της εκπομπής.[32] Μάλιστα, ο Έλληνας πρωθυπουργός εμφανίστηκε και στο προηγούμενο επεισόδιο, όντας κεντρικός φιλοξενούμενος, όπου μίλησε για θέματα ισότητας στο σπίτι και στην εργασία. «Για πρώτη φορά Έλληνας πρωθυπουργός τοποθετείται με σαφήνεια πάνω σ’ αυτό το θέμα σε εκπομπή της τηλεόρασης»,[33] διαβάζουμε στη Ραδιοτηλεόραση.

Μια άλλη εκπομπή, άξια αναφοράς, και μάλιστα ιδιαίτερα δημοφιλής στους νέους της εποχής, ήταν οι Μικροί – Μεγάλοι (ξεκίνησε να προβάλλεται το 1986 και ανανεώθηκε για άλλες τρεις τηλεοπτικές σεζόν). Η εκπομπή αυτή είχε υβριδικό χαρακτήρα: στην αρχή προβαλλόταν ένα δραματοποιημένο επεισόδιο όπου παρουσιαζόταν η καθημερινότητα και διάφορα ζητήματα που απασχολούσαν τη σύγχρονη ελληνική οικογένεια, και μετά το τέλος του ακολουθούσε συζήτηση στο στούντιο με αφορμή το θέμα που έθιγε το εκάστοτε επεισόδιο. Ο διάλογος γινόταν μεταξύ των καλεσμένων, που ήταν καθημερινοί άνθρωποι, γονείς και νέοι, και του πρωταγωνιστή, Θανάση Παπαγεωργίου. Κάθε ένας έπαιρνε θέση για το πώς θα αντιμετώπιζε το θέμα που θιγόταν,[34] το οποίο ήταν συνήθως σύγχρονο, επίκαιρο, και μπορεί παλιότερα να μη συζητιόταν δημόσια, λ.χ. πώς είναι η ζωή των παιδιών με διαζευγμένους γονείς, οι εξωσυζυγικές σχέσεις, οι καυγάδες των γονιών κ.λπ.[35] Βέβαια, η δραματοποίηση των γεγονότων στη σειρά δεν ήταν πάντα απόλυτα επιτυχημένη. Κάποια επεισόδια παρουσίαζαν την επαγγελματικά επιτυχημένη μητέρα να είναι απούσα από το σπίτι, άλλα τους γονείς να έχουν προσδοκίες από την κόρη τους σχετικά με τη δημιουργία οικογένειας, κ.ο.κ., γεγονότα που παρέπεμπαν σε πατριαρχικά οικογενειακά μοντέλα περασμένων δεκαετιών.[36]

Οι αποτυχίες και τα ευτράπελα

Δεν έλλειψαν και οι περιπτώσεις εκπομπών με περιεχόμενο που προωθούσε την ισότητα, που το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο και τελείωσαν άδοξα. Μία τέτοια περίπτωση ήταν της τηλεοπτικής σατιρικής σειράς Κυρία Αρσενία σ’ αγαπώ, σε σενάριο Παύλου Μάτεσι, η οποία μάλλον απέτυχε να προβάλει τις καταπιεσμένες γυναίκες με χιουμοριστικό τρόπο, και διακόπηκε λόγω χαμηλής τηλεθέασης μετά τα πρώτα επεισόδια προβολής της.[37]

Χαρακτηριστικές είναι και οι περιπτώσεις δύο εκπομπών οι οποίες κόπηκαν κατά την ώρα προβολής τους στον «αέρα», καθώς το περιεχόμενό τους ερχόταν σε σύγκρουση με την πολιτική της κυβέρνησης. Η πρώτη περίπτωση αφορούσε Τα καμάκια (1983), μια σειρά που συντηρούσε το αναχρονιστικό, αυτό, ελληνικό στερεότυπο, η οποία λογοκρίθηκε και διακόπηκε κατά τη διάρκεια προβολής ενός επεισοδίου που μιλούσε για τις ερωτικές περιπτύξεις Ελλήνων στη Ρόδο. Η αρχική παρέμβαση έγινε από τη σύζυγο του πρωθυπουργού, και πρόεδρο της ΕΓΕ, Μαργαρίτα Παπανδρέου,[38] ενώ η τελική εντολή για διακοπή δόθηκε από τον υπουργό της κυβέρνησης Μένιο Κουτσόγιωργα. Μάλιστα, ο σκηνοθέτης ροής βρέθηκε απροετοίμαστος μετά την ξαφνική παρέμβαση, με αποτέλεσμα, μέχρι να βρει να αποκαταστήσει την τηλεοπτική ροή με κάποια άλλη εκπομπή, η οθόνη της τηλεόρασης πρόβαλλε ένα μαύρο φόντο.[39] Κάτι ανάλογο έγινε και μια χρονιά αργότερα, το 1984, όταν η ΕΓΕ για τους ίδιους λόγους, με παρέμβασή της στην ΕΡΤ, διέκοψε την ταινία του Νίκου Αλευρά Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι (1977), με πρωταγωνιστή τον ίδιο, όπου εμφανιζόταν να θηλάζει από μια γυναίκα σαν μωρό.[40] Μάλιστα, λόγω της έκπληξης των ανθρώπων της ΕΡΤ από αυτό που έβλεπαν, η ταινία άρχισε να παίζει σε ταχύτητα fast forward στη μικρή οθόνη, πριν εντέλει διακοπεί, για να αντικατασταθεί, για άλλη μια φορά, με ένα μαύρο φόντο. Ο Νίκος Αλευράς, θυμάται σε συνέντευξή του τριάντα χρόνια αργότερα, πως την επόμενη μέρα παραιτήθηκε όλη η ηγεσία της ΕΡΤ-2, ενώ η είδηση της διακοπής έκανε τον γύρο του κόσμου.[41]

Τέλος, μία άλλη περίπτωση αφορά το ντοκιμαντέρ Γυναικείες Μορφές της Ελληνικής Ιστορίας, της Νίκης Τριανταφυλλίδη, το οποίο είχε ολοκληρωθεί και ήταν προγραμματισμένο να προβληθεί από την ΕΡΤ, πράγμα το οποίο τελικά δεν έγινε. Η επίσημη δικαιολογία για την ακύρωση προβολής του ήταν πως δεν ήταν ιστορικά ακριβές. Όμως η πραγματικότητα ήταν πως δεν ανταποκρινόταν στο ύφος που επιθυμούσε η νέα διοίκηση της ΕΡΤ, και το ότι είχε γυριστεί επί Ν.Δ.[42]

Συμπεράσματα

Η δεκαετία του ’80 σημάδεψε τη Μεταπολίτευση, καθώς οδήγησε τη χώρα στον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό μέσω της θεσμοθέτησης σημαντικών κοινωνικών αλλαγών και διεκδικήσεων πολλών δεκαετιών. Το ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε τη νέα κοινωνική πολιτική με φόντο την πολυπόθητη Αλλαγή με ριζοσπαστικό τρόπο, τοποθετώντας ξανά στον καμβά της ελληνικής κοινωνίας ένα μεγάλο τμήμα της που βρισκόταν για πολλά χρόνια στο περιθώριο.

Τη δεκαετία του ’80η ελληνική οικογένεια ήρθε πιο κοντά και οι σχέσεις των μελών της έγιναν πιο ουσιαστικές. Η οικογένεια συναναστρεφόταν στο σπίτι και τα μέλη της περνούσαν μαζί χρόνο ψυχαγωγικό και δημιουργικό.[43] Η τηλεόραση, που αποτελούσε το κύριο μέσο οικιακής ψυχαγωγίας, είχε προγράμματα που απευθύνονταν στον καθένα χωριστά αλλά και σε όλη την οικογένεια.[44] Το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε τη δύναμή της και, μέσα από το τηλεοπτικό πρόγραμμα, κατάφερε να επικοινωνήσει τις κοινωνικές αλλαγές της σοσιαλιστικής πολιτικής του, με θέματα που αφορούσαν την ισότητα των δύο φύλων καθώς και το ρόλο της γυναίκας που «εμπλουτίστηκε με νέα στοιχεία που προέρχονταν από τον κόσμο της εργασίας, τις ιδέες του γυναικείου και του φεμινιστικού κινήματος και από τη σεξουαλική απελευθέρωση».[45]

Τα τέλη της δεκαετίας του ’80 βρήκαν τις γυναίκες πιο δυνατές και, κατά ένα μεγάλο βαθμό, δικαιωμένες. Οι διαχρονικές διεκδικήσεις τους αποτελούσαν πια νόμους του κράτους.[46] Βέβαια, παρά την ψήφιση των νομοσχεδίων για ισότητα και τον αδιάκοπο αγώνα των φεμινιστικών οργανώσεων, η ελληνική κοινωνία ήθελε χρόνο να κατανοήσει και να υιοθετήσει τη νέα πραγματικότητα, καθώς κινούνταν σε βαθύ συντηρητισμό για πολλά χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, οι αλλαγές εκείνης της περιόδου αναφορικά με τα δικαιώματα των γυναικών, κατέτασσαν την Ελλάδα πολύ ψηλά σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.[47] Είναι γνωστό πως οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές υλοποιήθηκαν υπό τις οδηγίες της ΕΟΚ, στην οποία μόλις είχε ενταχθεί η Ελλάδα. Όμως είναι σίγουρο πως η υλοποίησή τους αυτή θα καθυστερούσε, αν δεν υπήρχε η πυγμή και η αποφασιστικότητα κάποιων στελεχών του ΠΑΣΟΚ, καθώς και οι συνεχείς αγώνες των φεμινιστικών οργανώσεων, όπως η ΕΓΕ, η οποία, παρόλο που θεωρήθηκε από ορισμένους «γυναικείος βραχίονας του ΠΑΣΟΚ», συνέβαλε τα μέγιστα στην υλοποίηση των γυναικείων διεκδικήσεων· οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις στο αναχρονιστικό οικογενειακό δίκαιο αποτέλεσαν την πρώτη μεγάλη νίκη του φεμινισμού.[48]

Παρόλο που το μοντέλο της συντηρητικής και πατριαρχικής οικογένειας, που «με το παλαιόν βάρβαρον αφύσικον και απάνθρωπον ήθος [ήθελε] τις γυναίκες κλεισμένες και ξεχωρισμένες από την ανθρώπινην εταιρείαν»[49] όπως έγραψε η Ελισάβετ Μαρτινέγκου στα απομνημονεύματά της πολλά χρόνια πριν, δεν έχει εκλείψει, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως στη δεκαετία του ’80 έγιναν σημαντικά βήματα για την ανάδειξη της ισότητας των φύλων. Ταυτόχρονα, οι νέες γενιές γυναικών, κατανοούν πως, υπεύθυνο για τη διατήρηση της ισότητας είναι το κράτος και όχι οι ίδιες, και αυτό αποτέλεσε μια αδιαμφισβήτητη νίκη των φεμινιστικών οργανώσεων.[50]

Πάντως, η μαζικοποίηση της επικοινωνίας της έμφυλης ισότητας μέσω της τηλεόρασης, είχε ως έναν βαθμό επιρροή και στην ψήφο. Στις εκλογές του 1985 οι γυναίκες ψήφισαν, για πρώτη φορά, σε υψηλότερα ποσοστά από τους άντρες μη δεξιό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ.[51] Αυτό δείχνει πως η γενικότερη τάση για ισότητα, που ήταν σίγουρα απόρροια πολλών παραγόντων και υποβοηθήθηκε σε μεγάλο βαθμό και από την τηλεόραση, αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα των εκλογών. Οι γυναίκες, έχοντας πλέον επίγνωση της δύναμής τους, ψήφιζαν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα, και είχαν μεγάλο τμήμα της κοινωνίας με το μέρος τους.

Κλείνοντας, ενδιαφέρον παρουσιάζει έρευνα της Μίρκας Μαδιανού στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Μέσα από συνεντεύξεις αστικών οικογενειών στο κέντρο της Αθήνας, παρατηρείται επιρροή του φύλου στην οικιακή τηλεθέαση, με τους άντρες να έχουν τον έλεγχο για το τι θα προβάλλεται στην τηλεόραση.[52] Βέβαια, παρόλο που άλλαξαν πολλά στη δεκαετία του ’80, είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς πως, μέσα σε λίγα χρόνια, δεν μπορούν να μεταβληθούν στερεότυπα και συνήθειες πολλών δεκαετιών. Οπότε, ακόμα κι αν η έμφυλη ισότητα θεωρείται σήμερα δεδομένη, υπάρχει σωρεία λόγων που δικαιολογεί τους συνεχιζόμενους αγώνες και τις διεκδικήσεις των φεμινιστικών οργανώσεων για μια κοινωνία με ισότιμους πολίτες, ανεξαρτήτως φύλου.

  1. Το άρθρο είναι βασισμένο σε έρευνα που έγινε για τη διπλωματική εργασία μου στο ΠΜΣ «Δημόσια Ιστορία» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με τίτλο «ΠΑΣΟΚ και Τηλεόραση στη δεκαετία του ’80: Μεταρρυθμίσεις, αλλαγές, προκλήσεις» (επιβλέπουσα καθηγήτρια, κ. Ελένη Πασχαλούδη).
  2. «Ιδρυτική διακήρυξη ΠΑΣΟΚ», Pasok.gr, στο https://pasok.gr/diakhryxh/ [ημερομηνία ανάκτησης: 10 Μαρτίου 2024].
  3. Βασίλης Βαμβακάς – Παναγής Παναγιωτόπουλος, «Εισαγωγή», στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σ. XLIII.
  4. Δημήτρης Τζιόβας, Η Ελλάδα από τη Χούντα στην κρίση. Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, μετάφρ. Ζ. Μπέλλα-Αρμάου, Γ. Στάμος, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2022, σ. 327.
  5. Ενδεικτικά αναφέρουμε την εξάλειψη διάκρισης κατά των γυναικών (Ν.1342/83), την προστασία της μητρότητας (Ν.1329/83), και την ισότητα στις εργασιακές σχέσεις (Ν.1414/84), βλ. Μάρω Παντελίδου Μαλούτα, «Κρατικός Φεμινισμός. Μέτρα για την έμφυλη ισότητα», στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 293-4. Για τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων τον Μάιο του 1986 (Ν. 1609/86) για την οποία αντέδρασε μέχρι και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης, βλ. Άννα Μιχοπούλου, «Εκτρώσεις. Πεδίο φεμινιστικής αναμέτρησης με μια ελληνική ιδιομορφία», στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 157-8.
  6. Η ελληνική τηλεόραση εξέπεμψε το πρώτο της τηλεοπτικό σήμα στις 21 Σεπτεμβρίου 1965, λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία του νέου πρωθυπουργού Στέφανου Στεφανόπουλου, λίγους μήνες μετά τα Ιουλιανά και την πτώση της κυβέρνησης του Γεώργιου Παπανδρέου. Οι πρώτες εκπομπές περιλάμβαναν παλιούς διεθνείς αγώνες ποδοσφαίρου και ξένες κινηματογραφικές ταινίες. Η ανταπόκριση των Ελλήνων ήταν άμεση, γεγονός που φάνηκε από την πώληση 15.000 δεκτών τηλεόρασης μέσα σε λίγες μέρες, βλ. Στάθης Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης (1960-2018), Εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2018, σσ. 36-7.
  7. Φ. Μπαρμπιέ – Κ. Λαβενίρ, Ιστορία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Από τον Ντιντερό στο Ίντερνετ, Εκδόσεις Δρομέας, Αθήνα 1999, σ. 395.
  8. Στάθης Βαλούκος, «Σήριαλ. Η πολιτικοποίηση της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας τα χρόνια της Αλλαγής», στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 539.
  9. Στο ίδιο, σ. 540.
  10. Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, σ. 101.
  11. Εδώ πρέπει να σημειωθεί, όπως παρουσιάζεται στη σειρά, αλλά και διαβάζουμε σε απόσπασμα του βιβλίου, οι μαθητές της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου ήταν νέοι έως είκοσι πέντε ετών, στην ηλικία, δηλαδή, της Κατερίνας Μακρή. Οπότε, δεν τίθεται θέμα ηλικιακό, αλλά προφανώς ηθικό, των ρόλων των δύο νέων, ενός μαθητή και μιας καθηγήτριας. Βλ. απόσπασμα στο Φωτόδεντρο, Λιλίκα Νάκου, «Η Κυρία Ντορεμί», στο http://photodentro.edu.gr/aggregator/lo/photodentro-lor-8521-10346, [ημερομηνία ανάκτησης: 24 Φεβρουαρίου 2024]. Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, σ. 298.
  12. Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, σ. 256.
  13. «Ελισάβετ Μαρτινέγκου. Η ζωή της φεμινίστριας – πεζογράφου του 19ου αιώνα», Ραδιοτηλεόραση, 881 (3-9 Ιανουαρίου 1987), ένθετο.
  14. Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, σ. 276.
  15. Λιάνα Μπαλή, «Τάκης Χατζηαναγνώστου. Ένας δημιουργικός τηλεοπτικός συγγραφέας», Ραδιοτηλεόραση, τχ. 894 (4-10 Απριλίου 1987), ένθετο.
  16. Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, σ. 257.
  17. «Φανή», RetroDB, στο https://www.retrodb.gr/wiki/index.php/Φανή_(1989)_(I) [ημερομηνία ανάκτησης: 20 Μαρτίου 2024]. Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, σ. 386.
  18. Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, σ. 369.
  19. Στο ίδιο, σ. 309.
  20. «Μια ηρωίδα ξαναζεί», Ραδιοτηλεόραση, 888 (21-27 Φεβρουαρίου 1987), 39.
  21. Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, σ. 236.
  22. «Θέματα της εβδομάδας. Για μια καινούργια ζωή», Ραδιοτηλεόραση, 975 (22-28 Οκτωβρίου 1988), 38.
  23. Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, σ. 236. «Γυναικεία Πορτραίτα. Άλκη Ζέη», ΕΡΤ, 1985, στο https://archive.ert.gr/id_260610/ [ημερομηνία ανάκτησης: 6 Μαρτίου 2024].
  24. «Γυναικεία πορτραίτα», RetroDB, στο https://www.retrodb.gr/wiki/index.php/Γυναικεία_πορτραίτα [ημερομηνία ανάκτησης: 15 Μαρτίου 2024].
  25. «Η γυναίκα και η πορεία της τα τελευταία 80 χρόνια», Ραδιοτηλεόραση, 886 (7-11 Φεβρουαρίου 1987), 39.
  26. «Γεννήθηκα γυναίκα. Η γυναίκα στην Αντίσταση», ΕΡΤ, 1982, στο https://archive.ert.gr/153320/ [ημερομηνία ανάκτησης: 18 Φεβρουαρίου 2024].
  27. Ενδιαφέρον έχει και η προφορική συνέντευξη που έδωσε στη Βασιλική Παπαγιάννη το 1980 μία άλλη αγωνίστρια της ΕΠΟΝ, η Λαρισαία Διαμάντω Γκριτζώνα, η οποία δηλώνει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει σε σχέση με το πώς αντιμετωπίζει η κοινωνία τις γυναίκες: «Εδώ δεν τις υπολογίζουν και για ανθρώπους τις γυναίκες», λέει χαρακτηριστικά, καταδεικνύοντας πως οι γυναίκες βρίσκονταν ακόμη στο περιθώριο στην ελληνική επαρχία, βλ. Βασιλική Παπαγιάννη, Κραυγές της μνήμης. Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2005, σ. 233.
  28. Η εκπομπή, που παρουσίαζε η δημοσιογράφος Δήμητρα Λιάνη, διακόπηκε στα οκτώ επεισόδια λόγω χαμηλής τηλεθέασης, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του πρωθυπουργού, ο οποίος ζήτησε την απομάκρυνση του διευθυντή προγράμματος Ν. Σωτηριάδη και ενημέρωσης Θ. Χαλάτση, βλ. Γιώργος Πλειός, «ΕΡΤ», στο Π. Πετσίνη – Δ. Χριστόπουλος (επιμ.), Λεξικό Λογοκρισίας στην Ελλάδα. Καχεκτική Δημοκρατία, Δικτατορία, Μεταπολίτευση, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2018, σ. 350.
  29. Πληροφορίες των θεμάτων από τις περιλήψεις στο πρόγραμμα της Ραδιοτηλεόρασης, τεύχη 855, 858, 859, 863, τη χρονιά του 1986.
  30. «Νέα εκπομπή. Έρευνα: Μισό – Μισό», Ραδιοτηλεόραση, 843 (12-18 Απριλίου 1986), 33.
  31. «Μισό – Μισό. Επεισόδιο 3», πρόγραμμα, Ραδιοτηλεόραση, 855 (5-11 Ιουλίου 1986), 26.
  32. «Μισό – Μισό. Επεισόδιο 8», πρόγραμμα, Ραδιοτηλεόραση, 864 (6-12 Σεπτεμβρίου 1986), 26.
  33. «Μισό – Μισό. Επεισόδιο 7», πρόγραμμα, Ραδιοτηλεόραση, 863 (20 Αυγούστου-5 Σεπτεμβρίου 1986) 24.
  34. Νίκος Γκιώνης, «Μικροί – Μεγάλοι: Η τηλεοπτική αναπαράσταση της ελληνικής οικογένειας στη δεκαετία του ’80», στο Β. Βαμβακάς – Γ. Πασχαλίδης (επιμ.), 50 χρόνια Ελληνική Τηλεόραση, Πρακτικά συνεδρίου, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2018, σ. 237.
  35. Πληροφορίες των θεμάτων από τις περιλήψεις στο πρόγραμμα της Ραδιοτηλεόρασης, τεύχη 942, 945, 951, 953, το 1988.
  36. Γκιώνης, ό.π., σσ. 241-2.
  37. Γιώργος Δάμπασης, Την εποχή της τηλεόρασης, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 179.
  38. Σπύρος Δημητριάδης, «Τα καμάκια. Τουρισμός, γραφικότητα και κρίση ανδροπρέπειας», στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 245.
  39. Δάμπασης, ό.π., σ. 183. Βαλούκος, Ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, σ. 113.
  40. Σεμίνα Διγενή, «Στην ΕΡΤ των 80’s (Β’ Μέρος): Ήταν μια ωραία καταστροφή», LIFO, 26/8/2020, στο https://www.lifo.gr/now/media/stin-ert-ton-80s-itan-mia-oraia-katastrofi [ημερομηνία ανάκτησης: 25 Φεβρουαρίου 2024].
  41. Αντώνης Ντινιακός, «Το “καταραμένο” φιλμ της ΕΡΤ 2 – που κόπηκε στον αέρα!», Andro.gr, 28/4/2014, στο, https://www.andro.gr/empneusi/to-katarameno-film-tis-ert-2-pou-kopike-ston-aera/ [ημερομηνία ανάκτησης: 15 Μαρτίου 2024].
  42. Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη, «Ο σοσιαλιστικός εξαμερικανισμός κατά την περίοδο της Αλλαγής», στο Β. Βαμβακάς – Α. Γαζή (επιμ.), Αμερικάνικες σειρές στην ελληνική τηλεόραση. Δημοφιλής κουλτούρα και ψυχοκοινωνική δυναμική, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2017, σ. 152.
  43. Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος, «Εισαγωγή», σ. XLVII.
  44. Το 1988, υπολογίζεται ότι υπήρχαν περίπου δύο εκατομμύρια τηλεοπτικές συσκευές στα ελληνικά νοικοκυριά, γεγονός που μαρτυρούσε την απόλυτη διείσδυση του μέσου στα ελληνικά σπίτια, βλ. Γρηγόρης Πασχαλίδης, «Η ελληνική τηλεόραση» στο Ν. Βερνίκος κ.ά. (επιμ.), Πολιτιστικές βιομηχανίες: Διαδικασίες, υπηρεσίες και αγαθά, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2005, σ. 179.
  45. Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ος αιώνας, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2019, σ. 428.
  46. Μαρία Ρεπούση, «Φεμινιστικό κίνημα. Από τη δυναμική εδραίωση στη σταδιακή ενσωμάτωση», στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 624-5.
  47. Τζιόβας, ό.π., σ. 333.
  48. Μαρία Λούκα, «Πού πήγαν οι Ελληνίδες φεμινίστριες;», Το Μωβ, 23/2/2017, στο https://tomov.gr/2017/02/23/poy-pigan-oi-ellinides-feministries/ [ημερομηνία ανάκτησης: 26 Φεβρουαρίου 2024].
  49. Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα της Ελισάβετ Μαρτινέγκου στο «Θέματα της εβδομάδας. Τρεις ενδιαφέρουσες σειρές», Ραδιοτηλεόραση, 930 (12-18 Δεκεμβρίου 1987), 33.
  50. Μάρω Παντελίδου Μαλούτα, ό.π., σσ. 294-5.
  51. Μάρω Παντελίδου Μαλούτα, «Φύλο και ψήφος. Το τέλος της δεξιόστροφης ψήφου των γυναικών», στο Β. Βαμβακάς – Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 640.
  52. Φυσικά, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ως προς την έρευνα αυτή, ανάλογα με την κοινωνική τάξη, βλ. Μίρκα Μαδιανού, Έθνος, ταυτότητες και τηλεόραση στη σύγχρονη Ελλάδα. Μελέτη πάνω στη θεωρία της διαμεσολάβησης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008, σ. 137.