«Το ζήτημα των δυσώνυμων οίκων. Να κλείσουν, αλλά μόνον για κοινωνικούς λόγους»: Πορνεία, ηθικός πανικός και κρατικές πολιτικές ελέγχου στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη

Χριστίνα Δημητριάδου

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η περιοχή της Μπάρας στη Θεσσαλονίκη, που είχε μακρά ιστορία στον κόσμο της παραοικονομίας και του εγκλήματος ήδη από το Μεσοπόλεμο, συγκέντρωσε ξανά τους αγαπητικούς, τους νταβατζήδες και τους νταήδες, μόνο που, τότε το χώρο του υποκόσμου συμπλήρωσαν και οι μαυραγορίτες.[1] Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, η Μπάρα[2] άνθισε, ξανά, «[…] από τις βίζιτες των αγροτών που κατέβαζαν τα προϊόντα τους στην πεινασμένη Θεσσαλονίκη, και από τις βίζιτες των ταγματασφαλιτών και μαυραγοριτών».[3]

Η Κατοχή, ήταν καταστροφική για τις παραδοσιακές αξίες της μεσοπολεμικής κοινωνίας και ο πόλεμος διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στην υπέρβαση των ηθικών αρχών, ειδικά εκείνων που σχετίζονταν με την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά των γυναικών και τις έμφυλες σχέσεις. Η ξαφνική αύξηση του αριθμού των γυναικών που στράφηκαν στην πορνεία καταδεικνύει εν μέρει, την επίδραση της άμβλυνσης των ηθών στην ήδη βαθιά ριζωμένη και πολυεπίπεδη κοινωνική κρίση της κατοχικής περιόδου. Με δυο λόγια, οι κύριοι παράγοντες που οδήγησαν σημαντικό αριθμό γυναικών στην πορνεία, πολλές από τις οποίες ήταν ανήλικες, ήταν η φτώχεια και η πείνα. Έτσι, από την αρχή της Κατοχής υπήρχε μια σαφής διαφοροποίηση μεταξύ εκείνων των γυναικών που αναγκάστηκαν να στραφούν στην πορνεία προκειμένου να επιβιώσουν, εκείνων που εξασκούσαν από πριν το επάγγελμα της πόρνης μόνιμα και εκείνων των γυναικών που επιστρατεύτηκαν με σκοπό να ικανοποιήσουν τις αυξημένες σεξουαλικές απαιτήσεις του στρατού κατοχής.[4]

Για παράδειγμα, χαρακτηριστική ήταν η δράση της Γερμανίδας Λιμπράουτ Έλφελοτ, κατοίκου της Δράμας και χορεύτριας σε καμπαρέ που μετά την εισβολή των Γερμανών, αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία των γερμανικών αρχών με ποικίλους τρόπους. Το 1941, προσελήφθη ως διερμηνέας και εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Μεντιτεράνια» στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ανέλαβε τα καθήκοντα της διεύθυνσης του ξενοδοχείου και παράλληλα ασκούσε το επάγγελμα της προαγωγού, «προμηθεύουσα νεαράς παρθένας εις τους Γερμανούς προς ακολασίαν».[5] Αξίζει να σημειωθεί ότι, μέλημα των κατοχικών αρχών ήταν η προστασία του στρατού από τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα καθώς υποψιάζονταν ότι τα αφροδίσια θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν από τους Συμμάχους για να υπονομευθεί η δύναμη του γερμανικού στρατού. Για το λόγο αυτόν, οι Γερμανοί είχαν δικά τους πορνεία και μια από τις διατάξεις για την προστασία των στρατιωτών στα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη αφορούσε στη μετάδοση αφροδίσιων ασθενειών.[6]

Μετά την Απελευθέρωση και στο παρασκήνιο των πολιτικών εξελίξεων της κατοχικής περιόδου και των συγκρούσεων του Εμφυλίου, οι αστυνομικές αρχές ανέλαβαν το καθήκον της εξυγίανσης της κοινωνίας και της βελτίωσης του γενετικού «κεφαλαίου» του εθνικού πληθυσμού. Σε τοπικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, με την πρόφαση ότι η κοινωνία χρειαζόταν ανασυγκρότηση, το πρόταγμα της πολιτικής εξουσίας για κάθαρση του κοινωνικού και πολιτικού σώματος από τις παθογένειές του, απέκτησε εκ νέου ερείσματα. Παρόλο που οι εμπειρίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το τραύμα που άφησαν πίσω μετέτρεψαν τις ιδέες της αρνητικής ευγονικής σε κάτι αποκρουστικό,[7] η ευγονική στον μεταπολεμικό κόσμο εξακολούθησε να είναι πανταχού παρούσα με τη μορφή της θετικής ευγονικής και την υποστήριξη καταξιωμένων, για την εποχή τους, επιστημόνων,[8] σύμφωνα με τους οποίους η πορνεία θεωρήθηκε προδιάθεση λόγω διανοητικής και ψυχολογικής παθολογίας των εργατικών τάξεων που οδηγούσε στη χυδαιότητα και τη νυμφομανία.[9]

Λόγου χάρη, ο Νικόλαος Αρχιμανδρίτης, αστυνομικός διευθυντής στην Αθήνα, τόνιζε ότι η εφαρμογή της ψυχικής ευγονικής ήταν επιτακτική προκειμένου να λυτρωθεί η κοινωνία από την ανηθικότητα και την εξαθλίωση, αγωγοί των οποίων ήταν οι πόρνες, οι «κοινές» γυναίκες αλλά και οι κομμουνιστές. Πρότεινε, μάλιστα την καταναγκαστική εργασία ως μέσο συμμόρφωσης και θεραπείας από την ψυχική και σωματική παθολογία που οδηγούσε στην πορνεία. Έτσι, η ίδια η πορνεία που συνδέθηκε με την ελευθεριότητα των ηθών, ήδη από το Μεσοπόλεμο, ταυτίστηκε με τις ιδέες του κομμουνισμού που ο ίδιος ο Αρχιμανδρίτης χαρακτήριζε ψυχική ανωμαλία.[10]

Παρόλο που οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ μελών του ΕΛΑΣ απαγορεύονταν δια ροπάλου,[11] η ιδέα ότι οι αντιστασιακές οργανώσεις της Κατοχής, όπως το ΕΑΜ και η ΕΠΟΝ, μυούσαν τις γυναίκες στην «ανηθικότητα» και την «ακολασία» κυριαρχούσε στο δημόσιο διάλογο και μετά το τέλος του πολέμου, καθώς η πολιτική ζύμωση αλλά και η αλληλεπίδραση γυναικών και ανδρών συνέβαλε στη συνεργασία τους με όρους όπως η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, αλλά και η ατομική και συλλογική αυτοδιάθεση. Με αυτόν τον τρόπο οι νέοι μετατράπηκαν, κατά μία έννοια, σε αντιρρησίες της προϋπάρχουσας νοοτροπίας και των παραδοσιακών αξιών.[12]

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μία ψευδής δημοσιευμένη μαρτυρία σε δεξιά εφημερίδα του Βόλου το 1946, μίας δήθεν αγωνίστριας της ΕΠΟΝ, η οποία υποστήριζε τα εξής:

«Στα Ελασίτικα παλληκάρια που οι σεξουαλικές ορμές τους θεριέβουν στο βουνό και στον πόλεμο, για να ναι καθάριο το κεφάλι τους με πλέρια αυτοκυριάρχηση της νευροδιανοητικής συγκρότησης στο σαρκικό λειτούργημα, πρέπει κάθε συναγωνίστρια και κάθε συντρόφισσα να δίνεται για χατήρι του αγώνα της επικράτησης για τη Λευτεριά και για τη Λαοκρατία».

Τα παραπάνω κοινοποιήθηκαν επισήμως από το υπουργείο Παιδείας ως μέρος της προπαγάνδας για την καταπολέμηση του κινδύνου της σεξουαλικής ανηθικότητας που υποτίθεται ότι ελλόχευε στις αριστερές οργανώσεις.[13]

Επιπλέον, το «στίγμα» της ανηθικότητάς στην Κατοχή, είχαν χρεωθεί οι γυναίκες που διατηρούσαν ερωτικές σχέσεις με τους κατακτητές, πράξη που στη μεταπολεμική απονομή δικαιοσύνης οδήγησε στη δημόσια διαπόμπευση και στο κούρεμα των γυναικών σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ελλάδα. Μεταπολεμικά, το ίδιο «στίγμα», χρεώθηκαν και οι γυναίκες της Αριστεράς μέσω της συμμετοχής τους στην Αντίσταση[14] καθώς η κοινή δράση γυναικών και ανδρών αλλά και η φιγούρα της γυναίκας που συμμετέχει στα κοινά, απειλούσαν την έννοια της εθνικοφροσύνης.[15] Από την άλλη, η συμμετοχή των πορνών στο κίνημα της Αντίστασης μέσω της περίθαλψης αγωνιστών ή της απόσπασης πληροφοριών από τους κατακτητές έβαλε τις πόρνες, στο μικροσκόπιο του φακού του τμήματος της ασφάλειας.[16]

Όπως επισημαίνει και η Τασούλα Βερβενιώτη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, οι ανύπαντρες γυναίκες που συμμετείχαν στους κόλπους του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, όταν συλλαμβάνονταν περνούσαν από υποχρεωτική γυναικολογική εξέταση, πρακτική που εφαρμοζόταν στις ιερόδουλες ήδη από το Μεσοπόλεμο. Έτσι, στην περίοδο του Εμφύλιου η ανηθικότητα χρησιμοποιήθηκε ως ένα ακόμη όπλο στη φαρέτρα της Δεξιάς και ο τιμητικός τίτλος της αγωνίστριας μετατράπηκε σε συνώνυμο της γυναίκας «ελευθερίων ηθών».[17] Επομένως, για ένα έθνος που μόλις είχε βγει βαθιά πληγωμένο από τον πόλεμο και που βρισκόταν εν μέσω κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής το ζήτημα της πορνείας εμφανίστηκε ως απειλή για την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού κράτους και η εξάλειψή της έγινε μία υπόθεση εθνικής σημασίας.[18]

Πράγματι, στις 20 Ιουνίου 1945, ο υπουργός Εσωτερικών Κωνσταντίνος Τσάτσος με επιστολή του προς τις αστυνομικές διευθύνσεις Αθήνας, Πειραιά, Πάτρας, Κέρκυρας και Θεσσαλονίκης ζήτησε τη συνεργασία των ελληνικών αρχών στην έρευνα που διεξήγε το Διεθνές Γραφείο του Λονδίνου για την καταστολή της σωματεμπορίας των γυναικών και των παιδιών. Το εν λόγω γραφείο, συνέλεγε πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη οίκων ανοχής για την αποκλειστική χρήση του γερμανικού και ιταλικού στρατού στα χρόνια του πολέμου και ειδικότερα για: α) τη «στελέχωσή» τους από Ελληνίδες γυναίκες που εργάστηκαν εκεί δια της βίας, β) τη μεταφορά ενήλικων ή ανήλικων γυναικών στη Γερμανία με σκοπό την προαγωγή τους στην πορνεία και γ) τη μεταφορά γυναικών από τη Γερμανία στην Ελλάδα με σκοπό να εργαστούν σε οίκους ανοχής αποκλειστικά για τις κατοχικές δυνάμεις.[19]

Σε μια προσπάθεια να εδραιώσει περαιτέρω την εκστρατεία ηθικής κάθαρσης για να απαλλαγεί η κοινωνία από το ψεγάδι της πορνείας, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, αναζήτησε τη λύση στις μεθόδους με τις οποίες άλλες δυτικές χώρες είχαν επιλέξει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα κατά την ίδια περίοδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα ίσχυε ο κρατικός διακανονισμός, το σύστημα δηλαδή που είχε εφαρμοστεί για πρώτη φορά στη Γαλλία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων. Το διακανονιστικό σύστημα υιοθετήθηκε και από άλλες χώρες της Ευρώπης από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα και καθιστούσε την πορνεία ανεκτή αλλά αυστηρά ελεγχόμενη.[20]

Έτσι, προς τα τέλη του 1946, τόσο η κεντρική επιτροπή του νόμου 3032, υπεύθυνη για την εποπτεία των άσεμνων γυναικών αλλά και την παρεμπόδιση της εξάπλωσης των αφροδίσιων νόσων, όσο και οι νομάρχες, ενεργώντας ως πρόεδροι των τοπικών αυτών επιτροπών, έλαβαν γνώση ενός άρθρου, που δημοσιεύτηκε στις 17 Απριλίου του ίδιου έτους στο γαλλικό περιοδικό Presse Medicale με τίτλο «Κατάργησις των οίκων ανοχής και ενίσχυσις του αγώνος κατά της προαγωγίας». Χρησιμοποιώντας αυτή τη δημοσίευση ως βάση και με τον ισχυρισμό ότι ήδη στην πλειονότητα των πιο προηγμένων χωρών, η πορνεία είχε καταργηθεί, καθώς αποτελούσε κηλίδα για τη σύγχρονη κοινωνία ο διευθυντής της Αστυνομίας Πόλεων Κλ. Γεωργιάδης υποστήριξε την εφαρμογή μιας σειράς μέτρων που θα οδηγούσαν στον στιγματισμό και τον εγκλεισμό των εκδιδόμενων γυναικών και στην σταδιακή κατάργηση των οίκων ανοχής.[21]

Στη Θεσσαλονίκη, η επιτροπή του νόμου 3032 που συνεδρίαζε μία φορά την εβδομάδα, εξέδωσε μία σειρά από αποφάσεις, οι οποίες προχώρησαν περισσότερο από το να οδηγούν τις ιερόδουλες λόγω αστυνομικών παραβάσεων στο ποινικό δικαστήριο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αποφάσεις αυτές, είχαν ως αποτέλεσμα την απέλαση «κοινών» γυναικών με το πρόσχημα της παραβίασης των υγειονομικών κανόνων. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 1946 ο νομάρχης Θεσσαλονίκης έλαβε επιστολή από το αστυνομικό τμήμα Πατρών, στην οποία αναφερόταν ότι η Κ.Μ., μετά από απόφαση της επιτροπής του νόμου 3032, μεταφέρθηκε στην Πάτρα ως «ατίθαση». Στην επιστολή που συντάσσει ο αστυνομικός διευθυντής του τμήματος Πατρών προτείνει την εξορία και κατά συνέπεια τον εγκλεισμό των «ατίθασων» γυναικών «εις διάφορους νήσους» για αναμορφωτικούς λόγους καθώς «η αναχώρησις καθίσταται σχεδόν αδύνατος».[22]

Ωστόσο, ο υπουργός Δημοσίας Τάξης Σπύρος Θεοτόκης, επιχειρούσε μία διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος, αφού υποστήριζε ότι οι εκδιδόμενες γυναίκες έπρεπε να προστατεύονται από τον κρατικό μηχανισμό καθώς βρίσκονταν εκτεθειμένες απέναντι σε διάφορους εκμεταλλευτές όπως τους αυτόκλητους προστάτες, τις διευθύντριες των οίκων ανοχής και τους αγαπητικούς και τόνιζε ότι ο ρόλος της αστυνομίας ήταν να προφυλάσσει τις ιερόδουλες από τα «κοινωνικά παράσιτα» που αποτελούσαν τους κύριους δράστες του αδικήματος της σωματεμπορίας. Στο πλαίσιο των μέτρων για την προστασία των εκδιδόμενων γυναικών ο υπουργός επιβάρυνε την αστυνομία με το ρόλο του κοινωνικού λειτουργού. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι οι αστυνομικές υπηρεσίες, ως θεματοφύλακες της ηθικής έπρεπε να νουθετούν τις ιερόδουλες με σκοπό να τις επαναφέρουν στον ηθικό βίο.[23]

Από τις παραπάνω αντικρουόμενες απόψεις προκύπτει ότι το κράτος καθ΄ όλη τη διάρκεια του 1946 βρέθηκε σε μία κατάσταση αμηχανίας σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της πορνείας. Παρόλο που η πρόθεση ήταν η σταδιακή απαγόρευση της λειτουργίας των οίκων ανοχής, οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν έλαβαν κανένα μέτρο σχετικά με την οικονομική αποκατάσταση και την κοινωνική επανένταξη των γυναικών που κέρδιζαν τα προς το ζην από τη πορνεία.[24]

Λίγους μήνες πριν από το τέλος του Εμφυλίου, οι εκπρόσωποι της πολιτείας αποφάσισαν να λύσουν οριστικά το ζήτημα καταφεύγοντας σε αυστηρά νομικά μέτρα έχοντες δεχθεί τεράστια πίεση από τα Ηνωμένη Έθνη. Συγκεκριμένα, το Μάρτιο του 1949, ο Γενικός Διοικητής της Μακεδονίας ενημέρωσε τους νομάρχες, ότι το υπουργείο Δημόσιας Τάξης, διαπίστωσε ότι η αύξηση του αριθμού των οίκων ανοχής ήταν δύσκολο να αγνοηθεί και πρότεινε να μειωθούν δραστικά ή ακόμη και να κλείσουν όλα τα «σπίτια» της Θεσσαλονίκης. Η λογική της απόφασης αυτής βασίστηκε στη σκέψη ότι πίσω από την ανηθικότητα και τον εκφυλισμό της νεολαίας κρύβονταν οι απρεπείς οίκοι ανοχής.[25]

Πράγματι, το 1949 λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη 26 οίκοι ανοχής, αριθμός υπερβολικός δεδομένου ότι στον Πειραιά λειτουργούσαν μόνο 7, στην Πάτρα 2, ενώ στις περισσότερες πόλεις είχαν καταργηθεί. Στην επιστολή του υπουργείου Δημοσίας Τάξης προς την Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος έγινε ξεκάθαρη η πρόθεση για τη σταδιακή κατάργηση των οίκων ανοχής στη Θεσσαλονίκη με προτεραιότητα τα πιο κακόφημα σπίτια στην περιοχή της Μπάρας και δόθηκε δίμηνη προθεσμία σφράγισης των εγκαταστάσεων, καθώς κρίθηκαν ως πλέον ακατάλληλοι αναφορικά με τις επικρατούσες συνθήκες υγιεινής.[26]

Επομένως, από το 1950 και έπειτα οι οίκοι ανοχής στη Θεσσαλονίκη άρχισαν σταδιακά να κλείνουν, με εξαίρεση το «σπίτι» της Μαρίκας Δεδέ, επιστήθιας φίλης του Βαρδουλάκη[27] που διετέλεσε διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της Κατοχής,[28] και πνευματικής μητέρας του παιδιού του αστυνομικού διευθυντή Νίκου Μοσχουντή.[29] Η Δεδέ, διατηρούσε σπίτι με προσφυγοπούλες, και δεν ήταν η μόνη που είχε «φιλικές» σχέσεις με την αστυνομία καθώς σε αντάλλαγμα για την παροχή «προστασίας» οι διευθύντριες των οίκων ανοχής αναλάμβαναν συχνά το ρόλο του πληροφοριοδότη της αστυνομίας.[30] Η Δεδέ, αρχικά, διατηρούσε οίκο ανοχής στην οδό Βασιλέως Γεωργίου 18 και απασχόλησε αρκετά τις αρχές, όταν η επιτροπή του νόμου 3032 αποφάσισε τη μεταφορά του «σπιτιού» σε «καταλληλότερο» σημείο της πόλης, δηλαδή στην οδό Αγγελάκη 24.[31]

Στην αραιοκατοικημένη αυτή περιοχή, που μετά το 1922 δημιουργήθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός της Αγίας Φωτεινής, λειτουργούσαν τρείς οίκοι ανοχής που αντιμετωπίστηκαν ως εξαίρεση από τις αρμόδιας αρχές αλλά και από την κοινή γνώμη, καθώς η τοποθεσία ήταν κατάλληλη από την στιγμή που εξασφάλιζε ασφαλή πρόσβαση των πελατών μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των περιοίκων.[32]

Αφορμή για τη μεταφορά του «σπιτιού» αποτέλεσε η διάνοιξη της Νέας Παραλιακής Λεωφόρου, από τον Λευκό Πύργο μέχρι την οδό Ευζώνων. Η νέα παραλιακή λεωφόρος θα αποτελούσε πολυσύχναστο σημείο για περιπάτους κατοίκων της πόλης, απ’ όπου όμως «αναδίδονται αναθυμιάσεις ηθικής σήψεως»[33] εξαιτίας της παρουσίας, του εν λόγω οίκου. Τη μεταφορά του σπιτιού εισηγήθηκε ο πρόεδρος του λιμενικού ταμείου, το οποίο χρηματοδότησε την κατασκευή της Λεωφόρου, και βρήκε σύμφωνο το νομάρχη Θεσσαλονίκης, ο οποίος με τη σειρά του απευθύνθηκε στο τμήμα Ηθών.[34]

Η τελική απόφαση για την κατάργηση ή μη του οίκου ανοχής της Δεδέ αποδείχτηκε μία πολύ χρονοβόρα διαδικασία, καθώς η επιτροπή με την απόφασή της να κλείσει ένα από τα πιο γνωστά και παλαιότερα[35] πορνεία της Θεσσαλονίκης, με «σημαντική» πελατεία, ήρθε αντιμέτωπη με την υψηλή κοινωνία της πόλης καθώς εξυπηρετούσε τις ανάγκες ενός «εκλεπτυσμένου» πελατολογίου, όπως αυτό των αξιωματικών αλλά και των αστυνομικών της πόλης. Τα μέλη της επιτροπής έλαβαν υπόψη τους όλα τα παραπάνω και επομένως αποφάσισαν τη διατήρηση και όχι την κατάργηση του συγκεκριμένου «σπιτιού», ορίζοντας ότι για να αποφευχθεί οποιαδήποτε ηθική παρέκκλιση, η ιδιοκτήτρια υποχρεούνταν να μεταφέρει τον οίκο ανοχής μέσα σε διάστημα τριών μηνών από την λήψη της απόφασης και να κατασκευάσει τοίχο ύψους δύο μέτρων στην αυλή έτσι ώστε να μην είναι ορατός ο εσωτερικός χώρος.[36]

Η σταδιακή κατάργηση των οίκων ανοχής, ως μέρος της εκστρατείας κάθαρσης της πόλης από τα «αντικοινωνικά» στοιχεία, και οι προσπάθειες να προφυλαχθεί η μεταπολεμική κοινωνία από τη διάβρωση της ηθικής δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σε αποφάσεις που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα μέσω αστυνομικών μέτρων. Η περιοχή του Βαρδαρίου, παρά τις προθέσεις να εξελιχθεί σε μία τουριστική γειτονιά στο πλαίσιο της «αναβάθμισης» της περιοχής, συνέχισε για τα επόμενα χρόνια να αποτελεί τον πυρήνα του αγοραίου έρωτα και η πορνεία παρέμεινε γένους θηλυκού.

Παρακολουθώντας την επίσημη αλληλογραφία και το δημόσιο διάλογο σχετικά με το κλείσιμο ή μη των πορνείων της πόλης, στα ταραχώδη χρόνια του Εμφυλίου, είναι εμφανές ότι στο στόχαστρο του νόμου βρισκόταν μόνο το εκδιδόμενο πρόσωπο. Το παράδοξο, έγκειται στην εκλογίκευση/νομιμοποίηση του αγοραίου έρωτα, λόγου χάρη, «προς εξυπηρέτηση του στρατού και του κινούμενου πληθυσμού»- φράση που συναντάται αρκετές φορές στο αρχειακό υλικό- αλλά με τρόπο που να μην παραβιάζεται το αξιακό σύστημα και η κοινωνική ισορροπία. Παρόλο που, η πορνεία στο αξιακό σύστημα της μεταπολεμικής κοινωνίας, θεωρούταν μία πράξη κολάσιμη και ανήθικη, η ύπαρξή της μέσα σε ένα πλαίσιο (α)ορατότητας που δεν απειλούσε τις αξίες του έθνους, της θρησκείας και τις οικογένειας, αποκτούσε νομιμοποίηση.

  1. Κωνσταντίνος Τζιάρας, «Τα λαϊκά στρώματα στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου (1922-1940): κοινωνική και πολιτική διάσταση της φτώχειας», διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 563.
  2. Στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στις οδούς Μοναστηρίου και Λαγκαδά η Μπάρα αποτελούσε από τον Μεσοπόλεμο κέντρο του αγοραίου έρωτα, Ηλίας Πετρόπουλος, Το μπουρδέλο, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1980, σσ. 56-77. Τον κόσμο της πορνείας συμπλήρωναν σωματέμποροι, διακινητές όπλων και κάθε λογής «μάγκες» της εποχής που επωφελούνταν από τους επισκέπτες των τοπικών πορνείων που μαζί με τους οίκους ανοχής επισκέπτονταν τους τεκέδες και τα χαμαιτυπεία της περιοχής, Χρήστος Παπαγιάννης, «Η παραβατικότητα στη Θεσσαλονίκη και η νέα ελληνική διοίκηση (1912-1922)», ανέκδοτη διπλωματική εργασία, Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2015, σσ. 125-126. Ωστόσο, η περιοχή υπέστη σημαντικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας με την εφαρμογή μέτρων για την ηθική κάθαρση της κοινωνίας αλλά και την καταπολέμηση της διαφθοράς καθώς το «κυνήγι μαγισσών» του μεταξικού καθεστώτος δεν περιορίστηκε μόνο στους κομμουνιστές, αλλά επεκτάθηκε και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, όπως στους «μάγκες», στους ρεμπέτες, στους σωματέμπορους και στους αγαπητικούς. Στο πλαίσιο της πολιτικής για τη κοινωνική εξυγίανση, πολλά ρεμπέτικα τραγούδια απαγορεύτηκαν ή υποβλήθηκαν σε λογοκρισία βλ. Κρήτης Γιάννης Ζαϊμάκης, «Ο κοινωνικός κόσμος των πορνείων του Λάκκου και η ποιητική της Μαγκιάς (Ηράκλειο 1900-1940). Αστικός χώρος και πολιτισμική διαφοροποίηση», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα 1997,σ. 159.
  3. Πετρόπουλος, ό.π., σ.58.
  4. Stratos N. Dordanas, “‘Common women’ or ‘women of free morals’: the suppression of prostitution in post-war Thessaloniki (1945–1955)1.” Byzantine and Modern Greek Studies 35.2 (2011), 215.
  5. Γενικά Αρχεία του Κράτους-Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας [στο εξής ΓΑΚ-ΙΑΜ], Αρχείο Ειδικού Δικαστηρίου Δωσιλόγων, φάκ. 13, υποφάκ. 1: Κέντρο Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης, Γραφείο 11, Προς τον Κον Ανακριτήν Β’ Ειδικού Τμήματος Δοσιλόγων, «Υποβολή δικογραφίας κατά της Γερμανίδος Λιμπράουτ Έλφελοτ», Αριθ. 5|107|2α, Θεσσαλονίκη, 27 Ιανουαρίου, χ.έ.
  6. Dordanas, “‘Common women’”, 216
  7. Γιώργος Κόκκινος, «Άξια» και «ανάξια» ζωή. Ευγονική, εκφυλισμός, βιοπολιτική: Ο γιατρός στο ρόλο του κοινωνικού θεραπευτή και του εθνικού αναμορφωτή», Εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2021, σ. 631
  8. Στο ίδιο, σσ. 45-47
  9. Γιώργος Κόκκινος, «Όψεις του μεταπολεμικού ευγονισμού στην Ελλάδα», Γεώργιος Χρ. Τσιγάρας, Ελεονώρα Ναξίδου, Δημοσθένης Στρατηγόπουλος (επιμ.), Ανδρί κόσμος, τιμητικός τόμος στον Καθηγητή Κωνσταντίνο Κ. Χατζόπουλο, Εκδόσεις Κ. & Μ. Σταμούλη – Ιωάννης Αρχ. Χαρπαντίδης, Θεσσαλονίκη 2019, σ. 217.
  10. Δήμητρα Τζανάκη, « Η «ψυχική ασθένεια» της «κοινής γυναίκας/ζωής»: Ο αστικός βιοϊατρικός λόγος στην υπεράσπιση του καπιταλισμού», φεµινιστικά,3, στην ιστοσελίδα https://feministiqa.net/psyhiki-astheneia-tis-koinis-gynaikas/ [ημερομηνία ανάκτησης: 8 Μαΐου 2024]. Οι απόψεις αυτές δημοσιεύθηκαν το 1953 σε άρθρο του Νικόλαος Αρχιμανδρίτης, «Προστασία των ηθών», Αστυνομικά Χρονικά, 14 (Δεκέμβριος 1953).
  11. Για να ενταχθεί κάποιος στον ΕΛΑΣ, έπρεπε να αποδεχθεί την επικρατούσα άποψη ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου κανείς δεν θα εξέφραζε αισθήματα αγάπης και έρωτα για κάποιον συναγωνιστή του. Θεωρούσαν ότι τέτοιου είδους συναισθήματα θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τον αγώνα. Μια γυναίκα μαχήτρια που η συμπεριφορά της «προκαλούσε» ή που η ομορφιά της θεωρείτο προκλητική, απομακρυνόταν από την ομάδα της, ακόμη και αν δεν υπήρχαν αποδείξεις για «ανήθικη συμπεριφορά». Από την άλλη, στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά καθώς υπήρχε περισσότερη «ελευθερία» σε σύγκριση με τον ΕΛΑΣ αν και στη Νότια Ελλάδα η λογική του ΕΛΑΣ ήταν πιο διαδεδομένη, Τασούλα Βερβενιώτη, «Αντάρτισσες του ΕΛΑΣ και μαχήτριες του ΔΣΕ», Κλειώ, 3 (καλοκαίρι 2006), 175. Πιο συγκεκριμένα, η ηγεσία του ΔΣΕ επέτρεπε στις μαχήτριες και τους μαχητές να συνάπτουν ερωτικές σχέσεις και το Κομμουνιστικό Κόμμα επικύρωνε τους γάμους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το Κόμμα ασκούσε έντονη επιρροή στην επιλογή συντρόφου ανάμεσα στις μαχήτριες και τους μαχητές του ΔΣΕ ειδικά στην περίπτωση των πολιτικών προσφύγων, βλ. Μαρία Μποντίλα, «Ο άνθρωπος μπορεί να έχει δίκιο μόνο με το Κόμμα και μέσω του Κόμματος», Κατερίνα Τσέκου – Βασίλης Δαλκαβούκης – Μαρία Μποντίλα (επιμ.), Τα πιο πολλά βασανιστήρια τα πέρασε μια Τασούλα, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2018, σ. 186.
  12. Κώστας Κατσούδας, «“Προσοχή στη Νεολαία!”: Ηθικός πανικός και αντικομουνιστικός λόγος στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια», Κώστας Κατσάπης (επιμ.), Οι απείθαρχοι. Κείμενα για την ιστορία της νεανικής αναίδειας τη μεταπολεμική περίοδο, Εκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2018, σσ. 186-189.
  13. Στο ίδιο, σ. 189.
  14. Τασούλα Βερβενιώτη, «Οι γυναίκες της Αριστεράς μπροστά στο δίλημμα: πολιτική ή οικογένεια;», Mark Mazower (επιμ.), Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση, της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943- 1960, μετάφρ. Γιάννης Καστανάρας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004, σ. 130.
  15. Βερβενιώτη, «Αντάρτισσες του ΕΛΑΣ», 175.
  16. Τασούλα Βερβενιώτη, Η γυναίκα της Αντίστασης. Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική, Εκδόσεις Κουκίδα, Αθήνα 2013, σ. 145.
  17. Βερβενιώτη, «Οι γυναίκες της Αριστεράς», σ. 129
  18. Dordanas, “‘Common women’”, 219.
  19. ΓΑΚ-ΙΑΜ, Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος [στο εξής ΓΔΒΕ], S8, φάκ. 1, υποφάκ. 1: Β’ Γενική Διεύθυνσις, Διεύθυνσις Αστυνομίας Πόλεων, Προς Αστυνομικές Διευθύνσεις Αθηνών, Πειραιώς, Πατρών, Κέρκυρας, Θεσσαλονίκης- Γενικούς Διοικητάς και Νομάρχας Κράτους, Αριθ. 4521 Φ. 27/10, Αθήνα, 20 Ιουνίου 1945.
  20. Dagmar Herzog, Sexuality in Europe. A Twentieth-Century History, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 2011, σ.10.
  21. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ,S8, φάκ.1, υποφάκ. 1: Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως, Α’ Γενική Διεύθυνσις, Διεύθυνσις Αστυνομίας Πόλεων, Προς Κεντρική Επιτροπή του Νόμου 3032, Αριθ. ΙΙΙ99 Φ 27/Ι, Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 946.
  22. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, S8, φάκ. 1, υποφάκ. 1: Αστυνομία Πόλεων, Γενική Ασφάλεια Πατρών, Προς τον Νομάρχην ως Πρόεδρο Επιτροπής Νόμου 3032, Αριθ. 4279, Πάτρα, 11 Ιουλίου 1946.
  23. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, S8, φάκ. 1, υποφάκ. 1: Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως, Προς τους Γενικούς Διοικητάς και Νομάρχας Κράτους, Αστυνομικές Διευθύνσεις Αθηνών, Πειραιώς, Πατρών, Κέρκυρας, Αστυνομική Διεύθυνσιν Θεσσαλονίκης και Διοικήσεις Χωροφυλακής, Αριθ. 5009Φ.27|1, Αθήνα, 6 Ιουνίου 1946.
  24. Dordanas, “‘Common women’”, 221.
  25. Στο ίδιο, 221-222.
  26. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, S8, φάκ. 1, υποφάκ. 3: Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Διεύθυνσις Αστυνομίας Πόλεων Προς Νομάρχην Θεσσαλονίκης, Αθήνα, 9 Ιουνίου 1951.
  27. Πετρόπουλος, ό.π., σ. 82.
  28. Ανδρέας Βενιανάκης, Ποντάροντας στην γερμανική ρουλέτα. Καζίνο και πράκτορες στην κατοχική Θεσσαλονίκη (1941-1944), Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2020, σ. 191.
  29. Πετρόπουλος, ό.π., σ. 82.
  30. Mark Mazower, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950, μετάφρ. Κώστας Κουρεμένος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σσ. 463 465.
  31. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, S8, φάκ. 1, υποφάκ. 2: Πρακτικόν Επιτροπής Νόμου 3032, Αριθ. 302, Θεσσαλονίκη, 3 Δεκεμβρίου 1950.
  32. Πετρόπουλος, ό.π., σ. 80. Η Αγία Φωτεινή κατεδαφίστηκε από τον Ιωάννη Μεταξά.
  33. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, S8, φάκ. 1, υποφάκ. 2: Επιτροπεία Λιμενικού Ταμείου Θεσσαλονίκης, Υπηρεσίας Τουρισμού, Αριθ. 3402, Θεσσαλονίκη, 21 Σεπτεμβρίου 1950 και Νομαρχία Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ηθών, Αριθ. 24998, Θεσσαλονίκη, 12 Νοεμβρίου.
  34. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, S8, φάκ. 1, υποφάκ. 2: Επιτροπεία Λιμενικού Ταμείου Θεσσαλονίκης, Υπηρεσίας Τουρισμού, Αριθ. Π3402, Θεσσαλονίκη, 21 Σεπτεμβρίου 1950 και Νομαρχία Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ηθών, Αριθ. 24998, Θεσσαλονίκη, 12 Νοεμβρίου.
  35. Ο οίκος ανοχής της Δεδέ προσέφερε τις «υπηρεσίες» του στην πόλη για είκοσι πέντε χρόνια.
  36. ΓΑΚ-ΙΑΜ, ΓΔΒΕ, S8, φάκ. 1, υποφάκ. 3: Διεύθυνσις Αστυνομίας Θεσσαλονίκης Τμήμα Ηθών και Λεσχών, Προς Νομάρχην Θεσσαλονίκης ως Προέδρου Επιτροπής Νόμου 3032, Αριθ. 19/42/586, Θεσσαλονίκη, 13 Φεβρουαρίου 1951.