Στη μνήμη Ανδρέα Βενιανάκη (1965-2024)

Στράτος Ν. Δορδανάς – Βάιος Καλογρηάς

Προσφάτως έφυγε από τη ζωή ο διακεκριμένος ιστορικός ερευνητής Ανδρέας Βενιανάκης ύστερα από άνιση μάχη που έδωσε με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια. Ο Ανδρέας, εξαιρετικός φίλος και συνεργάτης, παντρεμένος με δύο παιδιά, είχε κερδίσει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του αναγνωστικού κοινού με τις μελέτες του για το κατοχικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης (1941-1944).

Ο Ανδρέας δεν ήταν επαγγελματίας αλλά αυτοδίδακτος ιστορικός, από μεράκι. Η ιστορία της πόλης αποτελούσε (μαζί με τη φωτογραφία) το μεγάλο του πάθος. Εδώ και αρκετά χρόνια συγκέντρωνε πλήθος προφορικών μαρτυριών σχετικά με την εγκληματική δράση των παραστρατιωτικών ομάδων του Γεωργίου Πούλου, του Αντώνη Βήχου και του Αντώνη Δάγκουλα. Παράλληλα, μελετούσε τα διάφορα αρχεία της πόλης (μεταξύ άλλων δικαστικά έγγραφα και τον τοπικό τύπο) και ταξινομούσε επιμελώς το υλικό που συνέλεγε, προκειμένου να μην αφεθεί στη λήθη του χρόνου. Ωστόσο, η ταξινόμηση προφορικών και γραπτών πηγών για προσωπικούς και μόνο λόγους δεν τον ικανοποιούσε. Έτσι, άρχισε να κερδίζει έδαφος η ιδέα να πιάσει ο ίδιος τη συγγραφική πένα και να προχωρήσει στην εκπόνηση μελετών, βασισμένων στα στοιχεία που με τόσο κόπο είχε συλλέξει, ώστε να αντικρίσει η τοπική κοινωνία τον εαυτό της στον καθρέφτη και να πληροφορηθεί άγνωστες πτυχές του αιματηρού παρελθόντος της.

Ήδη, από το πρώτο του βιβλίο ο Ανδρέας έδειξε ότι είχε σκοπό να ταράξει τα –μάλλον όχι και τόσο ήσυχα– νερά της τοπικής ιστοριογραφίας, επιλέγοντας ένα ιδιαίτερα σκοτεινό θέμα. Δάγκουλας. Ο «δράκος» της Θεσσαλονίκης (Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2016, β’ έκδ. 2023) ήταν ο τίτλος της πρώτης του συγγραφικής δουλειάς, με την οποία εγκαινίασε την εργογραφία του. Επρόκειτο για μια λεπτομερή εξιστόρηση της δωσιλογικής πορείας του Δάγκουλα και των ανδρών του. Όπως σημειώναμε στον σχετικό πρόλογο: «Με βασικό εφόδιο την αστείρευτη αγάπη για το αντικείμενο της έρευνάς του και οπλισμένος με θάρρος και περιέργεια, ο Αντρέας περιπλανήθηκε σε δρόμους και σοκάκια της Θεσσαλονίκης, αναζητώντας τα ίχνη των Δαγκουλαίων και του αιματηρού οδοιπορικού τους. Συγκέντρωσε πλήθος μαρτυριών, τόσο από την πλευρά των θυμάτων, όσο και από την πλευρά των θυτών, προσπαθώντας να καταγράψει και να κατανοήσει τα αίτια του πρωτοφανούς κύματος βίας που συγκλόνισε τη Θεσσαλονίκη το τελευταίο έτος της γερμανικής κατοχής. Γι’ αυτό τον λόγο το βιβλίο του είναι, εκτός από ένα ιστορικό πόνημα, και μια επιμνημόσυνη δέηση για τα πολλά (δυστυχώς) θύματα των Δαγκουλαίων».

Με το βιβλίο του για τον «πρώτο» Δάγκουλα της Θεσσαλονίκης ο Ανδρέας αποκάλυψε την ταυτότητα των φορέων της τρομοκρατίας και ανέσυρε από τη λήθη τα βιογραφικά στοιχεία πολλών θυμάτων της (χάρη και σε έναν κατατοπιστικό πίνακα στο τέλος του βιβλίου). Στο δεύτερο του βιβλίο, που φέρει τον τίτλο Ποντάροντας στην γερμανική ρουλέτα. Καζίνο και πράκτορες στην κατοχική Θεσσαλονίκη (Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2020), ο Ανδρέας καταπιάστηκε με μια τελείως άγνωστη πτυχή του οικονομικού και όχι μόνο δωσιλογισμού, εστιάζοντας στους κατεξοχήν Έλληνες πράκτορες των γερμανικών αρχών (όπως της SD και της GFP) και στη σκοτεινή δράση τους που περιλάμβανε εκτός από την κατασκοπεία εκβιασμούς, απάτες και άλλες άνομες πράξεις σε βάρος της εβραϊκής κοινότητας, γενικά της Ελλάδας αλλά και των Συμμάχων της.

Με το τρίτο του βιβλίο Ο κατοχικός Εμφύλιος στην Μακεδονία (1942-1944) και οι τρεις Παπαδόπουλοι (Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2022), ο Ανδρέας έστρεψε την προσοχή του στην εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τις ένοπλες αντικομμουνιστικές πολιτοφυλακές του Εθνικού Ελληνικού Στρατού (ΕΕΣ) στη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία, μεταφέροντας το χώρο της έρευνάς του από τη Θεσσαλονίκη στην επαρχία και από το αστικό στο αγροτικό περιβάλλον. Και σε αυτό το βιβλίο ακολούθησε μια βιογραφική προσέγγιση, ενταγμένης όμως στο ευρύτερο εμφυλιοπολεμικό πλαίσιο, τοποθετώντας τους πρωταγωνιστές του στη «σκακιέρα» της εποχής και καταγράφοντας βήμα προς βήμα τη δράση και την ταύτισή τους με το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ενδελεχή μελέτη της ένοπλης «αγροτικής αντεπανάστασης» κατά της εαμικής εξουσίας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τις γραμμές του ΕΕΣ στη Μακεδονία.

Χάρη και στις (διαδικτυακές) βιβλιοπαρουσιάσεις του «Επίκεντρου» και της εκπομπής «Ένα βιβλίο, ένα ταξίδι» του έγκριτου δημοσιογράφου Στέλιου Λουκά στην TV 100, το αναγνωστικό κοινό της Θεσσαλονίκης είχε την ευκαιρία να δει, να ακούσει αλλά και να συζητήσει με τον Ανδρέα γύρω από τα θέματα της Κατοχής και του Εμφυλίου και να σχηματίσει ιδίαν άποψη για το έργο του. Επίσης, τα βιβλία του Ανδρέα έγιναν γρήγορα αποδεκτά από την επιστημονική κοινότητα, αφού εμπλουτίζουν σημαντικά τις γνώσεις μας και προσφέρουν πρωτογενή στοιχεία για περαιτέρω έρευνες. Εξάλλου, ο Ανδρέας εφάρμοζε επιμελώς τους κανόνες της ιστορικής επιστήμης, αποφεύγοντας ατεκμηρίωτα και εύκολα συμπεράσματα και την ιδεολογικοποίηση των γεγονότων. Δικαίως θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο αξιόλογους ερευνητές της Θεσσαλονίκης.

Δυστυχώς, ο Ανδρέας έφυγε πολύ νωρίς. Το σίγουρο είναι ότι είχε να προσφέρει πολλά ακόμη στην έρευνα. Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, και παρά τις αντίξοες συνθήκες που βίωνε, ετοίμαζε ένα βιβλίο για την περίοδο της Εαμοκρατίας στη Θεσσαλονίκη (Οκτώβριος 1944 – Φεβρουάριος 1945). Αν με την τετραλογία αυτή θα ολοκλήρωνε το έργο του για την κατοχική και μετακατοχική Θεσσαλονίκη και θα αφιέρωνε τη μετέπειτα έρευνά του σε άλλες χρονικές περιόδους, είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί. Ευχής έργον είναι να δει και η Εαμοκρατία του το φως της δημοσιότητας. Είναι το ελάχιστο που οφείλουμε στον Ανδρέα και τους αναγνώστες του…