To άγνωστο ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Κατούνα Αιτωλοακαρνανίας

Θεόφιλος Διαμάντης

Εξετάζοντας την υπάρχουσα έρευνα γύρω από την ελληνική εκδοχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης, το στρατόπεδο Χαϊδαρίου στην Αθήνα, όπως και το στρατόπεδο «Παύλος Μελάς» στη Θεσσαλονίκη αποτελούν αναμφίβολα, τα δύο περισσότερο εμβληματικά και γνωστά, ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.[1] Ο αριθμός των κρατουμένων, οι τραυματικές μνήμες που συνδέονται με αυτά και η ζοφερή φήμη που απέκτησαν στην εποχή τους, καθιστούν τα στρατόπεδα αυτά ως τους σημαντικότερους τόπους μνήμης για το Ολοκαύτωμα αλλά και τους πολιτικούς κρατούμενους της εποχής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, δεν αποτέλεσαν τα μοναδικά στρατόπεδα στην περίοδο της Κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα. Αρκετά μικρότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων, πολιτικών κρατουμένων και Εβραίων λειτούργησαν στο διάστημα της Κατοχής, παραμένοντας ως σήμερα «θαμμένα στην άμμο του χρόνου», με σποραδικές μόνο αναφορές να εντοπίζονται για αυτά, σε αυτοβιογραφίες, μαρτυρίες και απομνημονεύματα. Πρόκειται ουσιαστικά για στρατόπεδα στα οποία κρατήθηκαν χιλιάδες Έλληνες Εβραίοι, συλληφθέντες κομμουνιστές, αντιστασιακοί και επιταγμένοι εργάτες. Ένα από τα στρατόπεδα αυτά υπήρξε το ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Κατούνα Αιτωλοακαρνανίας.

Χτισμένη στα βορειοδυτικά του νομού Αιτωλοακαρνανίας, η κωμόπολη της Κατούνας βρίσκεται σε μικρό αμφιθεατρικό ύψωμα, που «επιβλέπει» τον κάμπο γύρω από τη λίμνη Αμβρακία, απέχοντας μόλις λίγα χιλιόμετρα από την πόλη του Αγρινίου. Η στρατηγική της θέση, αλλά και η σχετικά μεγάλη έκτασή της πρέπει να αποτέλεσαν τους κύριους λόγους εγκατάστασης των ιταλικών δυνάμεων κατοχής σε αυτή. Με τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας, η περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας πέρασε στον έλεγχο της 56ης Ιταλικής Μεραρχίας «Casale», που υπαγόταν στο XXVI Σώμα Στρατού, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Mario Maggiani. Έως το Μάιο του 1941, η Μεραρχία είχε καταλάβει τις μεγαλύτερες πόλεις του νομού και εγκατέστησε την κεντρική της διοίκηση στο Αγρίνιο.[2] Η Μεραρχία διέθετε 9.471 υπαξιωματικούς και οπλίτες και 430 αξιωματικούς, όμως δεν είχε συμμετάσχει ενεργά στις επιχειρήσεις του ελληνοϊταλικού πολέμου στο αλβανικό μέτωπο ή σε αυτές της κατάληψης της Ελλάδας, παρά μόνο σε ολιγοήμερη αψιμαχία, στον ποταμό Δρίνο.[3]

Για το παρόν άρθρο και την τεκμηρίωση των περιστατικών που διαδραματίστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Κατούνας, χρησιμοποιήθηκαν αυτοβιογραφικά βιβλία αγωνιστών της εποχής, δευτερογενής βιβλιογραφία αναφερόμενη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις πτυχές των ευρύτερων κατοχικών δομών στην Ελλάδα, όπως και περιορισμένης έκτασης, πρωτότυπο αρχειακό υλικό, το οποίο πλαισιώνει την έρευνα παρέχοντας και τεκμηριώνοντας πολλαπλά, σημαντικά ιστορικά στοιχεία που αναφέρονται στο εν λόγω στρατόπεδο συγκέντρωσης, της περιόδου της Κατοχής.

Στην Κατούνα, η Μεραρχία «Casale» εγκατέστησε αρχικά το 23ο Τάγμα Μελανοχιτώνων, το οποίο αντικαταστάθηκε από το 36ο Τάγμα, την 1η Σεπτεμβρίου του 1942.[4] Μαζί με τις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις, στην Κατούνα εγκαταστάθηκε επίσης και η υποδιοίκηση της ιταλικής Καραμπινιερίας.[5] Για την κάλυψη των αναγκών παραμονής τους, οι ιταλικές δυνάμεις επίταξαν το σχολείο της κωμόπολης, ένα νεόδμητο τότε κτήριο, έκτασης περίπου 5.000 τ.μ. που διέθετε και τρεχούμενο νερό, όπως και ορισμένα άλλα σπίτια και βοηθητικά κτήρια στην περίμετρό του, περικυκλώνοντας όλο το χώρο εγκατάστασής τους με αγκαθωτό συρματόπλεγμα.[6] Στο τμήμα των ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας, σώζεται έως σήμερα το πρωτόκολλο αλληλογραφίας του σχολείου, στο οποίο ο διευθυντής του ενημερώνει στις 4 Ιουνίου του 1941 τον επιθεωρητή πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Μεσολογγίου για το γεγονός: «Αναφέρω ότι σχολείον κατελήφθη υπό λόχου Ιταλών προς στρατωνισμόν».[7] Το κτήριο του σχολείου είχε και στο προηγούμενο διάστημα χρησιμοποιηθεί, αλλά για την κράτηση Ιταλών αιχμαλώτων πολέμου και σύντομα θα χρησιμοποιούταν ξανά για παρόμοιους λόγους.[8]

Εικόνα που περιέχει εξωτερικός χώρος/ύπαιθρος, ουρανός, κάδος απορριμμάτων, κτίριο Περιγραφή που δημιουργήθηκε αυτόματα

Εικ. 1: Σύγχρονη άποψη του δημοτικού σχολείου Κατούνας, Πηγή: Google Maps.

Στο επίπεδο των προσώπων, διοικητής των ιταλικών δυνάμεων της Κατούνας υπήρξε ο αντισυνταγματάρχης Alberto Consogni, ενώ διοικητής του μετέπειτα στρατοπέδου συγκέντρωσης που διαμορφώθηκε στο σχολείο, ο λοχαγός Rugero Gianelli, με τόπο καταγωγής το Μιλάνο.[9] Ο Gianelli μνημονεύεται από τους Ακροναυπλιώτες κρατούμενους του στρατοπέδου ως δημοκράτης που αντιμετώπιζε τους τροφίμους με ηπιότητα και κατανόηση, γεγονός που έρχεται ωστόσο σε ευθεία αντιδιαστολή με τα βασανιστήρια τα οποία επιβλήθηκαν στους αξιωματικούς και λοιπούς πολίτες, που κρατήθηκαν στην Κατούνα, πριν από τους Ακροναυπλιώτες.[10] Η εξήγηση αυτής της αντίληψης των Ακροναυπλιωτών εντοπίζεται στο γεγονός ότι αυτοί δεν υπέστησαν βασανιστήρια. Άλλοι αξιωματικοί που έδρασαν στο στρατόπεδο και που αναφέρονται στα απομνημονεύματα πρώην κρατουμένων υπήρξαν οι ανθυπολοχαγοί Montrosi και Piccolomini, που διενέργησαν συλλήψεις στην περιοχή του Αστακού, όπως και κάποιος ταγματάρχης Franco, που εκτελούσε χρέη διερμηνέα κατά τη διεξαγωγή βασανιστηρίων και ανακρίσεων, δεδομένου ότι μιλούσε καλά την ελληνική γλώσσα.[11]

Εικ. 1: Σύγχρονη άποψη του δημοτικού σχολείου Κατούνας, Πηγή: Google Maps.

Από τα τέλη του καλοκαιριού έως τα μέσα του φθινοπώρου του 1942, οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής προχώρησαν σε αρκετά εκτεταμένες συλλήψεις πολιτών στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας.[12] Τα αίτια των επιχειρήσεων αυτών μπορούν να αναζητηθούν στην ανάπτυξη της αντιστασιακής και αντάρτικης δραστηριότητας σε όλο το νομό, ήδη από τις αρχές του έτους. Για παράδειγμα, η επίθεση ανταρτοομάδας του ΕΛΑΣ στο σταθμό Χωροφυλακής του χωριού Δάφνη και η διάλυσή του οδήγησε σε άμεση σύμπτυξη των ιταλικών δυνάμεων και σε νέο «κύμα» συλλήψεων σε ολόκληρη την περιοχή.[13] Επίσης, η φύση των συλλήψεων υπήρξε τέτοια που στόχευε την αντιστασιακή δραστηριότητα της περιοχής, αλλά και την ενδεχόμενη περαιτέρω ανάπτυξή της. Οι Ιταλοί συνέλαβαν μαζικά αποστρατευμένους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, φοβούμενοι την ένταξή τους στην Αντίσταση, μέλη του ΕΑΜ, ανώτερους κρατικούς λειτουργούς της περιοχής αλλά και απλούς πολίτες. Μεταξύ των κρατουμένων υπήρξε τουλάχιστον ένας Έλληνας Εβραίος, που και αυτός εκτελούσε χρέη διερμηνέα κατά τις ανακρίσεις, και είχε συλληφθεί προηγουμένως, για άγνωστους λόγους.[14]

Για την κράτηση και ανάκριση των συλληφθέντων, οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν το σχολείο της Κατούνας, το οποίο άρχισε τότε να μετατρέπεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.[15] Συλληφθέντες άνδρες και γυναίκες από τον Αστακό, τη Βόνιτσα, την Αμφιλοχία και διάφορα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο, όπου και κλείστηκαν στις αίθουσες του ισογείου και του πρώτου ορόφου του σχολείου που είχαν μετατραπεί σε κελιά. Βοηθητικά κτήρια του σχολείου χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως απομονωτήρια και ως χώροι βασανιστηρίων και ανακρίσεων.[16] Στα δε κελιά του πρώτου ορόφου, οι Ιταλοί είχαν σφραγίσει τα παράθυρα για λόγους ασφαλείας, με αποτέλεσμα οι κρατούμενοι να παραμένουν σχεδόν όλη την ημέρα στο σκοτάδι.[17]

Αρχικά, οι συλληφθέντες αξιωματικοί κρατούνταν σε απομόνωση από το υπόλοιπο σώμα των κρατουμένων και ανακρίνονταν συστηματικά, σε μικρό οίκημα πίσω από το κτήριο του σχολείου.[18] Η ανάκριση περιλάμβανε το μεσαιωνικό βασανιστήριο του strappado, κατά το οποίο ο βασανιζόμενος κρεμόταν από τους αγκώνες και στα πόδια του τοποθετούνταν βάρος, με αποτέλεσμα την πρόκληση φρικτών πόνων και τη σταδιακή παράλυση των χεριών, που μπορούσε να παραμείνει και ως μόνιμη βλάβη στο βασανιζόμενο.[19] Η χρήση του συγκεκριμένου βασανιστηρίου υπήρξε εκτενής και διαπιστώθηκε και από τους Ακροναυπλιώτες κρατούμενους που μεταφέρθηκαν αργότερα στο στρατόπεδο. Χαρακτηριστικά, ο πρώην κρατούμενος Αντώνης Φλούντζης, αναφέρει: «μαζί μας κρατούνταν αξιωματικοί με παράλυτα χέρια και δυο-τρεις γυναίκες».[20] Αφού οι Ιταλοί ολοκλήρωναν την ανάκριση, οι κρατούμενοι τοποθετούνταν στα κελιά του σχολείου. Κατά την πρώτη φάση των συλλήψεων, κάθε κελί στέγαζε περίπου πέντε κρατούμενους, όμως με την αύξηση του πληθυσμού των κρατουμένων ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στους εικοσιπέντε, γεγονός που προκάλεσε ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης.[21] Ωστόσο, τα νέα των απάνθρωπων ανακρίσεων που διενεργούνταν στο στρατόπεδο της Κατούνας σύντομα εξαπλώθηκαν στο νομό με αποτέλεσμα, το Νοέμβριο του 1942, ο μητροπολίτης Αγρινίου, ο δήμαρχος της πόλης και άλλοι παράγοντες των ελληνικών αρχών να προχωρήσουν σε διάβημα διαμαρτυρίας προς το διοικητή της Μεραρχίας «Casale», ζητώντας την παύση των βασανιστηρίων.[22] Μέσω του διαβήματος τα βασανιστήρια περιορίστηκαν, ενώ στους κρατούμενους παρασχέθηκε κάποια ιατρική βοήθεια από τους Ιταλούς στρατιωτικούς ιατρούς, και επιτράπηκε το επισκεπτήριο, όπως επίσης και να λαμβάνουν τρόφιμα, φάρμακα και είδη ρουχισμού από τις οικογένειές τους.[23]

Παρόλα αυτά, η «οδύσσεια» των κρατουμένων του στρατοπέδου της Κατούνας δεν έμελλε να σταματήσει εκεί. Οι ιταλικές αρχές κατοχής είχαν αποφασίσει τη μεταφορά των κρατουμένων της Ακροναυπλίας σε διάφορα στρατόπεδα και φυλακές της χώρας, μεταξύ των οποίων και στο στρατόπεδο της Κατούνας. Έτσι, από τις 23 Νοεμβρίου του 1942, οι υφιστάμενοι κρατούμενοι του στρατοπέδου μεταφέρονται σταδιακά στην Πάτρα. Αρχικά, οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο Μεσολόγγι όπου κρατήθηκαν για λίγες ημέρες στο μέγαρο της μητρόπολης, μαζί με άλλους κρατούμενους, από διάφορες περιοχές της δυτικής Ελλάδας.[24] Στην Πάτρα, οι κρατούμενοι τοποθετήθηκαν σε διάφορα δημόσια κτήρια, όπως οι φυλακές «Μαργαρίτη» και το γηροκομείο της πόλης, μαζί με κρατούμενους από άλλες περιοχές της χώρας.[25] Τελικώς, οι κρατούμενοι θα μεταφερθούν μέσω πλοίων σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ιταλίας, όπως τα στρατόπεδα του Ferramonti, του Busseto και της περιοχής Bagnidi Lucca.[26] Έως το 1943, η Ιταλία εξακολουθούσε να τηρεί -ως ένα βαθμό- τις διεθνείς συμβάσεις περί αιχμαλώτων πολέμου, οπότε και η μεταχείριση των κρατουμένων στα στρατόπεδα αυτά υπήρξε σχετικά ήπια. Ωστόσο, με τη δημιουργία της λεγόμενης «Δημοκρατίας του Salo» τον Σεπτέμβριο του 1943, τα παραπάνω στρατόπεδα βρέθηκαν στη δικαιοδοσία της και σύντομα οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν μαζικά σε διάφορα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, όπως το Ebensee, το Dachau και το Auschwitz-Birkenau. Χαρακτηριστικά, έκθεση των αμερικανικών στρατιωτικών υπηρεσιών λίγο πριν το τέλος του πολέμου ανέφερε ότι στα ναζιστικά στρατόπεδα του Ράιχ βρίσκονται εν ζωή μόλις δέκα Έλληνες από το Αγρίνιο, δεκαπέντε από το Μεσολόγγι και δύο από το Αιτωλικό Αιτωλοακαρνανίας.[27]

Εικόνα που περιέχει σκίτσο/σχέδιο, ζωγραφιά, οπτικές τέχνες, τέχνη Περιγραφή που δημιουργήθηκε αυτόματα

Εικ. 2: Σκίτσο του Κυριάκου Δικαιάκου που απεικονίζει το βασανιστήριο του strappado στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Κατούνας. Πηγή: Δικαιάκος, ό.π., σ. 5.

Καθώς η ιταλική διοίκηση εκκένωνε το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Κατούνας από τους κρατούμενούς του, οι πρώτοι Ακροναυπλιώτες πολιτικοί κρατούμενοι της μεταξικής δικτατορίας ξεκινούσαν να φθάνουν στην Κατούνα. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι ιταλικές αρχές κατοχής είχαν αποφασίσει την κατάργηση των φυλακών Ακροναυπλίας, για λόγους που πιθανώς σχετίζονται με το συμβολισμό της συγκεκριμένης φυλακής και όχι για λόγους ασφάλειας, καθώς το Ναύπλιο διέθετε σημαντικές ιταλικές δυνάμεις και εκτεταμένες οχυρώσεις.[28] Έτσι, οι Ακροναυπλιώτες νεοαφιχθέντες κρατούμενοι είχαν ελάχιστη επαφή με τους προηγούμενους τρόφιμους του στρατοπέδου. Οι Ακροναυπλιώτες έφτασαν στην Κατούνα, με τρένο σε δύο διαδοχικές αποστολές των εκατό κρατουμένων στο διάστημα 24-27 Νοεμβρίου του 1942.[29] Εκατόν πενήντα Ακροναυπλιώτες μεταφέρθηκαν επίσης στο ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Τρικάλων και άλλοι τόσοι σε εκείνο της Λάρισας.[30] Οι Ακροναυπλιώτες έφτασαν στην Κατούνα σε κατάσταση σοβαρού υποσιτισμού, καθώς στο προηγούμενο διάστημα οι ιταλικές αρχές κατοχής του Ναυπλίου δεν τους παρείχαν τις απαραίτητες ποσότητες τροφίμων. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής υπήρξε ο θάνατος του κρατούμενου Γιάννη Σιδερίδη, γιατρού και συζύγου της Ηλέκτρας Αποστόλου, που πέθανε λίγες ημέρες μετά τη μεταφορά του, από την πείνα και τις κακουχίες. Ο Σιδερίδης τάφηκε στο νεκροταφείο του χωριού, παρουσία μεγάλου αριθμού κατοίκων. Η ιταλική διοίκηση επέτρεψε στους κρατούμενους συντρόφους του να παραβρεθούν στην κηδεία και αγνόησε το γεγονός ότι αυτοί κάλυψαν το φέρετρό του με μια κόκκινη σημαία.[31] Ο Σιδερίδης υπήρξε ο πρώτος νεκρός του στρατοπέδου της Κατούνας.

Με την άφιξη και των συνολικά διακοσίων Ακροναυπλιωτών στο στρατόπεδο, ο διοικητής Gianelli τους συγκέντρωσε στο προαύλιο και τους ανακοίνωσε ότι γνώριζε την ιδιότητά τους, μπορούσε να τους παρέχει ένα γεύμα ανά ημέρα και ότι θα τους επέτρεπε να οργανώσουν κι εκείνοι συσσίτιο ενός ακόμα γεύματος με δικά τους μέσα. Τους προειδοποίησε επίσης να μην πλησιάζουν το εξωτερικό συρματόπλεγμα και τους ενημέρωσε ότι εάν η διοίκηση της Μεραρχίας ζητούσε κρατούμενους για εκτέλεση ως αντίποινα, εκείνος δεν θα μπορούσε να αρνηθεί τη διαταγή.[32] Η ηπιότητα της μεταχείρισης των κρατουμένων εκ μέρους του Gianelli μπορεί να αποδοθεί είτε στα αναφερόμενα ως δημοκρατικά του αισθήματα και στο προγενέστερο διάβημα για την παύση των βασανιστηρίων, είτε στο κύρος που διέθεταν οι κρατούμενοι κομμουνιστές, σε πολλά στρατόπεδα συγκέντρωσης.[33] Τα λεγόμενά του όμως έχουν και μια πρόσθετη ξεχωριστή σημασία: αποδεικνύουν ότι η πολιτική των μέτρων αντιποίνων είχε προαποφασιστεί από τις αρχές κατοχής, πριν τη μαζική ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος, καθώς οι Ακροναυπλιώτες κρατούμενοι δεδηλωμένα θα χρησιμοποιούνταν για τέτοιες εκτελέσεις, ανατρέποντας σύγχρονα και προγενέστερα μυθεύματα που θέλουν τα αντίποινα ως μεταγενέστερο «προϊόν», άμεσα συνδεδεμένο με την ανάπτυξη της αντάρτικης δράσης.[34]

Διαθέτοντας πολύχρονη εμπειρία αυτό-οργάνωσης της ζωής, σε συνθήκες κράτησης, αλλά και ικανό αριθμό έμπειρων πολιτικών και συνδικαλιστικών στελεχών ανάμεσά τους, οι Ακροναυπλιώτες του στρατοπέδου της Κατούνας οργάνωσαν άμεσα το γραφείο εκπροσώπησής τους και άλλες δομές της ομάδας συμβίωσής τους, που υπήρχε, άλλωστε, και στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Συγκρότησαν επίσης και το παράνομο κομματικό γραφείο του ΚΚΕ, που θα λειτουργούσε εντός του στρατοπέδου. Το επίσημο γραφείο εκπροσώπησης της ομάδας αποτελούνταν από τους Απόστολο Γκρόζο, Ηλία Καρρά και Τάκη Φίτσιο, με βοηθούς τον Νίκο Μπελογιάννη, τον Κώστα Λυκούρη και το Νίκο Ακριτίδη.[35] Το παράνομο κομματικό γραφείο της Κατούνας στελεχώθηκε από τους Απόστολο Γκρόζο, στη θέση του γραμματέα, τον Νίκο Ακριτίδη, τον Δημήτρη Μουρατίδη, τον Νίκο Σαλταγιάννη και τον Κώστα Κανακαρίδη.[36] Ο Ελληνοεβραίος κομμουνιστής Ισαάκ Ανζέλ εκτελούσε χρέη διερμηνέα και για την παραλαβή φαρμάκων υπέγραφε ο κρατούμενος γιατρός Γιάννης Κουτσοδήμος. Το ψυχαγωγικό πρόγραμμα της Κυριακής ανέλαβαν οι Διονύσης Τραϊφόρος και Ρένος Μιχαλέας και την καντίνα του στρατοπέδου οι Βαγγέλης Νταβάς και Ναπολέων Τσάντης. Επίσης, καθώς η διοίκηση του στρατοπέδου επέτρεπε την έξοδο κρατουμένων για τη μετά συνοδείας αγορά τροφίμων στην Κατούνα, το γραφείο της οργάνωσης όρισε ως υπεύθυνους των αγορών τους Απόστολο Γκρόζο και Μπάμπη Γκότζο.[37]

Οι κάτοικοι της Κατούνας επέδειξαν αλληλεγγύη στους Ακροναυπλιώτες, ήδη από τις πρώτες ημέρες της μεταφοράς τους εκεί. Με τη συνδρομή τους, το ΕΑΜ Ξηρομέρου συγκέντρωσε τρόφιμα, φάρμακα, είδη ρουχισμού και χρήματα. Παράλληλα, η οργάνωση της Εθνικής Αλληλεγγύης, που είχε συγκροτηθεί στο νομό από το Δεκέμβριο του 1941, παρείχε τη δική της βοήθεια στους κρατούμενους, σε συνεργασία και με τους Επαμεινώνδα Καμαριάρη, εκπρόσωπο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στο νομό, το διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας Αγρινίου Καλλιδόπουλο και τον Κυπριάδη, διευθυντή της ανώνυμης εταιρείας αποξηράνσεων και εκμεταλλεύσεων «Λυσιμαχία».[38] Οι κάτοικοι της Κατούνας παρείχαν επίσης στους κρατούμενους οικοδομικά υλικά για να χτίσουν ένα κτήριο κουζίνας στο στρατόπεδο, ένα μικρό χωράφι για την καλλιέργεια λαχανικών αλλά και τη χρήση του φούρνου της κωμόπολης, στον οποίο οι κρατούμενοι έψηναν το ψωμί που πουλούσε η καντίνα τους.[39]

Μέσω των παραπάνω επαφών και σχέσεων, η ομάδα των Ακροναυπλιωτών και η οργάνωση του ΚΚΕ του στρατοπέδου, κατόρθωσαν να έρθουν σε επαφή και με τις παράνομες οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην κωμόπολη. Η πρώτη επαφή έγινε μέσω του κρατούμενου Σωτήρη Κακαέ, που όντας ο μοναδικός υδραυλικός στην Κατούνα είχε αδειοδοτηθεί από τη διοίκηση του στρατοπέδου να επισκευάζει διάφορες βλάβες στο δίκτυο αλλά και σε σπίτια πολιτών.[40] Αργότερα, η επαφή γινόταν μέσω του κομμουνιστή Λαζαρόπουλου, ο οποίος λειτουργούσε κατάστημα μαναβικής στην Κατούνα. Οι εκπρόσωποι των κρατουμένων αγόραζαν τρόφιμα από αυτόν, και εκείνος τους επέστρεφε κρυφά τα χρήματα που πλήρωναν μέσα στο καλάθι με τα ψώνια. Με τον ίδιο τρόπο τους παρείχε επίσης παράνομες εφημερίδες και ενημερωτικά σημειώματα.[41] Αντιστρόφως, οι κομμουνιστές κρατούμενοι της Κατούνας πρέπει επίσης να υποστήριξαν και την οργανωτική ανάπτυξη της Κομματικής Οργάνωσης Βάσης (ΚΟΒ) της κωμόπολης. Χαρακτηριστικά, η πρώην μαχήτρια του ΕΛΑΣ Αγγελική Γκαραβέλου αναφέρει σε συνέντευξή της ότι ο κρατούμενος κομμουνιστής και δάσκαλος Τάκης Φίτσιος υπήρξε αυτός που οργάνωσε στο ΚΚΕ τον αδελφό της και μετέπειτα στέλεχος του ΕΛΑΣ Ξηρομέρου Τάκη Γκαραβέλο.[42] Όμως και από τη δική τους πλευρά, οι παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην περιοχή έθεσαν το ζήτημα της οργανωμένης απόδρασης των κρατουμένων. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι η ΚΟΒ Κατούνας συζήτησε το εν λόγω ζήτημα, απέρριψε ωστόσο το ενδεχόμενο φοβούμενη τις μεγάλες απώλειες που θα συνεπάγονταν για τον ΕΛΑΣ η ανάληψη μιας τέτοιας επιχείρησης. Άλλη πηγή αναφέρει ότι η τοπική οργάνωση του ΕΑΜ ενέκρινε το σχέδιο, δεν προχώρησε όμως στην υλοποίησή του, λόγω των ελλείψεων σε οπλισμό και πυρομαχικά που αντιμετώπιζαν οι τοπικές ανταρτοομάδες.[43]

Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο σχετικά με το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Κατούνας, αφορά τις συνθήκες ζωής των Ακροναυπλιωτών κρατουμένων. Φαίνεται ότι, παρά τις δικές τους προσπάθειες αλλά και τη στήριξη των κατοίκων, όπως και τοπικών φορέων και οργανώσεων, το πρόβλημα της διατροφής παράμεινε υπαρκτό σε όλη τη διάρκεια παραμονής τους εκεί. Συγκεκριμένα, το ιταλικό συσσίτιο του στρατοπέδου προσέφερε περίπου 400 θερμίδες ενώ με τα δικά τους μέσα οι κρατούμενοι εξασφάλιζαν ακόμη 800-1000 θερμίδες ημερησίως, περίπου δηλαδή 600-800 θερμίδες λιγότερες από την απαραίτητη ημερήσια πρόσληψη για έναν μέσο ενήλικα άνδρα.[44] Εντός του στρατοπέδου, οι Ιταλοί τηρούσαν σχετικά ήπια συμπεριφορά προς τους κρατούμενους. Ορισμένοι Ακροναυπλιώτες αναφέρουν ότι σποραδικά περιστατικά σωματικής βίας υπήρξαν, όπως και νυχτερινές έφοδοι για έρευνα στα κελιά, δεν διενεργούνταν όμως σε αυτούς βασανιστήρια και δεν επιβάλλονταν άλλες μορφές ψυχικού ή σωματικού καταναγκασμού και βίας.[45] Ασφαλώς τούτο σχετίζεται ευθέως και με το γεγονός ότι η διοίκηση του στρατοπέδου δεν επιχείρησε να αποσπάσει πληροφορίες από αυτούς, ώστε να εφαρμόσει και σε αυτούς ανάλογες μεθόδους βασανισμού. Ωστόσο, ο διαρκής υποσιτισμός και οι χρόνιες κακουχίες των κρατουμένων επέφεραν τελικά και έναν ακόμα θάνατο στο στρατόπεδο της Κατούνας. Επρόκειτο για τον Αλέξη Τούντα, αγρότη με καταγωγή από την Αργολίδα, που πέθανε από την πείνα και τις κακουχίες σε ηλικία σαράντα ετών λίγο πριν τη διάλυση του στρατοπέδου. Ο Τούντας τάφηκε στο νεκροταφείο της Κατούνας σε φέρετρο που δώρισαν οι κάτοικοι.[46]

Στις 20 Μαρτίου του 1943, η ιταλική διοίκηση του νομού αποφάσισε τη διάλυση του στρατοπέδου συγκέντρωσης στην Κατούνα. Οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν αρχικά σε ένα μικρό στρατόπεδο κοντά στη Βόνιτσα και μετέπειτα στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου και κρατήθηκαν για το υπόλοιπο της περιόδου της Κατοχής.[47] Τα αίτια πίσω από αυτήν την επιλογή των Ιταλών δεν έχουν διευκρινιστεί, ωστόσο διάφορες απόψεις έχουν κατά καιρούς καταγραφεί σχετικά. Ορισμένοι πρωταγωνιστές της περιόδου αναφέρουν ότι η διάλυση του στρατοπέδου πραγματοποιήθηκε λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης των Γερμανών προς τους Ιταλούς, λόγω του χαμηλού επιπέδου ασφάλειας του στρατοπέδου ή/και γιατί οι Ιταλοί ήθελαν να αποφύγουν την απελευθέρωση των κρατουμένων από τον ΕΛΑΣ και να ανταλλάξουν τους Ακροναυπλιώτες με προνομιακούς όρους παράδοσης των ίδιων, καθώς διαπίστωναν ότι ο πόλεμος όδευε προς την ήττα του Άξονα.[48] Σύμφωνα με άλλους, οι Ιταλοί διέλυσαν το στρατόπεδο της Κατούνας, λόγω της έντασης των επιχειρήσεων του ΕΛΑΣ στην περιοχή.[49] Η τελευταία άποψη πλησιάζει περισσότερο κοντά στην αλήθεια, καθώς όλες οι δυνάμεις της Μεραρχίας «Casale» εγκατέλειψαν την περιοχή αυτή και εγκαταστάθηκαν σε αστικά κέντρα του νομού, που προσέφεραν μεγαλύτερη ασφάλεια, όπως το Αγρίνιο και η Αμφιλοχία.[50] Τελευταίοι κρατούμενοι του στρατοπέδου φαίνεται πως υπήρξαν περίπου πενήντα γυναίκες, προερχόμενες μάλλον από το νομό, η τύχη των οποίων παραμένει άγνωστη.[51]

Το σχολείο της Κατούνας, επίκεντρο του στρατοπέδου συγκέντρωσης των Ιταλών, παραμένει έως σήμερα σε λειτουργία. Πλέον, βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της κωμόπολης και διατηρεί πολλά από τα πρώτα του αρχιτεκτονικά στοιχεία. Ελάχιστοι πια γνωρίζουν την ιστορία του κτηρίου, ενώ σε αυτό δεν υπάρχει ούτε μια αναθηματική πλάκα που να θυμίζει στους σύγχρονους κατοίκους και τους μαθητές, τον πόνο και το ζόφο που βίωσαν οι κρατούμενοι που πέρασαν από εκεί.[52]

Ακροναυπλιώτες κρατούμενοι στην Κατούνα[53]

Ακριτίδης Νίκος

Αλευρίδης Μητροφάνης

Ανζέλ Ισαάκ

Αντωνάτος Γεράσιμος

Γκότζος Χαράλαμπος

Γκρόζος Απόστολος

Δημητρίου Πάνος

Δούμπλης Φλώρος

Ζαχαράτος Μιλτιάδης

Ζώγκος Σπύρος

Ηλιάδης Δημήτρης

Κακαές Σωτήρης

Καρράς Ηλίας

Κανακαρίδης Κώστας

Κατσιμπίρης Κώστας

Κουτσοδήμος Γιάννης

Λυκούρης Κώστας

Μανούσακας Γιάννης

Μελανιφίδης Νεοκλής

Μιχαλέας Ρένος

Μουρατίδης Δημήτρης

Μπελογιάννης Νίκος

Νταβάς Ευάγγελος

Παναγόπουλος Ανδρέας

Σαλταγιάννης Νίκος

Σιδερίδης Γιάννης †

Τούντας Αλέξης †

Τραϊφόρος Διονύσης

Τσάντης Ναπολέων

Φίτσιος Τάκης

Χριστοδουλάκης Θεοδόσης

Άλλοι κρατούμενοι στην Κατούνα[54]

Αλεξανδρής Μιλτιάδης, δικηγόρος, στέλεχος ΕΑΜ Αστακού

Δικαιάκος Κυριάκος, λοχαγός του κυβερνητικού στρατού

Καμπίτσης Βασίλης, μέλος ΕΑΜ Αστακού

Καρτεζιτόπουλος Σταύρος, γραμματέας του Ειρηνοδικείου Αστακού, μέλος ΕΑΜ Αστακού

Λιαπάκης Ι., ναυτικός

Μανδανίσης, μέλος ΕΑΜ Αστακού

Νταβέλης Ανδρέας

Παπαφώτης Σπύρος, μέλος ΕΑΜ Αστακού

  1. Ενδεικτικά, Άννα-Μαρία Δρουμπούκη, Μνημεία της Λήθης – Ίχνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2014, σσ. 145-196.
  2. Στέλιος-Περικλής Καράβης, «Η ιταλική κατοχή στην Ελλάδα (1941-1943): Η πολιτική επιβολής και καταστολής από την ΧΙ Στρατιά», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2015, σσ. 29, 55. Γενικά Αρχεία του Κράτους Νομού Αιτωλοακαρνανίας [στο εξής ΓΑΚ], Κατατεθειμένη συνέντευξη του Σπύρου Μήτση, σ. 1. Μιλτιάδης Αλεξανδρής, Απ’ την κόλαση των Νταχάου – Μακρονησίων, αυτοέκδοση, Αθήνα 1977, σ. 31. Κούλης Δικαιάκος, Όμηρος στα χέρια των φασιστών, αυτοέκδοση, Αθήνα 1953, σ. 71. Martin Blinkhorn, Mussolini and Fascist Italy, Routledge, Νέα Υόρκη 1994, σ. 38.
  3. Blinkhorn, ό.π., σ. 38. Καράβης, «Η ιταλική κατοχή», σ. 82.
  4. Καράβης, «Η ιταλική κατοχή», σ. 55.
  5. Αλεξανδρής, ό.π., σ. 39.
  6. Geoffrey Megargee (edit.), Encyclopedia of Camps & Ghettos 1933-1945, vol. III, United States Holocaust Museum, Ινδιανάπολις 2018, σ. 518. Δικαιάκος, ό.π., σ. 10. Εθνικό Συμβούλιο για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα (έκδ.), Μαύρη βίβλος της Κατοχής, Αθήνα 2006, σ. 97. Γιώργος Κατσίκας, Αγώνες και Θυσίες, αυτοέκδοση, Αθήνα 1990, σ. 12. Τάκης Σκούρτας, Η Αντίσταση, ο Ροβεσπιέρος και το σχέδιο των Εγγλέζων, Εκδόσεις Εντός, Αθήνα 2009, σ. 90.
  7. ΓΑΚ, Πρωτόκολλο Αλληλογραφίας Δημοτικού Σχολείου Κατούνας, 1941.
  8. Megargee, ό.π., σ. 518.
  9. Megargee, ό.π. Δικαιάκος, ό.π., σ. 10.
  10. Megargee, ό.π.
  11. Δικαιάκος, ό.π., σ. 11. Αλεξανδρής, ό.π., σ. 31.
  12. ΓΑΚ, συνέντευξη Σπύρου Μήτση, σ. 1 και συνέντευξη Αλέξανδρου Κυριαζή, σ. 2. Δικαιάκος, ό.π., σ. 76. Αλεξανδρής, ό.π., σ. 39.
  13. Θανάσης Κακογιάννης, Μνήμες και σελίδες της Εθνικής Αντίστασης – Αγρίνιο, Δυτική Στερεά Ελλάδα, Εκδόσεις Κωσταράκης, Αγρίνιο 1996, σσ. 231-232.
  14. Δικαιάκος, ό.π., σ. 83.
  15. ΓΑΚ, συνέντευξη Σπύρου Μήτση, σ. 2. Δικαιάκος, ό.π., σ. 76.
  16. Δικαιάκος, ό.π., σ. 76.
  17. Αντώνης Φλούντζης, Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1979, σ. 438.
  18. Δικαιάκος, ό.π., σσ. 17-35.
  19. Στο ίδιο, σσ. 17-35. Megargee, ό.π., σ. 518.
  20. Φλούντζης, ό.π., σ. 439.
  21. Δικαιάκος, ό.π., σ. 80.
  22. Στο ίδιο, σ. 71.
  23. Στο ίδιο, σσ. 49, 71-75.
  24. Στο ίδιο, σ. 86. Αλεξανδρής, ό.π., σσ. 49-50.
  25. Δικαιάκος, ό.π., σ. 86. Αλεξανδρής, ό.π., σσ. 49-50.
  26. Δικαιάκος, ό.π., σ. 89. Αλεξανδρής, ό.π., σσ. 49-50.
  27. Central Intelligence Agency (CIA) Archives, Information Bulletin C, Atrocities No 42, Ιανουάριος 1944.
  28. Φλούντζης, ό.π., σ. 283.
  29. Στην Αιτωλοακαρνανία, ως την περίοδο της Κατοχής λειτουργούσε σιδηροδρομική σύνδεση μεταξύ του Αγρινίου και του Μεσολογγίου, Αιτωλικού, Κρυονερίου, Κατοχής και Νεοχωρίου.
  30. Στο ίδιο, σ. 438. Megargee, ό.π., σ. 518. Stephan Yada-McNeal, 50 Women against Hitler, Books on Demand, Νέα Υόρκη 2018, σ. 44. Βασίλης Μπαρτζιώτας, Κι άστραψε φως η Ακροναυπλία, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1977, σ. 176. Αριστείδης Θεοχάρης, Στη Στερεά Ελλάδα με το Δημοκρατικό Στρατό, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006, σ. 44. Γιάννης Μανούσακας, Ακροναυπλία – Θρύλος και πραγματικότητα, Εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1978, σ. 260. Βασίλης Γιαννόγκωνας, Ακροναυπλία, Εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1963, σσ. 33-34. ΓΑΚ, συνέντευξη Αλέξανδρου Κυριαζή, σ. 2.
  31. Συλλογικό έργο, Έπεσαν για τη ζωή, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 3Β, Αθήνα 1998, σ. 215. ΓΑΚ, Συνέντευξη Αλέξανδρου Κυριαζή, σ. 2. Γιαννόγκωνας, ό.π., σ. 25. Μανούσακας, ό.π., σ. 260. Θεοχάρης, ό.π., σ. 44. Yada-McNeal, ό.π., σ. 44. Megargee, ό.π., σ. 518.
  32. Megargee, ό.π., σσ. 518-519.
  33. Ενδεικτικά βλ. Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, Μίλενα από την Πράγα, Αδριανή Δημακοπούλου (επιμ.), Εκδόσεις Κίχλη – Τα Πράγματα, Αθήνα 2015, σσ. 230-231.
  34. Όπως πολλάκις έχει ισχυριστεί ανά περιόδους, η ακροδεξιά αρθρογραφία, βλ. ενδεικτικά: Jost Dülffer, Nazi Germany 1933-1945: Faith and Annihilation, Bloomsbury, Λονδίνο 2009, σσ. 160-163. Στράτος Δορδανάς, Το αίμα των αθώων. Αντίποινα των γερμανικών αρχών κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944, Εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα 2007, σσ. 180-181. Χάγκεν Φλάισερ, «Η ναζιστική εικόνα για τους (Νέο-) Έλληνες και η αντιμετώπιση του άμαχου πληθυσμού από τις γερμανικές αρχές κατοχής», Βασίλης Κρεμμυδάς – Χρύσα Μαλτέζου – Νικόλαος Παναγιωτάκης (επιμ.), Αφιέρωμα στο Νίκο Σβορώνο, τόμ. Β’, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 1986, σσ. 285-293.
  35. Φλούντζης, ό.π., σ. 440. Megargee, ό.π., σ. 518.
  36. Φλούντζης, ό.π. Megargee, ό.π.
  37. Φλούντζης, ό.π. Megargee, ό.π., σ. 519.
  38. Κακογιάννης, ό.π., σσ. 134-138. Θεοχάρης, ό.π., σ. 44. Megargee, ό.π., σ. 518. ΓΑΚ, συνέντευξη Αλέξανδρου Κυριαζή, σ. 2. Και συνέντευξη Σπύρου Μήτση, σ. 1.
  39. Megargee, ό.π., σ. 518.
  40. Φλούντζης, ό.π., σ. 441.
  41. Σκούρτας, ό.π., σ. 92. ΓΑΚ, Συνέντευξη Σπύρου Μήτση, σ. 1. Megargee, ό.π., σ. 518.
  42. Ιδιωτική συλλογή συνεντεύξεων Θεόφιλου Διαμάντη, Συνέντευξη Αγγελικής Γκαραβέλου, Αμφιλοχία, 27 Ιουνίου 2011.
  43. Σκούρτας, ό.π., σ. 94. ΓΑΚ, Συνέντευξη Αλέξανδρου Κυριαζή, σ. 3.
  44. Megargee, ό.π., σ. 518.
  45. Στο ίδιο, σ. 518.
  46. Φλούντζης, ό.π., σ. 441. Θεοχάρης, ό.π., σ. 44.
  47. Megargee, ό.π., σσ. 505-506. Φλούντζης, ό.π., σ. 442. ΓΑΚ, συνέντευξη Αλέξανδρου Κυριαζή, σ. 2. Σκούρτας, ό.π., σ. 97. Κακογιάννης, ό.π., σ. 234.
  48. ΓΑΚ, συνέντευξη Αλέξανδρου Κυριαζή, σ. 2.
  49. Κακογιάννης, ό.π., σ. 234. Φλούντζης, ό.π., σ. 442.
  50. Σκούρτας, ό.π., σ. 97.
  51. Φλούντζης, ό.π., σ. 443.
  52. Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τις πανεπιστημιακούς Έλλη Λεμονίδου και Κωνσταντίνα Μπάδα, επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως την κα Σωτηρία Τσατσά και το προσωπικό των ΓΑΚ Αιτωλοακαρνανίας για την πολύτιμη συνδρομή και την ευσυνείδητη δουλειά τους.
  53. Megargee, ό.π., σσ. 505-506. Φλούντζης, ό.π., σσ. 439-443. Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας [ΑΣΚΙ], Βιογραφικά στοιχεία Πάνου Δημητρίου, GR-ASKI-0141.† : Πέθανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Κατούνας.
  54. Δικαιάκος, ό.π., σσ. 23-76. Αλεξανδρής, ό.π., σσ. 39-42, 56.