Άλλο ένα τεύχος του περιοδικού Εικοστός Αιώνας ξεκινά το ταξίδι του. Αυτή τη φορά περιλαμβάνει ένα αφιέρωμα στη Μεταπολίτευση, μια κατεξοχήν κομβική στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από την πολιτική αλλαγή του 1974.
Στις 23 Ιουλίου 1974 η στρατιωτική δικτατορία κατέρρευσε υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας. Ένα στρατιωτικό καθεστώς, με προμετωπίδα πατριωτική και «εθνοσωτήριο», δεν κατάφερε τελικά να υπερασπιστεί ένα κομμάτι του ελληνισμού. Οι στρατιωτικοί, ανίκανοι να διαχειριστούν την κατάσταση, κάλεσαν τους πολιτικούς να αναλάβουν, ώστε να αποφευχθεί χειρότερη κρίση και περαιτέρω καταστροφές.
Το καθεστώς καταρρέοντας παρέσυρε μια σειρά από μέτρα και τακτικές (πολιτικές διώξεις, στρατοδικεία, εκτελέσεις, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονήματων, λογοκρισία, διοικητικές εκτοπίσεις κ.ά.) που είχαν χρησιμοποιηθεί από την πολιτική εξουσία πολύ πριν την 21η Απριλίου 1967, προκειμένου να περιοριστεί η έκφραση των πολιτικών της αντιπάλων. Τα μέτρα αυτά, που κορυφώθηκαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου αλλά συνεχίστηκαν πολύ μετά το τέλος του, έθεταν ένα μεγάλο κομμάτι των Ελλήνων πολιτών στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, στερώντας τους θεμελιώδη ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Η θεμελίωση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, όμως, άλλαξε άρδην τον χαρακτήρα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο έπαψε πια να στηρίζεται στις διώξεις, στην περιθωριοποίηση και την καταστολή των πολιτικών αντιπάλων. Αντίθετα, έκτοτε βασίστηκε στη μέριμνα για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις.
Κυριολεκτικά από τη μια μέρα στην άλλη, κατέρρευσαν όλες οι παραδοχές που είχαν αποτελέσει τη νομιμοποιητική βάση της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης και γελοιοποιήθηκαν. Η απειλή του κομμουνισμού και η προσπάθεια του θεσμικού εξοβελισμού της ηττημένης στον εμφύλιο πόλεμο Αριστεράς από τη ζωή του έθνους έγιναν πλέον παρελθόν, αποτελώντας μια κληρονομιά την οποία καμία πολιτική δύναμη, ούτε καν η ίδια η Δεξιά, δεν είχε τη διάθεση να διεκδικήσει και να συμπεριλάβει στο εξής στην πολιτική της ταυτότητα. Οι μόνοι που επέμεναν σε αυτό το παρελθόν ήταν οι νοσταλγοί και υποστηρικτές της χούντας, οι οποίοι όμως αναγκάστηκαν για μερικά χρόνια να σωπάσουν και να περάσουν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής και της παράταξής τους.
Μέχρι το 1981 μια σειρά νομοθετικές και θεσμικές αλλαγές ολοκλήρωσαν τη μετάβαση στη δημοκρατία και συνετέλεσαν στην εδραίωσή της. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, με την κατάργηση του Α.Ν. 509/1947 ήδη από τις 23 Σεπτεμβρίου 1974, η κατάργηση της μοναρχίας με δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1974, το νέο Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1975, οι δίκες των χουντικών, είναι ίσως οι πιο εμβληματικές από τις διαδικασίες που σφράγισαν τη μετάβαση. Παράλληλα, η αποχουντοποίηση δεν προχώρησε με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους τομείς του δημοσίου, λόγω πολλών δυσκολιών αλλά και των ισορροπιών που έπρεπε να διατηρηθούν προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία της μετάβασης. Ωστόσο, έγιναν σημαντικές αλλαγές στον στρατό, στην εκπαίδευση και στη διοίκηση, που επέτρεψαν τη μετάβαση και στερέωσαν τη Δημοκρατία. Η νίκη του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές του 1981 ολοκλήρωσε, κατά κάποιο τρόπο, αυτή τη μετάβαση, αποδεικνύοντας πως η Δημοκρατία είχε εδραιωθεί πλέον και μπορούσε να αντέξει ακόμη και μεγάλες αλλαγές.
***
Τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευτεί σημαντικές μελέτες για τη Μεταπολίτευση, ιδιαίτερα από πολιτικούς επιστήμονες, οι οποίοι άνοιξαν πρώτοι το πεδίο. Το ενδιαφέρον στράφηκε, κυρίως, στη μελέτη των πολιτικών κομμάτων και στο φαινόμενο του λαϊκισμού. Το ενδιαφέρον των ιστορικών, όμως, υπήρξε μειωμένο. Περιορίστηκε κυρίως στη διπλωματική ιστορία, στο Κυπριακό και ιδιαίτερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Τη συζήτηση για τη Μεταπολίτευση απασχόλησε συχνά ο χρονικός προσδιορισμός του «τέλους» της. Ποικίλες χρονολογίες προτάθηκαν κατά καιρούς γι’ αυτό, κατασκευάζοντας, ταυτόχρονα, διαφορετικές χρονικότητες, που οδηγούσαν σε διαφορετικές ερμηνείες. Από τις επεξεργασίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να κυριαρχούν δύο διαφορετικές, αλλ’ όχι απαραίτητα διαζευκτικές, εκδοχές: αυτή της «βραχείας» και εκείνη της «μακράς» Μεταπολίτευσης.
Η πρώτη αντιλαμβάνεται τη μεταπολίτευση με τη στενή έννοια, επικεντρώνοντας στις αλλαγές που οδήγησαν στη διαμόρφωση της θεσμικής φυσιογνωμίας της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, ορίζοντας ως «τέλος» της την ψήφιση του νέου Συντάγματος, το καλοκαίρι του 1975, ή την ολοκλήρωση της δίκης των πρωταιτίων του πραξικοπήματος, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς.
Η δεύτερη, αντιθέτως, προτείνοντας αρκετές εναλλακτικές χρονολογίες για το «τέλος» της Μεταπολίτευσης (που εκκινούν από το 1981 και φτάνουν μέχρι το… 2019), οι οποίες και νοηματοδοτούν διαφορετικά το περιεχόμενό της, επικεντρώνεται περισσότερο στο κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο της περιόδου, στην εξέλιξη των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, στη διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων και των κατακτήσεων των εργαζόμενων στρωμάτων κ.λπ., αλλά και στα βασικά διακυβεύματα που αντιμετώπιζε η χώρα (εκδημοκρατισμός, ένταξη στην ΕΟΚ, παγκοσμιοποίηση…)
Ένα ακόμη δίλημμα που απασχόλησε όσους επιχειρούν να ιστορικοποιήσουν τη Μεταπολίτευση, ιδιαίτερα όσο πλησιάζαμε προς τη «στρογγυλή» επέτειο των 50 χρόνων ήταν αν κατά τη μεταπολίτευση του Ιουλίου ’74 υπήρξε «αποκατάσταση» ή «μετάβαση» στη Δημοκρατία. Εμμένοντας στη συνέχεια με το προδικτατορικό καθεστώς, αυτό που προσφυώς έχει αποκληθεί «καχεκτική δημοκρατία», η πρώτη άποψη παραβλέπει το ότι η μεταβολή του 1974 συνιστούσε ρήξη με το σύνολο του μετεμφυλιακού θεσμικού και πολιτικού οικοδομήματος, οδηγώντας, και υπό την πίεση των λαϊκών κινητοποιήσεων, σε μια ριζικά νέα πολιτική και πολιτειακή συνθήκη, την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.
Από την άλλη, στη δημόσια ιστορία ο αντίκτυπος της Μεταπολίτευσης δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Σε αυτό το πεδίο το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε κυρίως στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και στον αντιδικτατορικό αγώνα, παρά στην ίδια τη μετάβαση στη Δημοκρατία, η οποία δεν γιορτάζεται με ιδιαίτερη επισημότητα ούτε έγινε ποτέ σχολική γιορτή ή αργία. Το αγωνιστικό και δυναμικό μήνυμα της επετείου του Πολυτεχνείου είναι πιο εύκολα αξιοποιήσιμο από τις πολιτικές ελίτ και τα ΜΜΕ: συγκροτεί ομοψυχία απέναντι σε έναν κοινό εχθρό –τη δικτατορία– εντάσσεται στους αγώνες του έθνους εναντίον εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών και μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση. Η επέτειος της Μεταπολίτευσης, απέναντί του, μοιάζει να μην αφορά κανένα, σαν να θεωρείται δεδομένη ή σαν να μην έγινε ποτέ – είναι χαρακτηριστική η σχεδόν πλήρης αποχή του κεντρικού κράτους από την έως τώρα διοργάνωση επετειακών εκδηλώσεων, η οποία αφέθηκε στην πρωτοβουλία δημόσιων πολιτιστικών φορέων ή της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η συζήτηση περί Μεταπολίτευσης κυριάρχησε στη δημόσια σφαίρα με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Οι ταραχές που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τον Δεκέμβρη του 2008, αποτέλεσαν την αφορμή για να κατηγορηθεί η Μεταπολίτευση για όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τους επικριτές της, οι βίαιες διαδηλώσεις, η καταστροφή της δημόσιας περιουσίας κατά τη διάρκεια των γεγονότων, καθώς και η δαιμονοποίηση της αστυνομίας έχουν τις ρίζες τους στη δεκαετία του ’70 και ιδιαίτερα στην περίοδο που ακολούθησε την πτώση της δικτατορίας. Η μετάβαση στη Δημοκρατία ήταν (πάντοτε σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης) ατελής και έτσι δημιούργησε ένα κράτος προβληματικό και διεφθαρμένο, αλλά κυρίως ένα κράτος που ανεχόταν την αριστερή βία.
Λίγο αργότερα, καθώς η χώρα εισερχόταν στη δεκαετή οικονομική κρίση, οι κριτικές αυτές διευρύνθηκαν, προκειμένου να συμπεριλάβουν το «σπάταλο κράτος» που υποτίθεται ότι δημιούργησε η Μεταπολίτευση – ιδιαίτερα η πρώτη περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Σε αυτή τη συζήτηση κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτισε (και συνεχίζει να διαδραματίζει) η θεωρία του εκσυγχρονισμού (modernization theory), καθώς και οι συναφείς επεξεργασίες περί «πολιτισμικού δυϊσμού», στις διάφορες εκδοχές που έλαβε αυτή στα ελληνικά συμφραζόμενα (Ν. Διαμαντούρος, Γ. Βούλγαρης κ.ά.), καλώντας στη «συμμόρφωση» προς ένα, λιγότερο ή περισσότερο φαντασιακό, πρότυπο νεωτερικότητας, που θεωρούνταν ότι αποτελεί την ευρωπαϊκή «κανονικότητα».
Από μια άλλη, εντελώς διαφορετική πλευρά, λίγο αργότερα οι «Αγανακτισμένοι», το 2011, ζητούν άμεση δημοκρατία φωνάζοντας: «ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – Η ΧΟΥΝΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΤΟ ’73». Στο συγκεκριμένο σύνθημα η αποκατάσταση της Δημοκρατίας παραβλέπεται και το υπονοούμενο είναι σαφές: το κράτος, παρά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και παρά τη θρυλούμενη Μεταπολίτευση, παρέμεινε αυταρχικό και ανάλγητο, όπως στην περίοδο της δικτατορίας. Η απομυθοποίηση μιας ακόμη ιστορικής περιόδου και η αντιπαράθεση γύρω από τη σημασία και τους συμβολισμούς της είχε αρχίσει, όπως αρκετά χρόνια πριν είχε αρχίσει μια ανάλογη αντιπαράθεση γύρω από την ιστορία της δεκαετίας του 1940. Άλλωστε, όπως παρατηρούσε ο J. Plumb, «το παρελθόν έχει τόση σημασία ώστε γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης και πρέπει να κατακτηθεί με αγώνα, όπως ακριβώς και το παρόν».
Στην ελληνική περίπτωση, η Μεταπολίτευση έγινε πολλές φορές τα τελευταία χρόνια πεδίο ιδεολογικής διαμάχης. Πολλοί από αυτούς που σπεύδουν να την απομυθοποιήσουν απαξιώνουν, στην ουσία, την έντονη πολιτικοποίηση, τις απεργιακές κινητοποιήσεις, τις συνδικαλιστικές συλλογικότητες, τα κοινωνικά και νεανικά κινήματα, τη δυναμική και την αποτελεσματικότητά τους. Στην ουσία, αποστρέφονται και καταδικάζουν συλλήβδην, ως «αγκυλώσεις», την κουλτούρα της αμφισβήτησης και της κοινωνικής ανυπακοής που μετά τη δικτατορία μπόρεσαν να ανθίσουν, καταφέρνοντας να διευρύνουν τη δημοκρατία και να αλλάξουν την ελληνική κοινωνία σε όλες τις εκδοχές της. Με αφορμή αυτή την κουλτούρα γεννήθηκαν οι διεκδικήσεις για την ισότητα, για τα δικαιώματα, για την κοινωνική δικαιοσύνη, για την ελευθερία στην τέχνη και στην έκφραση.
***
Το ανά χείρας αφιέρωμα επιχειρεί να συμβάλει στη μελέτη της Μεταπολίτευσης, φέτος που συμπληρώνονται 50 χρόνια από την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος. Νέοι επιστήμονες δημοσιεύουν τμήματα της έρευνάς τους για την περίοδο αυτή, αναδεικνύοντας επιμέρους εκδοχές της περιόδου της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας: οι προεκλογικές περίοδοι, το τηλεοπτικό τοπίο, οι μνημονικές τελετές για τη δεκαετία του 1940 κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης συμβάλλουν κυρίως στη μελέτη της συλλογικής μνήμης, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο η ελληνική κοινωνία διαχειρίστηκε μετά την πτώση της χούντας το δύσκολο, επίμονο και διχαστικό παρελθόν της δεκαετίας του 1940. Δύο κείμενα, ένα του Πολυμέρη Βόγλη, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, και ένα του Νίκου Μαραντζίδη, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, συνοψίζουν τη μέχρι τώρα έρευνα, υπογραμμίζοντας τα κενά της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας. Ταυτόχρονα, αναδεικνύουν τα απαραίτητα ερευνητικά εργαλεία ώστε να προχωρήσει η ιστορική έρευνα πέρα από την εξιδανίκευση ή τη δαιμονοποίηση, στην πραγματική κατανόηση μιας από τις πιο σημαντικές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Εκτός του αφιερώματος, δημοσιεύονται τρία ακόμη κείμενα, που ανήκουν στη σταθερή ύλη του περιοδικού. Τέλος, για ακόμη μία φορά θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι το περιοδικό Εικοστός Αιώνας είναι ανοιχτό στις συγγραφικές και ερευνητικές απόπειρες των νέων επιστημόνων, χωρίς να θέτει περιορισμούς στα ερευνητικά ενδιαφέροντα. Σκοπός μας είναι και θα είναι και στο μέλλον η ανάδειξη του έργου των νέων ερευνητών ώστε το περιοδικό να γίνει ένα βήμα από το οποίο θα παρουσιάζονται καινούργιες ιδέες, πρωτότυπες ερευνητικές απόπειρες και θα ξεκινούν ζωηρές συζητήσεις.
Ελένη Πασχαλούδη – Σπύρος Κακουριώτης