Σαν τι μοιάζει μια λαϊκή εξέγερση;

Σπύρος Κακουριώτης

Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο. Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2023, σελ. 308

Πενήντα χρόνια μάς χωρίζουν πλέον από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973. Μολονότι η μοναδική αυτή πράξη μαζικής αντίστασης στη δικτατορία αποτέλεσε το ιδρυτικό γεγονός της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, στην πραγματικότητα η σχετική ιστοριογραφία παραμένει ισχνή.

Από το 1974 και εντεύθεν, η βιβλιογραφία για την εξέγερση του Νοέμβρη κυριαρχείται, σε συντριπτικό βαθμό, από μαρτυρίες των πρωταγωνιστών των γεγονότων, οι οποίοι, μοιραία, εστιάζουν τις αφηγήσεις τους στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και τις διαδικασίες που οδήγησαν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, καθώς και στα όσα διαδραματίστηκαν μέσα σε αυτό. Πρόσφατο και πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα το βιβλίο του Σταύρου Λυγερού, Η εξέγερση του Πολυτεχνείου: Μια ξεχασμένη κατάθεση (Πατάκης, 2023), που αποτελεί, εν πολλοίς, εκσυγχρονισμένη επανέκδοση της δίτομης μελέτης του ίδιου συγγραφέα Το φοιτητικό κίνημα και η ταξική πάλη στην Ελλάδα (Εκδοτική Ομάδα Εργασία, 1977), απαλλαγμένη από την ξύλινη γλώσσα και τις «αριστερίστικες» αγκυλώσεις της εποχής κατά την οποία πρωτοκυκλοφόρησε.

Το θέμα των νεκρών της εξέγερσης απασχόλησε επί μακρόν το δημόσιο διάλογο, όπου άλλοτε γίνονταν γενικόλογες αναφορές σε «εκατοντάδες» νεκρούς και άλλοτε παρουσιαζόταν ένας μακροσκελής κατάλογος που περιλάμβανε ακόμη και 60 ή περισσότερα ονόματα. Οι χωρίς τεκμηρίωση αναφορές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου, παρά τις φήμες ή τις αβέβαιες μαρτυρίες, δεν ταυτοποιήθηκε κάποιος νεκρός, αποτέλεσαν ευκαιρία για την ακροδεξιά, που λίγα χρόνια μετά τα γεγονότα άρχισε να κάνει λόγο για το «μύθο των νεκρών του Πολυτεχνείου».

Ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, μαζί με τους συνεργάτες του στο ερευνητικό πρόγραμμα «Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973», του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, υπήρξε ο πρώτος που κατέληξε σε έναν (προσωρινό) κατάλογο 24 (και σήμερα πλέον 25) πλήρως τεκμηριωμένων περιπτώσεων θυμάτων, ενώ άλλες 15 ανώνυμες περιπτώσεις έχει θεωρηθεί βάσιμα ότι «προκύπτουν» ως νεκροί (βλ. Λ. Καλλιβρετάκης, «Το ζήτημα των θυμάτων: Νεκροί και τραυματίες», στο Γιώργος Γάτος (επιμ.), Πολυτεχνείο ’73: Ρεπορτάζ με την Ιστορία, τόμ. 2ος, Φιλιππότης, Αθήνα 2004, σσ. 38-55 και του ίδιου, Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο, ό.π., σσ. 289-295).

Μπροστά στην ανάδυση των ακροδεξιών αρνητών, η ενασχόληση με την τεκμηρίωση των νεκρών αποτέλεσε προτεραιότητα για τους ερευνητές, επισκιάζοντας το ζήτημα των τραυματιών της εξέγερσης. Σύμφωνα με τον Καλλιβρετάκη, αυτοί πρέπει να υπερβαίνουν κατά πολύ τους 1.103 επισήμως καταγεγραμμένους στα νοσοκομεία, καθώς οι περισσότεροι τραυματίες απέφυγαν να απευθυνθούν σε αυτά, φοβούμενοι βασίμως την κακοποίηση και τη σύλληψή τους.

«Ανοίγοντας», με την παρούσα μελέτη, το φακό της έρευνάς του, προκειμένου να συμπεριλάβει σε αυτήν τους τραυματίες, ο Καλλιβρετάκης οδηγείται σε όσα διαδραματίστηκαν στην ευρύτερη περίμετρο του Πολυτεχνείου, στο κέντρο αλλά και σε συνοικίες της Αθήνας. Έξω από το Πολυτεχνείο, όπου οι συγκρούσεις με την αστυνομία πήραν τον χαρακτήρα μάχης σώμα με σώμα, αλλά και όπου οι δυνάμεις καταστολής του δικτατορικού καθεστώτος έκαναν χρήση φονικών πυρώναπέναντι σε άοπλους διαδηλωτές. Η επικέντρωση σε αυτές τις συγκρούσεις, στις οποίες έλαβαν μέρος κατά κύριο λόγο εργάτες και άλλοι εργαζόμενοι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των καταγεγραμμένων τραυματιών, αναδεικνύει με εξαιρετική σαφήνεια τον χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης του Νοέμβρη 1973.

Ο Καλλιβρετάκης θεμελιώνει την ιστορική του αφήγηση σε εξαντλητική τεκμηρίωση – κάτι που αποτελεί το πρώτιστο μέλημά του, καθώς έχει δείξει ήδη σε έργα όπως τα Δικτατορία και Μεταπολίτευση (Θεμέλιο, 2017) ή Μεσογείων 14-18. Η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών στα χρόνια της δικτατορίας (1971-1974) (ΕΙΕ, 2019), για να περιοριστούμε σε όσα αφορούν την ίδια περίοδο.

Στο Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο ο συγγραφέας επιδιώκει να ανασυστήσει τεκμηριωμένα τις κινητοποιήσεις του ανώνυμου πλήθους έξω από το Μετσόβιο ήδη από την Τετάρτη 14, αλλά κυρίως από την Παρασκευή 16 έως και την Κυριακή 18 Νοεμβρίου 1973, οπότε και σημειώνονται οι σημαντικότερες και σκληρότερες συγκρούσεις με την αστυνομία, κυρίως, με αποτέλεσμα σε αυτές να χάσουν τη ζωή τους οι περισσότεροι από τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.

Προκειμένου να απολήξει στην εξέγερση, ο Καλλιβρετάκης εξετάζει τις μαζικές αντιδράσεις ή κινητοποιήσεις που σημειώθηκαν ενάντια στη χούντα, από την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου το 1968 και τιςαποδοκιμασίες κατά του δικτάτορα Παπαδόπουλου στο Παναθηναϊκό Στάδιο ένα χρόνο αργότερα, τις εργατικές και αγροτικές κινητοποιήσεις, την κηδεία του Γιώργου Σεφέρη, την κατάληψη της Νομικής κ.λπ. μέχρι το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου, στις 4 Νοεμβρίου 1973. Συγκροτεί έτσι μια γενεαλογία αντιστασιακών κινήσεων, χωρίς να υπερτονίζει αλλά ούτε και να υποβαθμίζει τη σημασία τους.

Στον πυρήνα της αφήγησης βρίσκεται το τριήμερο 16-18 Νοεμβρίου, όπου ο συγγραφέας παρακολουθεί την κλιμάκωση των γεγονότων, με την κινητοποίηση κατοίκων στις συνοικίες της Αθήνας, κάτι στο οποίο συνέβαλε καθοριστικά ο ραδιοσταθμός του Πολυτεχνείου και η αυξημένη εμβέλεια που προσέφερε η αναμετάδοσή του από νεαρούς «ραδιοπειρατές».

Μέσα σε έναν εξαιρετικά πυκνό χρόνο, η πραγμάτευση του Καλλιβρετάκη εκτυλίσσεται ώρα με την ώρα· εκτυλίσσεται δρόμο το δρόμο, σε ένα σχετικά περιορισμένο χώρο ενός ή δύο χιλιομέτρων γύρω από το Πολυτεχνείο. Αναμφισβήτητα, εκτός από το εν κινήσει πλήθος, ο έτερος πρωταγωνιστής της αφήγησης του συγγραφέα είναι η ίδια η πόλη.

Ο συγγραφέας εξετάζει τις σημαντικότερες συγκρούσεις της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου (στην πλατεία Κλαυθμώνος, τα Χαυτεία, τη Νομαρχία Αττικής κ.α.), στέκεται όμως με εξαντλητική λεπτομέρεια στην «πολιορκία» του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, στην οδό Μάρνη, τεκμηριώνοντας τη βία των κατασταλτικών μηχανισμών του καθεστώτος, κυρίως της αστυνομίας – καταμετρώντας ακόμα και τον αριθμό των σφαιρών που ρίχτηκαν εναντίον των άοπλων διαδηλωτών, αναδεικνύονταςτη συγκεκριμένη σύγκρουση ως την αιματηρότερη του τριημέρου της εξέγερσης.

Επιπλέον, παρουσιάζει μια άγνωστη στους πολλούς εικόνα για την ημέρα του Σαββάτου 17 Νοεμβρίου, όταν, παρά τη σφαγή που έχει προηγηθεί και τη νυχτερινή εκκένωση του Πολυτεχνείου, σημειώνονται σποραδικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, στο κέντρο και τις συνοικίες, δεκάδες συγκεντρώσεις και μικροδιαδηλώσεις, την ίδια στιγμή που αστυνομία και στρατός πυροβολούν, κυριολεκτικά, στο ψαχνό. Ανάλογη, αλλά σε μικρότερη έκταση, όσον αφορά τις αντιδράσεις στο καθεστώς, είναι η εικόνα και για την επόμενη μέρα, την Κυριακή 18 Νοεμβρίου. Και εδώ, η αφήγηση ακολουθεί χρονολογική σειρά και ταξινομείται σε βάση χωρική, αναδεικνύοντας για άλλη μια φορά σε πρωταγωνιστές περιοχές και συνοικίες της πόλης όπου εκτυλίσσονται τα γεγονότα.

Η πραγμάτευση ολοκληρώνεται με μια αναφορά στο κλίμα ανθρωποκυνηγητού και τρομοκρατίας που αρχίζει να εμπεδώνεται από τη Δευτέρα 19 Νοεμβρίου και τις μέρες που ακολουθούν, μέχρι το ιωαννιδικό πραξικόπημα και τις εκτεταμένες συλλήψεις που θα πραγματοποιηθούν τους μήνες κατά τους οποίους θα παραμείνει στην εξουσία.

Η «στρογγυλή» επέτειος των 50 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου υπήρξε η ευκαιρία για τη γόνιμη επανεξέταση πτυχών που είχαν παραμείνει αχαρτογράφητες μέχρι σήμερα. Εκκινώντας από διαφορετική αφετηρία, τρεις ακόμη μελέτες εστιάζουν στην ίδια ή σε παρόμοια θεματική και έρχονται έτσι να συνομιλήσουν με τη δουλειά του Καλλιβρετάκη. Η πρώτη,και παλαιότερη, είναιη συλλογή προφορικών μαρτυριών του Ιάσονα Χανδρινού, Όλη νύχτα εδώ. Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου (Καστανιώτης 2019), μια απόπειρα να καταγραφεί η αφήγηση του ανώνυμου πλήθους μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο, στη βάση συνεντεύξεων με «επώνυμους» και «ανώνυμους» πρωταγωνιστές.

Πιο πρόσφατο το χρονικό του Ιερώνυμου Λύκαρη Πολυτεχνείο 1973: Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει (Καστανιώτης, 2023), αποτελεί μια ερευνητική χρονογραφία που εστιάζει στο ζήτημα των θυμάτων, με έμφαση στους τραυματίες και την αντιμετώπισή τους, μέσα από καταθέσεις, αστυνομικά ντοκουμέντα κ.λπ. Πρόκειται για εντυπωσιακή σε όγκο δουλειά, που πολλά θα είχε να ωφεληθεί από την ιστοριογραφική πλαισίωση και αφήγηση, η έλλειψη των οποίων αφήνουν μια μάλλον γραμμική εικόνα στον αναγνώστη της. Η δεύτερη μελέτη είναι το έργο του Δημήτρη Βεριώνη Θάνατοι στη Χούντα, 1967-1974 (Τόπος, 2024), μια ακόμη εντυπωσιακότερη σε όγκο απόπειρα καταγραφής και τεκμηρίωσης του συνόλου των δολοφονημένων από το καθεστώς της δικτατορίας αγωνιστών, αλλά και άλλων «ύποπτων» θανάτων κατά την ίδια περίοδο.

Ίσως βρισκόμαστε μπροστά σε μια επαναφορά στο ιστοριογραφικό προσκήνιο της φιγούρας του «θύματος», απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της οποίας είναι η εκπλήρωση του καθήκοντος της απόδοσης σε κάθε ένα από τα θύματα του ονόματός του… Βέβαια, οι επώνυμοι «ανώνυμοι» πρωταγωνιστές του Καλλιβρετάκη δεν «υφίστανται» την ιστορία –και με αυτήν την έννοια δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στηνιδεοτυπική εικόνα του θύματος στην οποία αναφερόμαστε παραπάνω– αντιθέτως, προσπαθούν να πάρουν την ιστορία στα χέρια τους, να τη «δημιουργήσουν».

Ο Καλλιβρετάκης καταδεικνύει τους όρους με τους οποίους γίνεται αυτό, δείχνει πώς το κοινωνικό πλήθος συγκροτείται σε πολιτικό υποκείμενο και εξηγεί γιατί η δράση του προσέλαβε διαστάσεις λαϊκής εξέγερσης. Η ενδελεχής μελέτη των επαγγελμάτων των τραυματιών προσφέρει μια κοινωνιολογική προσέγγιση των εξεγερμένων, που επιβεβαιώνει αυτόν το λαϊκό χαρακτήρα. Με δυο λόγια, ο συγγραφέας δείχνει ποιοι ήταν οι άνθρωποι αυτοί και γιατί βρέθηκαν έξω από το Πολυτεχνείο. Με τον τρόπο αυτόν, επιτυγχάνει να μετακινήσει την εστίαση και να αλλάξει τη ματιά μας σχετικά με τα γεγονότα του Νοέμβρη.

Ως ιστορικός, ο Καλλιβρετάκης επιμένει στη λεπτομερή και εξαντλητική τεκμηρίωση, θυμίζοντας κάποτε τους θετικιστές συναδέλφους του τού 19ου αιώνα. Η αδιαμφισβήτητη αυτή αρετή δεν είναι απαλλαγμένη από μειονεκτήματα, εγγεγραμμένα στο habitus αυτού του ιστοριογραφικού παραδείγματος: Ο συγγραφέας αποφεύγει να καταλήξει σε συμπεράσματα, αρκούμενοςσε μια ολιγοσέλιδη σύνοψη «Αντί επιλόγου». Ακόμη, αρκείται στο ρόλο του ιστορούντος υποκειμένου, αρνούμενος να εμφανιστεί ταυτόχρονα και ως δράσαν υποκείμενο, παρά μονάχα πολύ δειλά, παραθέτοντας μικρά αποσπάσματα απόδικές του ημερολογιακές καταγραφές εκείνων των ημερών σε υποσημειώσεις.

Ακόμη όμως κι αν προσπαθεί να «κρύψει» τον αφηγητή ιστορικό στο παρασκήνιο, ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, εξοφλώντας, «με πολύ μεγάλη καθυστέρηση», όπως έχει δηλώσει, ένα χρέος προς τη γενιά του, παραδίδει στην κοινότητα των ιστορικών και στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό τη σημαντικότερη μέχρι σήμερα μελέτη για το Πολυτεχνείο, ακριβώς γιατί είναι σε θέση να τεκμηριώσει με τρόπο απτό το χαρακτήρα του και να δείξει στους σημερινούς «άκαπνους» αναγνώστες σαν τι μπορεί να μοιάζει μια λαϊκή εξέγερση…