Το κομματικό σύστημα 1974-2024: μια συνοπτική περιοδολόγηση

Νίκος Μαραντζίδης

Εισαγωγικά[1]

Παρότι η παρούσα προσπάθεια ανάλυσης και περιοδολόγησης του ελληνικού κομματικού συστήματος κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια βασίζεται σε μια εκτενή βιβλιογραφία, για πρακτικούς λόγους δεν υπάρχουν βιβλιογραφικές αναφορές στο παρόν κείμενο. Κάτι τέτοιο θα μεγάλωνε σημαντικά το μέγεθος του κειμένου και θα το μετέτρεπε σε υπερβολικά τεχνικό, ενώ στόχος του είναι να απευθυνθεί στο ευρύτερο κοινό και όχι αποκλειστικά στην κοινότητα των πολιτικών επιστημόνων και των ειδικών της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ζωής.

Επιπλέον, για τους ίδιους λόγους, το συγκεκριμένο άρθρο δεν εστιάζει με σχολαστικό τρόπο σε ζητήματα μεθοδολογίας και συλλογής δεδομένων ούτε και επιμένει σε προβλήματα εννοιολογικών οριοθετήσεων και χρήσης αναλυτικών κατηγοριών που έχουν συστηματικά απασχολήσει την ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία περί κομμάτων και κομματικών συστημάτων.

Κύριος σκοπός του παρόντος κειμένου είναι η περιγραφή των διαφορετικών φάσεων του ελληνικού κομματικού συστήματος, καθώς και των κυρίαρχων χαρακτηριστικών της κάθε φάσης από το 1974 μέχρι το 2024. Αν και η έμφαση δίνεται στο χαρακτήρα του κομματικού ανταγωνισμού, εντούτοις γίνονται αναφορές και σε άλλα στοιχεία που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον κομματικό ανταγωνισμό ή μπορεί να είναι και συνέπειες του (π.χ. η κατάσταση της κοινής γνώμης ή η ποιότητα της Δημοκρατίας).

Παρότι τα συμπεράσματα της εργασίας προκύπτουν από τη χρήση των μεθοδολογικών εργαλείων της πολιτικής επιστήμης, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει πως δεν απουσιάζουν από το κείμενο αξιολογικές κρίσεις για φαινόμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζουν το παρελθόν ή το παρόν της πολιτικής ζωής της χώρας τα πενήντα αυτά χρόνια. Πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή, που κατά την κρίση του γράφοντος δεν αλλοιώνει την επιστημονική βάση της ανάλυσης και την (όποια) ποιότητα του κειμένου.

1974-2009: Ένας άλλοτε πολωμένος και άλλοτε όχι δικομματισμός

Παρά τις ενδιαφέρουσες, αν και συχνά σχολαστικές και δυσνόητες για το ευρύ κοινό, κατά καιρούς διαφωνίες μεταξύ των πολιτικών επιστημόνων για το χαρακτήρα του ελληνικού κομματικού συστήματος της Μεταπολίτευσης, σε γενικές γραμμές υπάρχει συμφωνία ότι το ελληνικό κομματικό σύστημα από το 1974 έως και το 2009 είναι κυρίως δικομματικό ή είναι δικομματικής ροπής. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, η Νέα Δημοκρατία και το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, εναλλάσσονταν στην εξουσία για 35 συνεχή χρόνια. Σε αυτό το διάστημα το ΠΑΣΟΚ έχει βρεθεί στη διακυβέρνηση για περίπου 19 χρόνια και η Ν.Δ. για διάστημα 16 ετών. Πρόκειται λοιπόν για έναν ισόρροπο, εκτός από επίμονο, δικομματισμό.

Στο ίδιο αυτό διάστημα, κανένα τρίτο κόμμα δεν κυβέρνησε αυτοδύναμα, ενώ οι κυβερνήσεις συνεργασίας που εμφανίστηκαν είχαν ελάχιστους μήνες ζωής (1989-1990) και είχαν μεταβατικό και όχι προγραμματικό χαρακτήρα, αποτυπώνοντας περισσότερο το αδιέξοδο παρά τη λύση (κυβέρνηση συνεργασίας Τζανή Τζαννετάκη Ν.Δ. – ΣΥΝ, Ιούλιος – Οκτώβριος 1989∙ κυβέρνηση συνεργασίας Ξενοφώντα Ζολώτα, Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ – ΣΥΝ, Νοέμβριος 1989 – Απρίλιος 1990). Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως ποτέ δεν υπήρξε κανενός είδους «μεγάλος συνασπισμός», δηλαδή κυβερνητική συνεργασία με τη συμμετοχή αποκλειστικά των δύο μεγάλων κομμάτων. Το τελευταίο δεν είναι άσχετο από τον πολωμένο χαρακτήρα αυτού του δικομματισμού, όπως θα δούμε παρακάτω.

Παρά τις διακυμάνσεις της εκλογικής δύναμης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, το άθροισμα της δύναμης τους σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1974 μέχρι το 2009 (με εξαίρεση αυτών του 1977) ξεπερνά σταθερά το 70% των έγκυρων ψήφων και το 80% των εδρών στο κοινοβούλιο. Μάλιστα, από το 1981 έως το 2004, ο δικομματισμός σταθερά άγγιζε ή και υπερέβαινε το 90% των εδρών του κοινοβουλίου. Πρόκειται λοιπόν και για έναν ισχυρό δικομματισμό.

Βεβαίως, παρότι αποκαλούμε το σύστημα δικομματικό, σε όλη την διάρκεια της Μεταπολίτευσης το ελληνικό κοινοβούλιο περιλαμβάνει πάντα και ένα μικρό αριθμό άλλων κομμάτων πέραν των δύο μεγάλων που είχαν όμως ελάχιστη ή και μηδενική επιρροή ή πίεση στη διακυβέρνηση (ο πολιτικός επιστήμονας Giovanni Sartori θα χαρακτήριζε τα περισσότερα από αυτά τα κόμματα irrelevant). Στα 35 αυτά χρόνια (1974-2009) ο συνολικός αριθμός των εν τη Βουλή κομμάτων σε κάθε κοινοβουλευτική θητεία κινούνταν μεταξύ 3 και 5, με εξαίρεση τις εκλογές του 1977, όπου αντιπροσωπεύτηκαν 6 κόμματα (στην πραγματικότητα επτά ήταν τα κόμματα που κέρδισαν έδρες, αλλά το έβδομο, το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων του Κ. Μητσοτάκη, προσχώρησε στη Ν.Δ. λίγους μήνες μετά τις εκλογές).

Το ΚΚΕ συμμετείχε σε όλες τις κοινοβουλευτικές θητείες της Μεταπολίτευσης και από αυτήν την άποψη μαζί με τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ συνιστά το τρίτο κόμμα που συναντάμε στο κοινοβούλιο σε όλα τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Μάλιστα, κατά τα έτη 1981-1993, που το ΚΚΕ ήταν η αδιαμφισβήτητη τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας κερδίζοντας διψήφια εκλογικά ποσοστά, αρκετοί αποκάλεσαν το κομματικό σύστημα ως «σύστημα των δυόμιση κομμάτων» καθώς το ΚΚΕ ναι μεν είχε αξιοσημείωτη εκλογική, κοινοβουλευτική και πολιτική παρουσία, εντούτοις απείχε από το να μπορεί να ανταγωνιστεί τα δύο κόμματα εξουσίας. Παρόλα αυτά, χρειάστηκε η συμβολή του το 1985 στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και την ψήφιση του Συντάγματος, που οπωσδήποτε είναι αξιοσημείωτο. Γενικότερα, μέχρι το 1990, το ΚΚΕ δείχνει αξιόλογες ικανότητες παραγωγής συμμαχιών εντός και εκτός του κοινοβουλίου, γεγονός που συνδέεται και με την ισχυρή του παρουσία στους δήμους της χώρας καθώς και τη στήριξη του στις δύο κυβερνήσεις συνεργασίας που διαμορφώθηκαν το 1989-1990. Το ίδιο το ΚΚΕ, όντας ένθερμος υποστηρικτής της απλής αναλογικής είχε ξεκάθαρα μια στρατηγική κυβερνητικών συνεργασιών – κληρονομιά αναμφίβολα και των πολιτικών της ΕΔΑ προδικτατορικά, αλλά όχι μόνο.

Ο περιορισμένος κοινοβουλευτικός πολυκομματισμός αυτών των ετών ήταν αναμφίβολα συνδεδεμένος με δύο παράγοντες: α) την ισχύ των μεγάλων κομμάτων και τον υψηλό βαθμό κομματικής ταύτισης με αυτά των ψηφοφόρων και β) το υψηλό κόστος ευκαιρίας για τους πολιτικούς παίκτες εκτός δικομματισμού (φερειπείν, η δυσανάλογη προβολή των δύο μεγάλων κομμάτων από τα ΜΜΕ).

Πίνακας 1

Ποσοστό (%) των δύο μεγαλύτερων κομμάτων (σε ψήφους και έδρες στο κοινοβούλιο)

Έτος
Ποσοστό (%) σε ψήφους
Ποσοστό (%) σε έδρες στο κοινοβούλιο
1974*
75
93
1977
67
88
1981
84
95
1985
86
95
1989 (Ιούνιος)
83
90
1989 (Νοέμβριος)
87
92
1990
85
91
1993
86
93
1996
80
90
2000
86
94
2004
86
94
2007
80
84
2009
77
83

*Για τις εκλογές του 1974 αθροίζουμε τη δύναμη της Ν.Δ. με αυτήν την Ένωσης Κέντρου-Νέες Δυνάμεις που κατετάγη δεύτερο κόμμα.

Στενά συνδεδεμένες με την παρουσία αυτού του δικομματισμού υπήρξαν οι παρακάτω συνθήκες:

1. Οι σταθερές μονοκομματικές κυβερνήσεις. Τα έτη 1974-2009 χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μονοκομματικών κυβερνήσεων, που υποστηρίζονται από μονοκομματικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Η διαμόρφωση αυτών των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών είναι άρρηκτα δεμένη με πλειοψηφικού χαρακτήρα εκλογικά συστήματα, που στο όνομα της σταθερότητας νοθεύουν την αντιπροσώπευση. Ως εκ τούτου, οι συμμαχικές κυβερνήσεις αποτελούν εξαίρεση. Μέχρι το 2009, σε τριανταπέντε χρόνια κοινοβουλευτικού βίου, οι συμμαχικές κυβερνήσεις κατέγραψαν μόλις οκτώ μήνες διακυβέρνησης (Ιούλιος έως Απρίλιος 1989-1990).

2. Εκλογές σχεδόν στο τέλος του βίου των κυβερνήσεων. Με την εξαίρεση των τριών διαδοχικών εκλογών της περιόδου 1989-1990 (Ιούνιος – Νοέμβριος 1989 και Απρίλιος 1990), όπως και αυτών του 2009, που έγιναν μόλις δύο χρόνια από αυτές του 2007, οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονται κάθε τρεισήμισι χρόνια περίπου, γεγονός που καθιστά την Μεταπολίτευση ως την πλέον σταθερή περίοδο του ελληνικού κοινοβουλευτισμού. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, στη μεταπολεμική περίοδο (1946-1967) διεξήχθησαν 9 εκλογικές αναμετρήσεις και, αν προσθέσουμε και αυτές του 1967 που ήταν προγραμματισμένες, αλλά η επιβολή της δικτατορίας των Συνταγματαρχών δεν τις επέτρεψε φθάνουμε τις 10, δηλαδή σχεδόν μία εκλογική αναμέτρηση κάθε δύο χρόνια. Στο Μεσοπόλεμο, επίσης, από το 1920 έως το 1936, πραγματοποιήθηκαν οκτώ εκλογικές αναμετρήσεις, δηλαδή και εδώ παρατηρείται μια εκλογική αναμέτρηση ανά δύο χρόνια.

3. Καθαρές εκλογές. Σε αντίθεση με εκλογικές αναμετρήσεις προηγούμενων εποχών, οι εκλογές της Μεταπολίτευσης δεν στιγματίζονται από οποιαδήποτε σοβαρή καταγγελία νοθείας ή άσκησης βίας υποψηφίων και κομμάτων (όπως για παράδειγμα οι εκλογές του 1961), ούτε σημειώνεται αποχή κάποιου σημαντικού κόμματος (όπως οι εκλογές του 1923, του 1935, και του 1946) ή δια νόμου απαγόρευση κόμματος (ΚΚΕ, 1947-1974). Πρόκειται αναμφίβολα για τη μεγάλη συνεισφορά της Μεταπολίτευσης στα πολιτικά ήθη και τους κανόνες της δημοκρατίας της χώρας. Παρόλα αυτά, δεν σημαίνει πως το κράτος στη Μεταπολίτευση δεν έχει απολύτως καμιά εμπλοκή στις πολιτικές διεργασίες και στέκεται ουδέτερο απέναντι στα κόμματα και τον κομματικό ανταγωνισμό. Τα δεδομένα δείχνουν πως το κόμμα που κυβερνά, διεξάγει εκλογές αξιοποιώντας προνομιακά το κράτος προς όφελός του. Το κρατικό μονοπώλιο στη ραδιοτηλεόραση μέχρι το 1989 και οι κομματικά «χρωματισμένες» ειδήσεις της δημόσιας τηλεόρασης (για να το πούμε επιεικώς), οι πιέσεις στον Τύπο, τα υπουργικά προνόμια προσλήψεων, οι «μικρές» παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ή και νωρίτερα (π.χ. διευκολύνσεις στις μετακινήσεις ψηφοφόρων), δείχνουν πως η ποιότητα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας απέχει από αυτήν των ώριμων δυτικών δημοκρατιών, παρότι οι συνθήκες μετά το 1974 βελτιώθηκαν ριζικά σε σχέση με το μετεμφυλιακό κομματικό κράτος των εθνικοφρόνων.

4. Η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του αρχηγού του μεγαλύτερου στη Βουλή κόμματος. Υπάρχει μια θεσμική διαδρομή που οδηγεί την πρωθυπουργική θέση να αναλαμβάνει σχεδόν πάντα ο αρχηγός του πλειοψηφούντος στη Βουλή κόμματος. Αυτό έχει ως συνέπεια την ενίσχυση του αρχηγικού χαρακτήρα των μεγάλων κομμάτων εξουσίας αλλά και την διεξαγωγή εκλογικών αναμετρήσεων που θυμίζουν περισσότερο προεδρικά συστήματα και όχι κοινοβουλευτικά. Το κοινοβούλιο, και εντέλει και τα ίδια τα κόμματα υποβαθμίζονται έναντι του αρχηγού/πρωθυπουργού (ή δυνάμει πρωθυπουργού). Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε σημαντικά, μάλιστα, μετά την αλλαγή του Συντάγματος του 1985, όπου αφαιρέθηκαν κάποιες ουσιαστικές αρμοδιότητες από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προς όφελος του Πρωθυπουργού. Ως εκ τούτου, ο χαρακτηρισμός του συστήματος διακυβέρνησης ως πρωθυπουργοκεντρικού είναι απολύτως δόκιμος. Λόγω μάλιστα των εγγενών δυσκολιών να χειραφετηθούν και οι άλλοι θεσμοί από την εκτελεστική εξουσία (δικαστική εξουσία, διοικητική λειτουργία, ΜΜΕ), η διακυβέρνηση επιδρά πάνω στους θεσμούς με τρόπο προβληματικό και υπονομευτικό της αρχής του διαχωρισμού των εξουσιών. Βεβαίως, από τα μέσα του 1990 επιχειρήθηκε ενίσχυση των checks and balances –κυρίως με την ίδρυση ανεξάρτητων αρχών– προκειμένου να περιοριστεί η τάση υπερτροφίας της εκτελεστικής εξουσίας και του πρωθυπουργικού κέντρου (η τάση αυτή ανασχέθηκε το 2010 και τώρα βρισκόμαστε σε ακριβώς αντίστροφη πορεία όπως θα δούμε παρακάτω). Παρά τα όποια φωτεινά διαλείμματα, ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός της Μεταπολίτευσης ήταν σταθερά ατροφικός σε σύγκριση με την εκτελεστική εξουσία, ιδιαιτέρως έναντι της ισχύος του Πρωθυπουργού.

5. Τα δύο μεγάλα κόμματα εκφράζουν ιστορικές πολιτικές παρατάξεις της χώρας και συσσωρευμένες ιστορικά αντιθέσεις. Η ανάμνηση της ταραγμένης πολιτικής ζωής του παρελθόντος, οι δικτατορίες, ο εμφύλιος, το αστυνομικό μετεμφυλιακό κράτος, επιδρούν καταλυτικά στις πολιτικές εξελίξεις των πρώτων δεκαετιών της Μεταπολίτευσης. Με έναν τρόπο, όπως εύγλωττα το περιέγραφε ο Καρλ Μαρξ στην 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, οι γενιές των νεκρών ζυγίζουν βαριά πάνω στα κεφάλια των ζωντανών. Το γεγονός εξηγεί γιατί το ελληνικό κομματικό σύστημα χαρακτηρίζεται από περιόδους σημαντικής πόλωσης. Δεν χωρά αμφιβολία, πως τόσο η αντίθεση βενιζελικοί/αντιβενιζελικοί του Μεσοπολέμου όσο και η αντίθεση εθνικόφρονες/μη εθνικόφρονες της μεταπολεμικής περιόδου εμφωλεύουν, ιδιαίτερα η δεύτερη, στο συλλογικό υποσυνείδητο της Μεταπολίτευσης, ενυπάρχουν εντός των διαιρέσεών της. Η έντονη φερειπείν αντιπαράθεση μεταξύ ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ. για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982 αποτυπώνει αυτήν την έντονη παρουσία του παρελθόντος και ιδιαίτερα της δεκαετίας του 1940 στην ελληνική πολιτική ζωή της Μεταπολίτευσης.

6. Ισχυρή κομματική/παραταξιακή ταύτιση των ψηφοφόρων. Συνέπεια της προηγούμενης κατάστασης είναι πως ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος ταυτίζεται με το ένα ή το άλλο μεγάλο κόμμα ανεξαρτήτως του μεγέθους συμφωνίας του με τις ακολουθούμενες πολιτικές του κόμματός του ή με τους βασικούς ιδεολογικούς του προσανατολισμούς – φερειπείν ένα αξιοσημείωτο ποσοστό των ψηφοφόρων της Ν.Δ. κάθε άλλο παρά φιλοδυτικοί είναι, ούτε και έχουν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον κοινοβουλευτισμό. Πρόκειται για το φαινόμενο της κομματικής ταύτισης, όπου η ψήφος συχνά δίνεται όχι με όρους «ορθολογικής επιλογής» ούτε με όρους «πολιτικής αντιπροσώπευσης» συμφερόντων αλλά με όρους (κληρονομημένης) πολιτικής ταυτότητας.

7. Κόμματα μαζών. Μέχρι και την αυγή του 21ου αιώνα, τα κόμματα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης είναι κόμματα μαζών. Αυτό βεβαίως εκδηλώνεται σε όλες τις χώρες αυτού του κύματος εκδημοκρατισμού (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) και βρίσκεται σε αντίθεση με αυτό που παρατηρείται στη μετάβαση στη δημοκρατία στην ανατολική Ευρώπη μετά το 1989, όπου τα κόμματα είναι καχεκτικοί οργανισμοί. Ειδικά πάντως, την πρώτη δεκαπενταετία της Μεταπολίτευσης, το ελληνικό κομματικό φαινόμενο χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακή υπερτροφία, καθώς πέραν της μεγάλης μαζικότητάς τους, τα κόμματα ελέγχουν και όλους τους μαζικούς θεσμούς έκφρασης της κοινωνίας των πολιτών (συνδικάτα, φοιτητικούς και μαθητικούς συλλόγους, κ.λπ.) και είναι παρόντα ακόμη και σε θεσμούς που φαινομενικά δεν καταγράφουν ή απαγορεύουν κάθε κομματική δραστηριότητα (π.χ. στρατός). Η απευθείας εκλογή του προέδρου στο ΠΑΣΟΚ το 2004 και 2007 αλλά και αυτή στη Ν.Δ. το 2009 φάνηκε να αναζωογονεί το κομματικό φαινόμενο και μέσα στον 21ο αιώνα. Σταδιακά, πάντως και με ταχύ ρυθμό από ένα σημείο και πέρα, το κομματικό φαινόμενο ως διαμορφωτής κοινωνικών ταυτοτήτων που επιδεικνύουν αντοχή στο χρόνο θα ατονήσει. Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα θα μετατραπούν εκ νέου σε πολυσυλλεκτικές εκλογικές μηχανές με ενισχυμένο το ρόλο των βουλευτών σε βάρος των κομματικών οργάνων. Οι υπέρογκες εκλογικές δαπάνες των υποψηφίων βουλευτών (ιδιαίτερα όσων συνδέονταν με προοπτικές ανάληψης υπουργικών ευθυνών) δεν θα σηματοδοτήσουν απλώς τον αυξημένο ρόλο του χρήματος στην πολιτική ζωή, αλλά και την αυξανόμενη εξάρτηση της πολιτικής ζωής από τους ισχυρούς των ΜΜΕ και το μεγάλο πλούτο. Αυτό που ονομάστηκε ως διαπλοκή, τελικά ήταν η ποδηγέτηση της δημοκρατίας από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα ή στην καλύτερη εκδοχή, η σύμπλευση της πολιτικής ζωής με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα.

8. Η εκλογική αυτοδυναμία κρίνεται στο χώρο των μετακινούμενων ψηφοφόρων μεταξύ των δύο κομμάτων. Οι σχετικά περιορισμένες μετακινήσεις των ψηφοφόρων από το ένα μεγάλο κόμμα στο άλλο αποδεικνύονται καθοριστικές για την έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος. Στη βάση αυτή, τα πελατειακά δίκτυα, τα προνόμια σε ομάδες ή και περιοχές έχουν αυτό κυρίως ως στόχο: να διατηρήσουν ή και να διευρύνουν το κομματικό έλεγχο πάνω στο εκλογικό σώμα. Οι μικροί όγκοι ελεγχόμενων ψηφοφόρων αποκτούν μεγάλη οριακή χρησιμότητα, για να χρησιμοποιήσουμε έναν οικονομικό όρο. Οι ομάδες πίεσης αποκτούν μεγαλύτερο κύρος ως «τράπεζες ψήφων» παρά ως «μηχανές κινητοποίησης».

9. Δικομματισμός, άλλοτε πολωμένος κι άλλοτε όχι. Η ελληνική πολιτική ζωή των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης χαρακτηρίζεται από έντονη πόλωση. Στην πορεία όμως η πόλωση ατονεί. Σχηματικά θα λέγαμε πως από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η πόλωση εξασθενεί, κυρίως γιατί τα δύο μεγάλα κόμματα ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. έχουν συγκλίνει αρκετά το ένα προς το άλλο. Από τη μια το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε τα ριζοσπαστικό του χαρακτήρα, τόσο στα ζητήματα της οικονομίας και της εσωτερικής πολιτικής όσο και σε αυτά της εξωτερικής πολιτικής. Από αυτήν την περίοδο και έπειτα το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται εγγύτερα στη μετριοπαθή κεντροευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Από την άλλη, η Ν.Δ., εγκαταλείποντας τον αντικομμουνισμό της μετεμφυλιακής περιόδου και την ταύτισή της με το Θρόνο και προσαρμοζόμενη σε πιο σύγχρονες φιλελεύθερες στάσεις και πρακτικές γύρω από κοινωνικά ζητήματα (π.χ. σχέσεις των δύο φύλων, ανεκτικότητα έναντι της νεανικής κουλτούρας), έρχεται και αυτή κοντύτερα στην ευρωπαϊκή κεντροδεξιά εκείνων των χρόνων. Τέλος, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και τα δύο μεγάλα κόμματα συγκλίνουν στην αποδοχή ενός μίγματος κεϋνσιανών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Η απορρύθμιση, οι ιδιωτικοποιήσεις και η παγκοσμιοποίηση ενσωματώνονται στα προγράμματα και των δύο κομμάτων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000, η αντιπαράθεση μεταξύ ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ. επικεντρώνεται περισσότερο στο ποιο από τα δύο κόμματα είναι ικανότερο στη διαχείριση θεμάτων της καθημερινότητας του πολίτη και του κράτους (valence issues). Η σύγκλιση προς το κέντρο είναι και απόρροια της αυξημένης εξάρτησης από το μεγάλο πλούτο και τα ισχυρά οικονομικά κέντρα. Η ιδέα πως η πόλωση βλάπτει τα οικονομικά συμφέροντα της ολιγαρχίας του πλούτου είναι εξάλλου μια παμπάλαια ιδέα.

Τα πρώτα σημάδια εξασθένισης του δικομματισμού (2007-2009)

Τα πρώτα σημάδια της εξασθένισης του ισχυρού δικομματισμού φάνηκαν στη χώρα λίγα χρόνια νωρίτερα από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Ήδη από τις βουλευτικές εκλογές του 2007. Τότε για πρώτη φορά παρατηρήθηκε το φαινόμενο, η εκλογική αποδυνάμωση του κυβερνητικού κόμματος να μην βαίνει προς όφελος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όπως φαίνεται και στον Πίνακα 2, η πτώση της Ν.Δ. συνοδεύτηκε όχι από άνοδο αλλά από εκλογική πτώση του ΠΑΣΟΚ. Οι ωφελημένοι των μετακινήσεων ήταν τα μικρά κόμματα (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ και ΛΑΟΣ).

Πίνακας 2

Εκλογικά αποτελέσματα 2004-2007 (σε %)

Ν.Δ.
ΠΑΣΟΚ
ΚΚΕ
ΣΥΡΙΖΑ
ΛΑΟΣ
2004
45,4
40,5
5,9
3,3
2,2
2007
41,8
38,1
8,1
5,0
3,8

Η κρίση αυτή του δικομματισμού αποτυπώθηκε επίσης και στις εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 2009. Στις εκλογές αυτές καταγράφηκε το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής σε εκλογική διαδικασία από το 1974 μέχρι τότε (47,4%). Επιπλέον το άθροισμα των δύο μεγάλων κομμάτων κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα (68%). Βεβαίως, οι ευρωεκλογές λόγω του χαρακτήρα τους, ως εκλογές δεύτερης τάξης, οδηγούν εύκολα τους πολίτες να αποδοκιμάσουν τα κόμματα εξουσίας και το καθιερωμένο κομματικό σύστημα, είτε μέσω της αποχής είτε με την υπερψήφιση μικρών κομμάτων, χωρίς να αισθάνονται πίεση από τη σημασία των εκλογών.

Καθώς όμως βαδίζαμε προς το τέλος εκείνης της δεκαετίας ολοένα και περισσότερο γινόταν αντιληπτό πως στην Ελλάδα άρχισαν να εμφανίζονται τα σημάδια μιας κρίσης αντιπροσώπευσης, της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό ήταν η απαξίωση του πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων από τους πολίτες. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και απομακρυνόμασταν από την απριλιανή δικτατορία, οι πολίτες έδειχναν να «ξεχνούν». Εμπιστεύονταν ολοένα και λιγότερο τα πολιτικά κόμματα καθώς και τους άλλους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας την ώρα που ιδέες περί ισχυρής διακυβέρνησης και αυταρχισμού άρχισαν να κερδίζουν έδαφος. Οι έρευνες της κοινής γνώμης αποτύπωναν αυτές τις εξελίξεις: ενώ το 1985 μόλις το 5.5% περίπου δήλωνε πως είχε θετική γνώμη για τη δικτατορία (έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών), το 1997 το ποσοστό ανέβηκε στο 15% (έρευνα ΚΠΕΕ) και το 2007 το 51% δήλωσαν ότι η δικτατορία προσέφερε και οφέλη στη χώρα (έρευνα Κάπα Research για το Βήμα).

Το κομματικό σύστημα στην περίοδο 2009-2024

Ο εκλογικός θρίαμβος του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, πολύ γρήγορα επισκιάστηκε από τα δραματικά οικονομικά προβλήματα. Μέσα σε ελάχιστους μήνες και μετά από μια σειρά παλινωδιών και άστοχων κινήσεων, η κυβέρνηση βρέθηκε να ομολογεί την ανάγκη να προσφύγει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ προκειμένου η χώρα να βρει δανειακή χρηματοδότηση για να αποφύγει τη χρεοκοπία. Τελικά, την προσφυγή της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης Ε.Ε. – ΔΝΤ – ΕΚΤ ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός την Παρασκευή 23 Απριλίου 2010 από το απομακρυσμένο νησί Καστελόριζο με μια δραματική δήλωση. Λεφτά πλέον δεν υπήρχαν.

Η προσφυγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης βρήκε την κυβέρνηση απομονωμένη. Τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και τα δύο κόμματα της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ) αντιτάχθηκαν έντονα στην επιλογή προσφυγής στο μηχανισμό στήριξης. Ιδιαίτερα οξύς, ο Α. Σαμαράς με μια σειρά δημόσιες εμφανίσεις και δηλώσεις του, καταδίκασε την κυβερνητική επιλογή. Από τα εντός της Βουλής κόμματα και πέραν του ΠΑΣΟΚ, υπέρ της ψήφισης του μνημονίου τάχθηκε μόνο το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη, το ΛΑΟΣ. Γενικότερα, η αντιπαράθεση γύρω από την κρίση και κυρίως το μνημόνιο λειτούργησε ως μια νέα διαίρεση στη χώρα. Η προσφυγή στο ΔΝΤ τραυμάτισε την εικόνα της κυβέρνησης, του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και του υπουργού Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου.

Πίνακας 3

Εμπιστοσύνη για τη διαχείριση της κατάστασης
(% πολιτών που εμπιστεύονται Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου)

Γ. Παπανδρέου
Γ. Παπακωνσταντίνου
Φεβρουάριος 2010
55
58
Μάρτιος 2010
47
45
Απρίλιος 2010
36
36

Πηγή: Public Issue

Τα πράγματα θα πάρουν νέα τροπή, όταν θα εμφανιστούν την άνοιξη του 2011 οι Αγανακτισμένοι. Πρόκειται για την ελληνική μεταφορά του κινήματος των Ισπανών “indignados” ή του κινήματος Occupy Wall Street (OWS). Για πολλές μέρες, καθημερινά, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες συγκεντρώνονταν στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα και στις κεντρικές πλατείες των άλλων μεγάλων πόλεων, για να διαδηλώσουν εναντίον της κυβέρνησης, μετά από την εισαγωγή για ψήφιση στο κοινοβούλιο νέων μέτρων λιτότητας. Οι Αγανακτισμένοι προκάλεσαν τεράστιους τριγμούς στο πολιτικό σύστημα, καθώς έφεραν νέα στοιχεία στο ήδη ασταθές κομματικό σύστημα: αφενός μια χειραφέτηση έναντι των κυρίαρχων κομμάτων της Μεταπολίτευσης και αφετέρου μια μορφή διαμαρτυρίας που συνδύαζε υλικά αιτήματα (πολιτικές ενάντια στη λιτότητα) με επικλήσεις έντονου ηθικού χαρακτήρα. Το μείγμα υλισμού (λιτότητα) και ηθικού συμβολισμού («γερμανοτσολιάδες») ήταν αναμφίβολα πολύ ισχυρό.

Το ζήτημα δεν αφορούσε πλέον μόνο την κυβερνητική πλειοψηφία που ψήφιζε τα μέτρα. Αφορούσε στην πραγματικότητα το κυρίαρχο κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης. Η κατάσταση μετεξελίχθηκε δυναμικά από κρίση αντιπροσώπευσης σε δυνάμει κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Η διαφορά είναι ουσιώδης. Η κρίση αντιπροσώπευσης εκφράζει κυρίως μια εκτεταμένη δυσφορία για το κομματικό προσωπικό και αντανακλάται στην αδιαφορία των εκλογέων για την πολιτική και τη ροπή προς την αποχή από τις εκλογές, ή/και την επιλογή γραφικών υποψηφίων ή αδιάφορων για τη διακυβέρνηση κομμάτων (τα λεγόμενα κόμματα διαμαρτυρίας). Η κρίση νομιμοποίησης είναι κάτι βαθύτερο. Υποσκάπτει το σύνολο των προσώπων και των θεσμών που σχετίζονται με το πολιτικό σύστημα και διαμορφώνει δυναμικές για ριζοσπαστικές μεταβολές.

Τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου 2012 ήταν εκλογικός σεισμός. Ο δικομματισμός ηττήθηκε. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαμόρφωσε ένα νέο πολιτικό σκηνικό. Το κομματικό σύστημα κατακερματίστηκε και αναδιαμορφώθηκε. Η πλέον ανησυχητική και δραματική εξέλιξη είναι αναμφισβήτητα αυτή της εμφάνισης της Χρυσής Αυγής.

Οι εκλογές του 2015, όπως και αυτές του 2019, επανέφεραν χαρακτηριστικά που θύμιζαν τον πολωμένο δικομματισμό της πρώτης περιόδου της Μεταπολίτευσης αλλά σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Από μια άποψη ήταν σαν να είχαμε επιστρέψει στο 1981, δηλαδή στον ανταγωνισμό δύο κομμάτων με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους για βασικές επιλογές της χώρας στην οικονομία, την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια η απόσταση ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα είχε περιοριστεί, τώρα έδειχνε να χωρίζει άβυσσος το ΣΥΡΙΖΑ από τη Ν.Δ. Αυτό αποτυπώθηκε ακόμη και σε κρίσιμα θέματα που θεωρητικά υπήρχε ένα υπόβαθρο συμφωνίας. Φερειπείν, οι αντιδράσεις της Ν.Δ. στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών, που προτίμησε να ταυτιστεί με την Ακροδεξιά παρά με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της νέας πόλωσης.

Σε άλλες όψεις της πολιτικής ζωής εμφανίζεται ένα είδος επιστροφής σε προδικτατορικά χαρακτηριστικά της πολιτικής ζωής. Από το 2012 έως το 2023, φερειπείν, καταγράφονται επτά εκλογικές αναμετρήσεις, οι περισσότερες που έχουν ποτέ καταγραφεί στην ιστορία της χώρας από τις αρχές του 20ού αιώνα σε τέτοιο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, ο αριθμός των εντός Βουλής κομμάτων αυξάνεται σημαντικά σε σχέση με την περίοδο 1974-2009. Από τα 3-5 κόμματα που είχαμε για περίπου 35 χρόνια, την περίοδο 2012-2024, στο κοινοβούλιο αντιπροσωπεύονται 6-8 κόμματα. Αυτή η μεταβολή είναι εξαιρετικά σημαντική και δείχνει τάσεις μονιμοποίησης. Εντούτοις, δεν σχετίζεται μόνο με την αποδυνάμωση του δικομματισμού αλλά και με την ενίσχυση του ενός πόλου έναντι όλων των άλλων. Από μια άποψη, η ύπαρξη τόσων πολλών κομμάτων δεν είναι ένδειξη λειτουργίας της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης αλλά το «καναρίνι στο ορυχείο», πως η δημοκρατία απειλείται από ένα ισχυρό κέντρο που θέλει να ελέγχει και την αντιπολίτευση. Τέλος, για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση τίθεται εκτός νόμου ένα πολιτικό κόμμα. Αν και υπάρχει ευρεία συναίνεση για τον εγκληματικό, βίαιο και εξτρεμιστικό χαρακτήρα αυτού του κόμματος, το γεγονός δεν αλλάζει. Σήμερα, η ανησυχία για εγκατάλειψη του φιλελεύθερου πολιτικού πλαισίου είναι μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε από το 1974. Καθώς η δικαστική εξουσία δεν πείθει για την χειραφέτησή της από την εκτελεστική εξουσία, ποιος μπορεί να διαβεβαιώσει πως δεν οδηγούμαστε σε μια διαρκή παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας πάνω στον κομματικό ανταγωνισμό και άρα στην εκλογική βούληση των ψηφοφόρων.

1974-2024: Μια συνοπτική απόπειρα περιοδολόγησης

Λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά από κριτήρια που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία του κομματικού ανταγωνισμού και την αντανάκλαση του στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, το περιεχόμενο και την ένταση των αντιθέσεων, και την εξέλιξη της κοινής γνώμης, το κομματικό σύστημα από το 1974 μέχρι σήμερα μπορεί να χωρισθεί στις παρακάτω έξι περιόδους:

1974-1981: είναι η περίοδος της μετάβασης από τον αυταρχισμό σε ένα δυτικό μοντέλο φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εμφανίζονται τομές αλλά και συνέχειες σε σχέση με το προδικτατορικό κομματικό σύστημα. Νέα κόμματα εμφανίζονται (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) ή άλλα επανεμφανίζονται μετά από μακρά περίοδο εκτός νομιμότητας (ΚΚΕ, 1947-1974) και ένα νέο πολιτικό προσωπικό δίνει δυναμικό παρόν στην πολιτική ζωή (η «γενιά του Πολυτεχνείου»). Η επαναφορά της δημοκρατίας συνδέεται με τη δράση των κομμάτων όχι μόνο στο κοινοβούλιο αλλά σε κάθε γωνιά τόσο του κράτους όσο και της κοινωνίας των πολιτών. Η Συνταγματική μεταβολή του 1975 λύνει παλιές αντιθέσεις (Βασιλόφρονες/Δημοκρατικοί) καθώς το παλάτι πλέον παύει να αποτελεί ζήτημα στην πολιτική καθημερινότητα παρά μόνο ως ιστορική κληρονομιά. Το Κυπριακό και η έξοδος από το ΝΑΤΟ, όπως και το ζήτημα της ένταξης στην ΕΟΚ, επαναφέρει δυναμικά την ιδεολογική αντίθεση για το «πού ανήκει η Ελλάδα». Τα εκλογικά αποτελέσματα του 1974 αποτυπώνουν κάτι που προσομοιάζει με ένα σύστημα κυρίαρχου κόμματος (Ν.Δ.) με μια αδύναμη και σχετικά κατακερματισμένη αντιπολίτευση, αλλά αυτή η μεταβατική κατάσταση γρήγορα θα δώσει τη θέση της σε ένα δικομματικό σύστημα. Η κληρονομιά του παλατιού και της δικτατορίας και οι ευθύνες για το πώς φτάσαμε εκεί, το τραύμα του Κυπριακού και ο ρόλος του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών, καθώς και η αντιπαράθεση γύρω από την ένταξη στην ΕΟΚ, διαμορφώνουν τις βασικές αντιθέσεις αυτής της περιόδου. Πρόκειται για διαιρετικά ζητήματα με έντονο ιδεολογικό χαρακτήρα (position issues). Σε αυτήν την περίοδο η αντίθεση Δεξιά/Αριστερά αναδεικνύεται ως εξαιρετικά ισχυρή.

1981-1993: Η πολιτική αλλαγή του 1981 εγκαινιάζει μια περίοδο πολωμένου δικομματισμού. Η κυρίαρχη διαίρεση αποτυπώνεται στο δίπολο Δεξιά – Αριστερά ή σταδιακά και εναλλακτικά στο δίπολο Δεξιά – Αντιδεξιά. Ο χαρακτήρας του πολωμένου δικομματισμού εκφράζεται στη σύγκρουση γύρω από μεγάλα ζητήματα της συγκυρίας (οικονομία, εξωτερική πολιτική, Σύνταγμα και εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, διάρθρωση του κράτους) αλλά και της διαχείρισης του παρελθόντος (νόμος για την Εθνική Αντίσταση). Ο ανταγωνισμός μεταξύ ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ. αποκτά έναν ιδιαίτερα οξύ χαρακτήρα μέσω της (προσωπικής) σύγκρουσης Παπανδρέου – Μητσοτάκη. Η υπόθεση της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο συνιστά ένδειξη αυτής της πόλωσης, αν και την ίδια στιγμή σταδιακά φαίνεται να κλείνει ο κύκλος της κληρονομιάς του εμφυλίου πολέμου (συγκυβέρνηση Δεξιάς – Αριστεράς, κάψιμο φακέλων και άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου το 1989). Τα κόμματα βρίσκονται στην πλέον μαζική φάση της ιστορίας τους στην Ελλάδα και η αντιπαράθεση μεταξύ τους μεταφέρεται παντού (π.χ. εκλογές για τα μαθητικά δεκαπενταμελή συμβούλια, όπου τα μεν κόμματα επένδυαν σημαντικούς πόρους και οι εφημερίδες πρόβαλαν με πηχυαίους τίτλους τα αποτελέσματα).

1993-2009: Η έξοδος αρχικά του Μητσοτάκη και στη συνέχεια του Παπανδρέου από την πολιτική σκηνή εισάγει σταδιακά τη χώρα σε μια περίοδο μη πολωμένου δικομματισμού. Με την πάροδο του χρόνου, παρατηρούνται σημαντικές συγκλίσεις μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, κυρίως με την αποδοχή εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ βασικών στρατηγικών επιλογών της Ν.Δ. (ΕΟΚ, ΝΑΤΟ) αλλά και την εγκατάλειψη εκ μέρους της Ν.Δ. του μεγαλύτερου μέρους της μετεμφυλιακής της ατζέντας και κουλτούρας ή και της σκληρής αντι-ΠΑΣΟΚ ατζέντας και του αντι-Παπανδρέου αφηγήματος των προηγούμενων χρόνων. Από τα μέσα του 1990 κυριαρχεί στην πολιτική ατζέντα η αντίθεση: εκσυγχρονισμός vs λαϊκισμός, που συχνά παίρνει και την μορφή εξευρωπαϊσμός vs απομονωτισμός. Και τα δύο μεγάλα κόμματα θέλουν να αυτοπαρουσιάζονται ως φορείς εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού. Συγκλίνουν στα κύρια ζητήματα προσανατολισμού της χώρας στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική και ανταγωνίζονται μεταξύ τους κυρίως στην ικανότητα διαχείρισης.

2009-2012: Η χρεοκοπία και η υπογραφή του Μνημονίου γκρεμίζει τις μέχρι τότε βεβαιότητες της Μεταπολίτευσης. Στη μεταβατική αυτή φάση το καθιερωμένο δικομματικό σύστημα καταρρέει. Τη μεγάλη οργή των πολιτών απέναντι στο κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό συνοδεύει μεγάλη κινητικότητα των ψηφοφόρων, ισχυρός κομματικός κατακερματισμός, καθώς και νέα πολιτική προσφορά με χαρακτηριστικά που συνάδουν με κρίση νομιμοποίησης ή σε κάθε περίπτωση με ισχυρή κρίση αντιπροσώπευσης. Η διαίρεση Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο γίνεται κυρίαρχη και προκαλεί ισχυρές εσωτερικές συγκρούσεις και διασπάσεις και στα δύο μεγάλα κόμματα της προηγούμενης περιόδου. Οι μεταβολές που παρατηρούνται σε αυτήν τη φάση είναι: α) οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί δείχνουν ανήμποροι να ανταποκριθούν στις συνθήκες της χρεοκοπίας, β) τα δύο κυρίαρχα κόμματα της Μεταπολίτευσης, ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ, διασπώνται και αποσυντίθενται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, γ) το κομματικό σύστημα από δικομματικό κινείται προς την κατεύθυνση του ακραίου και πολωμένου πολυκομματισμού, δ) για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση ένα εξτρεμιστικό νεοναζιστικό κόμμα, η Χρυσή Αυγή, κάνει την εμφάνισή του στη Βουλή.

2012-2019: Σε αυτήν τη χρονική περίοδο δίνεται η εντύπωση πως σταδιακά το κομματικό σύστημα επιστρέφει σε κάτι που προσομοιάζει στην προηγούμενη μορφή δικομματισμού, μόνο που αυτή τη φορά στη θέση του ΠΑΣΟΚ είναι ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ. Από τις εκλογές του Ιουνίου 2012 φαίνεται να διαμορφώνεται ένας νέος –καχεκτικός αυτή τη φορά– δικομματισμός (ΣΥΡΙΖΑ – Ν.Δ.). Όμως, τα δύο μεγάλα κόμματα, ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και συγκροτούν τους βασικούς πόλους, δεν δείχνουν να έχουν τη σταθερή εκλογή βάση παλιότερων εποχών. Επιπλέον, στο κοινοβούλιο πλέον αντιπροσωπεύεται ένας μεγαλύτερος αριθμός κομμάτων σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο (7 το 2012, 8 το Σεπτέμβριο του 2015, 6 το 2019). Η διαίρεση Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο είναι υπαρκτή, αλλά σταδιακά υποχωρεί και δίνει τη θέση της σε μια τριπλή διαίρεση (Δεξιά – Αντιδεξιά, Δεξιά – Αριστερά και ΣΥΡΙΖΑ – αντι-ΣΥΡΙΖΑ). Η τρίτη αντίθεση είναι ιδιαίτερα ισχυρή και σε μεγάλο βαθμό αντανακλά και την ιδεολογική απόσταση που δείχνει να χωρίζει το ΣΥΡΙΖΑ με τα δύο κόμματα του πρώην δικομματισμού (Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ) σε εκείνη τη φάση. Το κυρίαρχο ζήτημα της περιόδου είναι η έξοδος από τα μνημόνια, ανάπτυξη και σταθερότητα και γενικότερα τα υλιστικά ζητήματα (οικονομία) συνεχίζουν να κυριαρχούν πάνω στη μεταϋλιστική ατζέντα (περιβάλλον, ταυτότητες).

2019-2024: Η επιστροφή της Ν.Δ. στην εξουσία δεν σηματοδοτεί την καθιέρωση του νέου δικομματισμού, όπως φαινομενικά θεωρήθηκε λόγω του σημαντικού ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εισάγει μια νέα πορεία στο ελληνικό κομματικό σύστημα και γενικότερα στην ελληνική πολιτική ζωή που θα εκδηλωθεί με την αποδυνάμωση της αντιπολίτευσης, τη στενή σχέση ΜΜΕ – κυβέρνησης και την εμφανή υποβάθμιση όλων των θεσμών ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας. Σε σημαντικό βαθμό, η πολιτική διαχείριση της πανδημίας ενίσχυσε την κυβέρνηση και αποδυνάμωσε την αντιπολίτευση. Η τάση για προεδροποίηση (δηλαδή η καθιέρωση μιας υποτιθέμενης «αδιαμεσολάβητης σχέσης» ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τους πολίτες) ενισχύθηκε έντονα. Τα συνεχή πρωθυπουργικά διαγγέλματα, η κυριαρχική παρουσία Μητσοτάκη στη διαμόρφωση της ατζέντας, η περαιτέρω υποβάθμιση του κοινοβουλίου και του κόμματος προς όφελος του πρωθυπουργικού κέντρου και γενικότερα η απόπειρα ελέγχου κάθε γωνιάς της πολιτικής ζωής από το πρωθυπουργικό κέντρο μετέτρεψαν την αντίθεση Μητσοτάκης/αντι-Μητσοτάκης σε κυρίαρχη πολιτική αντίθεση. Οι διπλές εκλογές του 2023 προκάλεσαν ένα νέο εκλογικό σεισμό, καθώς το ένα από τα δύο κόμματα του προηγούμενου, έστω και καχεκτικού, δικομματισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ, κατακρημνίστηκε οδηγώντας το κομματικό σύστημα σε αυτό που αποκαλείται σύστημα του κυρίαρχου κόμματος. Δηλαδή, η Ν.Δ. δεν είναι απλώς κυρίαρχη εκλογικά, αλλά έχει αποδυναμώσει τόσο πολύ την αντιπολίτευση που σήμερα δεν διαφαίνεται εναλλακτικός πόλος εξουσίας πέραν της Ν.Δ. Στην πραγματικότητα, σε αυτά τα χρόνια φαίνεται να παγιώνεται μια συνολικότερη δεξιά στροφή της κοινωνίας. Η αντιπολίτευση είναι αδύναμη και κατακερματισμένη με μη πειστικές ηγεσίες, την ώρα που η κυριαρχία της Ν.Δ. εμπεδώνεται στην κοινωνική συνείδηση και διαμορφώνει συνθήκες ελέγχου των βασικών θεσμών από ένα στενό κύκλο ανθρώπων γύρω από τον πρωθυπουργό.

Είμαστε άραγε στην εποχή των ισχυρών ηγετών και των τυράννων, όπως ισχυρίζεται ο βρετανός δημοσιογράφος Γκίντεον Ράχμαν, στο βιβλίο του The Age of Strongman, όπου η λατρεία της ισχυρής ηγεσίας απειλεί τη Δημοκρατία παγκοσμίως; Στη χώρα μας, πάντως, σήμερα, 50 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, βρισκόμαστε πιο κοντά από ποτέ άλλοτε στην υπονόμευση της δημοκρατίας.

  1. Το παρόν άρθρο βασίζεται σε ομιλία με τίτλο «Το νέο πολιτικό σύστημα που αναδύθηκε το 1974» (26 Μαρτίου 2024) στο πλαίσιο της σειράς διαλέξεων και συζητήσεων για τα 50 χρόνια της Δημοκρατίας που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Eteron. Στο κείμενο ενσωματώνονται αρκετές από τις παρατηρήσεις και τα σχόλια των συμμετεχόντων.